Η σύλληψη του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ από τη Χούντα στις 21 Αυγούστου του 1967

Aγαπητοί αναγνώστες του Θεοδωρακισμού,

Σαν σήμερα στις 21 Αυγούστου του 1967, η Χούντα των Συνταγματαρχών συνέλαβε τον Μίκη Θεοδωράκη. Ακολουθεί (για πρώτη φορά στο διαδίκτυο) η συγκλονιστική εξιστόρηση που έκανε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης - στο σημαντικότερο ίσως συγγραφικό του έργο "ΤΟ ΧΡΕΟΣ" - για ολόκληρο το παρασκήνιο της σύλληψής του και για τα γεγονότα που προηγήθηκαν αλλά και γι΄αυτά που ακολούθησαν. 

Οι συντελεστές του Θεοδωρακισμού / Theodorakism


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Α΄.  ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ

(…)

Σάββατο
19 Αυγούστου 1967

Ημέρα κρίσιμη για την Αντίσταση.

Έχουμε αποφασίσει να περάσουμε σε μια καινούρια μορφή δράσης: τη διαδήλωση!

Αρχίζοντας από την πεταχτή -όπως λέμε- διαδήλωση, τη διαδήλωση-αστραπή. Έως σήμερα οι ομάδες κρούσης -ομάδες προπαγάνδας, όπως τις λέγαμε- είχαν μια σειρά θεαματικές επιτυχίες, κυρίως στο κέντρο της Αθήνας.

Μια μορφή δράσης ήταν τα πανό με συνθήματα της Αντίστασης.

Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να επισημανθεί το κτίριο και να μελετηθεί σε όλες του τις λεπτομέρειες. Το πανό φτιαχνότανε κατά τμήματα, που τα συναρμολογούσαν επί τόπου. Κάρφωναν ή έδεναν τη μια του άκρη στο παραπέτο της ταράτσας και, όπως ήταν ρολό, το έδεναν με ένα σπάγκο. Μέσα στο ρολό έμπαιναν εκατοντάδες προκηρύξεις. Άναβαν ένα τσιγάρο, το περνούσαν μέσα στο σπάγκο και μετά κατέβαιναν στο δρόμο. Ύστερα από πέντε-έξι λεπτά η φωτιά του τσιγάρου έκαιγε τον σπάγκο και το πανό που συνήθως είχε μήκος περίπου πέντε μέτρα και πλάτος ενάμισι, έπεφτε και κάλυπτε την πρόσοψη της πολυκατοικίας. Ταυτόχρονα οι προκηρύξεις έκαναν τον κόσμο να σηκώνει τα μάτια του και να δει!

Η άλλη μορφή ήταν τα μαγνητόφωνα. Μια ομάδα, λόγου χάριν, ανακάλυψε ένα γραφείο άδειο απέναντι από τα Χαυτεία. Μπήκε μέσα, εγκατέστησε το μαγνητόφωνο και έβαλε το μεγάφωνο στο παράθυρο. Έτσι, επί ένα τέταρτο η συγκοινωνία είχε σταματήσει και ο κόσμος άκουγε το μήνυμα της Αντίστασης.

Τέλος, είχαμε αποφασίσει να περάσουμε σε μαζική παραγωγή εκρηκτικών, με σκοπό να μην αφήσουμε σε χλωρό κλαρί τη χούντα. Στον τομέα αυτό ήμαστε πολύ πίσω, γι’ αυτό θελήσαμε να οικοδομήσουμε επάνω σε γερές βάσεις.

Όμως η διαδήλωση αποτελεί πάντα μια προχωρημένη μορφή πάλης, γιατί σε εκθέτει άμεσα στα χτυπήματα του εχθρού. Εδώ οι πιθανότητες διαφυγής είναι μικρές. Πηγαίνεις για να συγκρουσθείς, και ίσως και να μείνεις επί τόπου.

