Στο "φως" και ο "κλασικός" Θεοδωράκης με τα μάτια του Κύπριου Μάριου Ιωάννου Ηλία


Συνέντευξη  Μάριου Ιωάννου Ηλία στην Αργυρώ Αγγελίδου - Δημοσιογράφο ΚΥΠΕ

Μίκης Θεοδωράκης. Η ζωή του ταυτόσημη με αυτή της Ελλάδας για την οποία μελοποίησε και έφερε κοντά στο λαό τους σπουδαιότερους ποιητές. Αυτή όμως η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, τον “έσυρε” στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, εξόριστο. Εν καιρώ δε Χούντας των Αθηνών, μετά από διώξεις και εξορίες, του δίδεται αμνηστία και καταφεύγει στο εξωτερικό, όπου συνεχίζει να μάχεται κατά της δικτατορίας συνθέτοντας, παράλληλα, αδιάκοπα.

Αυτή είναι η “λαϊκή” πλευρά του συνθέτη, η ευρέως γνωστή μέσα από τα τραγούδια που αντηχούν ακόμα – από τη δεκαετία του 1950 – σε κάθε σπίτι Έλληνα... Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά του Μίκη Θεοδωράκη, μια άλλη διάσταση του έργου του, που είναι η συμφωνική του μουσική, την οποία ο Κύπριος συνθέτης Μάριος Ιωάννου Ηλία προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Θεοδωράκη και το στενό του συνεργάτη, σκηνοθέτη Αστέρη Κούτουλα, να εξερευνήσει. Βρήκε πρόσφορο έδαφος και ζεστή φιλοξενία στο σπίτι του συνθέτη στην Αθήνα, όπου εκτυλίχθηκε ένας διάλογος. Ένας διάλογος ενός μουσουργού του 20ου αιώνα κι ενός του 21ου, με φόντο μάλιστα την Ακρόπολη....



Η “ακριβή” αυτή συνομιλία μεταξύ Μίκη Θεοδωράκη και Μάριου Ιωάννου Ηλία αποτυπώνεται σε ένα ντοκιμαντέρ ελληνογερμανικής παραγωγής του Αστέρη Κούτουλα στην οποία συμμετέχει και ο συνθέτης Ελευθέριος Βενιάδης. Αναμένεται να προβληθεί μεταξύ των ετών 2017/18, με τον Μίκη Θεοδωράκη να είναι στα 91 του χρόνια, αντλώντας όμως ζωή από την αγάπη και το σεβασμό με τα οποία τον περιβάλλουν οι σύγχρονοι συνθέτες, μεταξύ των οποίων και ο Μάριος Ιωάννου Ηλία. Ο κ. Ηλία αυτή τη χρονική περίοδο γράφει συμφωνικό έργο, ως φόρο τιμής στον Μίκη της Ελλάδας.

Επιστρέφοντας από την Αθήνα, ο Μάριος Ιωάννου Ηλία, κάνοντας διεθνή καριέρα πλέον, με επίκεντρο τη Γερμανία και Αυστρία, έδωσε συνέντευξη στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) για αυτή του την εμπειρία την οποία θεωρεί σημαντική στιγμή στην σταδιοδρομία του ως συνθέτης.

Σε ερώτηση ποιο ήταν το ερέθισμά του για να ασχοληθεί με αυτή τη «σκοτεινή» πλευρά του Θεοδωράκη, ο κ. Ηλία είπε πως τα ακούσματα της παιδικής του ηλικίας είναι συνυφασμένα με το έργο του Θεοδωράκη.

“Θυμάμαι το γραμμόφωνο στο σπίτι με τα τραγούδια του Θεοδωράκη σε ποίηση Σεφέρη ή Ρίτσου, αλλά και τα λαϊκά του ορατόρια `Άξιον Εστι` και `Canto General` σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και Πάπλο Νερούδα αντίστοιχα, είπε ο κ. Ηλία, σημειώνοντας ότι η μνήμη του “είναι ακουστικής μορφής”.

