Ομιλίες από την εκδήλωση/παρουσίαση βιβλίου «Ζάτουνα, ένας χρόνος εξορίας πλάι στον Μίκη Θεοδωράκη»




Mε εξαιρετική επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Αφροδίτης Μήτσου «Ζάτουνα, ένας χρόνος εξορίας πλάι στον Μίκη Θεοδωράκη» (εκδόσεις Πάραλος) στο πνευματικό κέντρο του δήμου της Νέας Σμύρνης, την Τετάρτη 6 Απριλίου 2016.
Διοργανωτές ήταν ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Νέας Σμύρνης και οι εκδόσεις "Πάραλος".
Για το βιβλίο μίλησαν οι:
Γεώργιος Κασιμάτης, νομικός, πολιτειολόγος, τ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αναστασία Βούλγαρη, συγγραφέας.
Τάσος Λέρτας, σκηνοθέτης.
Νικόλης Φίλης, εκδότης της εφημερίδας "Ζάτουνα".
Τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη ερμήνευσε η Νατάσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε η Σέβη Κινδύνη
Την εκδήλωση συντόνισε ο σκηνοθέτης και ποιητής Γιάννης Φαλκώνης,  ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο του βιβλίου.
Το βιβλίο προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης
 
Παραθέτουμε τις δύο δακτυλογραφημμένες ομιλίες που μας πρόσφεραν οι ομιλητές κ. Βούλγαρη και κ. Φίλης. 



Ομιλία της Αναστασίας Βούλγαρη για το βιβλίο της Αφροδίτης Μήτσου

Μάρτιος του 1967 στην Αθήνα.

«Ο κήπος ήταν κατάφυτος με λεμονιές, τριανταφυλλιές και είχε μερικά μουντά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σε μια βεράντα, όπου γύρω-γύρω ήταν φυτεμένοι μενεξέδες. Σ’ εκείνο το σούρουπο δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά ο ήχος από τις νότες του πιάνου και μια μελωδική φωνή σε γνωστά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Καθίσαμε έξω από την πόρτα και ακούγαμε εκείνη την τόσο όμορφη μουσική! Το «η ζωή τραβάει την ανηφόρα». Μια μαγεία μέσα στη νύχτα!

Ύστερα χτυπάμε το κουδούνι και ανοίγει την πόρτα ένα κοριτσάκι γύρω στα εννέα. Στα μάτια της αντίκριζες τις σπίθες από τις φλόγες της φωτιάς. Ήταν η Μαργαρίτα.

Περάσαμε μέσα και προχωρήσαμε σ’ ένα διάδρομο που οδηγούσε στην τραπεζαρία. Εκεί ήταν ο παππούς και η γιαγιά κι ο Γιώργος, ο αδελφός της Μαργαρίτας, που στα μάτια του αντίκριζες την αθωότητα […] Μέσα στο σπίτι υπήρχε μια απλότητα και μια στοργή, πράγμα που δεν είχα αντικρίσει ποτέ μου έως τότε», περιγράφει η Αφροδίτη την πρώτη της επαφή με την οικογένεια Θεοδωράκη, που έμελλε να γίνει και δική της οικογένεια.

Κοντά τους η Αφροδίτη θα γνωρίσει, για πρώτη φορά στη ζωή της, την αγάπη, τη στοργή, την τρυφερότητα. Γιατί, όπως συνηθίζει να λέει, «η οικογένεια Θεοδωράκη είναι η προσωποποίηση της αγάπης και της στοργής».

Η χαρά της Αφροδίτης δεν θα κρατήσει πολύ. Έρχεται η δικτατορία, οι φυλακίσεις του Μίκη Θεοδωράκη και η εξορία της οικογένειας στη Ζάτουνα. Εκεί, η 16χρονη Αφροδίτη θα γνωρίσει το πιο αποτρόπαιο πρόσωπο του ανθρώπου: τον φασίστα. «Είχαμε πατήσει μέσα στον βούρκο της λασπωμένης δικτατορίας του Παπαδόπουλου», θα γράψει αργότερα η Αφροδίτη.

Η Αφροδίτη δεν εξαναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένεια στον εκτοπισμό της. Ούτε βρέθηκε σε δίλημμα. Το επέλεξε.

Θα μπορούσε να αποκηρύξει την οικογένεια και να συνεχίσει τη ζωή της. Αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της μακριά από τους αγαπημένους της.

