ΤΟ «ΑΝΤΙΜΑΝΙΦΕΣΤΟ» ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΜΙΑ ΠΥΞΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΑΓΩΝΑ ΣHΜΕΡΑ - του Γιώργου Κασιμάτη

        

Η βαθιά σκέψη και η όλη σοφία του Μίκη Θεοδωράκη συνιστά εγγενή ιδιότητα του μεγάλου Έλληνα Καλλιτέχνη, η οποία είναι συνυφασμένη με τη ζωή και την καλλιτεχνική  δημιουργία του σε μια σπάνια τόσο προχωρημένη ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η συνύφανση των δυνάμεων αυτών στην προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη φαίνεται καθαρά στην καλλιτεχνική του δημιουργία ως μουσικοσυνθέτη, στους ακατάπαυστους αγώνες της ζωής του και στη σκέψη του, κυρίως δε στα κείμενα του «Αντιμανιφέστου» και της «Συμπαντικής Αρμονίας»[1]. Οι τρεις αυτοί τομείς έκφρασης και δράσης κινούνται και δημιουργούν διαλεκτικά με βάση την αρχή της αρμονίας. Την αρχή αυτή, που συνέλαβε ως «συμπαντική» ο Μίκης Θεοδωράκης, διαβλέπει και αντιλαμβάνεται κανείς στη διαλεκτική αντίθεση της γνώσης του «καλού» και του «κακού», στον αγώνα του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας και στη μάχη της ζωής κατά του θανάτου, που συνιστούν την ουσία της ροής του πραγματικού κόσμου -την ουσία της ύπαρξης.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται για τον άνθρωπο ως προς την εκπλήρωση της βασικής αποστολής του ως κοινωνικού όντος είναι η ιστορική γνώση του «καλού» και του «κακού», που αποτελεί προαπαιτούμενο για κάθε αγώνα, για κάθε συνειδητή και έλλογη συμβολή του ανθρώπου στην πορεία της ανθρώπινης  κοινωνίας. Σ’ αυτή τη σχέση κίνησης, άνθρωπος και ανθρώπινη κοινωνία διαλεκτικά παράγουν το ιστορικό γίγνεσθαι. Το «Αντιμανιφέστο» απαντά σ’ αυτό το βασικό ερώτημα. Είναι ένα κείμενο σκέψεων που αποτελεί πράγματι ένα αντιμανιφέστο, γιατί δεν αποτελεί πρόσκληση για αγώνα, αλλά για τη διατύπωση της ιστορικής γνώσης, της «θεωρίας», που είναι σε κάθε εποχή αναγκαία  για τον αγώνα ζωής του ανθρώπου και της πολιτικής κοινωνίας. Αποτελεί, με άλλες λέξεις, την αναγκαία γνώση για το μανιφέστο του αγώνα. Χωρίς αυτή τη γνώση, ο αγώνας αποδεικνύεται πάντοτε ιστορικό λάθος.

Ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνει τον άνθρωπο στο «Αντιμανιφέστο» με το σύνολο εκείνων των εγγενών ιδιοτήτων του (τις «ανθρωπομονάδες») που συνιστούν την ολοκληρωμένη προσωπικότητα μέσα στην ολοκληρωμένη πολιτική κοινωνία. Η ολοκληρωμένη αυτή προσωπικότητα και η ολοκληρωμένη πολιτική κοινωνικότητα συνιστούν την ποιότητα εκείνη ζωής του ανθρώπου (το «ευ ζην») στην οποία οδηγεί η ανάπτυξη των εν λόγω εγγενών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Εδώ ακριβώς ο μεγάλος Έλληνας Συνθέτης συναντά τον Αριστοτέλη. Συναντά το αξεπέραστο μέχρι σήμερα αρχαίο ελληνικό ανθρωποείδωλο, που ανάδειξε και μορφοποίησε η αριστοτελική φιλοσοφία.: τον άνθρωπο ως «πολιτικό ζώον», την ανθρώπινη κοινωνία ως «πολιτική κοινωνία» και την πολιτική ως την ύψιστη γνώση και δράση για την ποιότητα της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου (το «ευ ζην» και την κοινωνική «ευδαιμονία»).

