ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Francois Mitterrand
Τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Κοντινένταλ, στο μεγάλο ξενοδοχείο του Παρισιού, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης είχε συνάντηση με τους δημοσιογράφους. Είχε φτάσει πριν λίγες μέρες, απελευθερωμένος από το στρατόπεδο του Ωρωπού, ύστερα από τρία χρόνια εξορίας και περιορισμό κατ’ οίκον.
Ο Παπαδόπουλος, που ήθελε να εξευμενίσει τους υπουργούς του συμβουλίου της Ευρώπης, που θα συγκεντρώνονταν στο Στρασβούργο για να αποφασίσουν αν θα έπρεπε να δημοσιεύσουν την έκθεση της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τα βασανιστήρια του καθεστώτος των συνταγματαρχών, είχε πάρει ξαφνικά αυτό το μετρό επιείκειας. Όλοι θυμούνται το βιαστικό ταξίδι του Ζαν – Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ στην Αθήνα, που κατέληξε στον ερχομό του Μίκη στην Γαλλία. Την προηγούμενη είχαν ειδοποιήσει εμένα γι αυτό το σκοπό. Βρισκόμουν όμως στο Σατώ-Σινιόν, δεν μπορούσαν να με περιμένουν, ούτε είχα κατορθώσει να νοικιάσω αεροπλάνο την ώρα εκείνη. Όταν γύρισα στο Παρίσι κι ασχολιόμουν με την υπόθεση, έμαθα ότι την αποφυλάκηση του Μίκη είχε αναλάβει με επιτυχία ο διευθυντής του περιοδικού Εξπρές.
Την δεύτερη φορά που τον είδα έπαιζε πιάνο σε ένα διαμέρισμα στην συνοικία Σαιν-Ωγκυσταίν.
Οι καλεσμένοι ήταν πολλοί και ο χώρος μικρός. Σπρώχνονταν, πατούσαν στις μύτες των ποδιών τους, προσπαθούσαν να διακρίνουν ανάμεσα στους όμως και τα κεφάλια, τον Μίκη, σκυμμένο πάνω στο πιάνο, με τα δάχτυλα που έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα, σαν να έγραφαν ποίημα, με μακριές διακοπές και παρατεταμένη προσήλωση.
Και αυτό είναι μια μορφή αφαίρεσης, ταξιδιού στο εξωτερικό κόσμο, η πιο σύντομη διαδρομή ωστόσο, όταν γνωρίζεις το δρόμο που πρέπει να κάνεις για να περάσεις τα σύνορα που σε συνδέουν με τον υπόλοιπο κόσμο. Από καιρό σε καιρό ο Μίκης συνόδευε χαμηλόφωνα την μελωδία. Η συγκίνηση που μας είχε κυριεύσει όλους μεταμόρφωνε το μικρό πλήθος σε ένα σώμα μοναδικό που κατοικούνταν από την ψυχή της στιγμής. Είμαστε ο ήλιος και το ποτάμι η χαμένη κοιλάδα και τα σκαλοπάτια της πάνω πόλης, κυκλωμένοι από λουλούδια και αίμα. Είμαστε οι λεηλατημένοι κήποι και το δάσος που πυρπολείται. Ω Ελλάδα, Ω Ελευθερία, ω πατρίδα σου και πατρίδα μου! Είμαστε η εξορία και η ελπίδα και τ’ αμπέλι τη θάλασσα, ο ταξιδιώτης,που τίποτα δεν μπορεί να απομακρύνει από το δρόμο για το σπίτι του. Φανταζόμουν μεγάλα μεταναστευτικά πουλιά, που χαράσσουν τη διαδρομή τους πάνω από την καμπύλη της γης, που με τα φτερουγίσματα τους σβήνουν την γεωγραφία μας και που ξαφνικά κάνουν μια βουτιά για να καθίσουν στην άκρη του βάλτου ή στο κλωνάρι του δέντρου, όπου χιλιάδες υπάρξεις είχαν βρει προηγούμενα καταφύγιο. Δεν μπορώ να πω ότι η τεχνική του Μίκη ήταν τέλεια. Μετέδιδε όμως την δημιουργία του και η σπασμένη ηχώ που προοριζόταν για μας μετέφερε το έργο του μακριά πιο μακριά ίσως από τους ερμηνευτές του έργου του.
Το διαπίστωσα στην τρίτη μας συνάντηση, σε μία συναυλία, στην αίθουσα Μυτυαλιτέ, θαρρώ.Δεν θα μπορέσω να περιγράψω τη μαγεία εκείνης της βραδιάς. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος είχαν τραγουδήσει «τις πίκρες και τους καημός των Ελλήνων» Σε στίχους του Ρίτσου, του Χριστόδουλου, του Σεφέρη και του ίδιου του Θεοδωράκη. Η Μαρία, ιερατική με το ανατολίτικο φόρεμα της, περιφρονώντας τις σκηνικές πόζες, όρθια με τα μπράτσα κολλημένα πάνω στο κορμί, με το δεξί μονάχα χέρι, που κουνιόταν για να ακολουθεί το ρυθμό, κυριαρχούσε με την κοντράλτο φωνή της, πάνω από την ορχήστρα. Η Μαρία, για μένα, είναι η Ελλάδα. Έτσι φαντάζομαι την Ήρα, δυνατή και αγνή, άγρυπνη. Δεν γνωρίζω άλλο καλλιτέχνη, που να με έχει κάνει να νιώσω σ’ αυτό το βαθμό την έννοια της λέξης υπέροχη. Ακίνητος επίσης, ο Πέτρος με τα μάτια και τις γροθιές κλειστές, άνοιγε τις πόρτες του βασιλείου, όπου πάνε οι λοιπές και τα όνειρα. Τον άκουγα να καλεί τους ζωντανούς για να μαρτυρήσουν για όλο αυτό το αίμα, για αυτές τις πνιγμένες φωνές. Επτά χρόνια ίσως και θα γκρέμιζε τείχη. Μπροστά στους συντρόφους του ο Μίκης αγκάλιαζε τη μουσική με τα απλωμένα του χέρια, θα έλεγες πως θέριζε το ηχητικό πεδίο. Με τις άκρες των δακτύλων του τραβούσε προς το μέρος του την κάθε νότα που ερχόταν από τα μπουζούκια και από τις κιθάρες και της έδενε σε δέσμες, που μια άλλη μουσική φράση τις απελευθέρωνε. Με την ψηλή του κορμοστασιά έσκυβε, τεντωνόταν, για να κυριαρχήσει θα έλεγες σε ένα μοναδικό αγώνα. Πάνω στο πρόσωπο του ζωγραφίζονταν με τη σειρά ο πόνος, το γέλιο, η επίθεση, η απόκρουση και φαινόταν απορροφημένος σ’ αυτήν την αδερφική πάλη σώμα με σώμα, όταν, ση μια στιγμή, γύρισε προς το μέρος μας και άρχισε να τραγουδάει.Είχα κιόλας παρατηρήσει ότι ο Μίκης δεν έχει πλούσια φωνή. Τι σημασία όμως έχει αυτό. Η μουσική αυτή είναι δική του, την ξαναδημιουργεί, την ξανά εφευρίσκει μ’ αυτήν μεταβάλει την πέτρα και το μέταλλο σε ομιλία. Το πλήθος των αποθέωσε.
Από τότε συχνά συναντήθηκα με τον Θεοδωράκη και μπορώ να πω πως είμαι φίλος του. Κάθε φορά που γυρίζει από την Ελλάδα, για μια μουσική περιοδεία ή για ιδιωτικούς λόγους, επικοινωνεί μαζί μου. Ακόμα με περιμένει στο σπίτι του στην Κόρινθο, όπου του υποσχέθηκα να περάσω φέτος το καλοκαίρι, όπου θα πάω ίσως καμιά μέρα. Ήμουν καλεσμένος στις πρόβες του Κάντο Χενεράλ και παρευρέθηκα στην γέννηση ενός αριστουργήματος. Πρόκειται για την συμβολή δύο εμπνεύσεών πρώτου μεγέθους, που διασταυρώθηκαν στο ακριβές σημείο όπου γράφεται ιστορία του κέρωμα. Για τον Μίκη, δεν θα αναφερθώ στην στρατευμένη τέχνη. Η στρατευμένη πολιτική είναι εκείνη που τρέφει την μουσική του. Όχι το αντίθετο. Ολόκληρο το έργο του είναι μία μάχη και ένα μέσον για μάχη. Η δικτατορία δεν έπεφτε έξω, όταν πέντε βδομάδες μετά το πραξικόπημα δημοσίευε την ακόλουθη διαταγή: « Αποφασίζομεν και διατάσσομεν, απαγορεύονται η μουσική και τα τραγούδια του συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη. Οι παραβάται θα παραπέμπονται εις τα στρατοδικεία». Και 9 Νοεμβρίου 1967, το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης καταδίκασε τον Κωνσταντίνο Δαούτη, έμπορο, σε φυλάκιση τεσσάρων χρονών γιατί πούλησε δίσκο του απαγορευμένου συνθέτη.
Πρέπει να διαβάσει κανείς στην «Κουλτούρα και πολιτικές διαστάσεις», την ανάλυση που κάνει ο Θεοδωράκης για το ποίημα του «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού». «Το τραγούδι», σημειώνει ο Μίκης, «είναι ο ίδιος ο λαός,η υπόσταση του μέσα στην ιστορική του πορεία. Περικλείει μέσα του την πεμπτουσία του εθνικού και λαϊκού χαρακτήρα, μέσα στο πέρασμα των αναστατώσεων και των αιώνων». Τον ακούω να απαγγέλει χαμηλόφωνα, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του:
Δύο γιους είχες μανούλα μου, δυο
δέντρα, δυο ποτάμια,
δύο κάστρα βενετσιάνικα, δυο δυόσμους,
δυο λαχτάρες.
Ένας για την Ανατολή, κι ο άλλος για τη Δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή,
μιλάς ρωτάς τον ήλιο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ύστερα το Κομμουνιστικό Κόμμα διασπάστηκε στα δύο και ο Μίκης τράβηξε το δρόμο του στην αναζήτηση «μιας αριστεράς απαλλαγμένης από την τροχοπέδη του γραφειοκρατικού δογματισμού και ανταποκρινόμενη στις ειδικές απαιτήσεις, στα προβλήματα και τις ιδιομορφίες του ελληνικού προοδευτικού κινήματος». Τον βλέπω να προχωρεί με τις γιγαντιαίες δρασκελιές του. «Η γεύση της ελευθερίας είναι πικρή» δήλωσε στους Γάλλους δημοσιογράφος που τον υποδέχτηκαν, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1970. Πικρή και αναγκαία, αγαπητέ μου, Μίκη, πικρή και υπέροχη.
FRANCOIS MITTERRAND
ΝΕΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Ο ΠΟΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Πολιτικά κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη προκάλεσαν στα λιμνασμένα νερά της ελληνικής αριστεράς τον ίδιο σάλο που είχε ξεσηκώσει, πριν από 15 χρόνια, και η μουσική του. Όταν δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό τύπο τα πρώτα αποσπάσματα από το βιβλίο του «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», υψώθηκαν από το κατεστημένο της παραδοσιακής αριστεράς φωνές αναθέματος και αφορισμού για να θάψουν τον πολιτικό Μίκη, όπως παλιότερα θέλησαν να αγνοήσουν τον καλλιτέχνη.
Αλλά όπως είδαμε, ο καλλιτέχνης προχώρησε. Οι νότες του συνθέτη συντρίψανε τα φράγματα και αντήχησαν στα πέρατα της χώρας. Και τούτο, γιατί ήταν η ίδια η «ρωμιοσύνη» που τραγουδούσε και γνώριζε τον εαυτό της. Και το τραγούδι έγινε κίνημα. Και το κίνημα έγινε επανάσταση. Είναι το δεύτερο μπορούμε να πούμε μαζικό αντιστασιακό κίνημα που γνώρισε η χώρα μας τα τελευταία 35 χρόνια μετά την Εθνική Αντίσταση. Ήταν ένα κίνημα πολιτιστικό – αντιστασιακό που έσπασε όλους τους φραγμούς: ιδεολογικούς, πολιτικούς, ταξικούς, οικονομικούς. Εισχώρησε παντού. Στον προλετάριο και στον αντίπαλό του μαρξισμού. Στον πολιτικό φίλο και στον πολέμιο. Στην πόλη και στο χωριό. Ζυμώθηκε με το έθνος. Ξεπέρασε και τα εθνικά σύνορα. Και όπως είπε ο Γάλλος φιλόσοφος Ροζέ Γκαροντί, η Ευρώπη βρίσκει σ’ αυτό την μορφωτική της επανάσταση.
Η δύναμη του πολιτιστικού κινήματος του Θεοδωράκη βρίσκεται στην εθνικότητα του, στην λαϊκότητα του, στη «ρωμιοσύνη» του. Και οι πηγές της ρωμιοσύνης, γράφει ο Μ.Θ., πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορία ενός αδιάκοπου αγώνα για τον θρίαμβο της Ελευθερίας.
Άνοιξα αυτή την παρένθεση για τον καλλιτέχνη Θεοδωράκη, όχι για να υπογραμμίσω την πολύπλευρη αξία του πολιτιστικού του κινήματος, αναγνωρισμένη άλλωστε από όλους. Απλώς, θέλω να σημειώσω ότι τα πολιτικά κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη είναι μια νέα πολιτική παρουσία της ελληνικής αριστεράς και πρέπει να τα κρίνουμε απαλλαγμένοι από παραδοσιακά δόγματα και μουσειακές ιδεολογικές πανοπλίες.
*
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την ευρύτητα που πήρε ο αντιφασιστικός αγώνας, έφερε στο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης τις τεράστιες λαϊκές μάζες σ’ όλες τις χώρες της γης. Παρατηρείται μια γρήγορη ωρίμανση και συνειδητοποίηση των πλατειών λαϊκών μαζών, που όλο και πιο πολύ ζητούν συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας, την αυτοδιαχείριση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Είναι ένα στοιχείο θεμελιώδες στην άσκηση της πολιτικής σήμερα, που συχνά το περιφρονούν ή το υποτιμούν όλοι οι υπέρμαχοι της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
Αυτό ακριβώς που κυριαρχεί στα πολιτικά κείμενα του Μ.Θ., είναι η εμπιστοσύνη στην ωριμότητα του λαού και την ευθυκρισία των λαϊκών μαζών. Στο βιβλίο του «Οι Μνηστήρες της Πηνελόπης» φέρνει, χωρίς κανένα δισταγμό, στο φως της δημοσιότητας όλο το πολιτικό και κομματικό παρασκήνιο των χρόνων πριν από την δικτατορία, κατά τη δικτατορία και της μεταδικτατορικής περιόδου.
Η πληροφόρηση σπάει τα στεγανά των κομμάτων και της αιώνιας σκοπιμότητας και γίνεται κτήμα των πλατειών λαϊκών μαζών. Εγκαινιάζεται έτσι η ανοιχτή πολιτική των μαζών και όχι η απόκρυφη της «φωτισμένης» κάθε φορά ηγεσίας.
Το πράγμα είναι καθαρό. Όποιος θέτει τις λαϊκές μάζες στο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης, έχει υποχρέωση να μην τις κρατάει μακριά από την πληροφόρηση. Να μην τις αφήνει να παγιδεύονται ή να καταδημαγωγούνται.
Η τάξη – ηγεμόνα, το κόμμα – οδηγός και οι επαγγελματίες πολιτικοί της αριστεράς, είναι έννοιες και θεσμοί που δεν μπορούν σήμερα να αγκαλιάσουν και να εκφράσουν την πολιτική και πολιτιστική κινητικότητα των λαϊκών μαζών προς το σοσιαλισμό. Και όχι μόνο δεν μπορούν να την εκφράσουν αλλά αντίθετα, την αναστέλλουν και την παραμορφώνουν.
Η ευθύνη και τα κέντρα αποφάσεων πρέπει συνεχώς να διευρύνονται και να μετατοπίζονται από τα «κόμματα-οδηγούς» και τους «επαγγελματίες πολιτικούς», στο κοινωνικό σύνολο. Γι' αυτό η πληροφόρηση του λαού, είναι αναγκαία. Σ’ αυτήν αντιδρούν μόνο οι πληροφορημένοι και την αρνούνται μόνο οι αλλοτριωμένοι στο κόμμα και την κομματική ηγεσία.
Το κακό στο χώρο της παραδοσιακής αριστεράς είναι ακριβώς ότι εξακολουθεί να κυριαρχείται από την λατρεία του κόμματος που έχει μετατραπεί σε μία «μυστική εταιρεία». Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί μαζών του Μ.Θ. προκαλεί κάθε φορά θύελλα αντιδράσεων στην παραδοσιακή αριστερά και τα κάθε λογής κομματικά κατεστημένα.
Υπόθεση και ευθύνη των πλατιών λαϊκών μαζών είναι σήμερα και η κίνηση της κοινωνίας προς το σοσιαλισμό. Αλίμονο σ’ όσους νομίζουν ότι ο σοσιαλισμός, που σήμερα χτυπάει τις πόρτες της ανθρωπότητας, μπορεί να μονοπωληθεί από μία τάξη ή από ένα ταξικό κομμα. Ο σοσιαλισμός δεν είναι απλώς μια οικονομική αντίληψη. Δεν εξαντλείται στις νέες παραγωγικές σχέσεις που μια πολιτική εξουσία μπορεί να τις επιβάλει με την κρατική βία στην κοινωνία. Δεν είναι ένα νέο οικονομικό σύστημα αφυδατωμένο από τους πλούσιους χυμούς των ανθρωπιστικών αξιών και των πολιτιστικών κατακτήσεων του ανθρώπου το πέρασμα των αιώνων. Όσοι και όπου είδαν έτσι το σοσιαλισμό, τον παραμόρφωσαν και τον δυσφήμισαν. Εξαντλήσαμε το σοσιαλισμό εκεί όπου απλώς θα πρεπε να είναι μόνο η αρχή του. Και αυτό έγινε, γιατί θέλησαν να τον επιβάλλουν με την κρατική βία και δεν άφησαν να τον δημιουργήσει ο λαός σαν επαναστατική συνέχεια των ως τότε ιστορικών κατακτήσεων του. Η κοινωνική επανάσταση δεν σημαίνει διακοπή και άρνηση της ιστορικής συνέχειας της ανθρωπότητας. Είναι μια ανώτερη ποιοτική αλλαγή της κοινωνίας στο σύνολο των ως τότε κατακτήσεων της και αξιών της. Και γι αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της παλλαϊκής προσπάθειας. Το μονοπώλιο του σοσιαλισμού που επιχειρείται σήμερα από τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα, παρεμποδίζει την κίνηση της κοινωνίας προς τον σοσιαλισμό ή οδηγεί στην παραμόρφωση του. Γι’ αυτό τα κομμουνιστικά κόμματα, όπως είπε ο Σαντιάγο Καρίγιο, προσκολλημένα καθώς είναι σε ξεπερασμένα πρότυπα και δόγματα, κινδυνεύουν να γίνουν αντιδραστικά. Είναι μια πικρή αλλά αντικειμενική αλήθεια.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στα κείμενα του κάνει ακριβώς μία νέα θεώρηση του σοσιαλισμού και της πορείας για την πραγμάτωση του. Σοσιαλισμός, λέει ο Μ.Θ., είναι η αναγέννηση για κάθε έθνος. Είναι νέες οικονομικές σχέσεις μαζί με ένα μαζικό αναγεννητικό πνευματικό, πολιτιστικό και ανθρωπιστικό κίνημα. Και αυτόν τον σοσιαλισμό δεν τον επιβάλει ένα κόμμα, μια πρωτοπορία. Τον δημιουργεί ένας λαός.
«Οι μάζες», γράφει ο Μ.Θ., «πρέπει να εγκυμονήσουν το σοσιαλισμό και σε συνέχεια να τον γεννήσουν και να τον αναστήσουν. Κάθε άλλη μεθοδολογία μας οδηγεί σε αλλοιώσεις, παραμορφώσεις και παραβιάσεις του σοσιαλισμού όπως είναι ο κρατικός σοσιαλισμός, ο αραβικός σοσιαλισμός, ο στρατιωτικός σοσιαλισμός».
Ο σοσιαλισμός, πριν απ’ όλα, θέλει ελεύθερους ανθρώπους. Και ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν είναι υπεύθυνος. Γι' αυτό και δεν μπορεί ο σοσιαλισμός να μονοπωληθεί από μία τάξη ή από ένα ταξικό κόμμα. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι «επιβολή» σε μία κοινωνία. Πρέπει να είναι δημιούργημα του κοινωνικού συνόλου. Πρέπει να είναι παλλαϊκή, εθνική δημιουργία.
Οι ιδέες του σοσιαλισμού σήμερα έχουν κατακτήσει τις συνειδήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων σε όλες σχεδόν τις χώρες. Και όμως, δεν μπορούν να επικρατήσουν γιατί έχουν συνδεθεί με ένα ανελεύθερο κοινωνικό καθεστώς και μονοπωλούνται από τα κομμουνιστικά κόμματα που εξακολουθούν να παραμένουν με όλες τις προσπάθειες διαφορισμού, προσκολλημένα σε εκείνο το πρότυπο. Οι αλλαγές που εμφάνισαν τελευταία τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, είναι πραγματικά σημαντικά βήματα για την αναζήτηση ενός άλλου σοσιαλισμού που να έλκει αντί να απωθεί. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι εξακολουθούν να διατηρούν τον παραδοσιακό τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα» που είναι συνδεδεμένος, δίκαια ή άδικα, με μία ξεπερασμένη στρατηγική και με ένα απαράδεκτο σοσιαλιστικό πρότυπο, θα βαραίνει πάντα στην όλη ανανεωτική σοσιαλιστική προσπάθεια.
*
Πριν κλείσω αυτό το προλογικό σημείωμα, θα ‘θελα να υπογραμμίσω μία νέα θεώρηση στα μεταδικτατορικά ελληνικά πράγματα που φέρνει η «πολιτική μαζών» του Μίκη Θεοδωράκη.
Η μεταδικτατορική ελληνική πραγματικότητα, για να μπορέσει να κινηθεί προς την στερέωση και διεύρυνση της Δημοκρατίας πρέπει να κινηθεί σαν κοινωνικό σύνολο. Ο ελληνικός λαός βγήκε από το σκοτάδι της δικτατορίας με μια κύρια καθολική αντίθεση προς τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες, είτε ως κατάλοιπα είτε σαν νέες διεργασίες, επιβουλεύονται τις δημοκρατικές του ελευθερίας.
Αυτή η καθολική αντίθεση προς τις δικτατορικές δύναμη εκφράστηκε πολιτικά με την εμπιστοσύνη που έδωσε η μεγάλη πλειοψηφία του λαού σε ένα πρόσωπο και σε ένα κόμμα που βγήκαν από τους κόλπους της δεξιάς.
Ο λαός κατάλαβε ότι σε εκείνη την περίοδο, για να εξουδετερωθεί η «χούντα» έπρεπε να της αφαιρεθούν οι δυναμικοί εκείνοι μηχανισμοί που ως χθες την κρατούσαν στην εξουσία. Και αυτό μπορούσα να το πετύχουν ομαλά μόνον οι πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς, γιατί δεξιά ήταν ολόκληρη κρατική δομή.
Η εθνική αντιδικτατορική συσπείρωση εκείνη την περίοδο, η τόσο αναγκαία για να εξουδετερωθεί η «χούντα», μπορούσε να γίνει μόνο προς τον συντηρητικό» πολιτικό πόλο. Οποιοσδήποτε άλλος «πολιτικός πόλος» θα απωθούσε ή θα ουδετεροποιούσε μέρος των αντιδικτατορικών δυνάμεων της δεξιάς και θα ήταν προς όφελος των φιλοδικτατορικών κύκλων.
Η φράση του Μ.Θ. στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974, «Καραμανλής ή τα τανκς», ήταν μια πολιτική ίσως «ασύμφορη κομματικά» αλλά εθνικά αναγκαία για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας εκείνη την περίοδο. Ήταν η πολιτική μαζών και όχι εκείνη η κομματική, που χάνει πολλές φορές από τα μάτια της την κύρια πολιτική αντίθεση της στιγμής. «Οι μάζες» μπορεί ίσως να σκέφτονται κομματικά αλλά ενεργούν σχεδόν πάντοτε πολιτικά. Η πολιτική μαζών δεν αντιστρατεύεται το κόμμα. Αντίθετα το αναδεικνύει και το καταξιώνει στη συνείδηση των μαζών ως εθνική πολιτική δύναμη. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίληψη που έλειπε ως σήμερα από την αριστερά.
Η παραδοσιακή ελληνική αριστερά έβλεπε πάντοτε τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ως αντιπάλους. Το μόνο διαφορισμό που έκανε, και όταν τον έκανε, ήταν ανάμεσα στο «μικρότερο ή το μεγαλύτερο κακό». Χθες, πριν από την δικτατορία, έλεγε: « Ο Γ. Παπανδρέου απέναντι στον Καραμανλή ήταν το μικρότερο κακό». Μετά την δικτατορία, σήμερα, λέει: «Ο Καραμανλής απέναντι στην χούντα είναι το μικρότερο κακό».
Δεν βλέπει κάθε φορά, απέναντι στο συγκεκριμένο βασικό πρόβλημα που θέτει η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, αν ο Γ. Παπανδρέου π.χ. με τις δυνάμεις που πολιτικά εξέφραζε τότε ήταν θετική δύναμη για την δημοκρατική πορεία της κοινωνίας. Ή, αν σήμερα ο Καραμανλής με τις δυνάμεις που πολιτικά εκφράζονται στην «Νέα Δημοκρατία» είναι θετική δύναμη για την απόκρουση των κινδύνων που απειλούν την χώρα και για την στερέωση της Δημοκρατίας. Και το κυριότερο, να τολμάει κάθε φορά να το διακηρύσσει και να το εξηγεί στο λαό.
Αυτό το κενό στην πολιτική της παραδοσιακής αριστεράς έρχονται να καλύψουν σήμερα τα πολιτικά κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη. Με τόλμη, ρεαλισμό και χωρίς κομματικά πλέγματα ο Μ.Θ. Αυτό το κενό στην πολιτική της παραδοσιακής αριστεράς έρχονται να καλύψουν σήμερα τα πολιτικά κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη. Με τόλμη, ρεαλισμό και χωρίς κομματικά πλέγματα ωμή.Θ. κρίνει ανοικτά, από την σκοπιά του εθνικού και δημοκρατικού συμφέροντος, την πολιτική των κομμάτων, χωρίς να χάνει από τα μάτια του ούτε στιγμή, ότι και η ελληνική κοινωνία πρέπει να κινηθεί προς την εθνική αναγέννηση, προς το σοσιαλισμό.
ΠΟΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
Ι
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟΥ DENIS BOURGEOIS
21 Απριλίου 1975. Ανάμεσα στη θάλασσα και το βουνό, στους πρόποδες των Κερδυλίων. Βράχοι και σιωπή, τελευταίο αντιστήριγμα των Βαλκανίων αλλά στον κάμπο κιόλας του Αιγαίου, μερικά χωράφια και πολλά χαλίκια, ένας κολοσσιαίος λέων, μάρτυς ενός χαμένου μεγαλείου, φαίνεται σαν να κρατάει καραούλι μπροστά σε ένα μικρό κτίσμα, βενζινάδικο και αναψυκτήριο μαζί. Κανένας δεν τον προσέχει, εκτός από τον ταξιδιώτη, που πιέζεται από την ανάγκη για βενζίνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει σταματήσει εκεί μαζί με τους μουσικούς της ορχήστρας του. Η ανάγκη για βενζίνη ήταν επείγουσα και το ξεκούρασμα αναγκαίο, στη μέση της διαδρομής ανάμεσα στην Αλεξανδρούπολη, κοντά στα τουρκικά σύνορα, και την Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο περνάει ένας άνδρας με μαύρο μανδύα κι ένα μπουζούκι σε ένα σάκο περασμένο στον ώμο. Από που έρχεται, που πηγαίνει στον κόσμο αυτό όπου δεν φαίνεται κανένα άλλο σπίτι; Θα συνέχιζε ίσως το δρόμο του αν η ιδιοκτήτρια δεν τον φώναζε και δεν αναγνώριζε την ψηλή κορμοστασιά του Μίκη Θεοδωράκη, τον πιο διάσημο μουσικό της χώρας του. Ωστόσο, μόνο ύστερα από επιμονή παράκληση δέχτηκε να παίξει. Τότε, μέσα στο απομεσήμερο ακούστηκαν σοβαρές νότες του ρεμπέτικου και του χασάπικου, που το χορεύει ο Μίκης Θεοδωράκης. Τα δύο μπουζούκια της ορχήστρας αρχίζουν και αυτά να παίζουν. Κομμάτια γνωστά και αυτοσχέδια. Και η μαγεία της ελληνικής μουσικής απλώνεται τριγύρω. Κάτι τέτοιο δεν το συναντάς πουθενά.
Σταμάτησαν για λίγο μόνο για να πάρουν βενζίνη. Έμειναν ωστόσο περισσότερο από μία ώρα. Και χρειάστηκε να επέμβει η λογική για να αποχαιρετήσουν την ιδιοκτήτρια και τον περαστικό μουσικό, για να ξεκινήσουν προς νέες συναντήσεις.
*
Λίγες ημέρες πιο μπροστά, σε μια ταβέρνα, αργά τη νύχτα, μετά από μία συναυλία. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αφήσει τους μουσικούς του για να συναντήσει πολιτικούς του φίλους. Η συντροφιά συζητούσε για την κατάσταση, έκανε προβλέψεις για το μέλλον της χώρας χωρίς τους συνταγματάρχες. Οι φίλοι όμως θυμήθηκαν και τον εμφύλιο πόλεμο και τα χρόνια που ακολούθησαν, τις φυλακές και τις εξορίες, τις μάχες με τις ήττες και τις νίκες τους, τις μάχες που δεν είχαν τελειώσει ποτέ. Στο τέλος κανένας δεν συγκρατιέται και όλοι αρχίζουν ένα αντάρτικο τραγούδι, και να που μετά τον πρώτο στίχο, το ρεφρέν συνεχίζεται από ένα άλλο τραπέζι, στην άλλη άκρη της ταβέρνας. Το δεύτερο στίχο τον τραγουδούν όλοι μαζί. Αληθινό πανηγύρι. Ώσπου κάποτε η μία από τις παρέες σηκώνεται και φεύγει. Η άλλη συντροφιά μένει. Ο διάλογος τελείωσε. Η μία παρέα χαιρετάει την άλλη και ο καθένας συνεχίζει το δρόμο του, χωρίς καμιά διαδικασία. Γιατί στην Ελλάδα η μουσική βρίσκεται παντού. Χωρίς επιτήδευση όμως, ούτε συμβατικότητες.
Στη χώρα του Μίκη Θεοδωράκη η μουσική ανήκει στην καθημερινή ζωή. Ποτέ δεν έχει κατασκευαστεί τεχνητά ούτε έχει ευνουχισθεί ποτέ. Γι αυτό φαίνεται σαν να είναι ενσωματωμένη σ’ αυτόν το λαό, που μπορεί, από την απόλυτη σιωπή και την αναπόληση να περάσει ξαφνικά στον πιο ξέφρενο ενθουσιασμό. Όσο και η γλώσσα, στην Ελλάδα, η μουσική είναι μέσο επικοινωνίας. Θλιβερή ή ευθύμη, σοβαρή ή πεταχτή, είναι ο κοινός παρονομαστής, ο ισχυρός πόλος έλξης σ’ αυτήν την τόσο τραγική χώρα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι η αιτία και το αποτέλεσμα ταυτόχρονα αυτής της μουσικής. Το αποτέλεσμα γιατί ανήκει σε ένα λαό, που πάντοτε προτιμούσε να τραγουδάει παρά να υποτάσσεται στην μοίρα του, που πάντοτε χρησιμοποίησε την μουσική για να αυτοσυντηρηθεί, για να διατηρήσει την προσωπικότητα του, μπροστά στους επιδρομείς και τους δυνάστες του: τον βυζαντινό ψαλμό και την χριστιανική λειτουργία για να αντισταθεί, τέσσερις ολόκληρους αιώνες στην οθωμανική και ισλαμική κατοχή. Τα δημοτικά και λαϊκά τραγούδια για να αμυνθεί μετά εναντίον της αστικής τάξης, που θριάμβευσε χάρη στην ανοιχτή υποστήριξη της Βαυαρίας που της έδωσε και βασιλιά, της Αγγλίας, που εδραίωσε το θρόνο, των Ηνωμένων Πολιτειών τέλος, που τον υποδούλωσαν οικονομικά και πολιτικά. Αλλά και αιτία όμως επίσης, γιατί η παράδοση αυτή των δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών θα εξαντλούνταν. Ακόμα και ο ερχομός ενός εκατομμυρίου προσφύγων από τη Μικρασία δεν έφτανε για την αναζωογόνηση της, παρά τα νέα μουσικά θέματα και τους νέους ρυθμούς, παρά την εισαγωγή του μπουζουκιού. Έπρεπε να έρθει ο Μίκης Θεοδωράκης για να πάρει η μουσική μια νέα πνοή, για να βγει από την παρακμή στην οποία βούλιαζε αργά αλλά σταθερά και να μεταμορφωθεί σε όπλο επιθετικό.
Τίποτε ωστόσο δεν έδειχνε ότι ο γιος αυτός διευθυντού Νομαρχίας προοριζόταν για τη μουσική. Γεννήθηκε το 1925 και, όπως και οι μικροί του φίλοι και σύμφωνα με την παράδοση, γνώρισε τη μουσική από τους βυζαντινούς ψαλμούς, που του μαθαίνει γιαγιά του. Πρέπει ωστόσο να ήταν καλή δασκάλα γιατί λένε ότι στα επτά του χρόνια ο Μίκης έψελνε σαν παππάς. Και σιγά – σιγά, με ριζωμένη την θρησκευτική του αγωγή, η μουσική του καλλιέργεια συμπληρώνεται με το λαϊκό φολκλόρ: ο πατέρας του του μαθαίνει τα τραχιά κρητικά τραγούδια, που πρωτογνώρισε στα παιδικά του χρόνια, η μητέρα του, κόρη αγροτών από τη Μικρασία, θα τον μυήσει στο νοσταλγικό λυρισμό της Ανατολής. Η πατρική του τέλος σταδιοδρομία θα τον κάνει να γνωρίσει στους τόπους όπου τον μετέθεταν νέες μελωδίες. Γρήγορα γίνεται παιδί – θαύμα, που δε ζει παρά μόνο για τη μουσική και για τη μουσική, οργανώνοντας χορωδίες που διευθύνει ο ίδιος, συνθέτοντας, μελοποιώντας τα έργα των μεγαλύτερων ελλήνων ποιητών. Έτσι, στα 14 του χρόνια έγραψε το «Τραγούδι του καπετάν Ζαχαρία» από το ποίημα του Α. Βαλαωρίτη.
Το «Τραγούδι του καπετάν Ζαχαρία» θα γίνει ύμνος της αντίστασης στους Γερμανούς. Και όμως όταν τον συνθέτει, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι μέλος της νεολαίας του Μεταξά (Όλοι οι μαθητές των Γυμνασίων ήταν εγγεγραμμένοι υποχρεωτικά). Για τον νεαρό σύνθετη δεν υπάρχει σωτηρία πάρα στον εθνικισμό και οι κομμουνιστές, ορκισμένοι εχθροί της πατρίδας, είναι επικίνδυνα τέρατα. Έτσι τουλάχιστον τον διδάσκουν στην εθνικιστική οργάνωση. Ξεσπάει όμως ο πόλεμος. Ο ελληνικός στρατός αναγκάζει σε υποχώρηση τα στρατεύματα του Μουσολίνι πριν υποκύψει αργότερα, μπροστά στην γερμανική εισβολή. Η κατεχόμενη Ελλάδα είναι χωρισμένοι σε τρεις ζώνες, στην γερμανική, την ιταλική και την βουλγαρική.
Αμέσως οργανώνεται η αντίσταση που γρήγορα παίρνει χαρακτήρα γενικού ξεσηκωμού ολόκληρου του λαού.
Στην Τρίπολη, στην Πελοπόννησο, σε μία εκδήλωση στον τάφο του Κολοκοτρώνη, Ιταλοί στρατιώτες επιτίθενται. Ανάμεσα στους «τρομοκράτες» που συλλαμβάνονται είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης. Στη φυλακή τον βασανίζουν. Αυτή είναι η πρώτη φορά. Θα βασανιστεί ξανά στα αιματηρά χρόνια που θα ακολουθήσουν. Τώρα πια ο πολιτικός του προσανατολισμός είναι αμετάκλητος. Ανάμεσα σε δύο πραγματείες για την αρμονία καταβροχθίζει κυριολεκτικά μαρξιστικά έργα. Γι’αυτόν η μουσική και ο πολιτικός αγώνας αποτελούν ένα και το ίδιο πράγμα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, συλλαμβάνεται ξανά για την δράση του, ύστερα οι Ιταλοί που συνθηκολογούν τον αφήνουν ελεύθερο. Οι Γερμανοί που τους διαδέχονται τον αναζητούν. Οι γονείς του όμως που φοβούνται μη συλληφθεί και εκτελεστεί όπως τόσοι άλλοι σύντροφοι του, τον στέλνουν στην Αθήνα.
Στην Αθήνα, ενώ αγωνίζεται από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, της οργάνωσης της νεολαίας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), εγγράφεται στο Ωδείο. Ύστερα, στα δέκα επτά του χρόνια μπαίνεις στον ΕΛΑΣ, στο στρατιωτικό τμήμα του ΕΑΜ, όπου οι κομμουνιστές κυριαρχούν. Ταυτόχρονα αρχίζει τις μουσικές του σπουδές.
Τον Οκτώβριο του 1944, οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Ελλάδα και αντικαθίσταται από τον αγγλικό στρατό: στη συνάντηση Στάλιν – Τσώρτσιλ στη Γιάλτα συμφωνήθηκε (με την συγκατάθεση των Ηνωμένων Πολιτειών) η Ελλάδα να περιέλθει κατά ενενήντα τοις εκατό σε βρετανική επιρροή και κατά δέκα τοις εκατό στην σοβιετική. Η βρετανική στρατιωτική διοίκηση αποφασίζει τότε τον αφοπλισμό και την εξουδετέρωση του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ. «Θα επικρατήσουμε στην Αθήνα», δηλώνει ο Τσώρτσιλ. «Χωρίς αιματοχυσία, αν είναι δυνατόν (θα ήταν υπέροχο). Με αιματοχυσία, αν χρειαστεί»
Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, στην πλατεία Συντάγματος της Αθήνας, γίνεται μια ειρηνική διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον των «νέων δυνάμεων κατοχής» και εναντίον της απόφασης για την διάλυση του ΕΛΑΣ. Ταγματασφαλίτες από τη στέγη των Παλαιών Ανακτόρων και αστυνομικοί από το υπουργείο Δημόσιας Τάξεως πυροβολούν εναντίον του πλήθους. Εκατοντάδες διαδηλωτές πέφτουν νεκροί ή τραυματίες. Οι άλλοι υποχωρούν, προσπαθούν να βρουν μία κάλυψη. Ο Μίκης Θεοδωράκης σηκώνεται, μαζεύει μια ελληνική σημαία, την βουτάει στο αίμα των τραυματισμένων και των νεκρών και χρησιμοποιώντας την για λάβαρο και συνοδευόμενος από μία νεαρή γυναίκα και έναν ανάπηρο του αλβανικού μετώπου προχωρεί προς τα προτεταμένα όπλα. Η σιωπή τότε, μετά τους πυροβολισμούς, διακόπτεται από τον εθνικό ύμνο. Η πλατεία γεμίζει ξανά με κόσμο. Η «μάχη του Δεκέμβρη» άρχισε. Θα κρατήσει έξι εβδομάδες: 7.500 αντιστασιακοι θα συλληφθούν και θα εκτοπιστούν στη Λιβύη. Αυτή είναι και η αρχή «του κυνηγιού των μαγισσών». Τα Τάγματα Ασφαλείας που είχαν οργανωθεί από τους ναζήδες αναγνωρίζονται από την κυβέρνηση και χρησιμοποιούνται εναντίον των «εχθρών της πατρίδας».
Από το 1947, η Βρετανία, εξαντλημένη από τον πόλεμο και μην μπορώντας να τα βγάλει πέρα με το ισχυρό ΕΑΜ, παραδίδει τη σκυτάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κυνήγι εναντίον των «ερυθρών» φουντώνει. Μέσα σε μία μόνο εβδομάδα, δέκα περίπου χιλιάδες πρώην μέλη των οργανώσεων της εθνικής αντίστασης συλλαμβάνονται στην Αθήνα, ύστερα εκτοπίζονται πρώτα στην Ψυττάλεια, στο άνυδρο αυτό νησί, ανάμεσα στον Πειραιά και την Αίγινα, ύστερα στέλνονται στην Ικαρία, στις Σποράδες, κοντά στις τουρκικές ακτές. Ανάμεσα τους και ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να μελετά μουσική και να συνθέτει.
Λίγους μήνες αργότερα, Με την αμνηστία που δόθηκε, αφέθηκε ελεύθερος. Το ανθρωποκυνηγητό ξαναρχίζει.
Το Δεκέμβριο του 1947, η κυβέρνηση των ανταρτών εγκαθίσταται στα βουνά, στην βόρειο Ελλάδα. Ο εμφύλιος πόλεμος τώρα πια είναι επίσημος. Ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται και αρχίζει ξανά ο κύκλος, φυλακή – βασανισμός – στρατόπεδο εκτοπισμένων. Δεύτερη εξορία στην Ικαρία, πριν τον στείλουν στη Μακρόνησο. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο Μίκης Θεοδωράκης εξακολουθεί να εργάζεται. Είχε κατορθώσει να προμηθευτεί παρτιτούρες από έργα του Μπετόβεν και του Στραβίνσκι και αναλύει την μουσική τους. Κάνει μαθήματα σολφέζ σε συντρόφους του, οργανώνει μια χορωδία, συνθέτει μάλιστα και μία συμφωνία, που εκτελεί μαζί με μερικούς φίλους του για τους άλλους κρατούμενους. Ωστόσο η Μακρόνησος είναι κόλαση. Εκεί η κυβέρνηση αποφάσισε να «αναμορφώσει» τους αριστερούς, πρώην μέλη των οργανώσεων της αντίστασης: μια μέρα πέντε χιλιάδες εκτοπισμένοι οδηγούνται σε μια χαράδρα που βγαίνει στη θάλασσα. Χωροφύλακες και στρατιώτες τους κυκλώνουν και χωρίς προειδοποίηση ούτε πρόφαση ανοίγουν πυρ. Εκατοντάδες πέφτουν, τραυματισμένη ή νεκροί. Προτείνουν μετά σε όσους γλίτωσαν να βγουν από τις γραμμές τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Ύστερα οι πυροβολισμοί ξαναρχίζουν, πριν από μία νέα πρόταση για δήλωση μετανοίας και ούτω καθεξής. Την άλλη μέρα οδηγούν άλλη μία «αποστολή» εκτοπισμένων στην οποία βρίσκεται και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ακολουθεί άγριο ξύλο με ρόπαλα. Δέκα τρεις μονάχα δέχονται να υπογράψουν. Γι’ αυτούς στρώνουν τραπέζι με φαγητά. Για τους άλλους το ξύλο συνεχίζεται ώσπου να χάσουν τις αισθήσεις τους. Ανάμεσα τους και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένας στρατιώτης χορεύει πάνω στο στήθος του, ύστερα ο αρχι βασανιστής Λώρης του βγάζει τα παπούτσια και του εξαρθρώνει το δεξί γόνατο. Στέλνουν τον Θεοδωράκη στην Αθήνα στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο για να νοσηλευτεί. Επωφελείται από την πόλη σχετική αυτή ανάπαυλα και δίνει με επιτυχία πτυχιακές εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών. Τον στέλνουν όμως ξανά στη Μακρόνησο.
Το Σεπτέμβριο του 1949, η κυβέρνηση συντρίβει τις τελευταίες εστίες αντίστασης των ανταρτών. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε. Ο νεαρός συνθέτης όμως θα πρέπει να κάνει την στρατιωτική του θητεία που θα κρατήσει δύο χρόνια, πριν παντρευτεί μια φοιτήτρια της ιατρικής, την Μυρτώ, και να ζήσει όπως – όπως, σε μία Ελλάδα που ξανά βρήκε την «ομαλότητα» με τις φυλακές και τα στρατόπεδα της γεμάτα.
Το 1954 ο Μίκης Θεοδωράκης κερδίζει μια υποτροφία και έρχεται στο Παρίσι για να εγγραφεί στο Κονσερβατουάρ, στην τάξη του Εζέν Μπιγκό. Οι επαφές του με άλλον έναν καθηγητή, τον Ολίβιε Μεσιέν δεν είναι καλές. Και αρχίζει την μελέτη με ζήλο και προπαντώς με λίγη γαλήνη που του δίνει η ξενιτιά. Έχει αληθινό πάθος για την αρχαία ελληνική μουσική και προπαντός για την βυζαντινή. Την αναλύει, την ανατέμνει με την ίδια όρεξη με την οποία μελετάει τα έργα του Στραβίνσκι.
Η Ελλάδα όμως είναι συνεχώς στο νου του, η Ελλάδα που στην πραγματικότητα δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ. Δεν μπορεί να κάνει χωρίς τις συλλογές των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου που ήταν κι αυτός συγκρατούμενός του στη Μακρόνησο. Και ένα βράδυ το Μάιο του 1958, μπροστά στο βολάν του σταματημένου αυτοκίνητου του γίνεται το θαύμα. Ξανά διαβάζει τον Επιτάφιο, την ιστορία μιας μάνας που κλαίει τον γιό της που σκοτώθηκε από τις σφαίρες του στρατού σε μία απεργία, στη Θεσσαλονίκη το 1936. Το ποίημα, που το καθεστώς του Μεταξά απαγόρεψε κι έκαψε δημόσια μπροστά στις στήλες του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Η μαγεία των λέξεων απελευθερώνει την μαγεία των μουσικών φθόγγων που ο Μίκης Θεοδωράκης σχηματίζει χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα του πάνω στο βολάν. Λίγες ώρες αργότερα οι μουσικοί φθόγγοι μεταφέρονται στο πεντάγραμμο σχηματίζοντας έτσι το σκελετό του έργου. Το πρωί κομμάτι του νέου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είχε γεννηθεί.
Η νέα ελληνική λαϊκή μουσική γεννήθηκε από τη συνάντηση του ποιητή με το μουσικό, από το γάμο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης με την ελληνική λαϊκή μουσική. Πέντε χρόνια αργότερα, στη Θεσσαλονίκη πάντοτε, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος, καθώς και ο Μανώλης Γλέζος βρίσκονται στο προσκέφαλο του θανάσιμα τραυματισμένου Γρηγόρη Λαμπράκη, που ζούσε τις τελευταίες του στιγμές. Τότε, το πλήθος που αγρυπνούσε μπροστά στο νοσοκομείο, άρχισε να ψαλεί τον Επιτάφιο σαν να κράδαινε ένα νέο λάβαρο οργής και ελπίδας.
Τα βάσανα όμως του Μίκη Θεοδωράκη δεν έχουν τελειώσει. Εδώ κι ένα δυο χρόνια έχει αποκτήσει διεθνή φήμη. Έχει γράψει το μπαλέτο «Αντιγόνη» για την Μαργκότ Φοντέιν, δύο αλλά μπαλέτα, τους «Εραστές του Τερουέλ» και το «Feu aux poudres» για τη Λουντμίλα Τσερίνα. Ο «Επιτάφιος» όμως του επέτρεψε επιτέλους να ανοίξει την τόσο επιθυμητή ρωγμή στα τείχη της δυτικής συμφωνικής μουσικής μπροστά στα οποία είχε συνθέσει την πρώτη του συμφωνία που είχε αφιερώσει στον Μάκη Καρλή και στον Βασίλη Ζάνο κατά την κράτηση του στην Μακρόνησο, καθώς και τη μουσική που του είχαν παραγγείλει για διάφορες ταινίες και θεατρικά έργα. Τα τείχη αυτά εμπόδιζαν να φτάσει στην μουσική παράδοση της χώρας του. Ο επόμενος σταθμός τώρα είναι να εισάγει στην ενορχήστρωση το μπουζούκι, το λαϊκό μουσικό όργανο που ως τότε παιζόταν μόνο στις ταβέρνες, Όπου σύχναζε η «μαγκιά».
Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης γυρίζει στην Ελλάδα μαζί με την Μαργαρίτα και το Γιώργο, τα δύο του παιδιά που γεννήθηκαν στο Παρίσι. Από την μουσική του μάχη έχει ουσιαστικά κερδίσει τους δύο πρώτους γύρους: ξαναζωντάνεψε το ελληνικό τραγούδι, με τα θέματα και τις μελωδίες πρώτα, αλλά και με τη μορφή, εφευρίσκοντας τον «κύκλο τραγουδιών» που δεν είχαν καμία σχέση με την καντσονέτα. Ανέβασε το λαϊκό τραγούδι στη θέση που του αξίζει καθώς και το μουσικό όργανο που είναι κατεξοχήν σύμβολο της εθνικής μουσικής. Τώρα πρέπει να αποκαταστήσει ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και στον δημιουργό την προνομιούχα επικοινωνία χωρίς την οποία η λαϊκή τέχνη δεν μπορεί να υπάρχει. Να κάνει έτσι, ώστε σταγόνα σταγόνα, η αισθητική αυτή χαρά να μεταβληθεί σε ηθική χαρά, ύστερα σε ιδεολογικό βάρος και πολιτική δράση.
Η εξουσία που ενσαρκώνεται από την βασίλισσα Φρειδερίκη και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή δε γελιέται. Μ’ όλο που το μοναδικό νόμιμο κόμμα της αριστεράς, η ΕΔΑ, κέρδισε τα είκοσι πέντε περίπου τοις εκατό των ψήφων στις εκλογές του 1961, κατάσταση πολιορκίας κηρύσσεται παντού όπου ο Μίκης Θεοδωράκης, οι τραγουδιστές του και τα μπουζούκια του οργανώνουν συναυλίες. Όταν οι συναυλίες πάντως γίνονται, οι προβοκάτορες είναι παρόντες, τα όργανα καμιά φορά καταστρέφονται. Οι απειλές εναντίον της ζωής τους και οι πιέσεις τους συνοδεύουν στις μετακινήσεις τους. Ωστόσο ο διάλογος με τους πολλούς αποκαθίσταται και απλώνεται καθημερινά. Και ο κατάλογος του κύκλου των τραγουδιών μεγαλώνει με τα κείμενα του Σεφέρη, του Ιρλανδού Μπήαμ, του Βάρναλη και λοιπά, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης περνάει σε μία μορφή ακόμα πιο επεξεργασμένη, στο λαϊκό ορατόριο, γράφοντας το Άξιον Εστί, πάνω σε ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη. Πάνω σε ένα μεγάλο πάντοτε κείμενο γεννιέται μια μουσική, αυτή τη φορά πιο πλατιά.
Το έργο αποτελείται από τρία μέρη: την Γέννηση, τα Πάθη, και το Άξιον Εστί. Τα τρία αυτά μέρη βρίσκονται μεταφερμένα και στο επίπεδο της εκτέλεσης: δηλαδή την αφήγηση, τον ύμνο και το χορό. Για την αφήγηση ο Ελύτης χρησιμοποιεί την πρόζα, για τον ύμνο τον ελεύθερο στίχο και για το χορό, τον κλασσικό στίχο. « Για τη σύνθεσή μου, λοιπόν, χρησιμοποίησα παράλληλα τον «Αφηγητή», που διαβάζει το κείμενο της πρόζας, τον «Ψάλτη» για τους ύμνους και τον λαϊκό τραγουδιστή για τον χορό. Τρία αλλά εξίσου βασικά στοιχεία συμπληρώνουν την μουσική βάση του έργου: Α) η μικτή χορωδία, Β) η ορχήστρα, Γ) τα λαϊκά μουσικά όργανα. Ως τότε για τις λαϊκές μου συναυλίες είχα χρησιμοποιήσει δύο μπουζούκια, κιθάρα, πιάνο, ένα κοντραμπάσο, και τα κρουστά. Πρόσθεσα λοιπόν δύο μουσικά σύνολα, το ένα φωνητικό και το άλλο μουσικό, που έπρεπε να προσαρμοστούν στο νέο μουσικό κλίμα, έτσι που το αποτέλεσμα να μην είναι μια απλή αντιπαράθεση ετερογενών στοιχείων. Με δύο λόγια έπρεπε να χρησιμοποιηθούν οι φωνές και τα όργανα με τον μοναδικό σκοπό να υπογραμμιστεί ο νεοελληνικός μουσικός χαρακτήρας του έργου».
Τα μαύρα σύννεφα όμως, που ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον ουρανό της Ελλάδας, παρά την φαινομενική ηρεμία, ξαναγίνονται απειλητικά. Οι εκλογές του Οκτωβρίου 1961 νοθεύονται με την εκτέλεση του μυστικού σχεδίου «Περικλής» κατασκευαστής του οποίου είναι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Διαδηλώσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Μια πορεία ειρήνης οργανώνεται από το κίνημα ειρήνης από το Μαραθώνα ως την Αθήνα. Η πορεία θα γίνει χάρη στο πείσμα ενός ανθρώπου, του Γρηγόρη Λαμπράκη, που είναι βουλευτής της ΕΔΑ, γιατρός και υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Λαμπράκης κάνει την πορεία μόνος του με την προστασία της βουλευτικής του ασυλίας. Χιλιάδες διαδηλωτές, ανάμεσα στους οποίους και ο Μίκης Θεοδωράκης, συλλαμβάνονται. 22 Μαΐου 1963, μετά από μία συγκέντρωση, ο Γρηγόρης Λαμπράκης τραυματίζεται θανάσιμα, στη μέση του δρόμου μπροστά σε συγκεντρωμένους αστυνομικούς και χωροφύλακες, που αφήνουν το δολοφόνο να φύγει ανενόχλητα. Η έκταση των διαδηλώσεων που ξεσηκώνει αυτό το έγκλημα ξεπερνά τις δυνατότητες της κυβέρνησης να αντιδράσει. Δέκα ημέρες αργότερα ιδρύεται η οργάνωση της νεολαίας Λαμπράκη, πρόεδρος της οποία εκλέγεται ο Μίκης Θεοδωράκης. Διεξάγονται νέες εκλογές. Αυτή τη φορά η ΕΡΕ, το κόμμα της δεξιάς του Καραμανλή, βρίσκεται σε υποχώρηση, κανένα κόμμα όμως δεν εξασφαλίζει καθαρή πλειοψηφία. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αρχηγός της ένωσης κέντρου, αρνείται να την υποστήριξη της ΕΔΑ και δεν μπορεί να κυβερνήσει. Οι Έλληνες ξαναγυρίζουν στις κάλπες δίνοντας αυτή τη φορά την απόλυτη πλειοψηφία στον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται στην Β´ εκλογική περιφέρεια του Πειραιά. Ο αρχηγός του κέντρου απελευθερώνει τους περισσότερους πολιτικούς κρατούμενους αλλά, στην πραγματικότητα, δεν κατέχει την εξουσία, που βρίσκεται στα χέρια του θρόνου, στον κρατικό μηχανισμό που ελέγχεται απόλυτα από την δεξιά και στον παντοδύναμο στρατό, που έχει το εκπληκτικό προνόμιο να έχει δικό του ραδιοφωνικό σταθμό και δικό του τηλεοπτικό σταθμό.
15 Ιουλίου 1965 ο Γ. Παπανδρέου απολύεται από το νεαρό βασιλιά Κωσταντίνο. Ένα εκατομμύριο Αθηναίοι διαδηλώνουν την υποστήριξη τους στον Παπανδρέου. Στις 21 ο Μίκης Θεοδωράκης παίρνει το λόγο σε μία συγκέντρωση. Το πλήθος είναι πυκνό και ο Θοδωράκης το διασχίζει ανεβασμένος πάνω στους ώμους ενός εικοσιτριάχρονου «Λαμπράκη», του Σωτήρη Πέτρουλα. Λίγες ώρες αργότερα ο νεαρός φοιτητής σκοτώνεται από ένα δακρυγόνο βλήμα. Η αστυνομία επιχειρεί να εξαφανίσει το πτώμα. Μάταια όμως. Οι αστυνομικοί συλλαμβάνονται επ αυτοφώρω, την ώρα που θάβουν μυστικά το πτώμα στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς. Ο Μίκης Θεοδωράκης πηγαίνει επιτόπου μαζί με άλλα μέλη της νεολαίας Λαμπράκη. Δυναμική συνάντηση ανάμεσα στα οπλισμένα όργανα της τάξεως και σε περίπου εκατό διαδηλωτές που έχουν μαζέψει μερικές πέτρες. Ο Μίκης Θεοδωράκης προσπαθεί να διαπραγματευθεί με τον εισαγγελέα που διευθύνει τις επιχειρήσεις:
– Θα επιτρέψετε να τον θάψουν χωρίς να τον δουν οι δικοί του; Χωρίς να τον κλάψουν;
– Εκτελούμε διαταγές.
– Τίνος διαταγές;
– Του Υπουργού Εσωτερικών, ναυάρχου Τούμπα.
– Και θα εκτελέσετε τέτοιες διαταγές;
- Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;
– Και οι άλλοι νόμοι;
– Ποιοί;
– Οι νόμοι των Νεκρών. Η θεϊκοί νόμοι, όπως θα έλεγε η Αντιγόνη.
Η νεολαία Λαμπράκη ποτέ δεν ήταν τόσο ισχυρή και δυναμική. Καταδιωκόταν όμως συνεχώς. Έφτανε να έχεις στο πέτο σου την κονκάρδα με το «Ζ» για να σε καλέσουν στο Αστυνομικό Τμήμα. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι απαγορευμένη από το κρατικό ραδιόφωνο ενώ οι δίσκοι του καταρρίπτουν όλα τα ρεκόρ στις πωλήσεις. Τα συνδικάτα, τα τοπικά τμήματα των Λαμπράκηδων οργανώνουν συγκέντρωσης – συναυλίες με τον άνθρωπο που ταυτίζεται πια με τον αγώνα εναντίον του καθεστώτος. Ο λαός, με επικεφαλής τα δημοκρατικά κόμματα και οργανώσεις, ξεσηκώνεται. Μπροστά στη λαϊκή πίεση, ο βασιλιάς υποκύπτει και δέχεται να γίνουν νέες εκλογές 28 Μαΐου 1967.
Τη νύχτα όμως της 20ής προς 21η Απριλίου 1967, στασιαστές αξιωματικοί με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο αναλαμβάνουν δράση. Στην Ελλάδα θα ξημερώσει ύστερα από επτά χρόνια. Την 1η Ιουνίου 1967, το υπ αριθμ. 13 διάταγμα του στρατού έλεγε:
1. «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν ότι εις ολόκληρον την επικράτειαν απαγορεύεται: α) Η αναπαραγωγή ή η εκτέλεσης της μουσικής του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, πρώην αρχηγού της διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως Νεολαίας Λαμπράκη, δεδομένου ότι η μουσική αυτή βρίσκεται εις την υπηρεσίαν του κομμουνισμού. β)Όλα τα τραγούδια του κινήματος της κομμουνιστικής νεολαίας η οποία διελύθη με το διάταγμα της 6ης Μαΐου 1967 δεδομένου ότι τα τραγούδια αυτά διεγείρουν τα πάθη και σπέρνουν την διχόνοια στους κόλπους του λαού. Ο κάθε πολίτης που θα παραβεί την ως άνω διαταγή θα παραπεμφθεί είς το Στρατοδικείο και θα δικαστεί συμφώνως προς τας διατάξεις των μέτρων εκτάκτου ανάγκης». Αν κανένας αμφέβαλε για την επιτυχία που σημείωνε το πολιτιστικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, την διάψευση την έπαιρνε από τους ίδιους τους συνταγματάρχες.
Στους τέσσερις μήνες που πέρασε στην παρανομία, ο Μίκης Θεοδωράκης οργανώνει το Πατριωτικό Μέτωπο, την πρώτη οργάνωση για την αντίσταση εναντίον των συνταγματαρχών. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να συνθέτει, όπως έκανε και στα δύο χρόνια της φυλάκισης του. Και όταν απελευθερώνεται, γυρίζει τον κόσμο για να βροντοφωνάζει στην ανθρωπότητα την φρίκη του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Σε διάστημα τεσσάρων χρονών, οργανώνει πάνω από 1000 συναυλίες για να κινητοποιήσει την διεθνή κοινή γνώμη εναντίον των δικτατόρων, που ωστόσο θα εγκαταλείψουν την εξουσία με τη δική τους θέληση τον Ιούλιο του 1974.
Τότε πια μπορεί επιτέλους να γυρίσει στο σπίτι του και να βρεθεί κοντά σε εκείνους για τους οποίους ποτέ δεν έπαψε να αγωνίζεται και σαν αγωνιστής και σαν μουσικός. Κι εκείνοι θα ξαναβρούν την γνώριμη τους γιγάντια σιλουέτα που ντυμένη στα μαύρα διευθύνει τραγουδιστές και μουσικούς με αδέξιες κινήσεις, πότε μαλάκες, πότε απότομες, με το δεξί πόδι να κρατάει το ρυθμό, με τα μπράτσα να απλώνονται πότε κυματιστά πότε να διαγραφούν μικρούς κύκλους, με τεντωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου και μισόκλειστα τα μάτια. Στα πρώτα δευτερόλεπτα σαν να βρίσκεσαι σε αμηχανία. Φευγαλέα εντύπωση.
Γιατί όταν υψώνεται η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, πότε υπόκωφη, βαριά και σοβαρή, πότε λαμπρή, γάργαρη και διάφανη, τότε τα πάντα χρωματίζονται. Καθώς οι μουσικοί φθόγγοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, η αρκούδα μεταμορφώνεται σε πουλάκι, οι χειρονομίες του σε μαγεύουν καθώς γίνονται ένα με την παρτιτούρα, που φαίνεται να μην υπάρχει, σαν να εξαφανίζεται. Ο Μίκης Θεοδωράκης καθώς διευθύνει ανατρέπει την παρτιτούρα, την καταργεί για να την ξαναπλάσει. Οι μουσικοί έχουν το βλέμμα καρφωμένο πάνω σ’ αυτό το μάγο που θαρρείς ότι κατέβηκε από τον Όλυμπο των θεών. Η μελωδία όμως περιέχει τόση δύναμη που ο θεατής δεν μπορεί να μείνει απλώς μάρτυς. Ο ενθουσιασμός εξάλλου του ακροατηρίου τον παρασύρει, σαν το πλημμυρισμένο ποτάμι, προς τη γιορτή και τον αγώνα μαζί.
Ύστερα από οχτώ χρόνια διακοπής, ο διάλογος με τους συμπατριώτες του επαναλαμβάνεται. Για να τον αποκαταστήσει, ο Μίκης Θεοδωράκης πήρε το δρόμο των λαϊκών συναυλιών, από την Αλεξανδρούπολη στην Καστοριά, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, από την Κέρκυρα στην Κύπρο (που χωρίς να είναι εντελώς Ελλάδα, είναι ωστόσο λίγο). Πέρα όμως από την μουσική προβάλλει αναπόφευκτα ο πολιτικός αγώνας του. Οι συναυλίες του είναι και αυτές (και ίσως προπαντός) πολιτικές συγκεντρώσεις. Έτσι ήταν σε όλες τις πόλεις της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, που τις επισκέφτηκε στις πρώτες εβδομάδες του Απριλίου. Σήμερα, 21 Απριλίου 1975, είναι μία μέρα που ξεχωρίζει λίγο, χωρίς συναυλία.
*
Σαν σήμερα, πριν οκτώ χρόνια, 21 Απριλίου 1967 το πρωί, οι περίοικοι της πλατείας Αττικής στην Αθήνα ξύπνησαν από τις άγριες φωνές ενός ανθρώπου: «Στα όπλα. Ζήτω η Δημοκρατία».
Δεν είχες καιρό ούτε να βγεις στο παράθυρο, για να δεις τι συμβαίνει. Το κροτάλισμα ενός αυτόματου όπλου έκανε τον άνθρωπο να σωπάσει. Ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες, τανκς είχαν καταλάβει θέσεις στην πλατεία Συντάγματος, γύρω από τη Βουλή. Άλλα τανκς είχαν τοποθετηθεί στα νευρολογικά σημεία της πρωτεύουσας. 3000 αλεξιπτωτιστές είχαν σκορπίσει στην πόλη. Ο στρατός κατέλαβε τα δημόσια κτίρια. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες συνελήφθησαν. Βουλευτές, πολιτικοί, συνδικαλιστές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, μέλη της νεολαίας Λαμπράκη, όλοι οι δημοκράτες και προοδευτικοί άνθρωποι, ακολουθούσαν ξανά το δρόμο για τις φυλακές, τα στρατόπεδα και τις αίθουσες των βασανιστηρίων. Καλή ψάρια στο δείκτη μερικών συνταγματαρχών, που ενήργησαν με τις οδηγίες των πρακτόρων της CIA, που είναι ειδική σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Ήταν η επιχείρηση «Προμηθεύς», το ίδιο όνομα που θα ρίξει την Καμπότζη στον πόλεμο. Ελάχιστοι γλίτωσαν από τις συλλήψεις. Ανάμεσα τους ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένα φιλικό τηλεφώνημα τον ειδοποίησε και φεύγει από το σπίτι του λίγο πριν φτάσουν οι διώκτες του για να τον συλλάβουν. Σημαντική αποτυχία για τους νέους αφέντης της Ελλάδας, αποτελεί η ελευθερία αυτού του ανθρώπου, σε μία χώρα, όπου η μουσική είναι το ίδιο καθημερινή σαν το ψωμί, και όπλο για λαϊκούς αγώνες.
Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όταν οι συνταγματάρχες επικράτησαν, το ραδιόφωνο της Αθήνας μετέδωσε διάταγμα, που έλεγε ότι το Σύνταγμα καταργήθηκε όπως είχαν καταργηθεί και οι ατομικές ελευθερίες, ότι στο εξής την δικαιοσύνη θα απένειμαν τα έκτακτα στρατοδικεία, ότι οι συγκεντρώσεις απαγορεύονται, ότι επιβλήθηκε η λογοκρισία, ότι μέχρι νεωτέρας διαταγής η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά από μια ορισμένη ώρα. Μισή ώρα αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη προκήρυξη, που καλούσαν το λαό να αντισταθεί. Την προκήρυξη υπέγραφε το Πατριωτικό Μέτωπο εναντίον της δικτατορίας. Την προκήρυξη είχαν συντάξει ο Μίκης Θεοδωράκης και ο αδερφός του Γιάννης. Έτσι άρχισε η Αντίσταση.
Σήμερα μετά από οκτώ χρόνια, ένα εκατομμύριο έλληνες διαδηλώνουν στους δρόμους της Αθήνας και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι σε άλλες πόλεις της χώρας το μίσος τους εναντίον της δικτατορίας και γιορτάζουν, για μια φορά ακόμη, την ελευθερία τους που την ξαναβρήκαν πριν εννέα μήνες. Ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο σαλόνι ενός ξενοδοχείου στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, μπροστά στην τηλεόραση, μόνος με σφιγμένη την καρδιά. Η ελληνική τηλεόραση θυμίζει τις πρώτες ώρες της δικτατορίας. Αυτός όμως που υπήρξε ο πρόεδρος του πρώτου κινήματος της αντίστασης απουσιάζει. Οι άνθρωποι μαζί με τους οποίους οργάνωσε το «Πατριωτικό Μέτωπο » διηγούνται συγκινημένοι, αυστηροί, αποφθεγματικοί, αλλά ούτε μία φορά δεν αναφέρουν το όνομα εκείνου γύρω από τον οποίο είχαν οργανωθεί, το όνομα εκείνου που είχε γίνει ένας από τους σημαιοφόρους της Δημοκρατίας στον αγώνα της εναντίον των στασιαστών συνταγματαρχών.
Είναι βυθισμένος σε μια πολυθρόνα, με τους ώμους κυρτούς σαν να είχε φορέσει ένα σακάκι πολύ μικρό για το μπόι του. Με τα μάτια σχεδόν εξαφανισμένα κάτω από τα πυκνά του φρύδια καλεί σιωπηλά με ακατάπαυστες κινήσεις των χεριών του τους παλιούς του φίλους. Η εκπομπή τραβάει σε μάκρος, αλλά εκείνος την παρακολουθεί ως το τέλος. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που βλέπει. Είναι πικραμένος μονάχα. Δε βγάζει ούτε έναν αναστεναγμό. Ο μουσικός υποφέρει. Ο πολιτικός είναι πληγωμένος. Ο μουσικός και ο πολιτικός είναι ένα και το ίδιο πράγμα.
Να τους λοιπόν, οι παλιοί του φίλοι, οι φίλοι των αγώνων ´63 – ´67, της παρανομίας των πρώτων μηνών της δικτατορίας, της φυλακής της Γυάρου, του Ωρωπού, των στρατοπέδων, της εξορίας. Κανένας δεν είπε ούτε μία λέξη για τον άνθρωπο που αγωνίστηκε μαζί τους, για τον άνθρωπο που η μουσική του απαγορεύτηκε από τους συνταγματάρχες, η μουσική αυτή που είχε γίνει το σύμβολο του αγώνα. Για τη μουσική αυτή μια νεαρή κοπέλα φυλακίστηκε γιατί την έπιασαν να την ακούει και ένας έμπορος καταδικάστηκε γιατί πούλησε κρυφά δίσκους του.
Κι όμως πριν εννέα μήνες, όταν γύρισε από την εξορία, του είχαν κάνει θριαμβευτική υποδοχή. Μερικές χιλιάδες κόσμου είχαν έρθει στο αεροδρόμιο. Τις δύο συναυλίες που είχε δώσει στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, παρακολούθησαν 80.000 άτομα. Πριν μια βδομάδα το Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης γέμιζε κάθε βράδυ. Στη Θεσσαλονίκη, όπου είναι μόνος απόψε. Χθες ήταν στην Αλεξανδρούπολη, μερικά μόνο χιλιόμετρα από τα τουρκικά σύνορα, 20.000 κάτοικοι και 3000 θεατές. Τις προηγούμενες ημέρες ήταν στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη, στην Δράμα, στην Καβάλα, στις Σέρρες. Παντού γέμισε δύο αίθουσες κάθε βράδυ, στην Μακεδονία και τη Θράκη, μακριά απ’ την Αθήνα όπου φθάνουν μερικές κακές αμερικάνικες ταινίες, όπου το μοναδικό μέλλον που προσφέρεται στην νεολαία είναι η μετανάστευση, όπου τα σημάδια του εμφυλίου πολέμου διακρίνονται ακόμα. Παντού οι συναυλίες ήταν εκδηλώσεις αγάπης ανάμεσα στην αίθουσα και την μουσική του, ανάμεσα στην Ελλάδα και σ’ αυτόν.
«Είμαστε, λέει, δύο εραστές, που ξανασμίγουν μετά από επτά χρόνια χωρισμό». Σε κάθε του συναυλία η αίθουσα σείεται από τα τραγούδια που τραγουδούν όλοι μαζί. Χαλάει κυριολεκτικά ο κόσμος. Οι ακροατές φωνάζουν, πετούν τα πουκάμισα τους, τα πουλόβερ τους στον αέρα, σηκώνουν τις γροθιές τους και καμιά φορά μάλιστα μπροστά στα μάτια της αστυνομίας. Δεν υπάρχει χωριό, κωμόπολη ή πόλη, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης να μην είναι γνωστός, αναγνωρισμένος, καθιερωμένος σαν μουσικός βέβαια αλλά και σαν πολιτικό σύμβολο επίσης. Σε κάθε του συναυλία η σκηνή γεμίζει με λουλούδια από το κόκκινο, το πιο χτυπητό, ως το ροζ το πιο ανοιχτό, δείγμα συμπάθειας των τοπικών εκπροσώπων του Κομμουνιστικού Κόμματος του «εξωτερικού», του κομμουνιστικού κόμματος του «εσωτερικού», του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και καμιά φορά της νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας του Καραμανλή. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα, φιλονικούσαν μεταξύ τους γιατί η κάθε ομάδα διεκδικούσε το δικαίωμα να τηρήσει την τάξη. Χρειάστηκε πολύ διπλωματία για να οριστεί ποιος θα είναι υπεύθυνος της σκηνής, των παρασκηνίων, της αίθουσας, με την αστυνομία περιορισμένη στο ρόλο του απλού θεατή. Σε κάθε πόλη τα τοπικά τμήματα των κομμάτων της αριστεράς, χωρίς εξαίρεση, τον προσκαλούν. Στην Ξάνθη οι φοιτητές οργανώνουν δημόσια συγκέντρωση στις δύο το πρωί γιατί αυτή είναι η μοναδική διαθέσιμη ώρα. Κάθε μέρα άνθρωποι έρχονταν για να τον δουν για να του θυμίσουν ότι είχαν γνωριστεί στο τάδε ή στο δείνα στρατόπεδο, ότι ήταν πρώην Λαμπράκηδες, για να του εκφράζουν την αγωνία τους μπροστά στην σημερινή πολιτική κατάσταση, για να τον παρατηρήσουν για την τάδε ή την δείνα δήλωσή του, για να τον διαβεβαιώσουν ότι άντεξαν τα χρόνια της δικτατορίας ακούγοντας τη μουσική του, για να τον προσκαλέσουν να δει τη συλλογή τους από παράνομες εφημερίδες και προκηρύξεις που είχαν τυπώσει στην επταετία της χούντας…
Το βράδυ εκείνο όλες αυτές οι εικόνες, όλες αυτές οι φωνές αλληλοσυγκρούονται μέσα στο μυαλό του, μπροστά στην τηλεόραση που δεν τον προσκάλεσε την ημέρα εκείνη των θλιβερών αναμνήσεων. Ο Μίκης Θεοδωράκης μπορεί να είναι ένας συνθέτης που τον λατρεύει το ελληνικό κοινό, μπορεί ο κάθε ο κάθε του λόγος να συγκινεί τις μάζες, ωστόσο ενοχλεί και ανησυχεί τον πολιτικό κόσμο. Κανένας δεν του αμφισβητεί την αξία του σαν μουσικού, πολλοί όμως αρνούνται να του δώσουν πτυχίο πολιτικού. Η δεξιά τον κατηγορεί ότι είναι επικίνδυνος κομμουνιστής. Οι πολιτικοί μηχανισμοί της αριστεράς τον κρίνουν σαν φίλο ασυνεπή. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι εκτρέπεται στις δηλώσεις του. Στο μόνο σημείο όπου όλες συμφωνούν είναι ότι είναι ένας πολύ μεγάλος μουσικός. Από το σημείο όμως αυτό είναι αδύνατο να τον κατατάξουν στην πολιτική σκακιέρα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν αντέχουν στον πειρασμό να τον εξουδετερώσουν περιορίζοντας τον στο ρόλο του του καλλιτέχνη, να τον κρατήσουν σε μια γωνιά της πολιτικής σκηνής, απ’ όπου με τα τραγούδια του θα συνάρπαζε και θα κινητοποιούσε τις μάζες, στις οποίες, αυτοί οι επαγγελματίες και συνεπείς πολιτικοί θα κήρυτταν τον καλό λόγο.
Έτσι, το βράδυ της 21 Απριλίου 1975, η τάξη των πολιτικών τον άφησε μόνο, με τη μουσική του και την πίκρα του, ανάμεσα σε δύο συναυλίες, μακριά από την Αθήνα, που πανηγυρίζει την πτώση της δικτατορίας, γιορτάζει τον καθαρόν αέρα της ρωμιοσύνης αυτής με την οποία ο Μίκης Θεοδωράκης ταυτίζεται, τόσο με την επιθυμία του και με την προσωπικότητα του, όσο και με το έργο του και την ιστορία του.
Πολιτική και μουσική, μαρξισμός και ρωμιοσύνη… Η ανάλυση όμως φτάνει. Καιρός να του δώσουμε το λόγο.
Ντενί Μπουρζουά
ΙΙ
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Στα περβόλια μέσα στους ανθισμένους κήπους σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμ’ αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
και γω θα ´ρθω με το μικρό μου τον μπαγλαμά. Αχ! Και εγώ θα έρθω…
Μες στης μάχης την φωτιά με πήρες Χάρε,
πάμε στα περβόλια για χορό.
Στα περβόλια μέσα στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω Χάρε στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.
Κράτα την καρδιά σου μάνα γλυκιά
και γώ είμ´ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά.
Αχ! Για μια ματιά…
Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις.
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή…
Η ρωμιοσύνη. Πρέπει να μιλήσουμε γι αυτήν, γιατί αυτή θέλησαν να καταστρέψουν οι συνταγματάρχες. Η ρωμιοσύνη είναι η ψυχή μας, είναι αυτό που μας συντηρεί στη ζωή, είναι το παρελθόν μας και ταυτόχρονα η πίστη μας σε ένα μέλλον, που θα έχει τις διαστάσεις του παρελθόντος μας. Δεν πρόκειται ούτε για σωβινισμό ούτε για εθνικισμό, αλλά για κάτι το πολύ πιο μεγάλο, πιο ευγενικό, πιο ωραίο. Ο ελληνικός λαός είναι σαν παιδί. Εύκολα μπορείς να τον κάνεις δικό σου με το χαμόγελο και την καλοσύνη, αλλά θα τον χάσεις εντελώς με την αγριάδα.
Η ρωμιοσύνη, όμως, δεν σημαίνει μόνο χαρά της ζωής, δεν είναι ιστορική μόνο παράδοση. Είναι και ανάγκη για την θυσία, για την ευτυχία και για την ελευθερία. Ο μέσος Έλληνας είναι καταφερτζής, που με κάθε θυσία θα προσπαθήσει να κερδίσει χρήματα, να προωθήσει τις δουλειές του. Είμαστε έμποροι. Έρχεται όμως η μέρα, που αυτός ο λαός εμπόρων μεταβάλλεται σε στρατιά ηρώων. Αυτό συνέβη και τελευταία με τον αγώνα εναντίον της δικτατορίας. Όλος ο κόσμος έλεγε ότι τώρα πια η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να περιμένει.
Ήρθε όμως η μέρα, που τρακόσιες χιλιάδες λαός κατέβηκε στους δρόμους εναντίον των τανκς. Αυτό μπορεί να φαίνεται τρέλα. Για τους Έλληνες ήταν η ίδια η ζωή. Αγαπούμε τη ζωή, και, επειδή βρισκόμαστε σε ένα σύστημα στο οποίο πρέπει να κερδίζουμε χρήματα για να ζήσουμε, κερδίζουμε χρήματα με την προϋπόθεση όμως ότι τα χρήματα δεν μας μεταβάλλουν σε αγέλη, ότι δεν κλέβουν την συνείδησή μας και την ελευθερία μας, γιατί είμαστε έτοιμοι να αναθεωρήσουμε τα πάντα, να θυσιάσουμε, να εγκαταλείψουμε τα πάντα. Ανέκαθεν η ιστορία του ελληνικού λαού δημιουργιόταν από ανθρώπους που, ξεκινώντας από το τίποτα, έγιναν σπουδαίοι για να ξαναγίνουν ασήμαντοι, απλώς επειδή σε μία δοσμένη στιγμή Τους ετέθη το πρόβλημα της ελευθερίας της συνείδησής τους.
Η αλήθεια είναι ότι βρίσκουμε την ίδια συμπεριφορά στο Βιετνάμ, στην Λατινική Αμερική, στην Ευρώπη και λοιπά, κάθε φορά που ένας λαός προκαλείται από την μοίρα. Σε εμάς, όμως, η ρωμιοσύνη παίρνει ένα ορισμένο χρώμα, γιατί δεν πρόκειται μόνο για τον τρόπο με τον οποίο θυσιάζονται οι Έλληνες, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ζουν. Ενώ στον θάνατο υπάρχει μια ορισμένη ομοιομορφία – δεν υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να πεθάνει κανείς – η ζωή φέρνει μια πνευματική ιστορική και κοινωνική κληρονομιά. Εμείς έχουμε τις δικές μας ιστορικές παραδόσεις, τον δικό μας πολιτισμό, τον δικό μας τρόπο που σκεφτόμαστε, αγαπούμε, μισούμε και τραγουδούμε.
Στον τόπο μας, όλα ήσχεδόν όλα περνούν από τραγούδια και χορούς. Αυτός είναι ο δικός μας τρόπος ζωής. Και ύστερα το μίσος, μολονότι είναι ένα αίσθημα παγκόσμιο, το αισθανόμαστε διαφορετικά. Μπορούμε να μισήσουμε πολύ γρήγορα, αλλά ξεχνάμε το ίδιο γρήγορα. Σαν την κυματιστή ροή του χρόνου. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της καθημερινής μας ζωής, αυτού του κάτι που κανένας δεν θα μπορέσει να μας πάρει. Όλο και περισσότερο διαμορφώνεται μια παγκοσμιότητα, που τείνει να εξαφανίσει τις διαφορές, να επιβάλλει μία ομοιομορφία στην συμπεριφορά. Ίσως αύριο να ντυνόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο, Δεν πιστεύω όμως ότι μπορείς να κάνεις ένα λαό να ξεχάσει την καταγωγή του. Εξάλλου, για να συμβάλει σε ένα παγκόσμιο πολιτισμό, κάθε λαός πρέπει διαρκώς να ξαναγυρίζεις στις πηγές του.
– Ποιές είναι οι πηγές του ελληνικού λαού;
Τις πηγές μας μας τις έδωσε η ιστορία μας, μια ιστορία γραμμένη με αδιάκοπους αγώνες για τον θρίαμβο της ελευθερίας. Στην ποίηση μας, στους μύθους μας, στα τραγούδια μας, ένα θέμα κυριαρχεί: η ελευθερία. Ύστερα εμφανίζεται μια μορφή, η μορφή της μάνας, που είναι περίπου το εθνικό μας σύμβολο. Εκείνη δοκιμάζει τις πιο μεγάλες λοιπές, τις πιο μεγάλες δυστυχίες, γιατί έχει χάσει τον άντρα ή τον γιό της στον αγώνα αυτό για την ελευθερία. Στα τραγούδια μας, στους μύθους μας, στην ποίηση μας, η μητέρα είναι για μας συνώνυμα της ελευθερίας. Ύστερα έρχονται η χαρά της ζωής και η χαρά για τη φύση, καθώς και ο θάνατος, η φιλία που ενώνει τον άνθρωπο με τον θάνατο. Ανέκαθεν ο θάνατος ήταν πανταχού παρών, στη ζωή μιας οικογένειας, σε σημείο που για μας ο θάνατος να έχει γίνει οικείο πρόσωπο. Πολύ συχνά οι Έλληνες, στα τραγούδια τους, πίνουν, χορεύουν, συζητούν με τον θάνατο. Είναι μεταξύ τους φίλοι και ορίζουν ραντεβού. Ο θάνατος δεν είναι μια αφηρημένη μεταφυσική έννοια, είναι ένας φίλος που τον καλούμε. Σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια μου καλώ τον θάνατο στον κήπο μου να χορέψει μαζί μου. Του λέω να πάρει το μπουζούκι του μαζί του, ενώ εγώ θα πάρω τον μπαγλαμά μου. Του λέω: « Με κάλεσες, αλλά βρισκόμαστε στη μάχη. Τώρα, σε καλώ να χορέψουμε να παραβγείς μαζί μου στο χορό Και στο κρασί. Αν σε νικήσω, θα μου επιτρέψεις να γυρίσω μια στιγμή μονάχα για να δω τη μάνα μου. Γιατί, όταν ξεκίνησα με το τρένο που με πήρε πέρα από τη ζωή, εκείνη δούλευε». Υπάρχουν πολλά τραγούδια σαν κι αυτό. Τα πιο πολλά και τα πιο παλαιά προέρχονται από την μεγάλη εποχή του Βυζαντίου και έφτασαν, από στόμα σε στόμα, ως εμάς. Ο παππούς μου, θυμάμαι, ήξερε χιλιάδες στίχους απέξω. Χάρις σ’ αυτή την παράδοση οι Έλληνες μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στην τουρκική κυριαρχία. Επί τέσσερις αιώνες οι τούρκοι προσπάθησαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε την εθνική μας ταυτότητα, να ξεχάσουμε την γλώσσα μας και τις παραδόσεις μας. Δεν το πέτυχαν.
