Ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα


Σήμερα, Τρίτη, 21 Ιουλίου 2015,  συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη δολοφονία του φοιτητή «Λαμπράκη» Σωτήρη Πέτρουλα.
Ο Σωτήρης Πέτρουλας γεννήθηκε το 1942 στο Οίτυλο της Μάνης. Η οικογένειά του κατέφυγε στην Αθήνα, για να γλυτώσει από τους διωγμούς κατά την περίοδο του Εμφυλίου.
31 μέλη της οικογένειας Πέτρουλα[1] δολοφονήθηκαν κατά την περίοδο 1943-1950.
Ο Σωτήρης ήταν ο μοναδικός Πέτρουλας που κηδεύτηκε. Οι υπόλοιποι είχαν ταφεί σε ομαδικούς τάφους. 
Χρονικό
Σύμφωνα με τη διήγηση[2] του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνη την περίοδο οι Λαμπράκηδες, κάθε μέρα,  οργάνωναν κι από μία διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Ο Σωτήρης ήταν μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη.
ΜΙΚΗΣ: Οι διαδηλώσεις ξεκινούσαν γύρω στις πέντε με έξι το απόγευμα, η πορεία γινόταν πάντα από την Ομόνοια, ανέβαιναν τη Σταδίου, διαδήλωναν μπροστά στη Βουλή και κατέβαιναν την Πανεπιστημίου […] κατεβαίναμε κάτω πενήντα χιλιάδες κάθε βράδυ….
Συνεχείς συγκρούσεις με την αστυνομία.
ΜΙΚΗΣ: Οι αστυφύλακες είχαν κλομπ, οι Λαμπράκηδες είχαν κάτι ρόπαλα, και γίνονταν μάχες με κλομπ και ρόπαλα. Άνοιγαν κεφάλια αστυνομικών, αλλά και Λαμπράκηδων. Η αναλογία ήταν ένας αστυνομικός με πέντε έξι Λαμπράκηδες…