14 Σεπτεμβρίου 1968 στη Ζάτουνα. «Ο ήλιος κρυμμένος ανάμεσα στα σύννεφα, κόντευε να γείρει. Όταν φτάσαμε στο χωριό, τα πρώτα κτίρια που αντικρίσαμε ήταν η εκκλησία και το σχολείο. Είχε και πανύψηλες καρυδιές, που τα φύλλα τους ήταν σωριασμένα στο χώμα και το ρυάκι του φθινοπώρου τα σκόρπιζε εδώ κι εκεί», γράφει η Αφροδίτη. Το πανέμορφο χωριό γίνεται ο τόπος του μαρτυρίου της.

«Η ζωή μας εξαρτιόταν από τον υπομοίραρχο Στεργίου, που του δώσαμε το όνομα ο ‘δράκος’ του χωριού», λέει.

Απειλές θανάτου, ύβρεις, συνεχείς έρευνες, απαγόρευση εξόδου. Η οικογένεια είναι αποκομμένη ή απομονωμένη (;) από τις αντιστασιακές δυνάμεις, χωρίς σύνδεσμο, χωρίς πρόσβαση στον παράνομο μηχανισμό της αντίστασης, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο και μεγεθύνει τον φόβο. Κάθε μέρα που ξημερώνει είναι μια ακόμα μέρα που η ζωή τους χαρίστηκε.

Η υγεία της Αφροδίτης βαριά κλονισμένη. Όμως δεν θα διστάσει ούτε στιγμή να μεταφέρει στην Αθήνα, κάτω από τη μύτη της χωροφυλακής το παράνομο υλικό. Σημειώματα, παρτιτούρες, τραγούδια, φωτογραφίες. Η Φαραντούρη τραγουδάει τις Αρκαδίες στην Ευρώπη.

Η μεγάλη αγάπη της Αφροδίτης είναι τα παιδιά. Η Μαργαρίτα κι ο Γιώργος. Τότε ήταν οκτώ χρονών, η Μαργαρίτα δέκα.

Όταν τα παιδάκια της ηλικίας τους ζούσαν μια ξέγνοιαστη ζωή γεμάτη χαρά, παιχνίδι κι ανεμελιά, αυτά τα δυο παιδιά έκαναν αντίσταση. Να το θυμόμαστε αυτό.

Κι όταν εμείς παίζαμε κρυφτό και κυνηγητό και τρέχαμε στις γειτονιές ελεύθερα, χωρίς κάτι να σκιάζει την καθημερινή μας ζωή, τα παιδιά του Μίκη και της Μυρτώς είχαν μπροστά στο στήθος τους το όπλο του χωροφύλακα να τα απειλεί. Να το θυμόμαστε αυτό.

Όπως οφείλουμε να θυμόμαστε κι όλα τα παιδάκια που οι γονείς τους ήταν στη φυλακή, εκείνα τα χρόνια τους φασισμού και της ασχημίας.

Και φτάσαμε σήμερα στην Ελλάδα τού 2016 να υπάρχουν παιδάκια που πάνε στο σχολείο νηστικά και στο κεντρικό λιμάνι της Χώρας να υπάρχουν κάποια άλλα παιδάκια που είναι ορφανά εξ’ αιτίας του πολέμου και ζουν παραπεταμένα κι ολομόναχα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία (μετά τη σωματική) για ένα παιδί από την βία της ερημιάς και της εγκατάλειψης… Ποιος ξέρει πού θα βρεθούν αύριο αυτά τα προσφυγάκια και σε ποιες φριχτές συνθήκες θα ζήσουν;

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη Ζάτουνα του 1968-1969…

Η Αφροδίτη αγάπησε πολύ την Μυρτώ και τη θαύμαζε. Ακόμα την θαυμάζει. Έχει δίκιο, γιατί η Μυρτώ δεν ήταν μόνον η σύζυγος του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν και η ίδια μεγάλη. Τόσο μεγάλη που όταν ο Στεργίου απείλησε ότι θα σκοτώσει τον Μίκη, εκείνη του έταξε, ότι αν σκότωνε τον άντρα της θ’ αγκάλιαζε τα παιδιά της και θα σκοτωνόταν. «Για να έχετε τέσσερα πτώματα», του είπε ως άλλη Σουλιώτισσα.