Οι δύο στυλοβάτες της αντίστασης μας στους τούρκους υπήρξαν η γλώσσα μας και η θρησκεία μας. Το ισχυρότερο όπλο μας σε όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής ήταν η ορθόδοξη θρησκεία μας. Η ορθόδοξη θρησκεία δεν έχουν καθόλου μυστικισμό. Πιστεύω, αντίθετα, ότι οι Έλληνες έχουν βαθιές ρίζες στην αρχαιότερη θρησκεία τους. Για μας, ο Χριστός είναι λίγο σαν τον Απόλλωνα, ένας θεός πολύ άνθρωπος, με τον οποίο μπορείς να συζητάς, όπως γινόταν παλιά. Οι Έλληνες, επίσης, είναι ματεριαλιστές. Κανένας δεν πιστεύει στ’ αλήθεια στο υπερπέραν, ξέρουμε ότι ο παράδεισος είναι εδώ, στη γη. Και η κόλαση επίσης. Η θρησκεία ήταν η ασπίδα και η εκκλησία ήταν ο τόπος συνάντησης, συγκέντρωσης για όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, για την βάπτιση, τον γάμο και την κηδεία. Οι αγρότες και οι εργάτες, πήγαιναν εκεί με τα καλά τους. Η λειτουργία ήταν μια γιορτή, στην οποία ο καθένας έβρισκε την ευκαιρία να μιλάει με τον καθένα. Πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό για μία χώρα στην οποία δεν υπήρχαν άλλες πολυτέλειες. Την στιγμή εκείνη, η λειτουργία ήταν ένα είδος παγανιστικής γιορτής, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι που είχαν μεγαλύτερη επιθυμία να ειδωθούν μεταξύ τους, να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, παρά να επιδοθούν στην λατρεία μιας μεταφυσικής θεότητας. Μέσα στην εκκλησία και μαζί μ’ αυτήν ανατράφηκαν γενναίες ολόκληρες, σε μία Εκκλησία όμως πάντοτε ηλιοφώτιστη.
Η πρώτη μετάληψη των παιδιών, είναι η πρώτη τους αγάπη, είναι η στιγμή κατά την οποία αγόρια και κορίτσια μπορούν να ειδωθούν και να συναντηθούν. Η θυσία από αγάπη ταιριάζει απόλυτα με την ελληνική παράδοση. Πριν ακόμα από τους πρώτους χριστιανούς, εμείς λατρεύαμε αυτόν τον ιδεαλισμό, τον μύθο της θυσίας για την ελευθερία. Είναι η ιστορία του Προμηθέα. Πραγματικά, θεωρώ ότι ο χριστιανισμός έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το ελληνικό πνεύμα. Και στο Ευαγγέλιο ακόμα, βρίσκουμε επίσης ορισμένες από τις πηγές μας, όπως βρίσκουμε πολλές στους βυζαντινούς ψαλμούς. Επί έξι αιώνες η μουσική μας και η ποίηση μας σφυρηλατήθηκαν στο Βυζάντιο. Την εποχή εκείνη, οι δογματικοί (από τότε ακόμα) δεν επέτρεπαν τα όργανα στην εκκλησία και έτσι η μουσική ήταν μόνο φωνητική. Ωστόσο, στο Βυζάντιο γεννήθηκε το εκκλησιαστικό όργανο. Ένας από τους αυτοκράτορές μας το έστειλε δώρο στον Καρλομάγνο και εκείνος το έβαλε αμέσως μέσα στην εκκλησία, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη της επιστήμης του ήχου, τη γέννηση της θεωρίας της αρμονίας, της αντίστιξης, της ενόργανης μουσικής και λοιπά.
Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, έχουμε περιοριστεί σε μία μουσική γλώσσα καθαρά μελωδική, η οποία ωστόσο δεν είναι λιγότερο εκπληκτική. Πραγματικά, έχουμε φτάσει ως τα απώτατα όρια της μελωδίας. Και για τους προγόνους μας, το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια απαράμιλλη σχολή. Γι’ αυτούς, η εκκλησία ήταν αυτό που για μας σήμερα είναι ο κινηματογράφος, το θέατρο και η συναυλία. Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και εκεί γινόταν η πρώτη μουσική αγωγή. Ασυναίσθητα, οι άνθρωποι γνωρίζονται με μία εκπληκτική μουσική, που δεν υπάρχει στη Δύση. Ακόμα και ο Μπαχ δεν έφτασε την μουσική μεγαλοφυΐα των σύνθετων του Βυζαντίου. Και όλα αυτά συνεχίστηκαν ως τις μέρες μας. Όλοι οι Έλληνες σήμερα γνωρίζουν τις μελωδίες αυτές που της ξαναβρίσκουμε, με τη μεγαλύτερη πιστότητα, σε ορισμένα δημοτικά τραγούδια, με αργό ρυθμό. Οι μελωδίες των τραγουδιών αυτών είναι δίδυμες αδερφές με τις βυζαντινές μελωδίες.
Παράλληλα με τις βυζαντινές μελωδίες, έχουμε τους χορούς, γιατί, εκτός από τις εκκλησίες, οι Έλληνες συγκεντρώνονταν στους γάμους και στις ονομαστικές γιορτές των διαφόρων Αγίων. Και ένας θεός ξέρει πόσους Αγίους έχουμε στην Ελλάδα. Η παράδοση μας είναι πλούσια σε χορούς, που προέρχονται απ’ όλες τις περιοχές αλλά που έχουν όλοι κοινά σημεία.
Πάνω σε αυτήν κυρίως την κληρονομιά οι ποιητές στήριξαν τα έργα τους. Και ίσως στον τομέα της ποίησης η ελληνική μεγαλοφυία να εκδηλώθηκε κατά τον πιο πλατύ, τον πιο αποτελεσματικό και τον πιο σταθερό τρόπο. Οι ποιητές μας είναι αληθινές μεγαλοφυΐες και μόνο το εμπόδιο της γλώσσας δεν επέτρεψε την διεθνή τους ακτινοβολία. Ο Σεφέρης κέρδισε βέβαια το βραβείο νόμπελ, υπάρχουν όμως και άλλοι και μάλιστα μεγαλύτεροι. Το εκπληκτικό γεγονός που πιστεύω ότι υπάρχει μόνο στην Ελλάδα είναι ο εξαιρετικός δεσμός που έχει αποκατασταθεί ανάμεσα στους ποιητές και στον ελληνικό λαό. Είναι ο σημαντικός ρόλος που οι ποιητές διαδραμάτισαν στην εθνική μας ιστορία.
Ένα πράγμα είναι εκπληκτικό στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Το γεγονός ότι το κείμενο, που συχνά εκφράζει σύνθετα νοήματα και ποτέ δεν είναι εύκολο, γίνεται πάντοτε αποδεκτό ακόμα και από το πιο άξεστο κοινό.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός λαϊκού πολιτισμού που έχει ηλικία πολλών αιώνων. Ως εδώ και λίγο καιρό είμαστε ένας λαός αγροτών, και οι αγρότες είναι εκείνοι που δημιούργησαν την ποίηση μας, συχνά πολύ ελλειπτική, καμιά φορά σουρεαλιστική, πάντοτε γεμάτη με φανταστικές εικόνες και με ένα εξαιρετικό εκφραστικό πλούτο. Στις λαϊκές μας παραδόσεις, η ποίηση όπως και η μουσική, κατείχε πάντοτε πολύ μεγάλη θέση. Και ύστερα, οι μεγάλοι ποιητές πάντοτε ήταν πολύ κοντά στο λαό. Γύρω στα 1800, ο ποιητής Ρήγας Φεραίος έδωσε το σύνθημα για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο Ρήγας, που είχε ρίξει κιόλας την ιδέα για την Βαλκανική ενότητα, συνελήφθη από τους αυστριακούς και παραδόθηκε στους τούρκους, που τον στραγγάλισαν στο Βελιγράδι. Ο Ρήγας ήταν ένας ποιητής, ένας αγωνιστής που γεννήθηκε πρόωρα.
Άλλος ένας βάρδος της ελευθερίας ήταν ο Σολωμός, που ήταν ένας από τους υπέρμαχους της ανεξαρτησίας μας και στον οποίο οφείλουμε τον εθνικό μας ύμνο, δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στις περιόδους φασιστικής κατοχής, η μουσική και η ποίηση απαγορεύονται. Η αντίσταση κατά των Γερμανών άρχισε ουσιαστικά την ημέρα της κηδείας του μεγάλου ποιητή Παλαμά. Εκατό ως διακόσιες χιλιάδες άτομα πήγαν στο νεκροταφείο. Μεταξύ τους ήταν και ο ποιητής Σικελιανός, που είπε: « Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα ». Όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί ορκίστηκαν να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της χώρας. Το ποίημα που ο Σικελιανός απήγγειλε αντί για επικήδειο λόγο αντιγράφηκε το λιγότερο είκοσι φορές από καθένα, που βρέθηκε στο νεκροταφείο και σε μία βδομάδα κυκλοφόρησε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Για όλους τους Έλληνες το ποίημα έγινε το σάλπισμα που καλούσε στον αγώνα εναντίον των ναζήδων.
Την ιδιομορφία της η ρωμιοσύνη την χρωστάει στο γεγονός, ότι η κουλτούρα (δηλαδή η ποίηση μας, η μουσική μας, οι εθνικοί μας χοροί) παίζει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία μας. Στην Ελλάδα ο χορός δεν είναι ψυχαγωγία. Αποτελεί λειτουργία κοινωνική. Όταν στον τόπο μας δίνετε ένα γεύμα, οι προσκεκλημένοι αρχίζουν να τρώνε και να πίνουν. Ύστερα, ο πιο γέρος αρχίζει να τραγουδάει και ο καθένας συνεχίζει με τη σειρά του. Ύστερα συνεχίζουν το φαγητό. Μετά τραγουδούν ξανά και ούτω καθεξής. Η ελευθερία για τους Έλληνες είναι το ψωμί και η μουσική. Το τραγούδι, όπως και η μουσική, δεν έχουν απλώς τελετουργικό χαρακτήρα, αποτελούν μια ανάγκη για να εκφραστούν η αλληλεγγύη, η αγωνία, η ελπίδα και η χαρά. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι αντάρτες ένιωθαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα την ανάγκη να χορέψουν.
Θυμούμαι ότι το 1946 η αστυνομία μας είχε κυκλώσει στην πλατεία της Ομόνοιας, στην Αθήνα. Ήταν μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τις νόθες εκλογές που θα διεξάγονταν. Σίγουροι είμαστε, ότι θα μας σκότωναν. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Τότε αρχίσαμε να τραγουδάμε και να χορεύουμε, περιμένοντας τον θάνατο. Την ημέρα εκείνη άλλωστε πέθανα, αυτό τουλάχιστον έγραψαν την επομένη οι εφημερίδες. Επέζησα, γιατί είχα χορέψει και όχι γιατί είχα θάρρος. Ο χορός αποτελεί ανάγκη και όσοι δεν μπορούν να χορεύουν, τραγουδούν. Αυτή είναι η ρωμιοσύνη. Όταν βρεθούν μπροστά σε μια μεγάλη δυσκολία, όταν βρεθούν μπροστά σε μια μεγάλη ευθύνη, μπροστά στο θάνατο, οι Έλληνες προσπαθούν να ανυψωθούν. Να ξεπεράσουν τους εαυτούς των με την ποίηση, την μουσική ή τον χορό.
Έγραψα την πρώτη μου Συμφωνία κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Βρισκόμουν στην εξορία. Την αφιέρωσα σε δύο φίλους, στον Μάκη Καρλή και στον Βασίλη Ζάνο. Ο πρώτος, παιδικός μου φίλος, ήταν ανθυπολοχαγός στον εθνικό στρατό. Δεν ήταν φασίστας αλλά νομιμόφρων. Το 1948 βρισκόμουν παράνομος στην Αθήνα και ήξερα ότι με καταζητούσαν και ότι αν με συνελάμβαναν θα με εκτελούσαν. Του ζήτησα να με βοηθήσει για να βγω έξω από την Αθήνα. Ήταν αξιωματικός και μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα και αυτό που του ζητούσα δεν ήταν και τόσο δύσκολο γι αυτόν. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντας μου ότι δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να ζει και να πολεμά όταν γνώριζε ότι εγώ βρισκόμουν από την άλλη μεριά, με τους κομμουνιστές που καταδίωκε, και ότι κινδύνευε να με σκοτώσει. Ενώ στην Αθήνα δεν είχε καμιά δικαιοδοσία και έτσι αν με σκότωναν, εκείνος δεν θα είχε καμία ευθύνη, για τον θάνατό μου. Λίγες ημέρες αργότερα με συνέλαβαν. Ήμουν όμως πολύ τυχερός γιατί με συνέλαβε μια υπηρεσία που με αναζητούσε για παλαιότερη δράση μου και κινδύνευα μονάχα να πάω εξορία. Εκτός φυσικά αν με αναγνώριζαν, οπότε με περίμενε ο θάνατος.
Μετά από απομόνωση που κράτησε δύο μήνες με έστειλαν στην Ασφάλεια. Εκεί θα έπρεπε να εμφανιστώ μπροστά στους αστυνομικούς, που ήταν ειδικευμένοι στην αναγνώριση προσώπων που μετείχαν στα παράνομα δίκτυα. Την ημέρα εκείνη οι αντάρτες είχαν εξαπολύσει μία φονική επίθεση εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων και οι αστυνομικοί ήταν τόσο εξαγριωμένοι,που όταν βγήκα από το αυτοκίνητο, που με οδήγησε στην ασφάλεια, με έδειραν σε σημείο να με παραμορφώσουν. Είχα γίνει ένας όγκος από αιματωμένη σάρκα. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Έτσι, όταν αυτοί που με αναζητούσαν πέρασαν από μπροστά μου δεν με αναγνώρισαν. Το ίδιο βράδυ με έστειλαν με ένα καράβι εξορία στην Ικαρία. Εκεί έμαθα ότι ο Μάκης Καρλής είχε σκοτωθεί. Το τζιπ του είχε ανατιναχτεί στον αέρα από μία νάρκη που τον είχε κάνει κομμάτια. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος.
Ο Βασίλης Ζάννος, στον οποίο επίσης αφιέρωσα τη συμφωνία μου, ήταν κομμουνιστής. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση κυρίως για τον ιδεαλισμό του, για το ιδεολογικό του πάθος και την αδιαφορία του για τον θάνατο. Τον είχα γνωρίσει στην Απελευθέρωση. Τον συνάντησα αργότερα μερικές φορές. Όταν έφτασα στην Ικαρία έμαθα ότι τον είχαν συλλάβει και τον είχαν εκτελέσει.
Πριν λίγους μήνες, εφέτος, ήρθε και με βρήκε ένας ηθοποιός. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου είχε παρευρεθεί στην εκτέλεση ενός αντάρτη. Η εκτέλεση τον είχε εντυπωσιάσει σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσε να την ξεχάσει. Ο αντάρτης αυτός ήταν ο Βασίλης Ζάννος. Ο συνομιλητής μου υπηρετούσε την εποχή εκείνη στον εθνικό στρατό και η μονάδα του ήταν στρατοπεδευμένη βόρεια από την Αθήνα, όπου κάθε μέρα γινόταν η εκτέλεση είκοσι ανταρτών (μέσα σε δύο χρόνια σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν 16.000 εκτελέσεις). Όλοι οι νεαροί στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να μετέχουν στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Μια μέρα τα ξημερώματα – γιατί οι εκτελέσεις γίνονται τη νύχτα με το φως των προβολέων, για να μη μαθαίνει τίποτα το κοινό – ο συνομιλητής μου είδε να φτάνει μια κλούβα με καταδικασμένους σε θάνατο. Αμέσως είδε να προβάλλει ένα ξανθόμαλλο παλικάρι. Στο φως των προβολέων φαινόταν ωραίο σαν τον Απόλλωνα. Μόλις άνοιξε η πόρτα της κλούβας ο κρατούμενος είπες τους συντρόφους :« Πάμε χορεύοντας να αντικρύσουμε τον θάνατο». Και οι άλλοι τον ακολούθησαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Οι μελλοθάνατοι τραγουδούσαν, όπως η Σουλιώτισσες πριν από έναν αιώνα, Όπως κι εμείς, λίγα χρόνια πιο μπροστά, στην πλατεία της Ομόνοιας:
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά
και οι Έλληνες δε ζούνε
δίχως την ελευτεριά.
Το τραγούδι και ο χορός αυτός αποτελούν για εμάς τους Έλληνες το πιο ωραίο σύμβολο της ελευθερίας. Χορεύοντας οι μελλοθάνατοι παρατάχθηκαν μπροστά στο απόσπασμα. Και ο συνομιλητής μου μου διηγήθηκε ότι βλέποντας τους στρατιώτες του αποσπάσματος να τρέμουν, ο Βασίλης Ζάννος τους είπε: « Μην τρέμετε παιδιά, εμείς για σας πεθαίνουμε! Και τώρα ρίχτε! ». Μετά την ομοβροντία, όμως, ακολούθησε μία σκηνή κολάσεως. Κανένας από τους άνδρες του αποσπάσματος δεν είχε τολμήσει να σημαδέψει σε καίριο σημείο. Έτσι, οι αντάρτες είχαν μονάχα τραυματιστεί, μερικοί ήταν πεσμένοι στο έδαφος, άλλοι ήταν όρθιοι, δύο μάλιστα, ένας ψηλόσωμος και ένας κοντός, ακουμπούσαν άθελα ο ένας πάνω στον άλλον. Τελικά η στρατιωτική αστυνομία τους αποτελείωσε με αυτόματα.
Είχα άλλον ένα φίλο, τον Παύλο Παπαμερκουρίου. Μαζί του ήμουνα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Όταν τον έπιασαν του έσπασαν την σπονδυλική στήλη. Η μοναδική του έγνοια όμως ήταν να πεθάνει όρθιος. Ζήτησε τότε να τον βάλουν να καθίσει σε μία καρέκλα την ώρα που θα τον εκτελούσαν. Στη μνήμη του έγραψα το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού».
Φυσικά μπορούμε να πούμε ότι όλα τα επαναστατικά κινήματα έχουν παραδόσεις ηρωικών πράξεων. Θεωρώ όμως ότι στους Έλληνες υπάρχει κάτι περισσότερο από ηρωισμός : η κουλτούρα και η καταφυγή αυτή στο χορό και στο τραγούδι μαρτυρούν την μόνιμη παρουσία του πάθους και του ανθρώπινου στοιχείου στον επαναστατικό αγώνα.
– Οι Έλληνες συνέχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν και στη διάρκεια της δικτατορίας;
Οι Έλληνες ποτέ δεν έπαψαν να τραγουδούν και να χορεύουν και νομίζω ότι για μας αυτός ήταν ένας τρόπος για να αντέξουμε την δικτατορία. Οι Έλληνες όμως ήταν υποχρεωμένοι να τραγουδούν και να χορεύουν κρυφά. Η χούντα προσπάθησε να τους εμποδίσει αλλά κανένας δεν μπόρεσε να μας σταματήσει. Ούτε οι Γερμανοί, καμία δύναμη, ποτέ, δεν θα μπορέσει να μας αναγκάσει να μείνουμε στη σιωπή και στην αδράνεια.
Όταν βρισκόμουν υπό επιτήρηση στην Ζάτουνα, οι χωροφύλακες που με φύλαγαν ήταν στην πραγματικότητα αντίθετοι με τους συνταγματάρχες. Έτσι, από καιρό σε καιρό, ξεκινούσαμε, οι δεκάξι φυλακές μου και εγώ για το βουνό για να τραγουδήσουμε. Στις φυλακές, κάθε βράδυ ανάμεσα στις επτά και στις οκτώ, χορεύαμε και ύστερα, μετά τις οκτώ, τραγουδούσαμε στα κελιά μας. Μία μέρα, σαν βρισκόμουν στην ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας είχα ζητήσει να πάω στην τουαλέτα. Θα ήταν γύρω στις οκτώ το βράδυ. Στις τουαλέτες υπήρχε ένα μικρό παράθυρο και εκεί άρχισα τους πρώτους στίχους ενός τραγουδιού. Το τραγούδι συνεχίστηκε στο ίδιο θέμα από όλα τα κελιά. Ένας στίχος, ένας τοίχος, ένας στίχος. Όλα τα κελιά της Ασφάλειας από κάτω ως επάνω πρόσθεταν ένα νέο στίχο, κι έτσι συνέθεταν το τραγούδι. Και οι δεσμοφύλακες τραγουδούσαν και καμιά φορά μάλιστα τραγουδούσαν δικά μου τραγούδια, που ήταν απαγορευμένα. Η μοναδική διαφορά με τους κρατούμενους, ήταν ότι οι δεσμοφύλακες ήξεραν μόνο τα παλιά μου τραγούδια αυτά που είχαν κυκλοφορήσει πριν από το πραξικόπημα.
Το ίδιο και στον Ωρωπό, που ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Συνέβαινε καμιά φορά, οι χωροφύλακες που ήταν έξω να αρχίσουν να χορεύουν. Το ξέρω αυτό γιατί μια φορά, που σταματήσαμε απότομα το τραγούδι κι εγώ δεν ξέρω για ποιό λόγο, κι εκείνοι ήρθαν να διαμαρτυρηθούν: « Γιατί σταματήσατε το τραγούδι; Εμείς χορεύαμε».
Με άλλα λόγια, όλ’ αυτά είναι αντίθετα με το φολκλόρ. Το δικό μας τραγούδι δεν εντάσσεται στον τουρισμό, στην ψυχαγωγία, στην ασήμαντη ιστορία. Έχει διαστάσεις που εμείς θέλουμε να τις διατηρήσουμε. Δεν θέλουμε να πάρει εμπορικότητα, τουριστικό χαρακτήρα ούτε φολκλορική μορφή κάτι που είναι η ίδια η καθημερινή μας ζωή. Ο ρόλος του καλλιτέχνη στην Ελλάδα είναι θεμελιακός για την οργανική, εθνική και λαϊκή μας λειτουργία. Πρόκειται επίσης για μια μορφή της ρωμιοσύνης. Της ελληνικότητας.
– Μήπως, μετά την εξαφάνιση της χούντας, θα αλλάξει και η μουσική σας; Θα γίνει παραδείγματος χάριν λιγότερο δραματική και πιο «όμορφη»;
Όμορφη; Νομίζω ότι ένας συνθέτης πρέπει να αγγίζει το βάθος των πραγμάτων και στη χώρα μας υπάρχουν ένα σωρό πράγματα. Εμείς οι Έλληνες έχουμε ζήσει τρεις περιόδους κατοχής: την τουρκική πρώτα, την ναζιστική μετά και την φασιστική και ιμπεριαλιστική στο τέλος. Όλα αυτά σημαδεύουν βαθιά ένα λαό. Μια αλλαγή σαν κι αυτή που έγινε στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντική, δεν είναι όμως σε θέση να επηρεάσει αυτά που ονομάζονται μεγάλα προβλήματα υπάρξεως, που ότι και να γίνει παραμένουν κάτω από την επιφάνεια. Ύστερα από τόσα γεγονότα, βρισκόμαστε τελείως απογοητευμένοι. Έχω χάσει την αθωότητά μου στα στρατόπεδα, στις φυλακές, στα χέρια των βασανιστών μου. Εξακολουθούμε βέβαια να τραγουδάμε, γιατί διαφορετικά θα πεθαίναμε. Σε μένα όμως κάτι έχει σπάσει. Δεν είμαι πια ο ίδιος. Όλες οι ψευδαισθήσεις που είχα πήγαν χαμένες. Κρίμα. Ωστόσο η ζωή είναι πιο δυνατή από όλα. Και πιστεύω, ότι σιγά – σιγά θα επιβληθεί.
– Και τώρα, θα αφιερωθείτε μήπως στη μουσική, ή θα παραμείνετε στην πρώτη γραμμή των πολιτικών αγώνων;
Θα ήθελα να αφιερωθώ στην μουσική. Δεν θα ησυχάσω όμως παρά μόνο όταν η χώρα μου θα γίνει εντελώς ελεύθερη, όταν δεν θα έχω πια να φοβάμαι ότι στη χώρα μου θα γυρίσουν πίσω δικτάτορες που βασανίζουν και εκμεταλλεύονται τον ελληνικό λαό. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος και δεν μπορεί να συνθέτει όταν γύρω του βασιλεύει η αδικία.
Εγώ θέλω να ζήσω σε μια κοινωνία στην οποία να βασιλεύουν η ισότητα και οι ανθρώπινες σχέσεις. Στο σοσιαλισμό. Τότε και μόνο τότε θα κάνω μόνο μουσική. Προς το παρόν, όμως, αυτό δε γίνεται.
– Πως συνέβη, την ημέρα που ολόκληρη η Ελλάδα γιορτάζει την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών, εσείς να βρίσκεστε εδώ εντελώς απομονωμένος, χωρίς κανένας να απαιτήσει την παρουσία σας στην Αθήνα;
Όλοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί, φοβούνταν την επιρροή που θα μπορούσα να ασκήσω στις λαϊκές μάζες και στη νεολαία. Γνωρίζουν ότι θα μπορούσα να δημιουργήσω ένα μεγάλο λαϊκό συναγερμό. Με τη μουσική μου, με το αγωνιστικό μου παρελθόν, με τις ιδέες μου. Έχουν καταλάβει ότι τους είναι αδύνατον να με κάνουν ότι θέλουν, να θίξουν την ανεξαρτησία μου, που θα την διατηρήσω για πάντα. Φοβούνται, λοιπόν, και κάνουν το παν για να με εξουδετερώσουν. Σκέφτονται ότι με την δημόσια προβολή μου, θα προσελκύσω τις λαϊκές μάζες και τη νεολαία.
Και ύστερα, ορισμένοι με κατηγορούν ακόμη γιατί υποστήριξα σχετικά τον Καραμανλή, κατά την επιστροφή του. Ήταν, πιστεύω, μια θαρραλέα θέση και είμαι βέβαιος ότι μακροπρόθεσμα η θέση αυτή θα καρποφορήσει: ο λαός είδε και κατάλαβε ότι μπροστά σε θέματα εθνικού συμφέροντος ξέρω να υποχωρώ. Γιατί επρόκειτο για θέμα εθνικού συμφέροντος, πέρα από τις κομματικές διαμάχες.
Γνωρίζει ακόμα ο λαός ότι όσα εγώ έχω δηλώσει δημόσια, οι άλλοι τα ψιθυρίζουν. Στην πολιτική γραμμή που ακολούθησα τους τελευταίους μήνες, προσπάθησα να δημιουργήσω μία σύνθεση: να είμαι στην υπηρεσία της λαϊκής επανάστασης και του σοσιαλισμού, αλλά ταυτόχρονα, να υπηρετώ το εθνικό συμφέρον του λαού. Άμεσος αντικειμενικός μας σκοπός πρέπει να είναι η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και ένας μόνο πολιτικός μπορούσε σήμερα να οδηγήσει την Ελλάδα στην δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές της ιστορίας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Καραμανλής. Όλα τ’άλλα δεν είναι πάρα σαλάτα. Σε τελευταία ανάλυση, ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη στάση του, έπαιξε το παιχνίδι του Καραμανλή περισσότερο από εμένα, όταν είπα την περίφημη φράση « Ο Καραμανλής ή τα τανκς».
Σήμερα, ο αθηναϊκός τύπος, αρχίζει ξανά, εναντίον, την συνωμοσία της σιωπής, όπως είχε κάνει το 1961. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, όλες οι εφημερίδες ανέφεραν με την παραμικρή ευκαιρία το όνομά μου. Ως ένα σημείο, γι αυτό το λόγο οργάνωσα μια περιοδεία στο εξωτερικό. Το πράγμα είχε καταντήσει ανυπόφορο. Ύστερα, επιχείρησαν να με κατατάξουν, να με ταυτίζουν με ένα ορισμένο κόμμα. Με δυο λόγια, δεν μπορούσαν να υποφέρουν την ανεξαρτησία μου.
Χθες ο ξενοδόχος και περαστικοί άνθρωποι μου είπαν: « Αύριο θα σε σκεπτόμαστε γιατί είναι η επέτειος μιας μεγάλης ημέρας. Σαν αύριο άρχισε ο αγώνας». Ο λαός δεν ξεχνάει. Οι πολιτικοί όμως μηχανισμοί, οι εφημερίδες, η τηλεόραση, δεν ντρέπονται. Ούτε και ορισμένοι από τους φίλους μου, αυτή με τους οποίους οργάνωσα το Πατριωτικό Μέτωπο, με τους οποίους σάλπισα το πρώτο προσκλητήριο για την αντίσταση και οι οποίοι, όταν τους ρωτούν για τις πρώτες στιγμές της δικτατορίας, δεν λένε τίποτα! Όσο για τις εφημερίδες της αριστεράς, αυτές πάνε ακόμα πιο μακριά, διότι, γράφοντας για τον αγώνα μας, δεν αναφέρουν ούτε μία λέξη για το Πατριωτικό Μέτωπο. Είναι σαν να γιορτάζουν στην Γαλλία τη νίκη εναντίον των Γερμανών, χωρίς να αναφέρουν τις αντιστασιακές οργανώσεις!
Η πολιτική αυτή της συσκότισης προς το άτομό μου ξεπερνά την περίοδο της δικτατορίας. Σήμερα δεν γίνεται πια λόγος ούτε για τη νεολαία Λαμπράκη. Το ίδιο και για το πολιτιστικό κίνημα.
Ο καιρός περνάει και αρχίζω να βλέπω καθαρά τα πράγματα. Βλέπω ότι, στην επαρχία προπαντός, έχω κάνει καλή σπορά. Είμαι σαν τον Οδυσσέα που τον περίμενε η Πηνελόπη. Η μνηστήρες της όμως εποφθαλμιούν τη θέση μου. Πήραν την μουσική μου. Πήραν το κίνημα της νεολαίας για το οποίο αφιέρωσα τη ζωή μου. Αρνούνται την αντιστασιακή μου δράση. Από κει προέρχεται όλο το κακό.
– Πιστεύετε στην εθνική σας αποστολή;
Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα κρίνει αν εκπληρώνω ή όχι εθνική αποστολή. Δεν είναι στο χέρι του καθενός να έχει εθνική αποστολή. Το κόσκινο της ιστορίας, δηλαδή το κόσκινο του λαού, κρίνει τους ανθρώπους όποια και να είναι η προσωπική τους φιλοδοξία. Η δική μου φιλοδοξία είναι διπλή: από τη μια μεριά θέλω να αφήσω ένα έργο που να το υιοθετήσει ο λαός και έτσι να συμβάλει στην νίκη του, στην επιτυχία του. Και από την άλλη μεριά θέλω να είμαι υπόδειγμα υπεύθυνου πολίτη. Είναι κάτι ελάχιστο και μέγιστο ταυτόχρονα. Είναι το λιγότερο που μπορεί κανείς να περιμένει από… ένα λογικό άνθρωπο και το περισσότερο που μπορεί κανείς να ελπίζει μέσα στα ταραγμένα κύματα της ιστορίας.
ΙΙΙ
Η ΝΤΡΟΠΗ
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά
Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Η εκπόρθηση σου να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.
Είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας.
Πίνεις την προδοσία με το γάλα, πίνεις την προδοσία με το κρασί.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος, πρέπει να δεις,
πρέπει να γίνει, αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης θέλησε να αρχίσει την πρώτη αυτή από το 1967 περιοδεία και τις πρώτες αυτές συναυλίες, (με εξαίρεση τις δύο προηγούμενες που έδωσε στην Αθήνα αμέσως μετά την πτώση της χούντας) από την βόρειο Ελλάδα, εκεί όπου έγιναν οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου πολέμου, εκεί όπου ο στρατός έριχνε όλο του το βάρος γιατί οι αντάρτες είχαν ριζώσει καλύτερα από παντού αλλού. Ένα είδος τεστ.
Χθες ήταν στις Σέρρες, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης έχει μερικές αναμνήσεις: Το 1964 ήταν επικεφαλής μιας ομάδας εθελοντών: έχτιζαν την έδρα της νεολαίας Λαμπράκη, που είχε καταστραφεί από μια δυναμιτιστική απόπειρα. Αυτή τη φορά ανοιχτή βία δεν χρησιμοποιήθηκε. Οι στρατιωτικές αρχές όμως έκλεισαν τους νεαρούς στρατιώτες μέσα για να μη μολυνθούν από την μουσική του Θεοδωράκη.
Σήμερα τραβάμε για την Καβάλα. Ο δημόσιος δρόμος ανηφορίζει στην καρδιά της καταπράσινης Μακεδονίας, που λούζεται από τις αδύνατες ακτίνες του απριλιάτικου ήλιου. Τις εύφορες κοιλάδες με τα καπνοτόπια διαδέχονται έρημες και αγώνες, ανεμοδαρμένεςεκτάσεις. Τα σπίτια από μπετόν μοιάζουν με άχαρους κύβους. Διασχίζουμε την Νέα Ζίχνη, που οι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τις μερικές χιλιάδες: « Εδώ, λέει ο Μίκης Θεοδωράκης, ως το 1960 ήταν σκοτάδι. Θυμούμαι ότι είχα έρθει μαζί με ένα φίλο μου ποιητή και ο κόσμος μας φιλούσε τα χέρια». Λίγο πιο κάτω, στην είσοδο ενός χωριού, μια μπλε πινακίδα με άσπρα γράμματα λέει ότι ο κομμουνισμός είναι ο εχθρός της οικογένειας, της πατρίδας, της παιδείας, της θρησκείας και των εθνικών παραδόσεων. Ο Μίκης δε συγκρατιέται. Σταματάει, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και καταστρέφει την πινακίδα μπροστά σε μερικούς ντόπιους που κοιτάζουν τρομαγμένοι. Σαν από μαγεία και άλλοι ντόπιοι εμφανίζονται πίσω από ένα φράχτη. Και όλοι χειροκροτούν και τον ευχαριστούν. Ένας μονάχα τον απειλεί ότι θα τον καταγγείλει.
«Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στις περιοχές αυτές είχαν γίνει πολύ σκληρές μάχες και όλες οι κυβερνήσεις της Αθήνας, από τον αδελφοκτόνο πόλεμο ως σήμερα κράτησαν την περιοχή υποανάπτυκτη οικονομικά και πολιτιστικά. Πάνω από τα είκοσι περίπου τοις εκατό του πληθυσμού αποτελούνται από αναλφάβητους. Και σα να μην τους έφτανε ο στρατός, διατηρούνται ακόμα εκεί οι μονάδες των ΤΕΑ. Σε κάθε χωριό υπάρχουν « μονάδες επεμβάσεως » αποτελούμενες από χωρικούς που έχουν υποστεί αληθινή πλύση εγκεφάλου. Τα ΤΕΑ είναι εξοπλισμένα και γυμνάζονται τακτικά για να είναι έτοιμα στην περίπτωση ενός νέου εμφυλίου πολέμου. Οι τοπικές αρχές, οι δήμαρχοι και οι νομάρχες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω σε αυτές τις μονάδες, που βρίσκονται υπό την εξάρτηση του στρατού. Κάθε μήνα, ένας αξιωματικός επιθεωρεί τους άνδρες των ΤΕΑ που είναι οι μοναδικοί πολίτες που έχουν το δικαίωμα να οπλοφορούν. Η νέα κυβέρνηση Καραμανλή δεν πήρε ακόμα μέτρα εναντίον αυτού του παραλλήλου στρατού. Πρέπει να πούμε ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη. Θα χρειαστεί να περάσει πολύς καιρός για να εξαφανιστούν τα τελευταία υπολείμματα του φασισμού, είτε της χούντας είτε των κυβερνήσεων που είχαν προηγηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τις πινακίδες. Τελευταία δόθηκαν διαταγές για την εξαφάνιση τους. Πολλές καταστράφηκαν, μένουν όμως αρκετές ακόμα έστω και από αμέλεια. Δεν έχω ψευδαισθήσεις. Όταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πήγα για πρώτη φορά στο χωριό που με είχαν υπό περιορισμό και είδα τις πινακίδες που είχαν τοποθετήσει τα νέα αφεντικά μας, έπαθα ναυτία. Ύστερα σιγά, σιγά, της συνήθισα όπως όλος ο κόσμος. Η βλαβερή τους επίδραση όμως είναι μεγάλη ».
Εννέα λοιπόν μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η δημοκρατία ξανά βρήκε τη θέση της στην Αθήνα, στην βόρειο Ελλάδα, όμως, εμφανίζεται ακόμα δειλά. Ο στρατός και η αστυνομία έχουν χάσει βέβαια την παντοδυναμία τους. Βρίσκονται όμως εκεί και αγρυπνούν. Λιγότερό αποτελεσματικά αλλά πιο ύπουλα. Απόδειξη η απαγόρευση στους φαντάρους των Σερρών να πάνε στη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη.
– Έπρεπε λοιπόν για να ξαναγυρίσει η δημοκρατία στην Ελλάδα να βυθιστεί η Κύπρος μέσα σε μία λίμνη αίμα! Έπρεπε οι δικτάτορες, αφού πρώτα κυβέρνησαν από αποτυχία σε αποτυχία με κορύφωμα ένα νέο πραξικόπημα, να σπάσουν την ευαίσθητη ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε στην Κύπρο, και αυτός ο στρατός που κρατούσε την Εξουσία, ο παραφουσκωμένος από την δύναμη του, να υποχωρήσει σχεδόν χωρίς αντίσταση στις τουρκικές ορδές παρασύροντας στην υποχώρηση του διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες! Όμως η κυπριακή κρίση φτάνει για να εξηγήσει την πτώση της χούντας;
Ασφαλώς όχι. Έστω και αν η παράδοση της Κύπρου στους Τούρκους αποτελούσε θανατική ποινή για τους συνταγματάρχες – το ίδιο θα ίσχυε και για κάθε άλλο καθεστώς – πλάνη θα ήταν να περιοριζόταν κάνεις στην κυπριακή κρίση για να εξηγήσει την πτώση της χούντας. Πρέπει να αναρωτηθούμε πρώτα τί ήταν οι συνταγματάρχες, ποιόν αντιπροσώπευαν, ποιοί ήταν οι αντικειμενικοί τους σκοποί, πώς είχαν φτάσει ως εκεί. Το πραξικόπημα εναντίον του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η εισβολή του τουρκικού στρατού στην νήσο και η τρομοκρατία που ακολούθησε, δεν ήταν πάρα ο τελευταίος παραλογισμός ενός καθεστώτος, οι άνθρωποι και οι μηχανισμοί του οποίου βρίσκονταν σε μία κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης.
Για να καταλάβουμε καλά την κατάσταση, θα πρέπει να ανατρέξουμε πολύ πίσω, για να δούμε γιατί 14 αξιωματικοί κατόρθωσαν να επιβάλλουν τη δικτατορία πάνω σε 8 εκατομμύρια άτομα.
Η Ελλάδα, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία ζούσε σε ένα καθεστώς αυταρχικό και φασιστικό. Αυτή είναι η μοναδική κατά τη γνώμη μου σύγκριση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στις τρεις αυτές χώρες, που οι κυβερνήσεις τους ήταν διαφορετικής προέλευσης και συγκρότησης. Στην Ελλάδα είχαμε την ειδική περίπτωση μιας ολιγαρχίας, που από την απελευθέρωση της χώρας το 1830, είχε τεθεί ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της ξένης ηγεμονίας. Στην αρχή ήταν οι Ρώσοι, ύστερα οι Γάλλοι, μετά οι Άγγλοι (που μας επέβαλαν εξάλλου την βασιλεία για να μας ελέγχουν καλύτερα) και τέλος οι Αμερικάνοι. Οι τελευταίοι επενέβησαν μετά το 1947, όταν οι Άγγλοι είχαν αρχίσει να χάνουν έδαφος μπροστά στο λαϊκό κίνημα που γινόταν όλο και πιο δυναμικό και απειλητικό. Οι Αμερικάνοι λοιπόν επενέβησαν στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου αλλά πιο ύπουλα από τους προκατόχους τους, δηλαδή χωρίς το στρατό τους αλλά με το χρήμα και τους συμβούλους τους. Έτσι, σιγά-σιγά εισχώρησαν σε όλα τα γρανάζια της εξουσίας, στο στρατό, στην αστυνομία, τον κρατικό μηχανισμό, την οικονομία. Η υποδούλωση της χώρας συγκεκριμενοποιήθηκε το 1953 με τις συμφωνίες που υπέγραψε η κυβέρνηση Παπάγου. Οι συμφωνίες αυτές θεωρητικά φέρουν την Ελλάδα υπό τον απόλυτο έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών και ιδιαίτερα του αμερικανικού στρατού. Σε σημείο μάλιστα, που στην ίδια την Αμερική, αποφάσεις σχετικά με τη χώρα μας περνούν σιγά-σιγά από την δικαιοδοσία της πολιτικής εξουσίας στους οικονομικό- στρατιωτικούς παράγοντες, ενώ στη χώρα μας ο άξονας της αμερικανικής πολιτικής μετατοπίζεται από τους πολιτικούς στους στρατιωτικούς. Έλληνες αξιωματικοί, υποζύγια και λακέδες της αμερικανικής πολιτικής, περασμένοι από το κόσκινο, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση, ώσπου να γίνουν υπηρέτες πιστοί και πειθήνιοι. Οι αμερικάνοι ξοδεύουν μυθώδη ποσά για τις μυστικές υπηρεσίες, για τα σώματα ασφαλείας, για τις ειδικές μονάδες και τον εκσυγχρονισμένο τεχνικό τους εξοπλισμό. Σιγά-σιγά, ολόκληρη ζωή της χώρας, οικονομία, συνδικάτα, νεολαία, παιδιά, σωματεία, κόμματα και λοιπά περνούν από τον άμεσο ή τον έμμεσο έλεγχο ή την στενή εποπτεία των αμερικανικών υπηρεσιών ή της προέκτασής τους, δηλαδή του εθνικού στρατού.
Επί είκοσι χρόνια, οι αμερικανικές υπηρεσίες υπονόμευσαν ατιμώρητα την εθνική μας ζωή σε σημείο να μπορέσουν τελικά να την διαβρώσουν ολοκληρωτικά και να κυβερνήσουν άμεσα χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων την στιγμή που θα το έκριναν αναγκαίο. Το 1967, η Ελλάδα ήταν ένα κράτος στο οποίο σώζονταν ακόμη μερικές φαινομενικές δημοκρατικές ελευθερίες. Η κυβέρνηση και η Βουλή διέπονταν από το Σύνταγμα. Παράλληλα όμως λειτουργούσε ένα άλλο άγραφο σύνταγμα, που ήταν ο νόμος του ισχυρότερου, ο νόμος της ολιγαρχίας, των αστικών πολιτικών σχηματισμών, των ανακτόρων, ο νόμος των Αμερικανών που ήταν οι αφέντες τους.
Τί συνέβη στις 21 Απριλίου 1967; Ένας μοχλός τέθηκε σε κίνηση, ένα σχέδιο, έτοιμο από πολύ καιρό, εφαρμόστηκε και ξαφνικά οκτώ εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες, ένα εκπληκτικό μαζικό κίνημα, κόμματα, Βουλή, βρέθηκαν βυθισμένα στο δρόμο. Την ημέρα εκείνη οι μηχανισμοί που είχαν προετοιμαστεί με την πιο μεγάλη προσοχή από το ΝΑΤΟ, την CIA, το Πεντάγωνο και μερικές άλλες αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες μπήκαν σε κίνηση. Οι ίδιες υπηρεσίες που μπορούν να δολοφονήσουν 500.000 κομμουνιστές στην Ινδονησία, εκατομμύρια ανθρώπους στο Βιετνάμ, στον Άγιο Δομίνικο, στη Χιλή... παντού ατιμώρητα. Οι σκοτεινές αυτές δυνάμεις που φτάνουν στο σημείο να δολοφονήσουν τον Πρόεδρο τους, υπό τα βλέμματα εκατομμυρίων τηλεθεατών, χωρίς ποτέ να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν.
– Οι συνταγματάρχες ενήργησαν μόνο για λογαριασμό των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών;
Στην αρχή ήταν οι άνθρωποι την CIA, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, αστοί, απόφοιτοι του Πανεπιστημίου του Harvard και κατακάθια της «ιντελλιγκέντσιας». Ύστερα σημειώθηκε μια στροφή. Η CIA «δημοκρατικοποιήθηκε». Χρησιμοποίησε επαγγελματίες πράκτορες και σιγά-σιγά απομάκρυνε τους πρώτους. Οι «διανοούμενοι» ήταν αστικής καταγωγής, είχαν αποκτήσει σχέσεις με την μεγάλη ελληνική αστική τάξη, με τους στρατηγούς, με τον βασιλιά. Οι επαγγελματίες «προλετάριοι» της CIA θα προτιμήσουν να ποντάρουν στους κατώτερους αξιωματικούς, τους Παπαδόπουλος και τους άλλους του είδους του.
Στο ίδιο όμως διάστημα στην Ελλάδα κάτι γινόταν. Οι μηχανισμοί που είχαν δημιουργηθεί από τους Αμερικανούς, τα ρομπότ που είχαν κατασκευαστεί, άρχισαν να συνειδητοποιούν την δύναμη που είχαν στα χέρια τους.
Έτσι άρχισαν να ονειρεύονται την εξουσία. Ο Παπαδόπουλος και η συμμορία του, δεκατέσσερις τύποι χωρίς όνομα, χωρίς βιογραφία, απόλυτα άγνωστοι, αλλά τέλεια εκπαιδευμένοι για να εφαρμόσουν το νόμο των Αμερικανών και πρώτα πρώτα να χτυπήσουν τον κομμουνισμό, στην αρχή ήταν απλά ρομπότ. Όταν διαπίστωσαν ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος είχε απομακρυνθεί και οτι εξακολουθούσαν να βρίσκονται επικεφαλής μιας φανταστικής πολεμικής μηχανής, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την μηχανή αυτή για λογαριασμό τους. Και όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, που είχαν δημιουργηθεί από την αστική τάξη για να συντρίψουν το λαϊκό κίνημα, στράφηκαν μετά εναντίον της για να ικανοποιήσουν την μεγαλομανία τους, ο Παπαδόπουλος και οι άλλοι επιτέθησαν εναντίον της δεξιάς και του συστήματος που τους είχε δημιουργήσει, γιατί η δεξιά αυτή και το σύστημα αυτό αποτελούσαν εμπόδιο στο δρόμο τους προς την κατάληψη της εξουσίας.
Στις 21 Απριλίου 1967, όταν ξέσπασε το πραξικόπημα, ο βασιλιάς δεν ήταν ενήμερος, η αμερικανική πρεσβεία δεν ήταν ενήμερη, οι στρατηγοί δεν ήταν ενήμεροι (και αυτοί ετοίμαζαν πραξικόπημα αλλά τους πρόλαβαν οι άλλοι), η δεξιά δεν ήταν ενήμερη. Ποιός ήταν ενήμερος; Από τη μία μεριά η μερίδα των «προλετάριων» του ελληνικού στρατού, ο Παπαδόπουλος και συντροφιά του, που ήταν οι πράκτορες. Από την άλλη μεριά οι «προλετάριοι» της CIA,οι νεαροι πράκτορες, που αποτέλεσαν την «μαγιά» της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας.
Ο Παπαδόπουλος μισούσε τον βασιλιά, όπως ο υπηρέτης μισεί το αφεντικό του. Μπορεί μάλιστα να λεχθεί, και η πράξη το απέδειξε, ότι ήταν πιο σκληρός στην δίωξη των παλαιών του αφεντικών, πάρα στην δίωξη των κομμουνιστών. Προσωπικά, αποδίδω μεγάλη σημασία στην ψυχολογία τόσο των μαζών, όσο και των ατόμων και είμαι πεπεισμένος ότι το ψυχολογικό πλέγμα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το πραξικόπημα.
Υπάρχει τέλος κάτι, που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Η ψυχή μιας δικτατορίας δεν «εισάγεται» απέξω. Είναι εθνικό προϊόν, έστω κι αν ευνοείται ή ακόμα επιβάλλεται από ξένους. Δεν είναι ανοιχτή πληγή, αλλά ώριμο απόστημα στον εξασθενημένο οργανισμό της εξουσίας.
Οι δικτάτορες βλέπουν την χρεοκοπία της άρχουσας τάξης, μέμφονται την διαφθορά των πολιτικών ηθών, αλλά οι ίδιοι είναι τέκνα αυτής της αποσύνθεσης. Η δικτατορία των συνταγματαρχών δεν ήταν πάρα λογική συνέπεια της ηθικής χρεοκοπίας της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η επιθετική περιφρόνηση των συνταγματαρχών για τις ηθικές αξίες δεν ήταν πάρα η συνέχιση της περιφρόνησης των προκατόχων τους για τις ίδιες αξίες. Έτσι, εξηγείται η μανία τους εναντίον της πνευματικής, καλλιτεχνικής και επιστημονικής ελίτ της χώρας.
Στην αρχή, το στρατιωτικό πραξικόπημα ήταν αμερικάνικη επιχείρηση. Και όταν λέμε Αμερικάνοι, δεν εννοούμε μόνο τους «προλετάριους» την CIA, αλλά και τους στρατηγικούς εγκεφάλους του Πενταγώνου, που είχαν καταστρώσει πολεμικά σχέδια εναντίον των αραβικών χωρών και αναζητούσαν σημεία στήριξης, μια ασφαλή βάση. Μπήκαν όμως στη μέση και προσωπικές φιλοδοξίες και σιγά-σιγά, οι πρωταγωνιστές ή τουλάχιστον ορισμένοι, προσπάθησαν να απαλλαγούν από την αμερικανική κηδεμονία.
– Κατά τη γνώμη σας, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου δεν αποτελούσε την απάντηση μιας τρομοκρατημένης δεξιάς από την άνοδο ενός νέου λαϊκού κινήματος;
Ήταν μια δυναμική επέμβαση έξω από κάθε ιστορική ή κοινωνική πραγματικότητα. Για τους Αμερικανούς δεν υπήρχε την εποχή εκείνη κανένας κίνδυνος: είχαν την εξουσία, κρατούσαν το βασιλιά και την Δεξιά, που ήταν σύμμαχοι σίγουροι, είχαν το Στρατό. Το Κέντρο δεν αντιπροσώπευε κανένα κίνδυνο. Σ’αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι οι Αμερικάνοι ασκούσαν απόλυτο έλεγχο στον κρατικό μηχανισμό.
Το Κέντρο, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου, αντιπροσώπευε τα 53 τοις εκατό των ψήφων. Η Δεξιά τα 30 τοις εκατό. Τί αντιπροσώπευε η Αριστερά; Βέβαια υπήρχε η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορούσε να πάρει την αριστερή πτέρυγα από την πλειοψηφία του πατέρα του, δηλαδή τα 20 τοις εκατό των ψηφοφόρων. Όμως 20 τοις εκατό, συν τα 15 τοις εκατό της Αριστεράς, έχουμε τα 35 μόνο τοις εκατό, δηλαδή μια μειοψηφία. Επιπλέον, στο στρατόπεδο της Αριστεράς δεν υπήρχε καμία προετοιμασία για συνασπισμό με τον Ανδρέα. Ούτε, εξάλλου, είχαν γίνει σοβαρές επαφές. Τίποτα, εκτός από κοινά συνθήματα καμιά φορά.
Αντίθετα, ανάμεσα σε εμάς και τους Παπανδρεϊκούς είχαν μείνει βαθιά ίχνη από τον εμφύλιο πόλεμο. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, με τον οποίο τότε είχα κάποιες σχέσεις, μου είπε: «Σας φοβάμαι. Φοβάμαι τους κομμουνιστές. Φοβάμαι ένα πραξικόπημα σαν εκείνο της Πράγας». Οι σοσιαλιστές, εξάλλου, ήταν αντικομμουνιστές. Δεν είμαστε έτοιμοι για να πάρουμε την εξουσία. Αλλά και αν εξασφαλίζαμε μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πάλι θα ήταν αδύνατο να κυβερνήσουμε. Διαφωνούσαμε πριν ακόμα αρχίσουμε συνομιλίες για συμμαχία. Και δεν ήταν μία διαφωνία σαν αυτήν που υπάρχει σήμερα στην Γαλλία ή στην Πορτογαλία, μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών. Υπήρχε η διαίρεση πριν από την ένωση.
Δεν υπήρχε καμία προοδευτική εναλλακτική λύση. Η ευκαιρία μας χάθηκε, μαζί με τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν είμαστε καθόλου έτοιμη για να κυβερνήσουμε, ούτε αντικειμενικά, ούτε υποκειμενικά. Από αντικειμενική άποψη θα μπορούσαμε να κυβερνήσουμε το 1944, αλλά και πάλι δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος, παρά τα ωραία λόγια που λέγαμε τότε για την τέχνη του κυβερνάν. Ίσως όμως με τον ενθουσιασμό που υπήρχε θα μπορούσαμε να συγκροτήσουμε μια λαϊκή κυβέρνηση. Μετά το 1944, το ΕΑΜ συνένωσε τους προλετάριους και τους αγρότες, αλλά και τους μικροαστούς. Εκατομμύρια άνθρωποι. Ήταν η μεγάλη συμμαχία με συγκεκριμένους στόχους την δημοκρατικοποίηση, την εθνική ανεξαρτησία. Δεν επρόκειτο ακόμη για σοσιαλισμό, αλλά για μία πραγματική πορεία προς το σοσιαλισμό. Το 1947, όμως, ο γενικός γραμματέας του κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης, άνθρωπος με ισχυρή επιρροή στο κόμμα και που τον ονόμαζαν « παιδί του Στάλιν », έκανε χονδρά λάθη, βασικά γιατί βρισκόταν στο εξωτερικό. Ο Ζαχαριάδης οδήγησε το κόμμα από το ένα λάθος στο άλλο. Το μεγαλύτερο σε συνέπειες σφάλμα του ήταν η απόφαση του ότι ο χαρακτήρας του αγώνα έχει αλλάξει, ότι στο εξής άμεσοι αντικειμενικοί σκοποί του αγώνα δεν ήταν πια η δημοκρατία και η εθνική ανεξαρτησία, αλλά η πάλη των τάξεων και η δικτατορία προλεταριάτου.
Το αποτέλεσμα ήταν το ΕΑΜ να τιναχτεί στον αέρα και οι κομμουνιστές να απομονωθούν. Έτσι ηττηθήκαμε. Στην αρχή η ήττα δεν ήταν στρατιωτική, αλλά πολιτική, γιατί φεύγαμε από μια μεγάλη συμμαχία. Ύστερα ο Ζαχαριάδης έκανε λάθη στρατηγικής που επέτρεψαν την συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού. Από τη στιγμή εκείνη εξαφανίστηκαν οι δυνατότητες για να καταλάβουν οι κομμουνιστές την εξουσία. Η κρίση στο κόμμα έχει αρχίσει. Θα ξεσπάσει στα 1968.
– Δεν υπήρχε, λοιπόν, εναλλακτική κομμουνιστική λύση; Τί αντιπροσώπευε, όμως, το λαϊκό ρεύμα του 1967; Το πρώτο θύμα της χούντας δεν ήταν παρόλα αυτά η αριστερά;
Το 1967 ο λαός ήταν κουρασμένος. Ήταν πολύ δυνατός το 1963, σε σημείο που ο Γεώργιος Παπανδρέου να πάρει τα 53 τοις εκατό των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Είχαμε μια αναλαμπή το 1965, την εποχή του πραξικοπήματος του βασιλιά, που αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα των εκλογών. Ύστερα ο λαός άρχισε να αποθαρρύνεται, ιδιαίτερα όταν είδε ότι δεν πραγματοποιούσε τους αντικειμενικούς σκοπούς και ότι, αντίθετα, ο βασιλιάς και η δεξιά μπορούσαν ακόμα να επιβάλλουν τη θέλησή τους, παρά την λαϊκή ετυμηγορία. Τον Απρίλιο του 1967 και στους μήνες που προηγήθηκαν, σημειώθηκε, ωστόσο, μια μεγάλη λαϊκή αναταραχή.
Και νομίζω ότι ήταν λάθος της Αριστεράς καθώς και λάθος του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν η εποχή των μεγάλων διαδηλώσεων και τον ανεδαφικών συνθημάτων του Ανδρέα Παπανδρέου, που ουσιαστικά έλεγε: « Πρέπει να φύγουμε από το ΝΑΤΟ », « Αν ο βασιλιάς δεν αναγνωρίσει την κυβέρνηση, θα την επιβάλουμε δυναμικά ».
Ισάριθμες προφάσεις, που προσφέρονταν στις μυστικές υπηρεσίες, στις δυνάμεις του σκότους, για να αντιδράσουν βία. Άλλο λάθος που διαπράξαμε, ήταν να στηριχτούμε σε μια αδιάκοπη σειρά από απεργίες. Έτσι, το λαϊκό κίνημα κουράστηκε. Η αριστερά, τέλος, δεν έπρεπε να αναμειχθεί στο παιχνίδι των διαιρέσεων στους κόλπους της Ενώσεως Κέντρου. Εμείς έπρεπε να είμαστε πιο ξεκάθαροι, να μείνουμε έξω από τους οικογενειακούς καυγάδες του Κέντρου και να προσέξουμε περισσότερο το συμφέρον του λαού, που δεν συνέπιπτε αναγκαστικά με τα προβλήματα που είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου με εκείνους που αποσκίρτησαν από το κόμμα του. Πότε πότε έπρεπε να παίζουμε και το χαρτί εκείνων που ονομάστηκαν «αποστάτες». Υπήρξαμε υπερβολικά δογματικοι.
Δεν πιστεύαμε ότι μπορούσε να γίνει πραξικόπημα. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο βασιλιάς σκόπευε να επιβάλει δικτατορικό καθεστώς, με την υποστήριξη του στρατού και δυνάμεων της άκρας δεξιάς. Μια εφημερίδα άλλωστε είχε δημοσιεύσει ένα μνημόνιο που ήταν ως τότε μυστικό. Σύμφωνα με το κείμενο του, αν στις εκλογές του Μαΐου 1967 κανένα κόμμα δεν έπαιρνε την πλειοψηφία, η Ένωση Κέντρου, σεβόμενη την επιθυμία των Αμερικανών, ήταν έτοιμη να σχηματίσει κυβέρνηση κεντροδεξιάς, με επικεφαλής τους Π. Κανελλόπουλο και Γ. Παπανδρέου. Η δεξιά ήταν συνεπώς εξασφαλισμένη ότι θα διατηρούσε την εξουσία! Υπήρχε όμως και η περίπτωση στις εκλογές του Μαΐου 1967, ο Γεώργιος Παπανδρέου να έπαιρνε ξανά την απόλυτη πλειοψηφία και να μην δεχόταν συμμαχία με την δεξιά για τον σχηματισμό κεντροδεξιάς κυβέρνησης. Αν τραβούσε κάνεις την υπόθεση αυτή στα άκρα, θα φανταζόταν ότι ο Παπανδρέου θα έβαζε το γιο του στην κυβέρνηση, και όχι μόνο αυτό, αλλά θα του εμπιστευόταν το υπουργείο Αμύνης… Για την δεξιά και τους στρατιωτικούς θα επρόκειτο για μια «κάζους μπέλλι». Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια περίπτωση ήταν αδιανόητη. Θυμούμαι, πάντως, καλά ότι μερικοί έκαναν αυτήν την υπόθεση. Ο νους μου πάει σε ένα δημοσιογράφο της άκρας δεξιάς, φανατικά φιλοαμερικανό, που μας έλεγε: « Ακούστε, αφήστε τον στρατό ήσυχο. Δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι για τους αμερικανούς ο στρατός είναι ιερός. Αν θέλετε να μην έχουμε δικτατορία, ψηφίστε από τώρα ένα νόμο, με τον οποίο η πολιτική εξουσία παραιτείται των δικαιωμάτων της πάνω στο στρατό. Μόνο αυτό θα μπορούσε να διασώσει το Κέντρο σε περίπτωση εκλογικής του νίκης. Αν δεν χωρίσετε την στρατιωτική εξουσία από την πολιτική, αν έστω και για μια στιγμή υπάρξει υποψία ότι μια κεντρώα κυβέρνηση θα θίξει και κατά το ελάχιστο τον στρατό, τότε σίγουρα θα έχουμε δικτατορία ». Εδώ ίσως να βρίσκονται τα βαθύτερα αίτια για το πράσινο φως που το Πεντάγωνο έδωσε στους συνταγματάρχες.
- Έτσι, ανάμεσα σε μία Αριστερά, που δεν πίστευε ότι μπορούσε να γίνει πραξικόπημα, και σε μια Δεξιά, έτοιμη να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία, οι συνταγματάρχες είχαν κερδισμένο το παιχνίδι;
Οι συνταγματάρχες επωφελήθηκαν προπαντός από το ψυχολογικό κλίμα, που τους ήταν ευνοϊκό. Από καιρό η Βουλή δεχόταν επιθέσεις και οι πολιτικοί, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία, κατηγορούνταν για διάφορα, σύμφωνα με μία προπαγάνδα σοφά ενορχηστρωμένη. Το δημοκρατικό σύστημα, λοιπόν, ήταν η πηγή όλων των κακών και ανάγκη ήταν να έρθουν άνθρωποι για να μας γλιτώσουν από όλες αυτές τις απεργίες, από την αναρχία... Την στιγμή εκείνη εμφανίστηκαν ως διά μαγείας αξιωματικοί ακέραιοι, μοναδικός σκοπός των οποίων ήταν να αποκαταστήσουν την ελευθερία στην Ελλάδα. Νά πως εμφανίστηκαν ο Παπαδόπουλος και η συμμορία του: « Ερχόμαστε για μερικούς μόνο μήνες, για να παραδώσουμε την εξουσία σε μία εξυγιασμένη πολιτική τάξη ». Και υπήρξαν άνθρωποι που είχαν πειστεί. Η αντιδραστική δεξιά π.χ., που μπορεί από την πρώτη στιγμή να μην τους έδειξε την συμπάθεια της, αλλά περιορίστηκε σε στάση φιλικής αναμονή, σκεπτόμενη απλοϊκά: « Να μερικοί τίμιοι αξιωματικοί, που θα μας σώσουν από την αναρχία και θα μας παραδώσουν αμέσως μετά την εξουσία ». Δεν θα μπορέσουν όμως για πολύ καιρό να ξεγελούν τον κόσμο τους. Ο Παπαδόπουλος ήταν μια μετριότητα. Όπως όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί, είχε εκπαιδευτεί από τους Αμερικανούς, κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ξεκομμένος από την πραγματικότητα, όπως περίπου μεγαλώνουν τα φυτά στις σέρρες, με μοναδικό «πιστεύω» τον πιο άγριο αντικομμουνισμό. Όταν αποκάλυψε το παιχνίδι του, όταν αποδείχτηκε ότι η εξουσία των σαγήνευε και ότι πρόθεση του ήταν να την διατηρήσει οριστικά, δικτάτωρ στην αρχή, αντιβασιλεύς αργότερα, πρόεδρος της Δημοκρατίας στο τέλος, έχασε κάθε υποστήριξη.
Η Ελλάς άρχισε να αλλάζει με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έγινε αυτό που συχνά γίνεται στα πειράματα της χημείας, όταν ένα σώμα, που έρχεται σε επαφή με ένα ορισμένο υγρό, αρχίζει να αντιδρά. Εδώ, το υγρό λεγόταν Παπαδόπουλος. Σε διάστημα επτά χρόνων, οι μύθοι, οι προσωπικότητες, τα κόμματα, η προκατασκευασμένες ιδέες πέρασαν από σκληρή δοκιμασία. Η Δεξιά παραδείγματος χάριν στηριζόταν σε ένα «πατρογονικό» ιδεολογικό σύστημα: εθνικισμός, σωβινισμός, βασιλεία, μπολιασμένα με τον αμερικανισμό και το πνεύμα του Ατλαντικού Συμφώνου.
Τα πάντα γκρεμίστηκαν. Η Αριστερά ζούσε με το όνειρο της ενότητας, της οργανωτικής και της δογματικής ενότητας. Και εδώ επίσης τα πάντα κατέρρευσαν. Οι διαφωνίες ήρθαν στο φως της ημέρας, ξέσπασαν οι διαμάχες. Το κέντρο δεν έμεινε πίσω από αυτή την επιχείρηση απομυθοποίησης. Ωστόσο, πίσω από όλες αυτές τις διαφωνίες στους κόλπους όλων των πολιτικών παρατάξεων, οι Έλληνες ενώθηκαν μπροστά σε ένα και μοναδικό στόχο ή μάλλον εναντίον ενός καθεστώτος. Είδαμε ανθρώπους, που τους χώριζαν ποτάμια αίματος, δεξιούς, κεντρώους, αριστερούς, να δίνουν τα χέρια, στα χωριά, στις συνοικίες των πόλεων, στα μέρη δηλαδή που δοκιμάστηκαν περισσότερο από τον εμφύλιο σπαραγμό, ο οποίος από την εποχή της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου χώρισε την Ελλάδα σε δύο στρατόπεδα άσπονδων εχθρών. Η μεγάλη ιστορική εμπειρία εξαφάνισε τώρα τις διαφορές μεταξύ των ελλήνων. Ο Παπαδόπουλος, ο Ιωαννίδης και οι σμπίροι τους ήταν απομονωμένοι. Και όσο περνούσαν τα χρόνια, η απομόνωσή τους μεγάλωνε. Ο στρατός έβλεπε την απομόνωση αυτή σαν αποτυχία. Μετά από μία περίοδο ευφορίας, οι αξιωματικοί άρχισαν σιγά-σιγά να αποκτούν επίγνωση του ότι είχαν γίνει σύμβολα της τυραννίας, της βαρβαρότητας και των βασανιστηρίων.
Στο μεταξύ οι κυριότεροι ηγέτες της χούντας δημιούργησαν την κάστα τους. Ο Παπαδόπουλος είχε δημιουργήσει μια διεφθαρμένη αυλή, την οποία κρατούσε κοντά του με την παραχώρηση οικονομικών προνομίων. Είχε εξάλλου τοποθέτηση σε διάφορα πόστα τους αδελφούς του, τους φίλους του, τους ανθρώπους του. Ο Ιωαννίδης πάλι ενσαρκώνει τον μύθο του Ροβεσπιέρου. Ήταν ο τίμιος, ο καθαρός, ο άκαμπτος που είχε τεθεί επικεφαλής των βασανιστών και των ούλτρα.
Οι Αμερικάνοι εκμεταλλεύτηκαν αυτόν τον δυαδισμό. Πραγματικά ο Παπαδόπουλος είχε αρχίσει να τους ανησυχεί γιατί είχε αρχίσει να αποκτά προσωπικές ιδέες. Και είμαι σίγουρος ότι πολλές από τις πρωτοβουλίες του είχαν παρθεί χωρίς να το ξέρουν οι Αμερικάνοι. Έτσι, στην διένεξη της Μέσης Ανατολής ο Παπαδόπουλος ήταν μάλλον με το μέρος των Αράβων και προπαντός είχε αρχίσει να πλησιάζει περισσότερο από όσο θα το επιθυμούσαν οι προστάτες του τις σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως την Ρουμανία (η επίσκεψη του Τσαουσέσκου στην Αθήνα ματαιώθηκε γιατί λίγες ημέρες πιο μπροστά έπεσε η χούντα). Οι Αμερικάνοι ανέχονταν ως ένα σημείο τις πρωτοβουλίες του Παπαδόπουλου σε ό,τι αφορούσε την εσωτερική πολιτική, αλλά κάθε άλλο παρά ανέχονταν τις πρωτοβουλίες του σε ό,τι αφορούσε την εξωτερική πολιτική. Και μία διένεξη, ένας μικρός πόλεμος είχε αρχίσει μεταξύ τους. Αντίθετα, ο υπ’ αριθμόν δύο πράκτορας, ο Ιωαννίδης, ήταν ο τέλειος τύπος του δικτάτορα, που ήθελαν οι Αμερικάνοι, δηλαδή ένας αξιωματικός που μοναδικό του μέλημα θα ήταν να κάνει την χώρα να γονατίσει και να εκτελεί τυφλά τις διαταγές των αφεντικών του. Η στιγμή της σύγκρουσης αυτών των δύο ανθρώπων αναμένονταν.
Η στιγμή ήρθε με την «φιλελευθεροποίηση» που επιχειρούσε η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Για ορισμένους Ανερικανούς η φιλελευθεροποίηση αυτή ήταν καλή, γιατί έδινε στο καθεστώς μια φιλελεύθερη πρόσοψη, πίσω από την οποία ο Παπαδόπουλος, ο άνθρωπος τους, μπορούσε να εξακολουθεί να ελέγχει τη χώρα. Για άλλους πάλι η κατάσταση ήταν ανησυχητική γιατί διαπίστωναν ότι με τις ελευθερίες που είχαν δώσει, όσο ασήμαντες κι αν ήταν αυτές, ο ελληνικός λαός, χωρίς να περιμένει, οργανωνόταν, ότι ένα λαϊκό μαζικό κίνημα διαμορφωνόταν και ότι είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ομάδες πολιτικοποιημένων φοιτητών. Έτσι, οκτώ μήνες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είχαμε τα επεισόδια της Νομικής Σχολής. Ο Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να κάνει όπισθεν και να αρχίσει ξανά τα μέτρα καταστολής. Οι σκληροί είχαν επιβληθεί. Ήταν στις αρχές του 1973. Και για να επιστρέψει στην πολιτική της βίας, ο Παπαδόπουλος πήρε ένα μέτρο που θεωρούσε ότι θα βοηθούσε την δημοτικότητα του: καθαίρεσε τον βασιλιά.
Από Αντιβασιλεύς ο Παπαδόπουλος γινόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κανένας όμως δεν γελάστηκε. Γιατί ο λαός είχε καταλάβει ότι μπορεί ο Κωνσταντίνος να ήταν έκπτωτος, αλλά η χώρα έπεφτε στα χέρια ενός άλλου, χειρότερου βασιλιά. Η απελπισμένη αυτή ενέργεια, που έγινε για να κερδίσει ο Παπαδόπουλος τις συμπάθειες του κόσμου, στην πραγματικότητα ήταν μια συμπληρωματική αποτυχία. Από την στιγμή εκείνη αναμένετο η προβοκάτσια που θα δικαιολογούσε ένα νέο κύμα τρομοκρατίας.
Τον Οκτώβριο του 1973, θα γινόταν το μνημόσυνο του γέρου Παπανδρέου. Η ευκαιρία ήταν ιδανική. Πραγματικά, πληροφορηθήκαμε ότι προβοκάτορες είχαν την εντολή να σκοτώσουν αστυνομικούς κατά τη διάρκεια του μνημόσυνου. Τελικά, όμως, δεν έγινε τίποτα.
Παρουσιάστηκε όμως μία άλλη ευκαιρία που θα επέτρεπε στην χούντα να δικαιολογήσει την νέα της πολιτική. Ήταν το ξεσήκωμα των σπουδαστών του Πολυτεχνείου. Το Πολυτεχνείο είχε αντίκτυπο και στους κόλπους της ίδιας της χούντας. Πραγματικά, υπήρχαν δύο διαφορετικές απόψεις σχετικά με την στάση που θα έπρεπε να τηρηθεί έναντι των φοιτητών.
Ο Παπαδόπουλος ήταν υπέρ μιας εύκαμπτης γραμμής και άφησε τους φοιτητές να καταλάβουν το Πολυτεχνείο με την σκέψη ότι η υπόθεση θα εκφυλιζόταν. Πεπεισμένος είμαι ότι δεν ήταν παγίδα, όπως πίστεψαν πολλοί. Ο Παπαδόπουλος ήταν σ’ αυτό ειλικρινής. Ήθελε να αποδείξει ότι δεν ήταν δολοφόνος και ότι μπορούσε να ανεχθεί τις συγκεντρώσεις. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν με ταχύτητα. Η λαϊκές μάζες εκμεταλλεύτηκαν το επεισόδιο, που πήρε διαστάσεις απροσδόκητες. Ο αυτοσχέδιος ραδιοφωνικός σταθμός των φοιτητών επετίθετο βίαια εναντίον του καθεστώτος. Τότε οι μυστικές υπηρεσίες του Ιωαννίδη, πήραν την πρωτοβουλία και για πρώτη φορά στην ιστορία μας, ο στρατός εισέβαλε μέσα σε πανεπιστημιακό χώρο. Ακόμα και οι Γερμανοί δεν το είχαν τολμήσει. Και προπαντός οι Γερμανοί δεν είχαν δολοφονήσει κανένα μέσα σε πανεπιστημιακό χώρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για δολοπλοκία. Την επόμενη, ο Παπαδόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Ιωαννίδης, έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του με τον Ανδρουτσόπουλο, που δεν ήταν τίποτα, ήταν απλώς ένα αστείο πρόσωπο. Η ιδανική δικτατορία, αυτή που επιθυμούσαν οι «ιέρακες» του καθεστώτος και οι αμερικάνοι, βασίλευε. Η κυβέρνηση δεν ανέπτυσσε πια καμία πρωτοβουλία ούτε έπαιρνε οποιοδήποτε μέτρο. Η πλεύση ήταν δύσκολη και επέβαλε ένα σωρό από δύσκολος ελιγμούς. Η χούντα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Την πτώση της θα προκαλέσει η Κύπρος και το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.
Η πλεύση ήταν δύσκολη, γιατί όλες οι αποφάσεις που αφορούσαν την Ελλάδα λαμβάνονταν στην Ουάσιγκτον και οι ίδιοι οι Αμερικάνοι ήταν διχασμένοι. Η Ελλάς γινόταν ένα δυσβάσταχτο φορτίο και προπαντός γινόταν φανερό ότι οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν. Πολλά σημάδια έδειχναν ότι η αντίσταση από παθητική γινόταν όλο και πιο ενεργητική. Ορισμένοι αμερικανικοί εγκέφαλοι ήταν υπέρ μιας σκληρής πολιτικής, άλλοι ήταν υπέρ μιας πιο μετριοπαθούς πολιτικής. Είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από το πείσμα της νεολαίας, όχι μόνο από τις συγκεντρώσεις πέντε κ δέκα χιλιάδων νέων, αλλά και από την ανταπόκριση που έβρισκαν οι ενέργειες αυτές στις λαϊκές μάζες. Έτσι, υπήρχαν πενήντα,εκατό, διακόσιες χιλιάδες, κανείς δεν ξέρει πόσοι διαδηλωτές, γύρω από το Πολυτεχνείο. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων όλα τα παράθυρα των γειτονικών αστικών σπιτιών ήταν ανοιχτά και όλος ο κόσμος, όλοι οι αστοί, υποστήριζαν τους φοιτητές εναντίον της δικτατορίας.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε λίγο – πολύ να διαφαίνεται μια εθνική αντιαμερικανική κίνηση. Φανερό γινόταν ότι αργά ή γρήγορα ο ένοπλος αγώνας θα ξεσπούσε. Ο αγώνας αυτός δεν θα ξεσπούσε στις επόμενες μέρες, αλλά μεσοπρόθεσμα. Αυτό ήταν βέβαιο. Πιστεύω, εξάλλου, ότι έτσι σκέφτονται οι πολιτικοί. Όλοι όσοι δεν υποστήριζαν την δικτατορία, θεωρούσαν ότι έπρεπε να τελειώνουμε με τους αμερικανούς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
– Έπρεπε, λοιπόν, να περάσουν έξι χρόνια για να φανεί ο ένοπλος αγώνας σαν μια μορφή πάλης εναντίον της χούντας; Πώς εξηγείτε αυτό το μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε;
Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. Πρώτα, ο ελληνικός λαός γνώρισε από το 1947 ως το 1949 ένα αδελφοκτόνο πόλεμο, οι πληγές του οποίου δεν έχουν επουλωθεί ακόμη, ένα πόλεμο εφιαλτικό. Ύστερα, και αυτή είναι μία από τις πιο θλιβερές πλευρές του αγώνα μας των τελευταίων ετών, ποτέ δεν κατορθώσαμε να πραγματοποιήσουμε την ενότητα των αντιδικτατορικών δυνάμεων, ούτε πάνω σε ένα κοινό πρόγραμμα, ούτε στα σχετικά με τη μορφή του αγώνα. Εμείς, πάντως, είμαστε αντίθετοι με τις τυφλές τρομοκρατικές πράξεις, στην εκτέλεση των οποίων δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι δεν πρέπει να υπάρχουν θύματα μέσα στο λαό.
Ο ένοπλος αγώνας δεν έγινε όχι για λόγους αρχής ή αδυναμίας, αλλά γιατί διαπιστώναμε (και θυμόμαστε) πόσο δύσκολο είναι να διεξαγάγεις έναν ένοπλο αγώνα στα πλαίσια μιας απομονωμένης χώρας, που έχει από τη μία της μεριά θάλασσες και από την άλλη χώρες, που, για διάφορους λόγους, δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν άμεσα. Οι σοσιαλιστικές χώρες, που είναι γειτονικές, θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν, αλλά φοβόνταν. Κι ύστερα, είτε το θέλουμε είτε όχι, υπήρχε η Γιάλτα. Ο Τίτο προσωπικά μου είπε: «Φοβάμαι. Δεν μπορώ να μπλεχτώ σε μία άμεση σύγκρουση με τους Αμερικανούς. Η Γιουγκοσλαβία είναι μια χώρα, που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, έχουμε υποφέρει πολύ, έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλές δυσκολίες, δεν μπορούμε επιπλέον να εμπλακούμε και σένα πόλεμο». Φυσικό είναι. Τότε, όμως, ποιός θα μας βοηθούσε; Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο... Όπως παραδείγματος χάρη η Αλγερία. Ο Κριμ Μπελκασέμ εξηγούσε:
«Είμαστε μια χώρα εντελώς κυκλωμένη από τη θάλασσα και από χώρες, που ελέγχονταν από τη Γαλλία. Τελικά, όμως, νικήσαμε τους Γάλλους, γιατί κάναμε ένα λαϊκό αγώνα, μια λαϊκή επανάσταση».
Πιστεύω ότι κι εμείς, όταν ο αγώνας μας θα έπαιρνε λαϊκό χαρακτήρα, θα βρίσκαμε τον τρόπο να κάνουμε τον ένοπλο αγώνα. Ακόμα περισσότερο, γιατί είμαστε βέβαιοι ότι στρατιώτες αξιωματικοί, αστυνομικοί, θα προσχωρούσαν στις γραμμές μας. Έγιναν ορισμένες κινήσεις στο στρατό. Ανταρσία εκδηλώθηκε σε ένα πολεμικό πλοίο. Στην αεροπορία η δυσφορία απλωνόταν. Στο στρατό ξηράς δεν ήταν όλοι ευχαριστημένοι με το καθεστώς.
Έτσι, με την εξαίρεση μερικών πράξεων σαμποτάζ, ο ένοπλος αγώνας δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Όμως εκυοφορείτο. Οι Αμερικάνοι το αισθάνονταν αυτό και ανησυχούσαν. Εκείνη τη στιγμή, πιστεύω, οι Αμερικάνοι άρχισαν να σκέφτονται μια λύση Καραμανλή. Εγώ την είχα προτείνει από το 1972.
– Πριν όμως επιβληθεί η λύση Καραμανλή, μεσολάβησε το πραξικόπημα στην Κύπρο.
Ναι, και ο σκοπός αυτής της δυναμικής επέμβασης δεν έχει ξεκαθαριστεί καλά. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα σωρό υποθέσεις. Μπορούμε παραδείγματος χάριν, να φανταστούμε ότι οι Αμερικάνοι ήθελα να ξεφορτωθούν τους συνταγματάρχες, μαζί και τον Ιωαννίδη, και να επιβάλλουν μια πολιτική κυβέρνηση. Για να το πραγματοποιήσουν αυτό, οδήγησαν τη χούντα σε ένα φοβερό γλίστρημα, σε ένα διέξοδο από το οποίο δεν θα μπορούσε να βγει. Μπορούμε ακόμα να φανταστούμε, υποθετικά πάντοτε, ότι οι Αμερικάνοι προκάλεσαν όλη αυτή την ιστορία της Κύπρου από το ένα μέρος για να βοηθήσουν τους Τούρκους και από το άλλο για να ξεκαθαρίσουν τους συνταγματάρχες. Δεν αποκλείεται. Πρέπει, όμως, να εξετάσουμε την υπόθεση και από άλλη σκοπιά. Από την κυπριακή σκοπιά. Για τους Αμερικανούς η Κύπρος είναι απαραίτητη. Γι’ αυτούς η Κύπρος είναι ένα αεροπλανοφόρο που δεν βυθίζεται και που ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα της Μεσογείου και ιδιαίτερα την Μέση Ανατολή, το Ισραήλ και της πετρελαιοπαραγωγούς χώρες. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος όμως εφάρμοζε μια πολιτική σχετικά ανεξάρτητη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και διατηρούσε σχέσεις με την σοβιετική ένωση, η οποία, εξάλλου, πού και πού έδινε στην Κύπρο όπλα. Τέλος ο Μακάριος δεν ήθελα να συμμαχήσει με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, δηλαδή του Πενταγώνου. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να θεωρούν την νήσο μια σίγουρη στρατιωτική βάση. Με το πραξικόπημα του πράκτορα Ιωαννίδη η Κύπρος θα γινόταν αμέσως όπως ήταν και η Ελλάς, αμερικανική βάση.
Ένα τέτοιο σχέδιο, όμως, δεν μπορούσε να μη συναντήσει την αντίδραση των Τούρκων, που σε καμία περίπτωση δεν θα ανέχονταν την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Δεν βαριέσαι! Αν οι Τούρκοι επενέβαιναν θα είχαμε διπλή ένωση: ένωση των ελληνοκυπρίων με την Ελλάδα και ένωση των τουρκοκυπρίων με την Τουρκία, που και αυτή είναι μέλος του ΝΑΤΟ και πίστη υποτελείς των Αμερικανών. Έτσι, θα είχαμε μία Κύπρο ελληνική και μία Κύπρο τουρκική. Και οι δύο θα ήταν δεμένες με τους Αμερικανούς. Στην υπόθεση αυτή η Αμερικανοί θα ήταν οι κερδισμένοι, οποιαδήποτε κι αν ήταν η έκβαση του εγχειρήματος.
Αν το σχέδιο του Ιωαννίδη επετύγχανε απόλυτα, η Κύπρος θα έπεφτε στα χέρια των Αμερικανών. Αν αποτύγχανε και νικούσε η Τουρκία, η νήσος πάλι θα έπεφτε στην δικαιοδοσία των Αμερικανών.
Ο Ιωαννίδης οδηγήθηκε από μεγάλη ανάγκη σ’ αυτήν την περιπέτεια. Η απομόνωση του ήταν απόλυτη και μόνο με μια ροκαμβολική περιπέτεια, έλπιζε να κερδίσει λίγο κύρος στο στρατό, στους εθνικιστικούς κύκλους, στις ελληνικές λαϊκές μάζες, τέλος. Έτσι, ο Ιωαννίδης γινόταν ο απελευθερωτής των Κυπρίων, ο άνθρωπος που θα πραγματοποιούσε την Ένωση, το μεγάλο όνειρο των Ελλήνων. Έκανε όμως το λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, την Τουρκία στην προκειμένη περίπτωση. Και για τους Τούρκους η Κύπρος είναι ένα εθνικό θέμα. Το κάθε πολιτικό κόμμα στην Τουρκία αναφέρει την Κύπρο στα προεκλογικά του προγράμματα κι οι Τούρκοι πολιτικοί και δημοκόποι αναφέρονται κάθε φορά στο κυπριακό για να κερδίσουν ψήφους. Έπρεπε συνεπώς να αναμένεται μία άμεση αντίδραση της Τουρκίας.
