Ο Θεοδωράκης και η ουτοπία της Ρωμιοσύνης - του Γιώργου Φουρτούνη

Mε αφετηρία το βιβλίο του Αντρέα Μαράτου  
Ο Θεοδωράκης και η ουτοπία της Ρωμιοσύνης 

του Γιώργου Φουρτούνη

Ο Θεοδωράκης είναι, για εμάς τους αριστερούς, ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της συγκρότησης και της κληρονομιάς μας, που ωστόσο δυσκολευόμαστε να ανοίξουμε και να χειριστούμε με μέσα που μας ταιριάζουν. Το βιβλίο του Αντρέα Μαράτου επιχειρεί να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία και, ταυτόχρονα, μας βοηθά να την καταλάβουμε. Είναι λοιπόν ένα πολύ σημαντικό βιβλίο -θα έλεγα ότι συνιστά τομή. Για πρώτη φορά επιχειρείται μια τέτοια, σφαιρική κατανόηση του φαινομένου Θεοδωράκη, με ιδιαίτερα οξυμένο ιστορικό και μουσικό αισθητήριο, χωρίς καμία τάση αγιογραφίας αλλά με εμφανή τη συγκινησιακή εμπλοκή με το θέμα του, με μια ποιότητα γραφής που ξαφνιάζει, χωρίς ευκολίες ή μεγαλοστομίες. Το σημαντικότερο, όμως, το καινούριο και ρηξικέλευθο που κομίζει, είναι η διορατική και άκρως λειτουργική θεωρητική προσέγγισή του: ο Μαράτος σκέφτεται το έργο και την παρέμβαση του Θεοδωράκη ανατρέχοντας στην έννοια της ουτοπίας, με αναφορά κυρίως στον Ερνστ Μπλοχ, αλλά και με τη συνδρομή θεωρητικών όπως ο Μπένγιαμιν, ο Φουκώ, ο Ντεριντά κ.ά. Η κατανόηση του Θεοδωράκη που προτείνει έτσι αναδεικνύεται σε προϋπόθεση για την κατανόηση της Ελλάδας. Και αυτό όχι μόνο επειδή ο Θεοδωράκης υπήρξε μείζων συντελεστής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και συνδιαμορφωτής της ελληνικής πραγματικότητας.


Ο Θεοδωράκης και η Ελλάδα που δεν είχαμε

Ο Μαράτος μας δείχνει ότι ο Θεοδωράκης δεν είναι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένος με τη νεοελληνική πραγματικότητα, με την τετελεσμένη ιστορία της, αλλά επιπλέον, και ίσως κυρίως, αντιπροσωπεύει ό,τι δεν έγινε η Ελλάδα, την ιστορία που δεν είχε, το ματαιωμένο αλλά πάντοτε εκκρεμές απελευθερωτικό αίτημα και ενδεχόμενο που τη στοιχειώνει: «καθιστά ορατό στο παρελθόν το μέλλον που δεν έγινε», σύμφωνα με την πυκνή φράση του. Πράγματι, ο Μαράτος μας βοηθά να δούμε ότι ο Θεοδωράκης συμπύκνωσε, σε μια ιστορική στιγμή που φώτισε, έκαψε και κάηκε η ίδια, σαν κεραυνός μέσα στο σκοτάδι της εαμικής ήττας, τη λυτρωτική επαναστατική δυνατότητα που εγγράφεται, όχι μόνο στην εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα και στις αντιφάσεις της, στις λεγόμενες «αντικειμενικές συνθήκες», αλλά και στο ιστορικό βάθος αυτού που λέγεται Ελλάδα: στους αγώνες και –κυρίως- στις ήττες όλων όσων πείνασαν και δίψασαν για δικαιοσύνη και ελευθερία στα χώματά της, όλων όσων περιμένουν τη δικαίωση και τη λύτρωση από το ίδιο το επαναστατικό ενδεχόμενο που υπόγεια και μυστικά αρδεύουν. Αυτή η λανθάνουσα αλλά πάντοτε ανοικτή δυνατότητα είναι η ουτοπία, που «άλλοτε διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρίγος το κοινωνικό σώμα και … άλλοτε κρύβεται σαν ανεπαίσθητος σπινθήρας στο συλλογικό ασυνείδητο», μας λέει ο Μαράτος. Και η ουτοπία εδώ, με τις βαθιές ιστορικές της ρίζες, έχει ένα όνομα: είναι η Ρωμιοσύνη, ίσως η επιτομή του θεοδωρακικού σύμπαντος.