Νύχτες ολόκληρες οι δυο γυναίκες ράβουν μέσα στο στρίφωμα του παλτό της Αφροδίτης και στα κουμπιά του Γιώργου, τις παρτιτούρες και τις ταινίες με τα τραγούδια. Ξετυλίγουν τις κουβαρίστρες και τυλίγουν τις ταινίες κι ύστερα πάλι τυλίγουν γύρω τους την κλωστή. Ξεγελούν την αστυνομία κι έτσι μια μέρα η Ευρώπη θα ακούσει το Πνευματικό Εμβατήριο.

Ας αναλογιστούμε τι θα είχαμε χάσει, τι θα είχε χάσει η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη αν η Μυρτώ κι η Αφροδίτη είχαν δειλιάσει.

Ο άνεμος γέννησε τη νύχτα και το πέλαγος

κι έγινε θάλασσα και γνώρισε η θάλασσα το βάθος της…

*

Αφ’ υψηλά όμως έπεσεν και απέθανεν ελεύθερος…

*

Πρωτόγνωρες βαριές με ζώνουν αρμονίες…

Να μελοποιείς τέτοια τραγούδια ενώ είσαι εκτοπισμένος, με την κάνη του όπλου στραμμένη πάνω στα παιδιά σου. Έτσι ακύρωσες την τυραννία Μίκη Θεοδωράκη επειδή μέσα σου ήσουν ελεύθερος. Κι αυτή η εσωτερική σου ελευθερία είναι η παρακαταθήκη σου στην ανθρωπότητα μαζί με τα τραγούδια σου, το γέννημα της σκέψης και της πράξης σου.

Το ‘ξερες από τότε, Μίκη, και το ‘ξερε κι η Μυρτώ και μαζί σας το ένοιωσε κι η Αφροδίτη ότι αν στερήσεις από ένα λαό τη θεία κοινωνία με τα έργα τέχνης, τότε αυτός ο λαός θα γίνει ένα ξερόφυλλο στον άνεμο, που η κάθε ολιγαρχία θα τον πηγαίνει δώθε κείθε μέχρι να χαθεί.

Αλλά ό,τι κι αν κάνουν σήμερα οι δυνάμεις του σκότους θα υπάρχουν πάντα τα τραγούδια σου, Μίκη, και σιμά τους το βιβλίο της Αφροδίτης. Ν’ ατσαλώνει τη θέλησή μας, να χαλυβδώνει την αγάπη μας σε σένα, να στερεώνει την πίστη μας στα μεγάλα ιδανικά: την ελευθερία, την αγάπη για την πατρίδα και την αγάπη για το συνάνθρωπο.

Το δράμα της οικογένειας θα κορυφωθεί τη μέρα που ο δράκος Στεργίου θα λάβει διαταγή να μεταφέρει τον Μίκη στη φυλακή και τη Μυρτώ με τα παιδιά στην Αθήνα. Την κόλαση, που επρόκειτο δημιουργήσει ο υπομοίραρχος μέσα στο σπίτι, η Αφροδίτη την είχε διαισθανθεί κι είχε φροντίσει από πριν να κρύψει το αρχείο του Μίκη και να το σώσει.

«Τόσο μόνη ένιωθα, που ήθελα να δω έναν άνθρωπο να του μιλήσω, να φωνάξω, να ζητήσω λευτεριά, μα τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά», γράφει η Αφροδίτη, όταν η οικογένεια χωριστεί και μείνει εντελώς μόνη.

Σήμερα, η Αφροδίτη ξαναβγάζει στο φως τα ημερολόγια της και τα προσφέρει στους ανθρώπους. «Για να μάθουν τα νέα παιδιά», λέει κι όχι για να τις αποδοθούν τιμές ή εύσημα. «Κι αν έκανα, ό,τι έκανα», γράφει στο βιβλίο της, «το ήθελα και το έκανα, γιατί νομίζω ότι πρέπει να βοηθάει ο ένας τον άλλον στις δύσκολες στιγμές του και ήθελα να λέγομαι άνθρωπος». Κι αν της ζητήσεις να κάνει έναν απολογισμό θα σου απαντήσει: «και σήμερα αν χρειαζόταν πάλι τα ίδια θα έκανα. Δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή».