– Το πραξικόπημα, όμως, που είχε σκοπό την εξουδετέρωση του Μακαρίου έθεσε στην αρχή τους Ελλαδίτες αντιμέτωπους με τους Ελληνοκύπριους. Οι Τούρκοι επενέβησαν μετά.
Πρόκειται για ένα παράγοντα που δεν πρέπει να τον υποτιμούμε. Πριν από το πραξικόπημα του Ιουλίου 1974, το καθεστώς του αρχιεπισκόπου Μακαρίου υπονομευόταν από τον αγώνα που διεξήγε εναντίον του η ΕΟΚΑ, η παράνομη οργάνωση του στρατηγού Γρίβα, οργάνωση φασιστική και ακραία αντιδραστική, που ήθελε να επεκτείνει το καθεστώς των συνταγματαρχών στην νήσο και είχε την απεριόριστη υποστήριξή του ελληνικού στρατού. Αντέχοντας σε όλες τις αναποδιές και αφού γλίτωσε από αρκετές δολοφονικές απόπειρες αρνούμενος κάθε συμβιβασμό με την κυβέρνηση των Αθηνών, ο Μακάριος, μετά τον θάνατο του Γρίβα, αποφάσισε να τελειώνει μια για πάντα με την ΕΟΚΑ, με το σαράκι αυτό που κατέτρωγε την Κύπρο από μέσα. Η κρίση ξέσπασε με το τελεσίγραφο με το οποίο ο Μακάριος απαιτούσε την αποχώρηση από την νήσο των Ελλαδιτών αξιωματικών της περίφημης Εθνοφρουράς. Λίγες ημέρες αργότερα εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Από τη στιγμή εκείνη, η Τουρκία, που με τη συνθήκη της Γενεύης ήταν, όπως και η Ελλάς και η Αγγλία, εγγυήτρια δύναμη για την ακεραιότητα της νήσου, βρήκε την ευκαιρία να εισβάλει στην νήσο. Οι Τούρκοι εκτέλεσαν χιλιάδες Ελληνοκύπριους, εκτόπισαν εκατοντάδες χιλιάδες και κατέλαβαν τα σαράντα τρία τοις εκατό του εδάφους της Κύπρου.
Η γενική επιστράτευση, που διέταξε ο Ιωαννίδης, απέτυχε παταγωδώς, γιατί έγινε κατά τρόπο εντελώς αυτοσχέδιο. Ήταν μια φοβερή επιχείρηση. Μπροστά στην καταστροφή,οι αξιωματικοί, ακόμα και όσοι είχαν παίξει το χαρτί του καθεστώτος, άρχισα να σκέφτονται και οι Αμερικανοί να ανησυχούν σοβαρά.
Τί δυνάμεις υπήρχαν την στιγμή εκείνη στην Ελλάδα; Ένας στρατός ανήσυχος και σημαδεμένος με ένα φοβερό πλέγμα, αλλά που κρατά ακόμα την εξουσία. Ένας στρατός αφοπλισμένος ψυχολογικά αλλά οπλισμένο στρατιωτικά. Από την άλλη μεριά ένας λαός που δεν αντέχει άλλο, αλλά που είναι άοπλος. Και νομίζω ότι αν την στιγμή εκείνη υπήρχε ένα ενοποιημένο κίνημα αντίστασης, θα παρέσυρε όλες τις δυνάμεις σε έναν αγώνα εναντίον των Αμερικανών και εναντίον των συνταγματαρχών. Τίποτα δεν έγινε. Η χούντα βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που κατέρρευσε μόνη της πριν την χτυπήσουν. Η τελευταία πρωτοβουλία του Ιωαννίδη κατέληγε σε μια μεγάλη συμφορά για τους Κύπριους και σε μια γιορτή για τους Έλληνες, μ’ όλο που ήταν γεμάτη πικρία για την τραγωδία της Κύπρου.
Δεν μπορεί όμως να εξηγηθεί ήττα του Ιωαννίδη στην Κύπρο χωρίς ταυτόχρονα να τεθεί το πρόβλημα της συνύπαρξης των δύο κυπριακών κοινοτήτων, της ελληνικής και της τουρκικής. Αυτό είναι βασικό για να μπορέσει να αντιληφθεί κανείς την κατάσταση, αλλά και μοιραίο, γιατί προκάλεσε χιλιάδες νεκρούς. Και με τον κίνδυνο να προκαλέσω δυσαρέσκειες θα πρέπει να πω ότι θεωρώ ότι η ελληνική κοινότητα διέπραξε σοβαρά σφάλματα. Γνωστό είναι ότι για διάφορους λόγους, οι Τούρκοι είναι λιγότερο «εξελιγμένοι» από τους Έλληνες. Στην χώρα μας παραδείγματος χάριν έχουμε τουρκικές μειονότητες που έμειναν εντελώς κλειστές στον «εαυτό τους», διατηρώντας τις πατρογονικές παραδόσεις, σε αντίθεση με την εποχή μας. Στην Κύπρο, όμως, Έλληνες και Τούρκοι ζουν από αιώνες μαζί, στα ίδια χωριά, χωρίς να τους χωρίζει τίποτα. Πώς εξηγείτε τότε το γεγονός ότι οι Έλληνες έλεγχαν τα εκατό τοις εκατό από το εμπόριο, από το χρήμα, την παιδεία την πολιτιστική εξέλιξη; Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν βοήθησαν τους Τούρκους να αφομοιωθούν με την κοινωνική ζωή για να σπάσουν την απομόνωση τους: Δεν δίνω απάντηση, θέτω μόνο το πρόβλημα. Στα διάφορα ταξίδια μου στην Κύπρο, διαπίστωσα ότι η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους δεν ήταν μόνο εθνική, αλλά επίσης και ταξική. Οι Τούρκοι έγιναν υποπρολεταριάτο, μια κοινότητα δευτέρας κατηγορίας, Ένα απόθεμα εργατικών χειρών. Φυσικά, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι οι Τούρκοι αρνούνται να ξανοιχτούν σε ένα καινούργιο κόσμο. Το επιχείρημα αυτό δεν με ικανοποιεί. Θυμούμαι παραδείγματος χάριν ότι στη Λευκωσία είδα τους τούρκους να ζουν σαν σε χαρακώματα, απομονωμένοι και έχω την αίσθηση ότι ήδη διεξήγαγαν ένα λαϊκό αγώνα. Είδα παιδάκια 10 χρονών οπλισμένα για να πολεμήσουν. Και όχι μόνο για να αντισταθούν σε μία ιμπεριαλιστική ή στρατιωτική επέμβαση. Υπήρχε κάτι πιο βαθύ, υπήρχε το μίσος. Οι Τούρκοι είχαν την επίγνωση ότι οι Έλληνες τους μεταχειρίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Όλα αυτά θα ξεσηκώσουν διαμαρτυρίες αλλά είναι αληθινά. Πρέπει να ξέρει κανείς να αναγνωρίζει την αλήθεια, να γνωρίζει ότι οι Έλληνες κρατούσαν στα χέρια τους την παιδεία, κρατούσαν τον πλούτο και ήταν υπεύθυνοι για την αρμονική συμβίωση και την δικαιοσύνη στην νήσο και ότι συνεπώς έχουν ένα μέρος από τις ευθύνες.
– Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι Έλληνες συμπεριφέρονταν στην Κύπρο σαν εκμεταλλευτές;
Το ζήτημα είναι πολύ λεπτό. Εγώ αρχίζω από το τέλος. Κάνω μία διαπίστωση. Νομίζω ότι σε όλα αυτά τα τελευταία χρόνια οι Ελληνοκύπριοι έπρεπε να είχαν κάνει μια μεγάλη επίθεση ειρήνης, συνεργασίας και δικαιοσύνης. Όμως το μίσος επικρατούσε ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Με το να επικαλείται όμως κανείς το πρόβλημα ξεφεύγει από τα όρια της Κύπρου και εισέρχεται στον τομέα των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γιατί 40.000 Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην Κύπρο και πέρασαν την νήσο διά πυρός και σιδήρου, όχι βέβαια για ανθρωπιστικούς σκοπούς.
Μετά από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας που μας έθεσε αντιμέτωπους με την Τουρκία από το 1821, μετά την μικρασιατική καταστροφή, που μας στοίχισε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και δύο εκατομμύρια πρόσφυγες, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ είχαν το θάρρος να θέσουν τις βάσεις της ελληνοτουρκικής φιλίας. Είχαν αντιληφθεί ότι ιστορική ανάγκη ήταν οι δύο λαοί να ζουν ειρηνικά, όπως σήμερα οι Γάλλοι με τους Γερμανούς.
– Μεταξύ 1963 και 1974, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ένα status quo στην Κύπρο. Κατά τη γνώμη σας, επρόκειτο για ένα κράτος εντελώς πρόσκαιρο ή αν δεν μεσολαβούσε το πραξικόπημα, η κατάσταση μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον;
Αυτό το status quo ήταν, πριν απ’ όλα, το αποτέλεσμα των συμφωνιών του Λονδίνου και της Ζυρίχης. Ωστόσο, έχει αποδειχθεί ότι δεν είχε βρεθεί μια μορφή διαρκούς συνεργασίας. Έτσι, οι τούρκοι είχαν αποκτήσει το δικαίωμα του βέτο, που τους επέτρεπε να ματαιώνουν κάθε απόφαση που τους φαινόταν αντίθετη με τα συμφέροντα τους. Οι Έλληνες, όμως, θεωρούσαν αδιανόητο τα είκοσι τοις εκατό του πληθυσμού να ματαιώνουν μια απόφαση. Για να αγωνιστούν όμως εναντίον αυτής της κατάστασης, επιχείρησαν μήπως οι Ελληνοκύπριοι καμιά προσέγγιση με την τουρκοκυπριακή μειονότητα; Απλώς περιορίστηκαν στο να συζητούν προβλήματα διαδικασίας.
Φανερό είναι ότι δύο πράγματα έπρεπε να γίνουν σεβαστά για να ξεπεραστεί αυτός ο ανταγωνισμός: πρώτον, η πλειοψηφία να διατηρεί τα δικαιώματα της και δεύτερον η μειονότητα να έχει τα δικά της δικαιώματα. Οι Έλληνες έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν ήθελα να μονοπωλήσουν την εξουσία και να ασκούν δια της επιβολής την εκ των πραγμάτων υπέροχη τους επί των Τούρκων, επιδιώκοντας ιδιαίτερα την αποκατάσταση μιας αρμονίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες, όχι μόνο σε ό,τι αφορούσε την άσκηση της εξουσίας, αλλά και σε ό,τι αφορούσε την ικανοποίηση του δικαιώματος για παιδεία και πολιτιστική εξέλιξη. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στο ζήτημα των ίσων δικαιωμάτων στην εργασία. Έτσι θα δημιουργούνταν αδελφικές σχέσεις. Δεν έγινε τίποτα προς την κατεύθυνση αυτή και έτσι σήμερα βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Οι Τούρκοι, που ο στρατός τους κατέχει τα δύο τρίτα του εδάφους, θέλουν να επιβάλλουν το ομοσπονδιακό κράτος, που γι αυτούς σημαίνει μισά – μισά, λύση όμως απαράδεκτη για τους Έλληνες που αποτελούν το ογδόντα τοις εκατό του πληθυσμού.
– Τί θέση κατέχει η Κύπρος στην σύγχρονη ελληνική ιστορία;
Στην αρχή του αιώνα, οι Έλληνες είχαν έναν αντικειμενικό σκοπό, που είχε γίνει ιερός: Την απελευθέρωση των αδελφών τους που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία. Η γενιά του πατέρα μου είχε τάξει για σκοπό της να απελευθερώσει την Ελλάδα, οι μισοί από την οποία, την εποχή εκείνη, ζούσε υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Ο σκοπός αυτός ήταν και το κίνητρο των βαλκανικών πολέμων, που κατέληξαν στην απελευθέρωση της Ηπείρου με την παρόρμηση του Βενιζέλου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Δεν έμεινε παρά η Κύπρος, ο πληθυσμός της οποίας είναι κατά 80 % ελληνικός. Το 1920, όμως, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο του περιστοιχισμένος από μία πολιτική κάστα άκρως αντιδραστική. Διώχνει τον Βενιζέλο και τους φιλελεύθερους από την εξουσία και ρίχνει ξανά τη χώρα σε ένα πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Ως την στιγμή εκείνη ο πόλεμος ήταν απελευθερωτικός. Το 1920 οι βασιλόφρονες θέλουν κατακτήσεις. Αντί για κατακτήσεις, είχαμε τη ήττα. Χάσαμε την ανατολική Θράκη και ολόκληρη την Μικρασία, στην οποία ζούσαν 2 εκατομμύρια έλληνες. Και η Κύπρος, που δεν είχε απελευθερωθεί ακόμα,έμεινε για μας ένα όραμα.
Η Κύπρος, στην αρχή, γνώρισε την οθωμανική κυριαρχία. Τώρα βρισκόταν υπό την κατοχή των Άγγλων, στους οποίους την είχαν πουλήσει οι Τούρκοι.
Στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, η Ελλάς ηταν η πρώτη βαλκανική χώρα που τάχθηκε στο πλευρό των συμμάχων. Οι Κύπριοι κατατάχτηκαν στον αγγλικό στρατό και ο Τσώρτσιλ υποσχέθηκε ότι, μετά τη νίκη, η Κύπρος θα γινόταν ελληνική. Όταν όμως τελείωσε ο πόλεμος, οι Άγγλοι ξέχασαν την υπόσχεσή τους. Η Κύπρος έμεινε υπό την κυριαρχία τους. Έτσι εμείς δεν είχαμε εκπληρώσει το ιστορικό μας καθήκον. Και άρχισε ο πόλεμος εναντίον των Άγγλων, πόλεμος που κατέληξε στην δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, υπό την προεδρία του εθνάρχη Μακαρίου.
Ως τις αρχές του αιώνα, τουρκοκυπριακά στοιχεία δεν είχαν εκδηλωθεί. Οι Τουρκοκύπριοι είχαν συγχωνευθεί, είχαν προσαρμοστεί με την εσωτερική κατάσταση. Διατηρούσαν αδελφικές σχέσεις με τους Έλληνες και συνεννοούνται θαυμάσια μαζί τους. Οι Άγγλοι ήταν εκείνοι, που, για να κυριαρχούν καλύτερα, σύμφωνα με την παλιά τους συνήθεια, άρχισαν να δημιουργούν το διχασμό. Ύστερα ήρθαν οι Τούρκοι πολιτικοί, που εκμεταλλεύτηκαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Έτσι βρεθήκαμε μπροστά σε ένα άλυτο πρόβλημα: στην νήσο υπάρχουν δύο εχθρικές κοινότητες, μια ελληνική και μια τουρκική, και οι δύο υπό την επήρεια των αμερικανών και των ελληνικών και των τουρκικών αρχών.
Όμως για τον κάθε Έλληνα, η Κύπρος παραμένει το σύμβολο της ποδοπατημένης ελευθερίας, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί, εξαιτίας των συνταγματαρχών, η Κύπριοι ζουν μια τραγωδία. Συναισθηματικά και ηθικά, το καθετί που αφορά την Κύπρο, μας αφορά.
Η ένωση όμως, η προσάρτηση της νήσου στην Ελλάδα, που για πολλά χρόνια ήταν αντικειμενικός μας σκοπός, είναι σήμερα ξεπερασμένη, δεδομένου ότι στο μεταξύ οι Ελληνοκύπριοι δημιούργησαν ένα ανεξάρτητο κράτος και το κράτος αυτό είναι στενά δεμένο με την χώρα μας. Το πρόβλημα στο εξής πρέπει να τεθεί με βάση τα νέα δεδομένα. Νομίζω, εξάλλου, ότι οι Κύπριοι δεν επιθυμούν ένωση με την Ελλάδα, ώσπου να αποκατασταθεί τελείως η δημοκρατία στη χώρα.
– Συναντηθήκατε πολλές φορές με τον Μακάριο. Τί άνθρωπος είναι;
Γνωρίζω τον Μακάριο γιατί τον συνάντησα αρκετές φορές στην Κύπρο αλλά και στο Κάιρο, στην κηδεία του Νάσερ. Είναι ρεαλιστής και πιστεύω ότι είναι ένας ηγέτης που έχει σαν μοναδικό ιστορικό καθήκον να συμφιλιώσει τον κυπριακό λαό και να διαφυλάξει τα δικαιώματα του. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα είχα αναλάβει, από φίλους Κύπριους, να του μεταβιβάσω την ανησυχία μας. Είχαμε πληροφορηθεί ότι μία συνωμοσία εξυφαινόταν εναντίον του και κανένας τότε δεν μπορούσε να τον πλησιάσει και να τον προειδοποιήσει. Μου ανέθεσαν λοιπόν να του πω να λάβει τα μέτρα του. Την ίδια εξάλλου εποχή, στην Ελλάδα υπήρχε ένα αντιμακαριακό ρεύμα. Ήμουν βουλευτής και πρόεδρος της νεολαίας Λαμπράκη και είχα αποφασίσει να ρίξω όλο μου το βάρος υπέρ του Μακαρίου.
– Τί ήταν αυτή η συνωμοσία εναντίον του Μακαρίου;
Είχαμε πληροφορηθεί ότι οι μυστικές υπηρεσίες είχαν τοποθετήσει έναν αριθμό από φασίστες στρατιωτικούς στο περιβάλλον του Μακαρίου για να τον δολοφονήσουν. Ήταν το 1964. Και θυμάμαι μάλιστα ότι με την ευκαιρία της συνάντησης αυτής είχαμε πολύωρες συζητήσεις για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Περνούσαμε μια σοβαρή κρίση και του πρότεινα να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βενιζέλου και να εισέλθει στην ελληνική πολιτική σκηνή, σαν πρωθυπουργός. Ο Μακάριος μου φαινόταν ότι ήταν ο πιο πεπειραμένος, ο πιο λογικός και ο πιο τίμιος από όλους τους πολιτικούς εκείνης της περιόδου. Του έκανα λοιπόν αυτή την πρόταση. Νομίζω ότι ήταν διατεθειμένος να δεχτεί αλλά ήταν τόσο αφοσιωμένος στην υπόθεση της Κύπρου, που δεν ήθελε να προχωρήσει με άλματα. Ωστόσο την εποχή εκείνη, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα σκεφτόταν πολύ τον Μακάριο, όπως τον σκέφτηκε ξανά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
– Εδώ και ενάμιση αιώνα η Ελλάς και η Τουρκία βρίσκονται αντιμέτωπες για μεθοριακές διαφορές. Πάνω σε ποια βάση είναι δυνατή μια συμφιλίωση;
Αν εξαιρέσουμε την Κύπρο, δεν υπήρχαν εδαφικές διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ξαφνικά, όμως, η Τουρκία αρχίζει να προβάλλει διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Πρέπει να πούμε ότι στο Αιγαίο βρέθηκε πετρέλαιο. Το πράγμα είναι παράλογο, κωμικό, αλλά και τραγικό. Φυσικά, δεν υπάρχει Έλλην που θα δεχόταν την ταπείνωση μιας οποιασδήποτε προσάρτησης εθνικού εδάφους στην Τουρκία. Το Αιγαίο είναι ελληνικό από χιλιάδες χρόνια και τώρα που βρέθηκαν κοιτάσματα πετρελαίου θα γίνει τουρκικό; Όλοι οι Έλληνες είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον μιας τόσο παράλογης διεκδίκησης.
Όλη αυτή η πολιτική, όμως, δεν έχει καμία σχέση με τον τουρκικό λαό, που είναι μάρτυρας και πρώτο θύμα. Η Τουρκία είναι μια πλούσια χώρα και απέραντη, αλλά ο φεουδαρχισμός που επικρατεί, καταδικάζει την τεράστια πλειοψηφία του λαού στην πιο μεγάλη αθλιότητα. Η κυρίαρχη τάξη στη χώρα αυτή πρόδωσε την επανάσταση του μεγάλου Κεμάλ Ατατούρκ, και μονοπώλησε την εξουσία, ή μάλλον την παραχώρησε, με τη μορφή διαφόρων προνομίων, στους αμερικανούς, οι οποίοι, όπως και στην Ελλάδα, έβαλαν χέρι στο στρατό, στην αστυνομία, στην οικονομία. Και κάθε φορά που εμφανίζεταιμια κίνηση, έστω και ελάχιστα προοδευτική, εξουδετερώνεται αλύπητα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, η μαρξιστική ιδεολογία απαγορεύονται αυστηρά. Πρέπει συνεπώς να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, από τη μια μεριά και του τουρκικού λαού, από την άλλη. Γι αυτό, αν πρέπει να υπερασπίσουμε την χώρα μας εναντίον της ηλιθιότητας, του υπερεθνικισμού, και του ιμπεριαλισμού της τουρκικής κυβέρνησης, πρέπει να τείνουμε ταυτόχρονα το χέρι στον τουρκικό λαό. Για το λόγο αυτό πρέπει να κάνουμε θαρραλέες προτάσεις. Εγώ θα φτάσω ως το σημείο να προτείνω να γίνει κοινή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου του Αιγαίου από την Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτή θα ήταν μια ωραία ευκαιρία για να ριχτούν οι βάσεις μιας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών. Προσωπικά νομίζω ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με το μέλλον της τουρκικής και εύχομαι ειλικρινά να αποκατασταθεί μεταξύ των δύο οικονομιών ένα είδος κοινής αγοράς, όπως συμβαίνει μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας: μία οικονομική, πολιτιστική και πολιτική κοινότητα, που θα αποτελούσε την βάση μιας πλατειάς Βαλκανικής ένωσης.
Βασικό είναι να ανοίξουν τα σύνορα και να δημιουργηθούν μεταξύ των βαλκανικών λαών οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Πήγα πολλές φορές στην Σόφια και από εκεί σε 3 ωρες θα βρισκόμουν στην Θεσσαλονίκη. Αδύνατο, όμως, γιατί τα σύνορα ήταν κλειστά. Δεν έχει νόημα αυτό. Βέβαια έτσι διαμορφώθηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις τα σύνορα μετά το τέλος του τελευταίου πολέμου, αλλά η ελεύθερη επικοινωνία των ανθρώπων και των ιδεών είναι μια αναγκαιότητα, ιδιαίτερα μάλιστα για τον ελληνικό και τον τουρκικό λαό. Για όλους τους λαούς.
Για μας τους καλλιτέχνες, οι εμπνεύσεις, οι πηγές της δημιουργίας μας, δεν έχουν σύνορα. Τί διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις ρουμανικές, ελληνικές, βουλγαρικές, τουρκικές πολιτιστικές πηγές; Όσο για τις δημιουργίες μας, μέσα σε μια τέτοια κοινότητα θα έχουν μεγαλύτερη απήχηση. Στην Βουλγαρία, στην Σόφια ιδιαίτερα, διαπίστωσα ότι η ελληνική μουσική είναι πολύ δημοφιλής, όπως η τουρκική μουσική είναι δημοφιλής στην Ελλάδα. Δυο εκατομμύρια έλληνες έχουν ζήσει στην Μικρά Ασία και έχουν επηρεαστεί από την μουσική της. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, έφεραν μαζί τους πολιτιστικές αποσκευές ποτισμένες από την Τουρκία. Εδώ και λίγα χρόνια, εξάλλου, οι τουρκικές κινηματογραφικές ταινίες παίζονται στις συνοικιακές αίθουσες με μεγάλη επιτυχία. Σε πολλές περιπτώσεις κυκλοφόρησαν τραγούδια με κλεμμένη τουρκική μουσική και με ελληνικά λόγια... Τόσους αιώνες ζήσαμε μαζί…
Είχα την ευκαιρία να κάνω συζήτηση για την Βαλκανική κοινότητα με τον Τίτο και με τον Τσαουσέσκου. Και οι δύο δέχτηκαν ευνοϊκά την ιδέα και ευχήθηκαν να πραγματοποιηθεί ένα σύστημα ανταλλαγών πολύ ευρύ, που να αρχίζει από τα εμπορεύματα και να φτάνει ως τις ιδέες. Την εποχή εκείνη όμως είχαμε την Ελλάδα των συνταγματαρχών, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τέτοιες ανταλλαγές. Τότε είμαστε φέουδο των Αμερικανών και εκείνοι φοβόνταν ότι ένας τέτοιος συνεταιρισμός θα ήταν ο δούρειος ίππος, που θα προετοιμάζει την σοβιετική κυριαρχία.
Τώρα, μετά από τόσες εμπειρίες που ζήσαμε, νομίζω ότι είμαστε πολύ πιο ώριμοι και ότι ανταλλαγές, όπως αυτές που ανέφερα, μπορούν να εξεταστούν. Αυτό, άλλωστε είναι ένα από τα καθήκοντα που έχει επωμιστεί ο Καραμανλής.
Μια τέτοια ενότητα δεν θα βρισκόταν σε αντίθεση με την Ευρώπη. Θα είμαστε, όπως το υπογράμμισε τελευταία ο Καραμανλής, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ευρώπης, βαλκανικών χωρών και λαών της Μέσης Ανατολής. Αυτή είναι η θέση μας. Για μας θλιβερό προνόμιο αποτελεί το γεγονός ότι, λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, γνωρίσαμε απανωτές εισβολές. Τώρα μπορούμε να παίξουμε τον ρόλο του συνδετικού κρίκου και πιστεύω ότι αυτή είναι και η επιθυμία μιας σειράς χωρών της μέσης Ανατολής. Όταν βρισκόμουν στην Βηρυτό, στο Τελ Αβίβ, στο Κάιρο, όλος ο κόσμος ευχόταν η Ελλάς να έπαιζε αυτόν το ρόλο του συνδετικού κρίκου, Που τοσο πολυ ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μας. Οι έλληνες είναι ένας λαός πολύ ανοιχτός, που μπορεί και πρέπει να αναλάβει τον ρόλο του συνδέσμου μεταξύ των τριών κόσμων: των βαλκανικών χωρών, των χωρών της Μέσης Ανατολής και των χωρών της Ευρώπης, με τις οποίες έχουμε τόσες πολλές ομοιότητες.
– Οι Αμερικανοί βλέπουν, βέβαια με κακό μάτι μία προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και βαλκανικών χωρών. Μπορούμε όμως να κάνουμε και την σκέψη ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα μισοάρεσε μόνο στους Σοβιετικούς. Γι αυτούς η Ελλάς θα μπορούσε να είναι ένα προχωρημένο πιόνι της αμερικανικής πολιτικής στην ζώνη της δικής τους επιρροής.
Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο βλέπει κανείς την Σοβιετική Ένωση. Αν την θεωρούμε χώρα αντιδραστική, τότε μπορούμε να δεχτούμε την ιδέα ότι φοβάται μια τέτοιου είδους σύνδεση. Αντίθετα, αν την θεωρούμε χώρα προοδευτική που έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της, τότε πιστεύω ότι τα πράγματα παρουσιάζονται διαφορετικά.
Αναμφισβήτητο είναι ότι η Σοβιετική Ένωση έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της, αλλά νομίζω ότι ταυτόχρονα έχει μια τάση προς τον απομονωτισμό. Μετά τις απώλειες που υπέστη, μετά την καπιταλιστική κύκλωση, τις φασιστικές επιθέσεις, η Σοβιετική Ένωση έχει την αίσθηση ότι έχει προσφέρει πολλά χωρίς, σε αντάλλαγμα, να πάρει αρκετά. Οι Σοβιετικοί έκαμαν την επανάσταση πριν 50 χρόνια και ο μέσος πολίτης βρίσκει ότι δίνει πολλά για την άμυνα και την βοήθεια των λαών που αγωνίζονται, σε βάρος του βιοτικού του επιπέδου.
Υπάρχουν τώρα αρκετοί λόγοι για τους οποίους η Σοβιετική Ένωση θα ήταν κάπως αντίθετη σε μία βαλκανική ένωση στην οποία θα ανήκε η Ελλάς. Οι καπιταλιστικές χώρες χρησιμοποιούσαν πάντοτε την τακτική της επίθεσης εναντίον της για να σαμποτάρουν και να καταστρέψουν το σοσιαλισμό. Βρίσκεται συνεπώς σε θέση άμυνας. Η Γαλλία παραδείγματος χάριν, μετά την μεγάλη επανάσταση αντέδρασε κατά τον ίδιο τρόπο: φοβόταν το καθετί που ερχόταν από το εξωτερικό. Δυστυχώς, όμως, μια τέτοια συμπεριφορά δημιουργεί αντιδραστικό κλίμα.
Καταρχήν μια σοσιαλιστική προοδευτική χώρα στηρίζει την πολιτική της στην διατήρηση της πρωτοβουλίας. Και έτσι, η Σοβιετική Ένωση δικαιολογεί τις σχέσεις της λόγου χάρη με την φρανκική Ισπανία: πρέπει, πάση θυσία, να έχει σχέσεις με τις άλλες χώρες, ακόμα και με τις αντιδραστικές. Επιπλέον, μια που είναι πιο δυνατή, μπορεί πάντοτε να ελπίζει ότι θα μπορέσει να βοηθήσει τις λαϊκές μάζες.
Πάντως, πιστεύω ότι στον τομέα αυτό, οι σοσιαλιστικές χώρες το έχουν παρακάνει λιγάκι. Έκαναν λάθη, που εμείς οι αντιστασιακοί καταδικάσαμε. Έτσι, παραδείγματος χάριν, το γεγονός ότι ένας Βούλγαρος υπουργός έκανε επίσημη επίσκεψη στους συνταγματάρχες, το ότι διέβη αυτό που ονομάζαμε «τείχος της ντροπής», πήγαινε πολύ.
Την ημέρα που μάθαμε γι αυτή την επίσκεψη βρισκόμουνα στην αίθουσα της Μυτυαλιτέ στο Παρίσι, ανάμεσα στον Ζωρζ Μαρσέ και στον Ζαν – Ζακ Σερβάν – Σρεμπέρ. Βρισκόμουν με την ιδιότητα του προέδρου του Πατριωτικού Μετώπου.
Όταν ανέβηκα στο βήμα, καταδίκαςα αυτή την επίσκεψη. Από κείνη, μάλιστα, τη στιγμή άρχισαν οι δυσκολίες μου με τους Γάλλους κομμουνιστές. Ο Ζωρζ Μαρσέ με κατέκρινε και είχε ίσως δίκιο, γιατί δεν τον είχα κατατοπίσει πριν πάρω το λόγο. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία μόλις στιγμή είχαμε μάθει την είδηση.
Καταδικάσαμε κι άλλες ενέργειες των σοσιαλιστικών χωρών, την κατασκευή ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα, και ακόμη την συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης στους πανευρωπαϊκούς αγώνες στίβου, που έγιναν στην Αθήνα. Τον χρόνο εκείνο η Ελλάδα ήταν διοργανώτρια χώρα. Το στάδιο όπου θα διεξάγονται οι αγώνες είχε χρησιμεύσει για στρατόπεδο, όπου οι συνταγματάρχες είχαν συγκεντρώσει τους κομμουνιστές που είχαν συλλάβει τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967. Και η σοβιετική ομάδα δέχτηκε να λάβει μέρος στους αγώνες και μάλιστα να παρελάσει με επικεφαλής την κόκκινη σημαία, μπροστά στον ταξίαρχο Πατακό! Οι Γερμανοί αθλητές τουλάχιστον αρνήθηκαν. Αυτό το λέω εγώ γραφειοκρατία. Η Σοβιετικοί έχουν σαν αρχή τους να μετέχουν συστηματικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, γιατί για πολλά χρόνια ήταν έξω από την Ολυμπιακή κίνηση. Η συμμετοχή τους είναι μία κατάκτηση τους και έτσι είναι πάντοτε παρόντες.
Έχουμε τη γνώμη ότι έπρεπε το Προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ να αποφασίσει να κάνει εξαίρεση για την Ελλάδα. Δεν το έκανε. Ρουτίνα; Ίσως, νομίζω όμως ότι πρόκειται προπαντός για γραφειοκρατία. Δύσκολα την δέχεται κανείς.
Πάντως, δύσκολα μπορεί κανείς να βγάλει μία άκρη. Οι Σοβιετικοί γνώριζαν ότι η χούντα είχε δυσκολίες με τους Αμερικανούς και είχαν ίσως την πρόθεση να επωφεληθούν απ’ αυτό προς όφελος του ελληνικού λαού; Γνώριζαν ότι ο Παπαδόπουλος είχε απαιτήσει να φύγουν όλοι οι πράκτορες της CIA από την Ελλάδα, ότι άρχισε να εφαρμόζει δική του πολιτική, μάλλον φιλοαραβική και φιλοβασιλικη και ότι εκείνος ήταν ο πρώτος που είχε προσκαλέσει τον Τσαουσέσκου;
Όταν συνάντησα τον Τσαουσέσκου, μου είπε ότι είχε πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι συνταγματάρχες επιθυμούσαν να αποκαταστήσουν σχέσεις με τις σοσιαλιστικές χώρες; Έπρεπε λοιπόν να δεχτεί την πρόσκληση; Ήθελε ή δεν ήθελε ο Παπαδόπουλος να κάνει πολιτική ανοίγματος; Όταν βρισκόμουν στην φυλακή, έξι μήνες μετά το πραξικόπημα, ένας από τους συνταγματάρχες, ο Λαδάς, που ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξεως, ήρθε να με δει και μου είπε: « Άκουσε με, δεν είμαστε πράκτορες των Αμερικανών. Δουλέψαμε για αυτούς, αλλά στην πραγματικότητα εμείς τους εκμεταλλευτήκαμε. Επιβάλαμε το καθεστώς μας με τον πρωταρχικό σκοπό να χτυπήσουμε την ελληνική ολιγαρχία, να γκρεμίσουμε τον θρόνο και να ρίξουμε τους Αμερικανούς στη θάλασσα. Πρέπει όμως αυτό να γίνει με τρόπο, γιατί μας παρακολουθούν. Με το παραμικρό στραβοπάτημα, θα μας εξοντώσουν. Γι’ αυτό ήρθα να σε δω. Έχουμε τη γνώμη ότι μπορείς να μας βοηθήσεις. Να μας φέρεις σε επαφή με τους Σοβιετικούς, γιατί κι αυτούς τους χρειαζόμαστε».
Μου πρότεινε, λοιπόν, να διαπραγματευτώ μια συμμαχία με τους Σοβιετικούς και σε αντάλλαγμα θα με απελευθέρωνε. Φυσικά, δεν τον πίστεψα. Εύκολο ήταν, βρισκόμουν στην φυλακή και όλη αυτή η μπλόφα ήταν για να μου στήσει παγίδα. Και όμως οφείλω να πω ότι μου φάνηκε ειλικρινής. Δεν μου ζήτησε να κάνω καμιά δήλωση, ούτε καμιά άλλη παραχώρηση. Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, της σχολής του Καντάφι.
Μένω όμως με την πεποίθηση ότι κατά βάθος οι συνταγματάρχες μας δεν ήταν τίποτε άλλο από Αμερικανοί πράκτορες. Και ο Νάσερ βέβαια ήταν συνταγματάρχης, δεν ήταν ούτε προοδευτικός ούτε κομμουνιστής, αλλά εφάρμοσε μια πολιτική υπέρ του αιγυπτιακού λαού. Για ένα διάστημα, τουλάχιστον. Ο Ντε Γκωλ ήταν ένας στρατηγός, που σε μία ορισμένη περίοδο ακολούθησε προοδευτική πολιτική. Ο Μπουμεντιέν είναι συνταγματάρχης… Για μας, ο Παπαδόπουλος ήταν ένας πράκτορας. Πήγα στη Μόσχα και επιχείρησα να εξηγήσω ποιοι ήταν οι Έλληνες συνταγματάρχες, να αποδείξω την διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στον Νάσερ και σ’ αυτούς, να αποδείξω ότι η χούντα δεν ήταν πάρα ο καρπός της αμερικανικής πολιτικής και δεν είχε καμία επαφή με τις λαϊκές μάζες. « Αν τοποθετήσετε έστω και ένα ρούβλι σ’ αυτούς, θα’ναι χαμένο », τους εξήγησα. Εκείνοι έβλεπαν διαφορετικά την κατάσταση. Η ανάλυσή τους ήταν διαφορετική.
Είμαι ωστόσο πεπεισμένος ότι η Σοβιετικοί ποτέ δεν είχαν την πρόθεση να συνεργαστούν με τους δικτάτορες, αλλά πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό εναντίον των φασιστών, περνώντας μέσα από τις εσωτερικές αντιθέσεις της δικτατορίας. Μόνο που την στιγμή εκείνη αρνούνταν να συζητήσουν μαζί μας. Γι’ αυτό σήμερα βρίσκομαι σε διάσταση με τα δύο κομμουνιστικά κόμματα και οι σχέσεις μου με την Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είναι τεταμένες. Η ιστορία απέδειξε ότι είχαμε δίκιο, όταν λέγαμε ότι οι συνταγματάρχες ήταν απομονωμένοι, καταδικασμένοι.
Οι Σοβιετικοί ίσως να είχαν σκεφτεί ότι μπορούσαν από πλευράς τακτικής να προκαλέσουν ένα είδος νασερισμού στηριζόμενοι σε μία μερίδα του στρατού. Να επαναλάβουν, δηλαδή, την ιστορία της Αιγύπτου. Στην Αίγυπτο, σε μία εποχή, οι Σοβιετικοί βοηθούσαν τον Νάσερ, ο οποίος πολεμούσε τους κομμουνιστές. Ο Νάσερ στα μάτια τους αντιπροσώπευε τον αιγυπτιακό λαό εναντίον του ιμπεριαλισμού, ακόμα και όταν έστελνε στη φυλακή ηγέτες του λαϊκού κινήματος. Πιστεύω, ωστόσο, ότι μακροπρόθεσμα επρόκειτο για έναν κακό υπολογισμό, γιατί στο τέλος ο αιγυπτιακός λαός άρχισε να σκέφτεται ότι οι Σοβιετικοί έκαναν τη δουλειά τους παραβιάζοντας την πολιτική ηθική.
Δεν μπορείς να διαχωρίσεις την πολιτική στρατηγική από την πολιτική ηθική, εκτός αν πέσεις στον μακιαβελισμό, στις αστικές πολιτικές μανούβρες. Οι κομμουνιστές αγωνιστές εμφορούνται από μία πολιτική « πίστη ». Πρόκειται για ηθικούς ανθρώπους, που δεν ενεργούν μόνο με τη λογική. Αντίθετα καμιά φορά, συμβαίνει να ενεργούν και εναντίον της λογικής. Έτσι, όταν στην αντίσταση ή στον εμφύλιο πόλεμο ή ακόμα στον αγώνα εναντίον της χούντας, βρισκόμαστε στη φυλακή, ή είμαστε καταδικασμένοι σε θάνατο, μας πρότειναν να υπογράψουμε «δήλωση μετανοίας», με αντάλλαγμα την απελευθέρωση μας. Οι Έλληνες αγωνιστές, κομμουνιστές, ποτέ δεν υπέγραψαν και έμειναν πιστοί ως τον θάνατο. Από μία άποψη ήταν σαν να πήγαιναν κόντρα στη λογική, γιατί η αντίσταση έχανε έτσι ανθρώπους αξίας. Κέρδιζε, όμως, στον ηθικό τομέα και αυτό μονάχα μετράει.
Για μας τους Έλληνες, ο αγώνας εναντίον της δικτατορίας ήταν πρόβλημα ηθικό. Εργάτες ή αγρότες, πάντοτε είχαμε ζήσει σε ατμόσφαιρα υποταγής. Πάντοτε είχαμε ένα χωροφύλακα για να μας επιτηρεί, μία δεξιά πολύ δυνατή για να μας καταπιέζει. Τότε, λοιπόν, ποιά ήταν η διαφορά ανάμεσα σε μια συνταγματική δεξιά και στην χούντα; Δεν ήταν θέμα ποσότητας, θέμα ποσοτικό. Αντίθετα, για πρώτη ίσως φορά, οι αστυνομικοί είχαν πάρει διαταγές να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους. Μάλιστα, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι, σε ένα ορισμένο βαθμό, ορισμένα λαϊκά στρώματα που πάντα ήταν κάτω από διωγμό, με τους συνταγματάρχες είχαν αρχίσει ν’ ανασαίνουν. Όχι, ήταν υπόθεση ποιοτική. Οι δικτάτορες του ´67 βρίσκονταν σε άλλο επίπεδο, στο επίπεδο της ντροπής με την οποία σκέπασαν τον ελληνικό λαό. Ακόμα και αν ο Παπαδόπουλος έφερνε μεγαλύτερη ευημερία, πάλι δεν θα τον θέλαμε. Για μας αυτό θα ήταν ντροπή. Και πρέπει να αντιληφθούμε ότι ένας ολόκληρος λαός σκεφτόταν έτσι (εκτός βέβαια από τον Ωνάση και μερικούς άλλους, που επωφελήθηκαν από την τραγωδία για να κερδοσκοπήσουν). Στην ζωή του ανθρώπου έρχεται μια στιγμή στην οποία ο υπολογισμός σταματάει και στην οποία κυριαρχεί ηθική του υπόσταση, που αντικαθιστά ακόμα και την λογική. Επί επτά χρόνια, οι Έλληνες ζούσαν πέρα από την λογική, πέρα από τους υπολογισμούς και θα θέλαμε να σέβονται όλοι αυτή την θλίψη, αυτό το εθνικό πένθος. Μερικοί πίστεψαν, εδώ κι εκεί, ότι εξακολουθούσε ακόμα η εποχή των υπολογισμών. Ο λαός τους καταδίκασε.
– Μπορούμε μήπως να πούμε ότι η αντίθεση μεταξύ ελληνικού λαού και χούντας θυμίζει την αναμέτρηση Κρέοντος και Αντιγόνης;
Θα κάναμε μεγάλη τιμή στην χούντα. Αυτοί ήταν σκυλιά. Ο Κρέων ήταν μια προσωπικότητα. Είχε πάρει την εξουσία από την πόλη. Ήταν η λογική, ενώ η Αντιγόνη ήταν ο θείος νόμος. Μια μονάχα σύγκριση μπορεί να γίνει με τον Παπαδόπουλο. Ήταν ο σκύλος. Ήταν ο κλέφτης. Μια ντροπή για όλους μας. Οι Έλληνες είχαν πολλές τραγικές εμπειρίες. Η εμπειρία των συνταγματαρχών δεν ήταν μια εξαίρεση. Αυτό που την κάνει να διαφέρει από τις άλλες είναι η ντροπή. Ο Παπαδόπουλος είναι ένας άνθρωπος που τόλμησε να μας πει: « Είστε άρρωστοι ». Κανένας, ποτέ μέσα σε 2000 χρόνια, δε μας είχε πει ένα τέτοιο πράγμα. Ούτε ο Χίτλερ ο οποίος όταν εισέβαλε στην ελλαδα μας είπε: « Σας θαυμάζω ». Οι συνταγματάρχες ήταν οι μόνοι που μας περιφρόνησαν.
– Στις 21 Απριλίου 1967, ένας λαός που αναζητούσε την δημοκρατία φινώνεται από ένα πραξικόπημα και μία φασιστική χούντα. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1968, τανκς υποτάσσουν, « ομαλοποιούν », είπαν, ένα λαό, που λάτρευε την ελευθερία. Αυτό συνέβη στην Τσεχοσλοβακία. Είναι δυνατή μια σύγκριση;
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες αλλά και πολύ μεγάλες διαφορές. Στην Πράγα, πρώτα – πρώτα τέθηκαν αντιμέτωπες δύο αντιλήψεις για τον σοσιαλισμό, μ’ όλο που η μία από αυτές χρησιμοποίησε τη βία για να επιβάλλει τις απόψεις της, γεγονός που κατακρίνεται. Οι Σοβιετικοί φοβόνταν. Θεωρούσαν ότι Τσεχοσλοβάκοι είχαν καταληφθεί από τον ρεβιζιονισμό και ότι ετοιμάζονται να κάνουν το πρώτο βήμα προς την επιστροφή στον καπιταλισμό. Πάντως δεν μπορούμε να πούμε ότι η ομάδα που κυβερνά σήμερα την Τσεχοσλοβακία αποτελείται από πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε, ενώ οι Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης και οι άλλοι δεν ήταν πάρα πιόνια στα χέρια της CIA. Ήταν επίσης βασανιστές και ληστές χωρίς καμία επαφή με τον ελληνικό λαό, ενώ Χούζακ και η ομάδα του αντιπροσώπευαν μια άλλη κομμουνιστική αντίληψη. Λείπουν όμως ακόμα πολλές πληροφορίες και δεν έχω μελετήσει το πρόβλημα σε βάθος. Νομίζω ότι σε όλες τις ανατολικές χώρες υπάρχει μία αντίφαση που θα λυθεί αργά ή γρήγορα και που θέτει αντιμέτωπους τον γραφειοκρατικό δογματισμό με τις μάζες. Η αντίφαση αυτή άρχισε να λύνεται στην Τσεχοσλοβακία και το γεγονός αυτό ανησύχησε τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, που φοβούνται αλυσιδωτές αντιδράσεις. Αυτή είναι μία εξήγηση για την επέμβαση των στρατευμάτων του συμφώνου της Βαρσοβίας. Δεν ξέρω αν υπάρχει κι άλλη εξήγηση.
Αυτό που με κάνει να λυπάμαι είναι ότι το 1968 είχα πειστεί ότι άρχιζε ένα νέο σοσιαλιστικό πείραμα. Το πείραμα κατεστάλη από μία ξένη επέμβαση. Αυτό είναι απαράδεκτο. Είμαι εναντίον κάθε ξένης επεμβάσης έστω κι αν πρέπει να γίνει χωρίς την χρησιμοποίηση βίας. Δυστυχώς, υπάρχουν σύντροφοι που σκέφτονται ότι αν ο σοσιαλισμός περιέρχεται σε δύσκολη θέση ακόμα και όταν ο « o κίνδυνος » προέρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους που τον οικοδομούν, μια αδελφή χώρα έχει το δικαίωμα και το καθήκον να επέμβει. Τον Αύγουστο του 1968 βρισκόμουν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι και ανησυχούσα γιατί στην Πράγα παρατηρούνταν ορισμένες υπερβολές, ιδιαίτερα στις δημόσιες συζητήσεις. Υπήρχαν βέβαια σύντροφοι με σωστές αντιλήψεις αλλά φοβόμουν ότι υπήρχε και κόσμος που παρασυρόταν από πράκτορες. Λίγες ημέρες πριν από την επέμβαση στην Πράγα, ο σοβιετικός πρεσβευτής ήρθε να με επισκεφτεί και συζητήσαμε για την κατάσταση. Με διαβεβαίωσε λέγοντας: « Ελέγχουμε την κατάσταση. Αν όμως αυτή εκφυλιστεί, αν παρατηρηθεί κανένα ανησυχητικό σημείο, είμαστε έτοιμοι για να αντιδράσουμε ». Εγώ ήμουν αυτός που ανησυχούσα. Ανατράφηκα μέσα σε μία γενιά κομμουνιστών που ανήκαν στην σκληρή σχολή. Έχω ζήσει σε μία χώρα, που γνώρισε όλες τις ραδιουργίες των φασιστών και των ιμπεριαλιστών. Για μας η πειθαρχία ήταν πάνω απ’ όλα, ήταν η μοναδική εγγύηση για την νίκη μας. Πιστεύαμε ότι οι φιλελεύθερες συζητήσεις την ώρα της μάχης θα μας οδηγούσαν στην ήττα. Μήπως όμως και εγώ ο ίδιος έχω ξεπεραστεί;
Το 1968, η Τσεχοσλοβακία είχε κιόλας πραγματοποιήσει την σοσιαλιστική επανάσταση και έμπαινε σε ένα νέο στάδιο, μέσα μου όμως υπερίσχυε αντανακλαστικά η σκέψη του ορθόδοξο κομμουνιστή που ήμουν τότε. Ωστόσο, η είσοδος των τανκς στην Πράγα μου προκάλεσε σοκ. Έτσι, όταν ο Παπαδόπουλος έστειλε έναν από τους στρατηγούς του στο χωριό μου για να πάρω δημόσια θέση εναντίον της επέμβασης, δεν έκανα καμία δήλωση, απαντώντας ότι εμένα μου έφταναν τα αμερικανικά τανκς, γεγονός που δεν με εμπόδισε αργότερα να εκφράσω καθαρά την γνώμη μου, σε ένα από τα βιβλία μου, πράγμα που με έκανε να μπω στον κατάλογο των « προδοτών », με μεγάλα πανό, στην καρδιά της Πράγας. Αυτό μου το είπε ο Σαντιάγκο Καρίγιο. Και το δικό του όνομα βρισκόταν στο αναρτημένο πανό. Μερικοί είχαμε γίνει εχθροί του τσεχοσλοβάκικου λαού για τον μοναδικό λόγο ότι διαμαρτυρηθήκαμε ή εκφράσαμε αμφιβολίες για την σκοπιμότητα της επέμβασης.
ΝΤΕ ΓΚΩΛ - ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΙΔΙΑ ΜΑΧΗ
Ήλιος ο Πρώτος Αθήνα η Πρώτη
Μίκης ο εκατομμυριοστός
έπονται εκατό χιλιάδες
και άλλες εκατό
και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι
και ούτω καθ’ εξής
έως την συντέλεια του κόσμου.
20 Απριλίου 1975. Αλεξανδρούπολη, τελευταία πόλη πριν από την Τουρκία. Στην πόλη υπάρχει στρατιωτική φρουρά. Κάτι ξέρει ο Μίκης Θεοδωράκης, μιά που έκανε την στρατιωτική του θητεία εκεί, το 1952, αφού « αναμορφώθηκε » πρώτα στη Μακρόνησο. Ο λοχαγός του ήταν φιλόμουσος και στην αρχή ο Θεοδωράκης δεν περνούσε άσχημα. Λίγες όμως μέρες αργότερα έφτασε ο φάκελος του. Άρχισαν πάλι οι τιμωρίες, το πειθαρχείο και οι απειλές να τον στείλουν πίσω στη Μακρόνησο.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Παρίσι, το 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης, βγήκε προοδευτικά στο πολιτικό και στο μουσικό προσκήνιο, προς μεγάλη κατάπληξη του καθεστώτος, αλλά και ορισμένων φίλων του.
Άρχισα το 1960, μέσα στο σκοτάδι, μέσα σε ένα φοβερό σκοτάδι, πνευματικό, πολιτιστικό και πολιτικό. Έδινα συναυλίες και αυτό δεν ήταν εύκολο, λόγω των διώξεων. Δέκα μόλις χρόνια είχαν περάσει από τον εμφύλιο πόλεμο και οι πιέσεις της αστυνομίας και του στρατού ήταν ισχυρές. Η πρωτοβουλία μου, οι συναυλίες μου δηλαδή, που ήταν σε μεγάλο βαθμό πολιτικοποιημένες, ήταν μία από τις πρώτες μαζικές εκδηλώσεις που γνώριζε η Ελλάδα, μετά από τα φοβερά χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
Βρισκόμαστε στην Πελοπόννησο και μια μέρα μερικοί νέοι ήρθαν να με συναντήσουν. Έπαιρνα τον καφέ μου, μόνος, στην παραλία. Κάθισαν δίπλα μου και μου είπαν: « Χθες το βράδυ, παρακολουθήσαμε την συναυλία σου και θεωρούμε ότι αυτό που κάνεις δεν είναι μουσική, αλλά πολιτική. Πολιτική, που μας αφορά όλους. Ανήκουμε σε διάφορα κόμματα, στο πρόσωπό σου όμως αναγνωρίζουμε τον εκφραστή μας. Γιατί δεν αναλαμβάνεις μια πολιτική πρωτοβουλία; » Τους απάντησα ότι ήμουν στη διάθεσή τους, αλλά εκείνοι έπρεπε να κάνουν το πρώτο βήμα. Όχι εγώ. Ο ρόλος μου είναι να σπέρνω. Ήταν το 1962. Αρχίσαμε να κάνουμε συνεδριάσεις και έτσι γεννήθηκε η Διακήρυξη της Αθήνας. Η Διακήρυξη εξέφραζε ένα πολιτικό – πολιτιστικό κίνημα, καθαρά τοποθετημένο στην αριστερά, αλλά έξω από όλα τα υπάρχοντα κόμματα. Πολύ γρήγορα, το κίνημα αυτό πήρε μια ανέλπιστη διάδοση. Παλαιά στελέχη του κόμματος, που ήταν αδειούχοι εξόριστοι είχαν σχηματίσει μια πολιτική ομάδα, ήρθαν να μας συναντήσουν και να πάρουν επαφή μαζί μας. Ύστερα, ήρθε η σειρά των αξιωματικών του ΕΛΑΣ, που είχαν ιδρύσει μία λέσχη. Έτσι, χιλιάδες άνθρωποι έξω από κόμματα ήρθαν κάτω από τη σημαία του Μανιφέστου της Αθήνας. Η ΕΔΑ, που ανησυχούσε από τον συναγερμό αυτό, μας έστειλε τότε έναν απεσταλμένο που ήταν στην αρχή πολύ σκληρός και μας κατηγόρησε ως διασπαστές και ταραξίες μέσα στις δυνάμεις της αριστεράς. Ταυτόχρονα, όμως, πρότεινε τον διάλογο, και αυτό ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει, γιατί είμαστε πολύ δυνατοί. Χιλιάδες άνθρωποι είχαν οργανωθεί μαζί μας και δεκάδες χιλιάδες συμπαθούντες ήταν έτοιμοι να μας ακολουθήσουν. Ο διάλογος λοιπόν άρχισε σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Ήμουνα ο μοναδικός αντιπρόσωπος των ανεξάρτητων. Από την άλλη μεριά ήταν οι Γλέζος, Μπριλλάκης και Κύρκος, οι ηγέτες της ΕΔΑ. Εκείνη ακριβώς την εποχή ξέσπασε η υπόθεση Λαμπράκη. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, βουλευτής της ΕΔΑ, ήταν φίλος μας.
Βρισκόμουν στην Αθήνα όταν τον χτύπησαν στην Θεσσαλονίκη. Το έμαθα από ένα τηλεφώνημα του Μπριλλάκη. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να απαντήσω: « Φεύγω αμέσως για την Θεσσαλονίκη ». Κι εκείνος μου είπε αμέσως: «Πέρνα πρώτα από τα γραφεία του κόμματος».
Και ο Ντενί Μπουρζουά διηγείται:
– Πραγματικά, η ΕΔΑ είχε αποφασίσει να στείλει στην Θεσσαλονίκη μια επιτροπή για να εκφράσει και πάλι την παράσταση της στον Λαμπράκη, να καλμάρει την συγκίνηση των προοδευτικών της πρωτεύουσας της Βορείου Ελλάδος και προπαντός για να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Έτσι, λοιπόν, αν ο Μίκης Θεοδωράκης επέμενε να πάει στη Θεσσαλονίκη, του εξήγησαν ότι προτιμότερο θα ήταν να πήγαινε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τον Γιάννη Ρίτσο και ένα βουλευτή, που αναχωρούσαν το ίδιο βράδυ. Έτσι, όλοι μαζί θα έπαιρναν μεγαλύτερο βάρος μπροστά στα γεγονότα και οι ενέργειές τους θα ήταν πιο ωφέλιμες. Μπορεί, ωστόσο, να πει κανείς ότι στο μυαλό ορισμένων ηγετών της ΕΔΑ επικρατούσε η σκέψη ότι πρώτα απ’ όλα έπρεπε να πλαισιωθεί ο ψηλός αυτός συνθέτης, γιατί κανένας δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει. Δεν έπρεπε, επίσης, να αφεθεί στα δικά του μονάχα χέρια η κληρονομιά του Λαμπράκη. Αυτό όμως, δεν ήταν εύκολο.
Ο Γλέζος ήταν ένας ηγέτης πολύ δημοφιλής. Το ίδιο περίπου και ο Ρίτσος, γνωστός για την αφοσίωση του στο προοδευτικό κίνημα και για την ποίηση του. Όταν, ωστόσο, το πλήθος τους είδε να εμφανίζονται, ανέτρεψε το πρωτόκολλο και μόνο ένα όνομα είχες στο στόμα του: Θεοδωράκης.
Μίκης:
Φτάσαμε μαζί, μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο, αλλά οι υπεύθυνοι της εθιμοτυπίας ήθελαν να δείξουν ότι υπήρχε μια διαφορά ανάμεσα στους ηγέτες και σε μένα, παραδείγματος χάριν τα βράδια, μετά τις συγκεντρώσεις, γεροδεμένα παιδιά συνόδευαν τους ηγέτες του κόμματος ως το ξενοδοχείο (πρέπει να πούμε ότι είχαμε μόνιμα μπροστά μας την συμμορία των δολοφόνων, που ο κρατικός μηχανισμός την προστάτευε και την βοηθούσε χωρίς την παραμικρή ντροπή). Εμένα, όμως, με άφηναν να γυρίζω μόνος στο ξενοδοχείο. Αυτός ήταν ένας συμπληρωματικός τρόπος για να δείξουν ότι δεν ήμουν ένας από τους επισήμους του κόμματος.
Ο Λαμπράκης χτυπήθηκε την Τετάρτη. Επί τέσσερις ημέρες έγινε ό,τι ήταν δυνατό να γίνει για να σωθεί. Μάταια όμως. Την Κυριακή αποφασίστηκε να αφαιρεθούν όλες οι συσκευές, που τον συγκρατούσαν τεχνητά στη ζωή. Πέθανε την Δευτέρα.
Το φανταστικό κίνημα που δημιουργήθηκε μετά την υπόθεση Λαμπράκη, ήταν ο καρπός των αγώνων του προοδευτικού κινήματος αλλά και καρπός της σποράς, που ρίξαμε, επί χρόνια, οργανώνοντας, παρά τις δυσκολίες, συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις που δεν ήταν μονάχα ευχάριστες μουσικές συγκέντρωσεις, αλλά προ παντός ήταν στιγμές αγώνα και πολιτικής κινητοποίησης.
Την εποχή εκείνη, ωστόσο, παντού από όπου περνούσαμε μας πετροβολούσαν, μας καταδίωκαν, μας απειλούσαν. Ήδη όμως ήμουν εκφραστής των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών, έστω κι αν δεν ήμουν ηγέτης που τον είχαν ορίσει οι ισότιμοι του. Η διαφορά ανάμεσα στην υπάρχουσα πραγματικότητα και στην διοργάνωση ενός πολιτικού μηχανισμού είναι πάντα ένα πρόβλημα. Δεν πραγματοποιείται εύκολα η σύνθεση αυτών των δύο λειτουργιών (του εκφραστή και του οργανωτή). Ομως αυτή είναι η περίπτωση της νεολαίας Λαμπράκη. Πραγματικά, την επομένη της κηδείας με κάλεσαν στα γραφεία της ΕΔΑ. Πεπεισμένοι για το βάρος του κινήματος που είχε δημιουργηθεί από την Διακήρυξη της Αθήνας και έχοντας πια επίγνωση του ρόλου που έπρεπε να διαδραματίσει η νεολαία, ηγέτες της ΕΔΑ μου πρότειναν να οργανώσω ένα μεγάλο συναγερμό νέων που θα ονομαζόταν Νεολαία Λαμπράκη. Έθεταν ένα μοναδικό όρο: η διοίκηση της οργάνωσης θα μοιραζόταν ανάμεσα σε μένα και την εκτελεστική Επιτροπή του κόμματος. Δέχτηκα. Πραγματικά, παρά το γεγονός ότι ελάχιστα συμπαθώ τους θεσμικούς μηχανισμούς, η δημιουργία ενός τέτοιου κινήματος άξιζε τον συμβιβασμό. Το πράγμα, όμως, δεν ήταν απλό όταν άρχισε η διελκυστίνδα ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις: η μία, η δική μας, είχε τάσεις ανεξαρτησίας. Η άλλη ήταν η συγκεντρωμένη και αυταρχική αντίληψη του μηχανισμού. Έπρεπε να διεξάγουμε αγώνα σε δύο μέτωπα: εναντίον των φασιστών και, σε μικρότερο βαθμό, εναντίον των μηχανισμών του κόμματος που δεν έπαυαν να μας βάζουν τροχοπέδες. Στην πραγματικότητα και η ίδια η ΕΔΑ ήταν διαιρεμένη. Από τη μια μεριά υπήρχαν αυτοί που έβλεπαν ευνοϊκά προς εμάς και έκριναν ότι ο αγώνας μας ήταν αποτελεσματικός. Από την άλλη μεριά ήταν εκείνοι που σκέφτονταν το αντίθετο. Όλοι μαζί περάσαμε φοβερά χρόνια αγώνων, Ορισμένοι όμως κατέχονταν από την θέληση να άρχουν και να κυριαρχούν.
– Διατελέσατε, λοιπόν, πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη και λίγο αργότερα βουλευτής της ΕΔΑ. Στην διάρκεια της δικτατορίας γίνατε πρόεδρος του Πατριωτικού Μετώπου και οργανώσατε την αντίσταση εναντίον των συνταγματαρχών. Τον Οκτώβριο του 1974 όμως, κατεβήκατε στις εκλογές και παρά τις αντίθετες προβλέψεις, αποτύχατε. Πώς εξηγείτε την εκλογική σας ήττα;
Καταρχήν επιβάλλεται μία διευκρίνηση: δεν είχα καμία διάθεση να κατέβω στις εκλογές. Κατέβηκα γιατί φίλοι μου με έπεισαν ότι έπρεπε να θέσω υποψηφιότητα. Για δύο λόγους δεν ήθελα να κατέβω στις εκλογές: ο πρώτος λόγος ήταν ότι τώρα που έμπαινα στα 50 χρόνια μου, έκρινα ότι έπρεπε να αφοσιωθώ περισσότερο στη μουσική. Πολιτική δραστηριότητα μπορούσαν να αναπτύξουν πολύ, ενώ κανένας δεν μπορεί να γράψει μουσική για λογαριασμό μου. Ιδιαίτερα μετά τα χρόνια της εξορίας, ένιωθα έντονα την ανάγκη να αφοσιωθώ στην μουσική δημιουργία. Ο δεύτερος λόγος προερχόταν από την διαφορά που χώριζε τα δύο κομμουνιστικά κόμματα. Στα χρόνια της δικτατορίας αφιέρωσα πολύτιμο χρόνο, κάνοντας εκκλήσεις για ενότητα και έκρινα ότι δεν ήταν η στιγμή για να πάρει κανείς το μέρος της μίας ή της άλλης παράταξης.
Έτσι ήρθαν όμως τα πράγματα, ώστε τελικά οι φίλοι μου με έπεισαν, μια και είχαμε υπογράψει συμφωνία, που αναγνώριζε και την συμμετοχή ανεξάρτητων, όπως εγώ. Ωστόσο, δεν είμαστε και τόσο πολλοί οι ελεύθεροι σκοπευτές, γιατί βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση μέσα στην διαμάχη που συγκλόνισε την ελληνική αριστερά. Διατηρούσαμε, εν τούτοις, την κρυφή ελπίδα ότι θα εξομαλύναμε τις διαφορές και θα καταλήγαμε σε μία συμφωνία, που θα αποτελούσε το πρώτο βήμα προς την ενοποίηση.
Κατέβηκα, λοιπόν, στον Πειραιά, όπου είχα ήδη εκλέγει το 1964 και όπου, ως την ημέρα του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, είχα αναπτύξει μεγάλη πολιτική και μουσική δραστηριότητα. Δεν ανησυχούσα καθόλου για το αποτέλεσμα γιατί ήμουν σίγουρος ότι οι ψηφοφόροι της εκλογικής μου περιφέρειας θα ξεπερνούσαν τον ανταγωνισμό των κομματικών μηχανισμών και θα ψήφιζαν τον άνθρωπο της ενότητας, που ήθελα να είμαι.
Για όλους αυτούς τους λόγους και για να μην μπλέξω σε συναγωνισμό με τους άλλους φίλους, δεν ανέπτυξα δράση στην προεκλογική μου περιφέρεια. Ήμουν παρών, σαν ρήτορας, σε ολόκληρη την χώρα, αλλά δεν έκανα ούτε μία συγκέντρωση στην δική μου εκλογική περιφέρεια. Ενώ οι άλλοι υποψήφιοι οργάνωναν στον Πειραιά απανωτές συγκέντρωσης, μοίραζαν προκηρύξεις και ψηφοδέλτια, γύριζαν από πόρτα σε πόρτα για να εξασφαλίσουν ψήφους, εγώ, με ρομαντισμό ίσως, αφιέρωσα τον εαυτό μου στην γενική προεκλογική εκστρατεία, υπέρ της Ενωμένης Αριστεράς. Σε τέτοιο σημείο, ώστε τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές, φίλοι μου, που είχαν ανησυχήσει από τις προσπάθειες των ανταγωνιστών μου, νοίκιασαν ένα μαγαζί, για να το μετατρέψουν σε εκλογικό κέντρο. Τρεις μέρες μας χώριζαν από τις εκλογές και δεν είχα εκλογικό κέντρο! Έχασα, όμως, όπως και ολόκληρη η Αριστερά, που συνολικά συγκέντρωσε μόνο το εννέα τοις εκατό των ψήφων. Ακολούθησε γενική θλίψη. Θλίψη ενός λαού, πως τα τελευταία 50 χρόνια έδωσε το παν, γνώρισε τη φυλακή, έχασε έναν πατέρα, έναν αδερφό, έναν γιο, για να αντιπροσωπευθεί τελικά πλασματικά στη Βουλή. Θλίψη προσωπική, ύστερα, γιατί στις πρώτες ημέρες ένιωσα την αποτυχία αυτή σαν προσωπική μου αποτυχία. Σήμερα πιστεύω ότι ήμουν ένας Δον Κιχώτης, που τα έβαλε με τους ανεμόμυλους. Με τον καιρό κατάλαβα ότι στην πραγματικότητα ο χώρος ανάμεσα στους δύο κομματικούς μηχανισμούς ήταν στενός και ότι δύσκολα μπορεί κανείς να αγωνίζεται και να κερδίζει, όταν βρίσκεται στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ένιωσα ωστόσο πίκρα. Έχω ζήσει την εποποιία της αντίστασης, τόσο εναντίον των Γερμανών όσο και εναντίον των δικτατόρων, με ένα πάντοτε αντικειμενικό σκοπό: την νίκη του λαού. Μπήκα μπροστά με τον μοναδικό σκοπό ο λαός μας, που τόσα έχει υποστεί, να βγει τελικά νικητής. Οι εκλογές αυτές ήταν για την Αριστερά μια αποτυχία, ξέρω όμως ότι πρόκειται μονάχα για μία χαμένη μάχη και όχι για ένα χαμένο πόλεμο. Θα έρθει η μέρα που θα νικήσουμε. Όταν ο λαός μας θα γίνει ελεύθερος, εντελώς ελεύθερος, θα αυτοκτονήσω από χαρά, γιατί τότε, όπως και οι συναγωνιστές μου, θα έχω εκπληρώσει το χρέος μου. Η γένια μου είναι πολύ συναισθηματική. Πάντοτε πολεμήσαμε με όλη μας την καρδιά. Νικήσαμε με τα όπλα μας, αλλά με απόφαση των Μεγάλων αφήσαμε να μας αφοπλίσουν. Μας καταδίωκαν, μας φυλάκιζαν, μας βασάνιζαν, μας σκότωναν. Είδα γύρω μου δεκάδες χιλιάδες σύντροφος να πεθαίνουν. Γνωρίζω όμως ότι δεν ήταν μάταιη η θυσία τους. Στη ζωή μου δεν έχω αγαπήσει τίποτα περισσότερο από τον ελληνικό λαό. Θέλω να ξαναγίνει χαρούμενος και ελεύθερος. Όταν γνώρισε την ελευθερία, με την Απελευθέρωση του 1944, μπορούσε να δει κανείς τότε μια μεγαλοψυχία, μια μεγάλη καρδιά που έπαλλε. Πριν πεθάνω, θέλω άλλη μια φορά να τον δω έτσι, όπως και τότε.
Θυμάμαι το 1945, αμέσως μετά τον Δεκέμβρη. Μας καταδίωκαν οι Θυμάμαι το 1945, αμέσως μετά τον Δεκέμβρη. Μας καταδίωκαν οι Άγγλοι και οι φασίστες. Συνάντησα στο δρόμο έναν κομμουνιστή αγωνιστή. Ήταν 50 χρονών. Ήταν φυματικός και ετοιμοθάνατος. Τον εγκατέστησα σε μία αποθήκη και συνεχίσαμε μαζί την αντίσταση στην Αθήνα εναντίον των Άγγλων. Πήγα σε μία τράπεζα και έκλεψα μια γραφομηχανή. Κατασκευάσαμε έναν πολύγραφο και η πρώτη προκήρυξη που τυπώσαμε ήταν μια ανοιχτή επιστολή προς τον Τσώρτσιλ, με την οποία καταδικάζει με την αγγλική πολιτική. Οι δυο μας γράφαμε και τυπώναμε τις προκηρύξεις αυτές και το βράδυ έβγαινα μόνος να τις μοιράζω στους δρόμους. Έτσι, συναντήσαμε άλλον έναν σύντροφο, ύστερα άλλον έναν κι άλλους, και μετά αρχίσαμε να δημιουργούμε πυρήνες για την ίδρυση της πρώτης οργάνωσης. Και ο γέρος μια μέρα μου είπε στην αποθήκη: « Κάνε μου μια τελευταία χάρη. Εγώ θα πεθάνω αύριο ή μεθαύριο. Θα ήθελα να πάρω μέρος σε μία συνεδρίαση των συντρόφων για να δω, για τελευταία φορά, ότι το κόμμα είναι ζωντανό και να μπορέσω έτσι να πεθάνω ευτυχισμένος ». Τον μετέφερα σε ένα σπίτι όπου θα γινόταν μια συνεδρίαση. Βρισκόταν στα τελευταία του, αλλά όταν η συνεδρίαση άρχισε με την λέξη « σύντροφοι » εκείνος χαμογέλασε. Ύστερα αποκοιμήθηκε. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα ευτυχισμένος γιατί το κόμμα συνέχιζε τον αγώνα. Έτσι είμαστε εμείς. Εδώ σταματάει ζωή μας. Η ζωή μας μοιάζει λίγο με ποίημα.
Καμιά πολεμική που θα μου γίνει δεν πρόκειται να με σταματήσει. Το κύρος μου θέλω να το χρησιμοποιήσω για την υπόθεση του λαού. Και αν σήμερα δεν βρίσκομαι μαζί με τους χθεσινούς μου συντρόφους, τους ορθόδοξους κομμουνιστές, είναι γιατί βλέπω ότι έχουν περιπέσει σε μια δογματική ιδεολογική σχολαστικότητα. Βρίσκονται σε αμηχανία και δεν βλέπουν πια το πρόβλημα.
Πρόκειται για το δέντρο που κρύβει το δάσος. Δεν θέλω να παραλύσω με βυζαντινούς καυγάδες για να μάθω το φύλο των αγγέλων. Δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Γι αυτό τον λόγο πήγα με την ενωμένη αριστερά. Κι εκεί, όμως, ακόμη, συνάντησα φανατισμό και πάθη. Το δόγμα εκεί το θεωρούσαν τόσο σημαντικό, που στο τέλος κατέληγαν στο να μην μπορούν να δουν τα πραγματικά προβλήματα. Είμαι πάντοτε μαζί τους ηθικά, συναισθηματικά, αλλά είμαι αντίθετος σε κάθε είδους φανατισμού. Είμαι πεπεισμένος ότι αν αντιμετωπίσουμε την ελληνική και την διεθνή πραγματικότητα και ξεμπερδέψουμε με τον φανατισμό, τότε θα γίνουμε πάλι όλοι σύντροφοι και θα ξανα βρούμε τον αληθινό δρόμο μας. Δυστυχώς, φαίνεται πως αυτό είναι αδύνατο. Όταν βρισκόμαστε γύρω από ένα τραπέζι, αντί να βλέπουμε την Ελλάδα ξαναπέφτουμε σε δογματικούς καυγάδες. Τελικά, φτάνουμε στην στασιμότητα. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο, προτείνω να ακολουθήσουμε ένα δρόμο ελεύθερο, εντελώς ελεύθερο. Τον ρόλο αυτόν του ανθρώπου που συνενώνει, θέλω να τον παίξω. Δεν ξέρω όμως ακόμη πως. Ήδη τον παίζω, γράφοντας μουσική, δίνοντας συναυλίες, κάνοντας δηλώσεις και ασκώντας την κριτική που νομίζω χρήσιμη. Όμως δεν είμαι ούτε θα γίνω ποτέ επαγγελματίας πολιτικός.
Όταν θα ξεπηδήσει ένα κίνημα αυθεντικό θα γίνω αμέσως στέλεχος, γιατί είμαι άνθρωπος που θέλει να δρα οργανωμένα, όπως το απέδειξα στην Νεολαία Λαμπράκη. Αυτή τη φορά, όμως, θέλω να είμαι σίγουρος ότι θα πρόκειται για ένα κίνημα πραγματικά επαναστατικό, ανεξάρτητο, με σοσιαλιστική ιδεολογία και απαλλαγμένο εντελώς από παραταξιακές μικρότητες, καιροσκοπισμό και φανατισμό.
– Κατά τη γνώμη σας, η ανάληψη της εξουσίας είναι δυνατή διά των εκλογών ή μόνο με την προσφυγή στην βία;
Ο λαός ποτέ δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει την εξουσία διά των εκλογών, αν ταυτόχρονα δεν έχει έτοιμο σχέδιο για να αντιμετωπίσει καταστάσεις τύπου Χιλής. Μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, να συγκροτήσει δική του κυβέρνηση και να επιχειρήσει να αντικαταστήσει με αυτήν την παλαιά, ωστόσο δεν πρέπει να έχει ψευδαισθήσεις. Η κυβέρνηση που βρίσκεται ήδη στην εξουσία, θα αντιδράσει. Ο Λαός, λοιπόν, πρέπει να είναι έτοιμος την στιγμή αυτή να χτυπήσει πολύ γρήγορα.
Είναι ανάγκη, πριν από κάθε εκλογική νίκη, να συγκροτείται μία σκιώδης κυβέρνηση στους κόλπους του λαϊκού κινήματος, να οργανώνεται δηλαδή ένα υπουργείο Αμύνης (με στρατηγούς, επιτελείο και στρατηγικά σχέδια), ένα υπουργείο Εργασίας και λοιπά, που θα είναι έτοιμα να αντικαταστήσουν, χωρίς αναμονή, τα υπουργεία που προϋπήρχαν. Πρόκειται για την παλαιά αρχή του Λένιν, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κανείς να συνθηκολογεί με την εξουσία. Οι μηχανισμοί της αστικής τάξης και της εξουσίας πρέπει να καταστραφούν. Οι μηχανισμοί αυτοί αποτελούν την ουσία της δικτατορίας που είναι και το τελευταίο οχυρό της αστικής τάξης. Η αστική τάξη όμως, με την πείρα αιώνων που διαθέτει, έχει την ευκαιρία να εμφανίζεται ως ήπια, να κρύβει τα νύχια της. Πρόκειται για το βελούδινο γάντι κάτω από το οποίο παραμένει η σιδερένια γροθιά. Αν αισθάνεται ότι υπάρχει και ο παραμικρός κίνδυνος, είναι έτοιμη να εγκαθιδρύσει την πιο αιματοβαμμένη δικτατορία, όπως έγινε στην Γαλλία, μετά την Κομμούνα. Ωστόσο, σπάνια η αστική τάξη φτάνει σ’ αυτά τα άκρα, γιατί το σύστημα υποδούλωσης που χρησιμοποιεί είναι τέλειο: οι εργάτες εργάζονται καλά, δεν έχουν μεγάλα παράπονα και το προλεταριάτο είναι διαιρεμένο. Η αστική τάξη μπορεί, λοιπόν, να προσφέρει στον εαυτό της την πολυτέλεια να ζει « με το κεφάλι ήσυχο ».
Πιστεύω ότι οι εμπειρίες της Χιλής και της Ελλάδας δείχνουν ότι οι εκλογές είναι σπουδαία πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και την ανάγκη ενός σκληρού πυρήνα, που να είναι πάντοτε έτοιμος να προστατεύσει τις νίκες του λαού. Γι’ αυτό, για ένα επαναστατικό κόμμαείναι πάντοτε αναγκαίο, μόλις εμφανιστούν ανησυχητικά σημάδια, να κάνει ένα ξεκαθάρισμα δυνάμεων, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Τί πρέπει να γίνει; Το λαϊκό κίνημα πρέπει, για να κερδίσει τις εκλογές, να οργανωθεί. Προπαντός, όμως, πρέπει οι λαϊκές δυνάμεις να κάνουν σύμμαχό τους τον στρατό. Μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι όλες οι μεγάλες επαναστάσεις έχουν γίνει με τον στρατό. Το 1917, η επανάσταση του λαού αποφασίστηκε από τον στρατό, ο τσαρικός Στράτος συναδελφώθηκε με τους κομμουνιστές, στην Κίνα, ο στρατός του Τσαγκ Κάι Σεκ άλλαξε στρατόπεδο για να ενωθεί με τον στρατό του Μάο. Στην Πορτογαλία, η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική, αλλά εκεί ο στρατός παίζει ρόλο καθοριστικό. Αυτό η αστική τάξη το έχει αντιληφθεί θαυμάσια. Και οι Αμερικάνοι επίσης. Με την φροντίδα τους δημιουργήθηκαν στις υποδουλωμένες χώρες αφοσιωμένοι ψυχή τε και σώματι στους Αμερικανούς στρατοί, για να αστυνομεύουν και να ασκούν πολιτική πίεση. Με τους στρατούς αυτούς, οι Αμερικάνοι κρατούν τις υποτελείς χώρες υπό τον απόλυτο έλεγχο τους. Αυτό είναι το πρόβλημα. Το τέρας αυτό πρέπει να εξουδετερώνεται ώσπου να συμμαχήσει με τις μάζες, όπως επίσης πρέπει να χτυπιούνται σκληρά όσοι καθιστούν παντοδύναμο αυτό το τέρας.
– Με ελάχιστες εξαιρέσεις όλες οι σημερινές σοσιαλιστικές χώρες κατέκτησαν την εξουσία με τη βία. Θεωρείτε μήπως την βία σαν μέσο αναγκαίο για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας;
Προσοχή στην λέξη βία. Υπάρχει η κοινωνική βία, που είναι το προϊόν των ανθρωπίνων σχέσεων, των σχέσεων μεταξύ κοινωνικών και εθνικών ομάδων και η βία που ασκείται από άτομα, καθώς και η βία στην οποία καταφεύγουν άνθρωποι νευρωτικοί. Μόνο η πρώτη με ενδιαφέρει. Οι άλλες ανήκουν στον τομέα της ψυχιατρικής η της λογοτεχνίας.
Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ο σοσιαλισμός επιδιώκει, μεταξύ των άλλων, να θέσει τέρμα σε ένα σύστημα που στηρίζεται στην βία. Η μαρξιστική – λενινιστική θεωρία αποδεικνύει κατά τρόπο επιστημονικό ότι η καπιταλιστική κοινωνία έχει οικοδομήσει τα συστήματα της με τον καταναγκασμό, δηλαδή με τη βία, που έχει γίνει υπέρτατος νόμος. Για να τεθεί τέρμα την απανθρωπιά του καπιταλισμού η βία μπορεί καμιά φορά να αποτελεί αναγκαίο καταφύγιο, έστω και αν προκαλεί αθώα θύματα. Συγκρινόμενη όμως με όλα τα καθημερινά εγκλήματα, που οφείλονται στην αρπακτική φύση του καπιταλισμού, η επαναστατική βία δεν είναι σχεδόν τίποτα. Βρίσκω παράλογη την μυθοποίηση που γίνεται γύρω από την βία. Ζούμε σε μία κοινωνία, στην οποία η βία εφαρμόζεται ακατάπαυστα. Τις πιο πολλές φορές, βέβαια, με τρόπο ευφυέστατο και ραφινάτο. Ο νόμος (που είναι πάντοτε του ισχυροτέρου), η δικαιοσύνη (που είναι δικαιοσύνη μιας τάξης εναντίον μιας άλλης), το σύστημα της φορολογίας, ο στρατός και τα λοιπά σχηματίζουν ένα σύνολο νόμιμης βίας, που επιτρέπει σε μια μειοψηφία να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει την πλειοψηφία. Πόσα εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα ή γιατί δεν έχουν στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη; Πόσοι μένουν αναλφάβητοι, πόσοι γίνονται έρμαια των ναρκωτικών, με μια λέξη, πόσοι άνθρωποι καταπιέζονται και υφίστανται την βία καθημερινά; Για μένα, το να αρνείται κανείς σε έναν άνθρωπο τα μέσα να ζήσει ανθρώπινα, αποτελεί την πιο αποκρουστική μορφή της βίας. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, υπάρχει επίσης και η άμεση βία, αυτοί που ασκούν δυνάμεις ειδικευμένες στην διάλυση διαδηλώσεων, στην αντιμετώπιση απεργιών, στην συντριβή κινημάτων για την εθνική απελευθέρωση, ή ακόμα, στην δολοφονία ολόκληρων λαών, για να εξασφαλιστούν τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών. Τί να πει κανείς για την βία που άσκησαν οι Γιουνάιτεντ Φρουτ, η Αμέρικαν Μπανάνα Κομπανυ, ή η Ι.Τ.Τ., για λογαριασμό των οποίων χτυπήθηκαν οι λαοί της Γουατεμάλας και της Χιλής; Εδώ που τα λέμε, δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι σε έναν κόσμο, όπου έγινε σε διάστημα ενός μηνός σφαγή 500.000 Ινδονήσιων, επειδή ήταν κομμουνιστές, και όπου οι λαοί της Λατινικής Αμερικής δολοφονούνται καθημερινά, η μόνη μορφή βίας για την οποία γίνεται λόγος είναι αυτή που προκαλείται από επανάσταση! Πως συμβαίνει να λησμονείται τόσο εύκολα το γεγονός ότι η άνοδος στην εξουσία των προοδευτικών δυνάμεων, παραδείγματος χάρη στον Άγιο Δομίνικο και στην Χιλή, έγινε χωρίς την άσκηση βίας, ενώ οι ιμπεριαλιστές, με ένα αληθινό λουτρό αίματος και με βασανιστήρια σάρωσαν τη Δημοκρατία για να προστατέψουν τα συμφέροντα τους;
Αν υπάρχει μια δικαιολογημένη βία, είναι αυτή που ασκείται από την πλειοψηφία του λαού, γιατί σε κάθε στιγμή η πλειοψηφία αυτή αντιπροσωπεύει το ιερό συμφέρον του Έθνους, της ανθρωπότητας και της ιστορίας. Η ιστορία των λαών απέδειξε ότι ιερή αυτή βία συνέβαλε στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Κάθε φορά, που οι λαϊκές μάζες κάνουν στην κρίσιμη στιγμή ένα άλμα προς τα εμπρός, σαρώνοντας τις αντιδραστικές δυνάμεις, ανοίγονται λαμπρές προοπτικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Αν, όμως, η επαναστατική βία μπορεί να είναι αναγκαία για να τεθεί τέρμα στην παράνομη βία, η βία θα εξαφανιστεί στην νέα κοινωνία, γιατί τότε οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους θα στηρίζονται στην ισότητα. Αντί να αλληλο σκοτώνονται μεταξύ τους για να κυριαρχούν καλύτερα ο ένας επί του άλλου, οι άνθρωποι θα μπορούν να εργαστούν για να υποτάξουν ακόμα πιο πολύ την φύση.