Δώδεκα Λαμπράκηδες διαλέχτηκαν γι’ αυτή την πρώτη ξεχωριστή εκδήλωση. Το σχέδιο ήταν να κατεβούν σε δύο στοίχους την οδό Ερμού ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι του Σαββάτου, δηλαδή την ώρα της πιο μεγάλης κίνησης.

Έτσι κι έγινε!

Στις δώδεκα ακριβώς οι δώδεκα Λαμπράκηδες κατεβαίνουν την οδό Ερμού. Ξαφνικά και οι δώδεκα μαζί αρχίζουν να φωνάζουν: «Κάτω η χούντα! Ζήτω η δημοκρατία!». Και μοιράζουν δεξιά και αριστερά προκηρύξεις.

Αυτή η εκδήλωση έπρεπε να κρατήσει ακριβώς δύο λεπτά. Όχι περισσότερο. Μετά ο καθένας θα προσπαθούσε να χαθεί μέσα στο πλήθος και στις παρόδους.

Έτσι κι έγινε!

Μονάχα που την τελευταία στιγμή κάποιος χαφιές έπιασε έναν Λαμπράκη. Αυτός άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια. Έγινε κύκλος γύρω τους. Και ξαφνικά όλοι μαζί, ανάμεσά τους κι ένας φαντάρος, έπεσαν πάνω στον χαφιέ και ο Λαμπράκης ξεγλίστρησε!


Κυριακή
20 Αυγούστου 1967

Χθες το βράδυ δεν ήρθαν ο Λελούδας και ο Ιάσων.

Είμαι βέβαιος ότι ο αγώνας χρόνου με την Ασφάλεια έχει μπει στο τελικό στάδιο.

Ο Φιλίνης δεν εμφανίστηκε.

Όμως τώρα άλλαξα γνώμη: θα μείνω εδώ έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση σχετικά με τη δημιουργία της Νέας Αριστεράς.

Νιώθω ότι ο κίνδυνος με κυκλώνει.

Λοιπόν; Γιατί δεν ήρθαν τα παιδιά; Τι τους συνέβη; Μήπως πιάστηκαν; Και τώρα τους βασανίζουν;

Δεύτερον: γιατί δεν ήρθε ο Φιλίνης, αφού πήρε το μήνυμά μου και ξέρει ότι κινδυνεύω;

(Αργότερα έμαθα ότι, την ώρα που κατευθύνονταν προς το σπίτι μου τα παιδιά, ανακάλυψαν ξαφνικά ότι παρακολουθούνται. Όμως το ανακάλυψαν αργά, γιατί το αυτοκίνητό τους είχε πλησιάσει στην περιοχή μου. Όσον αφορά τον Φιλίνη, μου είπε, όταν βρεθήκαμε για λίγο μαζί στη φυλακή, ότι διαπίστωσε πως ήμουν κυκλωμένος και πως δεν είχε τρόπο ούτε νά ‘ρθει ούτε να με ειδοποιήσει.)

Κατά το απόγιομα η Σούλα με παρακαλεί να εγκατασταθώ στην πρόχειρη κρυψώνα μου, πίσω από το πιάνο.

«Γιατί έτσι ξαφνικά;» τη ρωτώ.

«Έρχεται σε λίγο ο Λάκης».

Πήρα το μαξιλάρι μου, μπήκα πίσω από το πιάνο, κάθισα σταυροπόδι κι άρχισα, όπως έκανα πάντα, να γράφω.

Ο Λάκης χαριεντίζεται στη βεράντα. Είναι δημοσιογράφος. Ο μπαμπάς του ευκατάστατος. Έχουν ωραίο σπίτι. Ο Λάκης παίζει πιάνο. Αγαπά την κλασική μουσική. Θέλει να συζήσουν με την κόρη της Μαρίας. Ο γάμος αργότερα. Βρήκαν κάποιο μικρό διαμέρισμα προς την πλατεία Κολιάτσου. Το βάφουν. Πότε θα είναι έτοιμο; Ο Λάκης επιμένει να εγκατασταθούν αμέσως. Το αργότερο αύριο! Πολύ περίεργος αυτός ο Λάκης.

