ΤΑΞΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΦΩΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ: Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

της ΧΑΡΑΣ ΘΛΙΒΕΡΗ*

Τo εξώφυλλο της Οδύσσειας. Ο Μίκης Θεοδωράκης σε ηλικία 12 χρονών στην Πάτρα (1937).

Για όσους πίστεψαν στο ταξίδι και αφέθηκαν με εμπιστοσύνη στα κύματα και στους ορίζοντες, που ποτέ δεν τελειώνουν, τα χρόνια του αιώνα μας ήταν καλά. Ήταν δυνατά, γόνιμα, χιμαρώδη, συναρπαστικά. Τους γέμισαν με γλυκούς ιλίγγους, τους μέθυσαν σε συναρπαστικές ελεύθερες πτώσεις, που ακολουθούσαν ανηφόρες δίχως ημερομηνία λήξεως. Ατέρμονες, σαν ένα ταξίδι πάνω στο φως με στόχο το άπειρο.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί σύνοψη της πρόσφατα δημοσιευμένης εργάσιας της Χαράς Θλιβέρη “’Travelling to the Light, Aiming at the Infinite’: The Odyssey of Mikis Theodorakis” από τον γερμανικό επιστημονικό οίκο DE GRUYTER που ειδικεύεται στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. 

Η δημοσίευση είναι στα αγγλικά και και εντάσσεται στον θεματικό τόμο Homeric Receptions Across Generic and Cultural Contexts. Trends in Classics − Supplementary Volumes, 37, DE GRUYTER, BERLIN 2016, pp. 417-434. Η ανακοίνωση έγινε στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο  H πρόσληψη του Ομήρου στη λογοτεχνία και τις παραστατικές τέχνες που διοργανώθηκε από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα το 2011.

Η δημοσίευση της Χαράς Θλιβέρη εξετάζει τον πιο πρόσφατο κύκλο τραγουδιών με τίτλο Οδύσσεια (2007)  του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του Κώστα Καρτελιά και ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Τα 14 τραγούδια του κύκλου   ταυτίζονται συναισθηματικά και εκφραστικά με τη νεανική ηλικία του συνθέτη, όταν ανακαλύπτει για πρώτη φορά την καταλυτική δύναμη της μουσικής και της ποίησης.  Η  Οδύσσεια είναι επιστροφή σε εκείνη τη μακρινή αφετηρία της ζωής, επιστροφή στη γεωγραφική περιπλάνηση της παιδικής ηλικίας και στη μορφολογία των συνθέσεων της αντίστοιχης περιόδου.  

Ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει δηλώσει ότι η καλλιτεχνική του φύση «υπήρξε το δημιούργημα» της εφηβικής του ηλικίας και, πολύ περισσότερο, έχει αναγνωρίσει τη συγγένεια των τραγουδιών της Οδύσσειας με τη λεγόμενη προκαταρτική του φάση (1937-1943).  Η μουσική της Οδύσσειας συνεχίζει τη στροφή του Θεοδωράκη, κατά τη δεκαετία του 1980, προς τον λυρισμό και τη μελωδία με αρμονία. Είναι μια μουσική με ακόμα «μεγαλύτερη πνευματικότητα».  Το πιάνο, το βιολί, το τσέλλο, τα κρουστά, το μαντολίνο, το σαξόφωνο, η κιθάρα και το κλαρινέτο είναι τα κυρίαρχα όργανα, ενώ απουσιάζει εντελώς το μπουζούκι, γεγονός που εξηγείται από την επιστροφή στις ρίζες των παιδικών ακουσμάτων.  

Η φωτογραφία του Θεοδωράκη στο εξώφυλλο του CD της Οδύσσειας σε ηλικία 12 χρονών (1937), όταν διέμενε με την οικογένειά του στην Πάτρα, προσδίδει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα στο συγκεκριμένο έργο αποτελώντας ταυτόχρονα ένα μέσο ‘μυθοποίησης’ της ζωής του συνθέτη. Σε αυτή τη βάση, το άρθρο της Θλιβέρη επιχειρεί να καταδείξει ότι η μουσική της Οδύσσειας εκπληρώνει την καλλιτεχνική επιθυμία του Θεοδωράκη να επανασυνδεθεί με τον προσωπικό του νόστο. 