– Η δικτατορία έκλεινε μέσα της το σπέρμα της καταστροφής της και κατέρρευσε εξαιτίας των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών αποτυχιών της. Ένας άνθρωπος επεβλήθη μετά την πτώση της, ο Καραμανλής. Τί λέτε γι αυτόν;
Αυτό είναι απολύτως σωστό. Την στιγμή εκείνη ο Καραμανλής θεωρήθηκε απ’ όλο τον κόσμο, ακόμη και από τους Αμερικανούς, σαν ο μοναδικός άνθρωπος που θα εξασφαλίσει την αλλαγή φρουράς και θα μπορούσε να κάνει τον αναγκαίο συμβιβασμό για την διαδοχή της χούντας. Γιατί ο Καραμανλής; Γιατί ήταν ο άνθρωπος που είχε ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη του στρατού, την εμπιστοσύνη των Αμερικανών και μιας μεγάλης μερίδας του λαού. Η Ουάσινγκτον, βέβαια, θα προτιμούσε να στηριχθεί σε κάποιον άλλον. Όμως, όπως κι ο Ντε Γκωλ στην εποχή του, έτσι και ο Καραμανλής φαινόταν ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να πάρει πραγματικά την κατάσταση στα χέρια του.
– Τί εστί Καραμανλής;
Για να απαντήσουμε σωστά, πρέπει να εξετάσουμε τον άνθρωπο από την κάθε πλευρά. Έχουμε τον Καραμανλή σαν άτομο, τον Καραμανλή σαν πολιτικό, τον Καραμανλή και τους άλλους και τον Καραμανλή και την εμπειρία του. Για να εννοήσουμε το φαινόμενο που αντιπροσωπεύει, πρέπει να καθορίσουμε όλους αυτούς τους παράγοντες, να δούμε σε ποιό περιβάλλον ζει, τις συνήθειες που έχει αποκτήσει, τις επαφές του και τους δεσμούς του και με ποιους κύκλους έχει αυτούς τους δεσμούς. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίσουμε και τον ψυχολογικό παράγοντα για να κατανοήσουμε τον άνθρωπο Καραμανλή. Αποδίδω πολύ μεγάλη σημασία στον ανθρώπινο παράγοντα.
Ο Καραμανλής γεννήθηκε σε χωριό. Σαν αγροτόπαιδο πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ύστερα έγινε δικηγόρος. Ξέφυγε από το παρελθόν του, από το πατρικό του περιβάλλον και έγινε « κάποιος ». Μετά τον πόλεμο, χάρη στο δυναμισμό του, έγινε υπουργός. Ύστερα, οι άλλοι πολιτικοί και προπαντός οι Αμερικάνοι, τον διάλεξαν για να γίνει ο άνθρωπος που θα μπορούσε να συγκεντρώσει γύρω του τον σκληρό πυρήνα της αντίδρασης. Έγινε πρωθυπουργός και διατήρησε το αξίωμα αυτό από το 1955 ως το 1963.
Μετά τον πόλεμο, ο παράγων που κυριάρχησε στην συμπεριφορά της αστικής τάξης ήταν η κομμουνιστοφοβία. Το Κ.Κ. έθετε σε δύσκολη θέση την αστική τάξη. Ο Καραμανλής έγινε ο εκφραστής της αντικομμουνιστικής εκστρατείας. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Αμερικάνοι ήταν εκείνοι, που περισσότερο από σήμερα, κυβερνούσαν τότε την Ελλάδα. Αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι Αμερικάνοι είχαν κιόλας μοντάρει, σύμφωνα με το δόγμα Τρούμαν, τους μηχανισμούς που τους επέτρεπαν, με την βοήθεια δισεκατομμυρίων δολαρίων, να ελέγχουν γερά την κυβέρνηση. Ο Καραμανλής ελεγχόταν απόλυτα από τους Αμερικανούς. Ο ρόλος που περιοριζόταν στην διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων, ενώ τις κατευθυντήριες γραμμές της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, χάρασσαν οι Αμερικάνοι. Σιγά-σιγά, όμως, ο Καραμανλής απέκτησε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Με την αύξηση της δημοτικότητας του και της πραγματικής του δύναμης άρχισε να ασκεί προσωπική πολιτική. Ήρθε σε διάσταση με την βασίλισσα Φρειδερίκη και έτσι, οι Αμερικάνοι αποφάσισαν να τον ξεφορτωθούν.
Αναρωτιέμαι μάλιστα, αν υπόθεση «Ζ», η δολοφονία δηλαδή του Λαμπράκη δεν στρεφόταν σε τελευταία ανάλυση, ως ένα σημείο εναντίον του, δεδομένου ότι η εγκληματική αυτή ραδιουργία σκόπευε από τη μία μεριά να θέσει φραγμό στο λαϊκό κίνημα και από την άλλη να ξεφορτωθεί έναν πολιτικό, που είχε γίνει ενοχλητικός, φορτώνοντάς του όλες τις ευθύνες.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Καραμανλής να βγει ζημιωμένος από αυτή την υπόθεση και το κόμμα του λίγο αργότερα, να χάσει τις εκλογές. Ο Καραμανλής αποφάσισε τότε να αυτοεξοριστεί και να ζήσει στη Γαλλία. Εκεί θα μείνει 11 χρόνια.
Είτε όμως οι Αμερικάνοι το ήθελαν είτε όχι, ο Καραμανλής έπαιζε τον ρόλο του μεγάλου αφεντικού, τον ρόλο του πατέρα, τον ρόλο της συνείδησης της δεξιάς. Η αναχώρηση του και προπαντός η απουσία του προκάλεσαν, σε μεγάλο βαθμό, την φοβερή κρίση, που θα γεννούσε την δικτατορία. Αν ο Καραμανλής είχε μείνει στην Ελλάδα, έστω και μακριά από την εξουσία, δεν θα είχαμε ίσως την δικτατορία. Η κρίση αναπτύχθηκε γιατί το αφεντικό έλειπε. Δεν υπήρχε πλέον πατέρας για να διασφαλίζει την ολιγαρχία. Έτσι, η μοναδική εγγύηση ήταν τα τανκς.
Ο τρόπος με τον οποίο έγινε το πραξικόπημα και ο τρόπος με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία έγινε δεκτός από όλους, όχι μόνο από τους κομμουνιστές, όχι μόνο από τους κεντρώους, αλλά και από τους πολιτικούς της δεξιάς, ακόμη και από τους αμερικανόφιλους, σαν ύβρις. Όλοι ένιωσαν την ντροπή που αντιπροσώπευε η δικτατορία. Και μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα της δοκιμασίας, ο Καραμανλής επενέβη χωρίς να περιμένει. Και αυτό ήταν πολύ χρήσιμο. Πραγματικά, στην αρχή μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι η χούντα δεν ήταν τίποτε άλλο από μία προέκταση της δεξιάς. Όταν όμως ο Καραμανλής πήρε θέση εναντίον της, τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Οι συνταγματάρχες ήταν καταδικασμένοι σε γενική απομόνωση, ακόμα και από τα στηρίγματα της δεξιάς.
Αυτή ήταν η πρώτη υπηρεσία που πρόσφερε Καραμανλής. Η αλήθεια είναι ότι καταδίωξε αμείλικτα τους κομμουνιστές, όταν ήταν πρωθυπουργός, όχι όμως για να ανοίξει τον δρόμο στον Παπαδόπουλο!
Πρέπει να προσθέσουμε και την εξέλιξη του ανθρώπου. Ο Καραμανλής είναι άνθρωπος με αστική αγωγή, αντικομμουνιστής. Έζησε όμως πολλά χρόνια στην Γαλλία, πράγμα που τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Στη Γαλλία, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει μια μακρόχρονη και βαθιά ριζωμένη στην συνείδηση του κόσμου παράδοση δημοκρατικών ηθών. Ο διάλογος στις χώρες αυτές είναι μόνιμα ανοιχτός. Οι Γάλλοι έχουν συχνά την τάση να παραγνωρίζουν τα πράγματα αυτά. Αρκεί όμως να πάνε σε καμιά άλλη χώρα για να διαπιστώσουν την σημασία τους. Η δημοκρατική παράδοση είναι πολύ ισχυρή στη Γαλλία και επεκτείνεται και στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο Καραμανλής σημαδεύτηκε βαθιά από αυτήν. Μέσα σε ένα τέτοιο περίγυρο κάνει την αυτοκριτική του. Αντιλαμβάνεται ότι ως εκείνη τη στιγμή είχε υπηρετήσει τα αμερικανικά συμφέροντα. Ανακαλύπτει ότι επιβάλλεται ο χωρισμός των εξουσιών, ότι επιβάλλεται η απαλλαγή από το καρκίνωμα ενός στρατού ταραχοποιού.
Φτάνουμε στον Ιούλιο του 1974. Η Ελλάδα είναι βουτηγμένη στο χάος. Ο Καραμανλής φτάνει στην Αθήνα ενισχυμένος με την πείρα του και την φήμη του. Οι Αμερικάνοι βιάζονται. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Η Κύπρος έχει γίνει παγκόσμιο πρόβλημα και κανένας πια δεν αμφιβάλλει για την ευθύνη των Αμερικανών. Οι Αμερικανοί είναι κολλημένοι στον τοίχο και αναγκάζονται να συμμορφωθούν με την ιδέα ότι με τους συνταγματάρχες η κατάσταση θα χειροτέρευε, θα εξελισσόταν σε τραγούδια, που θα κατέληγε σε ένα πόλεμο με την Τουρκία. Η Τουρκία, όμως, όπως και η Ελλάδα, είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Τί στάση έπρεπε να κρατήσουν οι Αμερικάνοι; Εξάλλου, αν ξεσπούσε πόλεμος, οι εχθροπραξίες θα διεξάγονταν στην Θράκη. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για μια επέμβαση των Βουλγάρων, ύστερα των Ρουμάνων, τον Γιουγκοσλάβων και των Αλβανών. Ειπώθηκε, μάλιστα, ότι οι Σοβιετικοί είχαν ζητήσει την άδεια από την Ρουμανία να μεταφέρουν στρατεύματα από το έδαφος της. Τα Βαλκάνια ήταν πάντοτε εξαιρετικά ευαίσθητα και δεν διαταράσσει κάνεις ατιμώρητα την ησυχία τους. Οι Αμερικανοί δεν είχαν άλλη λύση.
– Εσείς προσωπικά, δώσατε μεγάλη σημασία στην επιστροφή του Καραμανλή. Φτάσατε, μάλιστα, στο σημείο να συστήσετε στον κόσμο να ψηφίσει Καραμανλή στις εκλογές που έγιναν μερικούς μήνες αργότερα. Πώς εξηγείται την στάση σας;
Για μένα υπήρχαν δύο λύσεις. Η πρώτη ήταν η συνένωση όλων των προοδευτικών δυνάμεων, από την αριστερά ως την κεντροαριστερά, με ένα κοινό πρόγραμμα. Ένα ευρύ μέτωπο, ισχυρό, με την υποστήριξη των λαϊκών μαζών, θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί, για τον ένοπλο αλλά και για τον πολιτικό αγώνα. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, θα υπήρχε μεσοπρόθεσμα η εναλλακτική λύση μιας λαϊκής εξουσίας. Αν η πρόταση μας να δημιουργηθεί ένα Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης με ένα κοινό πρόγραμμα αγώνα γινόταν αποδεκτή, οι λαϊκές μάζες θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο σημαντικό. Θεωρώ ότι η Αντίσταση σαν οργανωμένη δύναμη δεν έπαιξε καθόλου το ρόλο της, παρά τις μεγάλες θυσίες που υπέστη. Η ευθύνη γι αυτό βαραίνει όλους τους ηγέτες των προοδευτικών κινημάτων, που από προσωπικούς λόγους ή από υπολογισμό διαίρεσαν την αντίσταση.
Μια που η πρώτη λύση απέτυχε, η δεύτερη ήταν οι προοδευτικές δυνάμεις να επωφελούνταν από τις εσωτερικές αντιθέσεις της αστικής τάξης. Ήμουν από τους πρώτους που αγωνίστηκαν για την ενότητα των λαϊκών δυνάμεων. Όταν κατάλαβα ότι μια τέτοια ενότητα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, λόγω υποκειμενικών προβλημάτων, προσωπικών φιλοδοξιών, δογματισμού και λοιπά, όταν κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα μπορούσαμε να απελευθερωθούμε μόνοι μας, έγινα ρεαλιστής. Στο πρόσωπο του Καραμανλή έβλεπα την ευκαιρία που παρουσιαζόταν στο λαό μας για να απαλλαγεί από την ταφόπετρά του της δικτατορίας. Ο Καραμανλής ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, που μπροστά στη χρεοκοπία της αριστεράς, μπορούσε να συγκεντρώσει γύρω του, σε πανελλήνια κλίμακα, όλες τις πολιτικές τάσεις και όλα τα αντιδικτατορικά κινήματα, χωρίς εξαίρεση. Επιπλέον ο Καραμανλής παρουσιάζει το ανεκτίμητο πλεονέκτημα ότι είχε τα μέσα να πατήσει ποδάρι στον κρατικό μηχανισμό, στο στρατό και να αποκαταστήσει γρήγορα την δημοκρατία στην Ελλάδα.
Δύο τρόποι υπάρχουν για να εξουδετερώσει κάνεις την εξουσία: Ή συγκεντρώνεις το λαό, επιτίθεσαι και την διαλύεις ή βρίσκεις μέσα στους κόλπους της τα καλύτερα στοιχεία, που δέχονται να απομονώσουν τους αθεράπευτους και να παρασύρουν τους άλλους σε ένα καλύτερο δρόμο. Συνάντησα τον Καραμανλή στο Παρίσι. Εκεί τον γνώρισα και είχαμε μαζί μακρές συζητήσεις. Κατάλαβα τον άνθρωπο Καραμανλή. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Καραμανλής είναι έτοιμος να συμμετάσχει σε ένα πείραμα ριζικής αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας, στο μετασχηματισμό της, δηλαδή, σε σοσιαλιστική κοινωνία. Καταβάθος, ο Καραμανλής έχει γίνει αντιαμερικανός, πράγμα που δεν σημαίνει ότι έχει γίνει φιλοσοβιετικός ή φιλοκομμουνιστής. Προσωπικά, όπως μου είπε, το μόνο πράγμα που τον χωρίζει από την Σοβιετική Ένωση, όσον αφορά το σοσιαλιστικό πείραμα, είναι το ζήτημα των ελευθεριών. Ο Καραμανλής αναγνωρίζει ότι στον κοινωνικό τομέα, οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν κάνει πολλά πράγματα, αλλά δεν δέχεται την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών χωρίς την ύπαρξη ελευθερίας. Ο Καραμανλής δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται έτσι. Οι απόψεις του συμπίπτουν με τις απόψεις του Βίλλυ Μπραντ, του Φρανσουά Μιτεράν και άλλων πολιτικών. Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν στην δεξιά.
Ο Καραμανλής έχει για σοσιαλιστικά πρότυπα τα συστήματα της Αγγλίας, της Γερμανίας, των Σκανδιναβικών χωρών. Με δύο λόγια έχει για πρότυπο την σοσιαλδημοκρατία. Ωστόσο, είναι πεπεισμένος ότι είναι έτοιμος να προβεί σε μία ριζική αναθεώρηση των ταξικών σχέσεων στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και της διανομής του εθνικού εισοδήματος. Από προσωπική και ψυχολογική άποψη, είμαι πεπεισμένος ότι ο Καραμανλής βρίσκεται σε καλό δρόμο και ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να οδηγήσει τη χώρα στην δημοκρατία και στην εθνική ανεξαρτησία, στην αναγκαστικά περιορισμένη εθνική ανεξαρτησία. Γιατί πιστεύω ότι σήμερα δεν υπάρχει χώρα τελείως ανεξάρτητη. Θα κάνει συνεπώς ό,τι μπορεί για να οδηγήσει τη χώρα σε όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερη εθνική ανεξαρτησία, στα πλαίσια των ιστορικών παραδόσεών της.
– Ο Καραμανλής, λοιπόν, σας φαινόταν ότι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την δημοκρατία στην Ελλάδα. Μήπως, όμως, ο « ρεαλισμός » σας ήταν λίγο τραβηγμένος, όταν συστήσατε στον κόσμο να ψηφίσει τον άνθρωπο που επί τόσα χρόνια ενσαρκώνει την δεξιά;
Το άμεσο πρόβλημα, που αντιμετωπίζαμε και αντιμετωπίζουμε ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα, είναι η απομόνωση των φασιστικών στοιχείων και των προδοτών που υπάρχουν στους κόλπους του συστήματος. Δεν κάναμε επανάσταση. Στον πρώτο καιρό, συνεπώς, η επιστροφή στη δημοκρατία δεν ήταν δυνατή χωρίς να στηριχτούμε σε ορισμένες δυνάμεις που την είχαν αφήσει να ενταφιαστεί πριν επτά χρόνια. Ποιές δυνάμεις υπήρχαν στη χώρα κατά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974; Από τη μία μεριά υπήρχε μια πραγματική δύναμη, ο στρατός, που δεν γνωρίζαμε πόσοι από τους ανώτερους αξιωματικούς του και τους στρατηγούς του ήταν νομιμόφρονες. Και σήμερα ακόμη δεν γνωρίζουμε την έκταση ούτε την πραγματική δύναμη των μηχανισμών που είχε εγκαταστήσει η χούντα, καθώς και των μηχανισμών που βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο των Αμερικανών. Ένα πράγμα μόνο γνωρίζουμε, ότι ως την στιγμή εκείνη οι « συνταγματάρχες » ασκούσαν απόλυτο έλεγχο στο στρατό και ότι στο διάστημα της επταετίας η χούντα είχε αναδείξει νέους αξιωματικούς, με επικίνδυνη νοοτροπία. Γνωστό είναι επίσης ότι στα τελευταία 20 χρόνια οι Αμερικάνοι είχαν τοποθετήσει ανθρώπους τους όχι μόνο στο στρατό, αλλά και στην αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό. Γνωστό επίσης είναι ότι τα μεγάλα μονοπώλια και η ολιγαρχία ήταν με το μέρος της δικτατορίας.
Από την άλλη μεριά τί υπήρχε; Μία πλήρης διασπορά των δημοκρατικών δυνάμεων. Μια αριστερά διαιρεμένη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένα κέντρο που συγκλονιζόταν από τις έριδες μεταξύ παπανδρεϊκών και παλαιών φιλελεύθερων, όπως ο Μαύρος. Η μοναδική αξιόπιστη και εχθρική στην χούντα δύναμη αντιπροσωπεύεται από τον Καραμανλή, που ακολουθείται από μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης. Μεταξύ των οπαδών του Καραμανλή βρίσκουμε και στελέχη της δεξιάς και οπωσδήποτε νομιμόφρονες αξιωματικούς και δημόσιους υπαλλήλους αηδιασμένος από τον επταετή φασισμό. Από τη μια μεριά υπήρχε ο στρατός με τα τανκς, που είχαμε υποστεί στη διάρκεια της επταετίας, από την άλλη μία εγγύηση, ο Καραμανλής. Πρόκειται για σκέτο ρεαλισμό.
Η κατάσταση μπορεί να συγκριθεί με αυτή που επικρατούσε στην Γαλλία το 1958. Ο Η κατάσταση μπορεί να συγκριθεί με αυτή που επικρατούσε στην Γαλλία το 1958. Ο Ντε Γκωλ ενσάρκωνε την δεξιά, το σκληρό καθεστώς, αλλά ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να εγγυηθεί στο γαλλικό λαό τις θεμελιώδεις ελευθερίες του. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι κάτω από το καθεστώς αυτό οι προοδευτικοί, οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές, τα συνδικάτα, μπορούσαν να οργανωθούν σε σημείο που να πιέζουν το καθεστώς 10 χρόνια αργότερα. Έτσι, εδώ και ένα χρόνο, οι δυνάμεις της γαλλικής αριστεράς πήραν ουσιαστικά το 50% των ψήφων γιατί εφάρμοσαν μια ρεαλιστική πολιτική μέσα στα πλαίσια του «σκληρού» ντεγκωλικού καθεστώτος.
– Συχνά παρομοιάζεται τον Καραμανλή με τον Ντε Γκωλ. Πιστεύετε ότι η παρομοίωση είναι δυνατή;
Ναι. Μεταξύ τους υπάρχουν πολλά κοινά σημεία. Όχι στο επίπεδο των ανθρώπων, αλλά στο επίπεδο των καταστάσεων. Ο Καραμανλής επηρεάστηκε πολύ από τον Ντε Γκωλ, κυρίως γιατί βρέθηκε μπροστά σε όμοια προβλήματα. Το 1958 ο πρωταρχικός παράγοντας που βάραινε στα πράγματα της Γαλλίας ήταν το τέλος της αποικιακής αυτοκρατορίας και προπαντός ο πόλεμος της Αλγερίας.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από το στρατό, από ένα στρατό καλά οργανωμένο, που είχε συνειδητοποιήσει την δύναμη του και διεκδικούσε την εξουσία σε μία χώρα, η εσωτερική κατάσταση της οποίας, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, ήταν ταραγμένη. Ο Ντε Γκωλ ήταν μια πολυσυζητημένη προσωπικότητα, ήταν όμως ο μόνος άνθρωπος που ενώ επέβαλε την ειρήνη στην Αλγερία, μπορούσε ταυτόχρονα να επιβληθεί στο στρατό και σε μια μεγάλη μερίδα του λαού. Είχε το αναγκαίο κύρος για να τα πραγματοποιήσει όλα αυτά.
Η πίστη και η ζωή ενός έθνους συχνά βρίσκονται στα χέρια μιας προσωπικότητας που την επιβάλλουν οι περιστάσεις. Έτσι, έχουμε την περίπτωση του Μακαρίου, του Φιντέλ κάστρο, του Αντενάουερ, του Ντε Γκάσπερι και του Μάο. Φυσικά, αν στην Ελλάδα οι λαϊκές δυνάμεις ήταν οργανωμένες ποτέ δεν θα είχαμε ανάγκη από Καραμανλήδες ή από άλλους.
– Η αναχώρηση του Καραμανλή, το 1963, και η επιστροφή του το 1974, μοιάζουν, κατά παράξενο τρόπο, με την αναχώρηση του Ντε Γκωλ το 1974 και την επιστροφή του το 1958 στα πλαίσια μιας εθνικής κρίσης. Δεν το νομίζετε;
– Ναι, βέβαια. Πρόκειται για κλασσικές σχεδόν καταστάσεις: ένας προσβεβλημένος ηγέτης της δεξιάς που αναχωρεί, αυτοεξόριστος στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, ένα καθεστώς που βρίσκεται σε αποσύνθεση και μετά η επιστροφή του σωτήρα. Πρόκειται για ένα παιχνίδι με δύο όψεις. Αν την στιγμή εκείνη οι λαϊκές μάζες ήταν οργανωμένες, συμπαγής και ισχυρές, οι επιστροφές αυτές δεν θα ήταν ανάγκες. Όπως και Ντε Γκωλ, ο Καραμανλής έπαιξε για να τα χάσει όλα ή για να τα κερδίσει όλα. Τα κέρδισε όλα.
– Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Καραμανλή ήταν η προετοιμασία και οργάνωση των εκλογών. Οι Έλληνες θα ψήφιζαν για πρώτη φορά ύστερα από μια δεκαετία. Τί σήμαιναν, κατά τη γνώμη σας, οι εκλογές αυτές;
Ένας από τους αντικειμενικούς σκοπούς της αντίστασης, ήταν η επάνοδος των Ελλήνων στις κάλπες για να ασκήσουν το στοιχειώδες καθήκον τους. Για μας, εξάλλου, οι εκλογές είχαν και συμβολική αξία, δεδομένου ότι το πραξικόπημα είχε γίνει ένα μήνα πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 1967.
Τελικός σκοπός των εκλογών που οργάνωσε ο Καραμανλής ήταν ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης ισχυρής, πάνω από διαμάχες, που θα ήταν ικανή να αναλάβει να πραγματοποιήσει τον υπ αριθμόν ένα αντικειμενικό σκοπό, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, πράγμα που δε φαινόταν και τόσο εύκολο. Όλοι στην Ελλάδα γνώριζαν ότι η κατάσταση είχε αλλάξει κάτω από την πίεση αρκετών παραγόντων, τα κυρίαρχα στοιχεία των οποίων ήταν η τραγωδία της Κύπρου, η αποτυχία της γενικής επιστράτευσης και η αποθάρρυνση των στελεχών του στρατού. Με δύο λόγια, η κατάσταση άλλαξε με την αποδεδειγμένη αποτυχία της αποθαρρυμένης χούντας. Ωστόσο, η πραγματική δύναμη, η δύναμη κρούσης, η δύναμη πυρός, εξακολουθούσε να βρίσκεται στα χέρια του στρατού, στα χέρια δηλαδή της χούντας, ή το λιγότερο στα υπολείμματα της. Ο λαός είχε στα χέρια του μόνο την δύναμη που απέκτησε με την αλλαγή της κατάστασης, την ψυχολογική δύναμη. Ο λαός μόλις είχε αρχίσει να γεύεται την δημοκρατία, αλλά δεν ήταν καθόλου οργανωμένος. Αντίθετα, μάλιστα, ήταν εντελώς διαιρεμένος εξαιτίας του ανταγωνισμού των ηγετών των πολιτικών σχηματισμών, και των οργανώσεων της αντίστασης.
Την ίδια μέρα που γύρισα στην Ελλάδα, την επομένη της επιστροφής του Καραμανλή, με κάλεσαν επειγόντως στο σπίτι του Φίλια, που ήταν ένας από τους αρχηγούς της Δημοκρατικής Άμυνας. Εκεί βρήκα τους αντιπροσώπους όλων των δημοκρατικών δυνάμεων : της Δημοκρατικής Άμυνας, φυσικά, του «Ορθόδοξου» Κομμουνιστικού Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος «Εσωτερικού», του Πανελληνίου Κινήματος Αντίστασης, των Σοσιαλιστών, των Νέων Δυνάμεων που συνεργάζονται τώρα με το Κέντρο, και ανεξάρτητους αντιστασιακούς, όπως ο σμήναρχος Μήνης, που έκλιναν προς το Κέντρο, ή όπως ο Γλέζος, ο Λεντάκης και εγώ. Είμαστε καμιά τριανταριά, που είχαμε βγει από τις φυλακές, από την παρανομία ή γυρίζαμε από την εξορία. Όλοι μαζί αποφασίσαμε να απευθύνουμε έκκληση στον ελληνικό Λαό.
Ο Καραμανλής αρχίζει την συγκρότηση μιας κυβέρνησης συντηρητικής και γνωρίζαμε ότι θα στηριζόταν στις παραδοσιακές δυνάμεις, ενώ εμείς αντιπροσωπεύαμε την αλλαγή και την πρόοδο. Στρωθήκαμε στη δουλειά. Όλα πήγαιναν καλά. Την επομένη, ο αντιπρόσωπος του Ανδρέα Παπανδρέου σαμποτάρισε την πρωτοβουλία. Έτσι, νομίζω ότι στραγγαλίστηκε η τελευταία ευκαιρία για να πραγματοποιήσουμε την ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων.
Πρόθεσή μας ήταν να προτείνουμε στο λαό μια δημοκρατική και σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Αποτύχαμε. Ο λαός θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στους δρόμους του παρελθόντος, στην κλασική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, σε δεξιά, κέντρο και αριστερά.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε την στιγμή εκείνη ότι η επιστροφή του Καραμανλή είχε επιβληθεί από το ΝΑΤΟ. Δεν αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για ένα συμβιβασμό, τον οποίο οι Αμερικάνοι είχαν υποχρεωθεί να δεχτούν σχεδόν σαν κατηγορούμενοι. Κατά τη γνώμη του, ο αγώνας έπρεπε να ενταθεί για να φτάσει ενδεχομένως ως την ένοπλη σύγκρουση. Εξακολουθούσε ακόμη να είναι με την αντίσταση, αλλά εναντίον του Καραμανλή αυτή τη φορά.
Υποστήριζε, τέλος, ότι δεν θα δεχόταν να γυρίσει στην Ελλάδα όσο ο στρατηγός Γκιζίκης θα εξακολουθούσε να είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κι εδώ ακόμη δεν καταλάβαινε ότι ο Γκιζίκης, που είχε διοριστεί πριν λίγους μήνες από τον Ιωαννίδη, ήταν πια διαφορετικός, ότι τώρα εξέφραζε την πολιτική θέληση των νομιμοφρόνων αξιωματικών, ότι αποτελούσε ένα εξάρτημα, που ήταν αναγκαίο για να βγει η χώρα από την άβυσσο στην οποία η χούντα την είχε ρίξει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως, δεν πίστευε στον Καραμανλή. Υπολόγιζε ότι ο Καραμανλής θα παρέτεινε την δικτατορία, ότι αποτελούσε διαφορετική όψη του φασισμού…
Η θέση αυτή εξηγείται όταν ληφθεί υπόψη ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι γοητευμένος με το όραμα της εξουσίας και ότι το όνειρο του είναι να την ασκήσει μόνος του. Σε ένα μέτωπο, που θα άρχιζε από τους κεντρώους και θα έφτανε ως τους κομμουνιστές, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα έπαιζε έναν από τους πρώτους ρόλους βέβαια, αλλά ένα ρόλο ισότιμο με το ρόλο των άλλων ηγετών, ένα ρόλο που θα ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται με άλλους, όσον αφορά τις ευθύνες αλλά και τις τιμές. Εκείνος ήθελε όλες τις εξουσίες για τον εαυτό του, επιθυμούσε να μπει στο πάνθεον των μεγάλων προσωπικοτήτων. Απομάκρυνε έναν έναν όλους τους φίλους του. Απομένει να δούμε τώρα τι θα γίνει στο ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που ίδρυσε στο χώρο του σοσιαλιδημοκρατικού κινήματος. Είμαι πεπεισμένος ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί σε μία συλλογική ηγεσία. Πολύ πιο τίμιο θα ήταν εκ μέρους του αν ίδρυε ένα κόμμα που θα ονομαζόταν σκέτα « Ανδρέας Παπανδρέου » και στο οποίο θα είχε όλες τις υπευθυνότητες.
– Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ανδρέας Παπανδρέου, που τον τοποθετείται στο κέντρο των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, συγκέντρωσε γύρω του μια μεγάλη μερίδα της νεολαίας, καθώς και ένα ορισμένο αριθμό αριστεριστών. Πώς το κατόρθωσε αυτό;
Νομίζω ότι από την ιστορία βλέπουμε ότι στους μικροαστούς αρέσει να κάνουν τους επαναστάτες. Στις περιόδους οξείας κρίσης του εργατικού κινήματος, οι μικροαστοί, μ’ όλο που είναι γερά αγκιστρωμένοι στην πραγματικότητα τους, με τα συνθήματά τους, και την φραστική επαναστατικότητα τους, ξεπερνούν τα κόμματα της αριστεράς, τα εργατικά κόμματα, τους κομμουνιστές. Το φαινόμενο είναι κλασσικό. Με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το πράγμα καταντά σκάνδαλο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, χάρη στον πατέρα του, ήταν ο κληρονόμος του μεγάλου λαϊκού κινήματος του κέντρου. Χρησιμοποίησε μάλιστα μέχρι καταχρήσεώς τη δύναμη αυτή του κληρονόμου του θρόνου. Παρουσιάστηκε στις εκλογές, ίδρυσε ένα νέο κόμμα, που απευθυνόταν στην νεολαία με συνθήματα, ο μοναδικός σκοπός των οποίων ήταν ο υπερθεματισμός και η δημιουργία εντυπώσεων!
Όταν τα τανκς επενέβησαν το 1967, άνθρωποι του κέντρου και της δεξιάς βρέθηκαν στις φυλακές. Τα ενενήντα πέντε όμως τοις εκατό των κρατουμένων ήταν κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές όμως δεν έχουν πια όρεξη να παίζουν με τη Δημοκρατία. Ξέρουμε ότι κάθε φορά εκείνοι είναι που πληρώνουν τα σπασμένα. Και φυσικά ο λαός, ο « χοντρός» λαός. Με τον Καραμανλή έχουν τουλάχιστον μία βεβαιότητα ότι αύριο δεν θα γυρίσουν ξανά στις φυλακές ή στα στρατόπεδα της εξορίας. Γι αυτό ίσως οι κεντρώοι, που δεν έχουν υποφέρει τόσο, είναι εναντίον του Καραμανλή. Είδαμε σημερινούς « επαναστάτες », χθεσινούς κεντρώους, να ταξιδεύουν στα χρόνια της δικτατορίας με διαβατήρια κανονικά, χωρίς να πάθουν τίποτα.
Εμάς, αντίθετα, μας είχαν τελείως εξουδετερώσει. Όχι μόνο είμαστε στις φυλακές αλλά και οι οικογένειές μας εθίγησαν: χωρίς πατέρα, χωρίς αδερφό, χωρίς λεφτά. Οι κομμουνιστές γνώρισαν πάνω από 40 χρόνια το βάρος των διώξεων. Ψήφισαν, λοιπόν, για να έχουν την βεβαιότητα ότι αύριο η αστυνομία ή η ΕΣΑ δεν θα τους σέρνουν, για μια φορά ακόμη, από τα ανακριτικά γραφεία στις αίθουσες των βασανιστηρίων και από τις φυλακές στα στρατόπεδα της εξορίας μόνο και μόνο γιατί έγινε ακόμα ένας κακός υπολογισμός.
Ο Καραμανλής τα γνωρίζει όλα αυτά. Γνωρίζει ότι η εκλογείς του στηρίχθηκαν σε μία συγκεκριμένη υπόσχεση. Δεν εννοώ τους δεξιούς εκλογείς, που και αυτοί επιθυμούν την Δημοκρατία. Ενώ τους προοδευτικούς, που τον ακολούθησαν. Όλοι αυτοί του δημιούργησαν την ηθική υποχρέωση να αποκαταστήσει την Δημοκρατία.
Ο Καραμανλής είναι σημαδεμένος με πυρωμένο σίδερο για την επιταγή αυτή. Πρόκειται για μία ρεαλιστική ανάλυση: όλα τα άλλα ξεφεύγουν από την πραγματικότητα.
Ξέρουμε τώρα ότι στους κόλπους της εξουσίας διεξάγεται ένας αγώνας μεταξύ εκείνων που θα επιθυμούσαν την διαιώνιση της δικτατορίας και εκείνων που πιστεύουν ότι η αποκατάσταση μιας ισχυρής Δημοκρατίας είναι δυνατή. Η Ιταλία ή η Γαλλία δεν είναι λαϊκές δημοκρατίες, αλλά δημοκρατίες της μεγαλοαστικής τάξης, στους κόλπους των οποίων, ωστόσο, ο λαός μπορεί και αναπνέει, οργανώνεται και ζει. Στην Ελλάδα δεν έχουμε φτάσει εκεί ακόμα. Άμεσος αντικειμενικός σκοπός μας είναι να αποκτήσουμε μια δημοκρατία αλά γαλλικά η αλά ιταλικά. Ήδη θα ήταν πολύ αυτό για μας. Ύστερα θα μπορούσαμε να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, στο στάδιο του σοσιαλισμού.
– Στην προεκλογική εκστρατεία είχατε συμμαχήσει με τους κομμουνιστές;
Ναι, αυτό είναι σωστό, αλλά σαν ανεξάρτητος συνδεόμουν μαζί τους με συμφωνία. Επιθυμούσα να αντιπροσωπεύσω όλους όσους βρίσκονταν ανάμεσα στις δύο τάσεις και εύχονταν την ενιαία δράση.
Κάναμε τότε μία θαυμάσια δουλειά. Συνομιλίες, που κράτησαν δέκα ημέρες, πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Μία εποικοδομητική εργασία που μας οδήγησε στο κοινό πρόγραμμα της Ενωμένης Αριστεράς. Στην περίοδο αυτή χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από γεγονότα, όπως παραδείγματος χάριν την νέα απόπειρα κατάληψης του Πολυτεχνείου από ομάδες αριστεριστών. Διαπιστώσαμε τότε ότι, παρά τις διαφορετικές μας τάσεις, δεν είχαμε καμία θεμελιώδη διαφορά έναντι των καθημερινών γεγονότων.
Γρήγορα όμως επικράτησαν τα συμφέροντα και έτσι άρχισε ένας αγώνας για να εξασφαλίσει ο καθένας περισσότερους ψήφους και περισσότερες έδρες στη Βουλή. Από τη στιγμή εκείνη, οι δύο παρατάξεις άρχισαν έναν ανοιχτό αδελφοκτόνο αγώνα. Ό,τι είχαμε δημιουργήσει καταστράφηκε μέσα σε λίγες ημέρες. Και η αριστερά κέρδισε 8 μόνο έδρες!
– Μετά τις εκλογές ο γαλλικός Τύπος έγραψε ότι η αποτυχία σας οφείλεται κυρίως στα κομμουνιστικά κόμματα που δεν έπαιξαν τίμια.
Ο Φλωράκης, ο σημερινός γενικός γραμματέας του Κ.Κ. εξωτερικού, μου εξήγησε ότι η αποτυχία μου προερχόταν από το γεγονός ότι δεν με βοήθησε αποτελεσματικά το κόμμα του. Πιθανόν να είναι έτσι. Εγώ όμως δεν ήθελα την βοήθεια κανενός. Είμαι πεπεισμένος ότι θα μπορούσα να εκλεγώ πολύ εύκολα, αν δεν υπήρχε μια ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον μου, αν τα δύο κόμματα δεν με είχαν πολεμήσει εκ του αφανούς, με τόσο φανατισμό. Και τα δύο κόμματα κατέβηκαν στην Β´ εκλογική περιφέρεια Πειραιώς, που είχα βάλει κι εγώ υποψηφιότητα και ζήτημα τιμής ήταν γι αυτά να μην τους πάρω ούτε μία ψήφο. Το ένα κόμμα πολεμούσε εναντίον του άλλου και ταυτόχρονα και τα δύο κόμματα εξουδετέρωναν εμένα. Για άλλη μια φορά έβλεπαν το δέντρο, αλλά δεν έβλεπαν το δάσος. Φοβούνταν μια ήττα σε μια εκλογική περιφέρεια και δεν έβλεπαν το μέλλον της χώρας.
Ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα δεν είναι αυριανή υπόθεση. Υπάρχουν άλλα προβλήματα, που πρώτα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Και πριν απ’ όλα πρέπει να προετοιμαστούν οι λαϊκές μάζες. Να τους εξηγηθεί ότι μπορεί να υπάρξει και μια άλλη κοινωνία, στην οποία θα ζει κανείς καλά. Ποιές θα είναι τότε οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ του Κράτους και του πολίτου; Νά μερικά ερωτήματα που απασχολούν τον κόσμο: Τί θα χάσω; Τί θα κερδίσω; Τί θα δώσω; Τί θα πάρω; Και δεν πρέπει να απαντήσει κανείς με αφηρημένα συνθήματα σ’ αυτά τα ερωτήματα. Είσαι κουρέας, σήμερα έχεις αυτές και αυτές τις υποχρεώσεις, αυτό το βιοτικό επίπεδο, αυτές τις σχέσεις με τους άλλους... Αύριο, εσύ ο ίδιος κουρέας, στην κοινωνία που επιθυμούμε να οικοδομήσουμε, στην πόλη σου, στην συνοικία σου, θα μπορούσες να είσαι έτσι ήέτσι, έτσι όπως εσύ το επιθυμείς, έτσι όπως θα το φτιάξεις. Πριν όμως απαντήσεις πρέπει να ακούσεις τον κόσμο. Ο κουρέας αυτός πρέπει να εκφραστεί, πρέπει να μπορεί να σου πει: «Να το επάγγελμα μου, μου θέτει αυτό ή εκείνο το πρόβλημα. Δεν είμαι ικανοποιημένος γι αυτόν ή εκείνον τον λόγο. Θα ήθελα...». Η ίδια διαδικασία θα πρέπει να τηρηθεί για όλο τον κόσμο, από τους αγρότες ως τους ποιητές. Αυτή την εργασία πρέπει να την κάνει το Κόμμα. Και είμαι πεπεισμένος ότι από την στιγμή αυτή θα ανακαλύψουμε ότι είμαστε σύμφωνοι και ότι οι διαφωνίες μας είναι τεχνητές. Κανένας σήμερα δεν αμφισβητεί τις βασικές αρχές του μαρξισμού. Ας στρωθούμε σοβαρά στη δουλειά και ας εγκαταλείψουμε τις ζημιογόνες διαμάχες.
Και θα βρούμε κάποτε τον καιρό για να μελετήσουμε το είδος των σχέσεων μας με την Σοβιετική Ένωση και με τα αδελφά κόμματα, με τα οποία, άλλωστε, δεν έχουμε καμία διαφορά. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι είχαμε εκατομμύρια νεκρούς για το τίποτα, ότι τους ξεχάσαμε για να επιδοθούμε σε βυζαντινολογίες. Η ζωή, σήμερα, έχει καταδικάσει τον φανατισμό και το μίσος.
Επί τριακοσίων βουλευτών, η αριστερά έχει μόνον οκτώ, που αυτοί είναι διαιρεμένοι σε τρεις παρατάξεις. Έχουμε γίνει καταγέλαστοι από την αστική τάξη. Σύντροφοι που αγωνίστηκαν μαζί 40 ολόκληρα χρόνια και να είναι τώρα διαιρεμένοι στη Βουλή; Δεν είναι δυνατό.
– Διαιρεμένη ή όχι γεγονός είναι ότι η ελληνική Αριστερά έχει όλο κι όλο οκτώ βουλευτές. Δεν μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε σπουδαία πράγματα…
Πρώτα – πρώτα, πρέπει να ξέρουμε ότι με ένα πιο δίκαιο εκλογικό σύστημα θα είχαμε καμιά τριανταριά βουλευτές, ενώ ο Παπανδρέου θα έπρεπε να είχε αναδείξει καμιά σαρανταριά ή πενηνταριά. Ύστερα έχω ήδη εξηγήσει, ότι πολλοί αριστεροί ψήφοι πήγαν στον Καραμανλή. Κάθε άνθρωπος με στοιχειώδη έστω λογική καταλάβαινε ότι δεν εξουδετερώνει κάνεις τους φασιστικούς μηχανισμός που είχαν αναπτυχθεί στην επταετία της δικτατορίας με την σύλληψη μερικών μόνο αξιωματικών.
Ούτε η περίφημη φράση «Καραμανλής ή τα τανκς» προκάλεσε αυτή την στάση των ψηφοφόρων. Προφέροντας την εξέφρασα απλώς το άγχος που υπήρχε στην χώρα. Ό,τι κάνω με τη μουσική μου το κάνω και στην πολιτική μου: εκφράζω ένα αίσθημα που ήδη υπάρχει. Ο λαός γνώριζε ότι ήταν άοπλος και ακόμη περισσότερο ότι ήταν ανοργάνωτος. Η μοναδική του δύναμη βρισκόταν στο θάρρος του αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Για να αντιμετωπίσεις τα τανκς πρέπει να είσαι οπλισμένος. Στη Γαλλία και την Ιταλία ο λαός έχει τα συνδικάτα του. Το όπλο της γενικής απεργίας είναι πολύ ισχυρό. Στην Ελλάδα, όμως, είδαμε ότι την επόμενη του πραξικοπήματος όλος ο κόσμος πήγε στη δουλειά του. Δεν είχαμε συνδικάτα, δεν είχαμε ισχυρό κόμμα. Συνεπώς έπρεπε πριν απ’ όλα να ποντάρουμε στα σίγουρα. Στην εντιμότητα ενός ανθρώπου ειλικρινά δημοκράτη. Αυτό το κατάλαβε ο λαός. Τώρα εμείς πρέπει να οργανωθούμε έτσι που να γίνουμε οχυρό απόρθητο για τον φασισμό. Τότε ο λαός θα μας ψηφίσει.
Ορισμένοι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να γίνουν όλα αμέσως. Προσωπικά δεν μπορούσα να κάνω αυτό που έκαναν άλλοι και να παίξω το παιχνίδι του καιροσκοπισμού. Όμως δεν βάζω τίποτα πάνω από την ελληνική Δημοκρατία, κι ακόμα λιγότερο το προσωπικό μου συμφέρον. Γύρισα στην Ελλάδα χωρίς καμιά προετοιμασία, αντίθετα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που επί είκοσι ημέρες προετοίμαζε την επιστροφή του. Εγώ απλώς τηλεφώνησα στον πατέρα μου για να μην πάθει καρδιακή κρίση. Του είπα:
«Πατέρα αύριο φτάνω». Εκείνος τηλεφώνησε σε ένα δημοσιογράφο ο οποίος κυκλοφόρησε την είδηση. Την άλλη μέρα 10.000 άτομα με περίμεναν στο αεροδρόμιο. Επρόκειτο για άλλη μια επιδοκιμασία της νεολαίας και του λαού. Θα μπορούσα να είχα κάνει εξτρεμιστικές δηλώσεις του τύπου: « Η αντίσταση συνεχίζεται». Όχι. Ήξερα ότι δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν.
– Στις εκλογές, η Μελίνα Μερκούρη, που και αυτή είναι πολύ δημοφιλής, απέτυχε. Νομίζετε ότι οι αποτυχίες σας οφείλονται σε διαφορετικούς λόγους ή ότι ο ίδιος λόγος προκάλεσε την αποτυχία και στους δύο;
Για την διεθνή κοινή γνώμη το όνομα της Μελίνας και το δικό μου ήταν συνδεδεμένα, γιατί και οι δύο είμαστε καλλιτέχνες και γιατί και οι δύο αντιταχθήκαμε στους συνταγματάρχες.
Η Μελίνα ανέπτυξε μια πολύ θετική δραστηριότητα στα πλαίσια του αγώνα μας. Ήθελε να γίνει κομμουνίστρια αλλά δεν γίνεται κανείς κομμουνιστής με μια απόφαση ελαφρά τη καρδία. Είναι ζήτημα εκλογής που αφορά την υπόσταση σου. Τελικά πήγε στο ΠΑΣΟΚ. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην Μελίνα και σε μένα, όπως συμβαίνει σε όλους της γενιάς μου, είναι το γεγονός ότι εγώ ξεπήδησα μέσα από την λαϊκή πραγματικότητα. Άρχισα τη ζωή μου και τον αγώνα μου μέσα στις λαϊκές μάζες, στις λαϊκές συνοικίες και βρέθηκα σε πολύ δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις. Εμείς έχουμε άλλη νοοτροπία. Αντίθετα, η Μελίνα που είναι τίμιο και καλής θελήσεως κορίτσι, έζησε πάντοτε σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον. Εκείνο που είναι εκπληκτικό στην περίπτωση της είναι το γεγονός ότι μπόρεσε σε μία δοσμένη στιγμή να ξεφύγει από το περιβάλλον της και να δοθεί στον λαϊκό αγώνα. Πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό.
Ωστόσο η Μελίνα κουβαλάει μια βαριά κληρονομιά. Το ότι πάντοτε ήταν περιστοιχισμένη από ανθρώπους που αποτελούν βασικά την αντίθεση, την αντίφαση μιας λαϊκής και ελεύθερης κοινωνίας. Για τους ανθρώπους αυτούς υπάρχει ένα είδος μυθοποιημένου, εξιδανικευμένου λαού. Στην Ελλάδα όμως ο λαός δεν είναι μύθος, είναι απόλυτα συγκεκριμένος. Υπάρχει με όλες τους τις αδυναμίες και όλες του τις δυνάμεις, με την πίστη του και την καθημερινή του πραγματικότητα.
Ένας κόσμος ολόκληρος χωρίζει το μύθο από την πραγματικότητα. Η Μελίνα , όπως και πολλοί άλλοι, θα ήθελε να σώσει το λαό. Εγώ, δεν θέλω να σώσω τον λαό. Είμαι ο ίδιος ο λαός και θέλω να σωθώ μόνος μου. Είχαμε εξάλλου ορισμένες διαφωνίες στο θέμα αυτό κατα την διάρκεια της κοινής μας εξορίας στο Παρίσι. Η Μελίνα πίστευε ότι αντιπροσωπεύουμε το ίδιο πράγμα. Λάθος ήταν. Δεν έβλεπε ότι ήμουνα και είμαι διαφορετικός από αυτήν.
Πάντως αυτό δεν με εμπόδισε όταν ήμουν πρόεδρος του Πατριωτικού Μετώπου να κατακρίνω τους συντρόφους μου γιατί απλώς την χρησιμοποιούσαν. Ενώ εγώ πίστευα ότι έπρεπε να την βάλουν στην διοίκηση του Μετώπου. Έτσι δημιουργούνται πραγματικά επαναστατικά στελέχη, αληθινοί επαναστάτες. Οι ουσιαστικές ευθύνες θα ήταν γι’ αυτήν μια καλή σχολή, μια μοναδική, ίσως, ευκαιρία για να διαπαιδαγωγηθεί σωστά. Δεν με άκουσαν όμως.
Στις εκλογές, η Μελίνα ήθελε στην αρχή να κατέβει κάτω από τη σημαία της Ενωμένης Αριστεράς, μια σειρά όμως από διαφωνίες μεταξύ αυτής και της ηγεσίας της αριστεράς την εμπόδισαν και εκείνη πήγε με το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτό δεν την ωφέλησε. Έβλαψε την δημοτικότητα της, τουλάχιστον στην μεγάλη μάζα του λαού. Αντίθετα, αν κατέβαινε στις εκλογές σαν στέλεχος της αριστεράς, θα έχει πολλές πιθανότητες να εκλεγεί. Πραγματικά, νομίζω ότι οι ψήφοι που πήρε, είναι προσωπική της ψήφοι. Κατεβαίνοντας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν κερδίσει ψήφους, έφερε ψήφους σ’ αυτό το κόμμα. Και λυπάμαι ειλικρινά που απέτυχε, γιατί αν εκλεγόταν θα προσέφερε πολλά, πέρα από κάθε προσωπική φιλοδοξία.
– Γιατί; Είχε μήπως προσωπικές φιλοδοξίες;
Ναι, είχε προσωπικές φιλοδοξίες. Η Μελίνα ανήκει σε οικογένεια πολιτικών. Ο παππούς της ήταν δήμαρχος αθηναίων σαράντα περίπου χρόνια. Ο πατέρας της, με τον οποίο ήμουνα πολύ στενός φίλος, ήταν βουλευτής της ΕΔΑ. Πέθανε στην εξορία. Νομίζω, εξάλλου, ότι σ’ αυτό οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό αυτός ο φανατισμός της υπέρ της Αριστεράς. Έχει, πιστεύω, το δαιμόνιο της πολιτικής στο αίμα της και ποτέ δεν έχω καταλάβει γιατί δεν έθεσε υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές. Η προσφορά της εκεί θα ήταν τεράστια.
– Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Καραμανλής σας έκανε προσωπικά την πρόταση να μπείτε στην κυβέρνηση του…
Πραγματικά, ένας από τους υπουργούς του Καραμανλή ήρθε στο σπίτι μου για να με ρωτήσει αν καταρχήν θα δεχόμουνα να πάρω ένα υπουργείο. Αυτό ήταν πριν από τις εκλογές, δύο ημέρες μετά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Καραμανλή. Δεν επρόκειτο να λάβω αμέσως χαρτοφυλάκιο αλλά στο προσεχές μέλλον. Η άμεση αντίδραση μου ήταν αρνητική γιατί ήμουνα αποφασισμένος να μη λάβω μέρος σε καμία κυβέρνηση γιατί αυτό θα με απομάκρυνε από το λαϊκό κίνημα. Ο απεσταλμένος του Καραμανλή μου πρότεινε να αναβάλω την απάντηση μου, για τρεις, τέσσερις ημέρες. Μου εξήγησε, ωστόσο, ότι ο Καραμανλής τοποθετούσε την πρόταση αυτή στην προοπτική μιας νέας κυβέρνησης, που θα σχηματιζόταν δύο ή τρεις μήνες αργότερα και ότι κατά τα φαινόμενα, η αστυνομία και ο στρατός δεν θα προέβαλαν μεγάλη αντίρρηση. Όταν τον ρώτησα αν επρόκειτο για μία συμβολική συμμετοχή μου στην κυβέρνηση, ο απεσταλμένος του Καραμανλή απάντησε ότι επρόκειτο για ένα πολύ σημαντικό υπουργείο.
Η συνάντηση αυτή είχε γίνει στη μία το πρωί. Στις τρεις είδα έναν από τους ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος « εσωτερικού » και του μίλησα για την πρόταση που μου είχε γίνει. Εκείνος μου απάντησε ότι προσωπικά αυτός και οι φίλοι του δεν είχαν καμία αντίρρηση αρχής. Του είπα: « Άκουσε με, δεν θέλω να μπω στην κυβέρνηση σαν άτομο. Θέλω να είμαι εκφραστής σας, εκφραστής του Κομμουνιστικού Κόμματος του «εσωτερικού». Θέλω όμως επίσης να έχω επαφές και με το άλλο Κομμουνιστικό Κόμμα, το «ορθόδοξο». Θέλω να είμαι εκφραστής όλων των κομμουνιστών. Δεν πιστεύω ότι ο ρόλος μου πρέπει να περιοριστείς σε ρόλο μιας προσωπικότητας. Αν το κίνημα της αντίστασης, αν οι κομμουνιστές θεωρούν ότι πρέπει να βρίσκομαι εκεί, τότε θα κάνω την θυσία ». Για μένα ήταν μια θυσία.
Στον στρατηγικό τομέα, το να γίνω υπουργός του Καραμανλή ήταν ένα ψυχολογικό ατού, φανταστικό. Εμάς τους κομμουνιστές για πολύ καιρό μας θεωρούσαν μπαμπούλες. Το γεγονός ότι ένας από εμάς και ιδιαίτερα εγώ που είχα την φήμη σκληρού κομμουνιστή, γινόταν υπουργός, θα αποτελούσε μοιραίο πλήγμα για τον αντικομμουνισμό.
Από την άλλη μέρα κιόλας άρχισα συνεννοήσεις με τους φίλους μου. Οι απόψεις ήταν πολύ μοιρασμένες. Άλλοι ήταν υπέρ, άλλοι κατά. Ύστερα από σύσκεψη τεσσάρων ημερών, πήρα την απόφαση μου: Δέχτηκα κατ’ αρχήν. Ο υπουργός που είχε την επαφή μαζί μου με συνεχάρη. Ήτανε, ικανοποιημένος. Αργότερα θα μάθαινα ότι ίδια πρόταση είχε γίνει στον Ηλία Ηλιού. Άλλος ένας όμως υπουργός, πολύ σημαντικός, θα μου έλεγε επίσης ότι στην πραγματικότητα ο στρατός έβλεπε με πολύ κακό μάτι όλες αυτές τις επαφές και ότι η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπορούσε να αρχίσει τόσο πρόωρα ανοιχτό πόλεμο μαζί του.
Συμφωνήθηκε λοιπόν να περιμένουμε ώσπου να ισχυροποιηθεί η νέα κατάσταση. Σίγουρο όμως είναι ότι αν ανήκα σ’ ένα κόμμα θα επιχειρούσα να πείσω τους συντρόφους μου να συνεργαστούν με τον Καραμανλή. Αυτή θα ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να αλλάζαμε το συσχετισμό δυνάμεων μέσα στα ίδια τα οχυρά της εξουσίας. Το πρόβλημα φυσικά ήταν σε πόσο βαθμό θα μπορούσαν οι προοδευτικές δυνάμεις να πάρουν ουσιαστικά μέρος στην διακυβέρνηση της χώρας. Τίποτα όμως δεν μας εμπόδιζε να δοκιμάσουμε.
V
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ
ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Δυό γιους είχες μανούλα μου, δυό δέντρα δυό ποτάμια,
δύό κάστρα βενετσιάνικα, δυό δυόσμους δυό λαχτάρες.
Ένας για την Ανατολή κι ο άλλος για τη Δύση.
Και συ στη μέση μοναχή μιλάς, ρωτάς τον ήλιο:
Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά, που βλέπεις τα ποτάμια, όπου θωρείς τα πάθη μας και τις φτωχές μανούλες, αν δεις τον Παύλο φώναξε και τον Αντρέα πες μου.
Μ’ ένα καημό τ’ ανάστησα, μ’ ένα λυγμό τα εγέννα.
Μα εκείνοι παίρνουνε βουνά, διαβαίνουνε ποτάμια, ένας τον άλλον ψάχνουνε για να αλληλοσφαγούνε.
Και κεί στο πιο ψηλό βουνό, στην πιο ψηλή ραχούλα σιμά κοντά πλαγιάζουνε κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κ’ οι δυο το νεκρικό κρεβάτι, μαζί τα χέρια δίνουνε, της κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε βαθιά μέσα στο χώμα κι απέκει ανάβλυσε νερό, να πιεις, να ξεδιψάσεις.
Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, όλες οι συναυλίες στην Θράκη και την Μακεδονία δόθηκαν κανονικά, μόνο που στην Θεσσαλονίκη η συναυλία δόθηκε υπό τον μόνιμο εκβιασμό μιας δυναμιτιστικής απόπειρας, ότι στις Σέρρες οι φαντάροι κλείστηκαν στους στρατώνες, ότι στην Καβάλα τραμπούκοι της άκρας δεξιάς μπήκαν τη νύχτα στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Μίκης Θεοδωράκης και η μουσική του, ότι σε όλες τις άλλες πόλεις, η στενή παρακολούθηση της αστυνομίας ήταν ελάχιστα διακριτική.
Η περιοδεία, μετά το συμβολικό σταθμό που έκανε στη Θεσσαλονίκη, συνεχίστηκε προς την βορειοδυτική Ελλάδα αυτή τη φορά. Προς τις περιοχές όπου δεν οδηγεί κανένας αυτοκινητόδρομος, όπου η βιομηχανική κοινωνία δεν έχει φτάσει ως εκεί παρά μόνο για να αρπάξει, όπου ούτε οι τουρίστες δεν έχουν ακόμα φτάσει για να χαζέψουν. Πέρα από τον Όλυμπο.
Μετά την Κατερίνη, η Βέροια, η Νάουσα, η Κοζάνη, η Καστοριά, στις όχθες της τόσο γαλήνιος λίμνης της. Στις περιοχές αυτές, είχε εγκατασταθεί, το Δεκέμβριο του 1947, η κυβέρνηση του βουνού, των κομμουνιστών, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Εκεί επίσης, στις πλαγιές του Γράμμου και του Βίτσι, στο ακρότατο αυτό σημεία του ελληνικού εδάφους, όπου σμίγουν τα σύνορα της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, τον Αύγουστο του 1949, έγιναν οι τελευταίες μάχες, στις οποίες οι κομμουνιστές συνετρίβησαν οριστικά. Απολογισμός αυτών των δύο φοβερών χρόνων: 40.000 ως 158.000 νεκροί (σύμφωνα με υπολογισμούς), 80.000 ως 100.000 πρόσφυγες στις Ανατολικές χώρες, για να γλιτώσουν από την λευκή τρομοκρατία που ακολούθησε. Τον εμφύλιο αυτό πόλεμο ο Μίκης Θεοδωράκης τον έζησε κυρίως στη φυλακή. Είχε συλληφθεί στην Αθήνα πριν προλάβει να βγει στο βουνό.
– Έχετε διατελέσει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σήμερα, δεν είστε πια μέλος; Γιατί;
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας διέρχεται τώρα μια σοβαρή κρίση. Ενώ σήμερα οι εκπρόσωποι των ελληνικών λαϊκών μαζών θα έπρεπε να είναι ενωμένοι, να είναι στενά δεμένοι μεταξύ τους, το κομμουνιστικό κίνημα είναι χωρισμένο σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Δεν αποκηρύσσω τις κομμουνιστικές ή καλύτερα, τις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις μου, ούτε εγκαταλείπω την μαρξιστική ανάλυση, θεωρώ όμως ότι δεν έχω θέση ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, όσο η κύρια απασχόληση τους θα είναι να βρεθεί πιο από τα δύο είναι «κομμουνιστικό».
Η κρίση υπέβοσκε από την εποχή ακόμα του εμφυλίου πολέμου, μ’ όλο που ξέσπασε μόλις το 1968. Ως την στιγμή εκείνη, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης είχε να κάνει με ένα ελληνικό κουμουνιστικό κόμμα πειθήνιο και εξαρτημένο, που δεν συζητούσε καμιά από τις μεγάλες αποφάσεις. Οπότε, πριν λίγα χρόνια, μερικοί κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων κι εγώ, θεωρήσαμε ότι η κατάσταση είχε κάτι το αφύσικο και απαιτήσαμε να είμαστε εμείς υπεύθυνοι για ό,τι συνέβαινε στην χώρα μας, χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι κάθε φορά να συμφωνούμε από τα πριν με το μεγάλο αδερφό κόμμα.
Πρέπει να λεχθεί ότι το 1949, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήδη είχε τεθεί εκτός νόμου και τα στελέχη του καταδιώκονταν. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής εγκατέλειψαν την Ελλάδα για να εγκατασταθούν στις Ανατολικές χώρες, διατηρώντας στο εσωτερικό τοποτηρητές. Έτσι, το κόμμα βρέθηκε να διοικείται από μία ηγεσία, η έδρα της οποίας βρισκόταν στο εξωτερικό, ενώ οι οπαδοί και τα στελέχη προχωρούσα στην ΕΔΑ, την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά.
Η ΕΔΑ ιδρύθηκε το 1951 από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, για να επιτύχει την νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της αριστεράς, και αυτό παρά το κλίμα της τρομοκρατίας που εφάρμοζαν η εξουσία καθώς και μία σειρά από παρακρατικές οργανώσεις, οπλισμένες σε ορισμένες περιπτώσεις, που είχαν ως αποστολή τους να κτυπούν όλους όσοι φαίνονται έστω και ελάχιστα προοδευτικοί.
Η ΕΔΑ συνεπώς έπαιξε ένα ρόλο πολύ σημαντικό στην ιστορία του ελληνικού προοδευτικού κινήματος, αγωνιζόμενη για τα πολιτικά δικαιώματα, τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η ΕΔΑ ανέπτυξε μία εξαιρετικά δυναμική δράση για την αύξηση των αποδοχών, για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας, για την βελτίωση της θέσης των νέων και για την παιδεία. Ανέπτυξε επίσης εξαιρετική δράση και στον τομέα του πνευματικού πολιτισμού και φυσικά για την λύση του τεράστιου προβλήματος των ατομικών ελευθεριών. Η ευκαιρία συνεπώς ήταν ιδανική για το Κομμουνιστικό κόμμα προκειμένου να τερματίσει την αντίφαση της διπλής ηγεσίας: υπήρχε « νομοθετική εξουσία » στο εξωτερικό, η οποία είχε την ευθύνη για τις σχέσεις με τα αδελφά κόμματα, αλλά που ήταν ξεκομμένη από κάθε ελληνική πραγματικότητα. Υπήρχε και μία « εκτελεστική » ηγεσία στο εσωτερικό, που δεν είχε καμία ουσιαστική υπευθυνότητα, μ’ όλο που βρισκόταν στην καρδιά των προβλημάτων. Στην περίοδο αυτή του αναβρασμού έπρεπε η υπευθυνότητα να δοθεί σ’ αυτούς που αναλάμβαναν στην πράξη όλες τις ουσιαστικές ευθύνες. Όμως οι ηγέτες του εξωτερικού με κανένα τρόπο δεν ήθελα να μεταβιβάσουν την εξουσία τους, την οποία και η άλλοι δεν επέμεναν και τόσο να πάρουν, για λόγους πειθαρχίας. Καταβάθος, η κατάσταση αυτή βόλευε όλους: Αν έκανες κριτική στην ομάδα του εσωτερικού η απάντηση ήταν: « Υπεύθυνη είναι η ηγεσία του εξωτερικού». Και το αντίθετο! Πρέπει ωστόσο να αναγνωριστεί ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σοβαρές διαφορές:
Η ηγεσία του εσωτερικού δεν ήταν εκλεγμένη, ήταν διορισμένη από το Πολιτικό Γραφείο. Επικρατούσε συνεπώς μια σιδερένια πειθαρχία. Οι αντιφάσεις εμφανίζονταν στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής.
Θα πρέπει να προσθέσω ότι την εποχή εκείνη δεν βλέπαμε καθαρά τα πράγματα. Ζούσαμε με τον μύθο του μεγάλου Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, που ήταν ένα κόμμα μεγάλων αγώνων και μεγάλων θυσιών. Ιεροσυλία θα ήταν να το επικρίνει κάνεις. Ήταν ένα κόμμα των ηρώων, το κόμμα του Μπελογιάννη, τον χιλιάδων νεκρών. Δυστυχώς, όταν το 1967 ήρθε η δικτατορία, διαπιστώθηκε ότι το κόμμα δεν ήταν προετοιμασμένο, ότι είχε μουδιάσει, είχε πέσει σε ένα είδος λήθαργου. Το κόμμα δεν είχε προβλέψει τίποτα. Αυτή ήταν μια φοβερή ανακάλυψη για το λαό, γιατί όλος ο κόσμος ήταν πεπεισμένος ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να παρατάξουν αμέσως ένα μαχητικό μηχανισμό, ικανό να αρχίσει τη μάχη εναντίον του φασισμού. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Μαζί με μερικούς φίλους ρίξαμε τα πρώτα συνθήματα για την αντίσταση και αρχίσαμε τον αγώνα. Χωρίς όμως κανένα μέσον. Σώσαμε την τιμή του κόμματος, αλλά η δράση μας βρισκόταν περισσότερα στο επίπεδο της ανδρείας, παρά στα πλαίσια της λειτουργίας ενός επιθετικού μηχανισμού, όπως επέβαλαν οι περιστάσεις. Ωστόσο, είχαμε όλα τα μέσα για να προετοιμαστούμε αποτελεσματικά. Χιλιάδες από μας είχαν πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και είχαμε πείρα από παράνομη δράση. Ήδη όμως το Κόμμα συγκλονιζόταν από βαθιές διαφορές, που θα κατέληγαν στην διάσπαση. Τώρα όλο και πιο πολλοί έβλεπαν ότι έπρεπε να τεθεί τέρμα στον δυαδισμό και ότι η ηγεσία έπρεπε να βρίσκεται στην Ελλάδα. Θεωρούσαν ότι την ευθύνη έπρεπε να την έχουν οι αγωνιστές που ζούσαν και αγωνίζονταν στο εσωτερικό. Έτσι το κόμμα διασπάστηκε με βάση τον ανταγωνισμό εσωτερικού – εξωτερικού.
– Εκπληκτικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η στάση αυτή για το « εσωτερικό » εκδηλώθηκε μετά το 1967. Η Σοβιετική Ένωση μήπως εν μέρει ήταν κι αυτή υπεύθυνη για την ήττα των κομμουνιστών στον εμφύλιο πόλεμο;
Την εποχή εκείνη όλοι είμαστε σύμφωνοι σε όλα τα σημεία με τις αποφάσεις που θα μπορούσε να πάρει ο Στάλιν. Αστείο θα ήταν να υποστήριζε κάνεις το αντίθετο, έστω κι αν σήμερα κατακρίνουμε τις θέσεις που είχαμε πάρει τότε. Θεωρούσαμε ότι παιζόταν μια υπόθεση πάνω σε ένα ταμπλό, που ξεπερνούσε κατά πολύ το θέμα της Ελλάδας – και αυτό είναι βέβαιο – και ότι η Σοβιετική Ένωση είχε τα μέσα να κρίνει αντικειμενικά μία κατάσταση που ίσως εμείς δεν μπορούσαμε να την αντιληφθούμε. Δεχθήκαμε, λοιπόν, τυφλά την σοβιετική πολιτική, ακόμα και όταν το 1944 είχε γίνει φανερό ότι θα βαδίζαμε εναντίον της λογικής.
Το 1944, εμείς οι κομμουνιστές, ελέγχαμε ολόκληρη τη χώρα, αλλά το κόμμα, με την προτροπή του Στάλιν, δέχτηκε να αφήσει να περάσουν οι Άγγλοι. Υποκύψαμε με οργή. Ίσως νομίζαμε ότι άλλοι σύντροφοι, αλλού, κέρδιζαν χρόνο. Αργότερα, το κόμμα αποφάσισε να καταθέσουμε τα όπλα. Αφήσαμε να μας αφοπλίσουν αδιαμαρτύρητα. Σήμερα με τα μεταμελούμαστε για την τότε στάση μας, με την σκέψη ότι ο Στάλιν δεν θα ήταν πολύ καλά πληροφορημένος για όσα συνέβαιναν στην πραγματικότητα στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Τίτο μου είπε: «Την εποχή εκείνη είσαστε κατά πολύ πιο δυνατοί από μας, τόσο σαν λαϊκό κίνημα, όσο και σαν λαϊκός στρατός. Όταν δεχθήκατε να αφοπλιστείτε είχατε όλες τις δυνατότητες να επιβάλλεται ένα λαϊκό καθεστώς».
Μετά, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μ’ όλο που δεν γνωρίζαμε όλες τις λεπτομέρειες, φανερό έγινε ότι για μια ακόμη φορά είχαμε γίνει πιόνια στη διεθνή σκακιέρα. Βέβαιο είναι ότι όλος ο κόσμος μας εγκατέλειψε από τη στιγμή που ο αγώνας μας έπαψε να εξυπηρετεί σκοπούς διεθνούς στρατηγικής. Αδελφά κόμματα μας κατηγόρησαν ότι πήραμε την πρωτοβουλία ενός εμφυλίου πολέμου, χωρίς να ζητήσουμε την συμβουλή τους. Αυτό δεν είναι σωστό. Φαίνεται ότι στην πραγματικότητα ο Στάλιν χρησιμοποίησε το κίνημα μας για να σφυγμομετρήσει τις αντιδράσεις του δυτικού συνασπισμού, για να δει ως που θα έφταναν οι Αμερικάνοι. Όταν είδε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν έτοιμες να επέμβουν στρατιωτικά, υποχώρησε. Είχαμε χρησιμοποιηθεί για πειραματόζωα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κίνημα μας δεν βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Δεν μας έλειψε πάρα η βοήθεια των ξένων συντρόφων μας. Όσο είχαμε την βοήθεια, όσο μας έδιναν όπλα, όσο οι Βούλγαροι, οι Γιουγκοσλάβοι και οι Αλβανοί μας βοηθούσαν, μας άνοιγαν τα σύνορα τους, είμαστε πολύ ισχυροί. Ύστερα σημειώθηκαν εσωτερικές αναταραχές στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Όταν ο Τίτο και ο Στάλιν βρέθηκαν αντιμέτωποι και η Κομινφόρμ τινάχτηκε στον αέρα, οι Έλληνες αντάρτες, μάλλον η πολιτική ηγεσία τους, πήρε καθαρά θέση υπέρ του Στάλιν. Ο Τίτο το το δέχτηκε άσχημα αυτό. Ήταν ο καλύτερος μας σύμμαχος. Τα σύνορα του ήταν διάπλατα ανοιχτά, γεγονός που τον εξέθετε στην οργή των ιμπεριαλιστών. Πραγματικά οι Έλληνες αντάρτες εξαρτώνται κατά ογδόντα τοις εκατό από τον Τίτο. Το κόμμα μας όμως επετέθη εναντίον του. Οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν νοοτροπία λίγο – πολύ βυζαντινή, δηλαδή πέρα από το δόγμα δεν μπορούσαν να διακρίνουν την πολιτική πραγματικότητα. Οι Βιετκόνγκ παραδείγματος χάρη επιφυλάχτηκαν να πάρουν θέση στην σύγκρουση μεταξύ Ρώσων και Κινέζων. Είχαν έναν εχθρό, τους Αμερικανούς, και αυτό τους έφτανε.
Τέλος, για να εξηγηθεί η ήττα μας το 1949, πρέπει να προστεθούν και οι διάφορες διχογνωμίες στον τομέα της τακτικής, που ήταν μοιραίες για μας. Ο στρατηγός Μάρκος, αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού και πρωθυπουργός της κυβέρνησης του βουνού, ήταν φιλοτιτοϊκός. Όχι, ίσως, για λόγους ιδεολογικούς, γιατί κι εκείνος ήταν σταλινικός, αλλά γιατί θεωρούσε ότι χωρίς την Γιουγκοσλαβία, το κίνημα θα έσβηνε. Εξάλλου, μ’ όλο που ήταν πειθαρχημένος κομμουνιστής, ο Μάρκος ήταν πεπεισμένος ότι στις μάχες, η πρωτοβουλία έπρεπε να ανήκει στους στρατιωτικούς αρχηγούς, ενώ ο Ζαχαριάδης, γενικός γραμματέας του Κόμματος, θεωρούσε ότι το Πολιτικό Γραφείο ήταν πάνω από το Γενικό Επιτελείο του Στρατού, ακόμη και την ώρα της μάχης. Αυτές οι διαφωνίες είχαν τον αντίκτυπο τους στην στρατηγική που θα έπρεπε να εφαρμοστεί. Ο Μάρκος και πολλοί άλλοι αντάρτες ήταν υπέρ του κλεφτοπολέμου. Υπέρ της συνεχούς παρενόχλησης των θέσεων του εχθρού με άμεση αναδίπλωση. Η τακτική αυτή, που εφαρμόστηκε στις αρχές της σύγκρουσης, είχε αποδειχθεί αποτελεσματική. Ο Ζαχαριάδης, όμως, προτιμούσε ένα πόλεμο πιο συμβατικό, με την ελπίδα να καταλάβει μια μεγάλη πόλη, να εγκαταστήσει εκεί την προσωρινή κυβέρνηση και να αναγνωριστεί έτσι από τις φίλες χώρες. Έτσι, ο Ζαχαριάδης ενέπλεξε τους αντάρτες σε έναν αγώνα εκ παρατάξεως εναντίον ενός τακτικού στρατού καλά εκπαιδευμένου γι’ αυτού του είδους τον πόλεμο και θαυμάσια εφοδιασμένου από τους Αμερικανούς σε αεροπορία , βαριά όπλα, τανκς και λοιπά. Μια από τις πιο αιματηρές μάχες ήταν της Φλώρινας, με 5000 νεκρούς, αιμορραγία φοβερή για το κίνημα. Η μάχη αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Από ήττα σε ήττα, το ηθικό του Δημοκρατικού Στρατού κατέρρεε. Στο τέλος, οι διαφωνίες εξελίχθηκαν και σε προσωπικές αντιθέσεις τόσο βίαιες, ώστε ορισμένοι ηγέτες του κόμματος και του λαϊκού στρατού εκκαθαρίστηκαν ή ακόμα και εξοντώθηκαν.
– Πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα υποτίμησαν εντελώς η αγνόησαν τον αγώνα των Ελλήνων ανταρτών;
Πιστεύω ότι στην αρχή δεν συμφωνούσαν μαζί μας. Έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά από μας. Για τα κόμματα αυτά, μια επανάσταση στην Ευρώπη δεν ήταν πια δυνατή, εκτός πια αν διεθνοποιούνταν. Φανερό, όμως, ήταν ότι την στιγμή εκείνη οι Σοβιετικοί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο ενός πολέμου με τους Αμερικανούς. Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά. Μια πρωτοβουλία διεθνούς αλληλεγγύης σαν εκείνη που είχε βοηθήσει τους Ισπανούς δεν ήταν πια δυνατή. Όταν εξερράγη ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, ο ρομαντισμός είχε περάσει.
Νομίζω, μάλιστα, ότι τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα δεν μας είχαν εμπιστοσύνη. Διαπίστωσα αρκετές φορές ότι ενώ ήταν πολύ ευγενικοί απέναντι μας, είχαν την τάση να μας υποτιμούν. Είχαμε υποστεί μια σειρά από ήττες, που συγκράτησαν χωρίς άλλο στη μνήμη τους. Αντίθετα, δεν είδαν τις μεγάλες μας νίκες, αυτές που κερδίσαμε με την βαθιά ιδεολογική και πολιτική μας δουλειά στις λαϊκές μάζες. Κατά την διάρκεια του πολέμου, το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε μεταμορφώσει κυριολεκτικά τη χώρα. Σήμερα, η κατάσταση είναι περίπου η ίδια. Οι σύντροφοί μας βλέπουν μόνο τα επτά χρόνια της δικτατορίας και όχι τον τεράστιο όγκο της εργασίας μας.
Πριν 15 χρόνια, όταν ένας σύντροφος πήγαινε σε καμιά μικρή επαρχιακή πόλη κινδύνευε να λιθοβοληθεί από το πλήθος. Πολλοί Έλληνες, ακόμη και όσοι βοήθησαν τους αντάρτες κατά τη διάρκεια της αντίστασης και αργότερα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, είχαν φτάσει στο σημείο να πιστεύουν, ότι οι κομμουνιστές ήταν δολοφόνοι. Και αυτό, χάρη στην προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου, που γινόταν στο στρατό και στον πληθυσμό. Με μία εργασία, όμως, σε βάθος, το κομμουνιστικό κόμμα είχε κατορθώσει να αποκαταστήσει την αλήθεια και να δημιουργήσει ξανά ένα μαζικό κίνημα, όπως είχε κάνει κατά την περίοδο 1943 – 1944. Δεν πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Δημοκρατικός Στρατός δεν είχε λιγότερους από 100.000 άνδρες υπό τα όπλα, σε μία χώρα οκτώ μόλις εκατομμυρίων κατοίκων. Αναλογικά με τον πληθυσμό, για την Γαλλία αυτός ο αριθμός θα αντιστοιχούσε σε ένα στρατό 500.000 οπλισμένων ανδρών. Οι Έλληνες αντάρτες, όμως, δεν ήταν μόνο οπλισμένοι. Ήταν πλαισιωμένοι από επιμελητεία και υγειονομική υπηρεσία, άριστα οργανωμένες. Όλα αυτά ήταν έργο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πολλοί άνθρωποι διστάζουν να πιστέψουν στην δύναμη του λαϊκού μας κινήματος. Ξαφνικά, όμως, όπως συνέβη το 1965 ή ακόμη στην κηδεία του Παπανδρέου, υπό το καθεστώς των συνταγματαρχών, βλέπουμε ένα εκατομμύριο ανθρώπους να κατακτούν τους δρόμους, μόνο στην Αθήνα!
– Ο εμφύλιος πόλεμος έχει και σήμερα ακόμη αντίκτυπο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας;
Πιστεύω ότι η τελευταία ζώσα συνέπεια του εμφυλίου πολέμου είναι η πενήντα ως εξήντα χιλιάδες πρόσφυγες που βρίσκονται ακόμη στις σοσιαλιστικές χώρες και για την επιστροφή των οποίων η κυβέρνηση ακόμα σιωπά.
Έμμεσα, όμως, εμφύλιος πόλεμος σημάδεψε βαθιά την εθνική μας ζωή. Έτσι, ο Στρατός γαλουχήθηκε με το πνεύμα του εμφυλίου πολέμου. Η νοοτροπία των αξιωματικών, ο φανατικός αντικομμουνισμός τους που μπορεί να φτάσει ως τον φασισμό – όπως το είδαμε τελευταία – προέρχονται από την περίοδο εκείνη, που τραυμάτισε δίπλα τον πληθυσμό: γιατί η δεξιά εξακολουθεί να κατέχεται από τον φόβο του « κομμουνιστικού κινδύνου » και γιατί η αριστερά εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την επίδραση των διώξεων. Καμιά φορά, οι νέοι μας κατηγορούν ότι δεν είμαστε αρκετά μαχητικοί. Πρέπει να αντιληφθούν ότι η γενιά μας πήρε μέρος στον Παγκόσμιο Πόλεμο, οργάνωσε την αντίσταση εναντίον των Γερμανών, έζησε τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και ότι μπορεί να σημειώσαμε μεγάλες νίκες, γνωρίσαμε όμως και μεγάλες ήττες. Δεν είναι δυνατό να μη μείνει τίποτα από όλα αυτά τα χρόνια αγώνων, παρανομίας, φυλακίσεων, βασανισμών, εξοριών, καθημερινής πάλης. Χιλιάδες τα τραύματα οι σωματικοί και οι ψυχικοί τραυματισμοί των χρόνων εκείνον. Χιλιάδες οικογένειες θρηνούν ακόμη τον θάνατο των γονέων και των παιδιών τους. Και ύστερα, όταν περάσεις δέκα,δεκαπέντε, και είκοσι χρόνια στη φυλακή, σου έρχεται καμιά φορά η επιθυμία να ζήσεις, επιτέλους, την ζωή σου. Πόσοι άνθρωποι παντρεύτηκαν στα 45, στα 50 τους χρόνια η και μεγαλύτερη ακόμα, επειδή αγωνίστηκαν; Φυσικό είναι πολύ να έχουν κουραστεί. Το λάθος αρχίζει (και στο σημείο αυτό συμφωνώ με τους νέους) από τη στιγμή που οι εξαντλημένοι αυτοί οι άνθρωποι αρχίζουν να διεκδικούν την ηγεσία του προοδευτικού κινήματος και θέλουν να είναι πρωταγωνιστές του. Πραγματικά, η κούραση πέρνα στην ιδεολογία και κάτι τέτοιο σήμερα είναι απαράδεκτο. Σήμερα, είναι η σειρά της νεολαίας. Αυτή πρέπει να πάρει τη σκυτάλη, ιδιαίτερα μάλιστα όσοι διετέλεσαν Λαμπράκηδες, όσοι γεννήθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η νεολαία που μεγάλωσε στα χρόνια ´60 –´ 65.
Αν αυτό οι νέοι βρίσκονταν στην ηγεσία, το προοδευτικό κίνημα θα ήταν ξανά ένα κίνημα αγώνων.
– Ας επιστρέψουμε όμως στην διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι τους συνταγματάρχες αντιμετώπισαν τόσο διασπαρμένες δυνάμεις;
Με την ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου, που ήταν και η πρώτη οργάνωση της αντίστασης, κάναμε έκκληση για την ενότητα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων. Αμέσως όμως τέθηκε πρόβλημα των σχέσεων με το Πολιτικό Γραφείο, που βρισκόταν στο εξωτερικό. Υπήρχαν σύντροφοι που έλεγαν ότι σαν οργάνωση εσωτερικής αντίστασης, έπρεπε να ξεκόψουμε εντελώς με τους έξω. Άλλοι πάλι υποστήριζαν ότι ήταν πρόωρο ακόμη, αφού τα μέσα που διαθέταμε ήταν πολύ περιορισμένα. Αποφασίσαμε ότι θα μέναμε στο κόμμα, σεβόμενοι το Πολιτικό Γραφείο, αλλά διατηρώντας όλη την ευθύνη του αγώνα εναντίον της χούντας. Εμείς αποφασίσαμε για την δράση που θα αναλαμβάναμε, πληροφορώντας ταυτόχρονα το Πολιτικό Γραφείο με την υποχρέωση να φέρνουμε το θέμα σε συζήτηση σε περίπτωση διαφωνίας.
Τον Αύγουστο όμως το 1968, η είσοδος των σοβιετικών τανκς στην Πράγα έφερε μια βαθιά διαίρεση στις τάξεις μας. Άλλοι υποστήριξαν αποφασιστικά ότι η επέμβαση ήταν δικαιολογημένη, ενώ άλλοι καταδίκασαν την επέμβαση όπως έκαναν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί σύντροφοι. Ακολούθησε η διάσπαση και μάλιστα ο ανοικτός πόλεμος, ιδιαίτερα στις φυλακές και στα στρατόπεδα της εξορίας όπου οι κομμουνιστές χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις: σε όσους ήταν υπέρ και σε όσους ήταν κατά της σοβιετικής επέμβασης. Πάνω στην μεγαλύτερη ένταση του αγώνα εναντίον των συνταγματαρχών, όσοι ήταν προσκολλημένοι στο δόγμα, στην απόλυτη πίστη, στην θρησκεία του κόμματος, συσπειρώθηκαν γύρω από τον Κολιγιάννη, τον γενικό γραμματέα. Οι άλλοι οι λεγόμενοι του « εσωτερικού », ήταν οι Διαμαρτυρόμενοι στους κόλπους της Εκκλησίας. Από το μεγάλο Κομμουνιστικό Κόμμα ξεπήδησαν δύο εχθρικές παρατάξεις που διεκδικούσαν η καθεμία για λογαριασμό της τον τίτλο του κόμματος και την νομιμότητα.