Ακριβώς την ώρα που εγώ κρυβόμουν πίσω από το πιάνο, η Ασφάλεια χτυπούσε αλλού.

Από όσα έμαθα αργότερα, χτύπησαν συγχρόνως το σπίτι του Δρακόπουλου και της Σύλβας, καθώς και την Άννα Παπανικόλα με την ομάδα της.

Η Άννα Παπανικόλα βασανίστηκε πρώτη.


Δευτέρα
21 Αυγούστου 1967

Δουλεύω στο τυπογραφείο.

Στα διαλείμματα προσπαθώ να συντάξω την ύλη για το πρώτο τυπωμένο φύλλο της Νέας Ελλάδας. Συγχρόνως γράφω σε μικρές μαγνητοταινίες τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου μου Εμείς οι Έλληνες.

Νιώθω ότι η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Κι αν έρθει ο Φιλίνης; Τι θα κάνω; Θα φύγω μαζί του; Ή θα περιμένω για τη σύσκεψη; Υπάρχει και η άλλη λύση! Να ξεφύγουμε τώρα και αργότερα κάνουμε τη σύσκεψη.

Στέλνω τη γυναίκα του Τσούρμα να ειδοποιήσει τον Φιλίνη: «SOS».

Τίποτε άλλο. Αυτός θα καταλάβει.

Την ίδια ώρα η Ασφάλεια χτυπά το σπίτι του Λελούδα. Κλείνουν τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι και βάζουν φρουρά. Αυτόν τον παίρνουν.

Η Ντόρα Λελούδα, ξαπλωμένη, έφαγε μπροστά στα μάτια του φρουρού της ένα ολόκληρο σημειωματάριό μου. Και με τα χέρια της έσπασε ένα-ένα τα στοιχεία της γραφομηχανής και τα πέταξε ένα-ένα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου.

Στο μεταξύ, στην άλλη άκρη της Αθήνας, στα Νταμάρια, βασανίζουν τον άντρα της.

Η γυναίκα του Τάκη Τσούρμα γυρίζει άπρακτη. Δεν είναι βέβαιη αν ο Φιλίνης λάβει το μήνυμά μου. Η Μαρία ανεβαίνει με κόπο τις σκάλες. Είναι φοβερά κουρασμένη.

Σε λίγο η κόρη της με τον Λάκη θα ‘ρθουν να πάρουν τα πράγματά της. Θα κοιμηθούν για πρώτη φορά απόψε στο καινούριο τους διαμέρισμα.
Ξαναμπαίνω πίσω από το πιάνο. Νιώθω την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
Το αυτοκίνητο του Λάκη έστριψε τη γωνία.

«Μπορείς να βγεις» μου λέει η Μαρία.

Δεν έχω όρεξη για φαγητό. Κρύβω προσεκτικά τις μαγνητοταινίες. Ανεβάζω όλα τα τυπογραφικά στοιχεί στο πατάρι. Σχίζω κάθε χαρτί ενοχοποιητικό.

«Μήπως είχες κανένα μήνυμα από τον Λελούδα ή τον Ιάσονα;»

«Τίποτα. Φαίνεται πως τους κατάπιε η γης».

Βάζω πίσω από το πιάνο τα χειρόγραφα του βιβλίου μου και το σημείωμα για τη Νέα Αριστερά (τώρα βρίσκονται σε κάποιο ντουλάπι της Ασφάλειας).

Για μια στιγμή σκέφτομαι να φύγω μόνος. Όμως, πού να πάω; Και με τι μέσο; Όχι, είναι αδύνατο!

«Λες να έρθει ο Φιλίνης;» λέω στη Μαρία.