Η σκέψη του «Αντιμανιφέστου» δεν είναι μια θεωρητική κατασκευή. Είναι μια «θεωρία πράξης» για την ποιότητα εκείνου του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, για το οποίο πρέπει να αγωνίζεται ο άνθρωπος. Είναι μια θεωρία πολιτικού αγώνα. Ας δούμε τις βασικές γραμμές της:

Η αφετηρία της σκέψης του Μίκη Θεοδωράκη είναι η σύλληψη του ολοκληρωμένου ανθρώπου ως μέλους της πολιτικής κοινωνίας. Η ενεργός δύναμη (η «ενέργεια») της ανθρώπινης προσωπικότητας συνίσταται από το σύνολο των εγγενών δυνατοτήτων της, τις «ανθρωπομονάδες», ώστε να αναπτυχθεί σε μια υψηλή ποιότητα  συμβίωσης μέσα στην πολιτική κοινωνία. Το βασικό ερώτημα που τίθεται –και θέτει ο συγγραφέας- είναι: ποιες και πόσες ανθρώπινες δυνατότητες («ανθρωπομονάδες») διασφαλίζει και προάγει και ποιες και πόσες παραμερίζει ή ακυρώνει το δεδομένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Το δεδομένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα είναι ένα σύστημα ρυθμιστικής πολιτικής εξουσίας που διαπλάθεται στο ιστορικό γίγνεσθαι ιδεολογικοπολιτικά  και διαπλάθει τις θεσμικές και κοινωνικές σχέσεις της πολιτικής κοινωνίας.

Ο Μίκης Θεοδωράκης εντόπισε εξαρχής το βασικό ρόλο της εξουσίας και της θέσης του δεδομένου κοινωνικοπολιτικού συστήματος απέναντί της -θέση που, σε τελευταία ανάλυση, προσδιορίζει την ποιότητα του ίδιου του κοινωνικοπολιτικού συστήματος ως συστήματος εξουσίας. Σπεύδει δε να αποφανθεί ο συγγραφέας του «Αντιμανιφέστου» ότι το σύστημα που διασφαλίζει και προάγει την ενεργό δύναμη που ενέχουν οι δυνατότητες πορείας του ανθρώπου προς μια πολιτική κοινωνία με όλο και πιο υψηλή ποιότητα ζωής είναι η δημοκρατία, εννοώντας τη γνήσια –όσο γίνεται- δημοκρατία· δεν εννοεί, ασφαλώς, τις διάφορες μορφές ψευδοδημοκρατίας, που εκτρέφουν τον αυταρχισμό της εξουσίας. Εδώ, η έννοια της εξουσίας χρειάζεται μια βαθύτερη προσέγγιση και ανατομή: η «εξουσία», ως δύναμη κίνησης και ρύθμισης, αποτελεί, αναμφίβολα, εγγενές στοιχείο του πραγματικού κόσμου. Αυτό είναι φανερό στις σχέσεις των μελών των φυσικών κοινωνιών των άλλων ζώων, αλλά και των ομάδων οντοτήτων του ανόργανου κόσμου, με τις διαφορετικής ισχύος λειτουργικές ιδιότητες μέσα στην κοινωνία ή ομάδα. Στην «πολιτική κοινωνία», με την αριστοτελική πάντοτε έννοια, που συνιστά την έλλογη και συνειδητή κοινωνία του ανθρώπου, η εξουσία έχει «πολιτική» ρυθμιστική λειτουργία, με όρια τα πραγματικά όρια ρύθμισης της εν λόγω κοινωνίας, που διασφαλίζουν την ανάπτυξη της ποιότητας ζωής και της προσωπικότητας του ανθρώπου. Κάθε υπέρβαση της πολιτικής ρυθμιστικής της λειτουργίας και των κοινωνικών ορίων της συνιστά νεοπλασματική διόγκωση, η οποία, επιβαλλόμενη στην ανθρώπινη προσωπικότητα, την υποδουλώνει, αδρανοποιώντας, διαβρώνοντας και καταστρέφοντας τις εγγενείς ποιοτικές της ιδιότητες και δυνατότητες. Τα όρια αυτής της νεοπλασματικής υπέρβασης προσδιορίζονται σε κάθε κοινωνικοπολιτικό σύστημα από την αρχή νομιμοποίησης της εξουσίας και την πραγματική άσκησή της. Αναμφίβολα, το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της δημοκρατίας, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα μέλη της πολιτικής κοινωνίας χωρίς διακρίσεις και με όλες τις πραγματικές δυνάμεις τους και με όλες και ίσες τις δυνατότητές τους, που διασφαλίζει η πολιτική ελευθερία της πραγματικής δημοκρατίας, παρέχει τις βάσεις και αποτελεί την πηγή της ουσιαστικής «νομιμοποίησης» και «νομιμότητας» της πολιτικής εξουσίας. Αυτό επιτυγχάνεται με την «πολιτική ελευθερία». Η δημοκρατία είναι το μόνο σύστημα εξουσίας, στο οποίο η πολιτική ελευθερία και η κοινωνική ισότητα αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος, την ενιαία ουσιαστική αρχή του περιεχομένου, του «σκοπού» και των ορίων της εξουσίας, που αναπτύσσεται και λειτουργεί μέσα στο σώμα κάθε πολιτικής κοινωνίας: Η πραγματική ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας στη βάση της αξίας του ανθρώπου υφίσταται και λειτουργεί μόνο σε καθεστώς ουσιαστικής κοινωνικής ισότητας στο σύστημα εξουσίας. Το ίδιο και αντίστροφα: η ουσιαστική κοινωνική ισότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι αυτή που διασφαλίζει την ουσιαστική ελευθερία του ανθρώπου. Κάθε μόρφωμα εξουσία έξω από αυτό το ρυθμό οδηγεί στην υποδούλωση του ανθρώπου.