Αφροδίτη, εύχομαι το βιβλίο σου να φτάσει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Νέα Σμύρνη
6.4.2016  

----------------------------------------------------------------------------
Θέλω να ευχαριστήσω τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου σας και τις εκδόσεις Πάραλος, για την πρόσκληση.

Λίγο πριν η κα Βούλγαρη, αναφέρθηκε για το βιβλίο της κα Αφροδίτης Μήτσου και για την ίδια. Για τον ίδιο σκοπό θα μιλήσει ο κ. Κασιμάτης και ο κ. Λέρτας. Με την σειρά μου θα σας πω λίγα λόγια για την Ζάτουνα, το χωριό μου και για τους συμπατριώτες μου, την περίοδο εκείνη κατά την οποία ο Μίκης παρέμεινε εκεί εκτοπισμένος. Πρώτα να σας πω, πως η Ζάτουνα επιλέχτηκε για να φιλοξενήσει τον Μίκη. Την περίοδο εκείνη, ο Μίκης βρισκόταν κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι. Ένα φορτηγό πλοίο ήταν ανοικτά στη θάλασσα, λόγω βλάβης πολύ κοντά στο σπίτι του Μίκη. Οι συνταγματάρχες φοβήθηκαν μήπως υπήρχε σχέδιο απαγωγής του Μίκη και, ο έχων την αρμοδιότητα της φύλαξής του, ο περίφημος Λαδάς, πήρε τον χάρτη της Πελοποννήσου και τράβηξε μια οριζόντιο και μια κάθετο γραμμή. Από εκεί τα ψηλά βουνά, μακριά από λιμάνι και αεροδρόμιο, ο Υψηλός τους φυλακισμένος δεν μπορούσε να δραπετεύσει. «Τύχη Αγαθή», όπως λένε και στην Ακαδημία, το χωριό μας ήταν εκείνο που έτυχε να φιλοξενήσει τον Μίκη και να συνδεθεί μαζί του πολύ στενά και οι κάτοικοί του προσωπικά με τον Μίκη. Για όσους δεν γνωρίζουν, η Ζάτουνα, βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Πελοποννήσου σε υψόμετρο 1100 μέτρα. Ο χειμώνας και ιδιαίτερα τα χιόνια, δεν την ξεχνούν ποτέ! Απέχει από την Τρίπολη 65 χιλιόμετρα και από την Δημητσάνα μόλις 5 χιλιόμετρα. Ο Μίκης έχει γράψει αρκετά για τις πρώτες του ώρες στη Ζάτουνα, αλλά και για όλη του την παραμονή και τους κατοίκους της. Θέλω να σας δώσω μια εικόνα, πως ήταν το χωριό την περίοδο εκείνη, έχοντας μάλιστα αρχίσει η εσωτερική μετανάστευση για να ακολουθήσει μετά λίγα χρόνια η ερήμωσή του. Στη Ζάτουνα το 1968, υπήρχαν 2 καφενεία, 2 χασαποταβέρνες, 1 τσαγκαράδικο, 2 μπακάλικα και 1 ταχυδρόμος. Το Δημοτικό σχολείο είχε 2 δασκάλες με 50 περίπου μαθητές. Ο σταθμός χωροφυλακής είχε ένα Ενωμοτάρχη και 2 χωροφύλακες. Πρωί και βράδυ υπήρχε η σύνδεση με ΚΤΕΛ με την Τρίπολη και ως εκ τούτου καθημερινό ταχυδρομείο. Όχι όμως και οι εφημερίδες. Στο χωριό υπήρχε και ένας ιερομόναχος, ως ιερέας του χωριού, που είχε κάνει αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος και ήταν άριστος αγιογράφος και γνώστης της Βυζαντινής Μουσικής. Η μουσική, ήταν η αιτία που τους σύνδεσε στενά, τον Μίκη και τον ιερέα. Πολλά απογεύματα, ο ιερομόναχος και ο Μίκης, μόνοι τους, κάθονταν στο ψαλτήρι της εκκλησίας και έψαλαν, ενώ οι χωροφύλακες κάθονταν έξω στα σκαλιά της εκκλησίας. «‘Έμαθα πολλά από τον παπά-Θεοδόση, για την Βυζαντινή μουσική», έχει γράψει ο Μίκης.