Το κείμενο ιχνηλατεί τη γεωγραφία των πρώτων 18 χρόνων της ζωής του Θεοδωράκη (1925-1943) ανάμεσα σε μια πλειάδα πόλεων, όπως τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Πρόκειται για μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του Θεοδωράκη και, κατά συνέπεια, ένα σημαντικότατο πεδίο έρευνας για την προσέγγιση του στοχασμού του. Προς αυτή την κατεύθυνση πολύτιμη είναι η συνεισφορά της έκθεσης ζωγραφικής Τα παιδικά του χρόνια ... ένα ταξίδι (2007) του Νικόλα Κληρονόμου με χαρακτηριστικούς τίτλους έργων τα ονόματα των πόλεων που έζησε ο συνθέτης. Αξιοποιώντας άγνωστα στοιχεία της αυτοβιογραφίας του Θεοδωράκη, ο Κληρονόμος παραπέμπει στη φυσιογνωμία των παιδικών δωματίων του συνθέτη, αναδεικνύοντας πώς ο ιδιωτικός του χώρος λειτουργούσε ως καταφύγιο προστασίας αλλά και αυτονόμησης από τον εξωτερικό εχθρικό κόσμο.

Στο παρόν κείμενο υποστηρίζεται ότι η διαρκής αποκοπή του Θεοδωράκη από τις πατρίδες των παιδικών χρόνων ενέχει για εκείνον τη σύσταση ενός τραυματικού νόστου ο οποίος ‘δομείται’ πάνω στον κατακερματισμό της ομοιομορφίας της ζωής εξ αιτίας της ετερότητας των τόπων. Ο συνθέτης καταγράφει πώς το αρνητικό κλίμα των μετακινήσεων και η μοναξιά τον ενέπλεξαν στο δρόμο της μουσικής, ως ένα είδος φυγής αλλά και απελευθέρωσης από την πραγματικότητα: 

Η παθολογική προσήλωση και ενασχόλησή μου με τη μουσική, όπως πραγματοποιήθηκε […] στα 1938-39, στον Πύργο της Ηλείας, είχε κατά βάση σαν ψυχολογικό ελατήριο μια δική μου προσωπική απάντηση - ένα είδος φυγής, αλλά και απελευθέρωσης - από τα ιδεατά τείχη που είχα υψώσει γύρω μου, αρνούμενος ακόμα και να σεριανίσω μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων.  

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ιθάκη για τον Θεοδωράκη λαμβάνει τη δραματική της βαρύτητα ως ανακατασκευή του χαμένου προτύπου. Ο συνθέτης στην Οδύσσεια διεκδικεί την εντοπιότητά του μέσω της συναισθηματικής διασύνδεσης με τη νεανική του ηλικία, όμως αυτή η επιστροφή  ̶ εκπλήρωση του προσωπικού του νόστου ̶   δεν είναι καθόλου μια εύκολη πράξη.  Ο ομηρικός νόστος δεν είναι στατική αναπόληση των περασμένων αλλά πρόκειται για το ενεργητικό βίωμα που σχετίζεται με τη δυναμική διαχείριση της μνήμης και την εσωτερική ανθεκτικότητα του προσώπου. Η οδυσσειακή αναγνώριση προϋποθέτει πνευματική δοκιμασία, εφ’ όσον για να αρθεί το τείχος της αποξένωσης του παρελθόντος πρέπει να συντελεστεί η αποκρυπτογράφηση των σημείων οικειότητας που ενώνουν με την αφετηρία και καταργούν τη φθίνουσα πορεία της μνήμης. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο Οδυσσέας παραμένει ξένος και μετά την επιστροφή του, όπως στον Γυρισμό του ξενητεμένου του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος επιστρέφοντας στον τόπο του νιώθει ακόμα μεγαλύτερη την απώλεια του παρελθόντος. 

