Αρχική δημοσίευση: «Μετρονόμος» (Νο 43 - Οκτώβριος 2011)
Μίκης Θεοδωράκης: «Οι δεσμοί μου με το Δημήτρη Χριστοδούλου είναι ειδικότατοι, γιατί, όπως ίσως θα γνωρίζετε, με συνδέει η κοινή δράση, η κοινή εργασία, η κοινή δημιουργία
της ηρωικής εποχής της έντεχνης λαϊκής μουσικής. Πρόκειται για έναν
φίλο, για έναν εξαίρετο ποιητή. Όπως ξέρουμε, ο Χριστοδούλου σήμερα δεν
είναι μόνο ποιητής, αλλά είναι κι ένας διηγηματογράφος από τους πιο
σημαντικούς του καιρού μας. Αλλά εκτός απ’ όλα αυτά με το Χριστοδούλου
μας συνδέει, όπως είπα, το κοινό έργο, ένα έργο όπως ήταν ο «Καημός», το «Παράπονο», το «Βράχο, βράχο»,
που δεν ήταν απλά τραγούδια, τουλάχιστον για μας, αλλά ήταν ορισμένοι
σταθμοί, ολόκληρα ορόσημα. Χάρη σ’ αυτή τη συνεργασία και την
αντανάκλαση που είχε αυτή η συνεργασία, μπορέσαμε να σπάσουμε τα
φράγματα των αριθμών και να περάσουμε στις εκατοντάδες χιλιάδες,
εκατομμύρια και το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, χάρη σ’ αυτά τα τραγούδια,
ειδικά του Χριστοδούλου, να μπορέσει να γίνει ένα πραγματικά λαϊκό τραγούδι και να ανοίξει παραπέρα τους δρόμους για το έντεχνο λαϊκό τραγούδι» (1).
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι έκρυθμη. Ο λαός αγωνίζεται
καθημερινά, για να πραγματοποιήσει το όραμά του για κοινωνική
δικαιοσύνη, καλύτερη παιδεία, ανώτερο βιοτικό επίπεδο… Μέσα σ’ αυτό το
«κλίμα», ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφοντας στην Ελλάδα, από τη Γαλλία που
βρισκόταν για μουσικές σπουδές, ηχογραφεί τον «Επιτάφιο»
σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, το οποίο έχει συνθέσει στο Παρίσι το 1958, σε
δυο εκτελέσεις. Με τη Νάνα Μούσχουρη, σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι
και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστ το Μανώλη Χιώτη. Είναι η εποχή
που ο Θεοδωράκης, όντας ο ίδιος «μαθητής του Τσιτσάνη» -όπως δηλώνει στα
1960- γράφει σπουδαίες μελωδίες, κυρίως πάνω στο ζεϊμπέκικο και στο
χασάπικο, ενορχηστρώνοντάς τις με λαϊκά όργανα, με προεξάρχοντες το Μανώλη Χιώτη,
αρχικά και τους Γιώργο Ζαμπέτα και «Λάκη-Κωστάκη» (Καρνέζη-Παπαδόπουλο)
στη συνέχεια. Ο Μίκης τοποθετεί την υψηλή ποίηση στο πεντάγραμμο και οι
φωνές του Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, που
βρίσκονται στον «κολοφώνα» της δόξας τους, της Μαίρης Λίντα, λιγότερο
του Πάνου Γαβαλά, της Γιώτας Λύδια, της Πόλυς Πάνου και φυσικά του
«σημαιοφόρου» Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη
αργότερα, γίνονται το όχημα για να περάσει στο πανελλήνιο, αυτό το νέο
είδος του τραγουδιού, που βασίζεται στην ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη,
του Ελύτη, του Μιχάλη Κατσαρού, του Βάρναλη αλλά και των πιο «λαϊκών»
ποιητών, Λειβαδίτη, Γκάτσου, Ερρίκου Θαλασσινού, Βίρβου, Ελευθερίου,
Γιάννη Θεοδωράκη και φυσικά του Δημήτρη Χριστοδούλου…
Ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται και πάλι στη συνεργασία του με το Χριστοδούλου…
«Στο
μεταξύ η συνάντησή και συνεργασία μου με δυο νεότερους ποιητές – τον
Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου – θα βοηθούσε τη μουσική μου
να ακολουθήσει νέους δρόμους. Μαζί τους ολοκλήρωσα δυο μεγάλους λαϊκούς
κύκλους τραγουδιών μου, το «Αρχιπέλαγος» και την «Πολιτεία».