Η πρώτη όμως συνειδητή επαφή του Μάριου Ιωάννου Ηλία με τη συμφωνική μουσική του Θεοδωράκη έγινε όταν ήταν πρωτοετής φοιτητής στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας το 1998.

Όπως είπε ο κ. Ηλία, αυτή η επαφή έγινε "όταν ο καθηγητής μας, Eliot Fisk, είχε κάνει τη πρεμιέρα της `Ραψωδίας` για κιθάρα και συμφωνική ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Θεοδωράκη στο Μόναχο”.

 “Είχα δελεαστεί από το έργο», ανέφερε ο Μάριος Ηλία, “αλλά, δυστυχώς, πιθανόν λόγω του ότι ο Θεοδωράκης δεν θεωρείτο `ακαδημαϊκός` συνθέτης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν συμβάδιζε με τα συνθετικά ρεύματα και τις δυτικοευρωπαϊκές αβαγκαρτιστικές τάσεις της εποχής, τις οποίες είχε απορρίψει κατά την περίοδο των σπουδών του στο Παρίσι, αποδυναμώθηκε μετέπειτα ο κρίκος σύνδεσης μου με αυτόν”.

Ο κ. Ηλία είπε ότι “η ουσιαστική επανασύνδεση και εις βάθος μελέτη έγινε φέτος, χάρη στην πρόσκληση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη και του σκηνοθέτη για τη συμμετοχή μου σε αυτό το ντοκιμαντέρ”.

Ανέφερε πως “το γεγονός ότι το ντοκιμαντέρ, επρόκειτο να επικεντρωθεί στο συμφωνικό και οπερατικό έργο του Θεοδωράκη, με την παρουσίαση του δικού μου συνθετικού έργου, και παράλληλα με το διάλογο γενεών, με ενθουσίασε”.

“Εν τέλει, για εμένα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι όλες οι συνθετικές πλευρές του Θεοδωράκη είναι `φωτεινές`”, είπε ο κ. Ηλία.

Σε ερώτηση τί είναι αυτό που κράτησε ως χαρακτηριστική ανάμνηση από τις συναντήσεις με τον Μίκη Θεοδωράκη, είπε ότι “τα ερωτήματα μου προς τον Θεοδωράκη εστιάζονταν κυρίως στη `Τρίτη Συμφωνία` και τη λυρική τραγωδία `Ηλέκτρα`”.

Σημείωσε πως “την τελευταία ημέρα, πριν φύγω από την Αθήνα, μου έστειλε την ανάλυση της `Τρίτη Συμφωνίας`, έργο ζωής για τον ίδιο”.

Όπως εξιστορεί ο Μάριος Ιωάννου Ηλία στο ΚΥΠΕ, “αρχικά ο Θεοδωράκης, μου είχε πει, με αυθόρμητο ενθουσιασμό, `πάρε οποιοδήποτε έργο μου θες και μέσω της δικής σου μουσικής έκφρασης ας δημιουργηθεί κάτι καινούργιο, ως συνέχεια της ελληνικής μας μουσικής...`”.

Έτσι, συνεχίζει ο κ. Ηλία, η “`Τρίτη Συμφωνία` ήτανε η αποκάλυψη του συγκεκριμένου έργου, στο οποίο θα δημιουργούσα μέσω της δικής μου γλώσσας ένα μουσικό διάλογο με τον ίδιο”.

“Ως αποτέλεσμα τούτου, αυτή τη στιγμή γράφω ένα νέο συμφωνικό έργο, ως φόρο τιμής στον Μίκη Θεοδωράκη...”, είπε.

Σε ερώτηση γιατί ο «κλασικός» Θεοδωράκης δεν έγινε τόσο γνωστός όπως είναι ο «λαϊκός», ο κ. Ηλία δήλωσε ότι η συνύπαρξη της «λαϊκής» με τη «συμφωνική» μουσική στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία αποτελούσε βιωματική ανάγκη γι’ αυτόν, “είναι μοναδική περίπτωση, γεγονός που γεννά αφενός θαυμασμό, αφετέρου αντιθέσεις και δυσκολίες στην κατανόηση αυτής της μοναδικότητας”.