Η Οδύσσεια του Θεοδωράκη σε ποίηση Κώστα Κατρελιά υπερβαίνει την απώλεια της εμπειρικής καταγραφής και  ανασυστήνεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο ως άνοιγμα «στο βάθος της ψυχής» και ως το ‘αντιταξίδι’ μέσα στο φυσικό ταξίδι της ζωής.  Ο νόστος αντιπαρέρχεται τις αντίξοες συνθήκες και λειτουργεί ως  δράση-αντίδραση μιας πορείας που είναι σε θέση να καταργήσει τον γραμμικό χρόνο και να ανασυνθέσει τη ζωή ως αδιάσπαστη πνευματική ολότητα. Ο Οδυσσέας «θα πάει ψηλά με τα φτερά του», σε αυτό το ταξίδι δεν υπάρχει «κατάρτι να δεθείς ούτε σχοινιά».  Η μουσική της Οδύσσειας οδηγεί στο απόγειο του ιδεαλισμού και της  εσωτερικής ελευθερίας,  η οποία συνεπάγεται την αποδέσμευση από τον κλοιό της ύλης και  της φαινομενικότητας των πραγμάτων. Ο Θεοδωράκης γράφει:

Χαιρόμουνα όταν στα 1947 και 1948, μας «ταξιδεύανε», με το έτσι θέλω, για να μας στείλουν στην εξορία. Στην παραλία θρηνούσαν οι δικοί μου κι εγώ μετά βίας, αν και δεμένος με χειροπέδες, να κρύβω το κύμα της χαράς, που φούντωνε μέσα μου, γιατί σε λίγο θα σαλπάραμε με στόχο να τρυπήσουμε τον ορίζοντα - το ταξίδι!  

Το απελευθερωτικό όραμα προς μια  Ιθάκη - Ουτοπία - Αγώνα, «με την ψυχή μας να αρμενίζει στα πανιά», ήταν  το βασικό ιδεολογικό κίνητρο των αναζητήσεων του Θεοδωράκη κατά τη νεανική του ηλικία αλλά και αργότερα μέσα από τη στάση του σε πολιτικούς και εθνικούς αγώνες, όπως ήταν το Κίνημα της Νεολαίας Λαμπράκη τη δεκαετία του 1960:

Μπορεί η βάση και τα ερεθίσματα των αγώνων μου να είχαν ρεαλιστική αφετηρία, η αντιμετώπιση των προβλημάτων –κοινωνικών και εθνικών- έγινε, από την πλευρά τουλάχιστον τη δική μου, με έναν τρόπο ονειροπόλο, ιδεοκρατικό και καθόλου ρεαλιστικό. 

Γεννημένος το 1925 στη Χίο, ο Θεοδωράκης γαλουχήθηκε από τις εμπειρίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των Γερμανών.  Ανδρώθηκε στην Τρίπολη του 1940 σε μια ιστορική συγκυρία διασύνδεσης με την Επανάσταση του 1821. Μέσω των νεανικών βιωμάτων, ο Θεοδωράκης επαναφέρει την τοπιογραφία της Οδύσσειας από τα ομηρικά παράλια της μικρασιατικής καταστροφής, που βίωσαν οι γονείς του, στα Επτάνησα και στον ιστό της παλιάς Ελλάδας, συνενώνοντας για πρώτη φορά τα διάσπαρτα κομμάτια του Ελληνισμού και θέτοντας τα θεμέλια για τη συναρμογή ενός εθνικού σώματος  πολιτισμού που συνιστά την παρακαταθήκη του συλλογικού εθνικού νόστους. 

Πώς μπορεί ωστόσο να προσδιοριστεί η ιδεολογική ταυτότητα του Ελληνισμού σήμερα κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αι.;  Υπάρχει ένας κοινός τόπος επιστροφής και πώς ο νόστος τροφοδοτεί την εθνική μνήμη των Ελλήνων;  Η συναισθηματική αποξένωση είναι η νέα συνθήκη της παγκοσμιοποίησης, της κατάρριψης των αξιών και της υποβάθμισης των πολιτιστικών συμβόλων. Η απάντηση δίνεται από τον ίδιο τον Θεοδωράκη στην παρουσίαση της Οδύσσειας:

Ζούμε το τέλος της ουτοπίας, που ήταν ως τώρα η δυνατότητα συμβίωσής μας με τον ‘άλλον’. Όμως η συνειδητοποίηση μιας τόσο μεγάλης τραγωδίας είναι αυτό που μας αποξηραίνει όλο και πιο πολύ. Επομένως, η λύτρωση βρίσκεται τουλάχιστον στη  συναισθηματική επιστροφή στα βάθη του ‘είναι’ μας, μήπως και βρούμε το νερό που μας λείπει και ξεδιψάσουμε. 