Όταν ήμουν φυλακισμένος στον Ωρωπό, έκανα το παν για να αποκαταστήσω ένα ενιαίο μέτωπο, έστω και για τα ζητήματα λειτουργίας του στρατοπέδου. Για να είμαστε τουλάχιστον ενωμένοι μπροστά στους δεσμοφύλακές μας! Μάταια. Απελευθερώθηκα, χωρίς να κατορθώσω να αποκαταστήσω την ενότητα.
– Μπορείτε να πείτε πως έγινε η απελευθέρωσή σας;
Ήμουνα κλεισμένος στο στρατόπεδο του Ωρωπού. Βρισκόμουν ήδη έξι μήνες εκεί και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τέτοιες που αρρώστησα. Υπέφερα από χρονία σκωληκοειδίτιδα και ο ερεθισμός είχε φτάσει ως το συκώτι. Δεν τολμούσα να κάνω λόγω γι’ αυτό στους δεσμοφύλακές μου από το φόβο μήπως με χωρίσουν από τους συντρόφους μου. Η αρρώστια μου, όμως, φαινόταν καθαρά. Ήμουνα πρησμένος από την μόλυνση σε βαθμό που τα χαρακτηριστικά μου να είναι τελείως παραμορφωμένα. Τελικά, ο διοικητής του στρατοπέδου αποφάσισε, παρά την θέλησή μου, να με στείλει μαζί με έναν από τους συντρόφους μου, τον Βιτάλη, στην Σωτηρία, που ήταν στην πραγματικότητα μια φοβερή φυλακή. Μας είχαν υποσχεθεί ότι θα μας έκαναν μόνο εξετάσεις. Επρόκειτο για ψέμα και ύστερα από μερικές ημέρες αποφασίσαμε να κάνουμε απεργία πείνας για να μας στείλουν πίσω στον Ωρωπό. Την ημέρα που επρόκειτο να αρχίσουμε την απεργία πείνας, ένας φύλακας ήρθε και ζήτησε εμένα μονάχα, ο Βιτάλης, που ήταν πιο άρρωστος από μένα, θα έμενε στο νοσοκομείο. Νόμιζα ότι θα επέστρεφα στο στρατόπεδο. Όταν, όμως, έφτασα στην πύλη, βλέπω μια ομάδα ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ήταν η γυναίκα μου και ο Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ. Πρέπει να πω ότι δεν τον αναγνώρισα αμέσως. Τον ήξερα από τα βιβλία του που είχα διαβάσει και από το «Εξπρές», του οποίου ήμουν αναγνώστης. Όμως τί ήθελε αυτή τη στιγμή από μένα;
Χωρίς να πουν λέξη, με οδηγούν έξω, στο δρόμο, χωρίς να μου γίνει έρευνα, πράγμα αφύσικο, και προπαντός χωρίς οπλισμένους φύλακες. Ένα μαύρο αυτοκίνητο μας περίμενε. Νόμιζα ότι μου είχαν στήσει κάποια παγίδα. Μόνο όταν βρεθήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο, η γυναίκα μου μού είπε ότι αναχωρούσα για το Παρίσι, πράγμα που το επιβεβαίωσε ο Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ. Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, ο Σρεμπέρ με συμβούλεψε να φορέσω γυαλιά του ηλίου για να μη με αναγνωρίσει κανένας, όπως είπε. Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόμαστε μέσα σε ένα μικρό αεροπλάνο, πετώντας προς το Παρίσι. Επιτέλους ήμουν ελεύθερος και ένιωσα ακόμα πιο ελεύθερος όταν ο Σερβάν Σρεμπέρ μου είπε ότι το επόμενο Σάββατο θα γυρίσει για να πάρει την Μυρτώ και τα δυο μας παιδιά. Έτσι έγινε η απελευθέρωση μου.
Αργότερα, μου έκαναν πολλές ερωτήσεις για τον Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ. Μου ζήτησαν μάλιστα να καταδικάσω την πολιτική του. Είναι κάτι που αρνούμαι να το κάνω, μια τέτοια στάση δεν μπορώ να την πάρω. Είτε συμφωνώ είτε όχι με τις πολιτικές του θέσεις, δεν μπορώ να ξεχάσω ότι χάρη σ’ αυτόν η οικογένεια μου κι εγώ ξαναβρήκαμε με την ελευθερία. Μια ελευθερία περιορισμένη, βέβαια, την ελευθερία της εξορίας. Δεν είχα όμως τις ταπεινώσεις και τα βάσανα της φυλακής, του στρατοπέδου και του κατ οίκον περιορισμού, που είχαμε υποστεί.
– Λέτε ότι πάντοτε θέλατε να μείνετε έξω από τις διαμάχες των δύο κομμουνιστικών κομμάτων. Ωστόσο, όταν φτάσατε στη Γαλλία, προσχωρήσατε στο κόμμα του « εσωτερικού ».
Χωρίς να το είχε σκοπό, ο Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να πάρω την απόφαση μου. Πραγματικά, χωρίς να με ρωτήσει δήλωσε στον Ερίκ Ρουλώ της εφημερίδας «Μοντέλο» ότι δεν ήμουν πλέον κομμουνιστής. Στην πραγματικότητα, στο αεροπλάνο, που μας έφερνε στη Γαλλία, του είχα απλώς εκφράσει τις ανησυχίες μου της στιγμής και του είχα πει ότι δεν ήθελα να είμαι μέλος της μίας ή της άλλης παράταξης. Ο Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ νόμισε ότι ήταν υποχρεωμένος να κάνει την αδέξια αυτή δήλωση, που ο διεθνής Τύπος, εξάλλου, την διαστρέβλωσε, παρουσιάζοντας την σαν ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην χούντα και σε μένα: ότι από ελευθερώθηκα, δήθεν, δηλώνοντας ότι δεν ήμουν κομμουνιστής. Το πράγμα έμοιαζε με αληθινή μηχανορραφία. Δήλωσα ανοιχτά ότι ήμουν κομμουνιστής, σε όλα τα δημοσιογραφικά πρακτορεία. Τα τηλεγραφήματα τους όμως είχαν μόνο δύο – τρεις φράσεις από τις δηλώσεις μου. Αυτό δεν ήταν αρκετό. Προσχώρησα, λοιπόν, στο Κομμουνιστικό Κόμμα και, για να σταματήσω όλες τις διαδόσεις, για να διασώσω την τιμή μου και την τιμή ολόκληρου του ελληνικού κινήματος, μπήκα στην ανώτατη ηγεσία του κόμματος, όπως μου πρότειναν οι σύντροφοί μου.
Γιατί στο κόμμα του « εσωτερικού »; Βασικά πίστευα στην ενωτική πολιτική και οι εκπρόσωποι του «εσωτερικού» φαίνονταν ότι ακολουθούσαν την ίδια γραμμή. Μάλιστα ορισμένοι ηγέτες έλεγαν ότι ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τον τίτλο του «κομμουνιστικού κόμματος», αν αυτό θα διευκόλυνε την αποκατάσταση της ενότητας.
– Την εποχή εκείνη ποιά ήταν η σχέση σας με το Κ.Κ. Γαλλίας;
Το κόμμα του «εσωτερικού» και το Κ.Κ. Γαλλίας είχαν πάντοτε εγκάρδιες, αλλά και πολύ μετρημένες σχέσεις. Σύμφωνα με την αντίληψη των Γάλλων, εμείς αποτελούσαν ένα τμήμα του μεγάλου κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς ωστόσο να έχουμε τον τίτλο του κομμουνιστικού κόμματος. Γι’ αυτό το λόγο, επίσημα αναγνωρίζουν μόνο το άλλο κόμμα.
Πρέπει να πούμε ότι βασικά οι σχέσεις μας διατηρούνταν σε επίπεδο Πατριωτικού Μετώπου, στο οποίο οι Γάλλοι προσέφεραν μια σημαντική πολιτική και υλική βοήθεια. Στην εορτή της «Ουμανιτέ» το 1972 οι Γάλλοι μας είχαν παραχωρήσει το μισό περίπτερο που προοριζόταν για το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα. Επρόκειτο για μια χειρονομία πολύ σημαντική. Οι άλλοι αρνήθηκαν να έρθουν. Ο πόλεμος μεταξύ μας συνεχιζόταν ακόμη και στην εξορία, ακόμη και όταν μας φιλοξενούσαν ξένοι σύντροφοι. Αντίθετα, οι Γάλλοι έκαναν το παν για να μας ενοποιήσουν. Ο ίδιος ο Ζωρζ Μαρσέ μου πρότεινε την βοήθεια του και μου ζήτησε να απευθύνω στην κεντρική επιτροπή του Κ.Κ. Γαλλίας μια επιστολή με την οποία να ζητούμε την ενεργητική συμβολή τους για την ενοποίηση του κινήματος μας. Το Κ.Κ. Γαλλίας δέχτηκε να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή και ο Ζωρζ Μαρσέ άρχισε την σειρά των επαφών με όλα τα ευρωπαϊκά κόμματα. Λίγο έλειψε να επιτύχει, αλλά απότομα οι πρωτοβουλίες του σταμάτησαν, δεν ξέρω σε ποιο σημείο.
Διατηρούσαμε επίσης πολύ φιλικές σχέσεις με το Ιταλικό Κ.Κ. Εδώ που τα λέμε οι Ιταλοί ήταν οι μοναδικοί υποστηρικτές μας μαζί με τους Γιουγκοσλάβους και τους Ρουμάνους. Γεγονός που δεν τους εμπόδιζε να αναγνωρίζουν τους «Ορθόδοξους». Είχαμε επίσης επιχειρήσει να αποκαταστήσουμε σχέσεις με τους Κινέζους και τους Αλβανούς, χωρίς επιτυχία όμως.
Θυμάμαι πως μια μέρα συνάντησα τον πρεσβευτή της Λαϊκής Κίνας στην Ρουμανία. Συζητήσαμε για διάφορα προβλήματα μεταξύ των οποίων, φυσικά, και το ελληνικό και του ζήτησα να συναντήσω τον Μάο. Χαριτολογώντας πρόσθεσα: «Μήπως ο Μάο δεν είναι πρόεδρος; Πρόεδρος είμαι εκεί εγώ! Εκείνος δεν έκανε την πολιτιστική επανάσταση; Έχω κάνει κι εγώ! Και μάλιστα πριν από τον Μάο. Τέλος, και οι δύο είμαστε καλλιτέχνες. Εκείνος ποιητής εγώ συνθέτης... ». Ο καημένος ο πρεσβευτής δεν κατάλαβε τίποτα και δεν εξετίμησε και τόσο το αστείο μου!
– Λέτε ότι είστε μαρξιστής. Τί αντιπροσωπεύει για σας ο μαρξισμός;
Είμαι και πάντοτε ήμουν μαρξιστής. Ο μαρξισμός είναι η μοναδική θεωρία που μπορεί να μας επιτρέψει να αλλάξουμε τον άνθρωπο και τον κόσμο. Για μένα, η μοναδική αξία που δικαιώνει την ιδιότητα του ανθρώπου είναι η αδερφοσύνη, ο κάθε άνθρωπος να ανταλλάσσει ιδέες και συναισθήματα, να ενεργεί και να ζει για τους ομοίους του και μαζί με αυτούς. Ο άνθρωπος είναι κατεξοχήν κοινωνικό ων και συνεπώς μπορεί να ζει μόνο στην κοινωνία. Έτσι, ο βασικός κανόνας της κοινωνίας αυτής πρέπει να είναι η τέλεια εναρμόνιση των ανθρωπίνων σχέσεων. Μόνο με την μοναδική αυτή η προϋπόθεση το άτομο μπορεί να φτάσει αυτή την εσωτερική διάσταση που σε κάνει ποιητή. Πρέπει να αγωνιστούμε για μια κοινωνία, η οποία, αφού θα έχει λύσει τα υλικά της προβλήματα, θα επιτρέψει στους ανθρώπους να απελευθερωθούν χάρη στην άνθηση της σκέψης, της πνευματικής δημιουργίας και του πολιτισμού. Η κοινωνία αυτή θα είναι δημοκρατική και μαρξιστική.
Για να καταλάβει κανείς την έννοια της δημοκρατίας, πρέπει να καταφύγει στην ετυμολογία της. Η δημοκρατία είναι η εξουσία (κράτος) του λαού (δήμος). Τί είναι η εξουσία; Τί, είναι ο λαός; Ο Μαρξ απέδειξε ότι στην σύγχρονη κοινωνία η εξουσία ανήκει σε αυτόν που κατέχει τα μέσα παραγωγής, σε αυτόν δηλαδή που παίρνει τις αποφάσεις για την οικονομία. Εύκολα γίνεται σήμερα αντιληπτό ότι τον έλεγχο ασκεί μια πολύ μικρή μειοψηφία, που ανήκει στους πολύ στενούς κύκλους των μονοπωλίων, της ολιγαρχίας ή του Κόμματος. Ο άνθρωπος, ο μέσος πολίτης, ποτέ δεν ήταν τόσο μακριά από την εξουσία, όσο είναι σήμερα. Τα μεγάλα πεπρωμένα της ανθρωπότητας καθορίζονται από μία χούφτα ανθρώπων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες παραδείγματος χάριν οι θεμελιώδεις αποφάσεις, όπως παραδείγματος χάριν οι αποφάσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για την προσέγγιση με την Σοβιετική Ένωση ή την Κίνα, ελήφθησαν από μερικούς μόνο ανθρώπους και ο μέσος Αμερικανός δεν έχει κανένα μέσον για να αντιδράσει. Η διαδικασία είναι η ίδια και από την άλλη μεριά: ποιός αποφάσισε την είσοδο των τανκς των χωρών του Συμφώνου Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία; Ο μέσος σοβιετικός πολίτης; Μήπως ήξεραν τί επρόκειτο να γίνει; Ελεύθερος είναι μόνο εκείνος που μετέχει στην λήψη των αποφάσεων. Ένας υπεύθυνος άνθρωπος είναι ελεύθερος άνθρωπος. Ένας υπεύθυνος άνθρωπος έχει την δυνατότητα, το δικαίωμα, το καθήκον να αποφασίζει για το καθετί που τον αφορά σαν άτομο και να μετέχει στις αποφάσεις που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Διαφορετικά είναι σκλάβος αυτών που αποφασίζουν για λογαριασμό του. Στις κοινωνίες μας, μερικοί άνθρωποι ασκούν τόσο μεγάλη εξουσία, που μπορούν να στείλουν χιλιάδες άλλους ανθρώπους να υπερασπιστούν μια υπόθεση που δεν είναι δική τους. Ποιόν συμβουλεύτηκε λόγου χάρη η αμερικανική κυβέρνηση για να αρχίσει τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για να επέμβει στον Άγιο Δομίνικο, για να χαράξει την πολιτική της στην Μέση Ανατολή ή στην Ελλάδα; Ο κρατικός μηχανισμός, δηλαδή μια χούφτα ανθρώπων, αποφάσισε μόνος του να αποσπάσει 400 χιλιάδες νέους Αμερικανούς από τις οικογένειές τους, από τις σπουδές τους, από τις εργασίες τους για να τους στείλει να σκοτωθούν στο Βιετνάμή, χειρότερα, για να σκοτώσουν. Με απόφαση μερικών ανθρώπων, παιδιά 20 χρονών έγιναν δολοφόνοι. Η χούφτα αυτή των ατόμων, μπορεί αύριο να αποφασίσει να εξαπολύσει έναν ατομικό πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ή εναντίον της Κίνας. Δεν συμβουλεύεται κανέναν, περιφρονεί και αρνείται την γνώμη του λαού, προκειμένου να εξαπολύσει τον πόλεμο και τον θάνατο.
Όλοι είμαστε σκλάβοι αυτών που κατέχουν το κεφάλαιο και κατά συνέπεια αυτών που εξουσιάζουν τον στρατό. Μπορεί να έχουμε αυτοκίνητα, ηλεκτρικά ψυγεία, τηλεοράσεις, και χίλιες αυτόματες συσκευές για να μας εξυπηρετούν, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είμαστε σκλάβοι. Εργαζόμαστε και με το προϊόν της εργασίας μας, όπως και με τους φόρους που πληρώνουμε, οι νέοι κυρίαρχοι του κόσμου μας εξευτελίζουν. Μόνο οι αλυσίδες έχουν αλλάξει. Σήμερα, ονομάζονται «καταναλωτικά αγαθά».
Ο μαρξισμός έχει ίσως μια βασική αδυναμία. Αντικειμενικός σκοπός του είναι να μεταβάλει την ανθρώπινη κοινωνία, στην ανάλυση του, όμως, το άτομο καμιά φορά υποτιμάται. Επιπλέον οι θεωρητικοί του μαρξισμού ανέκαθεν τονίζουν τον οικονομικό χαρακτήρα των κοινωνικών φαινομένων, παραλείποντας να εξερευνήσουν επιστημονικά τον προσωπικό παράγοντα στην εξέλιξη της κοινωνίας. Θεωρώ, από την πλευρά μου, ότι η βασική παραμόρφωση των μαρξιστικών ιδανικών προέρχεται από την επίδραση των ηγετικών ομάδων, για τις οποίες η εξουσία αποτελεί αυτοσκοπό, ενώ η υπηρεσία στο λαό δεν είναι γι’ αυτές πάρα προσωπείο.
Θεωρώ ότι ο ρόλος των πραγματικών ανθρώπων (καλλιτέχνες και επιστήμονες) θα είναι αποφασιστικός. Πραγματικά, οι άνθρωποι ενός ανώτερου πνευματικού επιπέδου μπορούν να ξεπερνούν την αρρώστια που λέγεται ματαιοδοξία και πάθος για την εξουσία. Η κουλτούρα, η καλλιτεχνική δημιουργία και η φιλοσοφία, η ανάπτυξη και η πλατειά κυκλοφορία της σκέψης μπορούν να συμβάλλουν στην αποκατάσταση καλύτερων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Πραγματικά, για μένα, από την κουλτούρα ο άνθρωπος αντλεί την πεμπτουσία της δεύτερης διαστάσής του.
Το μεγαλείο μας μπορεί να βρεθεί μόνο στο μεγαλείο των άλλων. Όποιος θέλει να είναι ο μεγαλύτερος, πρέπει να είναι και ο πιο συγκρατημένος, γιατί έτσι μόνο μπορεί να αποκαταστήσει δημιουργικές και ισορροπημένες σχέσεις με τους ομοίους του. Η πραγματική προσωπικότητα μπορεί να υπάρχει μόνο με την συγκατάθεση των άλλων και η συγκατάθεση αυτή δεν μπορεί να αποκτηθεί με την πίεση. Μόνο η ηθική και η πνευματική δύναμη, η δύναμη της σκέψης και της πνευματικής δημιουργίας μπορούν να δέσουν ένα άτομο με τα άλλα άτομα.
Και αναγκαστικά ο δεσμός αυτός είναι ακίνδυνος. Ο δημιουργός είναι ο ακίνδυνος, αλλά η ενέργεια του είναι θετική.
Η σημερινή κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την μονοπώληση των αποφάσεων εθνικού και διεθνούς συμφέροντος από μερικά μόνο πρόσωπα, μαρτυρεί μια βαθιά κρίση. Ο λαός, στο όνομα του οποίου και χάρη στον οποίο πραγματοποιήθηκε η επανάσταση, βρίσκεται για άλλη μια φορά προδομένος, γιατί δεν είναι πάντοτε κύριος της τύχης του, γιατί αποκλείεται από την εξουσία προς όφελος μερικών ανθρώπων που αποφασίζουν για τη ζωή ή τον θάνατο των παιδιών του. Πρέπει να κάνουμε το παν για να δημιουργήσει ο ίδιος ο λαός την κυβέρνηση του, η οποία, σύμφωνα με την ανάλυση του Λένιν, πρέπει να εξαφανίζεται προοδευτικά για να μείνει μια κομμουνιστική κοινωνία χωρίς κεντρική εξουσία, χωρίς στρατό και αστυνομία και στην οποία τα μέσα παραγωγής και η λήψη των αποφάσεων θα είναι υπόθεση της ολότητας.
Θα επιθυμούσα την δημιουργία ενός συγχρονισμένου Κόμματος, που να στηρίζεται στις λαϊκές επιτροπές. Όταν ήμουν βουλευτής Πειραιά και πρόεδρος της νεολαίας Λαμπράκη, είχαμε πάρει την πρωτοβουλία να ιδρύσουμε λαϊκές επιτροπές για την υποστήριξη και την λύση συγκεκριμένων προβλημάτων. Είχαμε διαπιστώσει ότι συχνά όταν παρουσιαζόταν ένα πρόβλημα πολύ μεγάλο γι’ αυτές, οι μάζες είχαν την τάση να το «συνηθίζουν».
Η αντίφαση αυτή πρέπει να λυθεί, και να λυθεί με την ενέργεια των ίδιων των μαζών, πρέπει οι ίδιες οι μάζες να παίρνουν την πρωτοβουλία. Στην περιοχή του Πειραιά υπήρχε ένα εργοστάσιο τσιμέντου που δηλητηρίαζε το περιβάλλον και την ζωή των κατοίκων. Καλέσαμε τον λαό να συγκεντρωθεί στην είσοδο του εργοστασίου. Εκεί πήραμε το λόγο μόνο για να πούμε: « Εσείς πρέπει να δράσετε. Πρέπει να συγκροτήσετε μια λαϊκή επιτροπή και να αναλάβετε να λύσετε το πρόβλημα σας. Ο καθένας από σας μπορεί να παρουσιαστεί στο γραφείο που θα συντονίζει τον αγώνα ». Αμέσως μετά μίλησαν μερικοί και ακολούθησε ψηφοφορία.
Η πρώτη απόφαση που πάρθηκε ήταν να συγκεντρωθούν όσο ήταν δυνατόν περισσότερες πληροφορίες και προτάσεις σχετικά με την υπόθεση, ύστερα αποφασίστηκε να κινητοποιηθεί ο λαός και να γίνουν όλες οι κατάλληλες ενέργειες για την λύση του προβλήματος: συγκεντρώσεις, επιτροπές στα υπουργεία και ενδεχομένως πόλεμος εναντίον του εργοστασίου με την κύκλωσή του και παράλυση όλων των παραγόντων που δημιουργούσαν την μόλυνση. Η επιτροπή ανέπτυξε μια απίθανη δραστηριότητα. Ορισμένα μέλη της έγιναν δεκτά στα υπουργεία και οι γυναίκες κάθισαν στη μέση του δρόμου και εμπόδισαν τα φορτηγά να μπουν στο εργοστάσιο, σε σημείο που η αστυνομία αναγκάστηκε να επέμβει. Η επιτροπή λειτουργούσε σαν μια λαϊκή εξουσία μέσα στις λαϊκές μάζες και πήρε ηγετικό ρόλο. Δύο μήνες αργότερα, επισκέφτηκα την ίδια συνοικία. Η επιτροπή, που είχε κερδίσει την υπόθεση της, υποστηριζόταν από όλους τους κατοίκους της συνοικίας που τώρα της ανέθεταν νέα προβλήματα: έχουμε ανάγκη από ένα πάρκο για τα παιδιά στο τάδε μέρος και μια γέφυρα στο δείνα μέρος. Οι άνθρωποι ήταν σχεδόν έτοιμοι να δημιουργήσουν το πάρκο και να κτίσουν την γέφυρα. Ο λαός είχε συνειδητοποιήσει τα προβλήματα του και είχε αντιληφθεί ότι μπορούσε να συμβάλλει στην λύση τους.
«Εξουσία του λαού», σημαίνει ότι δημιουργείται ένα νέο σύστημα σχέσεων, που εξασφαλίζει πραγματικά την δημιουργική και υπεύθυνη συμμετοχή του λαού. Ο σημαντικότερος παράγοντας δεν είναι η στενή μαχητική δύναμη, αλλά η πλατύτητα της προετοιμασίας των μαζών. Πρέπει η τεράστια πλειοψηφία του λαού να θέλει την αλλαγή. Ο λαός είναι σαν την γυναίκα που θέλει να αποκτήσει παιδί. Για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να συλλάβει το παιδί.
– Σε ορισμένα σημεία πλησιάζετε αισθητά το κινέζικο σύστημα.
Στην συμπεριφορά των Κινέζων υπάρχουν εθνικιστικές και σωβινιστικές πλευρές που με εξοργίζουν. Για μένα, ένας τέλειος κομμουνιστής, δεν πρέπει να είναι φανατικός. Ο κομμουνιστής πρέπει να είναι ένας άνθρωπος ήρεμος, σοβαρός και με κρίση, να δέχεται κάθε συζήτηση και να διατηρεί την πίστη του και την ιδεολογία του χωρίς θρησκευτικό φανατισμό.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να είναι κανείς κομμουνιστής. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να είναι κομμουνιστής και ταυτόχρονα να τηρεί αρνητική στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Μπορεί να ασκεί κριτική στην Σοβιετική Ένωση, αλλά με το να την εντάσσει στις ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές χώρες, δείχνει τον πιο τυφλό φανατισμό.
Θεωρώ, ωστόσο, ότι τα προβλήματα των Κινέζων ηγετών είναι κάπως ιδιόμορφα στο μετρό που έχουν να κάνουν με τεράστιες λαϊκές μάζες. Βέβαιο είναι ότι οι Κινέζοι είναι αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε μορφωτικές μεθόδους που εμείς δεν γνωρίζουμε. Όταν είναι να μιλήσεις σε 800 εκατομμύρια ανθρώπους, πρέπει να μπορείς να επηρεάζεις αποτελεσματικά την φαντασία, να διεγείρεις συναισθήματα, να προκαλείς το μίσος και την αγάπη. Νομίζω, εξάλλου, ότι γι αυτόν τον λόγο ο Μάο καλλιέργησε την προσωπολατρεία, την αληθινή αυτή λατρεία για το άτομό του, γιατί έτσι μπορεί να εντυπωσιάζει τις μάζες για το καλό τους. Μπορούμε να πούμε ότι όλα τα μέσα είναι καλά όταν υπηρετούν μια καλή υπόθεση. Πρόκειται, όμως, για ένα επικίνδυνο παιχνίδι, Που μπορεί να έχει τις συνέπειες ενός μπούμερανγκ.
Οι Κινέζοι, χωρίς άλλο, αποτελούν την πιο μεγάλη ελπίδα του κόσμου. Ωστόσο, εγώ δεν αντιλαμβάνομαι έτσι τον κομμουνισμό. Αυτό που επικρίνω περισσότερο είναι η υπερβολική και επικίνδυνη συμπεριφορά των Κινέζων στις σχέσεις τους με τους Σοβιετικούς. Πιστεύω ότι όσο θα υπάρχουν ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός οι κομμουνιστές πρέπει να μένουν αδέλφια.
– Λέτε: «Δεν μπορεί κανείς να είναι κομμουνιστής και ταυτόχρονα να έχει αρνητική στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση». Μπορείτε να μας διευκρινίσετε τί εννοείτε;
Στην Ελλάδα, η αριστερά έχει φιλοσοβιετική παράδοση. Δεν εννοώ τους διανοούμενους αλλά το λαό, που ήταν το κατεξοχήν θύμα της αποικιοκρατίας των Άγγλων και του ιμπεριαλισμού των Αμερικανών. Στη χώρα μας, το να είσαι κομμουνιστής σημαίνει ότι φέρνεις ένα πολύ βαρύ φορτίο στην πλάτη σου, εκτίθεσαι σε πραγματικούς κινδύνους, δέχεσαι τους κεραυνούς του συστήματος, υφίστασαι τις διώξεις της αστυνομίας, δέχεσαι να γίνεσαι θήραμα των φασιστικών συμμοριών. Με τί αντιστάθμισμα; Με την τιμή μόνο ότι είσαι κομμουνιστής, με την ικανοποίηση ότι εργάζεσαι σύμφωνα με την ηθική, ότι συμβάλλεις στην εξέλιξη της ιστορίας και για το καλό της ανθρωπότητας. Αν δεν μετέχεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και δεν στηρίζεσαι καμιά φορά στα αδελφά κόμματα. Κάνεις ένα είδος αυτοκτονίας. Η Ελλάδα, εξάλλου, δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση. Περισσότερο όμως, ίσως, από κάθε άλλη χώρα, η ιστορία μας είναι στενά δεμένη με την ιστορία του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος. Όταν, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι κυβερνήσεις της δεξιάς επιδόθηκαν σε ένα αληθινό κυνήγι της μάγισσας, στην Σοβιετική Ένωση και στις λαϊκές δημοκρατίες πήγαμε να βρούμε καταφύγιο. Εξάλλου, κανένας δεν υποχρεώνει κανέναν να είναι με το μέρος κανενός. Ο κομμουνισμός συγχωνεύεται με την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και αν δεν συμφωνεί κανείς, παίρνει έναν άλλο τίτλο ή εγκαταλείπει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, όπως έκαναν ο Τίτο και ο Μάο, όπως έκαναν οι τροτσκιστές, όπως έκαναν και οι αριστεροί της Βενεζουέλας που δημιούργησαν το σοσιαλιστικό κίνημα.
Στην Ελλάδα είναι σήμερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό κόμμα του εσωτερικού ασκεί κριτική στην Μόσχα για τον φεουδαρχισμό της αλλά ωστόσο δεν είναι αντισοβιετικό. Αντίθετα μάλιστα, έκανε το παν και το βοήθησα όταν ήμουν μέλος του, για να αναγνωριστεί σαν κομμουνιστικό κόμμα από τους Σοβιετικούς και από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Είμαστε ακόμα επηρεασμένοι από την γοητεία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ωστόσο, πολλοί σκέφτονται ότι μπορεί να επαναληφθεί αλλά με διαφορετικό τρόπο αυτό που συνέβη πριν 60 χρόνια στην Ρωσία. Δεν είμαι πλέον πεπεισμένος γι’ αυτό. Ζούμε σε μια αληθινή επανάσταση, κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μία επανάσταση τεχνική, επιστημονική που συγκλονίζει την κοινωνία. Δεν διαθέτουμε πια ούτε θεωρία, ούτε φιλοσοφική και πολιτική ανάλυση που να βρίσκονται στο ύψος των περιστάσεων. Σήμερα διαπιστώνονται παράξενα πράγματα, όπως παραδείγματος χάριν η συμπεριφορά των Αμερικανών διανοούμενων που είναι πολύ πιο επαναστατική από την συμπεριφορά των αμερικανών εργατών ή ακόμα η ενεργός συμμετοχή της ελληνικής αστικής τάξης στον αγώνα εναντίον της δικτατορίας. Οι χθεσινές αντιφάσεις δεν καλύπτουν τις σημερινές.
– Τί γνώμη έχετε για τον ιστορικό συμβιβασμό που εισηγείται το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας;
Για τον ιστορικό συμβιβασμό; Από καιρό είναι αναγκαίος στην Ελλάδα. Στην Ιταλία, ο Μπερλινγκουέρ κατάλαβε ότι οι διεθνείς αντιφάσεις είχαν αλλάξει εντελώς σε σχέση με τα πρότυπα του παρελθόντος και ότι χρειαζόταν να εξασφαλιστεί η εθνική ενότητα του κάθε λαού.
Ο ιμπεριαλισμός έχει αλλάξει την τακτική του. Δεν περιορίζεται μόνο στην κατάκτηση και στην οικονομική και πολιτική κυριαρχία. Επιδιώκει επίσης και την πολιτιστική κατάκτηση και κυριαρχία. Οι Αμερικάνοι με την γλώσσα τους, την τεχνολογία τους, τις συνήθειες τους, την ακτινοβολία τους απευθύνονται στην ψυχή των λαών, την γλώσσα τους, τις συνήθειες τους, την υπόστασή τους. Πώς να το καταπολεμήσει κάνεις αυτό; Χρειάζεται αγώνας για την εθνική ενότητα, δηλαδή για το εθνικό συμφέρον.
Ο πνευματικός πολιτισμός και η γλώσσα παίζουν πρωταρχικό ρόλο, γι’ αυτό όλο και πιο πολύ γίνεται λόγος για πολιτιστική επανάσταση. Σημασία έχει σήμερα ο κάθε λαός να προχωρεί διατηρώντας ταυτόχρονα την προσωπικότητα του. Κάθε λαός, ακόμη και ο πιο μικρός, πρέπει να αγωνίζεται για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Έτσι, να συμβάλει με την ιδιοφυΐα του, στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Δεν πρέπει, κάτω από την αμερικανική αυτοκρατορία, όπως συνέβη με την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, να επικρατήσει το σκότος.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα ανάλυση της εθνικής ενότητας που πρέπει να γίνει ανάλογα με την θέση του καθενός από μας στον κύκλο της παραγωγής, ανεξάρτητα από τις εκλογικές μας προτιμήσεις. Οι Ιταλοί χριστιανοδημοκράτες είναι περίπου 12 εκατομμύρια, αλλά τα ενενήντα τοις εκατό από αυτούς είναι εκμεταλλευόμενοι. Φυσικό είναι το ιταλικό Κ.Κ τέλεια να αναζητά την προσέγγιση μαζί τους.
Οι Ιταλοί κομμουνιστές με τις τοπικές κυβερνήσεις έχουν ήδη εφαρμόσει ένα είδος σοσιαλισμού μέσα στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος. Θεωρώ όμως ότι ο αληθινός σοσιαλισμός δεν θα υπάρξει παρά μετά από μία επανάσταση που θα ισοπεδώσει όλες τις αστικές δομές. Φοβάμαι, όμως, ότι στην Ευρώπη, μια τέτοια επανάσταση δεν είναι αυριανή υπόθεση. Δεν είναι δυνατόν πλέον να υπολογίζει κανείς σε σοβιετική βοήθεια γιατί θα ακολουθήσει αμέσως αμερικανική επέμβαση, όπως εξάλλου θα ακολουθήσει και η αντίδραση της ευρωπαΐκής αστικής τάξης. Θεωρητικά οι Ιταλοί είναι πολύ προχωρημένοι. Αν όμως οι μεταρρυθμίσεις είναι παντού δυνατές, η επανάσταση... δεν είμαι σίγουρος.
Δεν βλέπω παρά μία μονάχα λύση για να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στην Ευρώπη. Να οργανωθεί όσο είναι δυνατόν πιο γρήγορα μία διεθνής αλληλεγγύη όλων των προοδευτικών κινημάτων, κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών. Σε κάθε χώρα, κομμουνιστές και σοσιαλιστές πρέπει να αρχίσουν να γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους και να γίνουν νέες προσπάθειες συνένωσης της αριστεράς, όπως στην Γαλλία, μ’ όλο που είναι εύθραυστη. Πρέπει να φτάσουμε σε ένα τέτοιο βαθμό συμμαχίας, ώστε η ενότητα να μην τιναχτεί στον αέρα σε περίπτωση ένοπλου αγώνα. Χρειάζεται, λοιπόν, μια μακρόχρονη εργασία για να εξουδετερωθούν οι διαφορές ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, αλλά και εκείνες που χωρίζουν τους ίδιους τους κομμουνιστές μεταξύ τους και τους ίδιους τους σοσιαλιστές μεταξύ τους.
– Η Πορτογαλία περνά από ένα πείραμα που στο τέλος μπορεί να καταλήξει σε επανάσταση.
Βέβαιο είναι ότι η Πορτογαλία περνά κρίσιμες στιγμές και ήδη έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Και στον τόπο μας έχουν γίνει εθνικοποιήσεις. Και στη Γαλλία επίσης. Και στην Ιταλία. Δεν πρόκειται παρά για μεταρρυθμίσεις. Όσο για την επανάσταση, πρέπει να έχεις τις λαϊκές μάζες πίσω σου και δεν ξέρω ακόμη καλά ποιά είναι η στάση των λαϊκών μαζών της Πορτογαλίας. Όλοι οι αγώνες που έχουν γίνει έως σήμερα θέτουν αντιμέτωπες διάφορες δυνάμεις της εξουσίας, το κομμουνιστικό κόμμα, το σοσιαλιστικό κόμμα, τους φιλελεύθερους, το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων και δεν είμαι πεπεισμένος ότι οι λαϊκές μάζες ρίχνουν μεγάλο βάρος σε αυτή την υπόθεση.
Η κατάσταση στην Πορτογαλία μου φαίνεται αρκετά ανησυχητική. Νά μια χώρα, που 50 ολόκληρα χρόνια έζησε σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που έμεινε στην μεγαλύτερη πολιτική καθυστέρηση και στην οποία η εξουσία έθεσε σε λειτουργία φανταστικά μέσα καταστολής και επιχείρησε να διαστρεβλώσει την λαϊκή συνείδηση. Πιστεύω, λοιπόν, ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή, πρέπει δηλαδή με κάθε θυσία να διατηρηθεί η ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων και των δυνάμεων που είναι ειλικρινά αντίθετες με το παλαιό καθεστώς, έστω κι αν βρεθούν αύριο αντιμέτωπες. Ο κυριότερος κίνδυνος για την Πορτογαλία, όπως άλλωστε και για την Ελλάδα, είναι να οργανωθεί μια φασιστική αντεπίθεση, που χωρίς άλλο θα υποστηριχθεί από τους Αμερικανούς.
– Θεωρείτε τον εαυτό σας ριζοσπάστη φιλόσοφο;
Είμαι συνθέτης και άνθρωπος της δράσης. Δεν νοείται όμως δράση χωρίς ανάλυση και σκέψη. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο έλαβα μέρος σε όλα τα γεγονότα που συγκλόνισαν την χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια. Πρέπει να πούμε ότι η ιστορία φάνηκε γενναιόδωρη μαζί μας. Είχαμε τον πόλεμο, την αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, δεκαεφτά χρόνια σκληρών αγώνων και ύστερα επτά χρόνια δικτατορίας. Όπως όλοι οι συμπατριώτες μου, σκέφτηκα πάνω σε πολλά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Όπως όλοι οι συνάδελφοι μου, δηλαδή οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι μουσικοί, έχω αναρωτηθεί πολλές φορές για την θέση του ανθρώπου στην κοινωνία και την μοίρα του. Έτσι, αν σήμερα εκφράζομαι με τρόπο που θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς φιλοσοφικό, είναι γιατί η σκέψη μου ωρίμασε ζώντας τα γεγονότα και γιατί πάντοτε ανέλυα κάθε γεγονός, πριν ακολουθήσω μία κατεύθυνση ή πριν δράσω. Ξέρω ότι όσο θα μπορούμε να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε σωστά στα γεγονότα, θα διατηρούμε την δυνατότητα να αλλάζουμε τις συνθήκες ζωής και να δημιουργούμε το μέλλον μας. Γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος. Η φιλοσοφία αυτή είναι ο καρπός μιας περιόδου αδιάκοπης δράσης και περιέχει το σπέρμα του μέλλοντος. Εδώ, όμως, πρέπει να επιμείνω στο γεγονός ότι η γραφή και η σκέψη που στηρίζεται σ’ αυτήν αποτελούν ένα ιδανικό, γιατί μας δείχνουν σε κάθε στιγμή ποιά είναι τα καθήκοντά μας, το χρέος μας. Αν κάθε μέρα επιτελούμε το καθήκον μας, αισθανόμαστε πιο ελεύθεροι.
- Είστε ένας καλλιτέχνης πολύ δημοφιλής και ένας πολύ επίμαχος πολιτικός... Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας, μούσα ή σειρήνα;
Για να είσαι σειρήνα πρέπει να βρίσκεσαι έξω από τη βάρκα. Εγώ, όμως, βρίσκομαι μέσα στην ίδια βάρκα που βρίσκεται ο καθένας. Για να είμαι μούσα, θα έπρεπε να εμπνέω τους άλλους, ενώ οι άλλοι είναι αυτοί που με εμπνέουν.
Τι κάνεις η σειρήνα: οδηγεί τον λαό, την νεολαία, προς μία μοιραία ακτή. Θα έπρεπε συνεπώς να εργάζομαι για πολύ ταπεινά συμφέροντα! Η γενιά μου και εγώ τα έχουμε δώσει όλα, εδώ και 30 χρόνια, για την απελευθέρωση του λαού μας. Ο μοναδικός αφέντης μας είναι ο λόγος. Απόδειξη ότι δεχόμαστε επιθέσεις από όλες τις πλευρές. Είμαι ένας άνθρωπος τελείως ανεξάρτητος. Είμαι ένας άνθρωπος απόλυτα ελεύθερος και το αίμα μου αντανακλά το πνεύμα του λαού. Το πνεύμα αυτό, το πνεύμα της ελευθερίας και των ελπίδων του λαού, εμπνέει την ελληνική νεολαία, ενισχύει τον νόμο της μέσα στον κόσμο που η ίδια αύριο θα οικοδομήσει. Δείχνει στη νεολαία αυτή ότι τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από την αλήθεια του ανθρώπου του αποφασισμένου να αγωνιστεί με όλα τα μέσα και να θυσιαστεί για τον θρίαμβο των ιδανικών του.
Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ
Η ψυχή της πατρίδας μου
είναι αυτός ο σπόρος
που άπλωσε ρίζες
πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τις θάλασσες και τα βουνά
και κρυφά βάφεις με αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Άμποτε νάρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε ποιητή, σε σε κράζω!
«Δύο βράχοι μονάχα μου είχαν μείνει: η μουσική και ο αγώνας του λαού μας. Γύρισα στην Αθήνα », γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, καθώς θυμάται την δεκαετία του 1950.
Το βράδυ εκείνο αδύνατο να πας στο γήπεδο του Πανιωνίου. Οι λεωφόροι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Σε μια ακτίνα τριών χιλιομέτρων το μποτιλιάρισμα είναι φοβερό. Αδύνατο να περάσουν τα αυτοκίνητα. Γύρω από το γήπεδο, ανάμεσα στους φυστικάδες, τους υπαίθριους σουβλατζήδες, τους μικροπωλητάδες που πουλούν μαξιλαράκια από νάιλον, οι θεατές, που έχουν εξασφαλίσει το εισιτήριο τους, άλλοι που ψάχνουν για τα ταμεία ή άλλοι που προσπαθούν να βρουν κανένα τρόπο για να μπουν τζάμπα, οικογένειες, συντροφιές, θεατές που έχουν ραντεβού μπροστά στο γήπεδο, τα αυτοκίνητα, τα καροτσάκια, τα ποδήλατα, όλοι σχηματίζουν ένα πλήθος που δεν ξέρεις αν ετοιμάζεται για γιορτή ή για εξέγερση.
Δεν πρόκειται για ποδοσφαιρική συνάντηση κορυφής αλλά για μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. 45.000 άτομα είναι εκεί και γεμάτοι ενθουσιασμό πλημμυρίζουν τις κερκίδες, τον αγωνιστικό χώρο. Η εξέδρα για την ορχήστρα, στολισμένη με λουλούδια στο κέντρο του γηπέδου, φαίνεται μικροσκοπική, σαν εύθραυστο νησάκι μέσα σε μία τρικυμισμένη θάλασσα από ανθρώπους, που καθώς βαδίζουν σε αντίθετες κατευθύνσεις σπρώχνονται, κραδαίνουν τα χέρια τους για να χαιρετίσουν ο ένας τον άλλον, φωνάζουν όταν αναγνωρίζουν κανένα γνωστό ή φίλο πάνω στις κερκίδες, κάθονται, ανασηκώνονται, αδημονούν.
Συναυλία, λαϊκό πανηγύρι, πολιτική συγκέντρωση, γιορτή, λειτουργία για την ελευθερία ή αρχή της πολιτιστικής επανάστασης;
– Συχνά κάνετε λόγο για τον ρόλο που παίζει η κουλτούρα. Αναφέρετε μάλιστα και την πολιτιστική επανάσταση. Τί εννοείτε με τη λέξη κουλτούρα;
Η κουλτούρα δεν είναι πια συσσώρευση γνώσεων, αποθήκευση σκέψεων, ιδεών, εννοιών, πολιτιστικού υλικού στην μουσική, την ποίηση ή οπουδήποτε αλλού. Δεν πρόκειται για καταναλώσιμο προϊόν. Κουλτούρα είναι η συμμετοχή σε μία ομαδική κίνηση και η ανάπτυξη μιας ιδιότητας που υπάρχει μέσα μας. Είναι η θέση μας απέναντι στη ζωή, στη ζωή σαν αφηρημένη, φιλοσοφική έννοια και σαν συγκεκριμένη, άμεση και καθημερινή έννοια. Πρόκειται για την ηθική, πνευματική και αισθηματική συμπεριφορά του ατόμου μπροστά στα προβλήματα που του θέτουν η ζωή, η ιστορία και η σκέψη. Κατά την άποψή μου, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να εκπληρώσει τον προορισμό του παρά μόνο αν ξεπεράσει τα όρια του καταναλωτή, για να πάρει πρωτοβουλία με την δημιουργία του, ή με την συμμετοχή του στην δημιουργία. Κατά τη γνώμη μου, ιδανικό παράδειγμα αποτελεί η Αθήνα στην εποχή του Περικλέους. Οι Αθηναίοι είχαν κατορθώσει η πολιτεία να τους δίνει θεάματα και όχι οποιαδήποτε θεάματα. Βρίσκονταν από το πρωί ως το βράδυ στο θέατρο, πρώτα γιατί είχαν συσταθεί οι διαγωνισμοί, που βράβευαν τους συγγραφείς. Η ελλανόδικη επιτροπή αποτελούνταν από το κοινό και όχι από αναγνωρισμένος κρητικούς. Και, ύστερα, τα γεγονότα που τους παρουσίαζαν στο θέατρο αναφέρονταν τα περισσότερα σε βιώματά τους. Οι Πέρσες του Αισχύλου, παραδείγματος χάριν θύμιζαν ένα πρόσφατο παρελθόν, για το οποίο ο καθένας είχε την προσωπική του γνώμη. Υπήρχε συνεπώς διάλογος μεταξύ συγγραφέων και κοινού. Από την ανταλλαγή αυτή δημιουργούνταν πραγματικά συλλογικά έργα, χάρη στα οποία ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης ή ο Αριστοφάνης μπορούσα να προχωρούν και οι συμπολίτες τους να ικανοποιούνται καλλιτεχνικά. Με τον τρόπο αυτόν το άτομο μπορεί να βρίσκει την ισορροπία του.
Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να εκφράζεται. Αισθάνεται πείνα, που δεν είναι μόνο υλική. Όταν ένας πρωτόγονος άνθρωπος χορεύει ή κατασκευάζει ένα τοτέμ, αυτό γίνεται γιατί νιώθει γι αυτό μια ζωτική ανάγκη. Ο άνθρωπος αναπτύσσεται προς δύο ταυτόχρονες κατεύθυνσεις, την υλική και την πνευματική. Ο δυαδισμός αυτός είναι εντυπωσιακός στους πρωτόγονους πολιτισμούς. Στη νήσο Μπαλί παραδείγματος χάριν, ο πληθυσμός που δεν έχει πειραχτεί ακόμα από την καπιταλιστική ιδεολογία έχει δημιουργήσει μια ισορροπία στο υλικό σύστημα και το πνευματικό σύστημα. Κάθε χρόνο, κάθε χωριό δημιουργεί ένα μελόδραμα, στο οποίο μετέχει το κάθε μέλος της κοινότητας προσφέροντας έτσι την συμβολή του. Βρίσκουμε αυτή την ισορροπία και στα χωριά άλλων περιοχών του κόσμου, όπου όλοι μετέχουν σε μία σειρά από εκδηλώσεις, όπως οι θρησκευτικές, οι λαϊκές γιορτές και τα πανηγύρια. Η συμμετοχή του καθενός έχει σχέση με την επεξεργασία της μουσικής, του χώρου, των κοστουμιών, του ντεκόρ και λοιπά. Και εδώ επίσης υπάρχει ισορροπία. Η ισορροπία αυτή όμως παύει να υπάρχει μόλις ο εκφραστής, ο μάγος, εγκαταλείψει την κοινότητα. Πριν από αυτόν, ο αρχηγός που έγινε πρίγκιπας είχε εγκαταλείψει την κοινότητα και επειδή αγαπάει τη μουσική, το χορό, την ζωγραφική, φωνάζει τον μάγο κοντά του. Και ο Μότσαρτ εγκαταλείπει το χωριό του. Οι καλλιτέχνες, σιγά-σιγά, έχουν φύγει γυρίζοντας την πλάτη τους στη λαϊκή μουσική για να αφιερωθούν στους πρίγκιπες και στους ισχυρούς. Έτσι δημιουργήθηκε η έλλειψη ισορροπίας. Οι μάζες αιμορραγούσαν, αφήνοντας την μεγαλοφυία τους να πάει στην αυλή των πριγκίπων του γαλάζιου αίματος στην αρχή, των πριγκίπων της Εκκλησίας ύστερα και των πριγκίπων του χρήματος στο τέλος. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε μια τέχνη καμωμένη για τους πρίγκιπες και τους αστούς, ενώ ο λαός πρέπει στο εξής να ικανοποιείται με τα απορρίμματα που θα του πετούν. Ωστόσο, ο λαός αυτός διατηρεί ένα δικό του πνευματικό πολιτισμό, ο οποίος όμως φτωχαίνει μέρα με την ημέρα, γιατί η αστική τάξη και η κοινωνία του κέρδους, που είναι όλο και πιο άπληστες, του αποσπούν και τους τελευταίους του μάγους. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί ότι τα χωριά αδειάζουν ενώ οι κάτοικοι τους μαζεύονται στις πόλεις, όπου δεν έχουν πια την δυνατότητα να εκφράζονται.
Η αστική κουλτούρα βρήκε το δρόμο της, την λειτουργία της που δεν έχει καμία σχέση με την κουλτούρα της λαϊκής μάζας, στην οποία επιφυλάσσουν γλυκανάλατα μυθιστορήματα και ασμάτια, υποπροϊόντα της κουλτούρας. Ποιός πηγαίνει στη συμφωνική συναυλία ή στο θέατρο; Ποιός αγοράζει βιβλία, δίσκους κλασσικής μουσικής; Ποιός συχνάζει στις εκθέσεις ζωγραφικής ή γλυπτικής; Στην Γαλλία π.χ., πόσοι από τα πενήντα εκατομμύρια των κατοίκων της πηγαίνουν στην συναυλία; Δέκα χιλιάδες; Ίσως πενήντα χιλιάδες άτομα. Μόνο αυτά ή σχεδόν μόνο αυτά επωφελούνται απο τις επιχορηγήσεις του υπουργείου Πολιτισμού και έχουν τους κριτικούς τους. Για τους ανθρώπους αυτούς οι εφημερίδες αφιερώνουν ολόκληρες στήλες, δημοσιεύουν αναλύσεις, συζητήσεις,άρθρα... Πενήντα χιλιάδες στα πενήντα εκατομμύρια! Στο μεταξύ, οι άλλοι αποκλείονται γιατι δεν τους εχει δοθεί η δυνατότητα να μάθουν, να καταλάβουν και ν' αγαπήσουν το εργο Τέχνης. Εν τούτοις οι περισσότεροι απ' αυτούς έχουν βγάλει Γυμνάσιο, έχουν πάει στο Πανεπιστήμιο, είχαν όλες τις δυνατότητες να λατρεύουν τη μουσική του Μπετόβεν. Με μια εργασία σε βάθος, ο Μπετόβεν θα μπορούσε να είναι προσιτός στις λαϊκές μάζες.
Η ζωντανή τέχνη δεν είναι ένα άκαμπτο πρότυπο. Δεν είναι κάτι το αφηρημένο που το θαυμάζεις, αλλά κάτι με το οποίο ταυτίζεσαι, με το οποίο διαλέγεσαι. Σήμερα, οι αστοί, αφού έχουν λύσει τα υλικά τους προβλήματα, μπορούν να διαλέγονται με τον καλλιτέχνη. Οι Ραβέλ, οι Ντεμπυσσύ, οι Στραβίνσκι γίνονταν δεκτοί στα μεγάλα παρισινά σαλόνια και ετσι οι αστοί συμμετείχαν. Πώς δημιουργήθηκε η μορφή της σονάτας; Από ενα διάλογο ανάμεσα στον μουσικό και το κοινό του, που στην εποχή του ήταν η ιταλική ή η γερμανική αριστοκρατία. Ποιά μορφή θα γεννηθεί από τον διάλογο ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τις λαϊκές μάζες της Γαλλίας; Να το ερώτημα που πρέπει να τεθεί. Νέες μορφές πρέπει να βρεθούν, αυτό είναι σίγουρο. Οι καλλιτέχνες, όμως, φοβούνται μήπως δεν πάρουν σειρά στη γραμμή των μεγάλων συνθετών, μετά τους Σοπέν, Ντεμπυσσύ, Στραβίνσκι κ.α. Κι όλο αυτό είναι φταίξιμο των καλλιτεχνών, που δεν ενδιαφέρονται για τις επιθυμίες των μαζών, για την κουλτούρα τους, για τα ερωτήματά τους, για τους προβληματισμούς τους.
- Θεωρείτε ότι οι καλλιτέχνες είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι;
Οι καλλιτέχνες είναι βασικά υπεύθυνοι, σίγουρο όμως είναι ότι δεν ευθύνονται μόνο αυτοί. Ο Μάρξ και ο Λένιν είχαν και οι δύο δώσει σημαντική θέση στην διαδικασία της δημιουργίας του σοσιαλιστικού κράτους. Με τα χρόνια όμως η κουλτούρα βρέθηκε σε δεύτερο πλάνο. Σήμερα στα κομμουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών η κουλτούρα και η πολιτιστική επανάσταση έχουν παραμεριστεί. Εκτός από ανθρώπους όπως οι Τρότσκι, Φίσερ, Γκράμσι και Γκαροντί κανένας θεωρητικός δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την κουλτούρα. Τώρα πια δεν γίνεται λόγος παρά μόνο για οικονομία και για κοινωνική στρατηγική. " Όσο για την κουλτούρα, θα καταπιαστούμε μ'αυτή όταν θα καταλάβουμε την εξουσία ". Αυτά περίπου λένε οι σημερινοί μαρξιστές. Δεν συμφωνώ με αυτήν την άποψη. Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας χωρίς πολιτιστική επανάσταση θα καταλήξει σε ενα υποκατάστατο του σοσιαλισμού, σε ένα νεοσταλινισμό. Δεν πρέπει να περιμένουμε τις κοινωνικές μεταβολές για να αρχίσουμε την πολιτιστική επανάσταση. Αν θέλουμε ο άνθρωπος να γίνεται όλο και περισσότερο άνθρωπος, να απελευθερωθεί από την δουλεία της εργασίας - και τώρα είναι δυνατό πια αυτό - πρέπει να πάρει τις τύχες του στα χέρια του, πρέπει να καλλιεργήσει και να ικανοποιήσει την φιλοσοφική και αισθητική του παρόρμηση. Η τέχνη έχει ταξικό χαρακτήρα και είτε το θέλουμε είτε όχι, εμείς φέρουμε την κληρονομιά της τέχνης της αστικής τάξης. Η τέχνη όμως αυτή βρίσκεται σε αδιέξοδο, στο ίδιο αδιέξοδο όπου βρίσκεται και η αστική τάξη. Η κρίση πέρασε στην τέχνη, και το δράμα έγκειται στο γεγονός ότι οι κομμουνιστές καλλιτέχνες ζούν την κρίση αυτή στην δημιουργία τους.
Ωστόσο, σήμερα, οι λαϊκές μάζες κτυπούν την πόρτα της τέχνης και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Ζούμε σε μια περίοδο ρήξης των σχέσεων, που σήμερα μονάχα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε. Μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο η αστική τάξη έπαψε να αποτελεί πρότυπο πολιτισμού. Στην διαδικασία της δημιουργίας βρίσκονται μια νέα αντίληψη για την ζωή και μια νέα φιλοσοφία, που έχουν ποτιστεί από τον αγώνα των λαϊκών μαζών για την συμμετοχή τους στην εξουσία και για την απελευθέρωσή τους. Η νέα αντίληψη για την ζωή και η νέα φιλοσοφία είναι φορείς μιας πρωτότυπης κουλτούρας. Δυστυχώς, δεν είμαι πεπεισμένος ότι οι κομμουνιστές του 1975 βρίσκονται στην αναζήτηση ή ακολουθούν αυτήν τη νέα φιλοσοφία. Η σημερινή τους εργασία είναι καθαρά ποσοτική: αντικειμενικός σκοπός είναι ο έλεγχος των μηχανισμών που έχει τοποθετήσει η αστική τάξη. Η αληθινή εξουσία, όμως, δεν έγκειται στον έλεγχο των μηχανισμών, βρίσκεται στην κατάκτηση της λαϊκής ψυχής και περνά μέσα από την κουλτούρα του λαού. Πρέπει, δηλαδή, να δοθεί στις λαϊκές μάζες αυτό που έχει κλέψει από αυτές η αστική τάξη. Το ζήτημα όμως δεν είναι οι λαϊκές μάζες να πάρουν στα χέρια τους τις μορφές της αστικής τέχνης. Αντίθετα μάλιστα. Οι αστοί ένιωσαν την ανάγκη να χτίσουν νέους ναούς που ονομάστηκαν θέατρα, μουσεία, συμφωνικές ορχήστρες και τα λοιπά. Παίρνοντας κάνεις αυτούς τους ναούς θα ήταν σαν να έπαιρνε την ψυχή και το σώμα της αστικής τάξης. Ο λαός πρέπει να ξεπεράσει αυτούς τους ναούς, να γυρίσει πίσω στις πηγές και να χτίσει καινούργιους κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.
Ο λαός δεν είναι μόνο δημιουργός της υπεραξίας. Έχει επίσης ηθικές, αισθητικές και πνευματικές αρετές. Πώς θα τις κάνουμε να εκφραστούν: δίνοντας πρώτα καινούργια ζωή σε αυτό που μένει από την λαϊκή κληρονομιά. Και προπαντός ενσωματώνοντάς το στην καθημερινή ζωή. Δίνοντας ύστερα στον λαό την δυνατότητα να εκφραστεί.
– Με ποιό τρόπο;
Καθήκον του καλλιτέχνη, του φιλοσόφου, του πνευματικού ανθρώπου είναι να καθορίσει τον τρόπο. Αλλά και ο ίδιος δεν θα βρει τον τρόπο αν δεν κόψει τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει αποκλειστικά με την αστική τέχνη. Η τελευταία βέβαια δεν απορρίπτεται στο σύνολό της, αλλά δεν πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί μοναδικό πρότυπο. Στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν κανόνες. Είναι αποκλειστικά ζήτημα διαίσθησης και ιδεολογίας. Ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει τις δικές του εκτιμήσεις και να χρησιμοποιεί τις δικές του εμπειρίες για να αρχίσει τον διάλογο με τις μάζες χωρίς να πέσει στην δημοκοπία. Οι λαϊκές μάζες, στις καπιταλιστικές προπαντός χώρες, που υπονομεύονται με τα υποπροϊόντα του πνεύματος, αξίζουν αυτή την προσπάθεια. Η λαϊκές μάζες πρέπει να νιώσουν ξανά ότι προσέχουν τα ενδιαφέροντά τους, πρέπει να νιώσουν ξανά συγκίνηση, να συγκλονιστούν σε σημείο να ξαναβρούν την δυνατότητα να ταυτιστούν με το έργο, δηλαδή να εκφραστούν.
Σήμερα δύο μόνο τέχνες επιτρέπουν τον διάλογο με τις μάζες: ο κινηματογράφος και το λαϊκό τραγούδι. Ορισμένες κινηματογραφικές ταινίες είναι συγκλονιστικές και και δημιουργούν καταστάσεις στις οποίες είναι αδύνατον να μην ταυτιστείς. Πρόκειται για την κάθαρση που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη και την εκπλήρωση της προσωπικότητας. Ορισμένα τραγούδια, επίσης, είναι τέτοια που αδύνατο είναι να μη γίνεις ένα μαζί τους. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις και η αφομοίωση είναι καμιά φορά δυνατή και με ορισμένα θεατρικά έργα, με ορισμένα ποιήματά... Πρόκειται όμως για εξαίρεση, γιατί αν ήταν ο κανόνας, αν υπήρχε μια μεγάλη κίνηση στο θέατρο, στην ποίηση και στις εικαστικές τέχνες, που να αγγίζει την λαϊκή ψυχή όσο οι κινηματογραφικές ταινίες και τα τραγούδια, τότε θα είχαμε την κοινωνία του νέου πολιτισμού.
– Όμως οι δίσκοι, οι κινηματογραφικές ταινίες, οι εκπομπές της τηλεόρασης, τα βιβλία, παραμένουν καταναλώσιμα αγαθά. Υπάρχει ένας δημιουργός και εκατομμύρια «καταναλωτές, που δεν μετέχουν στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και τον λαό είναι σύνθετη. Ο λαός δεν είναι άμεσα δημιουργός. Μετέχει στην δημιουργία του καλλιτέχνη. Το ίδιο και στην λαϊκή τέχνη, ο λαός δεν δημιουργεί άμεσα. Εκφράζεται μέσα από ένα άτομο ιδιαίτερα προικισμένο για την μουσική, για το χορό, για την ζωγραφική και λοιπά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ρόλος του λαού δεν είναι καθοριστικός, γιατί αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του καλλιτέχνη. Ο λαός δεν είναι παρών σαν συνομιλητής μόνο στην αισθητική του εκλογή. Με τους αγώνες του, με τις ελπίδες του, με την διαρκή αναζήτηση της προόδου, τις αντίθεσεις του, τις αγάπες και τα μισή του και προπαντός με την ακατανίκητη ορμή του για την ελευθερία, εμπνέει και κατευθύνει τον δημιουργό. Όταν το έργο δημιουργηθεί, μόνο ο λαός θα το κρίνει, θα το αποδεχτεί ή θα το απορρίψει, θα το κάνει να γίνει ή να μη γίνει αθάνατο έργο. Μπορεί, δηλαδή, ο λαός να υιοθετήσει ένα τραγούδι, να το μάθει απ’ έξω και να το τραγουδά ή να το αγνοήσει ή να το απορρίψει. Ο λαός καθορίζει τα κριτήρια και οδηγεί με την κρίση του τον καλλιτέχνη στην δημιουργία του. Ξέρω προσωπικά ότι αν ήμουν μόνος θα έκανα τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά που κάνω. Νά, αυτή είναι η συμμετοχή του λαού. Αυτή είναι η δημιουργική του επίδραση. Η συμβολή του είναι απαραίτητη και τα κριτήρια του αναμφισβήτητα στο μετρό που καθορίζονται από τα ζωτικά του συμφέροντα. Όταν ο λαός αγαπά κάτι, έχει απίθανες απαιτήσεις. Φυσικά στο σύγχρονο κόσμο ο διάλογος αυτός δεν είναι εύκολος, αλλά τα πάντα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να γίνει δυνατός.
Στην Ελλάδα ανακαλύψαμε και πάλι την λαϊκή συναυλία, που επιτρέπει την άμεση επαφή ανάμεσα στο δημιουργό και στο λαό. Επρόκειτο για ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα εμπρός.
– Σήμερα, όμως, με την επίδραση που ασκεί το συνεχές σφυροκόπημα της διαφήμισης, ο λαός εξακολουθεί πράγματι ακόμη να έχει την ικανότητα να κρίνει;
Φυσικά η αστική τάξη κάνει ότι είναι στο χέρι της για να διαφθείρει το λαϊκό αισθητήριο και να αποβλακώσει τις μάζες προσφέροντας σε αυτές υποπροϊόντα του πνεύματος. Η αστική τάξη χρησιμοποιεί τα υποπροϊόντα αυτά του πνεύματος για ηρεμιστικά, για να ναρκώσει τον λαό αυτόν που μοχθεί και να τον κάνει να ξεχνά την επανάσταση. Πιστεύω, όμως, ότι δεν μπορεί για πολύ καιρό να παραπλανά τον λαό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ρόλος ενός άλλου φαινομένου. Πρόκειται για τον ρόλο που παίζει το κέρδος. Ζούμε μέσα σε ένα κόσμο στον οποίο το κέρδος παίζει καθοριστικό ρόλο και όταν βρεθούν μπροστά σε ένα λαϊκό έργο οι καπιταλιστές αντιμετωπίζουν το δίλημμα: να κερδίσουν χρήματα διαδίδοντας ταυτόχρονα τον σπόρο της επανάστασης που αργά ή γρήγορα θα αμφισβητήσει τα προνόμια τους ή να μην κερδίσουν χρήματα για να μην υπονομεύσουν μόνοι τους τις θέσεις τους. Για την ώρα, η εκλογή έχει γίνει: κερδίζουν χρήματα. Μπορεί, όμως να τους προωθησει κάνεις προς αυτή την αντίφαση.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν αληθινές δυσκολίες για την διάδοση ενός λαϊκού έργου τέχνης στις καπιταλιστικές χώρες, εκτός απ’ όταν το έργο εμφανίζεται σαν πολύ επικίνδυνο. Αναρωτιέμαι παραδείγματος χάριν αν η απότομη παρακμή των Μπήτλς ήταν πραγματικά τυχαία ή αν προκλήθηκε σκόπιμα, όταν τα επιτελεία των μεγάλων μονοπωλίων αντιλήφθηκαν ότι με τη μουσική του μεγαλοφυία το αγγλικό αυτό συγκρότημα παρέσυρε τη νεολαία όλο του κόσμου σε ένα δρόμο επικίνδυνο για την αστική τάξη.
– Κατατάσσετε, λοιπόν, τους Μπήτλς στην κατηγορία των λαϊκών δημιουργών;
Οι Μπήτλς έδωσαν στη νεολαία μια κουλτούρα που της έλειπε. Και πρώτα πρώτα, δημιούργησαν τραγούδια αληθινά, γεμάτα έμπνευση και αναμφισβήτητα προερχόμενα από την λαϊκή κληρονομιά. Έπειτα, σίγουρο είναι ότι ήταν ταλαντούχοι και ήταν προικισμένοι με πραγματική μουσική ιδιοφυΐα. Τέλος, είχαν μια εκτέλεση εκπληκτική. Πρότειναν, λοιπόν, στην νεολαία μια δική της αισθητική που της έλειπε και η νεολαία ένιωσε γι αυτό μια απέραντη υπερηφάνεια. Τώρα πια, η νεολαία είχε δική της μουσική, μια μουσική που δεν ήταν κοινότοπη. Δώστε στο λαό κάτι που να έχει ποιότητα και αυτός νιώθει υπερηφάνεια. Ένας υπερήφανος λαός ζητά περισσότερα, είναι πιο απαιτητικός. Συνειδητοποιεί τα δικαιώματα του. Οι Μπήτλς ανέλαβαν μια πολιτική ευθύνη δημιουργώντας μία υπεύθυνη νεολαία. Μελετώντας κανείς τα θέματα που ανέπτυξαν στα τραγούδια τους, μπορεί να διακρίνει επικρίσεις εναντίον της θρησκοληψίας, εναντίον του κατεστημένου, εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ… Όλα αυτά δεν μπορούσαν να μην προκαλέσουν μια προοδευτική κίνηση. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δέχτηκαν την επίθεση της αμερικανικής κυβέρνησης. Η τελευταία πήρε αφορμή από το αστείο που είπε ένας από τους Μπήτλς περί θεού, για να προκαλέσει ένα άνευ προηγουμένου σαμποτάζ της περιοδείας τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με την τραγουδίστρια Joan Baez. Που αντιμετώπισε πάντοτε διάφορες δυσκολίες από τις αμερικανικές αρχές, με διάφορα προσχήματα. Ή ακόμα με τον Μπομπ Ντίλαν. Που είναι επίσης μια αληθινή λαϊκή μουσική μεγαλοφυία με αυτά που εκφράζει, με μία ποίηση και μία μουσική αξιοσημείωτες, που δημιουργούν μία κίνηση αμφισβήτησης της εξουσίας των μονοπωλίων, η οποία φυσικά δεν άργησε να αντιδράσει επιχειρώντας να τον εξουδετερώσει, όπως έκανε και με το κίνημα των χίπις: επρόκειτο για ένα κίνημα αμφισβήτησης του συστήματος. Και το σύστημα έπνιξε κυριολεκτικά αυτό το κίνημα, με τα ναρκωτικά και την διαφθορά.
Οι Μπήτλς, η Τζόαν Μπαέζ, ο Μπομπ Ντίλαν, η κίνηση των χίπις και τώρα η μουσική ποπ, καταδικάζονταν ωστόσο σε παρακμή, γιατί οι δημιουργίες τους δεν στηριζόταν σε μία πολιτική διάρθρωση όπως και το γαλλικό κίνημα του 1968. Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι με το με τον Μπομπ Ντίλαν και τους Μπήτλς, για να αναφέρουμε μόνο αυτούς, δεν βρισκόμαστε στην αρχή μιας λαϊκής τέχνης. Και άμεση συνέχειά τους ήταν η «Χαίρεσαι» («Τρίχες»),που είναι μια σύγχρονη λαϊκή τραγωδία.
Οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές της αρχαίας Ελλάδας, δημιουργούσαν έργα στηριζόμενοι σε μύθους που ήταν οικείοι και στους οποίους πρόσθεταν διονυσιακά τραγούδια. Και οι συγγραφείς του έργου «Τρίχες », χρησιμοποίησαν μύθους της εποχής μας, τους νέγρους, τους ομοφυλόφιλους, την αμερικανική σημαία, το Βιετνάμ, το χασίς και λοιπά, όλα τα πράγματα που συγκλονίζουν την νεολαία. Προσθέτοντας λαϊκή μουσική δημιούργησαν μια εκπληκτική σύγχρονη τραγωδία. Ανάλογη γραμμή ακολούθησα γράφοντας το τραγούδι «Του νεκρού αδελφού». Χρησιμοποίησα τα δύο βασικά στοιχεία της αρχαίας αθηναϊκής τραγωδίας: τον μύθο και την λαϊκή μουσική. Χρησιμοποίησα τον μύθο της σύγχρονης εποχής (που για μας τους Έλληνες είναι ο εμφύλιος πόλεμος) με τη μορφή σύγχρονων λαϊκών τραγουδιών.
Στην περίπτωση των «Τριχών» όμως, βρίσκει κανείς τις αδυναμίες που επισήμανα προηγουμένως: την έλλειψη πραγματικής πολιτικής θέλησης. Για μια φορά ακόμα, οι καλλιτέχνες σταμάτησαν στη μέση του δρόμου, όπου έφτασαν μάλλον από διαίσθηση, παρά από ιδεολογία. Θα πρέπει, τώρα, χωρίς να χάσουν τις λαϊκές ρίζες που βρήκαν, να προχωρήσουν προς την δημιουργία έργων όλο και πιο διαρθρωμένων, έργων όλο και πιο φιλόδοξων, όλο και πιο πολιτικοποιημένων, που να εκφράζουν ολότελα την λαϊκή ψυχή, είτε αμερικανική, είτε ελληνική ή οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας.
– Πώς εξηγείται το ότι στις ανατολικές χώρες η μουσική ποπ θεωρείται μουσική της παρακμής, απόδειξη της αποσύνθεσης του καπιταλισμού;
Δε νομίζω, ότι αυτή είναι η γνώμη της σοβιετικής νεολαίας, τουλάχιστον έτσι όπως την είδα στα ταξίδια μου εκεί. Το σημερινό πρόβλημα των σοσιαλιστικών χωρών είναι ότι η νεολαία είναι ολότελα υποταγμένη στην δυτική μουσική, φτάνοντας στο σημείο και να απαρνηθεί την δική της μουσική παράδοση. Όταν πήγα το 1966 στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, όπου φοιτούν περί τους 70.000 νέοι, οι φοιτητές οργάνωσαν μια γιορτή προς τιμήν μας. Μας παρουσίασαν τρεις ορχήστρες. Η μία έπαιξε τζαζ σε στυλ «Νέας Ορλεάνης», η δεύτερη έπαιξε τζαζ του στυλ «Σοφιστικέϊτεντ» και η τρίτη ήταν τζαζ κι αυτή, τύπου «ποπ». Καμιά τοπική δημιουργία.
Θυμούμαι πως, στο ίδιο ταξίδι, μου ζήτησαν να γράψω την μουσική για ένα νέο χορό, που είχαν δημιουργήσει σε στυλ συρτάκι. Αρνήθηκα. Θα επρόκειτο για μία αληθινή εργασία εργαστηρίου ξεκομμένη από την πραγματικότητα. Αυτό μοιάζει λίγο με τη μόδα. Όταν το 1957 φορούσα παντελόνι μπλουτζήν στη Μόσχα, και εγώ δεν ξέρω πόσοι νέοιμου πρότειναν να το αγοράσουν!
Υπάρχει, όμως, και άλλο ένα πρόβλημα στις σοσιαλιστικές χώρες, που μου φαίνεται το ίδιο σοβαρό. Η νέα κοινωνία έκανε πολλά για τους καλλιτέχνες, δημιουργώντας ενώσεις στους κόλπους των οποίων βρίσκουν όλα όσα χρειάζονται και μέσω των οποίων ελέγχουν τις αίθουσες συναυλιών, τα θέατρα, τους εκδοτικούς οίκους και λοιπά. Χάρις στις ενώσεις αυτές, ο καλλιτέχνης δεν έχει κανένα υλικό πρόβλημα. Μπορεί να ζει με σημαντική άνεση και αν είναι δημοφιλής, αν σημειώνει μεγάλη επιτυχία, μπορεί να έχει διαμέρισμα, να απολαμβάνει ένα,δύο ή τρία σπίτια στην εξοχή, στο βουνό ή στη θάλασσα. Αν αποφασίσει να πάει να εργαστεί μερικές μέρες, οπουδήποτε, το ταξίδι του με επιστροφή θα είναι δωρεάν γι’ αυτόν και για την οικογένειά του. Κι εκεί θα έχει στη διάθεση του σπίτι, πιάνο και ότι άλλο έχει ανάγκη. Δυστυχώς, διαπιστώνω ότι οι δικοί μας καλλιτέχνες, που δεν έχουν τις ίδιες ευκολίες και οι περισσότεροι από τους οποίους είναι πολύ πιο φτωχοί, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στις μάζες απ’ ότι οι καλλιτέχνες των σοσιαλιστικών χωρών. Οι τελευταίοι, με τις τόσες ευκολίες που έχουν, φτάνουν στο σημείο να χάνουν το κριτικό πνεύμα, δεν έχουν πια ανησυχίες. Και διαπιστώνω ότι σε αυτές τις χώρες, στις οποίες οι μεγαλοφυΐες αφθονούσαν, το επίπεδο της δημιουργίας είναι σήμερα χαμηλό. Φυσικά, μπορεί κανείς να δώσει μια εξήγηση στην τελευταία αυτή η παρατήρηση με το γεγονός ότι, όπως και στη Δύση, η πιο προικισμένοι νέοι έχουν την τάση να κατευθύνονται προς τις θετικές επιστήμες προς την τεχνολογία και την τεχνοκρατία, προς τις θεές της εποχής μας. Έτσι, η νεαροί Μπετόβεν γίνονται φυσικομαθηματικοί. Έμεινα, ωστόσο, με την εντύπωση ότι στις σοσιαλιστικές χώρες η καλλιτεχνική δημιουργία είναι άρρωστη.
Προσωπικά, ξεχωρίζω δύο μεγάλες κατηγορίες στους σύγχρονους μουσικούς των σοσιαλιστικών χωρών. Τους καλλιτέχνες που ακολουθούν την διεθνή κίνηση και τους καλλιτέχνες που κάνουν φολκλόρ. Οι πρώτοι θέτουν πολλά ερωτηματικά στην δημιουργική τους πορεία. Ας πάρουμε τον Σοστακόβιτς και τον Στραβίνσκι. Ο Στραβίνσκι, που δεν ήταν κομμουνιστής, κάθε άλλο μάλιστα ακόμα και που πέρασε τη ζωή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκεται πιο πολύ κοντά στην ψυχή του λαού. Ο Στραβίνσκι κατάλαβε πολύ καλύτερα την εξέλιξη της ρωσικής λαϊκής μουσικής από τον Σοστακόβιτς. Ακολουθώντας τον δρόμο της σχολής των Πέντε και κυρίως των Μουσόργκσκι. Ο Σοστακόβιτς, ωστόσο κι αυτός είναι μεγαλοφυία, κλείστηκε στην τεχνοτροπία των Ευρωπαίων συμφωνιστών και δωδεκαφωνιστών, που βρίσκονται εντελώς έξω από την ρωσική μουσική παράδοση. Και η τάση αυτή να ακολουθούνται οι μουσικοί της Δύσης είναι σχεδόν γενικευμένη μεταξύ των συνθετών των σοσιαλιστικών χωρών, σε βάρος των μουσικών παραδόσεων των χωρών τους, σε βάρος δηλαδή του διαλόγου που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι ίδιοι με τις λαϊκές μάζες.
Η δεύτερη κατηγορία, συγκεντρώνει τους μουσικούς που κάνουν φολκλόρ. Παίρνουν ένα φολκλορικό υλικό που ήδη υπάρχει και το δουλεύουν όσο μπορούν καλύτερα, χωρίς να προσθέτουν τίποτα το νέο. Πρόκειται για μουσειακή τέχνη και δεν είμαι και τόσο πεισμένος ότι είναι και πολύ δημοφιλής. Το φολκλόρ, για να ξαναζωντανέψει, θα πρέπει οι μεγάλοι συνθέτες, ξεκινώντας από στοιχεία που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν και με την καλλιτεχνική τους διαίσθηση, που επιτρέπει να νιώθει κανείς την ψυχή του λαού, να δημιουργήσουν μια νέα μουσική, νέους χορούς, που θα προέρχονται απευθείας από την παράδοση του τόπου, αλλά με τις διαστάσεις που απαιτεί η εποχή μας. Όσο όμως είμαι σε θέση να ξέρω, ένα τέτοιο έργο δεν υπάρχει. Υπάρχουν έργα εντελώς εγκεφαλικά, που ακολουθούν τον δρόμο που χάραξαν οι αστοί καλλιτέχνες, χωρίς ωστόσο να αντλούν έμπνευση και από την φολκλορική μουσική, που μένει έτσι μια μουσειακή μουσική. Δεν βλέπουμε καμιά πρωτότυπη δημιουργία που να αντλεί από την εθνική παράδοση και να μιλά στην ψυχή του λαού.
– Πρόκειται για μια αληθινή διαπίστωση αποτυχίας μία καταδίκη του καλλιτεχνικού συστήματος έτσι όπως εμφανίζεται στις ανατολικές χώρες;
Πραγματικά, πρόκειται για αποτυχία. Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε στις απλές σχέσεις μεταξύ καλλιτέχνη και λαού. Και δεν πιστεύω ότι θα το επιτύχουν αυτό με ορισμούς και με την δημιουργία ενός άκαμπτου καλλιτεχνικού συστήματος έξω από το λαϊκό ενδιαφέρον. Μία τέχνη εργαστηρίου είναι βέβαια χρήσιμη. Υπάρχει πάντοτε η ανάγκη για την ανανέωση του ηχητικού υλικού, για την βελτίωση της ποιότητας του ήχου, για το ξεπέρασμα των τονικών συνόρων, για την αναζήτηση πλευρών «ατοναλισμού» και «ασυμφωνισμού». Σε κάθε τέχνη, ο πειραματικός τομέας είναι αναγκαίος. Δεν δέχομαι όμως ο πειραματικός αυτός τομέας να είναι απομονωμένος. Τα πειράματα πρέπει να γίνονται κατά την δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου, του ζωντανού έργου, δεν μπορεί να είναι ζωντανό παρά μέσα από την επαφή του με τον λαό. Σε κάθε στιγμή πρέπει να δίνεις την εξουσία στο λαό. Η δημοκρατία είναι αναγκαία και στην τέχνη.
Με την ίδια λογική δεν μπορώ να δεχτώ ένα σύστημα στο οποίο οι πανεπιστημιακοί τίτλοι παίζουν ρόλο καθοριστικό. Δεν είμαι συνθέτης γιατί τελείωσα το Ωδείο και έχω ένα δίπλωμα. Δεν είμαι μουσικός επειδή απέκτησα έναν τίτλο. Ούτε από την στιγμή που απέκτησα τον τίτλο μπορώ να μένω ήσυχος και να πληρώνομαι για να δημιουργώ ένα έργο που ίσως δεν θα ενδιαφέρει κανέναν. Όχι! Πρέπει σε κάθε στιγμή ο συνθέτης, ο ποιητής, ο συγγραφέας, να τίθεται αντιμέτωπος με το λαό, που είναι ο πραγματικός δάσκαλος και αφέντης. Γι’ αυτόν και μόνο γι’ αυτόν δημιουργείται το έργο. Αν ο λαός προχωρεί, προχωρεί και ο καλλιτέχνης. Αντίθετα, αν ο λαός δεν ακολουθεί, ο καλλιτέχνης μένει μόνος με το έργο του.
– Μια τέτοια θέση δεν είναι μήπως επικίνδυνη; Υπήρξαν, βέβαια, πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες που δεν αναγνωρίστηκαν από τους σύγχρονούς τους. Πρέπει, λοιπόν, να τους καταδικάσουμε;
Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι καλλιτέχνες παραγνωρίστηκαν στην εποχή τους. Δεν πρέπει όμως, να κάνουμε γενικεύσεις, ξεκινώντας από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις. Στο χώρο της μουσικής σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις καλλιτεχνών που πέθαναν ακαταξίωτοι. Και αυτοί, πρέπει να το πούμε, έζησαν σε ειδικές συνθήκες.
Πιστεύω ότι ένας ειλικρινής καλλιτέχνης ποτέ δεν θα φοβηθεί τον λαό και ότι ο λαός ποτέ δεν θα περιφρονήσει αυτόν που επιθυμεί να ανοίξει τον διάλογο. Μόνο μια σοσιαλιστική κοινωνία θα εξασφαλίσει ένα τέτοιο διάλογο ανάμεσα στον δημιουργό και στον λαό, έναν λαό ώριμο, σε πλήρη ανάπτυξη, που θα είναι και ο μοναδικός κριτής. Δεν μπορώ να δεχτώ σε ένα οποιοδήποτε σύστημα, να υπάρχουν άνθρωποι που διορίζονται για να ανακαλύπτουν μεγαλοφυΐες, ή ακόμα για να απονέμουν την πατέντα της μεγαλοφυΐας σε έργα τελείως ακατανοητά στους πολλούς. Ποιός κρίνει τότε τον κριτικό: ποιός τον ελέγχει; Για μένα το πρόβλημα τίθεται κάθαρά. Ή πιστεύεις στον λαό, ή δεν πιστεύεις. Ή του έχεις εμπιστοσύνη ή δεν του έχεις. Αν ο λαός θεωρείται άξιος εμπιστοσύνης, θα πρέπει να αναλάβει όλες τις εξουσίες.
Πρέπει επίσης να τεθεί τέρμα στην καλλιτεχνική δουλεία την οποία διατηρούν ακόμη ορισμένοι προνομιούχοι. Αν ξαναγυρίσουμε στις απλές αυτές σχέσεις, δημιουργός – λαός, χωρίς την παρεμβολή του μεσάζοντος, οι καλλιτέχνες θα ξαναρχίσουν τον διάλογο που έχει διακοπεί εδώ και τόσο καιρό. Και μη μου πείτε ότι η δημιουργία θα ξεπέσει τότε στην δημαγωγία και στην κολακεία. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο λαός δεν αφήνει εύκολα να τον εξαπατούν. Αλλά κι αυτό αν συμβεί θα ήταν μια πολυτέλειατου συστήματος, μια πολυτέλεια όμως πολύ φτωχή. Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι ορισμένα άτομα προικισμένα, αλλά που κινούνται από οικονομικό συμφέρον, χαλούν τον κόσμο για να βρίσκονται στο προσκήνιο. Και ύστερα, μια μέρα, έρχεται το τέλος. Εξαφανίζονται. Δε γίνεται πια καθόλου λόγος γι’ αυτούς. Αντίθετα, άλλοι, ελάχιστα γνωστοί, αλλά τίμιοι, εργάζονται στην αφάνεια. Και όσο περνάει ο καιρός, η φήμη των καλλιτεχνών αυτών μεγαλώνει. Ο χρόνος, μαζί με τον λαό, είναι οι μεγάλοι κριτές της τέχνης. Ο χρόνος είναι αυτός που αποφασίζει για το περιεχόμενο της κληρονομιάς ενός πολιτισμού. Αυτό που λέμε ως «κοσκίνισμα του χρόνου» δεν είναι άλλο από κοσκίνισμα του λαού. Όπως παντού και πάντα, έτσι και στην τέχνη, ο λαός είναι κυρίαρχος.
- Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι στις σοσιαλιστικές χώρες υπάρχουν οι «υποθέσεις» Σινιάβσκι, Ντάνιελ, Σολζενίτσιν;
Για να επιχειρήσει να εξηγήσει κανείς αυτές τις «υποθέσεις» πρέπει να ξεφύγει από τον τομέα του προβληματισμού της κουλτούρας για να εισέλθει στον πολιτικό τομέα. Φυσικό είναι, πιστεύω, σε κάθε κοινωνία, ακόμα και στην σοσιαλιστική, να υπάρχουν διαφορές απόψεων. Από τη μια μεριά υπάρχει ο δημιουργός που θέλει να ακουστεί και να είναι ελεύθερος να λέει, να γράφει και να συνθέτει αυτό που θέλει και από την άλλη μεριά ο λαός που έχει τα κριτήρια του και τους φόβους του.
Πήγα αρκετές φορές στη Σοβιετική Ένωση και πάντοτε διαπίστωνα ότι ο λαός ήταν με ζήλο αφοσιωμένος στο καθεστώς που δημιούργησε. Το σοσιαλιστικό σύστημα αποκτήθηκε ύστερα από σκληρούς αγώνες, από μία επανάσταση, από έναν πόλεμο εναντίον των ναζήδων, από τον ψυχρό πόλεμο εναντίον του καπιταλιστικού στρατοπέδου και λοιπά. Έτσι οι λαϊκές μάζες αυτών των χωρών δεν βλέπουν με τόσο καλό μάτι τις επικρίσεις εναντίον του συστήματος με το οποίο είναι ενσωματωμένες.
Η ανάλυση που γίνεται σήμερα για τον σταλινισμό είναι πολύ απλοϊκή. Δεν είναι δυνατόν, αντίθετα με όσα βεβαιώνουν μερικοί, να συγκρίνεται ο σταλινισμός με τον ναζισμό. Αρκεί να ανατρέξουμε στην δική μας πείρα,όταν, μετά την ήττα των ναζήδων, καταλάβαμε την μία μετά την άλλη τις συνοικίες της Αθήνας. Έχω δει προσωπικά, την εποχή εκείνη, την λαϊκή τρομοκρατία. Ήταν φοβερή. Τα άτομα για τα οποία υπήρχε υπόνοια ότι έχουν συνεργαστεί με τους Γερμανούς ή ότι ήθελαν να αντιταχθούν στην λαϊκή εξουσία, κάτι ξέρουν από την εποχή εκείνη. Εμείς που είμαστε μέλη του κόμματος ή του στρατού έπρεπε να παίζουμε τον ρόλο μεσολαβητών, για να επεμβαίνουμε και καμιά φορά να σώζουμε ανθρώπους από το λαϊκό μίσος. Ένας λαός που επί αιώνες καταπιεζόταν από μία τάξη και ξαφνικά βρήκε την ελευθερία του γίνεται τρομερός απέναντι σε κάθε ένα άτομο που το ταυτίζει με τον δυνάστη του. Στη Σοβιετική Ένωση η τρομοκρατία αποτελούσε, σε μια δοσμένη ιστορική στιγμή, λαϊκό ρεύμα. Η ταπεινωμένοι εκδικούνται επιτέλους για όσα έχουν υποφέρει. Αν λοιπόν η κριτική είναι αναγκαία, δεν είναι πάντοτε καλοδεχούμενη κι αυτό είναι φυσικό. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο Σολζενίτσιν πήγε πολύ μακριά, υπερβολικά μακριά ίσως. Στην αρχή έγραψε για την κράτηση του, κατηγορώντας την πολιτική του Στάλιν. Πολύ καλά. Σιγά, σιγά όμως άρχισε να πηγαίνει πολύ μακριά φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να επιτεθεί εναντίον του Λένιν και να τα βάλει με την ύπαρξη του σοβιετικού συστήματος. Πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό μέσα στα σημερινά δεδομένα.
Είναι σε όλους γνωστά τα διεθνή συμφέροντα που εναντιώνονται στην Σοβιετική Ένωση και ιδιαίτερα γνωστοί είναι οι μέθοδοι δράσης των Αμερικανών που παρά τις διαψεύσεις τους δεν ενδιαφέρονται για τον λαό που ζει στη Σοβιετική Ένωση αλλά συνεχίζουν τον αγώνα τους για να καταστρέψουν τον σοσιαλισμό, ο οποίος αποτελεί διαρκή απειλή εναντίον της ηγεμονίας τους και των κερδών τους. Καταλαβαίνει συνεπώς κανείς γιατί οι Σοβιετικοι βρίσκονται πάντοτε σε επιφυλακή έστω και αν καμιά φορά έχουν την τάση να υπερβάλλουν. Πέρα όμως από αυτό, πρέπει να πούμε ότι η στάση του κόμματος είναι ακόμα πολύ επηρεασμένη από τον σταλινισμό.
Σήμερα, οι θεωρητικοί του κόμματος εξακολουθούν να έχουν την τάση να θεωρούν τους πνευματικούς δημιουργούς μονάχα σαν καλούς προπαγανδιστές και προπαντός να δυσπιστούν σε μεγάλο βαθμό στους καλλιτέχνες που θεωρούνται επικίνδυνοι, με την δικαιολογία ότι είναι ευάλωτοι στην αστική και ιμπεριαλιστική ιδεολογία.
Περίμενε κανείς ότι στην σοσιαλιστική κοινωνία δεν θα υπήρχε πλέον η αντίφαση που θέτει αντιμέτωπους κατοίκους των πόλεων και αγρότες, που θέτει αντιμέτωπους διανοούμενους και χειρώνακτες, ανθρώπους του πνεύματος και ανθρώπους της παραγωγής. Δεν φτάσαμε όμως ακόμη σ’ αυτό το στάδιο. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε εγκαταλείψει την μεγάλη ιδέα της πολιτιστικής επανάστασης
Το κόμμα κατατρύχεται από το φόβο, μήπως οι πνευματικοί δημιουργοί λειτουργήσουν μέσα στην συνείδηση του λαού σαν πραγματικοί οδηγοί. Μήπως η ψυχή του ποιητή, η ψυχή του συνθέτη, η ψυχή του καλλιτέχνη όπως η ψυχή του λαού δεν σημαδεύουν την πορεία προς την ελευθερία; Ο δημιουργός γίνεται ο εκφραστής της επιθυμίας και της βαθιάς ανάγκης για ελευθερία, που αισθάνονται οι λαϊκές μάζες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ καλλιτέχνη και κομματικού στελέχους δείχνει ότι το καθεστώς βρίσκεται ακόμη μακριά από τον αντικειμενικό σκοπό, φοβάται τον λαό στον οποίο δεν έχουν δώσει ακόμη όλες τις εξουσίες, που ήθελαν οι ήρωες της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αν το καθεστώς ήταν σίγουρο για την δύναμη του θα άφηνε την κρίση του λαού να εκφράζεται ελεύθερα, και ο λαός και όχι το κόμμα θα έκρινε τον Σολζενίτσιν. Με τί τρόπο ο λαός μπορεί να τιμωρεί τον καλλιτέχνη; Με το να μην αγοράζει τα βιβλία του, με το να μην ακούει τη μουσική του. Τότε ο καλλιτέχνης θα είχε να διαλέξει μία από τις δύο λύσεις: ή να σωπάσει ή να δημιουργεί κατά τρόπο διαφορετικό, χωρίς το κόμμα να επεμβαίνει με αυταρχικές αποφάσεις.
-Όταν γίνεται λόγος για πολιτιστική επανάσταση, ο νους πάει αμέσως στον Μάο Τσε Τουνγκ και στο κινέζικο πείραμα. Τί εννοείτε με τον όρο πολιτιστική επανάσταση;
Υπάρχει μια σειρά από ομοιότητες ανάμεσα σε αυτά που ονομάζω πολιτιστική επανάσταση και στο κινέζικο πείραμα. Υπάρχει, προπαντός, ένας αριθμός κοινών ανησυχιών. Ως τώρα, ο σοσιαλισμός ακολουθούσε σχεδόν μηχανιστικά και σεβάστηκε τον δρόμο που χάραξαν οι αστοί καλλιτέχνες. Πρόκειται για χονδροειδές λάθος, που θα έπρεπε να διορθωθεί. Πάντως, η σοσιαλιστική κοινωνία δεν ξεπήδησε από το μηδέν. Γεννήθηκε μέσα από την αστική κοινωνία και δέχτηκε μια κληρονομιά που δεν μπορεί, ούτε θα πρεπε να την αποκηρύξει στο σύνολό της. Βρίσκω παραδείγματος χάρη τις κριτικές των Κινέζων εναντίον του Μπετόβεν, ή εναντίον οποιουδήποτε άλλου από τους μεγάλους σύνθετες του παρελθόντος, γελοίες. Αντίθετα, πρέπει να χρωστούμε χάρη και μάλιστα να τιμούμε τους μεγάλους καλλιτέχνες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του πνευματικού μας πολιτισμού, πράγμα που δεν μας εμποδίζει, κάθε άλλο μάλιστα, να χαράξουμε ένα νέο δρόμο, που να βρίσκεται πιο κοντά στην νέα πραγματικότητα, δηλαδή να δημιουργήσουμε μία τέχνη λαϊκή και ζωντανή.
Όσο γι αυτό που γίνεται σήμερα στην Κίνα, οι πληροφορίες, που φτάνουν ως εμάς, είναι τόσο λίγες που δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά σίγουρη κρίση. Έχω τόσο την εντύπωση ότι πολλά γίνονται κατά τρόπο εγκεφαλικό. Ο Μάο είναι ένας μεγάλος ποιητής, που γράφει για 800 εκατομμύρια άτομα. Δεν ξέρω ποιο είναι το αποτέλεσμα από αυτήν την γιγάντια επαφή, δεδομένου ότι ο κινέζικος πολιτισμός, ηθική του,η ευαισθησία του δεν έχουν τίποτα το κοινό Με τον ευρωπαϊκό μας κόσμο.Αν όμως περιοριστούμε σε ζητήματα αρχής, δεν μπορώ παρά να συνυπογράψω τις μαοϊκές θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να υπάρχει πλήρης επανάσταση, χωρίς να τεθεί από την αρχή το πρόβλημα της κουλτούρας και χωρίς η πολιτιστική επανάσταση να θέτει σε κρίση το πρόβλημα της δομής του Κόμματος και γενικότερα της εξουσίας. Οταν οι Κινέζοι ηγέτες διαπίστωσαν ότι υπήρχε μια αντίφαση ανάμεσα στο Κόμμα, έτσι όπως ήταν, και στον πραγματικό κόσμο, δικαίωσαν τον πραγματικό κόσμο, δηλαδή την ζωντανή κουλτούρα. Φαίνεται όμως, απ' όσα μπορεί κανείς να κρίνει, ότι στην πράξη, ο μηχανισμός που ετέθη σε λειτουργία για να βάλει τα πράγματα στην θέση τους, δεν κατάφερε παρά να αντικαταστήσει τον κομματικό μηχανισμό. Το κόμμα, δηλαδή, άλλαξε μόνο κεφάλια. Γεννήθηκε όμως άραγε στο μεταξύ μια νέα πνευματική και καλλιτεχνική δύναμη που να εκφράζει τον κινεζικό λαό και να τον κάνει να μετέχει; Δεν ξέρω. Μάλλον φοβάμαι οτι η μεγάλη στο ξεκίνημα της ιδέα, έμεινε στο στάδιο της ανάλυσης και οτι βάλτωσε μέσα σε μερικά ιδεογράμματα, χωρίς να πραγματοποιηθεί η πολιτιστική επανάσταση.
Τί είναι η πολιτιστική επανάσταση; Δεν είναι ούτε επανάσταση στην κουλτούρα ούτε επανάσταση διά της κουλτούρας, αλλά ενότητα της επανάστασης και της κουλτούρας, που θα καταλήξει στην κοινωνία της εθνικής Αναγέννησης. Πιστεύω ότι χρειάζεται να περιγράψω, όσο μου είναι δυνατό, τον τύπο αυτό της κοινωνίας που ονειρευόμαστε. Τα "όνειρα" αυτά δεν μπορεί να είναι δεσμευτικά για τις μελλοντικές γενεές, που θα οικοδομήσουν αυτή την κοινωνία. Εμείς σε γενικές μόνο γραμμές μπορούμε να περιγράψουμε αυτή την κοινωνία. Ανώφελο εξάλλου είναι να συζητά κανείς από τώρα για λεπτομέρειες.
Οργανωμένη σύμφωνα με τα σοσιαλιστικά πρότυπα, η κοινωνία αυτή θα εξασφαλίσει για όλα τα μέλη της πλήρη ελευθερία. Κατάργηση της ένδειας χάρη στη νέα οργάνωση της παραγωγής. Κατάργηση της δουλείας στην εργασία γιατί οι μηχανές θα εργάζονται για λογαριασμό του ανθρώπου, που θα ασχολείται το πολύ δυο ώρες την ημέρα στην παραγωγή. Κατάργηση της πνευματικής ανάπτυξης γιατί η γνώση θα είναι προσιτή σε όλους και ο καθένας θα μετέχει ενεργά στην διαμόρφωση του νέου τρόπου του σκέπτεσθαι. Κατάργηση της ανευθυνότητας, γιατί ο καθένας θα είναι υπεύθυνος και όλοι θα αποφασίζουν για όλα.Για να φτάσουμε αυτούς τους υψηλούς στόχους, θα πρέπει να συντελεστούν επαναστατικές αλλαγές σε δύο τομείς: Στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα πρώτα και μετά στον ιδεολογικό και πνευματικό. Ο εθνικός πλούτος και τα μέσα παραγωγής περνούν στα χέρια του λαού, αλλά ταυτόχρονα ο λαός έχει την ιδεολογική ωριμότητα και την αναγκαία πνευματική καλλιέργεια ώστε με όλες αυτές τις κατακτήσεις να μπορεί να προχωρήσει προς τα εμπρός. Ο καθένας και όλοι μαζί είναι σε θέση να αφιερωθούν στην πνευματική και καλλιτεχνική καλλιέργεια.Με δυο λόγια, η κοινωνία της εθνικής Αναγέννησης είναι η κοινωνία των φιλοσόφων και των ποιητών.Των ανθρώπων της επιστήμης και της τέχνης.
Στην κοινωνία της εθνικής Αναγέννησης, το πολιτιστικό κίνημα ενώνει όλα τα μέλη της γύρω από την κοινή αναζήτηση πολιτικών, πνευματικών και καλλιτεχνικών στόχων. Σε όλα τα επίπεδα ο καθένας έχει την πρωτοβουλία και την ευθύνη της εκλογής των συστημάτων, που καθορίζουν τις σχέσεις της ομάδας και των ομάδων μεταξύ τους, για να εξασφαλιστεί το "περιεχόμενο" αυτής της προόδου. Έτσι, το μαζικό κίνημα είναι πάντοτε έτοιμο να υπερασπιστεί τις κοινές κατακτήσεις: Την Πατρίδα, την Δημοκρατία, την Ειρήνη και τον Σοσιαλισμό με αίσθημα εθνικό όσο και ουμανιστικό - διεθνιστικό. Μέσα στον ομαδικό αγώνα, η συνείδηση οξύνεται, φωτίζεται και μεγαλώνει. Είναι ικανή να αγκαλιάσει ολόκληρο τον κοινωνικό περίγυρο και πέρα από αυτόν, τον ιστορικό περίγυρο. Λούζεται, σε κάθε στιγμή στους καταρράκτες του Ωραίου και του Αληθινού. Έτσι, ο άνθρωπος φτάνει στην πληρότητά του, χωρίς να αισθάνεται μόνος και ξεκομμένος από τον κόσμο. Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο μεγάλη χαρά από την αίσθηση ότι συνδέεσαι με τον γείτονά σου και με ολόκληρο τον κόσμο, με τα ίδια πολιτικά, ηθικά και πνευματικά ιδανικά.
Το μαζικό αυτό κίνημα, ώριμο, υπεύθυνο και πάντοτε καλά πληροφορημένο και σε διαρκή κίνηση και ανανέωση, κατέχει την πρώτη και τη μοναδική ευθύνη, επιβάλει την εξουσία του στο σχολείο, στο εργοστάσιο, στην κοινότητα και στο Κράτος...Με άλλα λόγια ταυτίζεται με το πολιτικό κίνημα.
Στη χώρα μας, η μεγάλη πολιτιστική, καλλιτεχνική και λαϊκή παράδοση καθώς και οι συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές εξελίξεις, έθεσαν τις βάσεις του πολιτιστικού κινήματος των λαϊκών μαζών. Χίλιες και μία εκδηλώσεις, από το 1821 ως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου έδειξαν ποιός είναι ο ρόλος του αγωνιζόμενου πνευματικού κόσμου. Ο λαός μας πραγματικά πολεμάει και τραγουδάει. Και όταν λέμε τραγουδάει εννοούμε ότι ονειρεύεται, σκέφτεται, πιστεύει και προσπαθεί να φτάσει υψηλούς και φωτεινούς στόχους. Μόλις κατακτηθεί από ένα νέο ιδανικό μεταβάλλεται σε φλόγα και σε δύναμη που πλάθει την ιστορία. Ώσπου να έρθει η Εθνική Αναγέννηση, πρέπει να εξακολουθήσουμε να μετέχουμε στις διακυμάνσεις του προοδευτικού κινήματος. Η πορεία του μοιάζει με την κίνηση των κυμάτων. Η πορεία προς την πρόοδο, η ιστορική πορεία, δεν ακολουθεί την ευθεία αλλά είναι ταραγμένη σαν τα κύματα. Ταλαντεύεται προς τα εμπρός και προς τα πίσω, προς τα κάτω και προς τα επάνω. Κάθε φορά που το προοδευτικό κίνημα υφίσταται μία ήττα οι αντιδραστικές δυνάμεις κερδίζουν έδαφος. Στην παλινδρόμηση αυτή, όμως, βρίσκεται το σπέρμα των μελλοντικών λαϊκών νικών. Καμιά φορά οι θυσίες μιας πρόωρης επανάστασης διαδίδουν βαθιά και πλατιά την επαναστατική ιδεολογία: Παρισινή Κομμούνα, Ρωσική Επανάσταση του 1905, Λαϊκή Ενότητα της Χιλής του Αλιέντε... Ποτέ δεν πρέπει να βιαζόμαστε και να θεωρούμε μία λαϊκή η οριστική,γιατί η ιστορία έχει αποδείξει ότι πολλές προσωρινές ήττες του λαϊκού κινήματος καταλήγουν σε τελικές νίκες.
- Ο καλλιτέχνης που αντλεί την έμπνευσή του από τον λαό και εκφράζει σε έργα του κάτι που ο ίδιος ο λαός δεν το έχει ακόμα συνειδητοποιήσει, μπορεί να αναλάβει προοδευτικά έναν πολιτικό ρόλο πρώτης γραμμής;
Οι καλλιτέχνες έστω και αν δεν το συνειδητοποιούν αυτό πάντοτε, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο δίπλα στο λαό. Σήμερα που οι λαϊκές μάζες έχουν συνείδηση των πολιτικών καθηκόντων και δικαιωμάτων τους, ο καλλιτέχνης περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι επιφορτισμένος με πολιτικό ρόλο. Πρέπει όμως να εξηγήσουμε την έννοια αυτού του πολιτικού ρόλου.
Ο άνθρωπος της τέχνης, με τη μεγάλη ακτινοβολία του, επηρεάζει το λαό, μετέχει στη διαμόρφωση του, του ανοίγει το δρόμο και ενδεχομένως τον εμψυχώνει.
Πρόκειται, συνεπώς για ένα πολιτικό ρόλο πολύ πλατύ, μακροπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή βραχυπρόθεσμο και η γι' αυτό ο καλλιτέχνης ποτέ δεν πρέπει να ξεχνά τις ευθύνες που επωμίζεται. Αν δεν το συνειδητοποιήσει αυτό, κινδυνεύει να πέσει σε παγίδα, να αφήσει τους άλλους να τον χρησιμοποιούν και έτσι να στραφεί εναντίον των λαϊκών συμφερόντων.
Κάθε άτομο έχει δικαίωμα και καθήκον να έχει πολιτικά φρονήματα, να τα εκφράζει και να αγωνίζεται γι αυτά. Ο καλλιτέχνης έχει το ίδιο ίσως μάλιστα και μεγαλύτερο δικαίωμα και μεγαλύτερη υποχρέωση στο μέτρο που ο ρόλος του επηρεάζει τις λαϊκές μάζες. Στην αρχαία Αθήνα, όποιος αρνιόταν να λάβει ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή, καταδικαζόταν σε εξορία. Επρόκειτο,όμως, για μία κοινωνία ώριμη και υπεύθυνη, που θα πρέπει να την έχουμε για πρότυπο. Τέχνη χωρίς πολιτική συνείδηση δεν υπάρχει. Η κουλτούρα είναι ένα από τα σπέρματα της επανάστασης, της αδυσώπητης πορείας προς την ελευθερία, τη δημοκρατία και την άσκηση της εξουσίας από το λαό. Νά γιατί τρομάζει τόσο τη τάξη των κρατούντων.
- Ορισμένοι σας κατηγορούν ότι είστε ένας αφελής καλλιτέχνης, και ότι συναρπάζετε τις λαϊκές μάζες με τη μουσική σας για να τις παρασύρεται μετά σε ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις. Μήπως πρόκειται για άρνηση του πολιτικού ρόλου του καλλιτέχνη;
Ίσως πραγματικά να έχω κάνει λάθη σε ορισμένες από τις πολιτικές μου αναλύσεις. Ποιός όμως δεν έχει κάνει λάθη; Τουλάχιστον έχω το θάρρος να το αναγνωρίσω. Δεν συμφωνώ με τον χαρακτηρισμό του αφελούς. Δεν αγωνίζομαι από αφέλεια 35 ολόκληρα χρόνια μέσα στις τάξεις του προοδευτικού κινήματος, ούτε από αφέλεια έχω στο ενεργητικό μου χιλιάδες ώρες παρουσίας και ενεργού συμμετοχής σε συνεδριάσεις, ούτε από αφέλεια έχω ακούσει χιλιάδες λόγους και έχω εκφωνήσει άλλους τόσους, ούτε από αφέλεια έχω ζήσει στην παρανομία, έχω φυλακιστεί, έχω φάει ξύλο, έχω βασανιστεί, έχω εκλεγεί βουλευτής, έχω γίνει πρόεδρος της μεγαλύτερης οργάνωσης νέων της Ελλάδας, ούτε από αφέλεια έκανα την έκκληση για την αντίσταση και έγινα πρόεδρος της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης. Αν αυτά σημαίνουν αφέλεια και έλλειψη σταθερότητας, τότε σημαίνει ότι οι έννοιες αναποδογύρισαν.
Ο καλλιτέχνης υπερέχει έναντι του πολιτικού από το γεγονός ότι έχει την διαίσθηση που αποκτά από την άμεση και μόνιμη επαφή του με τον λαό, του οποίου φυσικά γίνεται εκφραστής. Φτάνουμε έτσι σε μία σύμφυτη αντίφαση στις διαρθρώσεις των πολιτικών μηχανισμών της αριστεράς, όσο τουλάχιστον η πολιτιστική επανάσταση δεν αναγνωρίζεται σαν πρωταρχικό στοιχείο σε κάθε αγώνα για την κατάκτηση του σοσιαλισμού. Για τους περισσότερους ανθρώπους του μηχανισμού, η κουλτούρα παραμένει μία ψυχαγωγία για τις ώρες της σχολής, όταν αυτή δεν περιορίζεται σε προπαγανδιστικό ρόλο. Και όμως η κουλτούρα στην πραγματικότητα είναι η τέχνη του ζην είναι η καθημερινή ζωή.
Ο καλλιτέχνης δεν είναι διασκεδαστής. Έχει το δικαίωμα να θεωρείται ισάξιος με τον οικονομολόγο, τον επιστήμονα ή τον φιλόσοφο. Στα επαγγελματικά πολιτικά στελέχη, όμως, δεν αρέσει και πολύ να μοιράζονται με άλλους αυτά που θεωρούν δικό τους προσωπικό αμπελοχώραφο. Πώς όμως είναι δυνατόν ο καλλιτέχνης να μην είναι πολιτικός ηγέτης όταν ο ίδιος ο λαός τον ανεβάζει στο βάθρο του ηγέτη; Ο Pablo Neruda, ο Αραγκόν, ο Σάρτρ και οι άλλοι είναι μόνο ποιητές και φιλόσοφοι; Μήπως δεν ασκούν και ένα πολιτικό ρόλο πρώτης γραμμής;
- Ποιός κατά τη γνώμη σας είναι ο υπ' αριθμόν ένα στόχος του πολιτιστικού κινήματος στην Ελλάδα;
Σήμερα είμαστε πολλοί αυτοί που ανησυχούμε για το αύριο. Θεωρούμε ότι το ελληνικό λαϊκό και επαναστατικό κίνημα έχει την δική του Ιδεολογία και την δική του ψυχή. Από εδώ κι εμπρός στόχος μας είναι η εθνική αναγέννηση δια του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός αποτελεί το αναγκαίο στάδιο για να φτάσουμε στην εθνική αναγέννηση, η οποία εκφράζεται με την άνθηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του ελληνικού λαού, στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην Παιδεία, στις επιστήμες και στην Τέχνη.
Έτσι θα μπορέσουμε να μεταβάλλουμε την Ελλάδα σε ένα απέραντο προνομιούχο τόπο στον οποίο το κάθε άτομο θα μπορεί να μετέχει στην δημιουργία ενός νέου πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι η ψυχή κάθε επαναστατικού κινήματος.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στον στόχο αυτόν χωρίς βαθιές κοινωνικές μεταβολές και ότι είναι ανάγκη να περάσουμε πρώτα από την πολιτική, ιδεολογική και συνδικαλιστική οργάνωση. Ταυτόχρονα όμως θεωρούμε ότι η κουλτούρα είναι στοιχείο επαναστατικό της ίδιας σημασίας με την πολιτικοποίηση των μαζών. Όλα αυτά αποτελούν μία ενότητα. Δεν υπάρχουν σύνορα ανάμεσα στον πολιτικό και τον πολιτιστικό αγώνα. Αυτή η αλήθεια παίρνει σήμερα, που η χώρα μας περνά στην καταναλωτική κοινωνία μεγαλύτερη σημασία. Γιατί εκτίθεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην εξάρτηση από τα διεθνή μονοπώλια. Αν αφήσουμε τα δολάρια να διαδεχτούν τους συνταγματάρχες, θα βρεθούμε σύντομα στην κατάσταση που ζει η Δυτική Ευρώπη. Εκεί δεν είναι οι συνταγματάρχες που κυριαρχούν αλλά τα μονοπώλια που επιβάλλουν την Ιδεολογία και την κουλτούρα τους. Πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτήν την επίθεση, οικοδομώντας ταυτόχρονα πιο μακροπρόθεσμα μία σοσιαλιστική κοινωνία. Σε σχέση όμως με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουμε ένα πλεονέκτημα: έχουμε μία ζωντανή λαϊκή παράδοση, μία ζωντανή λαϊκή μουσική, μία ζωντανή κουλτούρα. Δεν πρέπει να την χάσουμε. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε να νοθευτεί ούτε να πεθάνει ένας τόσο πολύτιμος θησαυρός.
- Ποιά είναι αυτή η ζωντανή λαϊκή μουσική;
Επιβάλλεται καταρχήν μία επιφύλαξη, η οποία στην Ελλάδα δεν είναι αναγκαία: Λαϊκή μουσική δεν σημαίνει το τεχνητό εύκολο και δημαγωγικό τραγούδι, που κατασκευάζεται από τους εμπόρους. Πρόκειται για εντελώς άλλο πράγμα. Για τους Έλληνες η μουσική (και ιδιαίτερα το τραγούδι) ξεπερνά τα όρια μιας μουσειακής κληρονομιάς και παραμένει μία ζωντανή πραγματικότητα. Αποτελεί μία από τις βάσεις του πολιτισμού μας, και όπως συμβαίνει με κάθε βασικό στοιχείο, είναι πολύ υψηλής ποιότητας. Η πρωτοτυπία της όμως προέρχεται από το γεγονός ότι εξακολουθεί να ζει, να εξελίσσεται. Σχηματικά έχουμε δύο κυρίες μορφές λαϊκής μουσικής: Το δημοτικό τραγούδι, την μουσική της υπαίθρου και των νησιών με τους τραχύς τόνους και με τους ρυθμούς των χορών της υπαίθρου. Η άλλη λαϊκή μουσική είναι μουσική των πόλεων και συνεπώς πρόσφατης καταγωγής και σημαντικότερο στοιχείο της είναι το μπουζούκι. Θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη και την λειτουργική μουσική, η οποία πέρα από τον θρησκευτικό χαρακτήρα της είναι πολύ δημοφιλής.
- Πώς βλέπετε την προσφορά σας σε αυτή τη λαϊκή μουσική;
Νομίζω ότι τοποθετείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αποτελείται από την απάντησή μου σε μία απλή διαπίστωση ότι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι ήταν πάντοτε πολύ υψηλής ποιότητας σε ότι αφορά την μελωδία, οι στίχοι του όμως προοδευτικά έχουν νοθευτεί και έτσι δεν ξεπερνούν σε ποιότητα το επίπεδο το στιχοπλαστικό, γεγονός εντελώς παράλογο, όταν ληφθεί υπόψη η ποιότητα της ποίησής μας!
Πιστεύω ότι ήμουν ο πρώτος σύγχρονος Έλληνας μουσικός που έδεσε σφιχτά τη λαϊκή μουσική με την ποίηση. Αυτό έγινε το 1959 όταν συνέθεσα τον πρώτο κύκλο τραγουδιών πάνω σε στίχους του "Επιτάφιου" του Γιάννη Ρίτσου. Από μέρους μου, ήταν αληθινό τόλμημα. Σίγουρος ήμουνα ότι ακολουθούσα τον σωστό δρόμο, δεν ήξερα όμως τί απήχηση θα είχε το εγχείρημα μου στις λαϊκές μάζες. Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί. Θα έλεγε κανείς ότι ο λαός ανυπομονούσε να αποκτήσει επιτέλους στίχους της ποιότητας των μελωδιών του. Ο Επιτάφιος έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλές έργο, ενώ δεν μπορεί να το κατατάξει κανείς στα "εύκολα" μουσικά έργα. Αυτή ήταν η αρχή μιας αναγέννησης του ελληνικού τραγουδιού. Ταυτόχρονα, το τραγούδι αυτό γινόταν όπλο του λαϊκού αγώνα χάρη στους τοίχους του που ενώ έχουν μεγάλη λογοτεχνική αξία και υμνούν την ομορφιά, τον έρωτα και την τρυφερότητα, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν καλέσματα σε αγώνα για την ελευθερία. Οι δικτάτορες μας δεν γελάστηκαν από την άποψη αυτή. Απλώς απαγόρευσαν τα τραγούδια αυτού του τύπου που ήταν πολύ επικίνδυνα για αυτούς, αφήνοντας ελεύθερα τα εύκολα και γλυκανάλατα ασμάτια. Το κείμενο είναι κάτι το βασικό στο λαϊκό τραγούδι. Θα προχωρήσω όμως και πιο πέρα. Στον τομέα της μετασυμφωνικής μουσικής, όπως την ονομάζω, θεωρώ επίσης ότι περισσότερο πρέπει να τονίζεται το κείμενο, και η μουσική να έρχεται σε δεύτερο πλάνο. Από την στιγμή που ο καλλιτέχνης αρχίζει υπεύθυνο διάλογο με τις μάζες, και από τη στιγμή που εκείνες αισθάνονται ότι αναγνωρίζεται η ενηλικίωση τους, η μετριότητα δεν έχει πια θέση. Εξάλλου, είμαι σίγουρος, και ο κάθε τίμιος παρατηρητής θα με ακολουθήσει προς αυτή την κατεύθυνση ότι οι λαϊκές μάζες έχουν ανάγκη από λογικές και συγκεκριμένες αναφορές πάνω στις οποίες να μπορούν να στηριχτούν. Με αυτό θέλω να πω ότι πέρα από την αισθητική και συγκινησιακή τους αντίληψη, οι μάζες θέλουν να "καταλάβουν" καλά το νόημα ενός έργου.
Έτσι το κείμενο γίνεται πρωταρχικής σημασίας, εκτός αν υπάρχει κανένα άλλο συγκεκριμένο στήριγμα, όπως η εικόνα στον κινηματογράφο ή ακόμα οι φιγούρες στο μπαλέτο. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο υποστηρίζω ότι στη νέα λαϊκή μουσική, στην μετασυμφωνική μουσική, το βάρος πρέπει να πέφτει στο κείμενο για να δώσει έμφαση και να ενισχύσει τον στίχο.
Θεωρώ επίσης ότι η προσφορά μου στην ελληνική λαϊκή μουσική τοποθετείται σε άλλο επίπεδο, που είναι καθαρά μουσικό. Σε μία εποχή που οι άνθρωποι έχουν ξεμάθει την χρήση μουσικών οργάνων, στην εποχή που η ίδια η μουσική ήταν κλεισμένη σε ένα ψεύτικο δίλημμα, να αποτελεί δηλαδή την πολυτέλεια μιας τάξης προνομιούχων και να παράγει κέρδη για μερικούς ισχυρούς, σημαντικό μου φαινόταν να της ξαναδώσουμε τον ευγενικό της χαρακτήρα, δηλαδή τον μορφωτικό της ρόλο, προς όφελος των μαζών. Κι αυτό έγινε με το θαύμα της μουσικής. Γι' αυτό μου φάνηκε ότι περισσότερο από την μορφή και τα διάφορα "κόλπα" έπρεπε, με κάθε θυσία η μελωδία που είναι η αληθινή ψυχή της μουσικής, να ξαναπάρει την θέση της.
Με την μελωδία εδραιώθηκε και εκφράστηκε η μουσική μεγαλοφυΐα των λαών. Κι αν η δημιουργία της εποχής μας χαρακτηρίζεται από την άρνηση αυτής της ελευθερίας, αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί απευθύνονται σε άλλους και όχι στις λαϊκές μάζες.
Η μελωδία είναι προϊόν της απογυμνωμένης ευαισθησίας, που αποκαθίσταται στην αρχική της μορφή. Η ελληνική δημοτική μουσική είναι πλούσια σε αναρίθμητες μελωδίες και ρυθμούς, που με τον καιρό εξελίχθηκαν, μεταμορφώθηκαν. Τοποθετήθηκαν, λοιπόν, μέσα σε αυτήν την αληθινή κίνηση, που είχε αρχίσει να στερεύει αφού ξέφυγε από την κοίτη της εξαιτίας των κατασκευαστών μουσικής μουσικής χωρίς ταλέντο. Ωστόσο, εξακολουθούμε να διαθέτουμε μια αστείρευτη και μοναδική πηγή, που είναι ο μελωδικός μας κόσμος. Μία πηγή εξαιρετικά πλούσια. Ξαναβρίσκοντας τον δρόμο της αληθινής δημιουργίας, δηλαδή τον δρόμο της μελωδίας, μπόρεσα να εκφράσω τον ελληνικό λαό και μία εποχή που είναι η δική μας εποχή. Τα βάσανα του λαού, τις χαρές του, τις ψευδαισθήσεις του και τις απογοητεύσεις του.Έτσι, ξαναζωντάνεψα το ρεύμα αυτό της λαϊκής μουσικής και από τότε, μερικοί νέοι συνθέτες ακολουθούν τον ίδιο δρόμο.
- Στο έργο σας ασκήσατε μήπως παιδαγωγικό ρόλο; Τώρα που αποκαταστήσετε τον διάλογο ανάμεσα στις μάζες και σε σας, σε επίπεδο δημιουργίας πιο περίπλοκο;
Η έκφραση "παιδαγωγικός ρόλος" είναι λίγο στεγνή και θα μας παρέσυρε πολύ μακριά! Πάντως, θεωρώ πως η τέχνη αυτή καθεαυτή περιέχει μία παιδαγωγική, γεγονός που δεν εμποδίζει να παραμένει ψυχαγωγία. Γιατί η Τέχνη είναι μία απόλαυση. Και είναι από την πόρτα της απόλαυσης, της ευχαρίστησης που πλησιάζει κανείς την τέχνη.
Σαν δημιουργός, φιλοδοξία μου είναι να πηγαίνω όλο και πιο μακριά, ταυτόχρονα όμως είμαι πολύ ευαίσθητος στις αντιδράσεις του κοινού. Άρχισα τον διάλογό μου με τις μάζες με το τραγούδι που είναι μία φόρμα δεκτή από τους περισσότερους. Ύστερα πέρασα στο πιο φιλόδοξο στάδιο, στον "κύκλο", που χαρακτηρίζεται με την θεματική ενότητα, τόσο από ποιητική όσο και από μουσική άποψη. Τέλος, έφτασα στο λαϊκό ορατόριο. Η μορφή αυτή της σύνθεσης που μπορεί να φαίνεται δύσκολη, στην πραγματικότητα είναι τελείως προσιτή χάρη στην παρουσία του κειμένου, της χορωδίας, των σολίστ και προπαντός των λαϊκών οργάνων, και του λαϊκού τραγουδιστή. Πρέπει να πω, ωστόσο, ότι όταν έγραψα το πρώτο λαϊκό ορατόριο, το Άξιον Εστί, πάνω σε ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, περίμενα τέσσερα χρόνια πριν το εκτελέσω δημόσια. Περίμενα το είδος του "κύκλου τραγουδιών" να γίνει απολύτως αποδεκτό, να αφομοιωθεί απόλυτα από το λαϊκό κοινό. Σήμερα, αυτό έχει επιτευχθεί και το Canto General, νέο λαϊκό ορατόριο, σε ποίηση του Pablo Neruda, έγινε αποδεκτό χωρίς δυσκολία από τις ελληνικές λαϊκές μάζες.
Αν ο λαός αφομοιώνει αυτό που του προσφέρω, αν ταυτίζεται με το έργο που του προτείνω, τότε ξέρω ότι μπορώ να προχωρήσω πιο μακριά. Και σήμερα είμαι πεπεισμένος ότι στην Ελλάδα μπορούμε να επιταχύνουμε τους ρυθμούς και να δημιουργήσουμε έργα μετα -συμφωνικά με διαρθρώσεις πολύ φιλόδοξες, τις οποίες ο λαός όχι μόνο θα τις καταλαβαίνει αλλά και θα της κάνει εντελώς δικές του.
- Μετά από αυτές τις θριαμβευτικές εκτελέσεις, αποφασίσατε να σταματήσετε τις λαϊκές συναυλίες. Τί θα πρέπει να συμπεράνουμε από αυτό;
Επιθυμία μου σήμερα είναι να ξεκινήσω και πάλι από το μηδέν. Ήδη από το 1967 θεωρούσα ότι ο κύκλος των λαϊκών συναυλιών με συγκρότημα ελαχίστων μουσικών (μπουζούκι, μπαγλαμάς, κιθάρες, πιάνο, κρουστά και τραγουδιστές) είχε επιτελέσει πια την αποστολή του. Ήδη, είχα αρχίσει κιόλας να θέτω τις βάσεις ενός νέου τύπου συναυλιών, που θα γίνονταν με Συμφωνική Ορχήστρα και με χορωδία, διατηρώντας φυσικά τον χαρακτήρα της λαϊκής μουσικής. Με βάση το Πνευματικό ΠΚέντρο Πειραιώς, που είχε θέσει στη διάθεσή μας θέατρο, Συμφωνική Ορχήστρα, μικτή χορωδία και λαϊκή ορχήστρα, είχαμε ήδη οργανώσει μία σειρά από συναυλίες που είχαν για επίκεντρό τους το ορατόριο. Δεν επρόκειτο μονάχα για το Άξιον Εστί. Είχα την πρόθεση να αφιερώσω την δεύτερη εβδομάδα του φεστιβάλ του Λυκαβηττού, στο ελληνικό ορατόριο, στην μετασυμφωνική μουσική. Με το πνεύμα αυτό είχα παραγγείλει σε νέους συνθέτες έργα που να παρουσίαζαν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του λαϊκού ορατορίου. Έργα, δηλαδή, που να χρησιμοποιούσαν λαϊκά και συμφωνικά όργανα, λαϊκούς σολίστ και χορωδία, δηλαδή έργα μετασυμφωνικά. Οι εκδηλώσεις αυτές θα γίνονταν στον Λυκαβηττό, καταρχήν, το καλοκαίρι του 1967.Η δικτατορία όμως ανέτρεψε τα σχέδια μας.
Όταν βρισκόμουν στην εξορία, στο εξωτερικό ξανάρχισα τον κύκλο των λαϊκών συναυλιών με τον σκοπό να βοηθήσω τον αγώνα του λαού μας για την δημοκρατία. Όταν επέστρεψα βρήκα ένα χάος. Μετά την ήττα του στις εκλογές, ξαναπήρα το δρόμο της ξενιτιάς και άρχισαν ξανά τις λαϊκές συναυλίες. Αυτή τη φορά, εν μέρει για να απομακρυνθώ προσωρινά από την ελληνική πραγματικότητα και για να δω πιο ξεκάθαρα τα πράγματα, αλλά προπαντός για να κινητοποιήσω την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για την κυπριακή τραγωδία. Τέλος όταν ξαναγύρισα στην Ελλάδα για δεύτερη φορά, θεώρησα ότι είχα καθήκον να κάνω το γύρο της Ελλάδας. Αυτό το χρωστούσα στο λαό και στη μουσική και είχα ανάγκη να αποκτήσω ξανά επαφή με την πραγματικότητα και να δω όσο ήταν δυνατό πιο καθαρά τι έπρεπε να κάνω στον τομέα της μουσικής και προπαντός στον τομέα της πολιτικής. Η περιοδεία αυτή τελείωσε στην Κύπρο. Επρόκειτο για κάτι το συμβολικό. Είχα αρχίσει τις συναυλίες στην Ελευσίνα το 1959 και της τελείωσα το 1975 στην Κύπρο - που είναι ανοιχτή πληγή - με την Ρωμιοσύνη. Τώρα, μετά από ένα χρόνο ελευθερίας, διαπιστώνω ότι πρέπει, άλλη μία φορά, να αφιερωθώ στον πολιτικό αγώνα. Μετά την εκτέλεση του Κάντο Χενεράλ, ορατόριου, που είναι γραμμένο σε κείμενο του Pablo Neruda στην Αθήνα, στην Πάτρα και στην Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο, θα ρίχτω ξανά στην πολιτική δραστηριότητα. Πιστεύω ότι τώρα έφτασε η ώρα της αριστεράς. Ορισμένοι θεώρησαν καλό να δημιουργήσουν το κόμμα τους, οι κομμουνιστές χωρίστηκαν σε δύο ανταγωνιζόμενες οικογένειες και οι επαναστατικές ή ρεφορμιστικές ομαδούλες δεν μετριούνται. Η πραγματικότητα όμως απέδειξε ότι η Ελλάδα έχει σήμερα ανάγκη από μία αληθινά δημοκρατική προοδευτική οργάνωση γιατί πιστεύω περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα μαζικό πολιτικό κίνημα, πολύ πιο φωτισμένο ώριμο, και ασυνείδητο από πριν.
Πρέπει όμως καθημερινά να βολιδοσκοπεί κάνεις την πραγματικότητα αν θέλει να "συλλάβει" τις νέες ιδέες.
- Μπορείτε από τώρα να καθορίσετε ποιές θα είναι αυτές οι "νέες ιδέες";
Την στιγμή αυτή δεν έχω παρά μία διαίσθηση. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για αυτές τις νέες ιδέες. Πρέπει πάντως να πούμε ότι η ελληνική μουσική πραγματικότητα έχει αλλάξει ριζικά και δεν μπορώ ακόμα να πω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Περιορίζομαι να διαπιστώσω ότι κάτι έχει αλλάξει.
- Θεωρείτε ότι η αλλαγή αυτή προέρχεται από τη δικτατορία ή απλώς από την πάροδο του χρόνου;
Πιστεύω ότι συνειδητοποιώ ακόμη περισσότερο την αλλαγή αυτή από το γεγονός ότι επί επτά χρόνια βρισκόμουν μακριά από την πατρίδα μου. Σίγουρο είναι ότι αν είχα μείνει στην Ελλάδα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για μένα. Έχασα την επαφή μου επί επτά ολόκληρα χρόνια. Οι μοναδικές σχέσεις που είχα ήταν μακρινές, φανταστικές, ιδεολογικές.Δεν ήταν άμεσες. Στο μεταξύ, υπήρξαν αισθητικά και ιδεολογικά ρεύματα που έμειναν ξένα για μένα. Το κοινό συνεπώς έχει μεταβληθεί. Αν μπορώ να εκφράσω την κρίση μου, θα πω ότι το κοινό δέχτηκε μία ολέθρια επίδραση. Σε μας υπήρχε ακόμα μία ορισμένη παρθενικότητα στη μουσική. Σήμερα η κατάσταση αυτή τελείωσε. Είναι καλό αυτό; Είναι κακό; Δεν θα εκφράσω γνώμη. Βέβαιο πάντως είναι ότι σήμερα χρειάζεται να ξαναρχίσει ο διάλογος.
Για να πάρω επαφή με την πολιτική πραγματικότητα, χρειάστηκε να κάνω τον μουσικό γύρο της Ελλάδας! Αυτό το έκανα από τον Απρίλιο ως τον Ιούλιο. Σήμερα, για να πάρω ξανά την μουσική επαφή, πρέπει να κάνω ίσως τον πολιτικό της γύρο.
Ο ΑΛΗΘΙΝΌΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
Γιγάντιες σκέψεις,
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα,
άναβαν στο νου μου,
τί όλη μου καίινταν μονομιά η ζωή
στην έγνοια της καινούργιας λευτεριάς Σου, Ελλάδα.
23 Ιουλίου 1975. Ανάστατο το κέντρο της Αθήνας: οδοφράγματα, πυρκαγιές, βόμβες μολότοφ, δακρυγόνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα της αστυνομίας, ένα σωρό τραυματισμένοι. Οι συγκρούσεις θα κρατήσουν 14 ώρες.
Το πρωί 4.000 οικοδόμοι διαδηλώνουν ειρηνικά για να υποστηρίξουν τις οικονομικές τους διεκδικήσεις όταν σε μία συνάντηση τους με τους αστυνομικούς και ύστερα από μία συζήτηση σχετικά με την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν μία ομάδα από προβοκάτορες επιτίθεται εναντίον των οργάνων της τάξεως, που αιφνιδιάστηκαν και αναδιπλώθηκαν πριν αντεπιτεθούν βίαια. Οι συμπλοκές συνεχίζονται 14 ώρες. Η πλατεία της Ομόνοιας, η οδός Σταδίου, η οδός Ακαδημίας πλημμυρίζουν στην θαμπή ομίχλη των δακρυγόνων, στους καπνούς των αυτοκινήτων και των οδοφραγμάτων που καίγονται. Ως αργά τη νύχτα, τα θωρακισμένα αυτοκίνητα της αστυνομίας (μικρά άρματα από τα οποία εξέχουν τρία λευκά κράνη,ο οδηγός και δύο άνδρες που χειρίζονται τα δακρυγόνα) περιπολούν ακατάπαυστα επιτίθενται, εναντίον κάθε ομάδας που επιχειρεί να σχηματιστεί και δεν σταματούν παρά μόνο για να ανεφοδιαστούν με δακρυγόνα και καύσιμα. Φαίνεται πως μοτοσυκλέτες εκτελούν χρέη συνδέσμων στις ομάδες κρούσης των διαδηλωτών, που είναι στην πραγματικότητα ελάχιστες.
Όλο το πρωινό η Αθήνα είναι πανικοβλημένη: για τους μεν "οι κομμουνιστές πέρασαν στην αντεπίθεση" για τους δε "οι φασίστες ξανάρχισαν".
Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν οικοδόμοι και φοιτητές, ενεργά μέλη ή συμπαθούντες της άκρας αριστεράς, αλλά και πρώην μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας της χούντας (ΕΣΑ).
Ήδη, εδώ και δύο ημέρες, στο στρατοδικείου 21 αξιωματικοί λογοδοτούν για την απόπειρα Συνωμοσίας της 24ης Φεβρουαρίου 1975. Μετά από πέντε ημέρες θα αρχίσει η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Προπαντός όμως τις ημέρες εκείνες, 23 και 24 Ιουλίου, η Ελλάδα γιορτάζει την πρώτη επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Ήδη το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το Κομμουνιστικό Κόμμα "εσωτερικού" του Δρακόπουλου, το Κομμουνιστικό Κόμμα "εξωτερικού " του Φλωράκη καθώς και οι αριστερίστικες οργανώσεις δήλωσαν ότι δεν θα λάβουν μέρος στις τελετές που οργανώνει η κυβέρνηση, για να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην πολιτική του Καραμανλή, ιδιαίτερα όσον αφορά την αποχουντοποίηση που κρίνεται δειλή και ανεπαρκής. Μόνο η ΕΔΑ, που είχε ανασυσταθεί πριν από λίγες μέρες, θα λάβει μέρος στους εορτασμούς και στις επίσημες εκδηλώσεις. Στην αντιπροσωπεία της ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανώλης Γλέζος και ο Ανδρέας Λεντάκης. Να τι λέει σχετικά ο Θεοδωράκης:
"Πήγα γιατί πιστεύω ότι η δημοκρατία βρίσκεται ακόμη σε κίνδυνο και ότι μοναδικός τρόπος για να εδραιωθεί είναι να πραγματοποιηθεί η ενότητα ολόκληρου του λαού. Ένα εκατομμύριο Έλληνες έπρεπε να μαζευτούν εκείνη την ημέρα, απαντώντας στις προκλήσεις των χουντικών στοιχείων που βρίσκονταν ακόμη μέσα και έξω από τον κρατικό μηχανισμό".
Η ΕΔΑ ξεπήδησε ύστερα από επαφές, συναντήσεις, συνεδριάσεις. Ο Μίκης Θεοδωράκης, που εξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της, δεν είναι αμέτοχος στην επανασύστασή της:
Οι περισσότεροι από μας αγωνιστήκαμε παλαιότερα στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σήμερα υπάρχουν δύο Κομμουνιστικά Κόμματα. Γιατί δεν δεχόμαστε να μπούμε στις γραμμές του ενός ή του άλλου; Για ποιούς λόγους ενώσαμε τις δυνάμεις στους κόλπους της ΕΔΑ; Μήπως από απλή προσωπική φιλοδοξία; Μήπως πρόκειται για συμβιβασμό; Μήπως γιατί εγκαταλείψαμε τα πολιτικά μας ιδανικά; Δεν νομίζω ότι η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί σε ένα τόσο χαμηλό επίπεδο στο οποίο καταφεύγουν όσοι δεν έχουν επιχειρήματα και επιδίδονται σε προσωπικές επιθέσεις. Η τακτική της συκοφαντίας είναι βέβαια αποτελεσματική, προπαντός ανάμεσα στην φλογερή νεολαία. Η αποτελεσματικότητα αυτή, όμως, ξεθυμαίνει με την πάροδο του χρόνου. Όταν είσαι καθαρός και πιστός στις αρχές σου, μία μέρα θα δικαιωθείς. Ο συνεπής επαναστάτης πρέπει να ενδιαφέρεται πάνω από όλα για τον λαό, έστω και αν αυτό μπορεί σε κάποια στιγμή να ζημιώσει το κόμμα του. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ένα μόνο θα αναφέρω: την στάση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1968.
Το Μάιο του 1968, το Γαλλικό Κ.Κ. ήταν το μοναδικό κόμμα που δεν παρασύρθηκε από την επαναστατική,δήθεν, κίνηση των φοιτητών του Καρτιέ Λατέν. Ακόμα και όταν σε ολόκληρη την Γαλλία είχε απλωθεί ένα κλίμα δήθεν επαναστατικό, οι Γάλλοι κομμουνιστές αντέδρασαν αποφασιστικά. Γιατί; Γιατί ήταν πεπεισμένοι ότι παρά την βαθιά αναταραχή που συγκλόνισε ολόκληρη την Γαλλία, στην πραγματικότητα η εξουσία δεν βρισκόταν σε κρίση. Αντίθετα μάλιστα. Ασκούσε απόλυτο έλεγχο στα δυναμικά στηρίγματα του Κράτους, ασκούσε ακόμη μία μεγάλη επίδραση στα πλατιά κοινωνικά στρώματα. Απέναντί της ο γαλλικός λαός δεν ήταν ούτε ιδεολογικά προετοιμασμένος ούτε υλικά οργανωμένος για να περάσει στη γενική επαναστατική επίθεση. Αν το γαλλικό Κ.Κ. δεν το αναγνώριζε αυτό, το αποτέλεσμα θα ήταν να συντριβούν οι λαϊκές δυνάμεις.
Ας θυμηθούμε τώρα τη λάσπη που έριξαν στο Γαλλικό Κ.Κ. Πόσες φορές το κατηγόρησαν για συμβιβασμό, ότι ήταν ουραγός της αστικής τάξης, ότι πρόδωσε το εργατικό κίνημα; Ο χρόνος πέρασε. Οι κατήγοροι κουράστηκαν, άλλαξαν τρόπο ζωής, για να ενταχθούν σιγά-σιγά, στο σύστημα. Η ζωή δικαίωσε το Γαλλικό Κ.Κ. Ο λαός πληροφορήθηκε ότι ο Ντε Γκωλ προετοίμαζε μεθοδικά την αντεπίθεση του και ότι ήταν έτοιμος, αν οι κομμουνιστές έμπαιναν στην κίνηση, να χτυπήσει με ειδικές μονάδες που είχαν έρθει από την Γερμανία.
Η πραγματική επανάσταση δεν είναι απλώς ζήτημα κοινωνικής αναταραχής. Η επανάσταση είναι ένα ιστορικό γεγονός αποφασιστικής σημασίας. Για μας τους παλαίμαχους των πολιτικών αγώνων, δεν υπάρχει κρίση εξουσίας στην Ελλάδα του 1975. Αντίθετα, η κρίση βρίσκεται στους κόλπους της αντιπολίτευσης. Τελικός μας σκοπός είναι να αλλάξουμε τον βασικό νόμο της σύγχρονης κοινωνίας και της κοινωνίας του Εγώ (ατομική ιδιοκτησία) και να δημιουργήσουμε την κοινωνία του Εμείς (κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής). Όμως πενήντα χρόνια εφαρμοσμένου σοσιαλισμού μας έδειξαν ότι η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τα οικονομικά μέτρα και ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν αποτελούν παρά μόνο μια πλευρά του προβλήματος. Η άλλη πλευρά είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Αυτή η πλευρά, που είναι μάλιστα καθοριστική, υποτιμάται. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε δύο συντελεστές, την πρωτοπορία και τις μάζες των εργαζομένων. Η πρώτη αφέθηκε να δεχθεί τον μηχανισμό της εξουσίας. Μονοπώλησε την ιδεολογία, την φιλοσοφία, την κοινωνική ανάλυση, τα προβλήματα της αισθητικής. Έχει μεταβληθεί σε μια νέα τάξη κατόχων της ιδεολογίας και τεχνοκρατών, σκοπός των οποίων είναι να κυβερνούν το δεύτερο συντελεστή δηλαδή τις εργαζόμενες μάζες. Η νέα αυτή εξουσία ακολουθεί τον πολίτη από τον βρεφικό σταθμό ως το νεκροταφείο, περνώντας από το σχολείο και την εργασία. Τον συνοδεύει στη σκέψη του και στον τρόπο του σκέπτεσθαι. Τον παίρνει ευγενικά απο το χέρι και τον οδηγεί. Πρόκειται για το πρώτο πρόβλημα που θέτει η πενηντάχρονη εφαρμογή του σοσιαλισμού. Το δεύτερο πρόβλημα συνοψίζεται στο παρακάτω ερώτημα :
Όταν ο θεμελιακός νόμος της αστικής τάξης θα καταργηθεί, ποιός θα είναι ο ιδιοκτήτης, ποιός δηλαδή θα αποφασίζει; Ο Λένιν έδωσε την απάντηση: Το Κόμμα, που σα πρωτοπορία του προλεταριάτου, έχει σαν ιστορική αποστολή να οδηγήσει την υπόλοιπη κοινωνία στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία μιας νέας τάξης στελεχών, κυβερνητών και τεχνοκρατών επί όλων των άλλων τάξεων με το Κόμμα οδηγό και κάτοχο της εκτελεστικής εξουσίας, αποτελεί τον κανόνα.
Εμείς διαπιστώνουμε ότι η ελληνική εργατική τάξη δεν διαφέρει ποιοτικά από τα άλλα στρώματα της κοινωνίας. Επιπλέον, η ελληνική εργατική τάξη δεν είναι αρκετά ώριμη για να παίξει τον καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία μιας νέας παραγωγής. Τέλος, αδύνατο είναι να πούμε ότι ιστορικά η ελληνική εργατική τάξη, στο σύνολό της, έχει παίξει στα σύγχρονα γεγονότα ρόλο πιο επαναστατικό από τους αγρότες ή από τα μεσαία στρώματα. Η αναγόρευση της εργατικής τάξης σε δύναμη πρωτοποριακή δεν θεμελιώνεται ιστορικά και διασπά το κοινό μέτωπο, την πλατειά συμμαχία όλων των εργαζομένων, η οποία και μόνο θα εξασφαλίσει την οικοδόμηση του αληθινού σοσιαλισμού.
Έχουμε επίσης διαφορετική γνώμη σε σχέση με τη "μορφή της εξουσίας". Η εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών μας έφερε μπροστά σε νέα πρότυπα που διαφέρουν από χώρα σε χώρα, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις κεφαλαίου εργασίας παραμένουν. Η ζωή έκανε ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα, όπως π.χ. τα κόμματα της Γαλλίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας, να παραδεχτούν την αλλαγή που έχει συντελεστεί στις αστικές τάξεις, γεγονός που αποκαλείται περιφρονητικά "ρεβιζιονισμός". Οι Ιταλοί κομμουνιστές, που με τις τελευταίες εκλογές έφτασαν ως το κατώφλι της εξουσίας, από καιρό έχουν διαδηλώσει την πίστη τους στην πλατιά πολιτική συμμαχία. Ο "ιστορικός συμβιβασμός", η συνεργασία της αριστεράς με τους χριστιανοδημοκράτες, θεωρείται από το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ένα αναγκαίο ιστορικό στάδιο. Η ένωση Αριστεράς των Γάλλων Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών έχει για πρώτο στόχο ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Ο Σαντιάγκο Καρρίγιο και το κομμουνιστικό κόμμα της Ισπανίας, έχουν παρόμοιες αν όχι πιο πλατιές αντιλήψεις. Τα τρία μεγαλύτερα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης έγιναν, λοιπόν, σοσιαλδημοκρατικά; Όχι. Γιατί μια πραγματική σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί να οικοδομηθεί παρά με την συμμαχία όλων των εργαζομένων, όλων των ανθρώπων, πέρα από την στενή, δογματική και ξεπερασμένη αντίληψη της θεωρίας για την πάλη των τάξεων. Οι νέες συνθήκες παραγωγής δημιούργησαν ένα νέο προλεταριάτο, στους κόλπους του οποίου συνυπάρχουν πολλές τάξεις και κοινωνικά στρώματα αντίθετα με τον καπιταλισμό, που εμπνέονται όλο και περισσότερο από τον σοσιαλισμό.
Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι, εκτός από το Νότιο Βιετνάμ, όπου οι συνθήκες ήταν ιδιάζουσες λόγω της παρουσίας του κόμματος του Βόρειου Βιετνάμ, οι δύο μεγάλες μεταπολεμικές επαναστάσεις έγιναν στις χώρες στις οποίες τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν μείνει στο περιθώριο. Δηλαδή στην Κουβά και στην Αλγερία. Αντίθετα, τα κινήματα στα οποία είχαν πάρει μέρος τα κομμουνιστικά κόμματα, όπως στην Ελλάδα, στην Ινδονησία, στην Βενεζουέλα και στην Χιλή, τσακίσθηκαν από τις τοπικές ολιγαρχίες με την υποστήριξη των ΗΠΑ, χωρίς να λάβουν την παραμικρή βοήθεια από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Γιατί επικεφαλής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος βρίσκονται κόμματα, που έχουν κρατικές ευθύνες και δεν μπορούν να ριψοκινδυνεύσουν μια ανοικτή σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό από αλληλεγγύη προς τους Έλληνες, Ισπανούς, Χιλιανούς και άλλους κομμουνιστές. Σήμερα, στην Πορτογαλία, όπου οι κομμουνιστές, έχοντας στηρίγματα στους κόλπους του στρατού, έχουν βάλει για στόχο επαναστατικές αλλαγές, βρισκόμαστε μπροστά σε μια βαθιά κρίση με σκοτεινές προοπτικές.
Γιατί, λοιπόν, η δογματική αυτή προσήλωση σε μια θεωρητική φόρμουλα χωρίς κανένα περιεχόμενο, αφού η πράξη δείχνει ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτα; Αντίθετα, η ζωή και η ιστορική πείρα αποδεικνύουν ότι ένα λαϊκό κίνημα μπορεί να ελπίζει να επιτύχει, αν είναι εντελώς ανεξάρτητο πολιτικά και οργανωτικά, αν, δηλαδή, στηρίζεται σε ολόκληρο το λαό. Έτσι μόνο, θα μπορέσει να λάβει αποτελεσματική βοήθεια απ' όλους τους προοδευτικούς σχηματισμούς του κόσμου.
Θεωρούμε τους εαυτούς μας πραγματικούς κομμουνιστές σημερινούς και αυριανούς, με την παραδοχή της αντίληψης ότι ο κομμουνισμός είναι το κοινωνικό σύστημα που εναρμονίζει καλύτερα τις σχέσεις των ανθρώπων και εξασφαλίζει στον μεγαλύτερο βαθμό και σε όλους την μεγαλύτερη δυνατή αξιοπρέπεια ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, καταγωγή και ικανότητες του καθενός.
Πιστεύουμε ότι ο κάθε σύγχρονος κομμουνιστής, πρέπει να προσαρμόζει την μαρξιστική θεωρία στην κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και στην σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα. (Φυσικά, εμείς δίνουμε στον όρο "κομμουνιστής" το πραγματικό του περιεχόμενο, όπως το διδαχτήκαμε και το ζήσαμε στα χρόνια της επαναστατικής πράξης από την Αντίσταση και μετά. Σήμερα "κομμουνιστής" σημαίνει αποκλειστικά να έχει τις ευλογίες των "ιδιοκτητών" του τίτλου).
Θεωρούμε ότι το κόμμα της πραγματικής επαναστατικής αλλαγής θα πρέπει να μεταβάλει το κέντρο επιρροής μιας τάξης, της εργατικής, σε ενα ευρύτατο κοινωνικό συνασπισμό, σε Μέτωπο των Εργαζομένων.
Έτσι, κάθε λαός και όλοι οι λαοί θα περάσουν μια μέρα στην ιδανική ανθρώπινη κοινωνία, στην παγκόσμια κοινωνία, η οποία, απαλλαγμένη από πολέμους, θα πραγματοποιήσει το πανάρχαιο όνειρο: την ειρηνική οικοδόμηση ενός πνευματικού πολιτισμού για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αποσπάσματα απο το "Χρονικό του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου (ΕΑΣ) ". το χρονικό δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο 1973 στο περιοδικό "Τα τετράδια της Δημοκρατίας", που εξέδιδε στο εξωτερικό μια ομάδα φίλων του Μίκη Θεοδωράκη.
Το "Χρονικό του ΕΑΣ" έχει τον υπότιτλο: "Μια ενότητα που δεν έγινε : Α. Παπανδρέου ΠΑΚ,
Μ. Θεοδωράκης ΠΑΜ, Γ. Μυλωνάς Δ.Α (Δημοκρατική Άμυνα), Κ. Καραμανλής.
Το κείμενο είναι ανυπόγραφο και έχει την ένδειξη "Ιστορικός".
Άνοιξη του 1970. Οι φυλακές και τα στρατόπεδα είναι ακόμα γεμάτα από Έλληνες αγωνιστές. Η χούντα χτυπιέται μέσα και έξω απο τη χώρα. Το Συμβούλιο της Ευρώπης ετοιμάζεται να επανέλθει. Η Μαύρη Βίβλος των βασανιστηρίων συγκλονίζει την διεθνή και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στο εσωτερικό τησ χώρας, υπαρχει έντονη αντιστασιακή δράση. Μπόμπες ρίχνονται τακτικά. Παράνομα αντιστασιακά έντυπα κυκλοφορούν κατά χιλιάδες απο χέρι σε χέρι. Όσοι από τον πολιτικό κόσμο όρθωσαν το ανάστημά τους κατά της δικτατορίας, εξακολουθούν να την καταγγέλουν σε τακτικά διαστήματα. Οι ΗΠΑ, στέλνουν τον Τάσκα. Είναι φανερό ότι τους απασχολεί η κατάσταση. Ο ελληνικός Λαός περιμένει με αγωνία να δει να πραγματοποιείται το αποφασιστικό βήμα, την πανεθνική, παλλαϊκή ενότητα όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων κατά της δικτατορίας. Ποιές είναι οι δυνάμεις που με σαφήνεια καταγγέλουν την χούντα;
1. Η Δ.Ν.Λ., το Κ.Κ.Ε. και η Ε.Δ.Α.
2. Το Πατριωτικό Μέτωπο
3. Η Δημοκρατική Άμυνα
4. Οι Ελεύθεροι Έλληνες - Βασιλόφρονες αξιωματικοί
5. Οι Υπερασπιστές της Ελευθερίας - Δημοκρατικοί αξιωματικοί
6. Κινεζόφιλοι φοιτητές - του κύκλου της Αναγέννησης
7. Η ομάδα Παναγούλη
8. Το Π.Α.Κ.
9. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
10. Οι πολιτικοί Κανελλόπουλος - Μαύρος - Παπασπύρος - Μητσοτάκης - Ζίγδης
11. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος
12. Ο Σεφέρης, η Συνοδινού και πολλοί άλλοι εκπρόσωποι του πνευματικού μας κόσμου
13. Εκπρόσωποι του αθηναϊκού Τύπου - Βλάχου κλπ.
Επίσης, ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη και διώχθηκαν: Ανώτατοι εκπαιδευτικοί και κρατικοί λειτουργοί. Ο δημοσιογραφικός κόσμος.
Όλη αυτή η θεαματική και πρωτοφανής συσπείρωση δυνάμεων κατά της δικτατορίας γεννούσε δικαιολογημένα αισθήματα αισιοδοξίας στον λαό, σύγχιση και ηττοπάθεια στις γραμμές της χούντας και στους μηχανισμούς που την στηρίζουν (Σώματα Ασφαλείας - Στρατός κλπ.).
Είναι πολύ πιθανό ότι μια συσπείρωση γύρω από τον Κωνσταντίνο και τον Καραμανλή "εθνικοφρόνων" δυνάμεων, θα έριχνε από τα μέσα το στρατιωτικό καθεστώς. Η πλειοψηφία των στελεχών στην Κρατική Μηχανή - Στρατό και Σώματα Ασφαλείας - ήταν ακόμα βασιλόφρονες και καραμανλικοί. Ειναι φανερό ότι οι δυνάμεις αυτές - αμερικανόφιλοι - αντιχουντικοί - δέχονταν συγχρόνως την πίεση του έντονου αντιδικτατορικού φρονήματος της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και των ιδεών των Αμερικάνων, προς τους οποίους δεν έπαψαν φυσικά να απευθύνονται, παρ' ότι οι τελευταίοι τους εγκατέλειψαν - προσωρινά. Οι πιέσεις αυτές και οι προσωπικές τους φιλοδοξίες, έκαναν πιθανές ακόμα και τις πιο ακραίες λύσεις, όπως λόγου χάρη η δημιουργία κυβέρνησης γύρω από τον εξόριστο βασιλιά με έκκληση προς τον Στρατό για εξέγερση.
Μια άλλη ποιότητα συσπείρωσης ηταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσειομάδες ομάδες, για να δώσει νέα φτερά στην δυναμική αντίσταση.
Τέλος, ήταν επίσης δυνατή μια συσπείρωση μικτών δυνάμεων, δηλαδή αντιστασιακών και πολιτικών, με βάση ένα μίνιμουμ πρόγραμμα στόχων και μεθόδων.
Προς την κατεύθυνση αυτή, η πιο σοβαρή προσπάθεια έγινε το φθινόπωρο του 1970, με πρωτοβουλία μιας ομάδας Νορβηγών βουλευτών. Σκοπός τους ήταν η οργάνωση συνάντησης εκπροσώπων των κυριοτέρων πολιτικών και αντιστασιακών δυνάμεων της χώρας. Χωρίς καμιά δέσμευση και με μοναδική ημερήσια διάταξη την αναζήτηση κοινής βάσης - αν υπήρχε - για αντιδικτατορική συνεργασία.
Απ'ότι γνωρίζουμε, το πρώτο βήμα έγινε προς την κατεύθυνση του Κ. Καραμανλή. Η πρώτη σκέψη ήταν να γίνει καταρχήν τριμερής σύσκεψη με εκπροσώπους της Δεξιάς, Κέντρου και Αριστεράς. Η απάντηση του Καραμανλή υπήρξε θετική.Σε συνέχεια βολιδοσκοπήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου που συμφώνησε αναλαμβάνοντας μάλιστα να μιλήσει ο ίδιος στον Μίκη Θεοδωράκη πρόεδρο του Π.Α.Μ., πράγμα που έκανε στις 9/9/70 κατά την συνάντησή τους στην Στοκχόλμη. Αφού και ο τελευταίος απάντησε επίσης θετικά, οι Νορβηγοί ανάλαβαν το πρακτικό μέρος για την συνάντηση των τριών εκπροσώπων που προσδιορίστηκε για το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1970. Για λόγους που παραμένουν ακόμα άγνωστοι η σύσκεψη αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.
Ύστερα από αυτή την αποτυχία, οι Νορβηγοί παράγοντες αποφάσισαν να διευρύνουν τον κύκλο των πιθανών συνομιλητών. Για τον λόγο αυτό, αφού επισκέφτηκαν πολιτικούς παράγοντες μέσα στην Ελλάδα, συναντήθηκαν με πολιτικούς και αντιστασιακούς εκπροσώπους όλων των παρατάξεων ( Ε.Κ. - Φ.Ι.Δ.Η.Κ.- Δ.Α. -Π.Α.Μ.- Κ.Κ.Ε - Κ.Κ.Ε εσωτερικού - Αξιωματικούς - Π.Α.Κ ) και με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Όταν ρώτησαν τον τελευταίο: "Ποιός θα είναι ο εκπρόσωπός σας στη σύσκεψη αυτή;" απάντησε: "Τους θεωρώ όλους ανεξαιρέτως σαν εκπροσώπους μου". "Ακόμα και τους κομμουνιστάς;" "Είπα όλους".
Το Κ.Κ.Ε (Κολιγιάννης) έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σύσκεψη αυτή. Με τη μεσολάβηση Σουηδού πολιτικού παράγοντα ζήτησε να προηγηθεί συνάντηση Κολιγιάννη -Θεοδωράκη Το ΚΚΕ εσωτερικού απάντησε ότι "μπορεί να γίνει μία τέτοια συνάντηση για συνεννόηση πριν από την σύσκεψη του Όσλο, χωρίς παρέμβαση ξένων, με τον όρο η συνάντηση να γίνει σε επίπεδο αντιπροσώπων δύο σχηματισμών" (όχι προσωπική ανάμεσα μόνο στον Κολιγιάννη και στον Θεοδωράκη).
Το γραφείο του Κ.Κ.Ε. εσωτερικού αποφάσισε να πάρει μέρος στη σύσκεψη και σαν Κ.Κ.Ε και σαν Π.Α.Μ. Η σύσκεψη είχε ορισθεί για τις 14 - 16 Γενάρη 1971. Επίσης εξουσιοδότησε την αντιπροσωπία του να ζητήσει η συζήτηση να γίνει μόνο μεταξύ των Ελλήνων, χωρίς την παρουσία ή παρεμβολή ξένων παραγόντων, όπως επίσης και να αξιοποιήσει την επαφή αυτή για να θέσει επί τάπητος το θέμα της ενότητας όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων, για την ανατροπή της δικτατορίας και την εξουδετέρωση των αυταπατών ότι είναι δυνατόν να δοθεί δημοκρατική λύση χωρίς αγώνα, με επέμβαση των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ.
Όλα έδειχναν πως πηγαίναμε σταθερά προς την πρώτη σύσκεψη όλων ανεξαιρέτως των αντιδικτατορικών δυνάμεων, όταν την τελευταία στιγμή τα πάντα ναυάγησαν ύστερα από τελεσιγραφική απειλή του Ανδρέα Παπανδρέου, ότι θα καταγγείλει την προσπάθεια ως προδίδουσα τον "χαρακτήρα του αγώνα", που πρέπει να είναι καταρχήν αντιμοναρχικός. Τουλάχιστον αυτήν την εξήγηση - πληροφορία, έδωσαν οι Νορβηγοί, που απογοητευμένοι εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην Άνοιξη του 1970. Τότε επίσης διατυπώθηκε η πρώτη πρόταση για την δημιουργία ενός ενιαίου καθοδηγητικού οργάνου όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων του ελληνικού λαού. Του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου (Ε.Α.Σ). Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή του ο Μίκης Θεοδωράκης, μιλώντας στο όνομα του Π.Α.Μ., στην πρώτη πρες κόνφερανς που έδωσε στο Παρίσι (2 Μαϊου 1970), ανάφερε ανάμεσα σε άλλα:
1. Σήμερα έχω περισσότερο από ποτέ τη φιλοδοξία να προσφέρω με τη συμμετοχή και τη δράση μου, τη συμβολή μου για να επιτύχουμε ένα νέο στάδιο, ένα νέο επίπεδο της Αντίστασης, ένα νέο επίπεδο ενότητας της Αριστεράς, αλλά και όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Με την πρόταση των εννέα σημείων που ακολουθεί προσφέρω προς αυτή την κατεύθυνση.Ταυτόχρονα συμβάλλω στον σχεδιασμό και την εκτέλεση μεγάλης κλίμακας αντιστασιακών ενεργειών με τη συμμετοχή δυνάμεων από όλες τις πολιτικές παρατάξεις και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Είμαι αισιόδοξος. Γιατί ποτέ άλλοτε ο λαός μας δεν ήταν τόσο βαθιά και ουσιαστικά ενωμένος μπροστά στην τυραννία. Γιατί ποτέ άλλοτε οι μεγάλες μάζες δεν είχαν αφομοιώσει τόσο καθαρά και σωστά τα μεγάλα μας εθνικά προβλήματα. Γιατί ποτέ άλλοτε δεν ξεχώρισαν τόσο ανάγλυφα οι φίλοι και οι εχθροί του λαού μας μπροστά στα μάτια του λαού μας. Είμαι αισιόδοξος γιατί ποτέ άλλοτε η ντόπια και ξένη ολιγαρχία και τα θλιβερά της όργανα, η στρατιωτική χούντα, δεν είχαν απομονωθεί και μισηθεί σε τέτοιο καθολικό βαθμό από το σύνολο του λαού μας.
2. Θα παλέψουμε για να μετατρέψουμε την καθολική αντίθεση προς τη δικτατορία σε μία όλο και ευρύτερη ενότητα πάλης για την ανατροπή της. Αποφασιστικός παράγοντας για αυτό είναι να συσπειρώσουμε προπαντός τις ζωντανές, δημιουργικές, σφριγηλές και ξεκάθαρες δυνάμεις του λαού. Να αξιοποιήσουμε τις ζωογόνες δυνάμεις της ελληνικής νεολαίας που της ανήκει το μέλλον της χώρας μας.
3. Τρία χρόνια δικτατορίας με έχουν πείσει ότι η ενότητα και η συντονισμένη δράση του συνόλου των δυνάμεων που τάσσονται κατά της τυραννίας και υπέρ του σεβασμού της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να αποτελέσει έναν αποφασιστικό παράγοντα για να περάσει την Αντίσταση σε αλλά, πολύ υψηλότερα επίπεδα, για να περάσουμε στο στάδιο της τελικής νικηφόρας αναμέτρησης με τη χούντα. Στην προσπάθεια αυτή για την ενότητα όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων γύρω από αυτούς τους δύο ξεχωριστά ενωμένους στόχους, είμαι αποφασισμένος να δώσω όλες μου τις δυνάμεις. Νομίζω πως η ενότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση τα παρακάτω σημεία:
1. Ανάπτυξη της αντιστασιακής πάλης με όλα τα πρόσφορα σε κάθε στάδιο μέσα ως τη συντριβή της χούντας.
2. Σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
3. Κατάργηση του χουντικού Συντάγματος του 1968.
4. Αποκατάσταση των συνταγματικών και δημοκρατικών ελευθεριών με βάση το Σύνταγμα του 1952 και με άμεση κατάργηση όλων των έκτακτων μέτρων και νόμων.
5. Προκήρυξη μέσα σε έξι μήνες εκλογών με απλή αναλογική με συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων, χωρίς εξαίρεση, για την ανάδειξη Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης.
6. Απόλυση όλων των πολιτικών κρατουμένων.
7. Παραδειγματική τιμωρία από ειδικό δικαστήριο των πρωταγωνιστών της χούντας, των συνεργατών της και των βασανιστών της.
8. Επαναφορά στις θέσεις τους όλων των διοχθέντων από τη χούντα. Και,
9. Επανεξέταση όλων των οικονομικών συμβάσεων της χούντας.
Επιστέγασμα της συμφωνίας για τους σκοπούς και το πρόγραμμα της συντονισμένης Αντίστασης πρέπει να είναι η συγκρότηση από εκπροσώπους όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων της χώρας ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ που θα σχεδιάζει, θα συντονίζει και θα καθοδηγεί τον αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας και τη διασφάλιση των δημοκρατικών ελευθεριών. Είναι αυτονόητο ότι η καθεμία από τις μετέχουσες δυνάμεις θα διατηρεί το ιδιαίτερό της πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία της".
Την επομένη κιόλας από τη δήλωση αυτή το Π.Α.Μ. έπαιρνε εγκάρδιο μήνυμα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, που χαιρετούσε την πρωτοβουλία, προσθέτοντας ότι είναι απόλυτα σύμφωνος για την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου και ορίζει συνάντηση για τον προσεχή μήνα στην Στοκχόλμη.
Η Δημοκρατική Άμυνα τασσόταν και αυτή ανεπιφύλακτα για την όσο γίνεται πιο σύντομη δημιουργία του ανωτάτου αντιστασιακού οργάνου.
Το Κ.Κ.Ε (Κολιγιάννη) έστειλε στο Παρίσι μέλος του Πολιτικού Γραφείου για να διαβεβαιώσει τον Θεοδωράκη ότι τελικά συμφωνεί επάνω στη γραμμή του συντονισμού όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων.
Τέλος ανώτατοι αξιωματικοί (μέσα και έξω από τη χώρα) χαιρέτισαν την πρωτοβουλία και δήλωσαν ότι επιθυμούν να πάρουν μέρος στις σχετικές διαπραγματεύσεις.
Ενόψει της διμερούς συνάντησης Π.Α.Μ - Π.Α.Κ στη Στοκχόλμη, εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Άμυνας εξέφρασε προς την ηγεσία του Π.Α.Μ φόβους μήπως οι "δύο μεγάλοι" τους αγνόησαν. Το Π.Α.Μ. τον διαβεβαίωσε ότι θεωρεί όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις απολύτως ισότιμες και ότι σε κάθε περίπτωση θα αγωνιστεί ώστε να εξασφαλιστούν τα δικαιώματά τους. Όπως θα δείξουν τα έγγραφα που ακολουθούν, οι ανησυχίες του εκπροσώπου της Δημοκρατικής Άμυνας στηρίζονταν σε συγκεκριμένες πληροφορίες πάνω στις προθέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου. Η δίκη των αγωνιστών της είχε, εκείνη την εποχή ανεβάσει την Δημοκρατική Άμυνα στην συνείδηση όλου του λαού. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ακολουθούσε όμως μία πολιτική "αυστηρής" στάσης απέναντι στην ηγεσία της Δημοκρατικής Άμυνας. Αυτοί πάλι υποψιάζονταν ότι ο Παπανδρέου θα πρότεινε στον Θεοδωράκη τη μονοπώληση του Αντιστασιακού Συμβουλίου από τις δύο τους οργανώσεις, εξού και το διάβημα προς το Π.Α.Μ.
Ωστόσο, η συνάντηση Παπανδρέου - Θεοδωράκη δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο τελευταίος αρρώστησε ξαφνικά, μπήκε σε νοσοκομείο στη Ρώμη και εγχειρήθηκε. Έτσι η συνάντηση αναβλήθηκε για τον Ιούνιο. Στο μεταξύ ορισμένες δηλώσεις του Θεοδωράκη και ιδιαίτερα η σχετική με τον ένοπλο αγώνα, δημιούργησαν τα πρώτα νέφη στις σχέσεις του με τον Παπανδρέου. Έτσι ο τελευταίος σε μακροσκελείς δηλώσεις του, ανέφερε μεταξύ άλλων (16 Μαΐου 1970):
"Σαν αρχηγός του Π.Α.Κ και με επίγνωση της σοβαρότητας του θέματος στο οποίο αναφέρομαι, επιθυμώ να προβώ στην ακόλουθη ακόλουθη δήλωση:
Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης βγήκε από την Ελλάδα, ήμουν αυτός που τον καλωσόρισε με θερμό τηλεγράφημα.
Όταν στην press conference που έδωσε, απηύθυνε έκκληση για ενότητα του αντιστασιακού κινήματος, απάντησα αμέσως καταφατικά.
Έκτοτε ο Μίκης Θεοδωράκης έχει προβεί σε διάφορες δηλώσεις, των οποίων το ακριβές περιεχόμενο δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Για αυτό δεν θα κάνω σχόλια επ' αυτών.
Από την άλλη μεριά επιθυμώ να θέσω ξεκάθαρα και δημόσια τους όρους υπό τους οποίους το Π.Α.Κ., το οποίο εκπροσωπώ, είναι διατεθειμένο να συνεργαστεί αποτελεσματικά με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις.
1. Συνεργασία θα γίνει μεταξύ οργανωμένων αντιστασιακών κινημάτων που έχουν την υποστήριξη των μεγάλων μαζών του ελληνικού λαού. Επομένως ούτε πολιτικά κόμματα, που δεν είναι εξ ορισμού αντιστασιακές οργανώσεις, ούτε πολιτικές προσωπικότητες που τυγχάνει να είναι άσχετες με αντιστασιακά κινήματα, ούτε φανταστικές οργανώσεις θα γίνουν δέκτες σε ένα Εθνικό Συμβούλιο.
2. Οι στρατηγικοί στόχοι της Ελληνικής Αντίστασης είναι :
α) Εθνική Ανεξαρτησία
β) Λαϊκή Κυριαρχία
γ) Δημοκρατικές Διαδικασίες
Κατά κανένα τρόπο δεν θα δεχθούμε οιουσδήποτε διακανονισμούς που κομπρομετάρουν οποιονδήποτε από αυτούς τους στόχους.
Ειδικότερα ανακοινώνουμε για μία ακόμη φορά, ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος για να παίρνει τα 30 αργύρια δεν έχει απλώς αποφύγει οποιεσδήποτε δηλώσεις εναντίον της χούντας, αλλά έχει στην πραγματικότητα συνεργαστεί μαζί της παρασκηνιακά, δεν έχει την εμπιστοσύνη του αντιστασιακού κινήματος του ελληνικού λαού. Δεν θα επιστρέψει στην Ελλάδα, εκτός αν ο ελληνικός λαός αποφασίσει διαφορετικά...