Ανέφερε ότι “οι συνθέτες χρησιμοποιούσαν είτε τη μία είτε την άλλη `γλώσσα` ενώ ταυτόχρονα, οι Ευρωπαίοι μουσικολόγοι είχαν χαράξει ευδιάκριτα σύνορα ανάμεσα στα είδη της μουσικής, για παράδειγμα ελαφρά, σοβαρή ή διασκεδαστική”.

Όπως είπε ο κ. Ηλία “η έννοια της ελληνικής λαϊκής μουσικής είναι διαφορετική στη Δύση, αφού με `φολκλόρ` εννοούν περισσότερο τα δημοτικά, λαϊκά και χορευτικά, κατηγορίες `κατώτερες` της συμφωνικής μουσικής”.

Σημείωσε ότι “αν υπάρχουν ελληνικά λαϊκά τραγούδια που να μπορούν να προσφέρουν αισθητική απόλαυση ισάξια των συμφωνικών έργων, αυτό είναι κάτι που κατά πάσαν πιθανότητα να μην έχει ληφθεί ακόμη σοβαρά υπόψη”.

Για τα συμφωνικά έργα του Θεοδωράκη, ο Μάριος Ιωάννου Ηλία είπε ότι “δεν μπορούσαν να έχουν την αμεσότητα του τραγουδιού, όχι ως περιεχόμενο και στόχο, αλλά ως μορφή, αν και είτε λαϊκά είτε συμφωνικά, η έμπνευση και η επιδίωξη είναι η ίδια, δηλαδή η επικοινωνία βασισμένη στις ευαισθησίες, την παράδοση και την πραγματικότητα των Ελλήνων την εποχή του εμφυλίου, με εξαίρεση μια μειονότητα που θεωρούσε ότι η τέχνη θα πρέπει να παραμείνει εκτός και υπεράνω των παθών του λαού”.

O Θεοδωράκης, είπε ο Κύπριος συνθέτης, “στόχευε στη δημιουργία ενός πρωτόγνωρου μουσικού είδους συμφωνικού χαρακτήρα για το ελληνικό τραγούδι, το οποίο ο ίδιος ονόμασε μετασυμφωνική μουσική, θέλοντας με το `μετά` να χαρακτηρίσει κάτι που δεν είναι συνέχεια της ευρωπαϊκής συμφωνικής μουσικής, αλλά η αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ της λαϊκής και της έντεχνης μουσικής”.

Ο κ. Ηλία είπε ότι με το «Καρναβάλι», που γράφει ο Θεοδωράκης, μεταξύ του 1948 και 1953, “επιχειρεί για πρώτη φορά να `ντύσει` νεοελληνικές μελωδίες και χορούς με συμφωνικά ορχηστρικά χρώματα ενώ στην ίδια κατηγορία ανήκει και το `Άξιον Εστί` σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη”.

Πρόσθεσε ότι “τόσο η λαϊκή όσο και η συμφωνική μουσική, αν και δύο ξεχωριστές μορφές, για τον ίδιο τον Θεοδωράκη είναι μόνο μία και φιλοδοξεί μέσω του συμφωνικού του έργου να αναγάγει σε ιδεατό αποδέκτη έναν ολόκληρο λαό, όπως είχε πετύχει με τα τραγούδια του, και όχι μονάχα τους μυημένους στα μυστήρια των συμφωνικών έργων”.

“Αυτός ήτανε και ο λόγος που καθυστέρησε τρία ολόκληρα χρόνια για να παρουσιάσει το `Άξιον Εστί`”, είπε ο κ. Ηλία.

Ερωτηθείς για το γεγονός ότι δεν βλέπουμε συχνά Συμφωνικές Ορχήστρες να επιχειρούν να αγγίξουν την κλασική μουσική του Θεοδωράκη, ο κ. Ηλία είπε ότι “η μεθοδολογία και ως αποτέλεσμα η μουσική του είναι περισσότερο γνήσια ελληνική, με έντονο το μελωδικό στοιχείο, και όχι ελληνικοφανής”.