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου μου έδωσε στίχους. Έγραψε μια σειρά ποιήματα
εμπνευσμένος απ’ τη μέθη εκείνης της εποχής κι εγώ κουβαλούσα μαζί μου
τους στίχους του και τους στίχους του Λειβαδίτη στις σκοτεινές πόλης της
Ευρώπης, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Με τη μικρή Μαργαρίτα στα πόδια
μου, συνέθεσα έτσι πάνω στα ποιήματα των Χριστοδούλου και Λειβαδίτη τα
υπόλοιπα τραγούδια του «Αρχιπελάγους» και της «Πολιτείας», δηλαδή τα «Θ’ αφήσω τη μανούλα μου», «Φεύγω μακριά πατρίδα μου», «Καημός», «Βράχο βράχο», «Παράπονο» του Χριστοδούλου και το «Έχω μια αγάπη» του Λειβαδίτη. Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το «Βράχο βράχο»,
που έσπασε τότε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων, ήταν ήδη ένας βασιλιάς του
λαϊκού τραγουδιού. Όμως μαζί μου θυμήθηκε τον άλλο εαυτό του, τον
καταπιεσμένο, της προσφυγιάς και της Μακρονήσου, έτσι που έβγαλε όλη την
τρυφερότητα και την αγάπη που τον πλημμυρίζανε. Γίναμε φίλοι κολλητοί.
Μαζί φυσικά κι η Μαρινέλλα. Συχνά κοιμόμασταν κάτω απ ’την ίδια στέγη,
ιδιαίτερα μετά τα λουκούλεια γεύματα στη Δροσιά, με πεϊνερλί και όλες
τις ποντιακές λιχουδιές.» (2)
Το 1960 και 1961 λοιπόν, ηχογραφείται το «Αρχιπέλαγος»,
με τον Μπιθικώτση και τη Μαίρη Λίντα. Μια σειρά από πιο «δροσερά» και
πιο «ελαφρά» στο περιεχόμενό τους τραγούδια, που θα λέγαμε πως φέρουν
μαζί τους την «αύρα» του Αιγαίου… Ανάμεσά τους και τα δυο πρώτα της
συνεργασίας Θεοδωράκη-Χριστοδούλου «Φεύγω μακριά πατρίδα μου» και «Θ’ αφήσω τη μανούλα μου». Δυο τραγούδια της ξενιτιάς, όπως και ο «Μετανάστης» που γράφεται στις 21 Μαρτίου του ’61 με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα και μαζί με τα θρυλικά «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Παράπονο» και «Είναι μεγάλος ο καημός», αποτελούν τα μισά από τα τραγούδια του κύκλου «Πολιτεία Α’». Το «Βράχο βράχο»,
ενδεχομένως, λόγω της μουσικής του ιδιομορφίας και ρυθμολογίας, να
ταίριαζε περισσότερο στο «Αρχιπέλαγος» παρά στην «Πολιτεία». Λίγο μετά
θα ηχογραφηθεί και από τον Πάνο Γαβαλά, σε μια εκτέλεση που θα περάσει
απαρατήρητη. Τα τραγούδια «εισβάλλουν» στα τζουκ-μποξ, παρέα με τα λαϊκά
του Καζαντζίδη, του Περπινιάδη και του Αγγελόπουλου… Ο Θεοδωράκης
ξεκινά λαϊκές συναυλίες σε θέατρα παρουσιάζοντας τα έργα του… Στο
δίσκο-ντοκουμέντο «Η συναυλία στο Κεντρικόν» (Philips
1985), αποτυπώνονται πέντε από τα τραγούδια της «Πολιτείας» με τον
Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα και το Χιώτη, από συναυλίες που έγιναν στο
ομώνυμο θέατρο, στις 20 & 22 Μαρτίου 1961… Μια μέρα πριν και μια
μέρα μετά την ηχογράφηση τους σε δίσκο δηλαδή… (Το 1983 ο Καζαντζίδης
ερμηνεύει το «Παράπονο» στην εκπομπή των «Ρεπόρτερς» στην ΕΡΤ-2. Η ηχογράφηση αυτή συμπεριλαμβάνεται το 1993 στη συλλογή της MBI «Άπονες εξουσίες»). Ο Καζαντζίδης ακούγεται
σε κάτι άλλο ξεχωριστό, απ’ ότι συνήθως τραγουδά εκείνη την εποχή… Πόσο