«Τόσο αργά; Δεν το συνηθίζει».

«Μαρία, αν έρθει η αστυνομία για καμιά ξαφνική έρευνα, μην ξεχάσεις να μπεις μέσα και να πλαγιάσεις στο κρεβάτι μου. Δεν πρέπει να βρουν δυο κρεβάτια, γιατί τότε χαθήκαμε».

Η Μαρία πλάγιαζε συνήθως σ’ έναν καναπέ έξω στη βεράντα, χωρίς σκεπάσματα.

Περασμένα μεσάνυχτα.

Χτυπήματα στην πόρτα. Πετάγομαι. Στο τζάμι σχηματίζονται πελώριες εφιαλτικές σκιές. Ανοίγω προσεκτικά την πόρτα της βεράντας. Η Μαρία κοιμάται. Της φωνάζω. Τίποτα. Κλείνω την πόρτα, μαζεύω όλα τα αντικείμενά μου και τρέχω πίσω από το πιάνο. Χτυπούν. Φωνάζουν. Ξαναβγαίνω. Ανοίγω την πόρτα της βεράντας. Ψιθυρίζω: «Σήκω, Μαρία». Εκείνη κοιμάται βαθιά. Βήματα γρήγορα στη σκάλα της βεράντας. Μόλις προφταίνω να κρυφτώ. Βρίσκουν τη Μαρία να κοιμάται στο ντιβάνι και μετά βλέπουν το κρεβάτι μου. «Ζεστάθηκα και βγήκα λίγο έξω» ακούω τη φωνή της. Γυρνούν σαν θηρία που διψούν για τροφή. Ψάχνουν παντού. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «Παιδιά, τυπογραφείο…». «Τίνος είναι αυτή η στολή;» Ψάχνουν, ψάχνουν. Μετά σιωπή. Έφυγαν; Ή είναι παγίδα; Διπλωμένος, προσπαθώ να σκεπάσω το στήθος με τα χέρια για να μην ακουστούν οι χτύποι της καρδιάς μου. Η πόρτα ανοίγει. Βήματα ξανά. Κάποιος πλησιάζει σταθερά προς το πιάνο. «Να τος!» Σκύβει από πάνω μου. Τα μάτια του γουρλώνουν. «Παιδιά, ο Μίκης! Σήκω πάνω! Ψηλά τα χέρια!» Με το ‘να χέρι το πιστόλι, με το άλλο μου ξεσκίζει και κατεβάζει το πανταλόνι της πιτζάμας. Γυμνός. «Γονάτισε!» Δεν γονατίζω. «Χτύπα τον! Δέστε τον! Όχι, όχι. Τα χέρια πάνω. Τα χέρια μπρος. Όχι, πίσω. Δέστε τα πίσω! Σφιχτά. Να πονέσει. Έτσι. Σκύψε!». Όχι, δεν σκύβω. «Δεν υπάρχει υπεύθυνος εδώ;» λέω. «Εγώ είμαι, αστυνόμος Κολώνιας». «Τι άλλο θέλετε; Με πιάσατε. Συγχαρητήρια! Πέστε τους να ηρεμήσουν». Φέρνουν τη Μαρία. «Παρακαλώ, βάλτε μου το πανταλόνι». Μου βάζουν το χακί. «Ώστε ήσουν αξιωματικός, ε; Και μάλιστα συνταγματάρχης!». «Από μετριοφροσύνη» τους απαντώ. «Βάλτε του τα παπούτσια!» «Τι τα θέλει τα παπούτσια;» Η Μαρία σκύβει και μου δένει τα παπούτσια. Μου χαϊδεύει τα πόδια. «Λεβέντη μου» μου ψιθυρίζει. «Σ’ ευχαριστώ, Μαρία» της ψιθυρίζω και σκέφτομαι το μαρτύριό της. Φεύγουμε. «Μπείτε μπροστά! Όχι, πίσω. Πλάι. Μη μας φύγει. Πώς θα φύγει;» Γελούν. Πειράζονται. Κάνουν σαν μικρά παιδιά. Σκύβω. Πονώ. Μου κρατούν ψηλά τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα από τους καρπούς. Ένας με κλωτσά. Άλλος μου μπήγει το κλομπ στα πλευρά, στο στομάχι. «Θα δεις, θα γλεντήσουμε». Έξω ερημιά. Όχι. Αυτοκίνητο από κάτω. Ομάδα πιο κει. Απέναντι στο λόφο. Κίνηση. Ένας προβολέας. Στην Ιερά Οδό καμιόνια. Ο μανάβης έχει τα παντζούρια μισόκλειστα. Να με δει! Άραγε, με είδε κανείς; Τα σπίτια σιωπηλά, φοβισμένα, συμπάσχοντα. Ο δρόμος κατηφορίζει. Στο βάθος αυτοκίνητο. Όχι από δω. Αριστερά. Στα δέντρα. Δεξιά η Αθήνα. Η ιερή Αθήνα. Ψηλά ο Υμηττός. Πιο ψηλά ο μαύρος ουρανός. Τ’ αστέρια. Το φεγγάρι. «Μίκη, θα πεθάνεις». «Μίκη, ζεις τις τελευταίες σου στιγμές». «Μίκη, τι νιώθεις;» «Αηδία», τους λέω. «Μιλάτε ελληνικά. Έχετε έναν Θεοδωράκη και τον πάτε στο θάνατο».

