Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Χορός - του Lorca Massine



Γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Ο πατέρας μου, διάσημος χορογράφος, είχε καλέσει τον νέο συνθέτη στο σπίτι μας στο Παρίσι, για να συζητήσει ένα σχέδιο κινηματογραφικής ταινίας για την οποία έπρεπε να γράψει τη μουσική. Από την πόρτα του χωλ μπήκε ένας άντρας, τεράστιος, προικισμένος με γλυκιά φωνή, με βλέμμα ζεστό και επικοινωνιακό.

Με σύστησαν σ' αυτόν τον Γίγαντα κι εγώ, έτσι μικρός που ήμουν τότε, εντυπωσιάστηκα, αλλά ησύχασα κιόλας, όταν ο κύριος αυτός πήρε την κιθάρα που είχα δίπλα μου και μου έδειξε μερικά ακόρντα. Μετά απομακρύνθηκε με τον πατέρα μου, για να συζητήσει τη μουσική σύνθεση της ταινίας.

Όταν τέλειωσαν τη συνομιλία τους, ο Μίκης Θεοδωράκης με χαιρέτησε σφίγγοντας μου το χεράκι - το δικό του χέρι ήταν δέκα φορές σαν το δικό μου - και πάλι με εντυπωσίασε πολύ. Η επόμενη φορά που άκουσα για τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν, όταν προβλήθηκε η ταινία Ζορμπάς, την οποία έτρεξα να δω· πόσο μάλλον εκείνη την εποχή που είχα κυριολεκτικά καταβροχθίσει το βιβλίο του Καζαντζάκη και ήμουν περήφανος που γνώριζα προσωπικά τον συνθέτη της ταινίας. Εξάλλου, δεν άφηνα ευκαιρία να το λέω στους φίλους μου! Η ταινία και η μουσική της με είχαν κατακεραυνώσει, τόσο που την άκουγα συνέχεια στο σπίτι μου, αυτοσχεδιάζοντας μερικά βήματα χορού· ο ήρωας του έργου είχε γίνει δικός μου ήρωας, ένας «φιλόσοφος που ήξερε να χορεύει». Αυτή η ανακάλυψη δε με άφησε ποτέ σε ησυχία.

Η Χορευτική Γιορτή. Πέρασαν μερικά χρόνια και βρισκόμαστε στο 1973. Ο Μίκης είναι σε περιοδεία με την ορχήστρα του στην Ευρώπη και ειδικά σε πολιτιστικούς συλλόγους της Γαλλίας, όταν με καλούν, νέο χορογράφο τότε, να συνεργαστώ με μια χορευτική ομάδα που είχε ως στόχο να ενώσει τη μουσική των συναυλιών του Μίκη Θεοδωράκη με το χορό.

Όλα αυτά τα χρόνια είχα παρακολουθήσει από μακριά την πολιτική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη, τη σύλληψή του και μετά την κοινωνική του δέσμευση προς το κοινό, την κραυγή του υπέρ της δημοκρατίας, ηχηρή μέσα στη μουσική του, που καλούσε όλους τους καλλιτέχνες παγκοσμίως να ενωθούν εναντίον της δικτατορίας, για να καταπολεμήσουν αυτό το κακό του αιώνα.

Εκείνη την εποχή όλη η γενιά μου μοιραζόταν αυτές τις απόψεις και με ενθουσιασμό άρχισα να δημιουργώ έναν ελεύθερο χορό που δεν έπρεπε να προδώσει το λόγο της ύπαρξής του. Οι στίχοι των τραγουδιών, συχνά γραμμένοι από μεγάλους ποιητές, ήταν δυνατοί. Αλλά, δεν έπρεπε, σε καμιά περίπτωση, να κάνουμε λογοτεχνικές εικονογραφήσεις με βήματα χορού· αυτό θα ήταν γελοίο και κινδύνευε να μηδενίσει τις ίδιες τις ρίζες της ύπαρξής τους. Αποφασίζω, λοιπόν, να αγνοήσω τα λόγια και να εμπνευστώ από τους ρυθμούς και τη μελωδία, δημιουργώντας χορογραφίες, που εμπνέονταν αποκλειστικά από την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος, δίδοντας έτσι ελευθερία σε μια αυθόρμητη και συναισθηματική έκφραση που παρέπεμπε όμως, έμμεσα και υποβλητικά στη δυναμική του κειμένου.