διαφορετικά όμως, είναι τα θέματα της «Πολιτείας» από τις μέχρι τότε
επιλογές του; Τι λέει ο ποιητής με το «Είναι βαριά η μοναξιά, είναι
πικρά τα βράχια, παράπονο η θάλασσα και μού ‘πνιξε τα μάτια… Βράχο,
βράχο τον καημό μου, τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε
μάνα θα σε δω…»; Πώς αλλιώς να μιλήσει για τα βάσανα της εξορίας, που ταλάνισαν επί σειρά ετών τη χώρα; Και ποιά η θεματολογική διαφορά του «Η κοινωνία με κατακρίνει μ’ έχει αδικήσει στ’ αληθινά και το κορμί μου στιγμή δεν παύει να τυραννιέται και να πονά…» που τραγουδά ο Καζαντζίδης το 1955, από το «Εγώ περπάτησα γυμνός, εγώ βαδίζω μόνος μού ‘γινε ρούχο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος»; Καμιά… Και φυσικά «φεύγω γιατί με πίκρανε η φτώχεια και ο πόνος», ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια για το πιο καυτό θέμα της εποχής… Τη μετανάστευση…
Ο Χριστοδούλου, με το ήθος της γραφής του, πρωτοτυπεί, ανοίγει νέους
δρόμους, συνδυάζοντας την αμεσότητα και την ανθρωπιά στο στίχο, με τον
κοινωνικό λόγο… Είναι λυρικός και πολιτικός συνάμα, χωρίς να γίνεται
απλοϊκός ή λαϊκιστής…
Ο ποιητής μιλώντας για τη συνεργασία του με το Θεοδωράκη λέει πως: (1)
«Τότε
έρχεται ένα άλλο πρόσωπο. Ο Μίκης Θεοδωράκης. Μια προσωπικότητα που
γεννιέται κι αυτή μ’ όλη αυτή τη γενιά, μαζί, μεγαλώνει, περνάει από το
καμίνι και διακρίνει πως το δράμα αυτού του λαού είναι πέρα από τη
διακόσμηση, πέρα από την ωραιοποίηση και γίνεται πιο μετωπικό. Θα ’λεγε
κανείς είναι πιο αδρός, πιο δωρικός. Και ανοίγει αυτό
που λέμε τραγούδι της δεκαετίας του ’60. Ο Θεοδωράκης δηλαδή και ο
«Επιτάφιος». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θεοδωράκης αρχίζει με τον
«Επιτάφιο». Απευθύνεται δηλαδή σ’ αυτό το λαό από τη μεριά του θρήνου,
γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο θρήνος υπάρχει, δεν υπάρχει θρίαμβος.
Έτσι λοιπόν ο λαός αυτός, με τον δυναμισμό που τον διακρίνει, το θρήνο
θα τον μετατρέψει σε αγώνα. Αυτός ο λαός με τον «Επιτάφιο» είχε φτάσει
στην ευτυχία κι ας τραγούδαγε ένα φόνο. Μια περίπτωση φόνου, γιατί ο
φόνος ήταν καθολικός. Ο Μίκης Θεοδωράκης με όλα τα εσωτερικά μέσα που
διαθέτει, θα εγείρει αυτό τον κόσμο και θα τον πάει από τη λησμονιά στη
μνήμη. Και είναι γνωστό πως όταν η μνήμη μπαίνει στους ανθρώπους,
αρχίζει η ποίηση. Αλλά η ποίηση μόνη της απαιτεί ή έναν λαό που ζει με
την ποίηση, που διαλέγεται με την ποίηση, κάνει κοινωνική ζωή με την
ποίηση ή στους μοντέρνους καιρούς μας, όπως έχουμε παρατηρήσει, καθώς
έχει μπει η ποίηση μέσα στους κλειστούς χώρους, είναι μια τέχνη που
δύσκολα ενώνει τους ανθρώπους. Η μουσική όμως είναι ένας ελεύθερος
χώρος, ένας χώρος ο οποίος ποτέ δεν κλείστηκε σε βαθμό που να φτάσει σ’
ένα δωμάτιο, όπως κάποτε ή και σήμερα ακόμα η ποίηση. Έτσι λοιπόν, πολύ
σωστά ο πανευφυής Θεοδωράκης συνέλαβε και αναγνώρισε μέσα του μια
ιστορική αλήθεια. Πως για να πάει η ποίηση στον κόσμο, πρέπει να ανέβει και στα φτερά της μουσικής.