Αναπνέω τον καθαρό αέρα. Δεν σκέφτομαι τίποτε πλην της ομορφιάς του έναστρου ουρανού. Το ασημένιο φως της σελήνης. Χαμογελώ. Είμαι περήφανος. Το τέλος είναι τέτοιο όπως το έζησα, όπως το ήθελα. Είμαι πάνω από την Αθήνα. Οι άλλοι τώρα κοιμούνται. Εγώ θα πεθάνω γι’ αυτούς. Μια μουσική τρελή μπαίνει με μιας σαν ξαφνικός βοριάς μέσα στη σκέψη μου. Είναι η τελευταία μου μουσική πάνω στο ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! «Στην άκρη εκεί του ποταμού, τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του». Όπως κι εκείνος. Νύχτα. Οι άλλοι κοιμούνταν. Εκείνος μετρούσε τ’ αστέρια. Και πέθανε. «Εδώ θα πεθάνεις. Εδώ. Όχι, πάρτε τον από δω!» Αλλού. Κατηφορίζουμε. Το αυτοκίνητο. Το κόκκινο Έμ Τζι. Σημαδιακό. Με μετέφερε από σπίτι σε σπίτι. Τώρα με μεταφέρει στο θάνατο. Άραγε, πιάστηκε ο Ιάσων;

