Μίκης Θεοδωράκης: «Είμαστε μια γενιά των ορθίων»



«Είμαστε ατίθασος λαός και αυτό φάνηκε από τη στάση του Βαρουφάκη προς τον Ντάισελμπλουμ», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, με αφορμή την παράσταση «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», που ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου Badminton.

Παράλληλα, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης αρνήθηκε να σχολιάσει την πορεία των διαπραγματεύσεων και την πολιτική της κυβέρνησης.

«Είμαστε μια γενιά των ορθίων, είμαι από τη γενιά των ορθίων», τόνισε ο Μίκης Θεοδωράκης, και μιλώντας για την ελληνική μουσική υπογράμμισε ότι «είμαστε ανώτεροι από τους Ευρωπαίους. Ο λαός μας έχει μεγάλο μουσικό πλούτο». 

Εξάλλου, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις αναμνήσεις του από την εξορία στη Μακρόνησο. «Έκαναν τους ανθρώπους σκουπίδια. Όταν με χτυπούσαν έβγαζα τόσο αίμα που νόμιζαν ότι πέθανα», τόνισε.

«Με έσωσε η μουσική μου, η κρητική γενιά μου», ανέφερε ο κ. Θεοδωράκης, προσθέτοντας ότι ήταν «κομμουνιστής ως το κόκαλο»

Μαζί με τις εμπειρίες του στη Μακρόνησο, μίλησε και για τα χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι. Εκεί που δημιούργησε τα περισσότερα τραγούδια του «με τη νοσταλγία της Ελλάδας».

Αναφέρθηκε, δε, στις δυσκολίες που γνώρισε. «Έμενα σε ένα αχούρι, οι Γάλλοι δεν μου έδιναν δουλειά», σημείωσε χαρακτηριστικά. 

Τα παιδικά χρόνια

Ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρθηκε και στα παιδικά του χρόνια. «Όταν άκουσα τον Μπετόβεν, αρρώστησα, άλλαξαν όλα, μου φάνηκε διαφορετικός ο κόσμος», είπε. 

«Ήμουν άριστος στα μαθηματικά, αλλά καθόμουν και διάβαζα μουσική, ανακάλυπτα μόνος μου τα μυστικά της». 

Η γνωριμία με τον Μάνο Χατζηδάκι

Παράλληλα, αναφέρθηκε στον Μάνο Χατζηδάκι. «Η επίδραση του Μάνου πάνω μου ήταν καταλυτική», είπε χαρακτηριστικά, ενώ μίλησε και για τη «συνωμοσία» και την απομάκρυνση που δέχτηκε από το οικογενειακό περιβάλλον του μουσικοσυνθέτη λίγο πριν φύγει από τη ζωή. 

«Ήθελα να τον δω έστω και πεθαμένο. Είδα τον Μάνο σε ένα τραπέζι με το στόμα και τα μάτια ανοιχτά. Είπα να του κλείσουν το στόμα, τα μάτια του όμως ήταν σαν ζωντανά όταν με κοιτούσαν. Του είπα καλή αντάμωση και έφυγα». 

Το έργο «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»

Τη μετεμφυλιακή Ελλάδα θα αναβιώσει το μυθικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», το οποίο θα ανέβει στη σκηνή του θεάτρου Μπάντμιντον από τις 18 Μαρτίου έως τις 5 Απριλίου. 

Πρόκειται για ένα από τα εμβληματικότερα έργα του μεγάλου Έλληνα δημιουργού, σε μία ανανεωμένη εκδοχή, που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο συνθέτης, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου.

«Στο θέατρο Μπάντμιντον συνεχίζουμε να γιορτάζουμε τα 90 χρόνια του Μίκη Θεδωράκη μαζί με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη, γιατί μαζί του σχεδιάζουμε τις μουσικές παραστάσεις και τον ευχαριστούμε γι' αυτά τα ανεπανάληπτα έργα που μας έχει προσφέρει» ανέφερε στον χαιρετισμό του ο πρόεδρος του θεάτρου Μπάντμιντον, Μιχάλης Αδάμ, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, παρουσία του δημιουργού.

Το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» είναι μία λαϊκή τραγωδία, εμπνευσμένη από τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό που ξέσπασε μετά από την εθνική εποποιία κατά του φασισμού. 

Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του και 15 χρόνια μετά την πρώτη του «συνάντηση» με το έργο, ο Θανάσης Παπαγεωργίου επανέρχεται σε αυτό και το προσεγγίζει, εκ νέου, με μία σύγχρονη ματιά.

«Θεωρώ τιμή μου που ζω την ίδια εποχή με έναν Θεοδωράκη» δήλωσε ο Θανάσης Παπαγεωργίου και πρόσθεσε: «Επίσης, θεωρώ τιμή που μου εμπιστεύτηκε να κάνω το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού". Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς πρόκειται για ένα θεατρικό έργο γραμμένο από έναν μουσικό. Η θεατρικότητά του είναι διαφορετική, επειδή όλο το βάρος πέφτει στη μουσική και επειδή το τραγούδι φέρει έναν συμβολικό χαρακτήρα μέσα στο έργο. Επιπλέον, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και το στοιχείο του μεταφυσικού, που είναι η εμφάνιση του Χάρου μέσα στο έργο. Αυτά, όμως, για μένα είναι τα δύο αθάνατα στοιχεία του έργου: το τραγούδι και ο θάνατος. Στοιχεία που ποτέ δεν θα χαθούν από τη ζωή» εξήγησε ο σκηνοθέτης.