Εξήγησε ότι “οι αντιπρόσωποι της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, οι Καλομοίρης, Βάρβογλης, Ευαγγελάτος και άλλοι, προσπάθησαν να συνδυάσουν τον ελληνικό μελωδικό κόσμο με την ευρωπαϊκή μουσική, παίρνοντας τις αρμονίες, τις φόρμες και την ορχήστρα για να επενδύσουν με αυτές ελληνικά δημοτικά τραγούδια και χορούς, ως επί το πλείστον”.

Οι ξένοι δε συνθέτες, είπε ο κ. Ηλία, “όπως ο Ρώσος, Ίγκορ Στραβίνσκυ, και ο Ούγγρος, Μπέλα Μπάρτοκ, πήραν το χαρακτήρα των δημοτικών μελωδιών των χωρών τους επιδιώκοντας, επιπλέον, να δημιουργήσουν καινούριες `επενδύσεις`, δηλαδή αρμονίες, ρυθμούς, ορχηστρικά χρώματα, φόρμες, κλπ”.

Ο Μάριος Ηλία δήλωσε στο ΚΥΠΕ ότι “όπως αναφέρει ο Θεοδωράκης στα συγγράμματά του `Περί Τέχνης` του 1967, η αντίθεση έγκειται στο γεγονός ότι οι Έλληνες συνθέτες χρησιμοποίησαν κυρίως αυτούσιες τις μελωδίες, προσθέτοντας σε αυτές περισσότερο αναφομοίωτα τις τεχνικές της ευρωπαϊκής μουσικής, με αποτέλεσμα τη μίμηση κατά κάποιο τρόπο της ιδεολογίας της και το νόθο χαρακτήρα του νεοελληνικού συμφωνικού έργου”.

“Αυτή είναι και πιθανότατα η αιτία που απομάκρυνε τον ελληνικό λαό και τη μεγάλη λαϊκή μάζα από αυτή την καλλιτεχνική προσπάθεια”, είπε ο κ. Ηλία, αναφέροντας ότι πλέον “συμφωνικές ορχήστρες της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής συμπεριλαμβάνουν στο ρεπερτόριο τους έργα του Θεοδωράκη και τα τελευταία χρόνια συμβαίνει και στην Ελλάδα”.

Ερωτηθείς πόσο κοντά είναι το έργο το δικό του έργο με αυτό του Θεοδωράκη, ο ένας εκπρόσωπος της γενιάς του 210υ αιώνα και ο άλλος του 20ου, ο κ. Ηλία απάντησε ότι “έχουμε κοινά βιωματικά στοιχεία και φιλοσοφικές αντιλήψεις, που εμβολιάζουν τη μουσική μας”.

Επίσης, “και οι δύο καταγόμαστε από μέρη που δεν γεννηθήκαμε, αυτός από την επαρχία της Σμύρνης, εγώ από την Κερύνεια, αυτός έζησε τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο, τη χούντα και την εξορία, εγώ έζησα την προσφυγιά, τις πληγές στις ψυχές των συγγενών αγνοουμένων και τον εκτοπισμό ως αποτέλεσμα των τραγικών γεγονότων του 1974 στην Κύπρο”.

Όπως είπε ο κ. Ηλία, “τα ερεθίσματα και ακούσματα συμφωνικής μουσικής ήταν στην εφηβεία μας σχεδόν ανύπαρκτα, σπουδάσαμε και ζήσαμε στη δυτική Ευρώπη και επηρεαστήκαμε από αυτήν, η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι η βάση για τις σημαντικότερες παραμέτρους του έργου μας, εμπνεόμαστε από την ελληνική ιστορία, λογοτεχνία και μουσική παράδοση όπως και τους βυζαντινούς ύμνους και τροπάρια”.