Ήταν
αναγκαίο να βρει ο λαός την έκφρασή του, να βρει το δικό του χώρο, να
βρει τους δρόμους για να εκφράσει τα δικά του προβλήματα. Μέχρι τότε, ο
λαός απλώς διασκεδάζει. Νομίζει… Στην επιφάνεια συμβαίνει αυτό… Αλλά
μέσα βαθιά υπάρχει μια τρομερή πληγή που λέγεται κατοχή, πόλεμος, ήττα.
Κουβεντιάζοντας με το Θεοδωράκη για όλα αυτά τα πράγματα, φτάσαμε στο
συμπέρασμα πως πρέπει να πλατύνει το τραγούδι, να
γεμίσει η χώρα από την ποίηση και μπήκε ξαφνικά ένα πάρα πολύ σοβαρό
πρόβλημα. Κι αυτό όχι από μας. Αλλά απ' το περιβάλλον. Τι σημαίνει η
ποίηση περασμένη σε μελωδίες, όπου κυριαρχεί το μπουζούκι; Το μπουζούκι
το περιφρονημένο, για να μην πω από ορισμένες πλευρές κατάπτυστο. Ο
ποιητής, η ποίηση και το μπουζούκι; Βέβαια τους δικαιολογώ. Δεν
μπορούσαν να καταλάβουν ότι το όργανο που κρατάει ο Μακρυγιάννης, μπορεί
να το κρατήσει και ο Βαμβακάρης και ο Χιώτης και όλοι οι νεότεροι. Τα
όργανα δεν είναι εκείνα που κάνουν την έκφραση, τα όργανα μ’ αυτό που
εκφράζουν αξιοποιούνται. Στην πορεία του τραγουδιού με την ποίηση μαζί,
μπήκανε πολλά ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα ήτανε γιατί όλο αυτό το πράγμα
να γίνει με βάση το μπουζούκι, που ήταν περιθωριακό.
Δικαιώθηκε. Το άλλο ερώτημα ήτανε, αν πρέπει η ποίηση να μελοποιείται.
Κι αυτό δικαιώθηκε. Καλώς μελοποιήθηκε. Ένα άλλο ερώτημα που μπήκε είναι
εάν η ποίηση, βγαίνοντας με τη μουσική πλατιά στον κόσμο, ωφελήθηκε ή
έχασε. Δεν ξέρω πόσο κατάλαβε ο κόσμος την ποίηση αλλά ένα είναι βέβαιο.
Πληροφορήθηκε ότι υπάρχει ποίηση, υπάρχουν ποιητές και υπάρχει μια άλλη
ματιά για τη ζωή, για το φαινόμενο της ζωής, μια προϋπόθεση δηλαδή για
να πλουτιστεί περισσότερο η ψυχή του ανθρώπου.
Όταν ο Μίκης θα
μου μιλήσει για τραγούδια - γιατί ο «Επιτάφιος» είναι μία σύνθεση - του
λέω ότι έχω μια σειρά τραγούδια και θα στα δώσω να τα δεις… Αν σου
κάνουν τα προχωρείς, αλλιώτικα βλέπουμε…»
Το χειμώνα του 1961-62 ανεβαίνει στο θέατρο «Παρκ» η επιθεώρηση «Όμορφη πόλη». Ο Μπιθικώτσης ερμηνεύει σε β’ εκτέλεση τον «Καημό»,
σε μια τελείως διαφορετική, λυρικότερη προσέγγιση με την προσθήκη
χορωδίας, ενώ από τότε θα ακολουθήσουν δεκάδες και ποικίλες εκτελέσεις,
από τους πιο σημαντικούς, μέχρι τους πιο «απίθανους» τραγουδιστές και σε
πολλές γλώσσες… Ίσως ο «Καημός» να είναι, μετά το «Ζορμπά», το τραγούδι
του Θεοδωράκη με τις περισσότερες ηχογραφήσεις παγκοσμίως. Στην ίδια
παράσταση η Ντόρα Γιαννακοπούλου, με την ιδιαίτερη ερμηνεία της, τραγουδά τρία λυρικά τραγούδια σε στίχους Χριστοδούλου, τα «Όταν με δείτε να μιλώ», «Εκείνος που μας χάθηκε» και «Θλιμμένη ματιά».