Έτσι το πραξικόπημα της 21.4.67 στην Ελλάδα είναι η αμερικάνικη έκδοση της επεμβάσεως στην Τσεχοσλοβακία από τα στρατεύματα του συμφώνου της Βαρσοβίας.
Περαιτέρω βεβαιώνουμε την αμετάκλητη πεποίθησή μας, ότι αυτή η κατοχή της Ελλάδας δεν θα τελειώσει έως ότου το κόστος για το Πεντάγωνο του να συνεχίζει την ανάμειξη του γίνει πολύ βαρύ για να το αντέξει...
Το καθήκον μας, όσον αφορά το εσωτερικό, έχει δύο όψεις:
Α) Την προσπάθεια για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού δικτύου πολιτικής καθοδήγησης του ελληνικού λαού στον αγώνα του για την ελευθερία.
Β) Την γρήγορη και αποτελεσματική ανάπτυξη ομάδων κομμάντος, για να κτυπήσουν σκληρά το δίκτυο δύναμης των συνταγματαρχών, στα πλαίσια ενεργού και ένοπλης αντίστασης.
3. Οποιαδήποτε θέση του ξεφεύγει από αυτές τις βασικές αρχές υπονομεύει, ηθελημένα ή όχι, τον απελευθερωτικό μας αγώνα. Προτιθέμεθα όχι μόνο να την απορρίψουμε αλλά και να την καταδικάσουμε.
Ενόψει της συμφωνίας που έχει κάνει το Π.Α.Κ. με το Π.Α.Μ., την 1η Αυγούστου 1968 και ενόψει των τελευταίων ανακοινώσεων του Μίκη Θεοδωράκη, ζητούμε δημόσια αποσαφήνιση της επίσημης θέσεις του Π.Α.Μ.».
Η αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου του Π.Α. Μ. απάντησε με την εξής ανακοίνωση (16 Μαΐου 1970):
« Οι βασικές θέσεις του ΠΑΜ για την στρατηγική της αντίστασης και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι διατυπωμένες υπεύθυνα και δημόσια στα επίσημα κείμενα του Εθνικού του Συμβουλίου. Τις εξέφρασε με πλήρη σαφήνεια πρόσφατα και ο Μίκης Θεοδωράκης με το πρόγραμμα των εννέα σημείων για την πρόταση για δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Αντιστάσεως. Με βάση την γραμμή του αυτή το ΠΑΜ υπέγραψε τη συμφωνία συντονισμού του αντιστασιακού αγώνα με το ΠΑκ και την Δ Α. Οι συμφωνίες αυτές που εκφράζουν μια ιστορική αναγκαιότητα και προοπτική, πραγματώνονται μόνο μέσα στη δράση κατά της τυραννίας που αποτελεί το κύριο καθήκον των συνεπών δημοκρατικών δυνάμεων. Στις θέσεις του αυτές το ΠΑΜ εμμένει με σταθερότητα. Η γραμμή του δεν επιδέχεται παρερμηνείες και συνεπώς οι τυχόν ανησυχίες που εκδηλώνονται, όπως αυτές που εξέφρασε χθες ο πρόεδρος του ΠΑΚ κύριος Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έχουν αντικειμενική βάση ».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου απάντησε (17 Μαΐου 1970):
« Η συνάντηση μεταξύ του ΠΑΚ και του ΠΑΜ θα λάβει οπωσδήποτε χώρα στην Στοκχόλμη στις αρχές Ιουνίου. Το ΠΑΚ είναι, όπως και πάντα υπήρξε στο παρελθόν, προσηλωμένο στην προσπάθεια για αποτελεσματικό συντονισμό του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα. Αυτό πρέπει να μπαίνει στη βάση μιας σαφούς κατανόησης της φύσης του αγώνα και στη βάση ορθής στρατηγικής. Τα πέντε σημεία του προγράμματος του ΠΑΚ που ανακοινώθηκαν δημόσια, θα αποτελέσουν την δική μας βάση για συζήτηση στις επικείμενες συνομιλίες. Θα συναντηθούμε με καλή πίστη και εκτιμώντας την επιθυμία του ΠΑΜ για ενότητα στον αγώνα για την ελευθερία, την δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία ».
Τελικά, οι δυο οργανώσεις (ΠΑΜ και ΠΑΚ) αποφασίζουν να συναντηθούν στη Ρώμη στις αρχές Ιουνίου. Ηγεσία του ΠΑΜ κατορθώνει να αποσπάσει την συγκατάθεση του Παπανδρέου για ισότιμη συμμετοχή αντιπροσωπεία της Δ.Α. Φαίνεται ότι όλα πηγαίνουν καλά. Ο αρχηγός του Π.Α.Κ τηλεφωνεί στην κλινική που νοσηλεύεται ο Θοδωράκης. Η συνομιλία είναι εγκάρδια και δεν αφήνει ούτε ίχνος αμφιβολίας για την επιτυχία της σύσκεψης. Στην αρχή αποφασίζετε να οργανωθεί η Σύσκεψη μέσα στην ίδια την κλινική, που έχει μετατραπεί σε πολιτικό κέντρο. Εκπρόσωποι όλων των παρατάξεων και όλων των τάσεων επιδιώκουν όχι μόνο να πληροφορηθούν σχετικά με την επικείμενη σύσκεψη αλλά κατά κάποιο τρόπο να πάρουν μέρος έστω και έμμεσα στις εργασίες της. Από αυτήν την ομοφωνία δεν λείπουν και οι «κύκλοι» του βασιλέα Κωνσταντίνου, που δείχνει επίσης ζωηρό ενδιαφέρον. Ο Παπανδρέου ζητά τώρα μια μικρή αναβολή. Κατόπιν τούτου η αντιπροσωπία του Π.Α. Μ. εγκαθίσταται σε μία έπαυλη που της παραχωρείτο Κ.Κ. Ιταλίας στα προάστια της ιταλικής πρωτεύουσας. Σε λίγο καταφθάνει η ηγεσία της Δ.Α. Και οι δύο αντιπροσωπείες περιμένοντας τον Παπανδρέου, αρχίζουν προκαταρκτικές συνομιλίες. Το Π.Α. Μ. έχει ήδη επεξεργαστεί το δικό του «Σχέδιο» για το Έθνικο Συμβούλιο Αντιστάσεως όπως ονομαζόταν τότε. Όμως ένα άλλο θέμα, πιο επείγον, απασχολεί τους συνομιλητές. Πρόκειται για ένα πολυγραφημένο επτασέλιδο έγγραφο του Π.Α.Κ με ημερομηνία 5 Ιουνίου που μόλις έλαβαν από την Στοκχόλμη και που έχει τίτλο: « ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Π.Α.Κ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΥ ΑΓΩΝΑ», και που έβαλε σε βαθιές σκέψεις τους εκπροσώπους των δύο αντιστασιακών οργανώσεων, γιατί κατάλαβαν ότι κάτι πολύ άσχημο μαγειρεύεται από μέρους του αρχηγού του Π.Α.Κ.
Μερικά αποσπάσματα από το έγγραφο αυτό:
«Η ενότητα των δημοκρατικών και ιδιαίτερα των αντιστασιακών δυνάμεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του αγώνα κατά της χούντας και των ξένων υποστηρικτών της και αποτελεί γι’ αυτό το λόγο σταθερή και βασική επιδίωξη του ΠΑΚ…
Α. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΓΩΝΑ
1. Η ελληνική στρατιωτική χούντα είναι προέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών. Η κατοχή της χώρας μας έχει βέβαια κι εσωτερικά στηρίγματα – δυνάμεις του πατροπαράδοτου κατεστημένου που συνεργάστηκε στενά με τις δυνάμεις κατοχής…
2. Κατάλληλη στρατηγική επομένως είναι εκείνη που στηρίζεται Στην εξής αρχή: το Πεντάγωνο θα αλλάξει τακτική μόνο όταν το κόστος συντήρησης του ελέγχου πάνω στην πολιτική ζωή της Ελλάδας γίνει ψηλότερο από τα οφέλη που πηγάζουν από αυτό τον έλεγχο. Υπάρχουν δύο μέτωπα τα οποία μπορούμε να δράσουμε ταυτόχρονα επιτυχώς:
α) Στο εξωτερικό: η δημιουργία κοινού μετώπου των Δυτικών Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών χωρών έναντι των ΗΠΑ, με επίκεντρο το ελληνικό θέμα. Η Νορβηγία σήμερα κατέχει την πρώτη θέση στην ιεράρχηση ζωτικών ευρωπαϊκών χωρών από το Πεντάγωνο. Η Νορβηγία, σαν αποτέλεσμα της στάσης του λαού της και ιδιαίτερα της νεολαίας της, μπορεί να προχωρήσει στην αναμέτρηση με τις ΗΠΑ στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και να τους θέσει μπροστά στο σκληρό δίλημμα να επιλέξουν ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Νορβηγία. Το ίδιο ισχύει και για την . Προϋπόθεση όμως για μια τέτοια στάση είναι η παροχή απτών αποδείξεων πως ο ελληνικός λαός δεν ανέχεται την χούντα και πως προχωρεί στην δυναμική αναμέτρηση.
β) Προγραμματισμένη, υπεύθυνη, κλιμακωμένη, δυναμική αντίσταση στην Ελλάδα, που όχι μόνον θα εντείνει την κινητοποίηση των φίλων μας στο εξωτερικό, αλλά που ταυτόχρονα θα κλονίσει την πεποίθησή του Πενταγώνου πως η απροκάλυπτη επέμβαση του στην χώρα μας μπορεί να διατηρηθεί χωρίς κλιμάκωση του κόστους.
3. Τίθεται το ερώτημα: Τί μορφή θα πάρει η δυναμική αντίσταση στην Ελλάδα. Είναι για όλους σαφές ότι δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μαζικού δυναμικού κινήματος μέσα στα γνωστά κλασσικά πλαίσια. Υπάρχουν, όμως, ευρύτατες δυνατότητες για αποτελεσματικές δυναμικές ενέργειες, που θα κλονίσουν το δίκτυο δύναμης της χούντας. Μια τέτοια σειρά ενεργειών θα εντείνει την κινητοποίηση των Ευρωπαίων στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Αλλά ταυτόχρονα θα δημιουργήσει και τις υποκειμενικές συνθήκες για την ανάπτυξη ευρύτερου λαϊκού δυναμικού αντιστασιακού κινήματος…
Διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα σε συνεργασία πολιτικών κομμάτων, αντιστασιακών οργανώσεων και προσωπικοτήτων. Μια που είναι δοσμένο ότι ο αγώνας προβλέπεται δύσκολος και ίσως μακρύς, δεν εχει έννοια η συνεργασία ανάμεσα σε μεμονωμένες πολιτικές προσωπικότητες. Ο αγώνας προϋποθέτει αυστηρά οργανωτικά σχήματα και πειθάρχηση των αγωνιστών. Γι’ αυτό η συζήτηση θα περιοριστεί στην συνεργασία ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα και ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις.
Η συνεργασία ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα πρέπει να πάρει την ακόλουθη μορφή:
α) Εφόσον δεν έχουμε αλλά πρόσφατα αυθεντικά κριτήρια σχετικά με την ετυμηγορία του ελληνικού λαού, υποχρεωτικά πρέπει να δεχτούμε σαν βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών του 1964. Αποκλείονται οι Προοδευτικοί γιατί συνεργάστηκαν με τη χούντα. Δεν αναγνωρίζεται το ΦΙΔΗΚ σαν κόμμα, γιατί είναι αποτέλεσμα παρασκηνιακών ενεργειών που καμιά δεν έχουν σχέση με την έκφραση της λαϊκής θέλησης. Παραμένουν άρα τρία κόμματα, η ΕΚ, η ΕΡΕ και η ΕΔΑ. Είναι αυτονόητο ότι οι παλαιοί ή νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, άσχετα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση, που δεν αντιπροσωπεύτηκαν στις εκλογές του 1964, θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά την πτώση της χούντας.
β) Η συνεργασία ανάμεσα στα τρία κόμματα πρέπει να στηρίζεται απόλυτα στην αρχή της συνεργασίας και των τριών. Η συνεργασία ανάμεσα στην ΕΚ και την ΕΡΕ μόνον ή ανάμεσα στην ΕΚ και την ΕΔΑ μόνο κατακυρώνει διαίρεση του αγώνα και στερεώνει τη χούντα…
Η συνεργασία ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις πρέπει να στηρίζεται στις εξής αρχές:
α) Για να αποφευχθεί η κατάτμηση του αντιστασιακού χώρου, πρέπει να αναγνωριστεί η βασική αρχή ότι οι αντιστασιακές οργανώσεις προέρχονται από το χώρο του κέντρου ή από το χώρο της αριστεράς ή από το χώρο της δεξιάς. Προϋπόθεση για την επιτυχή συνεργασία των αντιστασιακών οργανώσεων είναι ο σεβασμός της αρχής πως η εμφάνιση και η στάση των αντιστασιακών οργανώσεων που προέρχονται από τον ίδιο πολιτικό χώρο (αριστερά, κέντρο, δεξιά), στα πλαίσια του συντονιστικού σχήματος, πρέπει να είναι ενιαία χωρίς αυτό να σημαίνει την απώλεια της αυτοτέλειας των επιμέρους οργανώσεων.
β) Η σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Αντιστάσεως πρέπει να στηριχθεί στην αρχή της ισάριθμης εκπροσώπησης των τριών πολιτικών χώρων. Προσωρινά τουλάχιστον, δεκαπενταμελές Εθνικό Συμβούλιο Αντιστάσεως με πέντε θέσεις για την αντιστασιακή εκπροσώπηση του κάθε πολιτικού χώρου φαίνεται σα λογική…
γ) Η σύσταση του ΕΣΑ προϋποθέτει την παρουσία οργανώσεων και από τους τρεις πολιτικούς χώρους. Αλλιώτικα η επιδιωκόμενη ενότητα θα οδηγήσει σε διαίρεση.
δ) Σε κάθε περίπτωση, η στενή συνεργασία ανάμεσα στις οργανώσεις που ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο αποτελεί βασική προϋπόθεση της επιτυχίας οποιοδήποτε γενικότερου σχήματος αντιστασιακή συνεργασίας...».
Οι αντιπροσωπείες κατέληξαν σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Είδαν λόγου χάρη ότι ο Παπανδρέου μεταθέτει το κύριο βάρος για την ανατροπή της δικτατορίας έξω από την Ελλάδα. Και ιδιαίτερα μέσα στο ίδιο το ΝΑΤΟ. Η παράγραφος που αφορά την Νορβηγία δείχνει με σαφήνεια την βαθύτερη σκέψη του. Επομένως, η δυναμική αντίσταση δεν έχει σαν κύριο στόχο την δημιουργία ενός « παλλαϊκού δυναμικού αντιστασιακού κινήματος » αλλά την
«κινητοποίηση των Ευρωπαίων μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ». Και ποιά αλλαγή μπορεί να γίνει μέσα σε αυτά τα πλαίσια; Δηλαδή η αλλαγή αυτή θα είναι τόσο βαθιά και ριζική ώστε να αξίζει να θυσιαστεί κάνεις για αυτήν; Και άλλοτε ο ελληνικός λαός πήρε τα όπλα. Όμως τότε ο εργάτης, ο αγρότης και ο φοιτητής που αποφάσισαν να θυσιαστούν ήταν βέβαιοι ότι στο τέρμα των θυσιών τους περιμένει η Λαϊκή Εξουσία, δηλαδή η δική τους εξουσία. Σε όλα αυτά τα προβλήματα πρέπει να υπάρχει ένα είδος ισόρροπης συναλλαγής: Για να δώσω πολλά πρέπει να ξέρω τι θα πάρα πολλά. Για να προσφέρω τη ζωή μου πρέπει να γνωρίζω ότι την νίκη θα την καρπωθούν οι όμοιοί μου. Όταν όμως από πριν ξέρω ότι η αλλαγή θα γίνει βασικά έξω από εμένα, τότε και εγώ προσφέρω ανάλογα. Και ακριβώς τόση υπήρξε και τόση εξακολουθεί να είναι η προσφορά του ελληνικού λαού: παθητική αντίσταση – άρνηση να αναγνωρίσουν (νομιμοποιήσουν) τη Χούντα και υπεράσπιση – διεκδίκηση συνθηκών ζωής ανθρώπινης και στοιχειωδών ελευθεριών.
Όμως ο Παπανδρέου έβαλε τώρα ένα άλλο πρόβλημα: Το πρόβλημα των « τριών πολιτικών χώρων », δηλαδή της υποχρεωτικής παρουσίας μέσα στο συμβούλιο και των τριών παρατάξεων με κοινή για την κάθε παράταση παράταξη εκπροσώπηση. Αυτό σημαίνει δύο τινά: α) ότι παρακάμπτεται το πρόβλημα της Συντακτικής, γιατί, φυσικά, δεν είναι δυνατόν να θεωρεί κάνεις σαν απαραίτητη την παρουσία της ΕΡΕ και συγχρόνως να θέτει πρόβλημα μοναρχίας και β) ότι η Δ.Α. δεν μπορούσε πλέον να πάρει μέρος αυτοτελώς στις εργασίες, αλλά θα έπρεπε με βάση τη θεωρία των «χώρων» να «συνενωθεί» Με την «ομοειδή» πολιτική δύναμη, δηλαδή το Π.Α.Κ. Τα γεγονότα έδειξαν ότι κύριος στόχος ήταν η υποταγή της Δ.Α.
Προς τα μέσα Ιουνίου (1970) αναγγέλλεται η άφιξη της αντιπροσωπείας του Π.Α.Κ., που εγκαθίσταται σε κάποιο προάστιο της ιταλικής πρωτεύουσας. Η σύνθεσή της είναι εντυπωσιακή. Εκτός από τον Ανδρέα Παπανδρέου, συμμετέχουν αλλά 11 μέλη της ηγεσίας του Π.Α.Κ. Οι αντιπροσωπίες του Π.Α.Μ. και Δ.Α. ανασαίνουν ξανά. Σκέφτονται ότι δεν είναι δυνατόν να διανύσουν 12 άνθρωποι χιλιάδες χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να κλείσουν πίσω του την πόρτα των διαπραγματεύσεων. Ήρθαν ασφαλώς για να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία.
Όμως οι μέρες περνούν και κανείς δεν ξέρει πότε και πού θα γίνει συνάντηση. Μυστήριο καλύπτει τις προθέσεις και μετακινήσεις του αρχηγού του ΠΑΚ. Οι επαμίτες, κλεισμένοι πάντα στην ευρύχωρη έπαυλη, περιμένουν να υποδεχθούν τις αντιπροσωπείες. Έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για πλήρη απομόνωση, συνωμοτικότητα, ανεφοδιασμό και ανάπαυση. Πιστεύουν ότι οι εργασίες μπορεί να κρατήσουν πολλές μέρες και θέλουν να ελπίζουν ότι το Εθνικό Συμβούλιο, που το θεωρούν βέβαιο, θα αλλάξει τη ροή των γεγονότων μέσα στη χώρα μας. Έχουν πληροφορίες ότι οι υπηρεσίες των Αμερικανών και της χούντας παρακολουθούν άγρυπνα τις εξελίξεις και ότι σαν αντιπερισπασμό η δικτατορία ξανά βάζει πάλι σε κυκλοφορία τις γνωστής φήμες για επικείμενη άρση του στρατιωτικού νόμου και εφαρμογή του «Συντάγματος» του ‘68. Η νευρικότητα του αντιπάλου, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την ορθότητα της πολιτικής της ενότητας των αντιδικτατορικών δυνάμεων.
Και η ελληνική κοινή γνώμη έχει, όμως, τώρα στραμμένα προς τη Ρώμη τα βλέμματα της. Είναι άλλωστε η τελευταία φορά που ο υπόδουλος ελληνικός λαός πίστεψε ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί και να έρθει απέξω: η Εθνική Ενότητα. Από κει και πέρα, αποκαρδιωμένος, θα αρχίσει να γυρίζει σιγά – σιγά την πλάτη προς όλους τους αντιστασιακούς παράγοντες και οργανώσεις του εξωτερικού και να μεταφέρει τις ελπίδες του επάνω στο δικούς του ώμους, μέσα στη χώρα.
Χωρίς να προηγηθεί καμιά απολύτως συζήτηση ανάμεσα στις τρεις αντιπροσωπείες, έστω και προκαταρκτικού χαρακτήρα, οι αντιπρόσωποι της Δ.Α. ειδοποιούνται ότι θα πρέπει να βρίσκονται σε καθορισμένο χώρο και χρόνο, προκειμένου να τους δεχτεί ο αρχηγός του Π.Α.Κ. Οι Αμυνίτες δεν έχουν καιρό παρά μόνο για ένα τηλεφώνημα: ειδοποιούν την ηγεσία του Π.Α. Μ. για την απροσδόκητη «διαταγή» που μόλις έλαβαν και υπόσχονται ότι σε πρώτη ευκαιρία θα τους ενημερώσουν.
Η «ενημέρωση» γίνεται το ίδιο απόγευμα, στην έπαυλη του Π.Α Μ. Η συνάντηση με το Π.Α.Κ. ήταν σχετικά σύντομη. Στην πρώτη φάση, ολιγόλεπτη, παραβρίσκονται και τα 12 μέλη της αντιπροσωπείας του Π.Α.Κ. Σε συνέχεια έμεινε ο Παπανδρέου με τους επιτελείς του. Οι Αμυνίτες έπρεπε να απαντήσουν σε ένα μονάχα ερώτημα: – Συμφωνείτε με την πρόταση μας, ναι ή όχι; Ο αρχηγός του Π.Α.Κ. τους διευκρίνησε πριν ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν διάφορες μπροστά σε τρίτους – τους κομμουνιστές. Γι’ αυτό θα έπρεπε να συζητούν, προηγούμενα ακόμα μαζί όλα τα θέματα και, αφού συμφωνήσουν, πρέπει, σε συνέχεια, να συζητούν, υπό ενιαία ηγεσία με τους υπόλοιπους. Μάταια οι εκπρόσωποι της Δ.Α. προσπάθησαν να αναπτύξουν τις απόψεις τους για αυτοτέλεια και λοιπά. Στο τέλος, ο Παπανδρέου τους είπε:
– Έχετε όλον τον καιρό για να το σκεφτείτε. Εγώ δεν βιάζομαι.
– Και τι θα γίνει με το Π.Α. Μ.; Θα κάνετε συνάντηση μαζί του;
– Όχι, για όσο διάστημα εσείς δεν θα έχετε ξεκαθαρίσει τη θέση σας.
- Μα την ξεκαθαρίσαμε.
– Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ για όσο διάστημα δεν θα συμφωνείτε με τις προτάσεις του Π.Α.Κ…
Τώρα ο μηχανισμός του Π.Α.Μ. προσπαθεί με κάθε μέσο να βρει επαφή με την αντιπροσωπεία του Π.Α.Κ. Το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να αποσπάσει την πληροφορία ότι το ίδιο βράδυ ο Παπανδρέου θα καλέσει τον Θεοδωράκη σε τηλεφωνική συνδιάλεξη.
Πραγματικά, ενώ οι δύο αντιπροσωπείες Π.Α.Μ. και Δ.Α. συνεδριάζουν προσπαθώντας να βρουν κάποια άκρη, το τηλέφωνο χτυπά.
Η ηγεσία του Π.Α.Μ. έχει ήδη αποφασίσει ομόφωνα να μην απαντήσει. Στέλεχος του Π.Α.Μ.:
– Μάλιστα κύριε Παπανδρέου, ο Μίκης είναι εδώ, όμως αρνείται να σας μιλήσει γιατί θεωρεί ότι η συμπεριφορά σας απέναντι στους αγωνιστές που εκπροσωπεί το Π.Α.Μ. είναι προσβλητική. Μας έχετε καθηλώσει εδώ επί μία εβδομάδα. Και σήμερα πληροφορούμεθα από τρίτους ότι αρνείστε να μας συναντήσετε, χωρίς γι’ αυτό να έχουμε την παραμικρή εξήγηση.
Ποιό ήταν το βαθύτερο νόημα των κινήσεων του και οι επιδιώξεις του Ανδρέα Παπανδρέου, φάνηκε από την παρακάτω ανακοίνωση Τύπου που υπογράφει ο ίδιος (10 Ιουνίου 970, Στοκχόλμη):
« Την 1η Ιουνίου 1970 το ΠΑΚ απηύθυνε πρόσκληση στην ΔΑ προς συνάντηση για τον καθορισμό των πλαισίων συνεργασίας ανάμεσα στις δύο αντιστασιακές οργανώσεις. Η ΔΑ ανταποκρίθηκε σήμερα σ’ αυτή την πρόσκληση και επομένως δεν μένουν πάρα οι λεπτομέρειες της συνάντησης…
Σύμφωνα με απόφαση του ΕΣ του ΠΑΚ (5 Ιουνίου 1970, Στοκχόλμη), η προσπάθειες συνεργασίας πρέπει να πάρουν σταδιακή μορφή. Σε πρώτη φάση πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στο ΠΑΚ και την Δ Α – δύο αντιστασιακές οργανώσεις που, σύμφωνα με την εκτίμηση μας, ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο. Σε δεύτερη φάση, εκπρόσωποι του ΠΑΚ και της ΔΑ πρέπει να συναντηθούν με εκπροσώπους του ΠΑΜ – οργάνωση αντιπροσωπευτική του χώρου της αριστεράς, – καθώς και με αντιπροσώπους αντιστασιακών οργανώσεων που προέρχονται από το χώρο της δεξιάς... ».
Η τηλεφωνική συνδιάλεξη του στελέχους του ΠΑΜ με τον Παπανδρέου διήρκεσε μισή ώρα. Τελικά δεν δέχτηκε να γίνει συνάντηση «επίπεδου κορυφής» για όσο καιρό η ΔΑ θα επέμενε στις θέσεις της, δηλαδή στην αυτοτέλειά της. Συγκατατέθηκε μόνο να γίνει συνάντηση
«άλλου επιπέδου» για τους τύπους.
Την άλλη μέρα, οι δύο αντιπροσωπείες και όσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις μάθαιναν έκπληκτοι ότι ο Παπανδρέου μαζί με την ακολουθία του, πλην ενός που έμεινε για την «αλλού επίπεδου» συνάντηση, εγκατέλειψε τη Ρώμη…
Στις 21 και 22 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε τυπική συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών που έμεναν, που έβγαλαν με κρύα καρδιά μια σύντομη ανακοίνωση, όπου άφηναν και πάλι την πόρτα ανοιχτή προς το ΠΑΚ (22 Ιουνίου 1970):
« Για τον λόγο αυτό οι δυο οργανώσεις τόνισαν την ανάγκη ταχείας συγκρότησης του Εθνικού Συμβουλίου Αντιστάσεως, στην οικοδόμηση του οποίου θα συμβάλουν με όλες τους τις δυνάμεις και διερεύνησαν τα θέματα που αναφέρονται στην σύνθεση και την λειτουργία του « Εθνικού Συμβουλίου Αντιστάσεως ». Η τελική αντιμετώπιση του θέματος θα γίνει σε συνεργασία με το ΠΑΚ και τις άλλες αντιδικτατορικές δυνάμεις...».
Από την συνάντηση των εκπροσώπων ΠΑΜ και ΠΑΚ βγήκε επίσης ένα λακωνικό ανακοινωθέν (23 Ιουνίου 1970):
«Σε προκαταρκτική συνάντηση εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων του ΠΑΜ και του ΠΑΚ, αντηλλάγησαν πληροφορίες και δόθηκαν διευκρινίσεις επί των προτάσεων των δύο αντιστασιακών οργανώσεων για τον συντονισμό του αντιστασιακού κινήματος του ελληνικού λαού. Με πρόταση του ΠΑΚ, η επίσημη συνάντηση των διοργανώσεων θα πραγματοποιηθεί μετά την λήξη των συζητήσεων ΠΑΚ – ΔΑ που άρχισαν στις 19 Ιουνίου ».
Και έτσι πραγματοποιήθηκε το ρηθέν «ώδινεν όρος και έτεκε μυν ». Οι Αμερικανοί και η χούντα αναπνεύσανε βαθιά. Ένας μεγάλος κίνδυνος απομακρύνθηκε.
Το ΠΑΜ προσπάθησε να διασκεδάσει την βαριά ατμόσφαιρα με μια σειρά φλύαρες ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ, που στο βάθος, δεν πρόσθεταν καινούργιο στοιχείο πλην μιας δειλής αναφοράς στο θέμα που προέκυψε (τόσο δειλής, που κανείς δεν κατάλαβε τίποτα) και μια ακόμα πιο «δειλής» προειδοπποίησης (21 Ιουνίου 1970):
«Η αντίληψη του ΠΑΜ είναι ότι στο ΕΣΑ πρέπει να είναι δυνατόν να εκπροσωπηθούν, χωρίς κανένα αποκλεισμό, σε βάση ισοτιμίας και διατηρώντας την πολιτική και οργανωτική αυτοτέλειά τους, όλες χωρίς εξαίρεση, οι οργανωμένες αντιστασιακές και πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται την αρχή της συντονισμένης πάλης για την ανατροπή της δικτατορίας και τον πλήρη σεβασμό των δημοκρατικών ελευθεριών στην μεταδικτατορική Ελλάδα.
Το Π.Α.Μ. θεωρεί ότι η Αντίσταση και η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν είναι υπόθεση ούτε μιας αντιστασιακής οργάνωσης, ούτε ενός πολιτικού κόμματος. Είναι κοινή υπόθεση όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων του ελληνικού λαού. Και θεωρεί επίσης ότι η επίτευξη της ενότητας των ευρύτερων δυνατών δημοκρατικών δυνάμεων γύρω από ένα κοινά αποδεκτό δημοκρατικό πρόγραμμα αποτελεί ουσιαστική εγγύηση για την διασφάλιση των κατακτήσεων των αγώνων του ελληνικού λαού.
Πέραν αυτού, το ΠΑΜ θεωρεί ότι η πραγματοποίηση της ενότητας μέσα στην αντίσταση και για την αντίσταση δεν είναι ορθό να υποτάσσεται ή να καθυστερεί για λόγους που αναφέρονται στον διακανονισμό προβλημάτων που ανακύπτουν στις ειδικές σχέσεις μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων που κατά τη μία ή άλλη εκτίμηση ανήκουν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο.
Το ΠΑΜ θεωρεί σωστή την άποψη ότι η πραγματοποίηση της ενότητας και ο σχηματισμός του ΕΣΑ πρέπει να εξαρτηθούν από το εάν το σύνολο των δημοκρατικών αντιδικτατορικών δύναμη όλων των πολιτικών τάσεων αποδεχτούν την ιδέα συντονισμένης αντιστασιακής δράσης. Νομίζει ότι χωρίς να αποκλείεται καμία δύναμη από όσες διστάζουν ή επιφυλάσσονται, οι δυνάμεις που είναι σύμφωνες να συντονίσουν την αντιστασιακή δράση τους – και είναι πολλές και ισχυρές – πρέπει να προχωρήσουν το γρηγορότερο στην οικοδόμηση του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Κάθε καθυστέρηση λειτουργεί προς όφελος της δικτατορίας και σε βάρος του λαού ».
Πράγματι, οι δύο αντιπροσωπείες συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι δηλαδή θα πρέπει να πείσουν τον Ανδρέα Παπανδρέου να δεχτεί την ενότητα με βάση την αρχή της ισοτιμίας.
Με αυτό το πνεύμα, το Κεντρικό Συμβούλιο της ΔΑ συντάσσει το παρακάτω κείμενο (22 Ιουλίου 1970):
«Σε συνέχεια της συνάντησης των αντιπροσωπειών των διοργανώσεων μας τις 19 Ιουνίου 1970, το Κεντρικό Συμβούλιο της Δημοκρατικής Άμυνας στο εξωτερικό, αφού ήρθε σε συνεννόηση με με το εσωτερικό, συζήτησε προσεκτικά τις προτάσεις του ΠΑΚ και κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
Η ΔΑ είναι αντιστασιακή οργάνωση που υπάρχει και δρα κυριότατα στο εσωτερικό από το Μάιο του 1967. Η ενεργός αντίσταση κατά της δικτατορίας και η επιδίωξη της ανατροπής της αποτελούν το λόγο ύπαρξης της οργάνωσης, σε συνδυασμό με ορισμένες βασικές πολιτικές επιδιώξεις, που αναφέρονται στον εσωτερικό κανονισμό της.
Με βάση τις αρχές της η ΔΑ υπόγραψε με το ΠΑΜ το 1968 και με το ΠΑΚ το 1969 συμφωνία αντιστασιακή συνεργασίας. Σ’ αυτή εμμένει και σήμερα. Η ΔΑ είναι έτοιμη να δεχτεί συνεργασία και με κάθε άλλη αντιστασιακή οργάνωση που έχει πραγματική δράση στο εσωτερικό και επιδιώκει την εγκατάσταση πραγματικής Δημοκρατίας στη χώρα μας. Υπό αυτό το πρίσμα βλέπει και την δημιουργία του προτεινόμενου Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης.
Η ΔΑ πιστεύει πως οι αντιστασιακές οργανώσεις καταξιώνονται από την δράση τους για την ανατροπή της δικτατορίας, και πιστεύει ότι η συνεργασία των οργανώσεων αυτών πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της ισοτιμίας και της πολιτικής και οργανωτικής αυτονομίας. Η ΔΑ αποκρούει την κατάταξη των οργανώσεων βάσει των παλιών πολιτικών διαχωρισμών. Κριτήριο η ύπαρξη, η δράση, οι θυσίες. Η πολιτική προέλευση (τα περισσότερα μέλη της ΔΑ προέρχονται κυρίως από το Κέντρο και την Αριστερά) δεν έχει σήμερα ιδιάζουσα σημασία και ο διαχωρισμός των οργανώσεων με βάση τα πολιτικά κριτήρια του 1964 είναι άσκοπος και βλαβερός. Βρισκόμαστε σε μία εποχή εξαιρετικά ρευστή κατά την οποία συντελούνται κοσμογονικές ανακατατάξεις και θεωρούμε λάθος να διαρθρώνεται εκ προοιμίου το αντιστασιακό κίνημα με πολιτικά κριτήρια που μόνο ο ελληνικός λαός θα καθορίσει κυριαρχικά όταν έρθει η ώρα να ασκήσει τα δικαιώματα του. Υπό την έννοια αυτή δεν συμφωνούμε με τη θεωρία των πολιτικών χώρων, και, ενώ τείνουμε χείρα φιλικότατης και στενότατης συνεργασίας στον αντιστασιακό τομέα, διατηρούμε την πλήρη οργανωτική ανεξαρτησία μας.
Η ΔΑ πιστεύει ότι για την επιτυχία του αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον της δικτατορίας και για την εγκατάσταση στην Ελλάδα μιας Δημοκρατίας, στην άσκηση της οποίας ο λαός θα παίρνει μέρος ο ίδιος, η ενότητα στην δράση είναι απαραίτητη. Καλεί το ΠΑΚ να εμμείνει στην ισότιμη συνεργασία μαζί της και με το ΠΑΜ, καθώς και με κάθε άλλη υπαρκτή και σοβαρή αντιστασιακή οργάνωση. Ο συντονισμός πάνω στα πρακτικά προβλήματα του αγώνα, βασικά στο εσωτερικό, είναι σήμερα το κύριο καθήκον όλων. Ας δώσουμε τα χέρια για την ανατροπή της τυραννίας».
Οι παρασκηνιακές ζυμώσεις συνεχίζονται και τέλος ο Ανδρέας Παπανδρέου δέχεται να συνεννοηθεί με τον Θεοδωράκη για τις αρχές Σεπτεμβρίου 1970. Το ΠΑΜ, προετοιμάζοντας την συνάντηση, θεωρεί σκόπιμο να διατυπώσει τις απόψεις του σε σχέση με τα θέματα που προέκυψαν. Με το πνεύμα αυτό, συντάσσεται και στέλνεται, στις αρχές Αυγούστου, επιστολή προς τον πρόεδρο του ΠΑΚ, από την οποία παραθέτουμε αποσπάσματα (17.8.1970):
« Μαζί με το παραπάνω κείμενο σας αποστείλαμε σχέδιο πρότασης για την εσωτερική λειτουργία του ΕΣΑ, (το οποίο παρακαλούμε να θεωρηθεί απόρρητο), που την συγκρότηση του πρότεινε ο πρόεδρος του Ε.Σ. του ΠΑΜ Μίκης Θεοδωράκης, στην πρες κόνφερανς του Παρισιού. Στην ίδια πρες κόνφερανς, ο Θεοδωράκης διατύπωσε και το πρόγραμμα που προτείνει το Π.Α.Μ. ως βάση για την συγκρότηση του ΕΣΑ.
Από την πλευρά του ΠΑΚ, δεν υπήρξε ανταπόκριση. Έτσι, το ουσιαστικό «πάγωμα» των συμφωνιών συντονισμού, η έλλειψη κοινής δράσης και κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών, η κατανοητή αναβολή της συνάντησης της Ρώμης, δημιούργησαν μέσα στο λαό, ιδιαίτερα στην Ελλάδα αλλά και ανάμεσα στους Έλληνες του εξωτερικού, αισθήματα αποκαρδίωσης και δυσπιστίας απέναντι στην αντιστασιακή ηγεσία, και κατάφεραν πλήγμα εναντίον της ιδέας της ενότητας των αντιδικτατορικών δυνάμεων και μάλιστα εκείνων που θεωρούνται – και είναι – οι πιο συνεπείς, ενότητας που στην συνείδηση του λαού μας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ευόδωση του αντιδικτατορικού αγώνα και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα…
Πιστεύουμε ότι είναι ακόμα καιρός να μπουν τα πράγματα σε μία σειρά και να λειτουργήσουν οι αντιστασιακές συσπειρώσεις και πρωτοβουλίες.
Δε νομίζουμε ότι η θεωρία των «τριών πολιτικών χώρων» ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και επιπλέον, στην σημερινή κατάσταση πραγμάτων, δεν βοηθά να προχωρήσουμε προς καμιά κατεύθυνση. Αντίθετα, αν ισχύσει σαν κανόνας, «μπλοκάρει» τις εξελίξεις, αναστέλλει την κινητικότητα των πολιτικών οργανισμών, και παρέχει προσχήματα για αποχή από την συντονισμένη δράση.
Δε νομίζουμε, επίσης, ότι είναι ορθή η άποψη που διατυπώνεται στις «Προτάσεις του ΠΑΚ», σχετικά με την διάκριση ανάμεσα σε κόμματα και αντιστασιακές οργανώσεις ».
Στις 20 Αυγούστου το Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΚ ξαναθυμίζει με έγγραφό του προς το συμβούλιο του Π.Α.Μ. τον πεντάλογο του αρχηγού του, της 15ης Μαΐου 1970. Συγχρόνως, ασκώντας κριτική στις θέσεις του ΠΑΜ, εγκαταλείπει την άποψη για υποχρεωτική παρουσία μέσα στο αντιστασιακό επιτελείο των εκπροσώπων της Δεξιάς, της ΕΡΕ, όπως αναφέρεται ονομαστικώς στο έγγραφο της 5ης Ιουνίου, και επανέρχεται στο πρόβλημα του βασιλιά Κωνσταντίνου (20.8.70).
Το έγγραφο παραθέτει τον γνωστό πεντάλογο του κυρίου Παπανδρέου τις 15ης Μαΐου και τονίζει μεταξύ άλλων:
« Για μας, για το ΠΑΚ, το ΕΣΑ σαν όργανο αντιστασιακού αγώνα, πρέπει να περιοριστεί στην συμμετοχή των αντιστασιακών και μόνο οργανώσεων. Και δεν αποτελεί αυτό απλό θέμα οργανωτικής μορφής. Πάει κυριολεκτικά στην καρδιά του προβλήματος της συνεργασίας.
Το Π.Α.Μ. είναι σύμφωνο με εμάς στους στόχους του αγώνα (Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Δημοκρατική Διαδικασία). Η αποδοχή όμως, εκ μέρους του ΠΑΜ, του Συντάγματος το 1952, που περιλαμβάνει κατανάγκη την επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, την επιστροφή δηλαδή του κυρίου υπεύθυνου της ελληνικής τραγωδίας, δεν συμβιβάζεται με τους κρυστάλλινος στόχους του αγώνα.
Και τί έννοια έχει η πρόταση του ΠΑΜ για Συντακτική Συνέλευση στην αυριανή μεταχουντική Ελλάδα, εάν ξεκινήσουμε με το Σύνταγμα του 1952, που τυπικά ακόμη αποκλείει την Συντακτική Βουλή;
Είναι για όλους μας σαφές πως δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μαζικού δυναμικού κινήματος, με συμμετοχή ειδικά και των στρατευμένων παιδιών του λαού. Με αυτή την έννοια, έχει δίκιο το Π.Α.Μ. πως « ο ένοπλος αγώνας αποτελεί το τέλος μιας επαναστατικής διαδικασίας και όχι την αρχή της ».
Υπάρχουν όμως ευρύτατες δυνατότητες για αποτελεσματικές, δυναμικές ενέργειες από τις αντιστασιακές οργανώσεις μέσα στην Ελλάδα, που θα κλονίσουν το δίκτυο δύναμης της χούντας, που θα εμψυχώσουν τον λαό μας και θα δημιουργήσουν έτσι τις βασικές, ηθικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις για την μαζικοποίηση του δυναμικού αγώνα.
Γι’ αυτό, το ΠΑΚ παίρνει θέση σαφή πως η οργάνωση στο εσωτερικό ομάδων κρούσης από επίλεκτά αντιστασιακά στελέχη, πρέπει να είναι ο κύριος, αν και όχι μοναδικός μοχλός του αγώνα σε αυτή του την φάση.
Το ΠΑΚ είναι πεπεισμένο πως αν δεν προχωρήσουμε γοργά σ’ αυτής της μορφής τον «ένοπλο αγώνα», δεν θα καταστεί δυνατή η μαζικοποίηση της δυναμικής αντίστασης σε άλλη φάση. Και είναι, γι’ αυτό, επίσης απαραίτητο οι στόχοι του αγώνα, το όραμα των αγωνιστών να δικαιολογεί τις απαραίτητες θυσίες.
Το ΠΑΚ είναι επίσης πεπεισμένο πως η αποφασιστική κινητοποίηση των Ευρωπαίων φίλων μας – για την αναμέτρηση με τις ΗΠΑ – προϋποθέτει δυναμική δράση στο εσωτερικό.
Το ΠΑΚ πιστεύει στην ανάγκη ενός ΕΣΑ, γιατί θα αποτελέσει πράγματι την πιο αποτελεσματική μορφή συντονισμού των αντιστασιακών δυνάμεων. Αλλά η ενότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Η ενότητα προωθεί τον απελευθερωτικό αγώνα, όταν θεμελιώνεται πάνω σε κοινούς στόχους και σε κοινή επιλογή των αρχών του αγώνα. Για το ΠΑΚ ο πεντάλογος της 15ης Μαρτίου, ενσωματώνει τις ορθές θέσεις πάνω στην διεξαγωγή του απελευθερωτικού αγώνα και πρέπει γι’ αυτό να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα θεμελιωθεί ένα Πανελλήνιο Εθνικό Συμβούλιο Αντιστάσεως».
Ταυτόχρονα, στέλνει παρόμοιο έγγραφο προς την Δ Α, δηλαδή τον πεντάλογο καθώς και ορισμένες ειδικές παρατηρήσεις και ερωτηματικά (19.8.70):
« Μας ξενίζει η έμφαση που δίνεται στην ανάγκη να προστατευθεί «η πλήρης οργανωτική ανεξαρτησία» της ΔΑ. Γιατί καμιά τις προτάσεις του ΠΑΚ δεν έθετε σε κίνδυνο την οργανωτική αυτοτέλεια ήτην ανεξαρτησία της ΔΑ. Η μόνη πρόταση του ΠΑΚ, που θα περιόριζε την ανεξαρτησία κίνησης και των δύο οργανώσεων ήταν η κοινή εκπροσώπηση και κατ’ ακολουθίαν η κοινή στάση του ΠΑΚ και της ΔΑ σε ένα ΕΣΑ. Και αυτό για να αποφευχθεί η κατάτμηση του πολιτικού – αντιστασιακού χώρου που είναι ιστορικά ταυτισμένος με τους δύο ανένδοτους αγώνες, κάτω από το πρόσχημα της ενότητας.
Ταυτόχρονα τονίζουμε την απόλυτη ανάγκη να βρεθεί η βάση για συνεργασία ανάμεσα στο ΠΑΚ και στην ΔΑ, τόσο στενή ώστε να καταστήσει δυνατή την κοινή μας εκπροσωπήσει σε ένα ΕΣΑ. Γνωστές σκοτεινές δυνάμεις, που επιβουλεύονται την εθνική ανεξαρτησία και την λαϊκή κυριαρχία, προωθούν την διάσπαση των δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Η μόνη αποφασιστική απάντηση σ’ αυτές τις προσπάθειες είναι η ενότητα ανάμεσα στο ΠΑΚ και στην ΔΑ – ενότητα που θα αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο ευρύτερης συνεργασίας στα πλαίσια ενός ΕΣΑ.
Είναι βέβαια σαφές πως μια τέτοια συνεργασία ανάμεσα στο ΠΑΚ και την Δ Α – όπως έμεις την προβλέπουμε – απαιτεί σύμπτωση στους βασικούς στόχους και στην στρατηγική του αγώνα...».
Όμως η ΔΑ δεν έχει ως φαίνεται πειστεί από την επιχειρηματολογία του αρχηγού του ΠΑΚ. Η απάντηση της είναι τρομερά λακωνική (15.9.70):
« Λάβαμε το γράμμα σας της 19ης Αυγούστου. Όπως σας έχουμε ήδη γράψει, στις 22 Ιουλίου 1970, πιστεύουμε ότι κοινή εκπροσώπηση των δύο οργανώσεών μας δεν εξυπηρετεί τον αντιστασιακό αγώνα.
Η πρακτική και σωστή λύση για τον συντονισμό του αντιστασιακού αγώνα κατά της δικτατορίας είναι η άμεση συνάντηση εκπροσώπων των αντιστασιακών οργανώσεων ΠΑΜ – ΠΑΚ – ΔΑ, που ήδη, δεσμεύονται από την τριήμερη συμφωνία του Απρίλη 1969, με σκοπό την κοινή αντιμετώπιση προτάσεων για την σύσταση ΕΣΑ. Το Συμβούλιο αυτό πρέπει να αξιοποιήσει όλες τις μαχητικές δυνάμεις που θέλουν να δώσουν τον αγώνα για την ελευθερία μέσα στην Ελλάδα.
Τούτο αποτελεί την ουσία.
Θέσει και δυνάμει η ΔΑ υπηρετεί αυτό το αίτημα».
Στις 6 Σεπτεμβρίου πραγματοποιείται «συνάντηση κορυφής» των οργανώσεων η ΠΑΜ – ΠΑΚ. Εκδίδεται ανακοίνωση τύπου (7.9.70):
«Πραγματοποιήθηκε, χθες (6 – 9 – 70), στο Παρίσι, η πρώτη συνάντηση, στο εξωτερικό, του αρχηγού του ΠΑΚ Ανδρέα Παπανδρέου και του προέδρου του ΠΑΜ Μίκη Θεοδωράκη. Επακολούθησε συνάντηση αντιπροσωπειών του Π.Α.Μ. και του ΠΑΚ. Προωθήθηκε εποικοδομητικά η λύση προβλημάτων που αφορούν τον αποτελεσματικό συντονισμό του αγώνα των αντιστασιακών δυνάμεων.
Το ΠΑΜ και το ΠΑΚ θεωρούν ότι ο μόνος αποτελεσματικός δρόμος για την ματαίωση των πρόσφατων αμερικανικών σχεδίων και για την ανατροπή της δικτατορίας στην Ελλάδα είναι ο δρόμος της συντονισμένης, μαζικής μαχητικής αντίστασης που αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες για την προώθηση των στόχων του αντιδικτατορικού αγώνα.
Το Π.Α.Μ. και το ΠΑΚ τιμούν την ηρωική θυσία των Τσεκούρη και Αγκελόνι, που έπεσαν στο πεδίο της αντιστασιακής πάλης. Καλούν όλους τους αγωνιστές της αντίστασης να εμπνευστούν από το παράδειγμα τους και να εντείνουν τον αγώνα για την δημοκρατία, την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία ».
Πίσω όμως από αυτό το άχρωμο και άοσμο έγγραφο κρύβεται κάτι πολύ σημαντικό: Στην ουσία οι δύο αντιπροσωπείες έμειναν σύμφωνες στο κρίσιμο θέμα της Μοναρχίας – Συντακτικής Συνέλευσης!
Από τα επίσημα πρακτικά φαίνεται ότι ο ίδιος ο Παπανδρέου έδωσε τη λύση που έγινε αμέσως αποδεκτή:
Α.Π.: « Για την μεταβατική περίοδο, δεν θα είχαμε αντίρρηση για το Σύνταγμα του ‘52 με την προσθήκη δύο όρων: Κατάργηση των Συνταγματικών Πράξεων και μη ισχύς της διάταξης που απαγορεύει την αναθεώρηση των ουσιωδών διατάξεων.
Επίσης ο ίδιος ο Α.Π. προτείνει την εξής διατύπωση για το πρόγραμμα του Ε.Σ.Α.: « Η επιστροφή του βασιλέα θα εξαρτηθεί από την θέληση του ελληνικού λαού », που έγινε αμέσως δεκτή και συμφωνήθηκε να αποτελέσει την κοινή πρόταση ΠΑΚ – Π. Α.Μ. προς τις άλλες ιδρυτικές οργανώσεις.
Το ΠΑΚ, εγκαταλείποντας τώρα την οξύτατη αντίθεση, όπως υπάρχει διατυπωμένη στον "πεντάλογο", προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις που τον στηρίζουν, ξαναβάζει το πρόβλημα της υποχρεωτικής συμμετοχής στο Συμβούλιο όλων των πολιτικών παρατάξεων:
Ιδρυτικά μέλη του ΕΣΑ: "Το ΠΑΚ θεωρεί ότι για την ίδρυση του ΕΣΑ θα ήταν απαραίτητη η συμμετοχή και οργανώσεων της δεξιάς για να προσδοθεί στο σχήμα η καθολικότητα που χρειάζεται. Το ΠΑΜ συμφωνεί ότι πρέπει να γίνουν προσπάθειες προς την κατεύθυνση της δεξιάς, δεν θεωρεί όμως, ότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση για τη συγκρότηση του ΕΣΑ".
Σχετικά με την ΔΑ συμφωνήθηκαν τα εξής:
" Το ΠΑΚ έθεσε το θέμα της εκπροσώπησης της ΔΑ ,δηλαδή αν θα πρέπει να εκπροσωπείται χωριστά ή από κοινού με το ΠΑΚ. Το ΠΑΚ διαβεβαίωσε ότι η διαδικασία επίλυσης του προβλήματος αυτού προχωρεί. Με την παραπάνω επιφύλαξη του ΠΑΚ για την ΔΑ, οι οργανώσεις που αποτελούν επαρκή βάση για την συγκρότηση του αρχικού πυρήνα του ΕΣΑ είναι το ΠΑΜ, το ΠΑΚ, η ΔΑ και οι οργανώσεις των Αξιωματικών".
Τέλος το ΠΑΜ στην προσπάθειά του να μεταφέρει το κύριο βάρος του αγώνα στο λαό απέτσπασε την εξής λακωνική διατύπωση που λέει όμως πολλά:
"Μορφές πάλης: Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μαχητική οργάνωση και κινητοποίηση του λαού εναντίον της δικτατορίας λειτουργούν ομάδες δυναμικών ενεργειών".
Όλα πηγαίνουν πάλι κατ ευχήν. Έμενε τώρα μία σκιά.Το πρόβλημά της ΔΑ. Άραγε θα το ξεπερνούσαν; Από τα πρακτικά διαβάζουμε την παρακάτω παράγραφο:
Α. Π. : "Ασ σημειωθεί ότι για το ΠΑΚ ακόμη υπάρχει το αγκάθι του ζητήματος με την ΔΑ. Πάντως, η ΔΑ δεν μπορεί να μείνει απέξω.Το ζήτημα είναι αν θα της κάνουμε το χατίρι να μετέχει χωριστά ή όχι...".
Ωστόσο, πέρα από το πρόβλημα αυτό οι συζητήσεις ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες γίνονται μέσα σε κλίμα εγκαρδιοτητα και αισιοδοξίας. Σε μία στιγμή κάποιος ΠΑΜίτης προτείνει να αρχίσουν αμέσως συζητήσεις για ένα κοινό πρόγραμμα εξουσίας. Η πρόταση γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό. Το ΠΑΜ αρχίζει να πιστεύει ότι τα πράγματα ωρίμασαν πια μέσα στο ΠΑΚ. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η πίεση από τη βάση και τα στελέχη προς τον Παπανδρέου γίνεται όλο και περισσότερο έντονη. Όλοι μιλούν για κάποια συνάντηση στελεχών που πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτές τις μέρες στην Στοκχόλμη και πού μπορεί να είναι κρίσιμη για την ενότητα του ΠΑΚ. Μήπως τάχα για το λόγο αυτό ο Παπανδρέου δέχτηκε τη συνάντηση με το ΠΑΚ, την παραμονή ακριβώς της σύσκεψης στη Στοκχόλμη;Μήπως τάχα για αυτό ήταν τόσο συνδιαλλακτικός;
Όπως έδειξαν τα πράγματα, η εποχή αυτή συμπίπτει επίσης χρονικά με την απόφαση του Παπανδρέου να συναντηθεί με τον Καραμανλή, μέσα στα πλαίσια της πρωτοβουλίας του Νορβηγού παράγοντα, και να ζητήσει από τον Θεοδωράκη τη συμμετοχή του σε αυτή τη συνάντηση, πράγμα που έκανε σε λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 9 Σεπτεμβρίου όταν ο πρόεδρος του ΠΑΜ πήγε στη Στοκχόλμη για να συνεχίσει τις επαφές του με τον αρχηγό του ΠΑΚ.
Μετά την συνάντηση αυτή εξεδόθη το παρακάτω ανακοινωθέν (10.9.70):
"Συναντήθηκαν σήμερα στη Στοκχόλμη αντιπροσωπείες του ΠΑΚ και του ΠΑΜ για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων της ενεργού αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος.
Στη συνάντηση αυτή παρευρέθησαν ο αρχηγός του ΠΑΚ κ. Ανδρέας Παπανδρέου και ο πρόεδρος του ΠΑΜ, κ. Μίκης Θεοδωράκης".
Αποφασίστηκαν ακόμα μία σειρά ενέργειες (που τελικά έμειναν στο χαρτί).
Όμως ο Παπανδρέου αφού ξεπέρασε την κρίση μέσα στο ΠΑΚ και σε συνέχεια εγκατέλειψε το σχέδιο για συνάντηση με τον Καραμανλή, επανήλθε με μεγαλύτερη ακόμα δριμύτητα στην πολεμική του ενάντια στο θρόνο και την Δεξιά, κάνοντας τώρα μεγάλα αριστερίστκα ανοίγματα, διακόπτοντας κάθε επαφή με το ΠΑΜ την ΔΑ και τους αξιωματικούς, δηλαδή τους πρωταγωνιστές για την ίδρυση του. Τώρα μιλάει για πρώτη φορά για μία νέα Δημοκρατική και Σοσιαλιστική Ελλάδα. Προετοιμάζει το "Σχέδιο Στόχων" όπου θα προτείνει την συνταγματική κατοχύρωση της "Κοινωνικής Ιδιοκτησίας". Προτείνει την έξοδο από κάθε στρατιωτική συμμαχία. Προτείνει το Προεδρικό Πολίτευμα (ο Πρόεδρος της Νέας Ελληνικής Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον λαό για περιορισμένη θητεία) καθώς και τη δημιουργία "Εφεδρικής Εθνοφρουράς" που διοικείται από το ΑΣΕΕ (Ανώτατο Συμβούλιο Εφεδρικής Εθνοφρουράς). Στο τέλος το κείμενο αυτό καλεί:
Όλους τους Έλληνες, μέσα και έξω από την Ελλάδα, να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε ένα μαχητικό, γιγάντιο, απελευθερωτικό Κίνημα. Έτσι, και μόνο έτσι, θα θέσουμε το θεμέλιο μιας νέας Δημοκρατικής Σοσιαλιστικής Ελλάδος. Έτσι και μόνο έτσι ο Λαός θα είναι κυρίαρχος, ο Στρατός θα ανήκει στο Έθνος και η Ελλάδα στους Έλληνες".
Παρότι το έγγραφο αυτό έχει ημερομηνία Ιούνιος 1971, οι ιδέες αυτές αρχίζουν να αναπτύσσονται από τα τέλη 1970, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου απειλεί ότι θα καταγγείλει την Σύσκεψη του Όσλο, λόγω της παρουσίας συντηρητικών - δεξιών και μοναρχικών και αποφασίζει να σηκώσει για λογαριασμό του τη σημαία της άκρας αριστεράς ξεπερνώντας δηλαδή από τα αριστερά το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το ΠΑΜ αποφασίζει να προχωρήσει στη σύσταση του ΕΑΣ, έστω και χωρίς τον Παπανδρέου. Κατατοπίζει τις άλλες οργανώσεις, ΔΑ και Αξιωματικούς, που συμφωνούν. Ορίζεται συνάντηση στο Λονδίνο και τον Οκτώβρη 1970. Σε μία τελευταία προσπάθεια, ο Θεοδωράκης απευθύνει προσωπική επιστολή προς τον αρχηγό του ΠΑΚ:
Παρίσι 29 Σεπτεμβρίου 1970
Αγαπητέ μου Ανδρέα
Οι εντυπώσεις μου είναι ακόμα ζωηρές από την τελευταία μας συνάντηση. Είμαι βέβαιος ότι κάναμε σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της αμοιβαίας κατανόησης. Όμως δεν κατάλαβα ακόμα καλά ποιά είναι η δύναμη εκείνη που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε αποφασιστικά σε μία πλήρη εξήγηση πάνω σε όλα τα προβλήματα, τόσο των αντιστασιακών όσο και παραπέρα δηλαδή εκείνων που σχετίζονται με τη ζωή και την ανάπτυξη της πατρίδας.
Όπως σου είπα στην Στοκχόλμη, είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε και να δράσουμε για πολλά χρόνια μαζί. Και είμαι βέβαιος ότι από τα ξεχωριστά μας οράματα για το μέλλον της χώρας μπορεί και πρέπει να προκύψει ένα κοινό όραμα, αφού βασιζόμαστε περίπου στις ίδιες δημιουργικές δυνάμεις του λαού μας, δηλαδή πάνω στον εργαζόμενο λαό.
Θα πρέπει επίσης να σου υπενθυμίσω την άποψη μου ότι βασικός κρίκος για τη διαμόρφωση της αυριανής ζωής της χώρας είναι η διαδικασία ανατροπής της δικτατορίας. Δηλαδή όσο πιο πλατύς και βαθύς θα είναι ο αγώνας σήμερα, τόσο πιο πλατιές και βαθιές θα είναι οι αλλαγές αύριο. Επομένως χρειάζεται να οργανώσουμε όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις στη βάση της πλατύτερης ένωσης όσο και της βαθύτερης, δηλαδή ριζικότερης δράσης.
Είναι γνωστό πως η μόνιμη πολιτική των αντιλαϊκών δυνάμεων αποβλέπει στη διαίρεση του λαού. Μονάχα έτσι περνούν τη γραμμή τους. Εντελώς αντίθετη θα πρέπει να είναι η πολιτική των φιλολαϊκών δυνάμεων. Θα πρέπει δηλαδή να εκμεταλλεύονται και την τελευταία ευκαιρία για να ενώνουν πλατιά, βαθιά και ουσιαστικά το λαό. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερο και ιερότερο εθνικό χρέος από την πανεθνική ενότητα. Αν είναι να οικοδομήσουμε και εμείς κάτι - αυτό που αποκαλούμε Εθνική Αναγέννηση - θα το οικοδομήσουμε πάνω σε αυτή τη βάση.
Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι δεν ωφελεί σε τίποτα να μιλάμε για Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία και Εθνική Αναγέννηση δίχως να έχουμε προηγούμενα χτίσει την ενότητα του λαού, την Εθνική Ενότητα. Αυτό το "χτίσιμο" αποτελεί για μένα το ύψιστο μας χρέος, γιατί όπως σου είπα, επί δεκαετίες αν όχι εκατονταετίες, οι ξένοι και τα όργανά τους δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υπονομεύουν και να γκρεμίζουν τα θεμέλια της ενότητας του λαού και να δηλητηριάζουν τις σχέσεις του.
Κυριαρχημένος από αυτές τις σκέψεις, διαπιστώνω ότι η δικτατορία μας προσφέρει μία μοναδική ιστορική ευκαιρία για την οικοδόμηση της εθνικής ενότητας. Είναι φανερό ότι οι ξένοι και τα όργανά τους έβαλαν αυτή τη φορά το μαχαίρι πιο βαθιά μέσα στο ματωμένο κορμί της δόλιας μας πατρίδας. Ξεπέρασαν τα εσκαμμένα. Με αποτέλεσμα δυνάμεις καθυστερημένες πολιτικά και ιδεολογικά να αποσπαστούν από το άρμα της υποτέλειας και αυτή τη στιγμή να βρίσκονται σε αναζήτηση ενός νέου Εθνικού Κέντρου. Αυτή είναι η μεγάλη, η ανεπανάληπτη συνέπεια της ιστορικής στιγμής. Και αλίμονό μας αν μας διαφύγει. Και δυστυχώς κινδυνεύει να μας διαφύγει.
Πράγματι σκέψου Ανδρέα ότι αυτή τη στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες εκπρόσωποι ενός κόσμου που ως χτες ακόμη μας πολεμούσε θανάσιμα, σήμερα, αποκομμένο από τα αντιδραστικά του κέντρα στρέφεται προς εμάς ζητώντας να ενωθούμε μέσα σε ένα κοινό αγώνα με κοινούς στόχους και κοινές μεθόδους πάλης. Για μένα αυτό είναι εκπληκτικό και αποτελεί τη μέγιστη ελπίδα για το μέλλον της δυστυχής πατρίδας μας. Όμως οι μέρες περνούν, οι ελπίδες ωριμάζουν και κατόπιν σαπίζουν. Και διαλογίζομαι: Είναι δυνατόν να μας δίνουν τα χέρια αγωνιστικά αξιωματικοί και πολιτικοί χθεσινοί μας διώκτες και αντίπαλοι και εμείς να συζητάμε για το σχήμα των κουμπιών που ενδεχομένως θα υπάρχουν στα ενδεχόμενα χιτώνια των ενδεχόμενων μαχητών της ενδεχόμενης μαχητικής αντίστασης!
Εγώ δεν παγιδευομαι από τα οποία πολιτικά ρεύματα, σχήματα χθεσινά και σημερινά. Η δικτατορία έτηξε όλο το πολιτικό μετάλλευμα της χώρας. Χθεσινά κόμματα δεν αποτελούν πλέον πάρα απλές ετικέτες. Ζουν μόνο μέσα στη φαντασία μας. Στην πραγματικότητα το σύνολο της πολιτικής μας ζωής μεταβλήθηκε σε μία ρευστή άμορφη μάζα υποβαλλόμενη σε δύο βασικές επιδράσεις, την αρνητική και τη θετική.
Η πρώτη προέρχεται από κάθε ενέργεια, πρωτοβουλία που επιβεβαιώνει και επιτείνει τη διαίρεση του λαού. Έτσι βοηθάει στην παραπέρα τήξη, διάλυση, αμορφία και φυσικά αδυναμία του πολιτικού δυναμικού της χώρας.
Η δεύτερη, η θετική είναι ακόμη ουσιαστικά ανύπαρκτη και θα προέλθει από εκείνες τις ενέργειες και πρωτοβουλίες που θα αποφασίσουν οριστικά την ενότητα του λαού. Τότε αυτή η άμορφη και ρευστή μάζα θα αρχίσει να μορφοποιείται, να παίρνει νέα σχήματα, δηλαδή τα σχήματα της αυριανής πολιτικής του τόπου.
Μου είπαν ότι ορισμένοι άσπονδοι φίλοι σου σε συμβουλεύουν να "περιμένεις". Πιστεύουν, λένε, ότι μέσα στο σημερινό χάος θα καταποντιστούν σιγά-σιγά οι πάντες και ότι στο τέλος θα απομείνεις μονάχα εσύ. Φρικτό, τραγικό λάθος... Αν υπάρχει και κόκκος αλήθειας σ' αυτές τις πληροφορίες νομίζω ότι θα πρέπει να διαχειριστείς αποφασιστικά από τέτοιες σκέψεις, τέτοιους "φίλους".
Στην πραγματικότητα είναι βέβαιο ότι κάτω από τη σκοτεινή, την άμορφη και ευμετάβλητη επιφάνεια της σημερινής εθνικής πολιτικής ζωής, οι διεργασίες συνεχίζονται, οξύνονται, πολλαπλασιάζονται. Υπάρχει πάντα μία βαθιά, ζωική θα έλεγα αναγκαιότητα που σπρώχνει όλες τις καταστάσεις, ακόμα και τις πιο περίπλοκες προς τις αναπόφευκτες ιστορικές τους λύσεις. Ρεύματα σχηματίζονται. Αντιλήψεις μορφοποιούνται. Νέες δυνάμεις ξεπετάγονται. Νέα πρόσωπα επιβάλλονται. Και ξαφνικά τα χιλιάδες ρυάκια συναντιώνται μέσα σε μία κοίτη και σχηματίζουν το μεγάλο ποταμό, τη μεγάλη λαϊκή ενότητα που γκρεμίζει το χθες και οδηγεί στο καινούργιο αύριο.
Μου μίλησες λόγου χάρη για τον Μυλωνά: "Ήταν υπουργός, μου είπες, στην Ένωση Κέντρου, και επομένως... κτλ. κτλ.". Όμως ποιός τα θυμάται αυτά; Υπουργός Ένωσης Κέντρου; Άραγε υπήρξαν όλα αυτά; Μέσα στη μνήμη μου - τη μνήμη μας - πέρασε μία αστραπή και έσβησε το παρελθόν. Αν πεις τα ίδια στο χωριό, στη συνοικία, στο πανεπιστήμιο, στο στρατώνα, στο μηχανουργείο, θα σε κοιτάξουν με ορθάνοιχτα μάτια, λες και είσαι άνθρωπος από τον Άρη. Για μένα, λόγου χάρη, ο Μυλωνάς, ή ο Ηλιού, ή ο Αλευράς, είναι ένας Έλληνας που πιάστηκε από τον εχθρό. Τον έψαξαν, τον έδεσαν, τον χώρισαν από την οικογένειά του, τους φίλους του, τον εξόρισαν. Τον ταπείνωναν καθημερινά και τον φρουρούσαν. Αυτός είναι για μένα ο Μυλωνάς. Και για αυτό τον σέβομαι και θεωρώ τιμή μου να κάθομαι δίπλα του.
Πίστεψέ με, Ανδρέα, ότι αυτή είναι η μοναδική ελληνική πραγματικότητα.Η εξορία, η δίωξη και η θέληση που αντιτάσσεται στην εξορία και τη δίωξη. Τίποτε, απολύτως τίποτε άλλο. Και πιστεύω ότι πάνω σε αυτή τη βάση πρέπει να οικοδομήσουμε τόσο την αντίθεση όσο και την ενότητα του λαού.
Έμαθε ότι ο κ. Γ. επισκέφτηκε αυτές τις μέρες δύο φορές τον κ. Δ. προς μέγιστη σύγχυση, απογοήτευση και απελπισία του τελευταίου. Του είπε πως ανέφερα ότι το ΕΑΣ είναι τελειωμένη υπόθεση και ότι στο θέμα του θρόνου δεν κουνάμε από τη Συνταγματική και άλλα πολλά. Πήγε, διερωτώμαι, με έγκρισή σου; Και η αποστολή του Π. που είχαμε συμφωνήσει; Τα ίχνη του άλλωστε χάθηκαν στη Ρώμη.
Είμαι υποχρεωμένος να πάω ο ίδιος αμέσως στο Λονδίνο. Θεωρώ τους αξιωματικούς σαν μία από τις σοβαρότερες ελπίδες μας τόσο για την αντίσταση όσο και για το μέλλον του τόπου.
Γνωρίζεις ότι μετά την αμνηστία το 1968 δεν δέχτηκαν να εγκαταλείψω την Ελλάδα, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι η θέση μας είναι ανάμεσα στο λαό μας. Όμως λίγο πριν ελευθερωθώ είχε ωριμάσει μέσα μου η σκέψη ότι θα έπρεπε να βρεθώ για λίγο στο εξωτερικό να βοηθήσω την ενότητα των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Όπως βλέπεις ακολουθώ έναν εντελώς ιδιόρρυθμο δρόμο. Τώρα που διάβασες τις σκέψεις μου θα κατάλαβες καλύτερα το γιατί.
Θα πάω στη συνάντηση του Λονδίνου με την απόφαση να βάλω μία πέτρα στο θεμέλιο της ενότητας. Υποφέρω, απορώ, πονώ, αναρωτιέμαι γιατί τάχα να υπάρχει ανάμεσά μας αυτή αη τόσο βαθιά διαφορά στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας.Τόσο διαφορετικές είναι λοιπόν οι ευαισθησίες μας, οι αναλύσεις μας, οι επιδράσεις που δεχόμαστε; Όμως στο βάθος κάτι μου λέει - και αυτό το επιβεβαίωσαν οι συναντήσεις μας - ότι υπάρχει μεγάλη σύμπτωση στα πιο επίμαχα θέματα.
Πιστεύω, Ανδρέα, ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε γρήγορα, αποφασιστικά,τελεσίδικα. Η 28η Οκτωβρίου στέκει μπροστά μας σαν μία τεράστια πρόκληση - υπομνηση -προσκλητήριο. Οι γόρδιοι δεσμοί δεν λύνονται αλλά κόβονται με το σπαθί. Και τότε, μόνον τότε, οι πολίτες κάνουν ιστορία. Αυτή και όχι κάποια άλλη είναι η δική μας ώρα.Τώρα ή ποτέ. Αν διστάσουμε, αν παραπατήσουμε, αν δειλιάσουμε ή αν δεν δούμε σωστά, τότε η ζωή και ο λαός θα μας προσπεράσουν περιφρονητικά.
Με όλη την αίσθηση της βαριάς ιστορικής ευθύνης και την εκτίμηση και την πίστη μου σε σένα και σε ότι εκφράζεις, σε παρακαλώ να μελετήσεις βαθιά αυτά που σου λέω πριν τα απορρίψεις.
Η πρότασή μου είναι: Πρώτον να σταματήσεις τις διαλυτικές ενέργειες του Γ. και να προωθήσεις την αποστολή Π. Δεύτερον, να κόψεις με το μαχαίρι τον κόμπο του ΠΑΚ με την ΔΑ. Η ΔΑ έκανε αντίσταση και έχει δικαίωμα και υποχρέωση να πάρει μέρος στο ΕΑΣ, ισότιμα και ακέραια. Με ισότιμη και ακέραια ευθύνη, υποχρεώσεις και δικαιώματα. Τρίτον, να γίνει ιδρυτική συνεδρίαση για το ΕΑΣ στις 28 Οκτωβρίου στο Λονδίνο στη βάση που είπαμε και όσων πιθανόν θα συμφωνηθούν μετά τη συνάντηση Π. Μπορούμε - για όσο διάστημα του θεωρούμε αναγκαίο -να μην προβούμε σε καμία απολύτως δημόσια ανακοίνωση. Αλλά να χτίσουμε πρώτα στερεά το οικοδόμημά μας, να το θεμελιώσουμε, να θέσουμε σε λειτουργία τις ενωμένες δυνάμεις. Και τότε, όταν και αν το κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε δηλώσεις. Μπορεί ακόμα, σε μία πρώτη φάση, να μην ανακοινωθεί επίσης κανένα όνομα (αναφέρομαι κυρίως στους δισταγμούς που μου εξήγησες στη Στοκχόλμη). Μπορεί το Εθνικό Συμβούλιο να αρκεί για τίτλους. Νομίζω θα πρέπει σε αυτή τη φάση να ασχοληθούμε αποκλειστικά με την οικοδόμηση των μηχανισμών και την κατάστρωση συγκεκριμένων σχεδίων δράσης σε πανεθνική κλίμακα. Δίχως πολλές διακηρύξεις. Οι διακηρύξεις μας θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες ενέργειες, χειροπιαστή αντιστασιακή παρουσία, συνδυασμένες επιχειρήσεις βασισμένες σε επιτελικά σχέδια.
Λόγω του δραματικού χαρακτήρα των στιγμών που ζούμε, σε παρακαλώ να διατηρήσουμε μία καλή προσωπική επαφή. Εγώ θα βρίσκομαι στο Όσλο στις 10-11 Οκτωβρίου για τη συνάντηση με τον Ε. όπως συμφωνήσαμε. Από τις 12 Οκτωβρίου θα βρίσκομαι στη Ρώμη, όπου είναι εύκολο να με βρεις. Προχθές τα είπαμε και με τον Γ. Περιμένω προπαντός το μεγάλο ΝΑΙ σου για τις 28 Οκτωβρίου ημέρα του ΟΧΙ. Αν σου μένει καιρός γράψε μου δυο λόγια στη διεύθυνσή μου.
Με τους πιο θερμούς χαιρετισμούς στη
γυναίκα σου και τα παιδιά σου
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Με βάση την επικείμενη σύσκεψη του Λονδίνου πραγματοποιείται συνάντηση αντιπροσωπειών ΠΑΜ και ΔΑ στο Παρίσι, όπου αποφασίζονται μεταξύ άλλων και τα εξης:
24 Σεπτεμβρίου 1970
ΙΔΡΥΤΙΚΑ ΜΕΛΗ ΕΑΣ
Η ΔΑ συμφωνεί με την άποψη του ΠΑΜ - που δεν θεωρεί απαραίτητο όρο για την συγκρότηση του ΕΑΣ την συμμετοχή "οργανώσεων της δεξιάς" - και οχι με την άποψη του ΠΑΚ - που θεωρεί ότι η συμμετοχή "δεξιάς αντιστασιακής οργάνωσης" είναι απαραίτητος όρος για να συγκροτηθεί το ΕΑΣ.
Η ΔΑ ζητά να καθορίσει και το ΠΑΜ ποιά είναι η θέση του στη περίπτωση που οι καθυστερήσεις προέλθουν από την πλευρά του ΠΑΚ. Η άποψη της είναι να προχωρήσουν οι τρείς οργανώσεις - ΠΑΜ, ΔΑ και αξιωματικοί - βλέπε και το "χρονοδιάγραμμα " της ΔΑ.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ
Η ΔΑ συμφωνεί με την κοινή διατύπωση ΠΑΜ και ΠΑΚ: "Το Σύνταγμα του '52 με την προσθήκη δύο όρων... ". Επισημαίνονται τα ακόλουθα σημεία :
1. Οι τρεις οργανώσεις ΠΑΜ, ΠΑΚ και ΔΑ θέλουν : Σύνταγμα του '52 με άρση της διάταξής του που απαγορεύει την αναθεώρηση των ουσιωδών του διατάξεων. Οι αξιωματικοί θέλουν Σύνταγμα του 1952.
2. Οι τρεις οργανώσεις θέλουν Συντακτική. Οι αξιωματικοί δεν θέλουν.
3. Εφ'όσον ξεκινούμε από την αρχή - και σ'αυτό υπάρχει καταρχήν σύμπτωση και των τεσσάρων ΠΑΜ, ΠΑΚ, ΔΑ και αξιωματικών - ότι η πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση θα προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από το ΕΑΣ, είναι ανάγκη, από τώρα, να ειναι σαφή τα πλαίσια που το ΕΑΣ θα χαράζει για την κυβέρνηση αυτή. Αν το θέμα δεν λυθεί από τώρα, είναι βέβαιο ότι θα διασπαστεί το ΕΑΣ σε μία αποφασιστική στιγμή.
Τα θέματα αυτά παραπέμπονται για διερεύνηση στα αρμόδια όργανα του ΠΑΜ και της ΔΑ. Η άποψη των παρόντων είναι ότι άμεσα ή έμμεσα η πρόταση για Συντακτική πρέπει να περιέχεται στο πρόγραμμα του ΕΑΣ.
ΘΕΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Η ΔΑ δέχεται την κοινή διατύπωση του ΠΑΜ -ΠΑΚ. Επειδή μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι οι αξιωματικοί δεν θα τη δεχτούν, προτείνεται σαν υπαλλακτική λύση η ακόλουθη: Το ΕΑΣ στην προγραμματική του διακήρυξη δεν αναφέρεται στο πρόβλημα του Κωνσταντίνου. Οι μετέχουσες οργανώσεις δεσμεύονται με πρωτόκολλο ότι αν μέσα σε τακτό διάστημα - δυο-τρεις μήνες από την ίδρυση του ΕΑΣ - ο Κωνσταντίνος δεν βγει να καταγγείλει τη χούντα ανοιχτά και να καλέσει σε αντίσταση, τότε το ΕΑΣ ανακοινώνει τη διατύπωση ΠΑΜ, ΠΑΚ και ΔΑ και θέτει, ουσιαστικά πρόβλημα αντιβασιλείας.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΛΗΣ
Συμφωνία με τη διατύπωση ΠΑΜ και ΠΑΚ.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Συμφωνία με τη διατύπωση ΠΑΜ και ΠΑΚ.
Πέραν αυτού: Συμφωνούμε ότι στο πρόγραμμά του ΕΑΣ πρέπει να υπάρχουν:
1. Καταγγελία Αμερικανών - ΝΑΤΟ σαν υπευθύνων δικτατορίας.
2. Επισήμανση ότι χωρίς αμερικανική - νατοϊκή στήριξη, η δικτατορία δεν θα υπήρχε.
3. Σημειώνεται ότι στο θέμα Εξωτερικής πολιτικής υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στους μετέχοντες στο ΕΑΣ (θέματα ανεξαρτησίας, υποτέλειας, ΝΑΤΟ, συμμαχιών, ουδετερότητας, σφαιρών επιρροής κτλ.). Για το λόγο αυτό προτείνεται στα αρμόδια όργανα να λάβουν υπόψη τους την ακόλουθη πρόταση: Σε μία πρώτη φάση των συζητήσεων η κάθε οργάνωση επιμένει στο δικό της πρόγραμμα ώστε να υπάρξει κατάκτηση των πιο προωθημένων δυνατών θέσεων. Η κοινή διατύπωση που θα μπορούσαμε να καταλήξουμε πρέπει να καθιερώνει μερικές γενικές αρχές που θα επιτρέπουν τη μεγαλύτερη δυνατή εκλαΐκευση μέσα στο λαό θεμάτων που σχετίζονται με τα προβλήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και που αφήνοντας ανοιχτούς όλους τους δρόμους, ώστε να μην υπάρχει ασυμβίβαστο ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΕΑΣ και τα προγράμματα των επιμέρους οργανώσεων, να μη δημιουργεί δεσμεύσεις για καμία οργάνωση ως προς συγκεκριμένη πολιτική είτε παραμονής στο ΝΑΤΟ (άποψη αξιωματικών και σε ένα μεγάλο ποσοστό ΠΑΚ, ΔΑ) είτε προς τις δικές μας απόψεις για αδέσμευτη πολιτική κτλ.
Προτείνεται σαν βάση για περαιτέρω επεξεργασία η διατύπωση (συν ότι κερδίσουμε στις διαπραγματεύσεις): "Η Ελεύθερη και Δημοκρατική Ελλάδα απαλλαγμένη από δεσμεύσεις και εξαρτήσεις, θα καθορίζει την εξωτερική της πολιτική με γνώμονα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και του τόπου".
Στην ίδια προσπάθεια να πειστεί ο Παπανδρέου, ανώτερος αξιωματικός απευθύνει και αυτός επιστολή - έκκληση:
28 Σεπτεμβρίου 1970
Αγαπητέ κύριε Παπανδρέου,
1. Νομίζω ότι αν οι αντιστασιακές δυνάμεις δεν συνεργαστούν στενά, η χούντα δεν πρόκειται να πέσει.
2. Έχει γίνει δεκτό από όλους ότι για να πέσει η τυραννία, πρέπει να γίνει σωστή, πραγματική αντίσταση...
3. Το συμπέρασμά μου από τις διμερείς επαφές που είχα με όλες τις οργανώσεις, είναι ότι δημιουργούνται σήμερα προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί η συμφωνία των οργανώσεων. Τούτο μπορεί να γίνει εάν αποσιωπήσουμε ό,τι μας χωρίζει και προβούμε σε συμφωνία με βάση αυτά που μας ενώνουν.
Έτσι μπορεί να γίνει ένα Συμβούλιο Εθνικής Αντιστάσεως, από όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, το οποίο θα αναλάβει την όλη ευθύνη του αντιστασιακού αγώνα, με πλήρη συνεργασία Εξωτερικού και Εσωτερικού. Για τη συνεργασία αυτή θα συνταχθεί ένα μίνιμουμ πρόγραμμα και συμφωνία για την στρατηγική του Αγώνα και των διαδοχικών στόχων αυτού.
Οι πολιτικές θέσεις των διαφόρων οργανώσεων σε προβλήματα που χωρίζουν, θα μείνουν στο ψυγείο. Και θα είναι φυσικά κάθε οργάνωση και προσωπικότητα ελεύθερη να τις παρουσιάσει μετά την πτώση της χούντας. Γνωρίζετε ότι είμαι Δημοκράτης. Την προσπάθεια που κατέβαλα για μία ένωση όλων των αντιστασιακών οργανώσεων την κάνω με τον σκοπό να φέρουμε πραγματική Δημοκρατία στην Ελλάδα.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Ψ.
Ο Ανδρέας απαντά στον Μίκη :
6 Οκτωβρίου 1970
Αγαπητέ μου Μίκη,
Σε ευχαριστώ για το καλό σου γράμμα, που το πήρα ακριβώς πριν φύγω για μία περιοδεία στις ΗΠΑ
Έστειλα σχετικό μήνυμα στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ. Ελπίζω μόλις γυρίσω να βρω τις απαντήσεις των αν και απαιτούν λίγο χρόνο, και τότε θα σου γράψω μακροσκελές και πλήρες γράμμα.
Με θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Και στον ανώτατο αξιωματικό:
1 Οκτωβρίου 1970
1. Πήρα το γράμμα σας. Ευχαριστώ.
2. Πιστεύω ότι αν υπάρχει σύμπτωση απόψεων στα θέματα στρατηγικής και τακτικής αγώνα, όλα τα άλλα λύνονται αυτομάτως.
3. Θα χαρώ πολύ να σας δω στο επόμενο ταξίδι μου στην Ευρώπη.
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
Α. Π.
Επειδή δεν υπάρχει τίποτα θετικό ο Θεοδωράκης επανέρχεται με καινούργιο προσωπικό μήνυμα:
8 Οκτωβρίου 1970 Παρίσι.
Προς: Ανδρέα Παπανδρέου, αρχηγό του ΠΑΚ
Από: Μίκη Θεοδωράκη πρόεδρο Ε.Σ του ΠΑΜ
Αγαπητέ Ανδρέα,
Με βαθύτατη ανησυχία διαπιστώνουμε διαρκείς αναβολές στο θέμα ενότητας ΕΑΣ. Συνάντηση Μ. Κ. την Κυριακή στο Λονδίνο δεν έγινε. Συνάντηση αξιωματικών που για αυτήν εξουσιοδότησες τον Μ. παρουσία μου δεν πραγματοποιήθηκε και πληροφορούμαστε ότι δεν θα πραγματοποιηθεί...
