ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Η πυξίδα του

"Λειτουργεί ως ενωτικός παράγοντας, χωρίς να διστάζει να παίρνει θέσεις ακόμα και υπέρ εκείνων με τους οποίους τον χωρίζουν διαφορές. Όσοι έπαιξαν ένα τέτοιο ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή απέτυχαν. Γιατί να πετύχει ο Θεοδωράκης;"

Του Κώστα Σερέζη, απ' το βιβλίο 
- Μίκης Θεοδωράκης ο οικουμενικός - σελ 63


Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ πασχίζει για το καλό του άλλου. Έχει τάξει τον εαυτό του σε αυτό το σκοπό. Τον ενοχλεί η εκμετάλευση, η κατάργηση των ελευθεριών, ατομικών και κοινωνικών, η μείωση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Αυτό του κόστισε αμέτρητα βάσανα στη ζωή του, γιατί από πολύ νωρίς αναμείχθηκε σε πολιτικές και αγωνιστικές δραστηριότητες, μέσα από τις οποίες θα εξυπηρετούσε αυτό που πίστευε. Δεν ακολουθούσε τυφλά. Γνώμονάς του ήταν μόνο η δική του κρίση, αυτό που πίστευε· κι επειδή δε του απέλειπε ποτέ το θάρρος, πολλές φορές έμενε μόνος και δεχόταν έτσι τα πυρά των άλλων, ακόμα και πρώην πολιτικών του φίλων. Είχε καθαρές ιδέες και τις εξυπηρετούσε με καθαρές πράξεις, άσχετο αν συμφωνούσε κανείς μαζί του ή όχι. Κάθε φορά επέλεγε τους δρόμους εκείνους οι οποίοι θα βοηθούσαν, όπως πίστευε, το όραμά του. Δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση του εαυτού του ή μιας πολιτικής παράταξης, αλλά μέσω αυτής, όποια και αν ήταν, επεδίωκε να πετύχει, όσο μπορούσε, τους απώτερους στόχους του, που ήταν κυρίως ανθρωπιστικοί. Γι’ αυτό και θεωρήθηκε από τους περισσότερους ευκαιριακός, και είναι κάτι που δημιούργησε σύγχυση και παραποίηση, επ’ όσους είχαν συμφέρον, των θέσεών του.

Θα αναφερθώ σε ένα γεγονός που δείχνει την ανεξαρτησία με την οποία εκινείτο : Αρχές της δεκαετίας του ‘60 έγραψε το Τραγούδι του νεκρού αδελφού, όπου ανέβηκε στο Λαϊκό Θέατρο του  Μάνου Κατράκη, ο οποίος υπήρξς συγκρατούμενος του στη Μακρόνησο. Όποιος διάβασε τη συναρπαστική πεντάτομη αυτοβιογραφία του Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, και συγκεκριμένα τις συγκλονιστικές περιγραφές που αναφέρονται στα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια των διάφορων κρατήσεών του λόγω της ιδεολογίας και της δράσης του, θα εκτιμήσει ακόμα πιο πολύ την απόφασή του να γράψει ένα έργο με το οποίο θα κήρυττε “το ξεπέρασμα των συνεπειών του Εμφυλίου,την ενότητα του ελληνικού λαού με βάση τα πραγματικά και όχι τα πλασματικά συμφέροντα, με τα οποία τον ντοπάρουν και τον σέρνουν από τη μύτη οι αετονύχηδες της πολιτικής”.

Και ο συνθέτης δεν σταματά εδώ. Αλλού θα γράψει : “ Η κατάδυση στην καρδιά του Εμφυλίου μάς βοηθά να βάλουμε το χέρι επάνω στην πληγή. Γιατί μόνο με τη Μνήμη θα σωθούμε”.

Για την αντιπαράταξη του Εμφυλίου θα πει με παρρησία: “ ήταν και οι δύο Έλληνες, και μάλιστα πατριώτες, ο καθένας κατά την πίστη του”.

Ο Θεοδωράκης δεν μένει όμως παθητικά στη διατήρηση της μνήμης των δεινών από την εμφύλια δραματική ρήξη, προβληματίζεται πάνω στα αίτιά της, επιζητεί την υπέρβασή της για να πάει ο τόπος μπροστά. “Όταν ένα θύμα, όπως εγώ, συγχωρεί, και μάλιστα νιώθει συμπόνια για τον φαντάρο που τον στραγγάλισε, οι υπόλοιποι – και μάλιστα οι άσχετοι – δεν έχουν τίποτα να κάνουν ανάμεσα μας. Εμείς σφαχτήκαμε. Εμείς δίνουμε τα χέρια [...]

