Του Τάκη Παπαλεονάρδου
Σαν σήμερα πριν 41 χρόνια, στις 7 Οκτωβρίου 1973, έζησα μια βραδυά που με σημάδεψε. Ακόμα και σήμερα συνεχίζει να αποτελεί την πιο συναρπαστική βραδυά της ζωής μου και οι μνήμες εκείνης της νύχτας ακόμα με συγκλονίζουν. Ήταν η βραδυά που παρακολούθησα για πρώτη φορά συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Έκτοτε ακολούθησαν δεκάδες άλλες αλλά εκείνη η πρώτη ήταν κυριολεκτικά το κάτι άλλο.
Στην Ελλάδα κυβερνά ακόμα η χούντα του Παπαδόπουλου. (Σε ενάμισυ μήνα θα τον ανατρέψει ο Ιωαννίδης ύστερα από το λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου.) Το φθινόπωρο του '73 ο Μίκης περιοδεύει στις ΗΠΑ μαζί με το συγκρότημά του. Προγραμματισμένος σταθμός της περιοδείας η πόλη του Cincinnati στην πολιτεία του Οχάϊο, πόλη που απέχει μόλις 2 ώρες από την πόλη που μένω με τους γονείς μου. Από μικρός άκουγα τη μουσική του Μίκη στο σπίτι μου, τα λάτρευα τα τραγούδια του κι έτσι όταν τον Σεπτέμβριο μου ανακοίνωσε ο πατέρας μου πως θα πηγαίναμε στη συναυλία πέταξα από τη χαρά μου! Ήμουνα 13 χρονών...
Από την πόλη μας το Columbus φύγαμε καμιά 80ριά με πούλμαν. Ήταν μια ωραία φθινοπωρινή βραδυά. Έξω από το θέατρο μέλη της τοπικής επιτροπής για τη δημοκρατία στην Ελλάδα μοίραζαν φέιγ βολάν και προκηρύξεις εναντίον της χούντας, με στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Σικελιανού, του Ρίτσου που υμνούσαν την ελευθερία. Δίπλα τους αμερικάνοι αντιφασίστες φοιτητές μοιράζαν προκηρύξεις ενάντια στον Πινοσέτ που πριν 3 βδομάδες είχε ανατρέψει τον Αλλιέντε στη Χιλή με αιματηρό πραξικόπημα. Το θέατρο δυστυχώς ήταν μισοάδειο -- τα εισητήρια είχαν πουληθεί αλλά την προηγούμενη της συναυλίας, μια οικογένεια της ντόπιας ελληνικής παροικίας είχε ξεκληριστεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και οι περισσότεροι έλληνες του Cincinnati σοκαρισμένοι και σε βαρύ πένθος δεν ήρθαν στη συναυλία.
Μαζί με τον Μίκη εμφανίζονταν οι τραγουδιστές Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής και Αφροδίτη Μάνου. Το πρώτο μέρος της συναυλίας αποτέλεσαν τραγούδια από τους γνωστούς κύκλους Μαουτχάουζεν, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ένας Όμηρος, Άξιον Εστί, ίσως και τον Επιτάφιο. Θυμάμαι πολύ καθαρά το τραγούδι "Το όνειρο" ["δυο γιους είχες μανούλα μου..." που τραγούδησε ο Πανδής και το "Προδομένη αγάπη" που το είπε η Μάνου και την εμβληματική ερμηνεία της Φαραντούρη στο Μαουτχάουζεν. Μα πάνω απ'όλα την εικόνα των χεριών του Μίκη που καθώς ήταν ντυμένος στα μαύρα, φαίνονταν σαν πουλιά που φτερουγίζαν καθώς διηύθυνε την ορχήστρα και τους τραγουδιστές. Το πρώτο μέρος της συναυλίας τέλειωσε με τη σουΐτα από τη Γειτονιά των Αγγέλων. Στο διάλειμα ο πατέρας μου αγόρασε 6-7 δίσκους, οι περισσότεροι από τις εκδόσεις Delta με ηχογραφήσεις ζωντανές (του Πανδή από την περιοδεία στον Καναδά το '72, της Φαραντούρη και του Καλογιάννη, της Πρώτης Συμφωνίας, κ.α.) καθώς και μια κασέτα με το καινούργιο έργο "Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας"...
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας παρουσιάστηκαν τα Λιανοτράγουδα που μάγεψαν και συνεπήραν το κοινό. Θυμάμαι την εικόνα του Πανδή στο "Πράσινη μέρα λιόβολη..." που με το χέρι του χτύπαγε ρυθμικά το μπούτι του. Το "Λιγνά κορίτσια" επίσης μου'κανε εντύπωση όπως και "Το χτίσιμο". Αλλά η συναυλία μετατράπηκε σε μυσταγωγία όταν πήρε το μικρόφωνο ο Μίκης και τραγούδησε τον "Ταμένο"... και όταν είπε "τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις..." έγινε πανζουρλισμός! Ακόμα ανατριχιάζω όταν το ακούω και θυμάμαι εκείνη τη βραδυά. Από κει και πέρα έπνεε ένας αέρας επαναστατικός και σηκώναμε αόρατες παντιέρες και φαντασιακά λάβαρα αντιστασιακά. Εκείνη τη στιγμή αν έδινε ο Μίκης το σύνθημα θα ορμάγαμε με μιας να κατακτήσουμε τα χειμερινά ανάκτορα, θα ανατρέπαμε με τη φωνή μας τη μισητή χούντα των Αθηνών κι ας μεσολαβούσε ένας ωκεανός και δυο ήπειροι! Μετά συνέχιζε ο Μίκης και όλοι μαζί υπό τη διεύθυνση του Ψηλού είπαμε τραγούδια από τη Ρωμιοσύνη ("Σώπα 'που νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες" και "Η ζωή τραβά την ανηφόρα") και το Περιγιάλι. Η συναυλία έκλεισε με τη σουΐτα από το Ζορμπά όπου το θέατρο μετατράπηκε σε λαϊκή γιορτή, κάτω από τη σκηνή μάλιστα ο χώρος είχε μετατραπεί σε μικρή πίστα χορευτική όπου χόρευουν ελληνικούς χωρούς κατενθουσιασμένοι αμερικάνοι!