Καθυστέρηση στο καίριο θέμα ενότητας και συντονισμένης δυναμικής δράσης εναντίον της χούντας προέρχεται μόνο από καθυστερήσεις και αναβλητικότητα του ΠΑΚ. Το ΠΑΜ είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει βάσει αυστηρού χρονοδιαγράμματος και χωρίς αναβολή στο πλαίσιο ημερομηνιών που αναφέρονται στο προς εσένα γράμμα μου τησ 26 Σεπτεμβρίου. Κάνω έκκληση να απαντήσεις αμέσως. Το ΠΑΜ πιστό στη συμφωνία του με το ΠΑΚ και θέλοντας να εξαντλήσει όλα τα όρια για κοινή συμμετοχή στο ΕΑΣ είναι έτοιμο να αποστείλει εντός της εβδομάδας εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του στον Καναδά για από κοινού ύστατη αντιμετώπιση θεμάτων ΕΑΣ σε τακτό χρονικό όριο. Στην αντίθετη περίπτωση το ΠΑΜ, διαπιστώνοντας ότι η αναβολή δεν οφείλεται σε λόγους που αναφέρονται στο πρόγραμμα και τους στόχους αλλά και σε ακατανόητη αναβλητικότητα, επιζήμια για τον αγώνα, είναι υποχρεωμένο να εξετάσει, αμέσως, ενδεχόμενο συγκροτήσεως ΕΑΣ από τις οργανώσεις που δέχονται να προχωρήσουν αμέσως. Θα είναι δραματικό αν το ΠΑΚ απουσιάζει. Σου απευθύνω τελευταία έκκληση να προχωρήσουμε αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, στη βάση των όσων έχουμε συμφωνήσει, πιστοί στο ενωτικό μαχητικό όραμα του λαού μας.
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Τέλος οι τρεις οργανώσεις ΠΑΜ, ΔΑ και "Ελεύθεροι Έλληνες" λαβαίνουν νέο έγγραφο του ΠΑΚ με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1970 που τους υπενθυμίζει ξανά τον "πεντάλογο" που τον παραθέτει μάλιστα αυτούσιο και συνεχίζει:
Το ΠΑΚ δεν προτίθεται να παρεκκλίνει ούτε μία σπιθαμή από τον πεντάλογο της 15 Μαΐου 1970.
Στις επαφές και συζητήσεις που εκπρόσωποι του ΠΑΚ είχαν με εκπροσώπους των άλλων τριών οργανώσεων διαπιστώθηκε ότι:
1. Το ΠΑΜ δεν είναι διατεθειμένο να δεχτεί τον πεντάλογο του ΠΑΚ χωρίς σημαντικές και ουσιαστικές αναθεωρήσεις.
2. Η ΔΑ αποφεύγει να εκφράσει γνώμη, είτε θετική είτε αρνητική, πάνω στον πεντάλογο του ΠΑΚ.
3. Οι "Ελεύθεροι Έλληνες" δεν δέχονται τις θέσεις του ΠΑΚ στο θέμα της μοναρχίας.
Θα ήταν δυνατόν βέβαια να συνεχιστούν οι συζητήσεις με την ελπίδα συμπτώσεως απόψεων. Στο μεταξύ όμως θα έμενε ο αγώνας τέλεια ασυντόνιστος, που κατά τη γνώμη μου θα ήταν ιστορικό λάθος πρώτου μεγέθους.
Η πρόταση του ΠΑΚ ξεκινά από μία απλή διαπίστωση: Το κύριο θέμα του απελευθερωτικού αγώνα - ιδιαίτερα ύστερα από την κυνική και ξετσίπωτη απόφαση της κυβερνήσεως του πενταγώνου να ταυτιστεί με τη χούντα των Αθηνών - είναι η "Δυναμική Αντίσταση".
Την ίδια στιγμή το πιαΠΑΜ δέχεται το παρακάτω τηλεγράφημα με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου και υπογραφή ΠΑΚ:
ΠΑΚ, Στοκχόλμη 14 Οκτωβρίου, 20.25
1. Το ΠΑΜ δεν έχει δεχτεί ακόμη τις βασικές θέσεις του ΠΑΚ σχετικά με θέματα αρχής και στρατηγικής. Το ΠΑΜ είναι διστακτικό ή δεν θέλει να δεχτεί την καταδίκη της μοναρχίας και του Κωνσταντίνου, που έκανε το ΠΑΚ. Επίσης το ΠΑΜ δεν θέλει να βασίσει τη στρατηγική τους επαναστατική δυναμική αντίσταση, που σύμφωνα με το ΠΑΚ είναι η μόνη αντιστασιακή οδός που μένει ανοιχτή για τον ελληνικό λαό. Η τελευταία συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην "Ελεύθερη Πατρίδα" χαρακτηρίζει σαν τρομοκρατικές σοβαρές αντιστασιακές πράξεις που έγιναν τελευταίως στην Ελλάδα.
Η "Δημοκρατική Άμυνα" έχει αποφύγει να απαντήσεις το πρόγραμμα των πέντε σημείων του ΠΑΚ πάνω σε θέματα αρχής και στρατηγικής.
2. Παρά την περίεργη στάση του ΠΑΜ και της "Δημοκρατικής Άμυνας" σε θέματα αρχής και στρατηγικής, το ΠΑΚ πιστεύοντας στην ενότητα για τον αγώνα εναντίον της χούντας κάνει νέα σημαντική πρόταση που έχει ήδη ταχυδρομηθεί και θα φτάσει σε εσάς μέσα σε λίγες μέρες.
3. Το ΠΑΚ πιστεύει στην ανάγκη για ενότητα στον απελευθερωτικό αγώνα. Ταυτόχρονα είναι δοσμένο σε έναν αγώνα χωρίς συμβιβασμούς πάνω στις βασικές αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Επιπλέον κρίνει ότι ο αγώνας του ελληνικού λαού σήμερα είναι ένας γνήσιος απελευθερωτικός αγώνας εναντίον της κατοχής της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και επομένως καταδικάζει οιαδήποτε προσπάθεια συνεργασίας με τους νέους Κουίσλιγκς, Κωνσταντίνο και την κλίκα του.
ΠΑΚ
Το ΠΑΜ απαντά χωρίς καθυστέρηση:
16 Οκτωβρίου 1970
Από : Αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΜ στο εξωτερικό.
Προς: ΠΑΚ
1. Γνωστοποιούμε λήψη τηλεγραφήματος 14ης Οκτωβρίου. Απαντούμε μόνο επί της ουσίας.
2. Το ΠΑΜ δεν έχει να δεχτεί ή να απορρίψει τις "βασικές θέσεις" του ΠΑΚ. Του αρκεί το δικό του πρόγραμμα που καθορίζει με σαφήνεια το δημοκρατικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα που διεξάγει με συνέπεια από την πρώτη μέρα της δικτατορίας. Με το ΠΑΚ και τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις συντονίζει τον αγώνα του και συνεργάζεται ισότιμα, στη βάση κοινού προγράμματος, αμοιβαία αποδεκτού.
Σημειώνουμε με απορία ότι στα θέματα κοινού προγράμματος υπήρξε πάντα πλήρης ταύτιση απόψεων. Το ΠΑΜ και το ΠΑΚ από την εποχή της μεγάλης συμφωνίας - Αύγουστος -Σεπτέμβριος 1968 - έως πρόσφατα. Υπενθυμίζουμε ότι στη συνάντησή του Παρισιού - 6 Σεπτεμβρίου 1970 - το ΠΑΚ επισήμανε σημεία όπου θεωρούσε ότι υπάρχει διαφωνία. Στο διάστημα μιας ώρας αποδείχτηκε ότι διαφωνία δεν υπάρχει και ξανά διατυπώθηκαν γραπτά από κοινού, οι κοινές θέσεις των δύο οργανώσεων στα επίμαχα προβλήματα. Στη συνάντηση της Στοκχόλμης -10 Σεπτεμβρίου 1970 - επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις του Παρισιού και πάρθηκαν κοινά μέτρα για τη βελτίωση του συντονισμού της αντιστασιακής δράσης των δύο οργανώσεων και για τη συντονισμένη προώθηση των θεμάτων του ΕΑΣ. Έκτοτε δεν υπήρξε καμία τροποποίηση στα θέματα του προγράμματος, υπήρξε, όμως, από την πλευρά του ΠΑΚ, όχι μόνο αναβλητικότητα στα θέματα κοινού συντονισμού αλλά και αλλαγή γραμμής στα θέματα του ΕΑΣ. Το πράγμα παραμένει για μας ανεξήγητο. Μόνο αποτέλεσμά του η καθυστέρηση των ενωτικών αντιδικτατορικών διαδικασιών.
3. Απόκρουονται σαν "ανοίκειοι" και μη ανταποκρινόμενοι στην αλήθεια οι χαρακτηρισμοί περί της "διστακτικότητας" του ΠΑΜ και του ότι "το ΠΑΜ δεν θέλει να βασίσει τη στρατηγική του σε επαναστατική δυναμική αντίσταση". Μόνο θελημένη αγνόηση των δημοσίων θέσεων και της επώνυμης δράσης του ΠΑΜ μπορεί να οδηγήσει στην παραποίηση αυτής της πραγματικότητας, που δεν προάγει ούτε την ιδέα της ενότητας ούτε το ηθικό πρόσωπο των αντιστασιακών δυνάμεων. Το ΠΑΜ χρησιμοποιεί και ενισχύει όλες τις μορφές πάλης που συμβάλλουν κάθε φορά στην ανάπτυξη του αντιδικτατορικού αγώνα, στην ανάπτυξη ενός ισχυρού πανεθνικού κινήματος αντίστασης ικανού να ανατρέψει την τυραννία. Το ΠΑΜ δίνει και θα δώσει για αυτό όσες θυσίες απαιτηθούν. Το αίμα των Χαλκίδη, Τσαρουχά, Τσεμεκίδη και άλλων, των νεκρών της Λέρου, ο πρόσφατος ηρωικός θάνατος του στελέχους του ΠΑΜ Τσικουρή, που σκοτώθηκε τη στιγμή ακριβώς που έβαζε βόμβα στην Αμερικανική πρεσβεία, τα χιλιάδες μέλη του ΠΑΜ
που πιάστηκαν, βασανίστηκαν, δικάστηκαν, γέμισαν τις φυλακές και τα στρατόπεδα της χούντας δεν δίνουν δικαίωμα σε κανένα υπαινιγμό και σε καμιά αμφισβήτηση.
Το ΠΑΜ γεννημένο μέσα στο καμίνι της αντιδικτατορικής πάλης, στήριξε από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας την ολοκληρωμένη και με όλα τα μέσα αντίσταση κατά της χούντας. Είναι όμως αποφασισμένο να κρατήσει τη δράση αυτή στα πλαίσια που με σαφήνεια και δημόσια έχει διατυπώσει. Δεν πρόκειται ούτε να συνεργήσει ούτε να καλύψει ανεύθυνες ή προβοκατόρικες εκδηλώσεις που δεν χτυπούν και δεν αποδιαρθρώνουν τη χούντα, αλλά πλήττουν στη ζωή του και στα συμφέροντα του τον ελληνικό λαό. Τέτοιες πράξεις αν ανεπίσημα και υπεύθυνα δεν καταγγελθούν, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν στην ηθική και πολιτική απομόνωση της αντίστασης. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του ΠΑΜ.
Αν το ΠΑΚ θεωρεί ότι η απόπειρα ανατίναξης του σιδηροδρόμου στο Θησείο και η ανακοίνωση για τα "δηλητηριασμένα φρούτα" αποτελούν "σοβαρές ενέργειες της αντίστασης", ας πάρει τις ευθύνες του δημόσια. Και ο λαός θα κρίνει.
5. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι το ΠΑΚ "πιστεύει στην ανάγκη για ενότητα στον απελευθερωτικό αγώνα ". Αυτό όμως σημαίνει πράξεις και όχι διακηρύξεις. Περιμένουμε πάντα τις πράξεις και τη δράση που υλοποιούν τους λόγους.
Περιμένουμε με ενδιαφέρον τη "νέα σημαντική πρόταση" του ΠΑΚ, που όπως πάντα θα μελετήσουμε με το αίσθημα ευθύνης και μέσα στην ενωτική προοπτική που πάντα χαρακτηρίζει το ΠΑΜ. Είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να επισημάνουμε ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτή την πάγια πολιτική του ΠΑΚ, που συνίσταται στο να συμφωνεί επί όλων των σημείων, να δέχεται την έκδοση κοινών ανακοινωθέντων που να γνωστοποιούν τη συμφωνία στον ελληνικό λαό γεμίζοντάς τον ελπίδες, και ύστερα από 15 ημέρες να ανακαλύπτει διαφωνίες εκεί που δεν υπάρχουν και να προαναγγέλλει νέες προτάσεις. Για να μην αναφερθούμε σε παλιότερα, θυμίζουμε μόνο την ταυτόσημη επανάληψη αυτού του φαινομένου τον Μάιο, τον Ιούνιο - Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο 1970. Μόνο θετικό αποτέλεσμα αυτής της τακτικής: η αποθάρρυνση και ο αποπροσανατολισμός του λαού που διαπιστώνει ότι ενώ η δικτατορία, με την ανοιχτή στήριξη του αμερικανικού και νατοϊκού ιμπεριαλισμού, παρέχει εξωτερικά δείγματα προσωρινή σταθεροποίησης, αντίθετα, οι αντιστασιακές δυνάμεις για λόγους δυσνόητους, δεν ενώνουν τις προσπάθειές τους, με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται η ισχυρή συσπείρωση δυνάμεων που μόνο αυτή είναι ικανή να ανατρέψει τον συσχετισμό των δυνάμεων, να δώσει ρεαλιστική προοπτική στο λαό και να απαλλάξει την Ελλάδα από τη νεοφασιστική τυραννία. Η έλλειψη αυτής της δυναμικής συσπείρωσης γύρω από ένα πρόγραμμα, που πάνω του για "πολλοστή" φορά συμφωνήσαμε και στο Παρίσι και στη Στοκχόλμη πριν από ένα μόνο μήνα, επιτείνει τα φαινόμενα της αποθάρρυνσης και διευκολύνει συντηρητικές δυνάμεις να κινηθούν προς "γέφυρες" και να βγάλουν τη χούντα από την απομόνωση.
6. Υπενθυμίζουμε για πολλοστή φορά την πάγια άποψή μας: η δικτατορία θα ανατραπεί όχι με λόγους αλλά με πράξεις. Όχι με τον κατακερματισμό και το διαπληκτισμό αντιστασιακών -αντιδικτατορικών δυνάμεων αλλά, με τη συντονισμένη - ενιαία δράση όλων των δυνάμεων που αντιτίθενται στη δικτατορία. Έτσι μόνο θα δημιουργηθεί δύναμη ικανή να ανατρέψει το σημερινό δυσμενή - λόγω ανοιχτής στήριξης της χούντας από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό - συσχετισμό δυνάμεων. Η ενότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση δύο όρους: Πάλη χωρίς συμβιβασμούς και με όλα τα μέσα για την ανατροπή της δικτατορίας, πάλη για την εξασφάλιση πλαισίων που εγγυώνται την πλήρη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, τον πλήρη σεβασμό των δημοκρατικών ελευθεριών στη μεταδικτατορική Ελλάδα και την κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Γύρω από το πρόγραμμα αυτό δέχονται να συνεργαστούν ισχυρές δυνάμεις από όλες τις ελληνικές πολιτικές παρατάξεις. Οι συνθήκες είναι ώριμες για να δημιουργηθεί αμέσως, στη βάση αυτού του προγράμματος το ΕΑΣ. Καθυστερούμε μόνο από αναβλητικότητα του ΠΑΚ. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε και επιβεβαιώνουμε τη θέση μας περί χρονικών ορίων που τύπωνε ο πρόεδρος του ΠΑΜ στο γράμμα του της 28 Σεπτεμβρίου 1970 και στο προσωπικό τηλεγράφημα τις 8 Οκτωβρίου 1970 του ΠΑΚ.
7. Είναι σαφές ότι το πρόγραμμα αυτό δεν είναι πρόγραμμα του ΠΑΜ. Είναι το ελάχιστο επαρκές πρόγραμμα για να συσπειρώσει στον απελευθερωτικό αγώνα όλες τις δυνάμεις που αντιτίθενται στη δικτατορία.
Το ΠΑΜ έχει επανειλημμένα και δημόσια διακηρύξει - και ειδικά προς το ΠΑΚ έχει και προφορικά και γραπτά εξηγήσει - ότι μέσα στο πλαίσιο της πανεθνικής ενότητας για ελευθερία, δημοκρατία, ανεξαρτησία, επιδιώκει "να ενισχύσει τους δεσμούς του με τις πιο συγγενείς προς αυτό δημοκρατικές δυνάμεις που με αυτές συμπίπτει και σε θέματα που αφορούν το περιεχόμενο και τη μορφή μιας ανανεωμένης δημοκρατίας στη χώρα μας".
Επανειλημμένα προτείναμε στο ΠΑΚ να αντιμετωπίσουμε από κοινού το πρόβλημα των εξελίξεων στη μεταδικτατορική Ελλάδα : το πρόβλημα της εξουσίας και των δημοκρατικών θεσμών, το πρόβλημά της αποδέσμευσης από την ξένη εξάρτηση και της άσκησης αδέσμευτης εξωτερικής πολιτικής.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα επιμείνουμε απαρέγκλιτα όσες και αν είναι οι δυσκολίες και όσο κι αν καθυστερεί η απάντηση.
8. Είμαστε βέβαιοι ότι παρά τις δυσκολίες που ανακύπτουν , το ΠΑΚ θα αντιμετωπίσει τελικά με αίσθημα ευθύνης τα προβλήματα της ενότητας και της αποτελεσματικότητας του αντιστασιακού αγώνα. Για το λόγο αυτό και επαναλαμβάνουμε την πρόταση που σας διαβιβάσαμε στις 8 Οκτωβρίου 1970 : " Το ΠΑΜ, πιστό στη συμφωνία του με το ΠΑΚ και θέλοντας να εξαντλήσει όλα τα όρια για κοινή συμμετοχή των δύο οργανώσεων στο ΕΑΣ, είναι έτοιμο να αποστείλει αμέσως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του οπουδήποτε για μία ακόμη από κοινού αντιμετώπιση θεμάτων σε τακτό χρονικό όριο".
Η αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΜ στο εξωτερικό.
Παράλληλα προετοιμάζοντας τη σύσκεψη του Λονδίνου, η ηγεσία του ΠΑΜ προβληματίζεται πάνω στα καίρια θέματα και προσπαθεί να διαγράψει ορισμένα πλαίσια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ 15 - 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1970 ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.
1. Ως προς το χειρισμό του θέματος.
Πηγαίνουμε στις 25 Οκτωβρίου στη σύσκεψη για τη συμφωνία με ΔΑ και τις γνωστές αντιστασιακές οργανώσεις της κεντροδεξιάς και της δεξιάς. Η απουσία του Ανδρέα Παπανδρέου δεν πρέπει να μας εμποδίσει να συνεργαστούμε με τις άλλες οργανώσεις που θέλουν ενότητα στον αγώνα κατά της δικτατορίας σύμφωνα με τη γραμμή μας για την ενότητα όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Προσπαθούμε να πείσουμε τον Ανδρέα Παπανδρέου να πάρει μέρος. Αν ζητήσει συγκεκριμένη αναβολή σε λογικό χρονικό διάστημα και θεωρήσουμε την πρόταση ειλικρινή, τη δεχόμαστε σε συνεννόηση και με τους άλλους. Αν δεν έρθει, προχωρούμε στη συμφωνία με τους άλλους και, ταυτόχρονα, συνεχίζουμε τις συνεννοήσεις μαζί του και με άλλες αντιδικτατορικές δυνάμεις όχι μόνο από μέρους του ΠΑΜ αλλά και από μέρος του ΕΑΣ για συμμετοχή του. Θεωρούμε ταυτόχρονα σαν ισχύουσες τις συμφωνίες ΠΑΜ, ΠΑΚ και ΠΑΜ, ΔΑ και προωθούμε ότι έχουμε αποφασίσει παράλληλα με τη συνεργασία μας στο νέο σχήμα.
Αν καταγγείλει τη νέα συμφωνία και τις παλιές άμεσα ή έμμεσα ή αν δεν προχωρήσει σε δημόσια προβολή των απόψεων του, απαντούμε με σαφήνεια, ψύχραιμα, αποφασιστικά αλλά ταυτόχρονα πειστικά και ενωτικά, χωρίς οξύτητες. Δεν παρασυρόμαστε σε δημόσια αντιδικία διαρκείας.
Το ΕΑΣ πιστό στην ενωτική του κατεύθυνση, θα επιδιώξει, παράλληλα με την ανάπτυξη της αντιδικτατορικής του δραστηριότητας, να συνεργαστεί με άλλες αντιδικτατορικές δυνάμεις που δεν συμμετέχουν σε αυτό, να διευρυνθεί με τη συμμετοχή και άλλων αντιδικτατορικών δυνάμεων.
Εκτιμάμε ότι η απουσία του Ανδρέα Παπανδρέου αφήνει εκτός του σχήματος αυτού μία σημαντική παράταξη της αντίστασης - το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς του κέντρου - που η συνεργασία με αυτήν αποτελεί βασικό άξονα της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ και της ΕΔΑ.
Επειδή μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η παράταξη που εκπροσωπεί ο Ανδρέας Παπανδρέου, έχει σημασία να γίνει μία ρεαλιστική εκτίμηση της πραγματικής ακτινοβολίας του στις μάζες της ΕΚ και ειδικότερα στην αριστερά του πτέρυγα, με βάση κυρίως μιά βυθομέτρηση από τα στελέχη και μέλη μας στην Ελλάδα.
Για αυτό χωρίς να σταματάμε στο δρόμο για την αντιδικτατορική ενότητα με όσους θέλουν και χωρίς να οδηγούμαστε σε αναβλητικότητα και αδράνεια από την απουσία του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων δυνάμεων, χωρίς να αποπροσανατολιζόμαστε από την κυρία απασχόληση μας που είναι σήμερα η οικοδόμηση της ενότητας και της Αντίστασης μέσα στο ΕΑΣ, κάνουμε όλους τους αναγκαίους χειρισμούς για να βρεθεί η παράταξη του Ανδρέα Παπανδρέου, όλη η αριστερά του κέντρου, όπως και άλλες αντιδικτατορικές δυνάμεις, μέσα στο νέο σχήμα, και να συνεχιστεί η συνεργασία του ΠΑΜ και του ΠΑΚ.
Έχει μεγάλη σημασία να προχωρήσουμε στο νέο σχήμα με ορμή, να του δώσουμε το απαραίτητο βάρος, παίρνοντας όλα τα σχετικά μέτρα για την επιτυχία του και τη γενικότερη ακτινοβολία του. Αυτό θα βοηθήσει και την ευρύτερη ενότητα και με άλλες αντιδικτατορικές δυνάμεις.
2. Ως προς το περιεχόμενο των συμφωνιών.
Το σχέδιο προγράμματος του νέου σχήματος, που υπάρχει, αποτελεί καλή και επαρκή βάση με ορισμένες δευτερεύουσες προσθήκες και τροποποιήσεις που το κάνουν πιο σαφές. (Αρχή του σεβασμού του δικαιώματος του "συνέρχεσθαι" και του "συνεταιρίζεσθαι " , ή να μπει χωριστά ή να μπει πρώτη στην παράγραφο και να ακολουθήσουν τα ατομικά δικαιώματα). Ακόμα σαφέστερο θα γινόταν αν αφερόταν ο σεβασμός των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, η ελευθερία λειτουργίας και δράσης πολιτικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων. Επίσης αντί κυβέρνησης εμπιστοσύνης του ΕΑΣ να μπει "Κυβέρνηση της εμπιστοσύνης του ΕΑΣ, και γενικότερα των αντιδικτατορικών αντιστασιακών δυνάμεων". Να υπάρξει ένας ακόμα προσεκτικός έλεγχος του περιεχομένου του προγράμματος και όλης της συμφωνίας από την αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΜ.
Ως προς τη Συντακτική, διατηρώντας τις ιδιαίτερες απόψεις μας για το θέμα αυτό, που συνδέεται με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, συμφωνούμε για να διευκολυνθεί η ευρύτερη ενότητα, να μην τεθεί στο κοινό πρόγραμμα πάλης. Εμείς άλλωστε σε όλο αυτό το διάστημα ποτέ δεν οξύναμε το θέμα βασιλιά - μοναρχίας -συντακτικής, ακριβώς για να διευκολύνουμε στην αντιδικτατορική ενότητα και γιατί δεν το θεωρούσαμε πρώτο ζήτημα.
Σχετικά με το ΝΑΤΟ, παρά το γεγονός ότι είναι γνωστές οι απόψεις μας, δεν θέσαμε ποτέ το θέμα της εξόδου από το ΝΑΤΟ και της κατάργησης των συμφωνιών Ελλάδας - ΗΠΑ σαν άμεσο αίτημα του αντιδικτατορικού αγώνα, για αυτό δεν συμπεριελήφθηκε στο μίνιμουμ πρόγραμμα του ΚΚΕ (απόφαση της Έκτακτης Ολομέλειας). Το αίτημα αυτό υπάρχει μόνο στο πρόγραμμα του κόμματος, στο πρόγραμμα της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής. Η πραγματοποίησή του είναι κατά την εκτίμησή μας συνδεδεμένη με τη Δημοκρατική Επανάσταση. Αφορά λοιπόν τους μακροπρόθεσμους στόχους του κόμματος. Επομένως συμφωνούμε να μην τεθεί στο κοινό πρόγραμμα πάλης, πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει στο δικό μας μίνιμουμ. Βεβαίως μας ενδιαφέρει να αναφερθούν η Ανεξαρτησία σαν γενικό αίτημα, και μερικά αιτήματα γενικής παραδοχής που την προάγουν, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί από μέρους μας όρο για την ενότητα στο ΕΑΣ ή έξω από αυτό.
Μαζί με το μίνιμουμ πρόγραμμα πρέπει να δοθεί στη δημοσιότητα και η Διακήρυξη με τις γενικές αρχές, που να θέτουν με γενικές διατυπώσεις μερικούς ψηλούς στόχους: Δημοκρατία, Λαϊκή Κυριαρχία, Ανεξαρτησία, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Πρόοδο, όσο αυτά είναι δυνατόν.
Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εκλαϊκεύσουν και να υποστηρίξουν το κοινό πρόγραμμα, διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική τους αυτοτέλεια και, συνεπώς, το ιδιαίτερο πρόγραμμά τους, το δικαίωμα της εκλαΐκευσής του καθώς και το αμοιβαίο δικαίωμα της κριτικής. Δεν δεχόμαστε όμως καμία δέσμευση ως προς το πρόγραμμα του ΠΑΜ στο σύνολο, στα σημεία του και στην εκλαΐκευσή του. Είναι άλλο θέμα ότι το ΠΑΜ θα θέσει σε πρώτη γραμμή τους κοινούς στόχους και θα αποφεύγει να οξύνει τα σημεία εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν διάσπαση στις αντιδικτατορικές δυνάμεις.
Για το ΚΚΕ και την ΕΔΑ και ανεξάρτητα αν τα παραπάνω είναι μέσα στην πάγια πολιτική τους και στη σημερινή τακτική τους, δεν γίνεται λόγος αφού η συμφωνία αφορά αντιστασιακές οργανώσεις και όχι κόμματα.
Δεν δεχόμαστε κανένα δεσμευτικό αποκλεισμό οποιασδήποτε υπαρκτής και υπολογίσιμης αντιστασιακής οργάνωσης από το Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο.
Η ενότητα με τις αντιδικτατορικές αυτές δυνάμεις πρέπει να τείνει στην ανάπτυξη του ενωτικού και αγωνιστικού πνεύματος στο λαό - αξιοποίηση στο έπακρο του πολιτικού αντικτύπου, κοινές δηλώσεις και τοποθετήσεις, κοινοί συγκεκριμένοι στόχοι πάλης, κατεύθυνση για δημιουργία ενωτικών επιτροπών στη βάση και τα λοιπά - στην ανάπτυξη της αντίστασης με όλες της τις μορφές, σύμφωνα με τη γνωστή στο σημείο αυτό γραμμή μας. Να αξιοποιηθεί, όσο είναι δυνατόν, για την ανάπτυξη της μαζικής αντίστασης, για την προώθηση εύστοχα σχεδιασμένων ενεργειών, για την ανάπτυξη του δικτύου των αντιστασιακών οργανώσεων.
Να υπάρξουν για αυτό διατυπώσεις που αναφέρονται στην αντίσταση με όλες της τις μορφές, που προάγουν σήμερα τον αντιδικτατορικό αγώνα και όχι μόνο στις σχεδιασμένες ενέργειες. Να υπάρξουν διατυπώσεις που δίνουν στο όργανο του ΕΑΣ την πραγματική του έννοια σαν κοινό όργανο αντιδικτατορικής πάλης και όχι την έννοια ενός επιτελικού οργάνου για δυναμικές ενέργειες.
Στο σχεδιασμό δράσης να ξεκινήσουμε από τις συγκεκριμένες δυνάμεις που έχουμε εμείς και αυτοί, και από τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα και να θέσουμε ρεαλιστικούς, πραγματοποιήσιμους στόχους που η επίτευξή τους θα τονώσει το ηθικό των συνεργαζόμενων οργανώσεων.
Να αποφευχθούν δεσμευτικές για το ΠΑΜ διατυπώσεις όσον αφορά τη στρατηγική και τακτική του αγώνα. Το κοινό πρόγραμμα θα εκφράζει τους κοινούς πολιτικούς στόχους, όπου συμπίπτουμε, και τις μεθόδους δράσης που συμφωνούν να αναπτύξουν τα συμβαλλόμενα μέρη για την επιτυχία των κοινών πολιτικών στόχων. Να μην εκβιάσουμε συμφωνία σε όλα, ενώ θα υπάρχουν ουσιαστικές διαφωνίες.
Να συνταχθεί και να δοθεί στη δημοσιότητα σε τακτική προθεσμία το πρόγραμμα του ΠΑΜ με ειδική ευθύνη της Αντιπροσωπείας του ΕΣ του ΠΑΜ.
Στις 27 Οκτωβρίου πραγματοποιείται στο Λονδίνο η πρώτη σύσκεψη των Αντιστασιακών Οργανώσεων "Υπερασπιστές της Ελευθερίας", "Δημοκρατική Άμυνα" και ΠΑΜ. Οι "Ελεύθεροι Έλληνες" αποφασίζουν να στείλουν από την Ελλάδα δύο εκπροσώπους που τελικά δεν μπόρεσαν να φτάσουν στο Λονδίνο. Τους εκπροσωπεί αξιωματικός των "Υπερασπιστών". Το ΠΑΚ έστειλε παρατηρητή.
Είναι φανερό ότι όλοι οι εκπρόσωποι βιάζονται να υπερπηδήσουν τα εμπόδια, να λύσουν τα προβλήματα, να βρουν την κοινή βάση που πάνω της θα χτιστεί η Ενότητα των Αντιδικτατορικών Δυνάμεων της χώρας. Είναι φυσικό να προηγηθεί το θέμα αγκάθι: το θέμα της μοναρχίας.
Ακολουθεί μακρά συζήτηση πάνω στο σημείο 10 και ιδιαίτερα πάνω στο θέμα της θέσης του ΕΑΣ για τη μοναρχία και το χαρακτήρα της πρώτης Βουλής μετά την ανατροπή της δικτατορίας.
Οι "Ελεύθεροι Έλληνες" και οι "Υπερασπιστές της Ελευθερίας" θεωρούν ότι η θέση του ΕΑΣ πρέπει να είναι διατυπωμένη με τρόπο που να μην υποχρεώνει τις οργανώσεις τους να αποδεχτούν, σαν κοινά προγραμματικά σημεία, θέσεις που με αυτές δεν συμφωνούν αλλά και παραπέρα να μην απομακρύνει από την αντίσταση δυνάμεις ιδίως στο στρατό, που θεωρούν ότι η θέση από το ΕΑΣ, σήμερα, θέματος μοναρχίας και Συντάγματος 1952 δεν τους παρέχουν εγγυήσεις, εμπιστοσύνη για να συνταχθούν με το ΕΑΣ.
Η ΔΑ και το ΠΑΜ υποστηρίζουν τη θέση τους - που είναι και θέση του ΠΑΚ - ότι το ΕΑΣ αναγνωρίζοντας την αρχή ότι ο λαός θα κρίνει και θα αποφασίσει κυριαρχικά πάνω σε όλα τα προβλήματα πρέπει και στο πρόγραμμα του να θέσει και το πρόβλημα της Συντακτικής.
Τελικά, αφού διαπιστώθηκε η διαφωνία, γίνεται δεκτή η άποψη ότι πρέπει να μην τεθεί στο ελάχιστο κοινό πρόγραμμα θέμα Συντακτικής ή Συντάγματος του 1952, όπου δεν υπάρχει σύμπτωση απόψεων όλων των αντιστασιακών οργανώσεων. Όμως να διατυπωθούν σαν κοινές θέσεις: ότι ο λαός θα αποφασίσει κυριαρχικά, με ελεύθερες εκλογές για τα προβλήματα που αφορούν το μέλλον του και ότι πάνω σε θέματα όπως παραδείγματος χάρη της Συντακτικής Συνέλευσης και του Συντάγματος του 1952 που για αυτά δεν γίνεται συγκεκριμένος λόγος στο ελάχιστο κοινό πρόγραμμα, οι οργανώσεις διατηρούν απόλυτα τις ιδιαίτερες προγραμματικές τους θέσεις.
Στη συνεχεια:
Εγκρίνεται από όλους το ελάχιστο κοινό πρόγραμμα στην τελική του διατύπωση. Αρχίζει η συζήτηση πάνω στο σχέδιο Ιδρυτικής Διακήρυξης. Ανάγνωση του σχεδίου. Το σχέδιο γίνεται καταρχήν δεκτό στο σύνολο. Αποφασίζεται να ενσωματωθεί το ελάχιστο κοινό πρόγραμμα στην Ιδρυτική Διακήρυξη. Οι τρεις παρούσες οργανώσεις θεωρούν ότι το πρόγραμμα αυτό αποτελεί επαρκή βάση για να υπάρξουν οι βασικοί στόχοι αντιστάσεις, συνεργασίας και συντονισμός της δράσης τους στα πλαίσια του ΕΑΣ, και δεσμεύονται από αυτό. Οι τρεις οργανώσεις θεωρούν ότι δεν υπάρχουν πραγματικά εμπόδια για τη συγκρότηση σε σύντομο χρονικό διάστημα του ΕΑΣ.
Θεωρούν ότι η άποψη που διατυπώνεται από το ΠΑΚ στις τελευταίες του προτάσεις σχετικά με την ύπαρξη ουσιωδών και ανυπέρβλητων διαφορών στους στόχους και στη στρατηγική του αγώνα μεταξύ αφενός του ΠΑΚ και αφετέρου των ΠΑΜ, ΔΑ και ΕΕ, δεν ευσταθεί. Παρά τις υπάρχουσες διαφορές, όπως επιβεβαιώνεται και από την τελική διατύπωση του κειμένου που εγκρίθηκε, οι πέντε οργανώσεις συμπίπτουν πάνω στους βασικούς στόχους και στη στρατηγική του αγώνα και μπορούν να προχωρήσουν στη συγκρότηση του ΕΑΣ. Αυτό υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι από κοινού αποδέχονται την αναγκαιότητα της δυναμικής αντίστασης.
Η απογευματινή συνεδρίαση συνεχίζεται με συμμετοχή και των εκπροσώπων του ΠΑΚ, όπου εκπρόσωπος του ΠΑΚ εξηγεί τους λόγους της καθυστέρησής του.
Ο συνταγματάρχης Μ. ενημερώνει τον εκπρόσωπο του ΠΑΚ για όσα συζητήθηκαν και έγιναν δεκτά κατά την απουσία του. Ο εκπρόσωπος του ΠΑΚ διευκρινίζει πως η εντολή που έχει για τη συμμετοχή τους στη σύσκεψη δεν εκτείνεται μέχρι του σημείου αποφάσεων που να δεσμεύουν το ΠΑΚ: "Ήρθα για να αναπτύξω την πρόταση του ΠΑΚ, να συζητήσω για αυτήν καθώς και για τις άλλες προτάσεις. Θα μεταφέρω στο ΠΑΚ τα συμπεράσματα της συνεδρίασης ώστε να υπάρξει απόφαση της οργάνωσης μας πάνω στο θέμα που θα σας διαβιβαστεί το ταχύτερο".
Παρουσιάζει κατόπιν επίσημα και αναλύει τις νέες προτάσεις του ΠΑΚ περί ΣΕΜΑ και ΣΕΚΕΞ.
Ο εκπρόσωπος του ΠΑΚ αφού διαβάστηκε το πρόγραμμα που είχε διατυπωθεί και τα πρακτικά δηλώνει ότι - χωρίς αυτό να δεσμεύει το ΠΑΚ όπου θα διαβιβάσει τα κείμενα για να υπάρξει υπεύθυνη απόφαση - πέρα από το θέμα της Συντακτικής και της μοναρχίας, σε όλα τα άλλα σημεία δεν υπάρχει διαφωνία. Ζητά επίσης να υπάρξει ρητή δήλωση των ιδρυτικών οργανώσεων ότι ο αγώνας θα πάρει το ταχύτερο δυναμική μορφή.
Επαναλαμβάνεται η συζήτηση για το θέμα της Συντακτικής. Ο συνταγματάρχης Μ. πληροφορεί τους παρευρισκόμενους ότι κατά τη συζήτηση που είχε με τον εκπρόσωπο του ΠΑΚ κύριο Γ., είχε συμφωνηθεί ότι αν διαπιστωθεί διαφωνία, το θέμα της Συντακτικής θα αποσιωπηθεί στο πρόγραμμα του ΕΑΣ. Θεωρεί ότι οι διατυπώσεις που έγιναν σήμερα προχωρούν πολύ σε σχέση με την αποσιώπηση. Επίσης υπενθυμίζει πως η σχέση για δυναμική αντίσταση περιλαμβάνεται στο υπό έγκριση κοινό σχέδιο.
Εκφράζεται παράκληση προς τον εκπρόσωπο του ΠΑΚ να διαβιβάσει το σύνολο των όσων συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν στην ηγεσία του ΠΑΚ, ώστε να υπάρξει ταχεία απάντηση. Παράλληλα η κάθε οργάνωση, δεσμευμένη από το κοινό ελάχιστο πρόγραμμα το οποίο υποστηρίζει και προβάλλει, διατηρεί πλήρη οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια. Θεωρείται αυτονόητο ότι η αυτοτελής δραστηριότητα της κάθε οργάνωσης δεν θα πρέπει να δυσχεραίνει αλλά αντίθετα να ενισχύει το έργο του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου. Εκφράζεται η ευχή να αποφεύγεται η αναφορά σε θέματα που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου.
Στις επόμενες συνεδριάσεις διατυπώνεται το κείμενο της ιδρυτικής διακήρυξης του ΕΑΣ. Οι συντάκτες του κειμένου είναι αισιόδοξοι:
Πέντε οργανώσεις της Ελληνικής Αντίστασης η "Δημοκρατική Άμυνα", οι "Ελεύθεροι Έλληνες", το ΠΑΚ, το ΠΑΜ και οι "Υπερασπιστές της Ελευθερίας", αποφάσισαν να συντονίσουν την αντιστασιακή τους δράση εναντίον του τυραννικού καθεστώτος της χούντας.
Για να καταστήσουν τη συνεργασία τους αποτελεσματικότερη συγκροτούν το "Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο", όργανο μάχης εναντίον της δικτατορίας, ανώτατο συντονιστικό επιτελείο της αντιστασιακής δράσης των Ελλήνων για την ανατροπή της τυραννίας.
2. Οι οργανώσεις που ιδρύουν το "Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο" διαπιστώνουν ότι παρά τις επιμέρους διαφορές στις προγραμματικές τους επιδιώξεις - που προέρχονται από το γεγονός ότι εκφράζουν διαφορετικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά από αφορούν, κυρίως το μέλλον της χώρας μετά την ανατροπή της δικτατορίας - συμπίπτουν σε τρεις θεμελιώδεις στόχους που συγκροτούν και τους ουσιαστικούς στόχους της ελληνικής αντίστασης:
1. Ανατροπή της δικτατορίας: Η ελληνική αντίσταση αγωνίζεται με όλα τα μέσα και χωρίς κανένα συμβιβασμό για την ανατροπή της δικτατορίας και την εξάλειψη των αιτιών που οδηγούν σε εκτροπή από τις ομαλές δημοκρατικές λειτουργίες.
2. Δημοκρατία: Η ελληνική αντίσταση αγωνίζεται για την εξασφάλιση πλαισίων για την πλήρη λειτουργία της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και τον πλήρη σεβασμό των δημοκρατικών ελευθεριών στη χώρα μας.
3. Εθνική ανεξαρτησία: Η ελληνική αντίσταση αγωνίζεται για μία Ελλάδα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ξένη επέμβαση, που θα καθορίζει την εξωτερική της πολιτική με μόνο γνώμονα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών οι οργανώσεις που συγκροτούν το ΕΑΣ, διατηρώντας την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική αυτονομία τους, συντονίζουν τη δράση τους σε βάση πλήρους ισοτιμίας.
3. Το "Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο" διαπιστώνει ότι το δικτατορικό καθεστώς, παρά την τρομοκρατία και την προσπάθεια καταδημαγώγησης του λαού, παραμένει απομονωμένο και περιφρονημένο από τον περήφανο ελληνικό λαό και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.
Παραμένει στην εξουσία προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές στον τόπο μόνο χάρη στη βία των όπλων και χαρείς στη μονόπλευρη και επίσημη υποστήριξη που της παρέχουν η αμερικανική κυβέρνηση, το Πεντάγωνο και ο στρατιωτικός μηχανισμός του ΝΑΤΟ.
Παραμένει στην εξουσία γιατί η καθολική αντίθεση του ελληνικού λαού προς τη δικτατορία δεν έχει ακόμα μετασχηματιστεί σε οργανωμένη, πανεθνική ενεργητική αντίσταση, μόνη ικανή να κλονίσει και να ανατρέψει την τυραννία και τα σχέδια των ξένων εντολοδόχων της.
4. Οι ιδρυτικές οργανώσεις του ΕΑΣ εκτιμούν ότι η ενότητα των αντιδικτατορικών δυνάμεων, ο αποτελεσματικός σχεδιασμένος και μακρόπνοος συντονισμός της αντίστασης σε όλους τους τομείς, η ανάπτυξη ενιαίων επιθετικών πρωτοβουλιών από την αντίσταση, που θα εμπνεύσουν και εγείρουν τον ελληνικό λαό, θα τον κυνηγήσουν σε αποφασιστικό αγώνα και θα δημιουργήσουν πανίσχυρη δύναμη ικανή να εξουδετερώσει και να ανατρέψει την εξουσία των τυράννων.
Η ίδρυση του ΕΑΣ από οργανώσεις που προέρχονται από όλες τις τάσεις της ελληνικής αντίστασης και που εκφράζουν τη θέληση των Ελλήνων όλων των παρατάξεων να αγωνιστούν για την ελευθερία και τη δημοκρατία υπηρετεί αυτή την ανάγκη.
Ενωμένες οι αντιδικτατορικές δυνάμεις είναι σε θέση να συντρίψουν το νεοφασιστικό καθεστώς που μολύνει την ελληνική γη.
Οι οργανώσεις που ίδρυσαν το ΕΑΣ καλούν όλες τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις να ανταποκριθούν στο ενωτικό όραμα του λαού μας. Να προσχωρήσουν ισότιμα στο ΕΑΣ και να συμμεριστούν έτσι την ευθύνη και την τιμή της διεύθυνσης της αντιστασιακής μάχης. Καλούν όλα τα αντιδικτατορικά πολιτικά κόμματα να ενισχύσουν το έργο του ΕΑΣ και να συντονίσουν μαζί του τη δράση τους για την ανατροπή της δικτατορίας.
5. Το ΕΑΣ αποκρούει κάθε έννοια συμβιβασμού με τη δικτατορία. Αποκρούει και θα καταπολεμήσει όλες τις "λύσεις" που "απεργάζονται" οι δικτάτορες και οι ξένοι υποστηρικτές τους, "λύσεις" που τείνουν - και με την παγίδευση τμήματος του πολιτικού κόσμου - στην αποδοχή από τον ελληνικό λαό και τις πολιτικές δυνάμεις μιας νόθου και ελεγχόμενης πολιτικής ζωής που θα είχε σαν βάση το Σύνταγμα του 1968 και σαν πλαίσιο τους θεσμούς που η χούντα επέβαλε με τη βία. Ο σκοπός που υπηρετούν οι "λύσεις" είναι εμφανής: να τερματιστεί η περίοδος της ασφυκτικής απομόνωσης της χούντας, και με τον τρόπο αυτό να νομιμοποιηθεί και να μονιμοποιηθεί το νεοφασιστικό καθεστώς.
6. Ένας είναι ο δρόμος για την ανατροπή της δικτατορίας και την επιβολή της Δημοκρατίας: Αντίσταση μέχρι την τελική νίκη.
Ο αγώνας θα είναι δύσκολος και σκληρός. Η δικτατορία θα ανατραπεί από τη συστηματική, συντονισμένη και σχεδιασμένη δράση της αντίστασης σε όλα τα μέτωπα του αγώνα, με όλες τις προσφερόμενες μορφές και με πλήρη αξιοποίηση κάθε δυνατότητας που χρειάζεται.
Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την πανεθνική εξέγερση με συμμετοχή και τμημάτων των ενόπλων δυνάμεων που θα συντρίψει την τυραννία και θα ελευθερώσει την Ελλάδα.
Αυτό είναι το έργο της ελληνικής αντίστασης. Αυτό είναι το έργο που το ΕΑΣ, με αφετηρία τα ως τώρα επιτεύγματα της αντίστασης, αναλαμβάνει να σχεδιάσει, να οργανώσει, να συντονίσει. Με απεριόριστη εμπιστοσύνη στις ανεξάντλητες δυνάμεις του ελληνικού λαού.
Στο δύσκολο αυτόν αγώνα του ο ελληνικός λαός έχει συμμάχους τη δημοκρατική διεθνή κοινή γνώμη και ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης προς την ελληνική αντίσταση που εκτείνεται σε όλη την Ευρώπη, την Αμερική και σε άλλες χώρες του κόσμου. Από τις δυνάμεις αυτές η ελληνική αντίσταση ζητά να εντείνουν την προσπάθειά τους για την υλική και ηθική ενίσχυση του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.
7. Το "Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο" ζητά από τις κυβερνήσεις όλων των χωρών: Τη διακοπή κάθε μορφής ενίσχυσης στη δικτατορική κυβέρνηση και την ασφυκτική απομόνωση της σε όλους τους τομείς.
Το ΕΑΣ είναι αντίθετο σε κάθε ενέργεια οποιασδήποτε κυβέρνησης που με την πολιτική της υποστηρίζει ή συνεργάζεται με τη χούντα ή έρχεται σε αντίθεση με την υπεύθυνα διατυπωμένη πολιτική της ελληνικής αντίστασης.
8. Το "Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο" θεωρεί ότι στη σημερινή φάση του αγώνα, επείγουν:
1. Η σε μεγαλύτερη ακόμη έκταση οργάνωση του λαού στις αντιστασιακές οργανώσεις.
2. Η ενίσχυση και η παραπέρα ανάπτυξη των αντιστασιακών στηριγμάτων στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων των σωμάτων ασφαλείας και του κρατικού μηχανισμού.
3. Η ανάπτυξη του μαζικού αντιστασιακού κινήματος, με συμμετοχή ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων σε ποικίλες μορφές παθητικής και ενεργητικής αντίστασης εναντίον της πολιτικής της δικτατορίας με σκοπό : την προβολή των πολιτικών και οικονομικών τους αιτημάτων, το σαμποτάρισμα των μέτρων της χούντας και την αποδιάρθρωση του χουντικού κρατικού μηχανισμού.
4. Η ταχεία ανάπτυξη της δυναμικής αντίστασης με πολλαπλασιασμό των δυναμικών ενεργειών και άμεσων πληγμάτων εναντίον του δικτύου δυνάμεων του δικτατορικού καθεστώτος. Σκοπός των ενεργειών αυτών σε πρώτο στάδιο είναι : η αποδυνάμωση και αποδιάρθρωση των μηχανισμών της δικτατορίας. Η αποσύνθεση του τρομοκρατικού μηχανισμού της χούντας. Η ενίσχυση του αγωνιστικού φρονήματος του λαού.
Παράλληλα με τις ενέργειες αυτές, σε συνδυασμό με τις άλλες μορφές πάλης, προετοιμάζουν έμπρακτα την πραγματοποίηση του κεντρικού στόχου της αντίστασης : την πανεθνική εξέγερση με συμμετοχή και τμημάτων των ενόπλων δυνάμεων για την ανατροπή της τυραννίας.
Το ΕΑΣ πήρε τα απαραίτητα μέτρα για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων.
9. Ο αγώνας του ελληνικού λαού για την ανατροπή της δικτατορίας είναι, ταυτόχρονα, αγώνας για την ουσιαστικοποιηση και την πλήρη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα. Είναι αγώνας για την εκρίζωση των αιτιών που οδηγούν σε εκτροπή από τις ομαλές δημοκρατικές λειτουργίες.
Για να ευοδωθεί ο αγώνας αυτός, οι οργανώσεις που ίδρυσαν το ΕΑΣ υιοθέτησαν το ακόλουθο κοινό πρόγραμμα που από σήμερα αποτελεί το πρόγραμμα του "Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου".
1. Ανατροπή της δικτατορίας, κατάλυση του τυραννικού καθεστώτος, εγκαθίδρυση Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
2. Άμεση απελευθέρωση όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κρατουμένων, εξόριστων και φυλακισμένων.
3. Αποκατάσταση όσων διώχθηκαν από τη χούντα για αντιστασιακές πράξεις, για άρνηση προσφοράς υπηρεσίας προς τη δικτατορία ή γενικότερα για λόγους πολιτικής αντίθεσης προς το δικτατορικό καθεστώς.
4. Οικονομική αποκατάσταση στο μέτρο των δυνατοτήτων που θα υπάρξουν ή βοήθεια οικονομικής ανόρθωσης σε όσους λόγω αντιστασιακής δραστηριότητας ή διώξεων από τη χούντα υπέστησαν οικονομική ζημιά.
5. Επανεξέταση όλων των οικονομικών συμβάσεων που υπέγραψε η δικτατορική κυβέρνηση.
6. Παραπομπή στη δικαιοσύνη όσων εγκλημάτησαν κατά του έθνους και όσων συνεργάστηκαν με τη χούντα. Άμεση απομάκρυνση από τη θέση τους όσων συνέβαλαν στην κατάλυση των δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα.
7. Λήψη μέτρων από την πολιτεία για τη δημιουργία πραγματικών εθνικών ενόπλων δυνάμεων, φρουρών του Έθνους, της δημοκρατικής τάξης και του Συντάγματος που υπάγονται και πειθαρχούν στη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας.
8. Εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων και των δημοσίων υπηρεσιών με βάση επαγγελματικά κριτήρια και με γνώμονα τη στάση που τήρησαν απέναντι στη δικτατορία.
9. Άμεση ακύρωση του Συντάγματος του 1968, όλων των αντιδημοκρατικών νομοθετημάτων της χούντας καθώς και του συνόλου της έκτακτης νομοθεσίας ανεξάρτητα από το χρόνο επιβολής της, όπως παραδείγματος χάρη ο Α.Ν.509,ο Α.Ν. 375, που χρησιμοποιήθηκε από τη χούντα εναντίον των αντιπάλων της. Σεβασμός των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών. Ελευθερία λειτουργίας και δράσης των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων. Εξασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της προσωπικής ελευθερίας και γενικότερα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη για όλους τους Έλληνες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις τους.
10. Σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης της εμπιστοσύνης του "Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου" και όλων των ενεργά αντιδικτατορικών δυνάμεων, που θα εμπεδώσει τη δημοκρατική ομαλότητα, θα προβεί στην άμεση λήψη μέτρων για την εφαρμογή των παραπάνω σημείων και θα εξασφαλίσει τη διενέργεια αδιάβλητων εκλογών με συμμετοχή όλων των κομμάτων χωρίς εξαίρεση το αργότερο σε έξι μήνες από την ανατροπή της δικτατορίας. Στις εκλογές αυτές ο λαός θα αποφασίσει κυριαρχικά για το μέλλον του.
11. Στα θέματα που δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στα παραπάνω σημεία, η κάθε οργάνωση διατηρεί στο ακέραιο τις ιδιαίτερες προγραμματικές της θέσεις.
12. Η αποστολή του "Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου" θα λήξει μόνο αφού εκδηλωθεί η ελεύθερη έκφραση της θέλησης του ελληνικού λαού και αφού την εξουσία αναλάβουν οι νόμιμα εκλεγμένοι αντιπρόσωποί του.
Δύο μεγάλοι ατελείωτοι και κρίσιμοι μήνες περνούν. Τέλος φτάνει η απάντηση του ΠΑΚ με τη μορφή δύο εγγράφων που απευθύνονται προς τις τέσσερις οργανώσεις. Το πρώτο με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1970, έχει για θέμα την ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων στον απελευθερωτικό αγώνα. Το δεύτερο πάλι με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου είναι πρόταση του ΠΑΚ για την ενότητα στον απελευθερωτικό αγώνα.
Από το πρώτο έχουν ενδιαφέρουν τα παρακάτω αποσπάσματα:
15 Δεκεμβρίου 1970
Προτείνουμε δύο διαζευτικές δυνατότητες:
Πρώτον, την άμεση δημιουργία του ΕΑΣ, εφόσον όλες οι συμμετέχουσες οργανώσεις υιοθετήσουν κοινή, ταυτόσημη ερμηνεία του όρου "Εθνική και Λαϊκή κυριαρχία", και συμφωνούν πάνω στο χαρακτήρα του αντιστασιακού αγώνα.
Δεύτερο, τη δημιουργία σχήματος στενής συνεργασίας και συντονισμού - όχι όμως με τη μορφή του ΕΑΣ - σε περίπτωση που κοινή ταυτόσημη ερμηνεία του όρου "Εθνική και λαϊκή κυριαρχία" και συμφωνία πάνω στο χαρακτήρα του αντιστασιακού αγώνα δεν είναι δυνατή σε αυτή τη φάση.
Επιθυμούμε να τονίσουμε και πάλι ότι θεωρούμε την ενότητα σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την εντατικοποίηση του απελευθερωτικού κινήματος. Για τούτο ελπίζουμε ότι τουλάχιστον η δεύτερη προτεινόμενη λύση θα γίνει ομόφωνα δέκτη.
Σύμφωνα με ανυπόστατες φήμες, το ΠΑΚ έθεσε σαν όρο συμμετοχής του στο ΕΑΣ την ανάθεση της προεδρίας του στον αρχηγό του ΠΑΚ. Όπως γνωρίζετε καλά τέτοιος όρος δεν ετέθη. Επιθυμούμε να διευκρινίσουμε με την ευκαιρία τούτη ότι ότι ο αρχηγός του ΠΑΚ δεν προτίθεται να αναλάβει την προεδρία του ΕΑΣ.
Η παράγραφος αυτή απαντά έμμεσα στο πρόβλημα που έθεσε η ανώτατο στέλεχος του ΠΑΚ στον Πρόεδρο του ΠΑΜ και που αφορούσε την ανάθεση της αρχηγίας στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Θεοδωράκης, που ο ίδιος στην πρώτη του press conference αναφέρθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου σαν ένα πιθανό ηγέτη της ενωμένης αντίστασης, απάντησε στο στέλεχος του ΠΑΚ ότι το ζήτημα αυτό αφορά όλες τις οργανώσεις που συμμετέχουν στο ΕΑΣ. Πάντως προσέθεσε ότι από την πλευρά του ΠΑΜ στην περίπτωση που θα ετίθετο θέμα αρχηγού δεν θα υπήρχε αντίρρηση να ανατεθεί το αξίωμα στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Και το έγγραφο κατέληγε:
Ελπίζουμε πως θα θεωρήσετε γόνιμες τις προτάσεις μας. Σε αυτή την περίπτωση είμαστε έτοιμοι να στείλουμε αντιπροσωπεία σε κοινή σύσκεψη για την οριστική κατακύρωση της συνεργασίας μας.
Το δεύτερο κείμενο, μακροσκελέστερο, έθετε νέα προβλήματα. Η πρώτη παράγραφος, οι "Εισαγωγικές παρατηρήσεις" είχε χαρακτήρα σιβυλλικό:
1
15 Δεκεμβρίου 1970
Για όσους δεν είναι πιστευτό πως πολιτική λύση του προβλήματος δεν υπάρχει, πρέπει να διευκρινιστεί πως προσπάθειες για ανεύρεση της όσο άγονες και αν είναι θα πρέπει να αναληφθούν όχι στα πλαίσια συνεργασίας αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά στα πλαίσια συνεργασίας μέσα στα κόμματα. Σύγχυση των δύο τύπων οργανώσεων και των δύο αντίστοιχων λειτουργιών βλάπτει, δεν προωθεί τον αγώνα.
Η δεύτερη παράγραφος ξαναφέρνει επί τάπητος το θέμα του "κόστους της κατοχής".
2
Υπήρχαν κάποτε σε μεγάλη κλίμακα και υπάρχουν ακόμη ψεύτικες ελπίδες για άκοπη πολιτική λύση. Τέτοια λύση δεν υπάρχει. Η κατοχή στην Ελλάδα είναι αμερικάνικη. Στηρίζεται στην ωμή βία. Εξυπηρετεί τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτά ερμηνεύονται από τους τεχνοκράτες του Πενταγώνου. Η κατοχή θα τερματιστεί μονάχα όταν το κόστος της διατήρησης της γίνει μεγαλύτερο από τα οφέλη της. Και αυτό το κόστος το άμεσο μόνο ένα μαχητικό δυναμικό απελευθερωτικό κίνημα μπορεί να το προξενήσει στον κατακτητή. Δεύτερο είναι το κόστος το έμμεσο που συνοψίζεται στις επιπτώσεις πάνω στη συμμαχία που θα έχει ένα ζωντανό, μαχητικό, δυναμικό απελευθερωτικό ελληνικό κίνημα.
Η διατύπωση για τη Συντακτική δεν είχε καμία σχέση με τις σχετικές προτάσεις του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη σύσκεψη που έγινε λίγο πριν στο Παρίσι.
1. Γι' αυτο δεν είναι νοητό να περιορίζεται με οποιοδήποτε τρόπο η Συνταγματική εξουσία του λαού. Και αυτό σημαίνει πως το ενωτικό συγκεντρωτικό πρόγραμμα πρέπει να αναφέρεται σε Συντακτική Εθνοσυνέλευση.
2. Δεν είναι επίσης νοητό να αναλάβει η αντιστασιακή ηγεσία, η ηγεσία του απελευθερωτικού κινήματος οποιεσδήποτε δεσμεύσεις σε ό,τι αφορά την προστασία των στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων ξένων δυνάμεων στη χώρα μας. Ο κυρίαρχος λαός θα εκφράσει με δημοκρατική διαδικασία τις θέσεις του πάνω στην πορεία της χώρας μας στα πλαίσια πάντα της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ξανάρχεται επίσης το πρόβλημα του χαρακτήρα του αγώνα:
3. Ο αγώνας είναι εθνικοαπελευθερωτικός. Και δεν πρέπει για αυτό το λόγο να γίνεται καμία παρέκκλιση σε ένα ενωτικό - συγκεντρωτικό πρόγραμμα προς άλλες κατευθύνσεις.
Όμως τι σημαίνει η φράση προς "άλλες κατευθύνσεις"; Στη συνάντηση της Στοκχόλμης είχε διαπιστωθεί οξύτατη διαφωνία ανάμεσα στις δύο ηγεσίες - ΠΑΜ και ΠΑΚ- σχετικά με το πρόβλημα των απεργιών. Ενώ ο Θεοδωράκης θεωρούσε κάθε είδους "νόμιμο" αγώνα σαν ένα στοιχείο αναπόσπαστο της γενικότερης αντιστασιακής πάλης, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι θα πρέπει ένας από τους κύριους στόχους της αντίστασης να είναι και η απεργιακοί αγώνες και άλλες κινητοποιήσεις των εργαζομένων, σπουδαστών και τα λοιπά, ο Παπανδρέου δήλωσε ότι κάθε είδους αγώνας, έξω από το δυναμικό, νομιμοποιεί το καθεστώς και επομένως θα πρέπει να αποκλειστεί. Σε κάποιο σημείο της συζητήσεως είπε:
- Θα πρέπει να επαναλάβουμε αυτό που έγινε στην Κατοχή.
- Δηλαδή;
- Δηλαδή μόνο ένοπλο αγώνα.
- Μα η κατοχή δεν ήταν παρά μία ατελείωτη σειρά από απεργιακούς αγώνες...
-Και με ποιούς διαπραγματεύονταν οι απεργοί;
- Με τους Γερμανούς και με τους Κουίσλινγκ. Και δεν είχαν κανένα φόβο ότι θα τους νομιμοποιήσουν.
Ώστε η φράση οι "άλλες κατευθύνσεις" ήταν μία προειδοποίηση. Αργότερα τον Ιανουάριο του 1971, σε άλλη του επιστολή ο Ανδρέας Παπανδρέου γίνεται πιο σαφής: "Και αν μείνουμε τελικά σύμφωνοι στο θέμα της Συντακτικής, θα πρέπει ακόμα να συμφωνήσουμε σχετικά με τις άλλες μορφές πάλης, απεργίες και τα λοιπά.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1970 πραγματοποιείται συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η πρώτη και τελευταία, με τους εκπροσώπους των τριών οργανώσεων που αποτελούν τώρα πια τον πυρήνα του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου.
Το ραντεβού είχε οριστεί για τις 9 το πρωί και οι τρεις εκπρόσωποι βρίσκονται στον τόπο της συνάντησης από τις 8:30. Ο ένας από αυτούς, ο εκπρόσωπος του ΠΑΜ, τους ενημερώνει σχετικά με τη συνάντησή που είχε ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού με τον Ανδρέα Παπανδρέου πριν λίγες μέρες. "Έχουμε σχεδόν συμφωνήσει", διαβεβαίωσε ο Παπανδρέου. "Μας μένουν μια-δυο λεπτομέρειες που ελπίζω ότι θα λυθούν κατά την προσεχή μου συνάντηση με τους εκπροσώπους του ΕΑΣ". Η ώρα περνάει και οι αντιπρόσωποι ανησυχούν: "Μήπως δεν κατάλαβαν την διεύθυνση"; Να όμως περασμένες 9, η πόρτα χτύπα και ο Ανδρέας γελαστός αγκαλιάζει και φιλάει σταυρωτά έναν έναν τους εκπροσώπους των τριών οργανώσεων. Καθώς ο συνοδός του μένει όρθιος του λέει:
- Όπως είπαμε. Σε περιμένω στις 11:00.
- Στις 11:00; λένε με ένα στόμα και οι τρεις.
- Ναι στις 11:00. Δυστυχώς έχω να πάρω το αεροπλάνο.
Οι εκπρόσωποι κοιτάζονται στα μάτια. Συνεννοήθηκαν. Ή πολύ καλό ή πολύ κακό σημάδι. Τί να συζητήσεις μέσα σε μιάμιση ώρα;
-Ας μπούμε λοιπόν αμέσως στο θέμα, μας προτείνει ο αξιωματικός.
Ο Παπανδρέου μεταφέρει τις τελευταίες του πληροφορίες που δείχνουν ότι άνθρωποι του βασιλιά έχουν όλο και πιο στενές σχέσεις με τις υπηρεσίες της χούντας. Σε μία στιγμή υψώνει τη φωνή του καθώς λέει:
- Ο κύριος στόχος μας είναι ο βασιλιάς.
Στη συνέχεια μιλάει για τις επαφές του με τη νεολαία που ζει στο εξωτερικό.
- Έχουν όλοι τους πάθος αντιμοναρχικό...
- Πρέπει να μπορείς κάποτε να γίνεσαι και αντιδημοφιλής, του πετάει κάποιος εκπρόσωπος.
- Δεν θα χαράξουμε την πολιτική μας με βάση τα αισθήματα μερικών νέων, προσθέτει κάποιος άλλος.
Έτσι η συζήτηση μπαίνει στην κρίσιμη περιοχή. Οι αντιπρόσωποί του αναλύουν τη θέση τους σχετικά με τη μοναρχία.
- Κατά σύμπτωση είμαστε και οι τρεις υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.Και νομίζω ότι έχουμε συμφωνήσει στις σχετικές διατυπώσεις που εξασφαλίζουν τη "Λαϊκή Κυριαρχία".
Είχε πει πραγματικά, στη συνάντηση με το στέλεχος του ΚΚΕ ότι το μείζον πρόβλημα γι' αυτόν ήταν η εξασφάλιση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Του διαβάζουν τις σχετικές διατυπώσεις.
- Η μία από αυτές είναι δική σου, του λέει κάποιος.
- Ναι, απαντά ο Παπανδρέου. Όμως εγώ τώρα έχω ανάγκη από τη λέξη.
- Ποιά λέξη;
- Τη λέξη Συντακτική.
- Μα αφού είναι το ίδιο...
- Δεν μ' ενδιαφέρει, χρειάζομαι τη λέξη.
Τότε του προτείνεται κάτι άλλο: Να γράψουμε το κείμενο όπως έχει. Σε συνέχεια να στείλουμε μήνυμα στο βασιλιά και να του πούμε ότι αν μέσα σε έξι μήνες δεν εκδηλωθεί ανοιχτά κατά της χούντας και να πάρει μέρος ενεργό στην αντίσταση, τότε το ΕΑΣ θα θέσει ανοιχτά το θέμα της μοναρχίας, δηλαδή τη Συντακτική.
- Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσουν μαζί μας και οι "Ελεύθεροι Έλληνες" - βασιλοφρονες - τον διαβεβαιώνει ο αξιωματικός εκπρόσωπος των "Υπερασπιστών".
-Δυστυχώς δεν μπορώ να δεχτώ τίποτε άλλο εκτός από τη λέξη Συντακτική, γιατί είμαι δεσμευμένος απέναντι στο ΕΣ του ΠΑΚ. Ήρθα με εντολή του να μην υπογράψω αν δεν γίνει δεκτός αυτός ο όρος.
- Εντάξει, του λέει κάποιος, μείνε μαζί μας να συζητήσουμε. Να δούμε τι λένε και οι δικές μας οργανώσεις. Ίσως με τη συζήτηση να βρούμε τη λύση...
- Αποκλείεται, απαντάει ξερα ο Ανδρέας, είναι Χριστούγεννα και έχει δικαίωμα και η οικογένεια.
- Βεβαίως, βεβαίως, δεν ζητάμε να μείνεις εδώ χρόνια. Μονάχα σήμερα. Να έχουμε λίγες ώρες καιρό μπροστά μας.
Το κουδούνι χτυπά.
- Κύριε αρχηγέ η ώρα είναι 11:10. Πρέπει να βιαστείτε.
Ξανά αγκαλιές και σταυρωτά φιλιά. Η πόρτα κλείνει. Οι αντιπρόσωποι κάθονται με σκυμμένο το κεφάλι. Για πολλή ώρα κανείς δεν μιλά. Ο καθένας είναι βυθισμένος στις σκέψεις του. Μαύρες σκέψεις, γεμάτες πίκρα και απαισιοδοξία. Ο καθένας τηλεφωνεί στους δικούς του. Σε λίγο το στενό δωμάτιο γεμίζει κόσμο και καπνούς. Στο τέλος ύστερα από πολύωρη συζήτηση, οι αντιπροσωπείες αποφασίζουν να μείνουν σταθεροί στη γραμμή τους. Δεν θα μπει η λέξη "Συντακτική". Όμως αντί γι' αυτή αποφασίζουν να προχωρήσουν στην ουσία ακόμα πιο μακριά προσθέτοντας στο κείμενο της διακήρυξης τη φράση: "Στις εκλογές αυτές ο λαός θα ασκήσει αδέσμευτος όλα τα κυριαρχικά του δικαιώματα για να καθορίσει την τύχη του και όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα της χώρας όπως αυτός θέλει. Που σημαίνει ότι ο Λαός τη στιγμή της νίκης δεν θα δεσμεύεται από κανένα Σύνταγμα. Θα είναι κυρίαρχη δύναμη μέσα στον τόπο και επομένως θα είναι σε θέση να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Προς όλες τις κατευθύνσεις:
1. Εσωτερικά, που σημαίνει νέο σύνταγμα, καινούργιες σχέσεις, σε όλα τα επίπεδα και καινούργιους θεσμούς που να ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη θέλησή του.
2. Εξωτερικά, που σημαίνει πλήρη εθνική ανεξαρτησία έξω από το ΝΑΤΟ - αν το θέλει η πλειοψηφία - και ό,τι άλλο αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός.
Αμέσως στέλνεται στον Ανδρέα Παπανδρέου το καινούργιο κείμενο της Ιδρυτικής Διακήρυξης με την ελπίδα ότι τώρα θα το υπογράψει.
Λονδίνο, 23 Δεκεμβρίου 1970
Προς τον πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ.
Αγαπητέ Ανδρέα,
Η σημερινή πρωινή σύσκεψη ήταν χρήσιμη , γιατί επιβεβαιώθηκε ότι και οι τέσσερις αντιστασιακές οργανώσεις συμφωνούν πως η ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταση του αγώνα.
Οι τέσσερις οργανώσεις - ΔΑ, ΠΑΚ, ΠΑΜ, "Ελεύθεροι Έλληνες"- έχουν κοινή θέση πάνω στα βασικά προβλήματα της στρατηγικής του αγώνα κατά της δικτατορίας.
1. Η αντιστασιακή δράση είναι απαραίτητη και πρέπει να ενταθεί σε όλες τις μορφές της.
2. Ο στόχος του αγώνα μας, δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από την ελευθερία του ελληνικού λαού, την αδέσμευτη λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις πρέπει να είναι δεσμευμένες πάνω σε πολιτικό πρόγραμμα που να ερμηνεύει και να κατοχυρώνει τους κοινούς σκοπούς του αγώνα.
Η παραπάνω τρεις θέσεις εκφράζονται με σαφήνεια στο κείμενο που επεξεργαστήκαμε με την παρουσία εκπροσώπου του ΠΑΚ. Πιστεύουμε πως η έκφραση "στις εκλογές αυτές, ο λαός θα αποφασίσει κυριαρχικά για το μέλλον του" είναι μία λιτή και άμεση απόδοση της έννοιας που δίνουμε στην ελευθερία, τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία.
Παίρνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και των τεσσάρων οργανώσεων, κατά τη σημερινή πρωινή μας συνεδρίαση, που έτειναν στην καλύτερη διατύπωση του κειμένου και στην εξάλειψη οποιασδήποτε δυσχέρειας για την άμεση συμφωνία μας, διατυπώνουμε την τελευταία φράση της παραγράφου 10 σελίδα 5, ως εξής : "Στις εκλογές αυτές ο λαός θα ασκήσει αδέσμευτος όλα τα κυριαρχικά του δικαιώματα για να καθορίσει την τύχη του, και όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα της χώρας όπως αυτός θέλει".
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι θέσεις της Ιδρυτικής Διακήρυξης, ανταποκρίνονται πλήρως στους κοινούς πόθους και τις επιδιώξεις όλων των πατριωτών, όλων των δημοκρατών της Ελλάδας. Έφτασε η ώρα οι τέσσερις οργανώσεις μας να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση στην πρακτική οργάνωση του ενιαίου αγώνα για την ανατροπή της τυραννίας, για το θρίαμβο της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω και επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος, σου στέλνουμε το Ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΣ για να το υπογράψεις και εσύ μαζί με όλους μας.
Ευχόμαστε το 1971 να είναι χρόνος ενότητας και πάλης, χρόνος μεγάλων αντιστασιακών επιτυχιών της ενιαίας Αντίστασης .
Με θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς.
Όμως οι μέρες και οι εβδομάδες περνούν, χωρίς να υπάρξει καμία απάντηση. Κόπηκε κάθε επαφή με τον αρχηγό του ΠΑΚ. Ωστόσο οι υπόλοιπες οργανώσεις που αποτελούν τώρα το ΕΑΣ, δουλεύουν καθημερινά προσπαθώντας να επιλύσουν τα πολιτικά - οργανωτικά προβλήματα της συμμαχίας. Καθημερινά έρχονται σε επαφή με διάφορους εκπροσώπους και παράγοντες των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Ένας από αυτούς, πρώην βουλευτής της ΕΔΑ, έρχεται από μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ εξωτερικού και ζητάει συνεργασία μέσα στα πλαίσια του ΕΑΣ.
- Σαν τί; ρωτάει στην επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου αντιπρόσωπος του ΚΚΕ εσωτερικού. Αν είναι σαν ΠΑΜ, δεν έχει δικαίωμα γιατί μέσα στο ΕΑΣ συμμετέχει το ΠΑΜ με τον πρόεδρό του. Το ΠΑΜ του Αμπατιέλου είναι σφραγίδα. Αν πάλι είναι σαν κόμμα, δεν γίνεται, γιατί στο ΕΑΣ δεν συμμετέχουν κόμματα...
Έτσι αποκλείεται η επαφή με το ΚΚΕ εξωτερικού. Τί θα γίνει όμως με την ενότητα με τον Παπανδρέου; Στις 31 Ιανουαρίου 1971, η αντιπροσωπεία του ΕΣ του ΠΑΜ, απευθύνεται για ακόμα μία φορά στο ΠΑΚ:
31 Ιανουαρίου 1971
Προς το ΕΣ του Πακ δια του προέδρου του κ. Ανδρέα Παπανδρέου.
Αγαπητοί φίλοι,
Σε απάντηση της από 13 Ιανουαρίου 1971 επιστολή σας, που δόθηκε στη δημοσιότητα κατόπιν πρωτοβουλίας σας, η αντιπροσωπεία του ΕΣ του ΠΑΜ στο εξωτερικό, θεωρεί αναγκαίο να σας ανακοινώσει τα εξής:
1. Το γράμμα του προέδρου του ΠΑΚ δεν αποδίδει με ακρίβεια το περιεχόμενο των συνομιλιών που διεξήγαγαν οι πέντε αντιστασιακές οργανώσεις με σκοπό τη συνεργασία τους και τη συγκρότηση του ΕΑΣ. Και οπωσδήποτε παραχαράζει τη θέση του ΠΑΜ, που με σαφήνεια έχει διατυπωθεί και δημόσια και στη διάρκεια των συζητήσεων.
2. Το σύνολο των αντιστασιακών οργανώσεων - συμπεριλαμβανομένου και του ΠΑΚ - έχουν κατά τις συζητήσεις δεχτεί πως η ενότητα των αντιδικτατορικών και αντιστασιακών δυνάμεων αποτελεί ένα αποφασιστικό ορό για την ανατροπή της ξενοκίνητης δικτατορίας. Και προφανώς, καμία οργάνωση δεν αγνοεί ότι καλούνται να ενωθούν δυνάμεις που έχουν διαφορετικά προγράμματα, που εκφράζουν διαφορετικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας και διαφορετικές αντιλήψεις για το μέλλον της χώρας, όπως δεν αγνοούν ότι η ενότητα των αντιδικτατορικών δυνάμεων δεν είναι θέμα προσχώρησης της μίας οργάνωσης στο πρόγραμμα της άλλης, αλλά θέμα εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής βάσης για τον ενιαίο αγώνα.
3. Το ΠΑΜ θεώρησε πάντα - και κατά καιρούς αυτή ήταν και η θέση του ΠΑΚ - ότι δύο είναι οι θεμελιώδεις όροι για την πραγματοποίηση της ενότητας : Πρώτο, αντίσταση με όλα τα μέσα χωρίς κανένα συμβιβασμό, για την ανατροπή της δικτατορίας. Δεύτερο, εξασφάλιση πλαισίων που να διασφαλίζουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τον σεβασμό των δημοκρατικών ελευθεριών στη χώρα μας.
Αυτοί οι δύο θεμελιώδεις όροι έχουν αναλυτικά διατυπωθεί στο κοινό πρόγραμμα για τη συγκρότηση του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου. Στο ίδιο πρόγραμμα διευκρινίζεται ότι στα θέματα που δεν αναφέρονται συγκεκριμένα, η κάθε οργάνωση διατηρεί τις ιδιαίτερες προγραμματικές της θέσεις.
4. Το ΠΑΜ δεν υποστήριξε ποτέ ότι ο όρος για την ενότητα είναι η αποδοχή από όλες τις οργανώσεις, με τις οποίες επιδιώκει η συνεργασία, του συνόλου του δικού του προγράμματος. Έτσι ενώ το πρόγραμμα του ΠΑΜ είναι η Συντακτική, δεν θεωρεί ότι πρέπει να αποκλειστεί η συνεργασία με ορισμένες οργανώσεις που δεν έχουν σήμερα στο πρόγραμμά τους και αυτό το σημείο. Το ίδιο ισχύει και για άλλα βασικά σημεία του προγράμματος του ΠΑΜ (πραγματικά αδέσμευτη εξωτερική πολιτική, αντιμονοπωλιακή πολιτική ουσιαστικής οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης και άλλα) όχι μόνο οι δεξιοί αξιωματικοί αλλά ούτε και το ΠΑΚ δεν θα δεχόταν σαν κοινό πρόγραμμα γιατί τα θεωρούν προχωρημένα.
Ταυτόχρονα, το ΠΑΜ θεωρεί αναγκαίο για τη συνεργασία την κοινή δέσμευση ότι όλα τα προβλήματα, και όσα αφορούν τους θεσμούς και όσα αφορούν τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, θα κριθούν κυριαρχικά από τον Λαό, που σε αυτόν θα τεθούν όλα τα προγράμματα σε ελεύθερες εκλογές. Και ότι θα σεβαστούν την νόμιμα εκφρασμένη λαϊκή θέληση.
Σχετική με αυτό είναι και η παράγραφος 10, σελίδα 5, στην οποία αναφέρεται ο πρόεδρος του ΠΑΚ. Η έννοιά της είναι ότι δεν μπορεί να γίνει καμία a priori δέσμευση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού και να κατοχυρωθεί η δυνατότητα άσκησής τους. Εφόσον υπάρχουν δυνάμεις που δέχονται τους πιο πάνω όρους (αντίσταση, εγγύηση λαϊκής κυριαρχίας) το ΠΑΜ πιστεύει πως κάνεις σήμερα δεν έχει το δικαίωμα να τις αποκλείσει από τον κοινό αγώνα. Και σήμερα και στην πορεία της ανάπτυξης του.
5. Έχουμε να παλέψουμε και να ανατρέψουμε, μέσα σε δυσμενές διεθνές κλίμακα, έναν εχθρό που διαθέτει ισχυροτητα εξωτερικά στηρίγματα. Η δύναμη της αντίστασης, η δύναμη των Ελλήνων αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στην ευρύτερη ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων. Οι μεγάλες μάζες δεν δείχνουν διατεθειμένες να περάσουν σε ενεργητική αναμέτρηση με τη χούντα, όσο (ανάμεσα στα άλλα) υπάρχει κατακερματισμός των αντιστασιακών δυνάμεων, όσο δεν πραγματοποιείται, δεν υλοποιείται και δεν διευρύνεται η ενότητα.
Το ΠΑΜ δεν θεωρεί ορθή τη θέση και την τακτική του ΠΑΚ στο πρόβλημα της ενότητας του αντιστασιακού αγώνα. Αν δεν υπήρχαν συνεχείς ταλαντεύσεις και η αναβλητικότητα του ΠΑΚ για μία αποφασιστική υλοποίηση των τριμερών συμφωνιών ΠΑΜ, ΠΑΚ και ΔΑ, καθώς και για την διεύρυνση της αντιστασιακής ενότητας με τη συγκρότηση του ΕΑΣ, άλλο θα ήταν σήμερα το επίπεδο της αντίστασης και της συνειδητοποίησης των προβλημάτων του μέλλοντος και από τις ευρύτερες αντιδικτατορικές δυνάμεις.
Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη στιγμή μεγάλων επιλογών για το μέλλον της Αντίστασης. Το ΠΑΜ θέλει να πιστεύει ότι η ηγεσία του ΠΑΚ δεν θα απουσιάσει τελικά από ένα ευρύτερο συντονισμό της αντίστασης, και ότι, αντίθετα, θα συμπαραταχθεί στο πεδίο της μάχης με τις άλλες δυνάμεις της Αντίστασης και της Δημοκρατίας.
Η αντιπροσωπεία του ΕΣ του ΠΑΜ.
Το διάβημα του ΠΑΜ δεν υπήρξε πιο τυχερό από το προηγούμενο της ΔΑ. Η απάντηση ήταν η ίδια : Σιωπή... Όμως το ΕΑΣ βάλετε τώρα και από τα δεξιά. Πραγματικά, οι "Ελεύθεροι Έλληνες" που ήρθε σε γνώση του στο κείμενο της διακήρυξης, προτείνουν τις εξής τροποποιήσεις:
1. Η προσωρινή κυβέρνηση μετά την πτώση της δικτατορίας να ορκιστεί στον ανώτατο άρχοντα.
2. Η προσωρινή κυβέρνηση να διενεργήσει εκλογές το αργότερο σε 12 μήνες, αντί 6.
3. Το ΕΑΣ να διαλυθεί μετά τον σχηματισμό της προσωρινής κυβέρνησης.
4. Επαναφορά του Συντάγματος του 1952 και όχι ακύρωση του Συντάγματος του 1968.
5. Η διαπίστωση ότι η χούντα παραμένει στην εξουσία χάρη στην υποστήριξη των αμερικανών, να τροποποιηθεί : "Χάρη στην υποστήριξη των δύο μπλοκ".
Οι τροποποιήσεις αυτές καταρχήν απορρίφθηκαν.
Την άνοιξη του 1971, το ΕΑΣ έχει την πρώτη - και τελευταία - δημόσια συγκέντρωση του στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας. Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα στις 12 Ιουνίου 1971, το ΠΑΚ δηλώνει διά του Ανδρέα Παπανδρέου ότι "είναι έτοιμο να συνεργαστεί με κάθε οργάνωση", φτάνει να, "χαρακτηρίζει και αυτή τον αγώνα σαν απελευθερωτικό" και να πρεσβεύει πως "μοναδικός δρόμος για την απελευθέρωση είναι η δυναμική αναμέτρηση με τις δυνάμεις κατοχής εγχώριες και ξένες".
Το κακό στην υπόθεση αυτή - γιατί ασφαλώς υπάρχει κάτι το κακό, όπως λόγου χάρη ότι ο ελληνικός λαός δεν εμπνεύστηκε ακόμα από τόσες και τόσες όμορφες διακηρύξεις - το κακό λοιπόν είναι ότι συνέβη να ζήσει σχετικά πρόσφατα στη χώρα μας κάποιος Θανάσης Κλάρας, που δεν είχε την ευκαιρία να πει όλα αυτά τα τόσα όμορφα και καθαρά λόγια. Ίσως γιατί του έλειπε η ευχέρεια του λόγου, ίσως γιατί του έλειπαν τα ενημερωτικά μέσα, ραδιόφωνο, τύπος, τηλεόραση και τα λοιπά. Τί να κάνει λοιπόν; Ξεκίνησε και ανέβηκε στο βουνό, η περιοχή του είχε πολλά, και ήσυχα ήσυχα, άρχισε να σκοτώνει τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Βούλγαρους, τους ταγματασφαλίτες και όποιους άλλους νόμιζε ο ίδιος ότι δεν έχουν θέση στη χώρα μας. Τότε ο κοσμάκης κατάλαβε ότι αυτό σημαίνει "αγώνας απελευθερωτικός". Αυτό είναι το πρόβλημα. Γιατί από τότε ο λαός να απόκτησε τη συνήθεια να "καταλαβαίνει" όχι με λόγια αλλά με έργα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Πάρτε μέρος στον διάλογο.
Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.