Παρουσίαση του βιβλίου "Που να βρω τη ψυχή μου..." - της Αναστασίας Βούλγαρη




Μίκης Θεοδωράκης:  «Ακούω την ανάσα των ποιητών…»

«Ακούω την ανάσα των ποιητών, τους παλμούς τής καρδιάς και το τραγούδι τους. Τώρα ζω με τον Σοφοκλή... Σχεδόν θωπεύω την Ηλέκτρα... Την παρατηρώ, θέλω να την καταλάβω... Την πονώ. Όμως εξίσου πονώ και την Κλυταιμνήστρα...», γράφει ο Μίκης στον πρώτο τόμο «Μουσική» της τριλογίας του με τίτλο «Πού να βρω την ψυχή μου;»  το οποίο επανεκδόθηκε και κυκλοφορεί από τον Δεκέμβριο 2016, από τις εκδόσεις Ιανός. 

Το βιβλίο, το οποίο προλογίζει ο Ανδρέας Μαράτος, περιλαμβάνει 46 συνεντεύξεις και 5 κείμενα του συνθέτη, τα οποία δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στην πρώτη έκδοση της τριλογίας, το 2002. Οι επόμενοι δύο τόμοι της έκδοσης του 2002 φέρουν τους τίτλους: «Ιδέες» και «Τέχνη και Πολιτισμός».


Η μελοποιημένη ποίηση είναι στάση ζωής

Ο Θεοδωράκης μελοποιεί τη λόγια ελληνική ποίηση και δημιουργεί ένα νέο μουσικό είδος, το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι. 

Το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι είναι η ένωση των λαϊκών και παραδοσιακών στοιχείων (π.χ. του βυζαντινού μέλους) με τα λόγια έντεχνα στοιχεία, δηλαδή τη λόγια (συμφωνική) μουσική και ποίηση. 

Στόχος του Θεοδωράκη είναι η δημιουργία μίας ελληνικής μουσικής σχολής. Απώτερος στόχος του είναι η επικοινωνία του ελληνικού κοινού με τη λόγια (συμφωνική) μουσική και η δημιουργία μιας νεοελληνικής λόγιας μουσικής, που να εκφράζει τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και την ιδιοπροσωπία του ελληνικού λαού. 

Στη δεκαετία του 1960, ο άνθρωπος-λαός διατηρεί ζωντανή την ιστορική του μνήμη, έχει συνείδηση ιστορίας και πολιτισμού, πατριωτική συνείδηση και εθνική ταυτότητα. Είναι ένας λαός πρωτοπόρος μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του και παραμένει στις επάλξεις του αγώνα για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία. 

Εκείνη τη δεδομένη ιστορική στιγμή, ο Μίκης αφουγκράζεται το περιρρέον συναίσθημα και την ψυχική κατάσταση της κοινωνίας και εισάγει τη μελοποιημένη ποίηση. Ο λαός, μέσα από τις συναυλίες-συλλειτουργίες, ταυτίζεται με τα μουσικά έργα του Θεοδωράκη και κάνει το επαναστατικό πνευματικό του άλμα, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει τον αγώνα για την ελευθερία, παρά την ήττα του Εμφυλίου.  

Γιατί η μελοποίηση του Ρίτσου; 

«Η ελληνολατρία στον Ρίτσο», γράφει ο Μίκης, «δεν ήταν εγκεφαλική αλλά βιωματική. Με το ταλέντο και τη συνεχή άσκηση είχε πετύχει να ενώσει μέσα του τους μύθους και τα τραγικά πρόσωπα του χτες με του σήμερα. 

Άλλωστε η σχέση του με το κύριο υλικό της εργασίας του, τη γλώσσα, δείχνει ότι τον σαγήνευε και τον χάλκευε η βεβαιότητα ότι σμιλεύει την ίδια γλώσσα την ελληνική, από τον Όμηρο ως σήμερα. Πώς όμως μπορούσε να γίνει άξιός της; Δίνοντας της αντάξιο περιεχόμενο, που μόνον ένας ποιητής, φωνή του λαού και του καιρού του, μπορούσε να της προσφέρει. 

Έτσι εξηγείται ο βαθύς κι επώδυνος δεσμός του με το λαό και τον καιρό. Η συνέπειά του, η πίστη του και η απόφασή του να ζήσει –ακόμα και με κίνδυνο να καταστραφεί– όλα τα πάθη του λαού, καθώς σφάδαζε μέσα στη δίνη των καιρών. 