«Βάλ’ του μια κουκούλα!» Με πιέζουν με τα κλομπ στο στομάχι, στην κοιλιά, στα αχαμνά. Τα χέρια πίσω στρίβουν. Τα κόκαλα πάνε να βγουν. Εγώ σκέφτομαι. «Κρίμα» λέω μέσα μου. «Το τέλος δεν θα ‘ναι τόσο ρομαντικό! Τόσο απλό. Θα σε χτυπήσουν, θα σε γδάρουν, θα σε κάψουν, θα σε κάνουν κομματάκια. Κι όταν παραδώσεις την ψυχή, η μορφή σου θα ‘χει χαθεί για πάντα από τους βασανιστές. Ίσως σου βγάλουν τα μάτια. Θα πεθάνεις στο σκοτάδι. Ίσως σε πνίξουν μέσα σε περιττώματα. Σαν αρουραίο. Θα σου βγάλουν τα νύχια. Θα πονέσεις. Θα πονέσεις φριχτά. Δίχως τέλος. Δίχως έλεος. Θα παρακαλείς το θάνατο να ρθει. Λυτρωτής». Στάση. Ξεκίνημα. Νέα στάση. Μουρμουρίσματα. Γελάκια. Φεύγουμε. Άλλη στάση. Διαταγή. Φεύγουμε. Στάση. «Κατέβα!» Με κατεβάζουν. Δεν βλέπω. Πονώ τρομερά. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Τώρα ξέρω. Θα με ρίξουν από ταράτσα. Το κενό. Και μετά… Να το κενό. Όχι ακόμα. Με σπρώχνουν. Κενό; Όχι. Ανεβαίνω. Ανεβαίνω. Μου κόβεται η ανάσα. Θέλουν να με ρίξουν από ψηλά. Να διαλυθώ. Θα γίνω συντρίμμια. Η μορφή μου θα χαθεί. Για πάντα. Τότε ήρθαν σαν αστραπή η Μαργαρίτα, ο Γιώργος, η Μυρτώ. Η μάνα μου δεν θα ξαναδεί το πρόσωπό μου. Κενό. Όχι. Ανεβαίνω. Δεν θα με πλύνουν. Δεν θα με χαϊδέψουν. Δεν θα με φιλήσουν νεκρό. Έστω νεκρό. Σκαλοπάτια. Κενό; Όχι, πλατύσκαλο. Θα μείνει η θύμηση. «Αντίο, μάνα. Αντίο, πατέρα. Γυναίκα. Παιδιά». Με σπρώχνουν. Είμαι ήρεμος. Σταματούν. Μαντεύουν τη σκέψη μου. Γελούν. «Κάτσε» μου λένε. Μου βγάζουν την κουκούλα. Ανασαίνω. Μπαίνει ο Λάμπρου.

«Γεια σου, Μίκη. Μας κούρασες. Βρίσκεσαι στη Γενική Ασφάλεια. Τώρα θα ξεκουραστείς. Το Κουκουέ σ’ έδωσε».

Αρχίζει η γνωστή ασφαλίτικη μεθοδολογία…

(…)

21 Αυγούστου 1967
Γενική Ασφάλεια Αθηνών
οδός Μπουμπουλίνας

ώρα έξι το πρωί

Ανοίγει το κελί. Ο Λάμπρου. Φρουροί.

«Ακολουθήστε» μου λένε.

Οι διάδρομοι είναι γεμάτοι αστυνομικούς. Είμαι ημίγυμνος. Φορώ μονάχα ένα στρατιωτικό πανταλόνι και παπούτσια. Με οδηγούν στο βάθος του διαδρόμου. Στο κελί αριθμός 4. Είναι αρκετά ευρύχωρο (πρώην γραφείο), με μεγάλο παράθυρο που βλέπει στο φωταγωγό. Έξω από τα κλειστά χρωματισμένα τζάμια διακρίνω σίδερα. Στην πόρτα ο «ιούδας» (η τρύπα της πόρτας του κελιού, απ’ όπου παρακολουθούσαν τους κρατούμενους) είναι σκεπασμένος μ’ ένα ξύλο. Κάτω μωσαϊκό. Στη μέση μια καρέκλα. Δυο φρουροί μένουν μπροστά στη μισανοιγμένη πόρτα. Άλλοι δυο μένουν μαζί μου. Ο Λάμπρου τους λέει:

«Δεν μιλάμε στον κρατούμενο. Ο κρατούμενος μπορεί να κάθεται στην καρέκλα ή να περπατά. Αν ζητήσει νερό, του δίνετε. Αν θέλει να πάει στο μέρος, τότε τον συνοδεύετε, μπαίνετε μαζί του μέσα. Δεν τον αφήνουμε ούτε στιγμή από τα μάτια μας».