Με αυτή την ουσιαστική βάση της έννοιας της εξουσίας, ο Μίκης Θεοδωράκης, πριν από τρεις σχεδόν δεκαετίες, με σπάνια διορατικότητα παρουσιάζει κριτικά, στη μεγαλύτερη καπιταλιστική χώρα της Ευρώπης, στη Γερμανία, τον καπιταλισμό και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», ως νεοπλασματικά μορφώματα εξουσίας που διέβρωσαν και κατέστρεψαν τις βασικές δυνατότητες ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου. Τον καπιταλισμό, του οποίου ζούμε σήμερα την ειδεχθέστερη και πιο απάνθρωπη μορφή, εξέθρεψε η μετάλλαξη στην αστική δημοκρατία της έννοιας της πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας σε ασύδοτη και χωρίς όρια οικονομική ελευθερία και ελευθερία ανάπτυξης όλων των αντικοινωνικών δυνάμεων εξουσίας. Η οικονομική ελευθερία, που, ως ένα βαθμό, ήταν ιστορικά αναγκαία για την  αστική επανάσταση, σήμερα εκτρέφει τις δυνάμεις καταστροφής της αξίας του ανθρώπου και της τελικής κρίσης του ίδιου του συστήματος. Όσον αφορά στο σοσιαλισμό, το παγκόσμιο αυτό κίνημα κατά του καπιταλισμού από τις βιομηχανικές απαρχές του στο αστικό κράτος, εκφυλίστηκε ολοκληρωτικά σε σύστημα απάνθρωπης εξουσίας, που το οδήγησε στην κρίση και στην κατάρρευσή του.

Μια πολύ σημαντική διάσταση της σκέψης του «Αντιμανιφέστου» αναδεικνύει το πρόβλημα της έννοιας της εργασίας, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί ένα από τις θεμελιακές εκτροπές και των δύο συστημάτων: του καπιταλισμού και του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Από το Μεσαίωνα, κυρίως δε από τον προτεσταντισμό, και μετά η εργασία αγιοποιήθηκε κυριολεκτικά. Εξαρχής δε αποτέλεσε και βασική αρχή της αστικής πολιτικής ιδεολογίας, ως αντίδραση προς την ιδεολογική θέση της φεουδαρχίας, η οποία την απαγόρευε στους ευγενείς και την επέβαλλε στους χωρίς δικαιώματα δούλους, δουλοπάροικους και υπηρέτες. Η ιστορική σημασία της ηθικής θεμελίωσης και ανάδειξης της εργασίας από τους αστούς, που απελευθερώνονταν από τα φεουδαρχικά δεσμά της υποτέλειας, είναι σαφής: Αποτέλεσε το κύριο μέσο δύναμης για την επιβίωση, την απόκτηση κοινωνικής ισχύος και την αυτονομία της ατομικής προσωπικότητάς τους. Με αυτή συνδέθηκε η γένεση της έννοιας της ατομικής  ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, που παρέκαμψε και αγνόησε τη σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης· με αυτή συνδέθηκε η γένεση της εξουσίας της «ιερής» και απαραβίαστης ατομικής ιδιοκτησίας χωρίς τις κοινωνικές της υποχρεώσεις. Με αυτές τις βάσεις βρήκε ο καπιταλισμός την εργασία και την εξέθρεψε σε νέα μορφή εξάρτησης από το νέο φεουδαλικό «πύργο»  της οικονομικής εξουσίας. Εδώ ακριβώς έγινε ο νέος εξανδραποδισμός του ανθρώπου, ο οποίος, με τη νέα εργασιακή του εξάρτηση, έγινε ο ίδιος μηχανή παραγωγής και μέσο εμπορίας υλικών αγαθών και, συνάμα, μετουσιώθηκε σε εμπόρευμα που τροφοδοτεί με κέρδος και ισχύ τον «πύργο», διασφαλίζοντας στον ίδιο μια απλή ζωική, αναξιοπρεπή για άνθρωπο, επιβίωση.