Ήθελε να γίνει αντάξιός τους, όχι απλώς με ένα μέρος, αλλά με το όλον του εαυτού του. Έπρεπε να εισέλθει στην κάμινο της δοκιμασίας ολόκληρος, όχι μόνο με το πνεύμα αλλά και με το σώμα, όχι μόνο με τη φαντασία αλλά με την ευαισθησία και τον πόνο και της τελευταίας φλέβας, ακόμα και του τελευταίου αιμάτινου αγγείου του σώματός του. Και γι αυτό ο Ρίτσος έγινε έργο και σύμβολο άξιο να σταθεί πλάι στον ανώνυμο μάρτυρα, την ψυχή της Ελλάδας, αυτόν που τον οδήγησε στη θυσία η πεπτουσία της συλλογικής μας συνείδησης, τα άγια των αγίων της ρωμιοσύνης». 

Αν ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη» ήταν η ποιητική έκφραση του αγώνα και της θυσίας ενός λαού για την ελευθερία, η μελοποίησή τους άγγιξε τα μύχια της ψυχής και της συνείδησης των Ελλήνων.
Η μελοποιημένη ποίηση του Ρίτσου έδειξε τον δρόμο για τη συλλογική πνευματική ανύψωση, ώστε να υλοποιηθεί ολοκληρωμένα ο ύψιστος στόχος του αγωνιζόμενου λαού: να δημιουργήσει μια ευτυχισμένη κοινωνία και να αλλάξει τον κόσμο αλλάζοντας τον εαυτό του. Έτσι το «πολεμάμε και τραγουδάμε» της Εθνικής Αντίστασης έβρισκε τον δρόμο της ολοκλήρωσής του, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. 

(Εδώ ο Μίκης τραγουδά το «Όλοι διψάνε»)


Γιατί η μελοποίηση του Ελύτη;
 
«Ο Οδυσσέας Ελύτης ήρθε να καταγράψει με τον ποιητικό λόγο του το αποκορύφωμα και το απόσταγμα ενός τιτάνιου ψυχικού, πνευματικού και ηθικού αγώνα μιας φυλής, που της έλαχε κάποτε ο κλήρος του πρωτοπόρου μέσα στην παγκόσμια εποποιία της ανθρώπινης κοινωνίας. […] Γεννήθηκε τότε μια “ποιητική” βιωματική των απλών ανθρώπων. Δηλαδή γέμισε ο τόπος με ανθρώπινες πράξεις που με την υπέρβαση και τον οίστρο της αυτοκαταστροφής ή της θυσίας ήσαν αυτές καθαυτές ανθρώπινα ποιήματα. Γεγονός που οδήγησε τους ποιητές στην καταγραφή αυτού του έπους με νέα σύμβολα αντάξια της βιωμένης ποιητικής. Έτσι γεννήθηκε το “Άξιον Εστί”».

Με αυτά τα όπλα, ο ελληνικός λαός εκείνης της περιόδου γίνεται ο μοναδικός λαός της ευρωπαϊκής ηπείρου που πραγματοποιεί την πολιτιστική επανάσταση. 

(Εδώ το «Με το λύχνο του άστρου» με τον Δημήτρη Μητροπάνο)



Το «τραγούδι-ποταμός»

Το επόμενο ποιοτικό του άλμα ο Θεοδωράκης το κάνει κατά την περίοδο της Δικτατορίας μέσα στις φυλακές. Εκεί, δημιουργεί ένα νέο παγκόσμιο είδος τραγουδιού, το τραγούδι-ποταμό, εμπνεόμενος από τους βυζαντινούς ψαλμούς, όπου το μέλος ακολουθεί τη ροή του κειμένου.
Το τραγούδι-ποταμός «Ο Χάρης», σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη, γράφεται στο χωριό Ζάτουνα, όπου ο Μίκης είναι εκτοπισμένος. (Σ.τ.σ Στη Ζάτουνα  διδάσκεται από τον παπά του χωριού τη βυζαντινή μουσική και συνθέτει δέκα κύκλους τραγουδιών με τον τίτλο «Αρκαδία Ι, ΙΙ, κ.λπ.»).

(Ο Μίκης μαζί με τον γιο του Γιώργο τραγουδούν τον «Χάρη»)



Η μελοποίηση της αρχαίας τραγωδίας  είναι πολιτική πράξη

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Μίκης αισθάνεται καθόλα έτοιμος να μελοποιήσει τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη. Ακολουθώντας την  τεχνική που χρησιμοποίησε στο «τραγούδι-ποταμό», γράφει τις λυρικές τραγωδίες (όπερες) «Μήδεια», «Ηλέκτρα» και «Αντιγόνη». 