Η αστυνομία εξαφανίζει τη σωρό του Πέτρουλα


Στις 21 Ιουλίου, η αστυνομία επιτίθεται στους διαδηλωτές. Χτυπούν λυσσαλέα τους διαδηλωτές. Στην οδό Σταδίου και Χρ. Λαδά, η αστυνομία χτυπά θανάσιμα τον Πέτρουλα.
Το πεσμένο  σώμα τού Σωτήρη  εξαφανίζεται.
Οι Λαμπράκηδες μάταια αναζητούν τη σωρό του. Ειδοποιούν τον Μίκη, ο οποίος ήταν τότε βουλευτής της ΕΔΑ. Ο Μίκης μαθαίνει ότι η σωρός του νεκρού βρίσκεται στον Ευαγγελισμό.
Τρέχει εκεί, η πληροφορία είναι λάθος. Μαζί με στελέχη των Λαμπράκηδων, σπεύδει στα γραφεία της Ένωσης Κέντρου, συνομιλεί με τον Κακλαμάνη και τον Παναγούλη και τους λέει:
ΜΙΚΗΣ: Θέλουμε να μεσολαβήσετε να πάμε όλοι μαζί να πάρουμε το πτώμα του Πέτρουλα να τον θάψουμε.[…]
Μέχρι τις τρεις το πρωί αναζητούν τον νεκρό Σωτήρη. Τίποτα…
Τα ξημερώματα ο Παπαδημητρίου, ο βουλευτής της ΕΔΑ στη Β’ Πειραιώς τηλεφωνεί στον Μίκη.
ΜΙΚΗΣ: «Μίκη», μου λέει, ξεκίνα κι έλα στο Τρίτο Νεκροταφείο, εδώ έχω απέναντί μου έναν Εισαγγελέα, έχω απέναντί μου τον αστυνομικό διευθυντή και είναι έτοιμοι να θάψουν τον Πέτρουλα. Και δεν τον θάβουν ακόμη», λέει,  «διότι ο παπάς τούς είπε ότι η ορθόδοξη εκκλησία απαγορεύει να θάβουν κάποιον τη νύχτα, πρέπει να βγει ο ήλιος. Αλλά μόλις σκάσει ο ήλιος, σε λίγο, θα τον θάψουν. Λοιπόν, τρέξε, εδώ πέρα, να δούμε τί θα κάνουμε».
Η αστυνομία αρνείται να παραδώσει το σώμα του Σωτήρη στην μητέρα του
Ο Μίκης πηγαίνει στο Τρίτο Νεκροταφείο. Είναι γεμάτο αστυφύλακες. Συναντά τον Παπαδημητρίου.
ΜΙΚΗΣ: Βλέπω τον εισαγγελέα, βλέπω το διοικητή της αστυνομίας. Ακούω κάτι κλάματα, κάτι λυγμούς. «Τί είναι αυτά;» Ρωτάω. Ήταν η μάνα του, στο κυλικείο. Είχε έρθει η μητέρα του Πέτρουλα […]. Ήρθε η μάνα μαζί με άλλες γυναίκες και άρχισαν το θρήνο. Μανιάτισσες αυτές, ακούγονταν από μακριά οι φωνές. Κοιτάζω καλά καλά τον εισαγγελέα, κοιτάζω το διοικητή. «Τί πρόκειται να κάνετε; Δεν θα αφήσετε να δει η μάνα το παιδί της; Κύριε εισαγγελεύ –έτσι ακριβώς του λέω- δεν έχετε διαβάσει Αντιγόνη; Δεν ξέρετε ότι όταν θάβουν τους νεκρούς, τους πλένουν πριν, τους κλαίνε, τους μοιρολογάνε; Αυτή η «Αντιγόνη» που είναι πλάι, η μάνα του, δεν πρέπει να τον μοιρολογήσει; Δεν πρέπει να τον κλάψει; Πώς θα τολμήσετε να το κάνετε αυτό;».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, εκτελούμε διαταγές».
«Διαταγές; Και θα παραβείτε τους ανθρώπινους αλλά και θείους νόμους;». Τους έλεγα διάφορα τέτοια, αλλά αυτός περίμενε να δει την ώρα που θα βγει ο ήλιος για να τον θάψουν.

Τότε λοιπόν παίρνω στο τηλέφωνο το γραμματέα της Δημοκρατικής Νεολαίας του Πειραιά στο σπίτι του. «Κοιμάσαι;», του λέω. «Τρέχα! Είμαι στο Νεκροταφείο. Θέλω το αργότερο σε μισή ώρα, να μου φέρεις 500 Λαμπράκηδες εδώ πέρα, καιγόμαστε!».
«Τί συμβαίνει», με ρωτάει.
«Θάβουν τον Πέτρουλα», του λέω.
Κλείνω το τηλέφωνο, το παίρνει ο διοικητής της αστυνομίας. «Στείλτε μου πενήντα χωροφύλακες», είπε.
Οι Λαμπράκηδες καταφέρνουν να πάρει η μάνα το σώμα του παιδιού της
Τότε τηλεφωνώ στην Αθήνα. «Θέλω σε μισή ώρα 500 Λαμπράκηδες εδώ. Θα γίνει μάχη, θα σκοτωθούμε. Εγώ», λέω, «θα μπω μπροστά, δεν θα τον θάψουν». Είχα πάρει την ευθύνη.

«Τί θα κάνετε; Θα με σκοτώσετε εμένα; Θα γαντζωθώ επάνω του και θα πέσω στον τάφο μαζί του. Και γρήγορα», λέω, «πρινέρθουν οι Λαμπράκηδες, γιατί θα έρθουν με άγριες διαθέσεις».