Έταξα, που λέτε, μοναδική αποστολή στον εαυτό μου να κλείσω την πληγή που άνοιξε ο Εμφύλιος, με σύμβολο τη Μακρόνησο, πάνω στο κορμί της πατρίδας μου. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να ζήσω. Δεν ήταν μόνο μια πολιτική ένταξη . Ήταν μια υπαρξιακή επιταγή. Μια υπόθεση ζωής και θανάτου. Κι όλα παίχτηκαν γύρω απ’ αυτήν την “πληγήό”. Άλλοι προσπαθούν να την κλείσουν. Άλλοι την σκαλίζουν, τη ματώνουν, να μένει ανοιχτή και να ζαλίζει με το πύον της τους ψηφοφόρους της Κυριακής. Αυτό είναι η σύγχρονη εθνική μας τραγωδία”.

Αυτό και αν είναι που δείχνει, από μιαν άλλη διάσταση, την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη, μέσα στην ίδια του την πατρίδα.

Όμως την πράξη αυτή του συνθέτη, όπως διατυπώθηκε στο έργο του Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, με το τόσο καθαρό, θα έλεγα γενναιόψυχο ακόμα και θεάρεστο, όραμα, την μποϊκοτάρισε πρώτα και κύρια η δική του παράταξη, γιατί δεν εξυπηρετούσε τους πολιτικούς στόχους της εκείνη την εποχή. Ποιος θα μπορούσε να βάλει σε καλούπια μια αδέσμευτη γνώμη, μια ελεύθερη συνείδηση, που μέλημά της, έξω από κάθε σκοπιμότητα, είναι ο άνθρωπος και μόνο; “Ο καθένας πορεύεται σύμφωνα με τη μοίρα του”, θα πει.

Η μουσική του έχει απόλυτη συνέπεια με όσα έζησε, όσα πίστεψε και για όσα αγωνίστηκε. Άλλωστε ο ίδιος εξομολογήθηκε κάποτε: “Για να γράψω αυτή τη μουσική, έπρεπε να ζήσω αυτά τα γεγονότα”. Και μνημονεύει τα λόγια ενός αρχιμουσικού που άφησε ένα λαμπρό πέρασμα, και ως καλλιτεχνική προσωπικότητα και ως ανθρώπινη ποιότητα, από τα ελληνικά μουσικά πράγματα, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης, του Κύπριου Σόλωνα Μιχαηλίδη, που έγινε και δικός μου πολύτιμος φίλος όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, παρόλο που προϋπήρξε δάσκαλος αγαπητός στο Λανίτειο Γυμνάσιο της Λεμεσού, όπου ετύγχανε ανυπόκριτου σεβασμού από όλους τους μαθητές. Ο Θεοδωράκης τον αποκαλεί στην αυτοβιογραφία του “εξαιρετικό Έλληνα μουσικολόγο και συνθέτη”. Οι επισημάνσεις του Μιχαηλίδη, που εξαίρει ο Θεοδωράκης, λένε μεταξύ άλλων: “Η Μουσική, όπως και οι άλλες Τέχνες, δεν ζει σαν ανεξάρτητο φυσικό φαινόμενο [...] Η ιδεολογική γραμμή, οι κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και η ηθική υπόσταση μιας ιστορικής περιόδου καθρεφτίζονται μέσα στα χρώματα, στους ήχους, στα έργα της Τέχνης...”

Το θέμα είναι ότι με την τέχνη μπορεί να εξυπηρετήσει ένας δημιουργός τους στόχους του, όπως έκανε ο Θεοδωράκης. Μπορεί να πετύχει το ίδιο και με την πολιτική; και μπορεί να κάνει κατανοητές από τους άλλους, μέσα στη ζούγκλα των πολιτικών σκοπιμοτήτων και των κομματικών συμφερόντων, τις πολιτικές του πράξεις;

θυμάμαι το λόγο του Μάνου Χατζιδάκι, που ήταν φοβερά πολιτικοποιημένο άτομο και ο οποίος δεν συμφωνούσε, ως γνωστόν, με τις πολιτικές επιλογές του Μίκη Θεοδωράκη. Άλλωστε του ίδιου, σύμφωνα με αφήγηση του Θεοδωράκη, του άρεσε να λέει ότι το μόνο κοινό που έχουν είναι το -ακης, ακι αυτό με ήτα για τον Μίκη και με γιώτα για κείνον. Κάποτε λοιπόν μου είπε ο Χατζιδάκις σε μια τηλεοπτική μας συνομιλία: “Όσο αντίθετος κι αν είσαι με τις ιδέες του, δεν μπορείς να αρνηθείς σ’ αυτό τον άνθρωπο, που αγωνίστηκε με αυτοθυσία γι’ αυτά που πιστεύει, να πολιτεύεται με τον τρόπο του”.

Ωστόσο ο ίδιος ο συνθέτης, υπακούοντας στην εσωτερική αδέσμευτη φωνή του, έγραψε το 1964, χωρίς να σκεφτεί ποια θα ήταν η μελλοντική πολιτική του καριέρα: “Ο δημιουργός δεν μπορεί να είναι όργανο κανενός. Μονάχα της ζωής, του ανθρώπου και της εποχής. Περιφρονώ τους ισχυρούς όταν είναι άφρονες”!