Μετά τις πρώτες πρόβες συναντηθήκαμε με τον Μίκη, για να συζητήσουμε ένα πρόβλημα. Τα κοστούμια, που ήταν πολύ όμορφα φτιαγμένα, δεν είχαν πια λόγο ύπαρξης· ο Μίκης κι εγώ αποφασίζουμε τότε να γδύσουμε όλους τους χορευτές, για να τους ξαναντύσουμε με ρούχα των ανθρώπων της πόλης: μαύρα παντελόνια και άσπρα πουκάμισα για τους άνδρες, ουδέτερα φορέματα για τα κορίτσια. Ήταν υπέροχο, γιατί η ανάμειξη των «ενδυμάτων» δεν επηρέαζε πια τη μουσική· αντίθετα, η παρθένα της έκφραση και η καθαρότητα της χορογραφίας δημιουργούσαν μια ελεύθερη δυναμική αιώρηση. Το κοινό ήταν κατενθουσιασμένο και τραγουδούσε τις μελωδίες μαζί με την ορχήστρα, χωρίς καλά - καλά να γνωρίζει τα λόγια.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν στις νότες «είμαστε δυο, είμαστε τρεις» το κοινό σηκώθηκε, ο Μίκης διηύθυνε την ορχήστρα, εγώ και οι χορευτές μου ήμασταν στην σκηνή και όλους μαζί μάς συνεπήρε ένα τεράστιο κύμα χαράς, μια θεατρική εμπειρία άνευ προηγουμένου. Ένιωσα εκείνη τη στιγμή ότι αυτή η μουσική ήταν κινητήρια δύναμη και φορέας μιας διονυσιακής αθανασίας, μιας αρχαίας και συνάμα σύγχρονης αλήθειας. Η χαρά και ο ενθουσιασμός απλώνονταν παντού, σαν να είχαν πέσει ξαφνικά όλοι οι φράχτες μεταξύ των ανθρώπων και η παγκόσμια ενοποίηση είχε βρει τη θέση της, ακόμα κι αν αυτό ήταν μόνο ένα θέαμα. Η παράσταση είχε τίτλο «Η Χορευτική Γιορτή» και για ένα διάστημα συνεχίσαμε την περιοδεία μας με το ίδιο πανηγύρι κάθε φορά. Όταν τελείωσε η περιοδεία, θυμάμαι ότι ένιωθα γυμνός και ότι η μουσική του Θεοδωράκη είχε δώσει ένα λόγο ύπαρξης στη χορογραφική μου τέχνη, μια έμφυτη έμπνευση που δε θα μπορούσα να ξεχάσω ποτέ.

Ζορμπάς. Πέρασαν περίπου δεκαπέντε χρόνια και δημιουργώ μπαλέτα σ' όλον τον κόσμο, αλλά το φάντασμα του «Ζορμπά» του Θεοδωράκη δεν σταμάτησε να με στοιχειώνει. Αποφασίζω να ξαναδιαβάσω όλο το μυθιστόρημα, ακούγοντας τις χορωδίες του Μίκη Θεοδωράκη. Με βασανίζει η ιδέα να το φέρω πάνω στη σκηνή και να ανεβάσω μια παράσταση, αλλά έπρεπε πρώτα να διασκευαστεί για τη σκηνή, να γραφτεί ένα λιμπρέτο, που θα ήταν η κινητήρια δύναμη αυτού του δράματος, με διαφανές κλειδί ανάγνωσης, και που θα ένωνε τη φιλοσοφία με τη μουσική, το χορό και το τραγούδι συγχρόνως. Πιστεύω ότι πρέπει να έγραψα και να ξανάγραψα αυτό το λιμπρέτο, τουλάχιστον, δέκα φορές, επειδή κάθε φορά ανακάλυπτα ότι η μορφή ή το περιεχόμενο δεν ταίριαζαν μεταξύ τους.