Τις πρώτες ημέρες ο Μίκης έμεινε στον αστυνομικό σταθμό και αμέσως μετά σε 2 διαφορετικά σπίτια για ένα μήνα περίπου. Κατόπιν βρέθηκε το σπίτι, που ήταν κενό πάνω στο δημόσιο δρόμο, στη μέση του χωριού, όπου του παραχωρήθηκε και εγκαταστάθηκε. Η φύλαξή του ήταν επί 24ώρου βάσεως. Η δύναμη της χωροφυλακής αυξήθηκε σε 16-18 άντρες. Αργότερα επέτρεψαν και ήρθαν στο χωριό η γυναίκα του η Μυρτώ και τα παιδιά του Γιώργος και Μαργαρίτα, τα οποία φοίτησαν μια σχολική χρονιά στο Δημοτικό Σχολείο Ζάτουνας. Μαζί τους στο σπίτι και η έφηβη Αφροδίτη, για τις δουλειές του σπιτιού. Ο μόνος με τον οποίο επέτρεπαν οι χωροφύλακες να έχει επικοινωνία και γενικά επαφή ο Μίκης, ήταν ο Λάμπης Μπιτούνης, όπου φαίνεται και στο σχετικό ντοκιμαντέρ…., άτομο καθαρά δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων. Οι μεγαλύτεροι ηλικιακά κάτοικοι γνώριζαν και είχαν έρθει σε επαφή με τους κουμουνιστές την περίοδο του εμφυλίου. Είχαν φυσικά σχηματίσει την δική τους άποψη για αυτούς. Όταν άκουσαν ότι ο νέος φιλοξενούμενος ήταν ένας κουμουνιστής, απόρησαν! Αυτός ο ψηλός, όπως τον αποκαλούσαν, ήταν ήρεμος και παρά την απαγόρευση της αστυνομίας τους καλημέριζε όλους. Όλοι τον είχαν συμπαθήσει. Αργότερα έμαθαν ότι ασχολείται και με την μουσική, την οποία δεν γνώριζαν. Άλλωστε το ηλεκτρικό ρεύμα είχε πάει στο χωριό τους πριν 3 περίπου χρόνια και, ραδιόφωνα είχαν μόνο 3-5 σπίτια. Δίκαιη όπως λέει και ο Μίκης η άγνοιά τους για την δική του μουσική. Ο Ζατουνίτης Λάμπης Μπιτούνης, αυτός ο πολύ δεξιός, είδε με άλλο μάτι τον Μίκη. Κατάλαβε τι ταλαιπωρία περνάει και από τις πρώτες ημέρες απέκτησε την εμπιστοσύνη του Μίκη. Ήταν αυτός, που όταν ο Μίκης εγκαταστάθηκε στο σπίτι και πριν ακόμη έρθει η οικογένειά του, με δικά του έξοδα τον προμήθευσε όλα εκείνα τα αναγκαία των πρώτων ημερών. Όπως πιάτα, κλινοσκεπάσματα, γκάζι κ.λ.π. Εδώ θέλω να σας καταθέσω αυτό που προσωπικά έζησα. Όταν η Κοινότητα Ζάτουνας, τίμησε τον Μίκη, το 1995, και τον ανακήρυξε ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΗΜΟΤΗ, την ημέρα εκείνη μια μαθήτρια προσέφερε στον Μίκη μια ανθοδέσμη. Μετά την σχετική τελετή, στο κτίριο του σχολείου και καθώς όλοι μετέβαιναν για το σχετικό γεύμα, ο Μίκης μου ζήτησε να τον συνοδέψω στο Νεκροταφείο του χωριού, για να του δείξω τον τάφο του φίλου του Λάμπη. Δεν θέλησε να τον συνοδέψει άλλος κανείς. Εκεί στον τάφο του Λάμπη, κατέθεσε την ανθοδέσμη, του είπε κάποια λόγια, τον ευχαρίστησε, και φεύγοντας ακούμπησε στην πόρτα της εξόδου και έκλαψε. Τον Λάμπη τον είχε χρησιμοποιήσει αρκετές φορές, κάτω από την μύτη της αστυνομίας, για να βγάλει έξω κάποια του μηνύματα. Η εφημερίδα «Ζάτουνα», είχε την ιδέα, να δημιουργηθεί στη Ζάτουνα, στο χωριό που τον φιλοξένησε, ένα Μουσείο αφιερωμένο στον ίδιο, τιμής ένεκεν, όπως και έγινε, μετά από αγώνα 8 χρόνων… και στεγάστηκε στο κλειστό πλέον πέτρινο σχολείο. Όλα αυτά τα 8 χρόνια δεν επέτρεπε ο τότε Μητροπολίτης, καθ’ ότι το κτίριο του σχολείου είναι ιδιοκτησίας της εκκλησίας. Το Μουσείο αυτό το επισκέπτονται αρκετοί για να το δουν και πολλές συναυλίες γίνονται κάθε καλοκαίρι, στο προαύλιο του σχολείου. Ο δε Μίκης μετά την μεταπολίτευση, πότε μόνος, πότε με την Μυρτώ, επισκέπτοντο την Ζάτουνα κάπου 1-2 φορές τον χρόνο. Αυτό μέχρι πριν 3 περίπου χρόνια. Τους είχε γνωρίσει όλους και τους αποκαλούσε με τα μικρά τους ονόματα, θυμίζοντάς τους, τι ο κάθε ένας τους τον φίλευαν από τα δικά τους τοπικά προϊόντα. Το δε 2014, στην Ζάτουνα έγινε συναυλία, παρουσία και των δυο παιδιών του, όπου εορτάστηκαν την ημέρα εκείνη, τα 89α γενέθλιά του.