Η νέα μορφή εξάρτησης της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο θεσμό της «εξαρτημένης εργασίας», αλλά και σε όλες τις μορφές και κατηγορίες της λεγόμενης «ελεύθερης» εργασίας των «ελεύθερων» επαγγελμάτων, που μεταλλάσσονται συνεχώς σε όλο και ισχυρότερες πολυεθνικές ανώνυμες  επιχειρήσεις,  όπου η ανθρώπινη προσωπικότητα εξαφανίζεται. Οι εργαζόμενοι σ’ αυτό το σύστημα έχουν καταστεί γνήσιοι δουλοπάροικοι –και μάλιστα «εκούσιοι». Η πλήρης δουλοπαροικιακή εξάρτηση δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζομένους· υποδουλώνει ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία, την οποία η κερδοσκοπική βουλιμία και η ιμπεριαλιστική οικονομική εξουσία μεταλλάσσει σε φάρμα ζώων κατανάλωσης νόθων και φαντασιακών «αγαθών». Η ολοκλήρωση δε αυτή της υποδούλωσης του ανθρώπου έφθασε σήμερα στο ανώνυμο χρηματοοικονομικό σύστημα ακόμη και στην εξαφάνιση της ανθρώπινης προσωπικότητας του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής που είχε αναδείξει –νεοπλασματικά και τότε- η πρώτη φάση του καπιταλισμού. 

Ο επαναστατικός σοσιαλισμός της πρώτης φάσης του βιομηχανικού καπιταλισμού νόμισε ότι, καταργώντας την ιδιοκτησία -και όχι τη δομή και τη λειτουργία του κεφαλαίου- αλλά το φορέα ιδιοκτησίας  του, θα μπορούσε να αποκαταστήσει την αξία του ανθρώπου μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Ως προς την εργασία, διέπραξε το τεράστιο ιστορικό σφάλμα, στεφανώνοντάς την με το φωτοστέφανο του μαρτυρίου και της νίκης, να την αναδείξει σε υπέρτατη πολιτική δύναμη εξουσίας, ακόμη και ανεξέλεγκτης δημοκρατικά («δικτατορία του προλεταριάτου»), χωρίς να της αφαιρέσει τις αλυσίδες υποδούλωσης του ανθρώπου και χωρίς να δώσει λύσεις απελευθέρωσης από την πραγματική ανάπτυξη της γνώσης,  αλλά λύσεις πολιτικής θεολογίας. Δεν μπόρεσε, δυστυχώς για την ανθρωπότητα, να διαγνώσει –για τους τότε  ιστορικούς λόγους- ότι κάθε καπιταλισμός, ιδιωτικός ή κρατικός, και κάθε εξουσία, οικονομική, θρησκευτική ή οποιαδήποτε άλλη αυταρχική, η οποία δε στηρίζεται σε μια πραγματική δημοκρατική νομιμοποίηση, παραβιάζει τα όρια ανάπτυξης των ποιοτικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης προσωπικότητας (των «ανθρωπομονάδων» του Μίκη Θεοδωράκη), υποδουλώνει την εργασία και καταστρέφει την ανθρώπινη δημιουργικότητα και εξανδραποδίζει τελικά τον άνθρωπο, όπως και ο ανθρωποφάγος καπιταλισμός που ζούμε σήμερα.

Αυτό το φάσμα βαρβαρότητας στο πεδίο της ανθρώπινης εργασίας προείδε ο Μίκης Θεοδωράκης στο «Αντιμανιφέστο» πριν ακόμη δείξει τα δόντια του η δεύτερη φάση του καπιταλισμού, το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα οικονομικής εξουσίας, που κατέλυσε την πολιτική. Το είδε, επίσης, πριν από την κατάρρευση της άλλης μορφής εξουσίας, που ήταν προϊόν του εκφυλισμού των γνήσιων αρχών του σοσιαλισμού στην πράξη του.  Διείδε ότι η ανθρώπινη εργασία, πού τόσο υμνήθηκε και από τα δύο συστήματα εξουσίας, και το «εργάζομαι», που με τόσο ηθικό βάρος φόρτωσαν οι εκμεταλλευτές του,  δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μορφή δουλείας, που σοφά ο ελληνικός λαός ονόμασε «δουλειά» και «δουλεύω».