Η Ρωμιοσύνη ως ουτοπία

Αλλά το να σκεφτούμε τη Ρωμιοσύνη ως ουτοπία, υπό αυτή την έννοια, ενέχει καθοριστικές συνέπειες: απαλλάσσει τη Ρωμιοσύνη από το εθνικιστικό πλαίσιο στο οποίο πολλοί επιμένουν να την ερμηνεύουν. Η αντίθεση μεταξύ μύθου και ουτοπίας, «μυθικού αποθέματος» και «ουτοπικού πλεονάσματος», είναι κρίσιμη εδώ: ο μύθος μιλά τη γλώσσα «των κλειστών και απόλυτων σχημάτων, της “εκ θεού και φύσεως” νομιμοποιημένης κι ανυπέρβλητης ιεραρχίας» γράφει ο Μαράτος ως εκ τούτου, αποσκοπεί στον προπατορικό καθαγιασμό της καθεστηκυίας πραγματικότητας. Η ουτοπία, από την άλλη πλευρά, είναι το αέναο, διαρκώς κληρονομημένο και κληροδοτούμενο, πάντοτε-ακόμα ανεκπλήρωτο αίτημα για υπέρβαση των ιεραρχιών, για ανατροπή της πραγματικότητας της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Η Ρωμιοσύνη δεν παραπέμπει λοιπόν στο έθνος του εθνικισμού, των καθεστωτικών εθνικοφρόνων παντός καιρού: το «έθνος», ως φυλετική (σε τελευταία ανάλυση) σταθερά, δηλαδή καταγωγική, πρότερη και ανεξάρτητη από τα έργα και τους αγώνες των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται, είναι μύθος το άλλο έθνος, αντίθετα, η Ρωμιοσύνη, είναι η ουτοπία της αριστερής ελληνικότητας, όπως γράφει ο Μαράτος, και συγκροτείται από τη συνέχεια των αγώνων για ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Έτσι, παραθέτω, «η Ρωμιοσύνη γίνεται το αλληγορικό όχημα για να μιλήσουν οι αριστεροί για τα δίκαια του αγώνα τους, μετωνυμικός φορέας του ουτοπικού πλεονάσματος που προσπαθεί με κάθε μέσο να εξαντλήσει ο αντίπαλος, … η απάντηση των ηττημένων στον εξοβελισμό τους». Ως τέτοια, όπως και κάθε ουτοπία, επισημαίνει ο Μαράτος, έχει οικουμενική εμβέλεια: στη μεγάλη τοιχογραφία της βρίσκουν θέση και καίρια μουσική έκφραση «το γελαστό παιδί» του ΙΡΑ και οι προδομένοι σύντροφοί του, το Μαουτχάουζεν και «τα κορίτσια με το κίτρινο άστρο στην καρδιά», ο Λόρκα, εμβληματικός νεκρός του ισπανικού εμφυλίου, και οι τσιγγάνοι του, ο Νερούντα με το μεγαλειώδες Γενικό Άσμα της Λατινικής Αμερικής, και τόσοι άλλοι.