Καθώς μιλούσαμε, λοιπόν, μπαίνουν μέσα οι Λαμπράκηδες. «Τί κάθεστε;», λέω. «Μαζέψτε πέτρες, θα γίνει πετροπόλεμος εδώ». Μπροστά στους αστυφύλακες. Τρέχουν οι Λαμπράκηδες, λοιπόν, και άρχισαν να γίνονται σωροί από πέτρες…

Από δω οι χωροφύλακες, από εκεί βουνά οι πέτρες που μάζεψαν οι Λαμπράκηδες. Είχε γίνει πραγματικά ένα βουνό από πέτρες. Μπορώ να πω δυο μέτρα πέτρες, κάτι τεράστιες κοτρόνες! Και γύρω γύρω Λαμπράκηδες. Του έλεγα: «Θα μας φτάσετε στην εποχή του λίθου, κύριε εισαγγελέα».

Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, αυτοί τηλεφωνούσαν. Ήταν, νομίζω, ο ναύαρχος Τούμπας, τότε υπουργός, αυτός ήταν υπεύθυνος. Και ανοιχτά πια άρχισαν να του λένε: «Κύριε υπουργέ, εδώ έρχονται εκατοντάδες Λαμπράκηδες, έχουν πέτρες, θα γίνει αιματοχυσία…, εδώ είναι ανένδοτος ο κύριος Θεοδωράκης, θα μπει στο φέρετρο…».

Βγήκε ο ήλιος στο μεταξύ, αυτοί δίσταζαν. Όσο ήταν οι πέτρες, οι Λαμπράκηδες κι εγώ φώναζα μέσα, κερδίζαμε πόντους. Έλεγαν διάφορα και μια στιγμή πήγε και τηλεφώνησε κρυφά από εμένα και ήρθε κάποιος απέξω και μου είπε:
«Κύριε Θεοδωράκη, ακολουθείστε με».
«Πού με πάτε;», ρωτάω.
«Ελάτε να δείτε τον Πέτρουλα».
Ούτε η μάνα του δεν τον είχε δει! Με πάει λοιπόν στο παρεκκλήσι. Ανοίγει την πόρτα, εκεί ήταν ένα τραπέζι και τον είχαν στο τραπέζι επάνω. Καθώς έμπαινε ο ήλιος μέσα, τον φώτιζε. Ήταν ο Πέτρουλας, γυμνός… Είχε επάνω του ένα σεντόνι ματωμένο. Είχε τα μάτια του ανοιχτά. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ανοιχτά-έτσι ήταν σαν ζωντανός.

Πάω πάνω του, τόσο… ζωντανός, πολύ ζωντανός, ωραίο παιδί, πραγματικά παλικάρι… Τα μάτια του ανοιχτά.  

Λέω: «Τί γίνεται, δεν θα αφήσετε τη μάνα του να μπει μέσα να τον δει»;
«Δεν ξέρω εγώ, ρωτήστε τον προϊστάμενό μου», μου είπε ένας χωροφύλακας.
Πάω εκεί: «Τί θα γίνει; Θα τη φωνάξω εγώ να πάει»…

Εν τω μεταξύ είχαν αγριέψει πλέον οι Λαμπράκηδες, είχαν πάρει τις πέτρες στα χέρια τους, απειλούσαν τους χωροφύλακες, ήταν απέναντι. Πέρασε η ώρα, είχα πάει εννιά, δέκα η ώρα, δεν τον έβγαλαν για ταφή, δεν άφηναν τη μάνα του να πάει να τον δει. Τελικά έρχεται η διαταγή ότι ο Πέτρουλας δεν θα ταφεί, θα πάει στο νεκροτομείο και από εκεί θα δοθεί στους δικούς του και η ταφή θα γίνει την επόμενη. Αμέσως, με τα σινιάλα που είχαμε εμείς, μαζεύτηκε ο κόσμος στους δρόμους σε μισή ώρα. Όλοι οι δρόμοι που θα πήγαιναν στο νεκροτομείο ήταν γεμάτοι. Εγώ πίσω από τη νεκροφόρα, η μύτη μου ακριβώς πλάι στη νεκροφόρα.