Τελικά, ταξίδεψα μέχρι την Αθήνα με ένα προσχέδιο, για να το συζητήσω με τον Μίκη, ο οποίος με υποδέχτηκε εγκάρδια· όταν του παρουσίασα το λιμπρέτο, λέγοντάς του ότι έπρεπε να φανταστεί αυτό το έργο σε μορφή συμφωνική και χορωδιακή, μου απάντησε κυριολεκτικά: «Αυτό είναι πρόκληση». Τότε ένας φίλος μουσικός του Μίκη κι εγώ διαβάσαμε το ογκώδες μουσικό έργο του και επιλέξαμε διάφορα κομμάτια, που θα μπορούσαν να ταιριάσουν στις 23 διαφορετικές σκηνές του λιμπρέτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δέχτηκε αυτό το μωσαϊκό ως αρχική βάση και άρχισε να συνθέτει επί ένα χρόνο.

Βρισκόμαστε στο 1987 και η πρεμιέρα προβλέπεται για τον Αύγουστο του 1988 στις Αρένες της Βερόνας. Εκείνον τον καιρό, είχα πείσει τη διεύθυνση των Αρένων ότι επρόκειτο για ένα μπαλέτο με ορχήστρα και χορωδία· δεν ήθελα να τους φοβίσω. Συνάντησα τον Μίκη Θεοδωράκη πολλές φορές στο σπίτι του στο Παρίσι, για να ακούσουμε τη σύνθεση για πιάνο που εκτελούσε μια λαμπρή πιανίστα, η Έλενα Μουζάλα. Κάθε φορά που γινόταν πρόβα, το έργο έπαιρνε όλο και πιο συγκεκριμένη μορφή και οι διαφωνίες μας σχεδόν εκμηδενίζονταν. Οι ρυθμοί και οι μελωδίες αντιστοιχούσαν στη σχεδιασμένη δράση και, κυρίως, ερέθιζαν τη χορογραφική μου φαντασία. Όσο προχωρούσαμε, δημιουργούσα ουσιαστικά τη χορογραφική δράση μέσα στο μυαλό μου.

Όταν οι Αρένες έλαβαν την παρτιτούρα της ορχήστρας και της χορωδίας με συνοδεία πιάνου, με κάλεσαν επειγόντως σε ειδική επιτροπή! Ο διευθυντής του θεάτρου και οι συνεργάτες του ήταν σοκαρισμένοι από το περιεχόμενο των παρτιτούρων, μου δήλωσαν με επικριτικό ύφος: «Δεν μου είπατε ότι επρόκειτο για ΄Οπερα. Δεν είναι εφικτό, τι θα κάνουμε τώρα; Ποιος θα χρηματοδοτήσει το χρόνο που θα σας χρειαστεί για τις πρόβες και την απομνημόνευση ενός τόσο μεγάλου υλικού, και όλ' αυτά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;» Του απάντησα ότι ελληνικό έργο χωρίς χορωδία δεν θα είχε νόημα και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να περιοριστεί η παρτιτούρα στα ορχηστρικά μέρη μόνο. Εν ολίγοις, μετά από έντονη συζήτηση, η προετοιμασία του Ζορμπά συνεχίστηκε. Πάντα ήμουν πεπεισμένος ότι η μουσική του Μίκη έφτανε στο απόγειο της έκφρασής της μέσα από το χορωδιακό έργο και ότι με την εξαιρετική γνώση των ρυθμών αυτό το έργο ήταν ικανό να φτάσει στο αποτέλεσμα που γνωρίζουμε όλοι.