Οι φρουροί διαφέρουν μεταξύ τους. Μερικοί είναι άγριοι ή σκληροί. Εν τούτοις οι περισσότεροι με αντιμετωπίζουν μάλλον με συμπάθεια. Όσο περνάνε οι μέρες, γίνονται περισσότερο ευγενικοί. Ωστόσο, η απομόνωση είναι τέλεια. Προσπαθώ να βρω τις αιτίες που οδήγησαν στη σύλληψή μου. Τα λάθη. Τις παραλείψεις. Πώς φτάσανε; Από πού φτάσανε; Ποιους πιάσανε; Η Μαρία πιάστηκε μαζί μου. Με μεταφέρανε με το αυτοκίνητο του Ιάσονα. Άρα πιάστηκε κι αυτός. Όμως πιάστηκαν τάχα οι άμεσοι φίλοι και συνεργάτες του; Ένα βράδυ ακούω στην τουαλέτα γυναικείες φωνές. Κάποια μιλάει για την κόρη της που βρίσκεται στη Φιλοθέη. Ρωτάω τον φρουρό. Μου λέει πως πρόκειται για πορτοφολούδες. 

«Κι όμως, μιλάνε πολύ ευγενικά» παρατηρώ.

«Έτσι είναι όλες αυτές. Αν τις δεις, νομίζεις ότι είναι της αριστοκρατίας».
Τον πίστεψα, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ από πού θα μπορούσαν να φτάσουν στης Σύλβας Ακρίτα. Άλλωστε, είχαμε έγκαιρα φροντίσει να τη βγάλουμε από τον κύκλο μας στέλνοντάς την για μπάνια στη Βουλιαγμένη. Αυτό πιστεύαμε.

Μετά από τέσσαρες-πέντε μέρες ήρθε ο Λάμπρου. Κάθισε σταυροπόδι στο πλευρό μου.

«Σήμερα όλοι μας είμαστε σοσιαλιστές» μου λέει. «Πάντως ομολογώ ότι μας παίδεψες, Λάμπρο» -έκανε πως του ξέφυγε-, «Μίκη, θέλω να πω».
Το «Λάμπρος» ήταν ένα από τα ψευδώνυμά μου. Σε ποιο σπίτι το είχα πει; Α, ναι! Εκεί! Άρα, τους έχουν πιασμένους κι αυτούς. Όμως, πώς; Έκανα πως δεν κατάλαβα. Ωστόσο, το μάτι μου άστραψε. Και εκείνος διέκρινε την αστραπή. Βεβαιώθηκε.

Μια άλλη μέρα ξανάφτασε με έναν γραμματέα.

Στην ερώτηση «τι γνωρίζεις για το Μέτωπο», απάντησα ότι είμαι ένας από τους ηγέτες του. Ότι σκοπός του είναι να ανατρέψει την τυραννία και να επαναφέρει τη χώρα στη συνταγματική τάξη. Και επανέλαβα τους βασικούς στόχους του αγώνα.

Στην ερώτηση «με ποιους συνεργάζεσαι και πώς βρέθηκες στο σπίτι όπου σε συλλάβαμε», απάντησα ότι γνώριζα το σπίτι αυτό. Μου είχε μιλήσει κάποτε κάποιος φίλος μου εδαϊτης και το είχα επισκεφθεί πριν από το πραξικόπημα. Το πρωί της δικτατορίας πήρα ταξί και πήγα εκεί κατ’ ευθείαν. Οι γυναίκες (της οικογένειας Τσούρμα) φοβήθηκαν, όμως τις φοβέρισα και τις πλήρωσα καλά. Μετά ήρθα σε επαφή με τους ανθρώπους μου.

«Ποιους;»

«Αυτό δεν μπορεί να σας ενδιαφέρει».

Αυτή περίπου ήταν η  πρώτη μου κατάθεση.