Πρόσθεσε ότι “ενδιαφερόμαστε και δεν αγνοούμε το γεγονός ότι η μουσική, στην ευρεία της έννοια, θα πρέπει να επικοινωνεί και με ένα ευρύ κοινό, συμμεριζόμαστε τους προβληματισμούς όσον αφορά την αυθεντική ελληνική κλασική μουσική, ότι είναι ήχος μας ενδιαφέρει, αν και ο κάθε ένας εκφράζεται με διαφορετικό υλικό και μουσική γλώσσα, μοιραζόμαστε τις πανανθρώπινες αξίες της δημοκρατίας και ελευθερίας και τις αρχές δικαίου...”.

Απαντώντας σε ερώτηση για το πόσο δέος αισθάνθηκε συναντώντας τον σημαντικότερο, όπως ειπώθηκε, εν ζωή Έλληνα, όχι μόνο συνθέτη, αλλά Έλληνα με τη γενική ορολογία, ο κ. Ηλία είπε ότι “η συγκίνηση ήτανε απερίγραπτη και μπροστά μου είχα μια ζωντανή ελληνική ιστορία, έναν σεμνό άνθρωπο, ο οποίος έζησε και συνδημιούργησε την Ελλάδα του 20ου αιώνα”.

Ανέφερε ότι “πριν την πρώτη μας συνάντηση, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ακούσει για το άτομο και το έργο μου από τον σκηνοθέτη Αστέρη Κούτουλα και την ομάδα του, και είχε προετοιμαστεί, ενώ είχε μελετήσει τα πολυσέλιδα ερωτήματα και σχόλια που του είχα αποστείλει σχετικά με το συμφωνικό και οπερατικό του έργο, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής γενικότερα μουσικής τέχνης και παράδοσης”.

Όπως είπε ο κ. Ηλία, η αντίδραση του Θεοδωράκη αποτυπωνόταν στη λάμψη των ματιών του, αλλά και στα λόγια με τα οποία απευθύνθηκε στον Κύπριο συνθέτη. “Η αντίδραση μιλάει από μόνη της” ανέφερε ο κ. Ηλία.

“Είναι μεγάλη τιμή που’ χω, που ήσασταν πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια; Γιατί δεν ήρθατε πιο πριν;”, του είπε ο Μίκης Θεοδωράκης, εννοώντας ότι ήταν σε καλύτερη φυσική κατάσταση τότε για να συμμετέχει στο πρωτότυπο θέμα των συζητήσεων της ταινίας, που κάτι τέτοιο γίνεται, εξ όσων γνωρίζω, για πρώτη φορά”.

Ο Κύπριος συνθέτης αναφέρει ότι “η συγκίνηση έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν ομολόγησε για πρώτη φορά πως όταν έγινε η ηχογράφηση του `Άξιον Εστί`, το πήρε και ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να το ακούσουν πρώτα τα βουνά του Πενταδάκτυλου”.

Ερωτηθείς, τέλος, ποιο χρώμα είχε αυτή η συνάντηση, στο σπίτι του Θεοδωράκη, κάτω από την Ακρόπολη, ο κ. Ηλία ανέφερε ότι “η θέα από το σπίτι του με φόντο την Ακρόπολη και την Αθήνα, όπου έγιναν και τα κυρίως γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, είναι μοναδική όπως μοναδικό και σπάνιο ήταν το συναίσθημά μου, παίζοντας στο παλιό του πιάνο, ένα `Στάινγουεϊ`, και καθήμενος στο γραφείο του όπου είχε συνθέσει μεγάλο αριθμό έργων του”.

“Τα χρώματα δεν μπορούσαν παρά να είναι τα εθνικά μας χρώματα και οι ρυθμοί ελληνικοί”, είπε, τέλος ο Μάριος Ιωάννου Ηλία.

Το ντοκιμαντέρ προγραμματίζεται να προβληθεί τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, την περίοδο 2017/18, και προσδοκία των συντελεστών είναι και η προβολή του και στην Κύπρο. Ο σκηνοθέτης, Αστέρης Κούτουλας, είναι στενός συνεργάτης του Θεοδωράκη. Έχει εκδώσει διάφορα βιβλία και σκηνοθετήσει σειρά ταινιών για το έργο του συνθέτη.
(ΚΥΠΕ/ΑΑΓ/ΜΜ)

Σχόλια