Ο Θεοδωράκης, λοιπόν, μας λέει ο Μαράτος, και μας κάνει όλους μας να καταλάβουμε και να θυμηθούμε, συνέθεσε, σε μια σύνθεση που μόνο ιδιοφυής θα μπορούσε να είναι, στο έργο αλλά και στο σώμα του, σε αυτή τη μορφή που έχει εγγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό μας, την οικουμενική ουτοπία της Ρωμιοσύνης. Υπό τον όρο, βέβαια, να απελευθερώσουμε την ουτοπία από κάθε κατανόησή της ως φαντασίωσης, ως καθαρής χίμαιρας, ατομικής ή συλλογικής. Η ουτοπία εγγράφεται στην πραγματικότητα, στο εκάστοτε παρόν, και συνομιλεί διαλεκτικά με τις αντικειμενικές συνθήκες του. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν ανάγεται σε αυτές τις συνθήκες: πάντοτε πλεονάζει του παρόντος, αναδύεται ως ουτοπικό πλεόνασμα, ακριβώς, σε προνομιακές ιστορικές στιγμές. Ούτε εκδίπλωση μιας ιστορικής αιτιοκρατίας, λοιπόν, ούτε ονειροφαντασία αποκομμένη από την πραγματικότητα, η ουτοπία παραπέμπει μάλλον στην ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου, στην τομή μέσα στην πραγματικότητα και, υπό αυτήν την έννοια, στη φιλοσοφική έννοια του «συμβάντος».

Το συμβάν-Θεοδωράκης

Δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ ας πω μόνο ότι το συμβάν, υπό αυτήν την έννοια, έχει να κάνει με την έλευση του νέου, του καινοφανούς, αυτού που δεν μπορεί να αναχθεί στις συνθήκες του παρελθόντος του, απρόβλεπτο, αταξινόμητο, τέτοιο που δεν μπορεί να χωρέσει στις καθιερωμένες κατηγορίες. Και δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο πρόσωπο στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, για να περιοριστώ σε αυτήν, που να περιγράφεται τόσο καλά ως συμβάν όσο ο Θεοδωράκης. Ο Μαράτος ανασυγκροτεί πολύ καλά την έλευση του συμβάντος-Θεοδωράκη, που μέσα σε δύο χρόνια είχε κιόλας δώσει μια τελείως απρόβλεπτη δυναμική σε αυτό που έμελλε να γίνει η σύντομη δεκαετία του 60 στην Ελλάδα. Λίγα μόλις χρόνια πριν, ο Θεοδωράκης άφηνε πίσω του την κόλαση της μετεμφυλιακής Ελλάδας, σημαδεμένος από την αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, την ήττα, τη Μακρόνησο, για έναν άλλο κόσμο, το μεταπολεμικό Παρίσι της αντιφασιστικής νίκης, της δημοκρατίας, της διανόησης και της δημιουργίας. Λαμπρές σπουδές, το γνωστό αστείρευτο ταλέντο, σπουδαίες διακρίσεις, αναγνώριση από τους μεγαλύτερους εν ζωή ομοτέχνους του, εν ολίγοις, μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες της λεγόμενης κλασικής μουσικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Και τότε, κάτι γίνεται. Ο Θεοδωράκης αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα του ζόφου, χιλιάδες έτη φωτός μακριά από τη σκηνή της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας, με τον Επιτάφιο στις αποσκευές του, για να κάνει και να γίνει κάτι χωρίς απολύτως κανένα προηγούμενο και χωρίς καμία εκ των προτέρων εγγύηση βιωσιμότητας του εγχειρήματός του. Ο Θεοδωράκης γυρνά την πλάτη στον απολύτως προβλέψιμο τότε δρόμο μιας κορυφαίας μορφής στην μεταπολεμική εξέλιξη της δυτικής μουσικής, για να ακολουθήσει έναν απολύτως απρόβλεπτο δρόμο –ή καλύτερα, για να διανοίξει ο ίδιος έναν δρόμο που δεν υπήρχε.