Η καθημερινή εργασία που απαιτεί η συμβίωση στην ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί, αναμφίβολα, ανθρώπινη υποχρέωση. Η δουλεία πρέπει να αποβληθεί, που επιβάλλει η εξουσία εκμετάλλευσής της, υπερβαίνοντας τα όρια της κοινωνικής της αποστολής, να αναπτύσσει τις δυνατότητες ποιότητας ζωής που διαθέτει η ανθρώπινη προσωπικότητα. Η δημιουργικότητα του ανθρώπου και η δημιουργία πολιτισμού προϋποθέτουν σύστημα αδούλωτης εργασίας, που μόνο ένα γνήσια δημοκρατικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα μπορεί να διασφαλίσει.  Η εργασία ως πηγή και όρος ανάπτυξης των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου για ποιοτικά όλο και υψηλότερη ζωή, για το αριστοτελικό «ευ ζην», πρέπει να επιστρέψει στην αρχαία έννοια ανθρώπινης διαβίωσης, του «σχολάζειν» εκείνου, όπου αναπτύσσονται οι δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου και ο πολιτισμός. Όταν άρχισε η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, πιστέψαμε ότι έρχεται η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος θα απαλλαγεί από την εργασία της δουλείας και θα εισέλθει στο γήινο «παράδεισο» της σχόλης-σχολής, όπου αναπτύσσεται η παιδεία και αναπτύσσονται οι δυνατότητες δημιουργίας πολιτισμού. Στο σύστημά μας, όμως, τη μεγάλη αυτή προσφορά της γνώσης και της τεχνολογίας που δημιούργησε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία, υφάρπασε η κερδοσκοπική και επεκτατική βουλιμία της οικονομικής εξουσίας και βύθισε ακόμη πιο βαθιά τον άνθρωπο στη δουλεία.

Μόνο σ’ αυτό το βάθος της ύπαρξης, όπου εναρμονονίζεται ο  άνθρωπος και η ανθρώπινη κοινωνία με τον πραγματικό κόσμο και όπου εισέδυσε η συμπαντική σκέψη του μεγάλου Έλληνα δημιουργού και αγωνιστή, μπορεί κανείς να αποκτήσει το ασφαλές έρμα και να βρει το αποτελεσματικό οπλοστάσιο για τον ιστορικά σωστό αγώνα κατά του «κακού», που θα οδηγήσει στο καλύτερο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, στην ποιοτικά ανώτερη πολιτική κοινωνία. Το «Αντιμανιφέστο» του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί μια ασφαλή πυξίδα σήμερα για το μανιφέστο του σωστού Αγώνα.
Κύθηρα, Ιούλιος 2014




[1] Η Η ομιλία εκφωνήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στη Δυτική Γερμανία, το 1987, όπου ο Θεοδωράκης ήταν εισηγητής, και δημοσιεύθηκε αυτούσια στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine). Στην Ελλάδα είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα ομιλία εκφωνήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στη Δυτική Γερμανία, το 1987, όπου ο Θεοδωράκης ήταν εισηγητής, και δημοσιεύθηκε αυτ[1] Η ομιλία εκφωνήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στη Δυτική Γερμανία, το 1987, όπου ο Θεοδωράκης ήταν εισηγητής, και δημοσιεύθηκε αυτούσια στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine). Στην Ελλάδα είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα αυτούσια στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine). Στην Ελλάδα είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα«Πρώτη» και εκδόθηκε το 1989 από τον εκδοτικό οίκο «Γνώσεις». Η «συμπαντική Αρμονία: ήταν εισήγηση του Μίκη Θεοδωράκη στο Συμπόσιο με θέμα «Μουσική και Συμπαντική Αρμονία, Μουσική και Επιστήμη στο Μίκη Θεοδωράκη», που διοργάνωσε το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης στη Χερσόνησο Κρήτης το Μάρτιο του 2006. Το κείμενο της εισήγησης δημοσιεύτηκε στον τόμο εισηγήσεων του Συνεδρίου με τον ίδιο τίτλο στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007. Το κείμενο εκδήθηκε, επίσης, και αυτοτελώς με δύο CD μουσικών συνθέσεών του με τίτλο «Λόγου Χάριν – Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τη Συμπαντική Αρμονία, Αρχείο Ηχογραφήσεων Λόγου, 2009.

Σχόλια

  1. Ο Διάλογος για το Αντιμανιφέστο του Μίκη Θεοδωράκη στον Θεοδωρακισμό συνεχίζεται με το κείμενο - σχόλιο του Καθηγητή Συνταγματολόγου Γιώργου Κασιμάτη!

    Ευχαριστούμε θερμά τον Γιώργο Κασιμάτη για την ουσιαστική συμβολή του στον Διάλογο για το Αντιμανιφέστο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Πάρτε μέρος στον διάλογο.

Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.