Ο Θεοδωράκης με την Οδύσσεια υπαγορεύει την επιστροφή σε έναν προσωπικά εκπληρωμένο τόπο που ενδεχομένως κάποια στιγμή λειτουργήσει και ως ουτοπική ετεροτοπία για το συλλογικό γίγνεσθαι. Όσο δύσκολες κι αν είναι οι συνθήκες, ο ομηρικός Οδυσσέας δεν μπορεί να υπάρξει ως ο Κανένας, «χωρίς ταυτότητα και όνομα μέσα στο πλήθος» κατά τον ποιητή Καρτελιά. Η μελωδικότητα των τραγουδιών με αναγωγή στο ρομαντισμό της πρώτης ηλικίας είναι η παραδοχή μιας καταφατικής στάσης ζωής που έρχεται να κοινωνικοποιήσει το πρόσωπο. Ο συνθέτης με αφοπλιστική αμεσότητα και τρυφερότητα γνέφει στον καθένα ξεχωριστά σε δεύτερο πρόσωπο, εκφράζοντας, ίσως για πρώτη φορά τόσο δυνατά, τη δική του μεγάλη ανάγκη να επικοινωνήσει: «να σε δω» ̶ «να σε γνωρίσω» ̶ «να σου μιλήσω».

λυσ’ τα μαλλιά σου να σε δω να σε γνωρίσω
λυσ’ τα μαλλιά σου να σε δω στα σκοτεινά
λυσ’ τα μαλλιά σου να σε δω να σε γνωρίσω [...]
λύσ’ τα μαλλιά σου να ρθω να σου μιλήσω.

Γιατί όπως λέει:

Το «πρόσωπο», δηλαδή ο εαυτός μας, πρέπει τελικά να βιώσει την ιδέα ότι η Ιθάκη δεν υπάρχει και ότι θα πρέπει να πιαστεί από τα δικά του πάθη και τα δικά του συναισθήματα για να κρατηθεί στην επιφάνεια της αφρισμένης θάλασσας που είναι η ζωή.   

Το ίδιο άμεση, δραματική και φορτισμένη είναι η συγκλονιστική ερμηνεία του Θεοδωράκη σε ένα από τα τραγούδια του κύκλου που επέλεξε να τραγουδήσει. Το τραγούδι «Στον Κάτω Κόσμο» έχει  για εκείνον ιστορικό, κοινωνικό και αυτοβιογραφικό περιεχόμενο. Οι αγαπημένοι νεκροί,  οι νεκροί συναγωνιστές, φάσματα κι αυτοί του αισθητού κόσμου είναι οι σκιές που συναντά ο Οδυσσέας στον Άδη.  Για να μπορεί να συντηρηθεί ο νόστος, ο Οδυσσέας πρέπει να θυμάται, να κρατάει ζωντανές τις μνήμες του. Κατά αυτόν τον τρόπο, με τα συναισθήματα πυρακτωμένα, μπορεί να διατηρήσει:  

τη λυρική υγρασία που μας σώζει από την καλπάζουσα αποξήρανση εκείνων που δεν ευλογήθηκαν με τη σταύρωση άρα και με την ανάσταση.  
Η πνευματική συγγένεια  με τον Άγγελο Σικελιανό

Η εφηβική ένταση είναι ένα από τα γνωρίσματα της προσωπικότητας του Θεοδωράκη, που βρίσκει για πρώτη φορά δημιουργική έκφραση κατά την περίοδο της παραμονής του στην Τρίπολη. Το 1943 σε μια εποχή εναργούς πνευματικής αναζήτησης, ο Θεοδωράκης διαμορφώνει τη θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας, η απαρχή της οποίας μεταφέρει την υπαρξιακή αγωνία για την εξερεύνηση των εσωτερικών δεσμών του ανθρώπου με το σύμπαν και την «αναζήτηση του Ιδεατού»:

δηλαδή του σημαντικού κέντρου, που βρίσκεται πολύ βαθιά μέσα μας και συγχρόνως πού μακριά, γιατί είναι ο νόμος του Κόσμου της Αρχής και του Τέλους.   