Τελειώνω με ένα άξιο αναφοράς περιστατικό. Δίπλα από το διώροφο σπίτι όπου έμενε ο Μίκης, υπήρχαν δεξιά και αριστερά, δυο μονοκατοικίες, όπου κατοικούσαν δυο γερόντισσες, η μια απέναντι από την άλλη, που στον Μίκη έμεινε η απορία γιατί αυτές οι δυο, δεν έλεγαν μια καλημέρα στην άλλη. Το σπίτι της Θείας –Μαριγώς, είχε μικρό χαγιάτι. Εκεί απάγκιαζαν οι χωροφύλακες από το κρύο, ιδιαίτερα τις νύχτες, τους οποίους η Θειά Μαριγώ τους προσέφερε και κάποιο ρόφημα. Μια ημέρα είπε στον επικεφαλής της φρουράς.

__Οίδα στον ύπνο μου τον μακαρίτη τον άντρα μου και θέλω να του κάνω ένα δίσκο κόλλυβα και να πάω στο Νεκροταφείο της Δημητσάνας, όπου ο τάφος του να τα διαβάσω.

Μετά δυο μέρες, ο ίδιος ο Μοίραρχος, κρατούσε τον στολισμένο δίσκο στα χέρια του καθισμένος στο τζιπ στη θέση του συνοδηγού και, από πίσω η Θεία Μαριγώ. Στην είσοδο της Δημητσάνας, την άφησαν με τον δίσκο, όπου και το Νεκροταφείο. Εκεί την περίμενε ο ιερέας και κάποιοι συγγενείς της.

Μετά τρεις (3) ημέρες, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας μετέδωσε ηχογραφημένο μήνυμα του Μίκη, από την Ζάτουνα, με σχετικές αναφορές σε δημοσιεύματα των εφημερίδων, για να φαίνεται ότι είναι πρόσφατο. Άμεσα αντικαταστάθηκε όλη η φρουρά. Η Θεία Μαριγώ, ποτέ δεν υπήρξε παντρεμένη, αλλά μάσα στα κόλλυβα είχε μεταφέρει εν γνώσει της το ηχογραφημένο μήνυμα, που παρέλαβε ο σύνδεσμος ιερέας.

Σήμερα η Ζάτουνα, διαθέτει ένα Ξενοδοχείο και δύο Ξενώνες, 2 καφε-εστιατόρια και ένα παραδοσιακό καφενείο. Το δε σχολείο είναι κλειστό, αλλά φιλοξενεί το «Μουσείο Μίκης Θεοδωράκης», ιερέα δεν έχει το χωριό, ούτε και χωροφυλακή.

Όλοι οι κάτοικοι της Ζάτουνας, την εποχή εκείνη αγάπησαν τον Μίκη, όπως όλοι τον αγαπάμε και σήμερα.

Μίκη, η Ζάτουνα και εγώ προσωπικά σου στέλνουμε, από εδώ την Νέα Σμύρνη, την αγάπη μας.


Νικόλης Φίλης

Εκδότης της Τοπικής εφημερίδας «Ζάτουνα».

Σχόλια