Τώρα ο Θεοδωράκης επιδιώκει τη δημιουργία μιας νεοελληνικής όπερας, τέτοιας υψηλής αισθητικής, ικανής να ανταγωνιστεί επάξια τη δυτική όπερα. Από την άλλη όμως, επιδιώκει τα έργα του να προσεγγίσουν το ελληνικό κοινό, το οποίο δύσκολα έλκεται από τη λόγια μουσική˙ πολύ περισσότερο από την όπερα. 

Ο Θεοδωράκης επιτυγχάνει και τους δύο στόχους του. Τόσο το ευρωπαϊκό όσο και το ελληνικό κοινό θα λατρέψουν τις λυρικές τραγωδίες και οι παραστάσεις θα στεφθούν με τεράστια επιτυχία. (Σ.τ.σ. To 2002 ο συνθέτης παρουσιάζει τη μελοποιημένη «Λυσιστράτη», όπου στο τέλος του έργου όλοι οι συντελεστές της παράστασης ξεδιπλώνουν ένα πανό που γράφει «Όχι στην παγκοσμιοποίηση», ενώ από την οροφή της αίθουσας του Μεγάρου Μουσικής πέφτουν χιλιάδες χαρτάκια με τη λέξη «ειρήνη» σε όλες τις γλώσσες τού κόσμου). 

«H μελοποίηση της αρχαίας τραγωδίας είναι πολιτική πράξη με την έννοια ότι φιλοδοξώ να ελληνοποιήσω και να προσφέρω στους φίλους της μουσικής μου μουσικές φόρμες θέτοντάς τες στην υπηρεσία του ελληνικού λόγου και ιδιαίτατα του πρώτιστου, δηλαδή του τραγικού. Φυσικά με το δοκιμασμένο όπλο του μέλους, με το οποίο κέρδισα ως τώρα την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους», γράφει ο Μίκης, στο «Πού να βρω την ψυχή μου;». (Σ.τ.σ. Αναλυτικότερα για τη λυρική τραγωδία στο βιβλίο του «Διάλογοι στο Λυκόφως»). 

(Εδώ το «έρως ανίκατε μάχαν» από τη λυρική τραγωδία «Αντιγόνη»)


Ο μουσικός γαλαξίας της θεοδωρακικής μουσικής

Το μουσικό έργο του Θεοδωράκη δεν αποτελείται από ξεχωριστά, μεμονωμένα «μέρη»˙ αντίθετα, όλα τα έργα συνενώνονται μεταξύ τους, σαν αστερισμοί που δημιουργούν ένα μουσικό γαλαξία.
Μέσα στο βιβλίο εσωκλείεται μια μεγάλη αφίσα με την απεικόνιση αυτού του μουσικού γαλαξία. 

Από τότε μέχρι σήμερα

Η πολιτιστική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 ανακόπτεται βίαια από τη δικτατορία. Το όραμα μένει ανολοκλήρωτο και πάλι. 

Αργότερα στη Μεταπολίτευση, το κίνημα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού θα πνιγεί από το τσουνάμι του λαϊκισμού και του καταναλωτισμού. Το νήμα με τις μεγάλες μάζες θα κοπεί, καθώς οι ίδιες εγκαταλείπουν εκουσίως την επαναστατικότητά τους για χάρη της εύκολης ζωής. Η υποκουλτούρα θα γίνει η ταυτότητά τους και θα εκφράσει τις κρυφές επιθυμίες τους, τη στιγμή που οι ίδιες θα ενσαρκώνουν την ίδια την υποκουλτούρα. 

Έτσι, η κρίση θα βρει την κοινωνία απογυμνωμένη από την πολιτισμική της ταυτότητα και χωρίς έρμα. Το «Άξιον Εστί», η «Ρωμιοσύνη», το «Πνευματικό Εμβατήριο», οι «Αρκαδίες» και τα άλλα τα μουσικά έργα του Θεοδωράκη παραμένουν μετέωρα, μαζί με το ιστορικό φορτίο, το όραμα και την πρόταση  ζωής που εμπεριέχουν.

Άραγε, πότε θα υπάρξει και πάλι εκείνος ο λαός που θα θελήσει να συλλειτουργήσει με τα μεγάλα έργα τέχνης;  

Ένα είναι βέβαιο: Όποτε κι αν υπάρξει ένας τέτοιος λαός, θα στηριχτεί στον ακλόνητο βράχο της θεοδωρακικής μουσικής κι από κει θα κάνει το μεγάλο άλμα του προς την ελευθερία. Και τότε θα γίνει πράξη η μελοποιημένη ποίηση. 

Αναστασία Βούλγαρη
12 Φεβρουαρίου 2017


Σχόλια