Το μπετόν των δεδομένων δυνατοτήτων έχει ήδη διαρραγεί, η ρωγμή του συμβάντος έχει ανοίξει. Η ριζική καινοτομία του αντανακλάται στη δυσκολία μας, ακόμα και σήμερα, να το εντάξουμε σε ένα γνωστό σχήμα. Και πρώτα απ’ όλα, τι ήταν αυτή η ίδια η απόφαση της επιστροφής; Μπορούμε να πούμε, σίγουρα, ότι ήταν μια πολιτική σύλληψη μεγάλου βεληνεκούς –η άνοιξη της αριστεράς, τη δεκαετία του 60, δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τον Θεοδωράκη. Ήταν σίγουρα και μια στιγμή καλλιτεχνικής «έμπνευσης», με την έννοια ότι ο Θεοδωράκης συνέλαβε τότε όχι εκείνο ή το άλλο έργο του, αλλά το έργο όλων των έργων του, το ανεπανάληπτο είδος που έμελλε να ταυτισθεί μαζί του. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε το δισυπόστατο αυτής της κίνησης; Και η έκβασή της, ο ίδιος ο Θεοδωράκης, τι είναι πρωταρχικά; Μουσικός, «πολιτικός», στρατευμένος αριστερός, αγωνιστής; Η μουσική του; Είναι κλασική; Λαϊκή; Ή μήπως «έντεχνη» -όλη μας η αμηχανία σε μια λέξη.

Λέω, λοιπόν, ότι αυτή η επίμονη αμηχανία έχει να κάνει με τον αδιανόητο τόπο που διάνοιξε ο Θεοδωράκης για να υπάρξει, εκεί όπου συμφύονται σε μια ανεπανάληπτη χημική ένωση, η μουσική δημιουργία, η πολιτιστική παρέμβαση, η πολιτική στράτευση, οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες. Το είδος που επινοεί είναι μια απάντηση (ίσως όχι η μόνη δυνατή, αλλά σίγουρα ιδιοφυής) στο ερώτημα που τον κατάτρυχε: πώς μπορούσε να συνθέσει τις δύο θεμελιώδεις δεσμεύσεις του και να γίνει κομμουνιστής μουσικός; Γιατί ο ορίζοντας του Θεοδωράκη, ως μαχόμενου κομμουνιστή, ήταν καταστατικά οι πολλοί, οι στερημένοι, οι κατατρεγμένοι και αποκλεισμένοι, και το κερδισμένο στοίχημά του ήταν ότι, επινοώντας μια «μουσική για τις μάζες», δεν θυσίασε τη μεγάλη τέχνη, την τέχνη του. Ο Θεοδωράκης λέει συχνά ότι με τη μουσική του έφερε τη μεγάλη ποίηση στον λαό. Το έκανε, αλλά αυτό που τον διακρίνει είναι ότι έφερε στον λαό τη μεγάλη ποίηση της μουσικής του. Και έτσι, επιτρέψτε μου, ξέφυγε από το ψευτο-δίλημμα που κάποτε ταλάνισε πολλούς: «τέχνη για την τέχνη» ή «τέχνη για τον λαό»; Η τέχνη είναι απόλυτη αυταξία, από τα αγαθά που κάνουν τη ζωή άξια να τη ζήσεις, και ως τέτοια για έναν κομμουνιστή δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί δικαίωμα για όλους: ο Θεοδωράκης μας έμαθε, έμπρακτα, ότι η τέχνη, ακριβώς επειδή είναι «για την τέχνη», είναι «για τον λαό».

Και κάτι ακόμα: δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ίσως το πλέον καθοριστικό κίνητρο για την επιστροφή του Θεοδωράκη ήταν η αίσθηση ανεξίτηλης και εκκρεμούς ευθύνης προς του συντρόφους που είχε αφήσει πίσω του. Όχι μόνο τους ηττημένους και διωκόμενους, αλλά πάνω απ’ όλα τους νεκρούς, τους νεκρούς και ηττημένους, τους αδικαίωτους νεκρούς, θέτοντας, συν-θέτοντας, την ελπίδα και τη δυνατότητα της λύτρωσής τους, της ανάστασής τους, της εκ νέου ανάστασής τους, της επανάστασής τους, μέσα στο απελευθερωτικό πρόταγμα των ζωντανών και των αγέννητων, σύμφωνα με την «άθεη θεολογία» του, όπως λέει ο Μαράτος. Αυτό είναι ίσως το πιο γερό, το πιο άθραυστο κόκκινο νήμα που διαπερνά όλη τη δημιουργία του Θεοδωράκη. Όπως ο άγγελος της ιστορίας του Μπένγιαμιν, έτσι και η ουτοπία της Ρωμιοσύνης, αποβλέποντας στο λυτρωτικό συμβάν του μέλλοντος, έχει το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν: θέλει να δικαιώσει τους ηττημένους του παρελθόντος, θέλει να ακυρώσει τις ήττες τους, γιατί ξέρει ότι «ακόμα και οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, αν νικήσει. Και τούτος ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά» (Μπένγιαμιν).