Η θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας, η οποία προεκτείνεται στη δυνατότητα της τέχνης να αναπαραγάγει τις ιδεατές σχέσεις που επικρατούν στο κοσμικό περιβάλλον,  αντανακλά τη νοητική συγγένεια του στοχαστή Θεοδωράκη με τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος, ήδη με τον Αλαφροϊσκιωτο (1909), τεκμηριώνει τη θεωρία της επιστροφής στον πρώτο εαυτό:
Σε τούτο το ξεκίνημα υπάρχει τοποθετημένο, απ’ την αρχή, ολόκληρό μου το Είναι, βιολογικά αρραγές, ως ο πρωταρχικός πυρήνας μιας καθάριας εμπειρίας της κοσμικής συνείδησης της ζωής βαθιά μου.    

Τόσο στον Σικελιανό όσο και στον Θεοδωράκη ενυπάρχει η νοσταλγία για την κατάκτηση ενός εσωτερικού κέντρου που αποτελεί τον μοναδικό ομφαλικό δεσμό του ανθρώπου με το σύμπαν, ενώ και στους δύο η εφηβεία καθιστά το άτομο δέκτη της ζωής μέσω της ποιητικής και των αισθήσεων. Στον Ύμνο του Μεγάλου Νόστου του Σικελιανού, ο πρώτος εαυτός αναδεικνύει το μένος του αγωνιστικού έρωτα ως κοσμική ώθηση για την εκκίνηση του ανθρώπου.  Για τον Θεοδωράκη, η κατάκτηση των ομφαλικών δεσμών του ανθρώπου με το σύμπαν γίνεται μέσω της μουσικής, εφόσον η μουσική είναι σε θέση να μεταφέρει στον άνθρωπο τον Νόμο του Σύμπαντος, που συμβαίνει να είναι και ο Νόμος της Ολικής Δημιουργίας.   Κατά συνέπεια, η επιστροφή του Θεοδωράκη, μέσω της Οδύσσειας, στον πρώτο εαυτό (ως ψυχική κατάσταση για την εκπλήρωση του προσωπικού του νόστου) οδηγεί στην ανάπλαση της καθολικής υπόστασης της ζωής που συνενώνει την πνευματική διάσταση με τον φαινομενικό κόσμο.

Η Οδύσσεια του Θεοδωράκη είναι μια μια μουσική εικονοποία, όταν εκείνος εικονοποιεί λυρικά αυτό που βλέπει όταν κάθεται σε μια «φανταστική αιώρα» στην άκρη του σύμπαντος. Δεν υπάρχουν ομηρικά τέρατα, υπάρχει μόνο η καταβύθιση στον κόσμο των αισθήσεων και του πνεύματος. 

*Η Χαρά Θλιβέρη είναι αρχαιολόγος, διδάκτορας Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ασχολείται με θέματα πρόσληψης της αρχαιότητας στον νεοελληνικό πολιτισμό. 
Τρίο του Μίκη Θεοδωράκη στον Πύργο του Μάκη Καρλή έξω από την Τρίπολη το 1943. Στο κέντρο ο Θεοδωράκης παίζει βιολί, δεξιά ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος παίζει μαντολίνο και αριστερά ο Τάκης Δημητρακόπουλος παίζει κιθάρα. Από το προσωπικό αρχείο του συνθέτη.
Στην Τρίπολη το 1942. Από αριστερά Γιώργος Κουλούκης, Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης και Τάκης Δημητρακόπουλος. Από το προσωπικό αρχείο του συνθέτη.


Σχόλια