Ο χορός και η μουσική. Στην περίπτωση της παράστασης του Ζορμπά νομίζω ότι είναι το τέλειο παράδειγμα γι' αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε έργο συνεργασίας, από την αρχή του έως και την πραγματοποίηση της παράστασης. Πρώτα απ' όλα υπήρξε μια αμοιβαία συναίνεση στην κατανόηση των προσωπικών αξιών του καθενός, αλλά και μια συνεννόηση που αφορά τις κοινές κοινωνικές, δραματουργικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές αξίες και, κυρίως, μια μεγάλη επιθυμία να περάσουμε ένα μήνυμα μέσα από τον ήρωα του Ζορμπά· ένα μήνυμα που θα απελευθέρωνε το έργο από κάθε μεσοαστική νοοτροπία και συμπεριφορά, από κάθε ακαδημαϊκό περιορισμό και προσηλυτιστικό ύφος και θα το πλημμύριζε με συναίσθημα! Όλο το έργο έπρεπε να μας φέρνει πίσω στην αρχική σύνδεση της ζωής με ό, τι πιο αγαπητό και μισητό μπορεί να έχει αυτή, το σύνολο έπρεπε να απευθύνεται περισσότερο σ' ένα λαϊκό κοινό και όχι στους «μπαλετομανείς» και στους «μελομανείς». Αυτό, ίσως, εξηγεί γιατί το περιεχόμενο της μουσικής και της χορογραφίας είναι πέρα για πέρα πλούσιο σε διαφορετικούς ρυθμούς και τεχνοτροπίες, αλλά, συγχρόνως, και γιατί το σύνολο έδινε την εντύπωση ότι υπάρχει μια μοναδική μουσική, ένας μοναδικός χορός, μια μοναδική τέχνη· η λιτή ελεύθερη τέχνη! Κάθε δράση έπρεπε να μεταδίδει, σαν τον ήρωα, την γεύση μιας ελευθερίας, τόσο απαραίτητης όσο η αγάπη και το οξυγόνο.

Κάθαρση. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη διαλύεται και γεννιέται μέσα στη σιωπή· έπειτα, οι διάφοροι ήχοι έχουν αρχιτεκτονική, εξέλιξη επιστημονική και αυθόρμητη ταυτόχρονα, ενώ το συναίσθημα του συνθέτη υπερβαίνει το δράμα που μας αφηγείται και γευόμαστε την ενέργειά του σαν κρασί που μας μεθάει!

Ο Χορός διαλύει το χώρο και το άπειρο στο οποίο διεισδύει, οι προσεκτικά μελετημένες ή αυθόρμητες κινήσεις μεταδίδονται στους ερμηνευτές παρασύροντας τις δυνάμεις ολόκληρης της φύσης, ο άνθρωπος δε δημιουργεί πια την τέχνη, έχει γίνει ο ίδιος έργο τέχνης. Η σχέση του χορού με τη μουσική είναι εγκάρσια, αφού οι οι ίδιες οι δυο τέχνες συναντώνται αλλού υπό την κυριαρχία ανώτερων δυνάμεων.

Αυτά μπορώ να πω για τη σημασία της συνάντησής μου με τον Μίκη Θεοδωράκη. Το αίσθημά μου την εποχή της χορευτικής γιορτής έχει μείνει ζωντανό μέχρι σήμερα και θα παραμείνει για πολύν καιρό ακόμα. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη γιορτάζει τη ζωή, όπως και η χορογραφία μου, κι αν το «χεράκι» μου έγινε σχεδόν σαν το δικό του, αυτός θα είναι πάντα ο Γίγαντας!



Λόρκα Μασίνε (Lorca Massine)

Αμερικανός χορευτής και χορογράφος, γιος του διάσημου Ρώσου δασκάλου μπαλέτου Leonid Myasin (Léonide Massine), γεννημένος στη Νέα Υόρκη. Έκανε τα πρώτα του μαθήματα με τον πατέρα του και υπήρξε μαθητής των Yves Brieux και Victor Gsovsky. Σπούδασε με δασκάλους, όπως τον George Balanchine, Maurice Béjart and Jerome Robbins. Ξεκίνησε την καριέρα ως χορευτής στην ομάδα Χορού του πατέρα του, το Balletto Europeo. Έχει χορέψει στο Ευρωπαϊκό Μπαλέτο, το οποίο και ίδρυσε, στο Μπαλέτο του Monte Carlo, στο Μπαλέτο του 20ου Αιώνα και στο Μπαλέτο της Νέας Υόρκης.