Σιγα σιγά άδειασε το θέατρο κι εμείς από το Columbus μαζί με κάποιους άλλους μαζευτήκαμε έξω από το θέατρο στις πίσω πόρτες όπου περιμέναμε να βγει ο Μίκης. Κάποια στιγμή το μάτι μου πήρε τον Πανδή που περπάταγε με κοπέλα. Όταν τον πλησίασα εκείνος άρχισε να μιλά στην κοπέλα αγγλικά, "Oh, Theodorakis was very good, we must see him again some time". "Δεν ξεγελιέμαι, του λέω, ξέρω πως είσαι ο Πανδής! Παιδιά, φώναξα στους άλλους, εδώ είναι ο Πανδής!" κι έτρεξαν οι δεκάδες που περιμένανε και τον τριγύρισαν. Του πήραμε το αυτόγραφο, τον συνεχάρη η μάνα μου, τον ρωτήσαμε "ο Μίκης έφυγε;" κι εκείνος μας απάντησε πως ο Μίκης ήταν ακόμα μέσα. Τότε βάλθηκα να μπω μέσα να τόνε βρω. Από μια πόρτα μπαινόβγαιναν μουσικοί, κάποια στιγμή βρήκα την ευκαιρία και χώθηκα ανάμεσά τους και μπήκα μέσα. Σύντομα βρέθηκα στα καμαρίνια αλλά πουθενά ο Μίκης. Βρήκα έναν που φόραγε κουστούμι. Ο ατζέντης του ήταν; Ο Διδίλης; Ποιος να ξέρει. Του λέω πως πρέπει να βρω τον Μίκη. "Έχει φύγει" μου λέει. "Μη με κοροϊδεύετε, του απαντώ. Είναι φίλος του θείου μου, ήταν συνεξόριστοι στην Ικαρία, πρέπει να τον δω!" "Μα και γιος του να'σουνα, έχει φύγει" μου λέει. Αποκαρδιομένος, βγαίνω έξω και ο κόσμος με χειροκροτά για το κατόρθωμά μου που μπόρεσα να μπω. "Παιδιά, δυστυχώς ο Μίκης έχει φύγει!" τους είπα στενοχωρημένος. Δεν πρόλαβα να το πω και κάποιος από τους συγκεντρωμένους φωνάζει "Νάτος! Νάτος ο Μίκης, απέναντι!" Και με μιας το συγκεντρωμένο πλήθος έτρεξε απέναντι, διασχίζοντας το δρόμο. Θυμάμαι πως αψηφούσαμε τα αυτοκίνητα που περνούσαν, το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να φτάσουμε το Μίκη. Ακόμα έχω την εικόνα ζωντανή της Λίτσας Αγγελίδου, αδερφής της Τάνιας Τσανακλίδου, που ήταν μπροστά μου με το πράσινο φουστάνι της καθώς τρέχαμε απέναντι...
Και ξαφνικά, νάσου ο Μίκης, φωτισμένος από ένα φανοστάτη, ψηλός με τα σγουρά μαλλιά του, αγκαλιασμένος από δεκάδες ανθρώπους λες και ήταν ο Χριστός! Εγώ θυμάμαι του αγκάλιασα το δεξί του χέρι και δεν το άφηνα. Μας μίλησε αρκετά. Είπε πως σκεφτόταν να κατέβει στην Ελλάδα τον άλλο μήνα, να δοκιμάσει το δημοκρατικό τάχα άνοιγμα του Παπαδόπουλου. Κάποιος τον ρώτησε "που'ναι η Φαραντούρη;" και κείνος γελώντας είπε, "Η Μαρία; Η Μάρια θα βρίσκεται κιόλας στο εστιατόριο!" και γελάσαμε όλοι. Έβαλε το αυτόγραφό του σε δυο δίσκους που κρατούσα, τον φιλήσαμε, τον ευχαριστήσαμε και τον αφήσαμε να φύγει...
Εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, ήμουνα ανάστατος. Από τότε κυνηγάω το αίσθημα εκείνο, το συγκλονισμό που ένιωσα 13 χρονώ παιδί, την αίσθηση του ελεύθερου Ρωμιού που για πρώτη φορά ένιωσα τόσο έντονα σε κείνο το θέατρο χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από την Ελλάδα. Και τώρα νιώθω τα ίδια ρίγη συγκίνησης που ένιωσα τότε πριν 41 χρόνια. Μίκη, σ'ευχαριστώ για όλα αλλά ιδιαίτερα για κείνη την ανεπανάληπτη βραδυά στο Cincinnati!
Τάκης Παπαλεονάρδος
7/10/2014
Τάκης Παπαλεονάρδος
7/10/2014
Καταπληκτική η διήγηση του Τάκη Παπαλεονάρδου...
ΑπάντησηΔιαγραφή