Καθώς τον έβγαζαν στο νεκροτομείο, ήρθαν κάποιοι αστυφύλακες να με πιάσουν και ήταν ένας εισαγγελέας ο οποίος ήταν ευμενώς διατεθειμένος απέναντί μου.

Του λέω: «Αυτός είναι Μανιάτης, εγώ είμαι Κρητικός. Κύριε Εισαγγελέα θα το πάμε για βεντέτα» […]

Τον πήγαμε λοιπόν τον Πέτρουλα στο σπίτι, όπου άρχισε το μοιρολόι η μάνα του. Φαίνεται –επειδή αρχικά σχεδίαζαν να τον θάψουν γρήγορα- δεν του έβαλαν φορμόλη και το πτώμα άρχισε να μυρίζει μέσα στο σπίτι του. Η μητέρα του να ουρλιάζει, φοβερά πράματα…Συνεδριάσαμε στους Λαμπράκηδες για να αποφασίσουμε να του κάνουμε ταρίχευση. «Φορμόλη, να αγοράσουμε φορμόλη». Βρήκαμε γιατρούς στο σπίτι, πήγαν στο σπίτι του και έβαλαν αυτές τις ουσίες. Μετά από όλο αυτό το μακάβριο σκηνικό της φορμόλης, συζητούσαμε πώς θα γίνει η κηδεία, όλ’ αυτά. 

Εκεί λοιπόν, μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, έγραψα το τραγούδι «Σε πήρε ο Λαμπράκης»

Λέω: «Πρέπει αύριο τα παιδιά να τραγουδήσουν αυτό το τραγούδι».

Και αμέσως πήγαμε κάτω, τους το έμαθα, και άρχισε η νεολαία της Αθήνας να κάνει πρόβες για να τραγουδήσει το τραγούδι την άλλη μέρα.

Αυτό ήταν κάτι απόλυτα πολιτικό. Δηλαδή η σύνδεση της τέχνης, της ποίησης, της επανάστασης, του θανάτου, όλα μαζί συνδυασμένα.

Έκανα τις πρόβες με την οργάνωση της Αθήνας, δακτυλογραφήσαμε τα λόγια, τα πήραν οι Λαμπράκηδες, οι οποίοι πήγαιναν στις συνοικίες, και την άλλη μέρα όλοι τραγουδούσαν τον «Σωτήρη Πέτρουλα». 

Την επόμενη οι Λαμπράκηδες αποχαιρέτησαν για πάντα τον Σωτήρη, τραγουδώντας. Και την μεθεπόμενη συνέχισαν τον αγώνα για την Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία της Πατρίδας.
Σήμερα, ο Σωτήρης και οι χιλιάδες Έλληνες αγωνιστές που αγωνίστηκαν, φυλακίστηκαν και έπεσαν για την Πατρίδα, μάς καλούν να συνεχίσουμε τον αγώνα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, ελεύθερη και δυνατή.

Οι συντελεστές του Θεοδωρακισμού/Theodorakism

Εδώ μπορείτε να ακούσετε ολόκληρη τη διήγηση του Μίκη Θεοδωράκη για τα σχετικά γεγονότα. Από τα 36 λεπτά.



[1] Περισσότερα για την οικογένεια Πέτρουλα στο βιβλίο της Δήμητρας Πέτρουλα«Πουν’ η μάνα σου μωρή;», Κέδρος.
[2]Άξιος Εστί, Ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται τη ζωή του στον Γ.Π.Μαλούχο και συνθέτει την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, Λιβάνης, Αθήνα 2004, σ.σ. 574-581
*         Οι υπογραμμίσεις δικές μας, όπως και οι τίτλοι των παραγράφων.

Σχόλια