Το 1962 επίσης, στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη «Ψηλά τα χέρια
Χίτλερ», με το Θανάση Βέγγο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, ο Μπιθικώτσης,
χωρίς να εμφανίζεται, τραγουδά το ζεϊμπέκικο «Έχει η νύχτα θάνατο», σε μια εκτέλεση που θα εκδοθεί στη δισκογραφία το 1988 στην κασετίνα 10 δίσκων «Θεοδωράκης».
Έχουν
γραφτεί πολλά για την επιτυχημένη «χημεία» της συνεργασίας Θεοδωράκη,
Μπιθικώτση, που απέφερε όλα αυτά τα τραγούδια. Ακούγοντας τα
συγκλονιστικά «Γωνιά, γωνιά» και «Βραδιάζει» από την «Πολιτεία Β’», που
ηχογραφείται το 1964, δεν μπορώ παρά, σ’ αυτή τη «χημική» συνύπαρξη, να
προσθέσω και το όνομα του Δημήτρη Χριστοδούλου…
Το 1966 η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά «Κουράστηκα να σε κρατώ» στον «Κύκλο Φαραντούρη». Το τραγούδι ηχογραφείται εκείνη τη χρονιά και από τον Μπιθικώτση.
Μετά τη χούντα, ο Θεοδωράκης, ξανανταμώνει δισκογραφικά, τόσο με τον
Μπιθικώτση, όσο και με τον Χριστοδούλου, το 1978 και πάλι στην Columbia,
όπως και σε όλα τα προηγούμενα έργα τους, με τον κύκλο τραγουδιών «Οκτώβρης ‘78».
Ο δίσκος εκδίδεται σε μια εποχή που το πολιτικό τραγούδι (όπως αυτό
επικράτησε μετά την μεταπολίτευση) έχει αρχίσει να «φθίνει». Σ’ αυτό τον
δίσκο ο Μπιθικώτσης, ο οποίος μπορεί να μην έχει πλέον τη «δυναμική»
του '60 ή του ’65, αλλά είναι πάντα ένας μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής,
τραγουδά τη «Νύχτα», ένα πολύ ωραίο χασάπικο…
Σύμφωνα με την καταγραφή του υλικού του Μίκη Θεοδωράκη από τον Αστέρη Κούτουλα, υπάρχουν άλλα δυο ανέκδοτα τραγούδια του σε στίχους του Χριστοδούλου, τα «Τη νύχτα μεσημέρι» από τα πρώτα χρόνια του ’60 και «Για πού πηγαίνεις μόνος» το 1979. (4)
Κλείνουμε, αφήνοντας και πάλι το λόγο στον ποιητή:
«Θυμάμαι
την περίοδο Θεοδωράκη που γίνεται η έκρηξη. Το τραγούδι αυτό δεν πέρασε
έτσι τυχαία. Όταν δηλαδή στις συναυλίες μας πυροβολήσανε, μας ρίξανε
πέτρες, υπάρχει ένα υπόβαθρο αγωνιστικό από κάτω, φαίνεται ότι τα σπουδαία πράγματα δεν περνάνε μπροστά χωρίς αγώνα.
Έτσι λοιπόν μπήκαμε στη μεγάλη λεωφόρο του τραγουδιού, το αγάπησε ο
λαός, ξεπέρασε τις αναστολές του, έγινε πιο ελεύθερος, έφτασε ακόμα, να
τον συντροφεύσει και σε πολύ μεγάλες στιγμές του αγώνα του…» (3)
Πηγές:
1: Αφιέρωμα στο Δημήτρη Χριστοδούλου στην ΕΡΤ (1984-85)
2: Μίκης Θεοδωράκης «Μελοποιημένη ποίηση- Α’ τόμος» (Ύψιλον 1997)
3: Αφιέρωμα στο Δημήτρη Χριστοδούλου στην εκπομπή του Γιώργου Σγουράκη «Μονόγραμμα» στην ΕΡΤ το 1986
4: Αστέρης Κούτουλας «Ο μουσικός Θεοδωράκης» (Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη 1998)
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΗΧΗΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΝΤΕΟ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ, ΠΑΤΩΝΤΑΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Πάρτε μέρος στον διάλογο.
Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.