Σήμερα;

Ας σταματήσω εδώ, λίγο απότομα, για να αναρωτηθώ, πριν κλείσω, τι απέγιναν σήμερα όλα αυτά; Επιφανειακά, είναι σαν το ποτάμι της ουτοπίας να έχει στερέψει. Το περιγράφει ο Μαράτος, το εκφράζει και ο ίδιος ο Θεοδωράκης, οι απολογισμοί του οποίου αφήνουν όλο και πιο πικρή επίγευση –«τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις», τραγουδά ήδη στον Διόνυσο. Και ίσως, μέσα σε αυτό το κλίμα, να ξανασκέφτεται εκείνη την απόφασή του, ίσως να σκέφτεται πού θα τον είχε οδηγήσει ο δρόμος που δεν πήρε τότε, ίσως και κάποιες φορές να αμφιβάλλει εάν έκανε καλά.

Θα ήταν όμως λάθος. Πρώτα απ’ όλα, γιατί ο δρόμος που πήρε (και μετρώ εδώ τα λόγια μου) οδήγησε στο πιο πρωτότυπο μουσικό έργο του 20ου αιώνα, στο μέτρο ακριβώς που μπόρεσε να εκφράσει μουσικά το μεγάλο απελευθερωτικό πρόταγμά του, από το οποίο η μουσική του αντλεί το απαράμιλλο ήθος της, τον βαθύ ψυχισμό της, τη γενναιοδωρία της. Δεύτερο, γιατί το συμβάν Θεοδωράκης κάθε άλλο παρά έχει εξαντλήσει τη δυναμική του –αντίθετα, νομίζω ότι είμαστε σήμερα μπροστά σε μια νέα αρχή. Το βιβλίο του Μαράτου σηματοδοτεί αυτήν την καμπή και, ταυτόχρονα, βοηθά στην εκκίνησή της. Μας δείχνει ότι ο Θεοδωράκης, ακριβώς επειδή συνέθεσε το ουτοπικό πλεόνασμα μιας μεγάλης ιστορικής στιγμής, έχει εγγράψει εσαεί τον εαυτό του στο ουτοπικό πλεόνασμα του κάθε μέλλοντός μας. Ο Θεοδωράκης αποτελεί ήδη απαράκαμπτο κεκτημένο κάθε μελλοντικής ουτοπίας. Ίσως να είναι ακόμα νωρίς, αλλά, όπως το λέει ο Μπένγιαμιν, ο Θεοδωράκης «εγείρει αξίωση» στο μέλλον –και «δεν θα είναι εύκολο να τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτήν την αξίωση». Δεν θα είναι εύκολο επειδή, μεταξύ άλλων, έχει να κάνει με την αυτογνωσία μας, ατομική και συλλογική. Ο Μαράτος μας δίνει πολύτιμα μέσα για να αποτιμήσουμε, όχι μόνο το μέγεθος αυτής της μορφής, αλλά και τη δική μας διαμορφωτική σχέση με τον Μίκη, τις οφειλές μας, τα μέσα να χειριστούμε, να αποδεχθούμε, να δεξιωθούμε και, τελικά, ξεπερνώντας τις ποικίλες δυσκολίες, να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας.

Ο Γιώργος Φουρτούνης διδάσκει φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Μαράτου «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του» (εκδ. Ιanos), στις 15.1.2014. Στην παρουσίαση μίλησαν επίσης η Λιάνα Θεοδωράτου και ο Αριστείδης Μπαλτάς.

Σχόλια