Είναι μια στάση που συχνά τον οδήγησε σε αντιφάσεις. Θα το διαπιστώσει και ο ίδιος: “Εγώ, ο εραστής των άστρων”, θα πει, “να είμαι βουτηγμένος ως το λαιμό μέσα στη λάσπη και το αίμα, που σηκώνουν θάλασσα γύρω μας τα πάθη των ανθρώπων”.

Και με την παρρησία και την καθαρότητα που τον διακρίνει, θα αφηγηθεί τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε κάποτε στο μάθημα γνωστού κομματικού του αρχηγού : “... ακούγοντας τη Σερενάτα του Σούμπερτ από το απέναντι σπίτι, άφησα την ψυχή μου να πετάξει σαν ένα κόκκινο μπαλόνι. Μέθυσα από τα ύψη και τις ομορφιές και, ζητώντας ξαφνικά τον λόγο είπα: “Σύντροφε, άκουσα τη Σερενάτα του Σούμπερτ και μάτωσε η καρδιά μου. Δεν κάνω για επαγγελματικό στέλεχος”. Κι έκλεισε τη δήλωσή του κάνοντας αμέσως την επιλογή του: “Ανήκω αλλού”.

Έχοντας υποσυνείδητα και γω κάποιες υπόνοιες για τους βαθύτερους προβληματισμούς που είναι δυνατόν, αλλά και φυσικό, να έχει ένας μεγάλος δημιουργός, που συχνά απογοητεύεται από τους άλλους κι ενδεχομένως απογοητεύει και ο ίδιος κάποιους φίλους του που δεν συμφωνούν με τις εκάστοτε πολιτικές του θέσεις, σε ένα ταξίδι μας στο εξωτερικό, όπου μας δινόταν η ευκαιρία, κατά τη διάρκεια κυρίως του προγεύματος, να μιλάμε επί αρκετή ώρα, τόλμησα, σε μια εποχή πολιτικών απογοητεύσεων, να τον ρωτήσω: “Τι τη θέλεις την πολιτική, Μίκη;”

Ο Θεοδωράκης μπορεί να ξαφνιάζει τους άλλους συχνά, ο ίδιος όμως δεν ξαφνιάζεται εύκολα, ίσως γιατί έχει περάσει προηγουμένως από τη βάσανο της αυτοκριτικής τις θέσεις του εκείνες που θα απασχολήσουν και θα ερεθίσουν τους άλλους. Δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε από την ερώτησή μου. Ήταν φανερό πως είχε μέσα του έτοιμη την απάντηση, που την είχε δώσει ως δικαιολογία από πολύ καιρό στον ίδιο του τον εαυτό. Αντίθετα, η Μυρτώ, η γυναίκα του, που έζησε από τα χρόνια της εφηβείας τους όλες τις περιπέτειες του Μίκη, περιπέτειες που μοιάζουν με ένα απίστευτο εφιαλτικό θρίλερ, μόλις υπέβαλα την ερώτησή μου, κούνησε το κεφάλι της επιδοκιμαστικά, σαν να μου έλεγε: “Πες του τα, γιατί εμένα δεν με ακούει”.

Ο Θεοδωράκης θεώρησε πως η ερώτησή μου είχε σχέση με την ασυνέπεια που αρκετοί πιστεύουν πως επέδειξε προ τον πολιτικό χώρο από τον οποίο ξεκίνησε.”Με κατηγορούν ότι άφησα την Αριστερά. Άφησα την Αριστερά όπως αυτοί την έφτιαξαν. Εξακολουθώ όμως να είμαι ένας αριστερός ιδεολόγος, αν αριστερά σημαίνει να προστατεύεις του αδύναμους. Είχα τη διαίσθηση να κατηγορήσω τους Σοβιετικούς πολύ προτού πέσει το καθεστώς. Κι αυτό γιατί, χρόνια τώρα, έβλεπα τι γινόταν στη χώρα αυτή. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν συμβιβάζεται με τίποτα”.

Ο Θεοδωράκης είναι αντίθετος με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις όταν γίνονται για τις αντιπαραθέσεις και μόνο. Όταν δηλαδή δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές και οι αντιπαραθέσεις εξυπηρετούν μόνο τη μικρόκαρδη σκοπιμότητα να αποδείξεις πως ο άλλος είναι απλώς αντίπαλός σου. Μπροστά στις δύσκολες περιστάσεις δεν μένει αδρανής. Έτσι εξηγείται και η θέση του “Καραμανλής ή τανκς”, που τόσο άγονα συζητήθηκε και που τόσο δικαιώθηκε από τις εξελίξεις. Λειτουργεί ως ενωτικός παράγοντας, χωρίς να διστάζει να παίρνει θέσεις ακόμα και υπέρ εκείνων με τους οποίους τον χωρίζουν διαφορές. Όσοι έπαιξαν ένα τέτοιο ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή απέτυχαν. Γιατί να πετύχει ο Θεοδωράκης;

Σχόλια