Η χορογραφική του δουλειά εξελίχθηκε παράλληλα με τη χορευτική του καριέρα. Ήταν μόλις 18 ετών, όταν ξεκίνησε στο Παρίσι τη χορογραφία για το θέατρο, συμπεριλαμβανομένης και της διάσημης Comédie Française. Αργότερα, για την παραγωγή των μπαλέτων του συνεργάστηκε με σύνολα όπως το Ευρωπαϊκό Μπαλέτο, το Μπαλέτο του 20ου Αιώνα, το Μπαλέτο της Νέας Υόρκης και το Αμερικανικό Θέατρο Μπαλέτου. Έχει εργαστεί ως χορογράφος σε διάσημα θέατρα, όπως το Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, το Covent Garden στο Λονδίνο, το Teatro alla Scala στο Μιλάνο, την Όπερα της Ρώμης, το Teatro Massimo στο Παλέρμο, το Teatro La Fenice στη Βενετία, το Teatro San Carlo στη Νάπολη, το Teatro Carlo Felice στη Γενεύη, τις Αρένες της Βερόνας, την Όπερα των Παρισίων, την Όπερα του Αμβούργου, το Μεγάλο Θέατρο στο Βαρσοβία, το Ηρώδειο Ωδείο στην Αθήνα και την Εθνική Όπερα τη Σόφιας. Στο ενεργητικό του έχει πάνω από 50 χορογραφίες, συμπεριλαμβανομένων των «European Windows», «Focus», «Metamorphosis», βασισμένο στο έργο του Kafka, «Chant», «Animal Farm» βασισμένο στο έργο του Orwell, «Συμφωνία 10» του Mahler, «Space», «Beauty on Earth», «Mario and the Magician», «Four Last Songs» του Richard Strauss, «Printemps» με μουσική του Debussy, «Ode» με μουσική του Stravinsky, «Fête Dansée» με μουσική του Θεοδωράκη, «Sebastian» του Menotti, «Ondine» του Hans W. Henze, «A Brazilian in Paris» του Βy Maciej Małecki και άλλα πολλά.

Η χορευτική παραγωγή του Ζορμπά, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, τού χάρισε τη μεγαλύτερη φήμη. Ο καλλιτέχνης χόρευε τον ρόλο του ομώνυμου ήρωα, που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να τον κρατά για τον εαυτό του στις παραστάσεις του έργου. Η παραγωγή έγινε από τις Αρένες της Βερόνας (1988). Στη συνέχεια, το έργο ανεβάστηκε και από άλλες χορευτικές ομάδες στη Ρώμη, στη Βαρσοβία, την Αθήνα, τη Σόφια, την Poznań, την Turin και τη Vilnius. Κάποιες μάλιστα συμμετείχαν σε διεθνή φεστιβάλ και υπολογίζεται ότι πάνω από δύο εκατομμύρια θεατές σ' όλον τον κόσμο είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν την παράσταση.

Ο καλλιτέχνης συχνά στρέφεται προς τα χορογραφικά έργα του θρυλικού του πατέρα. Έχει αναβιώσει τα μπαλέτα του Léonide Massine, όπως τα «Mercure», «Parade», «The Three-Cornered Hat», «Pulcinella» - όλα σε σκηνικά του Pablo Picasso, «The Rite of Spring», «Gaieté Parisienne», «Les Présages», «The Song of the Nightingale», «La Boutique Fantasque» and «Symphonie Fantastique», κάνοντας την παραγωγή τους σε λαμπρά θέατρα της υφηλίου. Ο Lorca Massine έχει διευθύνει δύο φορές τις δικές του χορευτικές ομάδες (Ευρωπαϊκό Μπαλέτο, Μπαλέτο Theâtre de l'Est) και το Μπαλέτο της Όπερας της Ρώμης (1981-1983, 1991). Διετέλεσε, επίσης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάλου Θεάτρου στη Βαρσοβία (1991-1993)· η χορογραφία όμως, παραμένει το μεγάλο του πάθος.

Πηγή: http://www.mikis-crete.gr/books-publications/books-by-mikis-theodorakis/267-mikistheodorakis


Σχόλια