Για αυτή τη νέα μεγάλη παραγωγή, ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε μία εντελώς καινούργια εκδοχή, επιχειρώντας μία συνομιλία με το παρόν και προσθέτοντας μία ολόκληρη πράξη. Η πρώτη πράξη ασχολείται με τη σκοτεινή περίοδο, πριν και μετά τα Δεκεμβριανά, ενώ ο συνθέτης ενσωματώνει τα πρώτα τραγούδια από τα «Λυρικά» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη.

«Όταν παρουσίασα τον "Νεκρό Αδελφό" οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές» ανέφερε για την πρώτη παρουσίαση του έργου ο Μίκης Θεοδωράκης, ενθυμούμενος και άλλα γεγονότα της εποχής, τα οποία μοιράστηκε με τους δημοσιογράφους. «Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου και δεν χρειάζονταν επεξηγήσεις, γιατί ο κόσμος γνώριζε... Όταν ήρθε σε μένα ο Μιχάλης (Αδάμ), μου έδωσε το έναυσμα -αν και δεν ήμουν πολύ καλά- να γράψω μέσα σε τρεις μέρες μία νέα ολόκληρη πράξη, την πρώτη, έτσι ώστε να μάθει ο κόσμος ποια είναι αυτή η μάνα, ποιος είναι ο Νικολός και ο Παύλος» σημείωσε, μεταξύ άλλων.

Τα «Λυρικά» που πρόσθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης στη νέα επεξεργασία του έργου, αν και γράφτηκαν το 1977, συντροφεύουν με αρμονία την αφήγηση και τις μαρτυρίες του συγγραφέα Θεοδωράκη για τη μεταπολεμική και προεμφυλιακή Ελλάδα των Δεκεμβριανών, της προδοσίας, των ψεύτικων και αληθινών αντιθέσεων. Τα «Λυρικά» είχαν την ιδιαιτερότητα να γραφτεί πρώτα η μουσική και μετά οι στίχοι από τον ποιητή και «συντοπίτη» του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, Τάσο Λειβαδίτη. Τα πρωτοτραγούδησε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης και ηχογραφήθηκαν ζωντανά στον Λυκαβηττό το 1977.

Το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» γράφτηκε το 1961 και περιλαμβάνει οκτώ λαϊκά τραγούδια, σε μουσική και στίχους του συνθέτη (πλην ενός, τους στίχους του οποίου έγραψε ο Κώστας Βίρβος). Το έργο είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη συλλογική ανάγκη για μνήμη. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα κάλεσμα σε εθνική ομοψυχία, σκύβοντας με συγκλονιστική ωριμότητα πάνω στις πληγές του Εμφυλίου, οι οποίες την εποχή που γράφτηκε ήταν ακόμα ανοιχτές.

Άλλωστε, ο ίδιος ο συνθέτης έχει δηλώσει: «Με το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού" ταυτίζομαι περισσότερο από ό,τι με οποιοδήποτε άλλο έργο μου, από κάθε άποψη, μουσική, ανθρώπινη, βιωματική, αγωνιστική και προπαντός "ελληνική" μιας και ο Εμφύλιος βύθισε την Ελλάδα στα δάκρυα, στο αίμα και στη δίχως τέλος δοκιμασία».

Η παράσταση στο θέατρο Μπάντμιντον ανεβαίνει από έναν σημαντικό θίασο, σε σύνολο 50 ηθοποιών, τραγουδιστών, χορευτών και μουσικών, που περιλαμβάνει σπουδαίες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου και πενταγράμμου.

Τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν η Λήδα Πρωτοψάλτη, ο Κώστας Αρζόγλου, ο Νίκος Αρβανίτης, ο Χρήστος Πλαίνης, η Εύα Καμινάρη, η Στέλλα Γκίκα και ο Χρήστος Κάλοου. Τα «Λυρικά» ερμηνεύουν ο Κώστας Θωμαΐδης, η Καλιόπη Βέτα και η Μπέτυ Χαρλαύτη, συνοδευόμενοι από μία κιθάρα και ένα ακορντεόν σε μία νέα ενορχήστρωση του Γιάννη Μπελώνη, σύμφωνα με την επιθυμία και έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη. Στον εξέχοντα ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος ερμηνεύει τα αθάνατα τραγούδια του έργου. Μαζί τους η «Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης» υπό τον Γιάννη Μπελώνη, ο οποίος παραγματοποίησε τις ενορχηστρώσεις, με την καθοδήγηση του Μίκη Θεοδωράκη.

Οι τιμές των εισιτήριων είναι οι εξής: Α' Ζώνη: 32 ευρώ, Β' Ζώνη: 24 ευρώ, Γ' Ζώνη: 18 ευρώ, Δ' Ζώνη: 12 ευρώ και 8 ευρώ.


Σχόλια