Τότε ο Λάμπρου μου μίλησε ξαφνικά για τη Ρηνιώ Παπανικόλα, δηλαδή για ένα από τα πρώτα κρησφύγετά μου, με τα οποία είχα κόψει κάθε επαφή. Άρα, το μαχαίρι είχε φτάσει  πολύ βαθιά.

Μετά από είκοσι μέρες περίπου, μου άνοιξαν το παράθυρο. Τότε διέκρινα στην απέναντι τζαμαρία τις σκιές των γυναικών που βρίσκονταν στο διπλανό κελί. Άκουσα τις φωνές τους. Μερικές φορές τραγουδούσαν. Από τα κάτω κελιά άκουγα γνωστές ανδρικές φωνές. Τέλος, μια μέρα που έβγαινα από κάποιο γραφείο, είδα στο βάθος του διαδρόμου τη Σύλβα. Βεβαιώθηκα έτσι ότι δεν έμεινε κανείς.

Επάνω στο μήνα νέα ανάκριση. Τη φορά αυτή είναι ένας λοχαγός της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Κατηγορητήριο, η «Δήλωσή» μου της 23.4.1967. Παραπομπή με το νόμο 509. Υπαγορεύω στον γραμματέα την κατάθεσή μου και αυτός, καθώς την γράφει, τρέμει.

«Πας κατ’ ευθείαν για τουφέκι» μου λέει ο λοχαγός. «Κρίμα, γιατί είσαι μεγάλος μουσικός».

Πάντα το ίδιο τροπάριο.

Προηγείται η επίσκεψη του Σάββα Κωνσταντόπουλου. Τον συνοδεύει ο Παπασπυρόπουλος, διοικητής της Ασφάλειας.

«Θα ‘σαι ευχαριστημένος που έγινε η Ελλάδα φυλακή» του λέω.
Ανασαίνει βαθιά και μου απαντά:

«Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος και πρέπει να δούμε πώς θα ξεμπλέξουμε χωρίς να υποστούμε εθνική καταστροφή».

«Μιλάς σωστά» του απαντώ, «και χαίρομαι μονάχα για ένα πράγμα: που δεν χύθηκε ακόμη αίμα».

«Αυτό πρέπει να το αποφύγουμε με κάθε θυσία κι εδώ η συμβολή σου μπορεί να είναι μεγάλη».

«Νομίζω πως ό,τι έγινε έγινε. Ας γυρίσουν με το μαλακό στους στρατώνες τους, πριν να είναι πολύ αργά.

«Θα ρθω να τα πούμε ξανά».

Κατεβήκαμε μαζί στο γραφείο του διοικητή. Στους διαδρόμους κόσμος. Μέσα στο δωμάτιο φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι.

Ήθελαν να δουν αν είμαι ζωντανός! Είμαι στο πόστο μου! Στην πρώτη γραμμή της μάχης! Μέσα στη φοβερή Μπουμπουλίνας. Παλεύω. Πιστεύω. Είμαι αισιόδοξος. Είμαι χαρούμενος. Γιατί η αγάπη σου, ελληνικέ λαέ, με γεμίζει πάνω απ’ όλα με ΧΡΕΟΣ. Τα κατάφερα! Έκανα, κάνω και θα κάνω το Χρέος μου. Για σένα. Αυτά σκεφτόμουν καθώς κατέβαινα τις σκάλες και περνούσα τους διαδρόμους της Ασφάλειας. Αυτά σκεφτόμουν όσο χαμογελούσα μπροστά στο φακό.

Και σκέψου πόσοι βρέθηκαν να με κατηγορήσουν γι’ αυτό το χαμόγελο! 

Θεέ μου, και τι να πρωτοσκεφθεί κανείς μέσα σ’ αυτόν τον παραμορφωμένο κόσμο όπου μας κατάντησε ο θερμοκαυστήρας της δικτατορίας!


Από το βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη 
«ΤΟ ΧΡΕΟΣ»
Τόμος Α΄, Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ  1967-1970
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ (2010)

Σχόλια