Ο Παύλος που δεν σήκωνε τ’ άδικο - Της Αναστασίας Βούλγαρη

18/9/2013 "Σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί"

Πώς να μιλήσω για σένα Παύλο Φύσσα και να μην χαμηλώσω τα μάτια μου;

Το παραδέχτηκαν δημόσια οι φασίστες ότι αυτοί σε δολοφόνησαν. Πρώτη φορά στην Ελλάδα φασίστες κάνουν τέτοια κυνική ομολογία και γύρω μας επικρατεί σιωπή.

Στα χρόνια τ’ αλλοτινά, στα χρόνια με τις μεγάλες μνήμες, εκείνες τις μνήμες που ζωντανές μέσα σου κρατούσες, οι Έλληνες θα είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, φωνάζοντας «τσακίστε τους φασίστες!». Και θα τους τσάκιζαν. Εκείνοι οι Έλληνες… εκείνα τα λιοντάρια, που τόσο τους έμοιαζες.

Πώς να μιλήσω για σένα και να μην ραγίσουν όλα γύρω μου;

Το’ χες τραγουδήσει από το 2012…

"Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθαίνεις
όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα
με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία
Έλληνας κι ότι συνάδει αυτό όχι μια σημαία
μελανοχίτωνας γόνος τού Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη
κι αν όντως ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη
με δυο καταδίκες βαριές φορτωμένος πάνω στην πλάτη
δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα… "

Γιατί εσύ, Παύλο, τα τραγούδια σου τα έκανες πράξη. Και είπες…

"πήρα τ' άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν
ήταν δύσβατο σκληρό και με παγίδες πολλές
αγάπες σκάρτες και φίλοι φαρμακερές οχιές
είχε τέρατα με παράξενες στολές
που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μέσ' στις σκιές
μην κοντοσταθείς αν πρόκειται ν' ακολουθήσεις
τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις
εγώ το πήγα και το έφτασα στο τέρμα
κι όπως γράφουν στα βιβλία οι παλιοί σοφοί
όταν θα φτάσει ο ήλιος στο τελευταίο γέρμα
θα βάλουνε φωτιά από ψηλά οι αετοί…"

Και Έγινες αετός. Κι έβαλες, με τα τραγούδια σου και την στάση ζωής σου, φωτιά στα λημέρια των φασιστών, στ’ αποβράσματα των χιτών και των ταγματαλητών. Γι αυτό οι φασίστες σε δολοφόνησαν.

Μάζευες γύρω σου τα παιδιά - χιλιάδες ωραία παιδιά- και τους τραγουδούσες για το δίκιο, την αγάπη, την αλληλεγγύη.

Γιατί εσύ, Παύλο, τ’ άδικο δεν το σήκωνες. Γι αυτό οι ναζίδες σε δολοφόνησαν.

Σ’ αγαπούσαν όλα τα παιδιά, σε θαύμαζαν. Εσύ σεμνός κι ωραίος σαν Έλληνας, άπλωνες το χαμόγελο και μοίραζες ώριμη οργή. Οργή συνείδησης, ανθρωπιάς κι ενότητας.

Αυτό οι φασίστες δεν το σήκωσαν. Γιατί ήξεραν ότι εσύ μπορούσες να ενώσεις τα παιδιά… Γι αυτό σε δολοφόνησαν.

Ήσουν ένας εργάτης ποιητής με συνείδηση ταξική. Γι αυτό οι ναζίδες σε δολοφόνησαν.

Γιατί τ’ άδικο, Παύλο, δεν το σήκωνες. Και είπες…

"Είδα ένα κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά μου
είδα νταβατζιλίκια επάνω στα όνειρα μου
είδα τον παππού μου να τρώει ξύλο από μπάτσους
είδα τη χώρα μου να κατακλύζεται από τσάτσους
είδα ένα κόσμο να γεμίζει από μπόμπες
και μικρά παιδιά να παίζουνε μέσα σε κατακόμβες
στάσου λίγο γιατί είναι λεπτό αυτό το θέμα
είδα κι άλλα παιδιά που ήταν πνιγμένα μες το αίμα
είδα να κόβουνε το Γιάννη απ' την δισκογραφία
για το καλό μου είπανε πως ήταν η αιτία
είδα να σκοτώνουνε τον έρωτα χωρίς αιδώ
τώρα τον πουλάνε στα περίπτερα δύο ευρώ
είδα μια τεράστια πλεκτάνη και μια παγίδα
υπό την αιγίδα κάποιων που μοιάζανε στο Μίδα…"

Εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη του 2013 ο αέρας μύριζε θάνατο. Στον Πειραιά, λίγες μέρες πριν, οι φασίστες είχαν επιτεθεί στους κομμουνιστές. Κι ο Μίκης είπε ότι οι φασίστες διψούν για αίμα και θα' χουμε νεκρό. Και πάλι οι βολεμένοι, οι χορτασμένοι κοσμοπολίτες γελάσανε μαζί του.

Τί ξέρουν για το Κερατσίνι αυτοί; Το χέρι του φασίστα όπλισαν με την δική τους ανοχή.

Τί ξέρουν όλοι αυτοί για σένα; Για την γενιά σου, για τα παιδιά στις γειτονιές του Πειραιά; Τί ξέρουν; Τί ξέρουμε όλοι εμείς;

Ο θάνατός σου ήταν ο δικός τους εξευτελισμός. Όλων μας.

Αφήσαμε τους φασίστες να σε σκοτώσουν. Δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος να βαστάξει τέτοια ντροπή.

Τα μόνα δάκρυα που σου αξίζουν είναι εκείνα των δικών σου, των χιλιάδων παιδιών που σε πίστεψαν, σε αγάπησαν, σε ακολούθησαν. Των παιδιών που περίμεναν… που περιμένουν… Μην δεχτείς τα δικά μας.

Γιατί εσύ, Παύλο Φύσσα, τον ήλιο της δικαιοσύνης κατάματα τον κοίταξες. Γι αυτό οι ναζί σε δολοφόνησαν.

Στην μνήμη σου, επάνω στο μνήμα σου, ευλαβικά ακουμπάμε τα λόγια του ποιητή της ρωμιοσύνης, της εργατιάς και της λευτεριάς.

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται τα κορίτσια στο παγκάκι του κήπου
με χρωματιστά φορέματα και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό
πολλές σημαίες να ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται κι εσένα να σου λείπουν τα χέρια
δυο κορμιά να παίρνονται κι συ να κοιμάσαι κάτω από το χώμα.
και τα κουμπιά του σακακιού σου να αντέχουν πιότερο από σένα κάτω απ’ το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου που τόσο αγάπησε τον κόσμο θα ‘χει λιώσει.
(…)
Να λείπεις
δεν είναι τίποτα να λείπεις,
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει
θα’ σαι για πάντα μέσα σε όλα εκείνα
που γι αυτά έχεις λείψει,
θα ‘σαι για πάντα
μέσα σε όλο τον κόσμο.
(Γιάννης Ρίτσος) 

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

Αναστασία Βούλγαρη
18 Σεπτεμβρίου 2015

Σχόλια