ΚΑΙ ΠΑΛΙ
ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πηγή: Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
σελ: 267 έως 282
σελ: 267 έως 282
Η
απόγνωση του Θεοδωράκη από τις παλινδρομήσεις των υπόλοιπων αντιστασιακών
οργανώσεων για ενιαία δράση, την αποτυχία των πρωτοβουλιών του για ενότητα και
την τελεσίδικη διάσπαση του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου και του λαϊκού
Κινήματος; τον είχε προσανατολίσει πρόσκαιρα, όπως διαπιστώθηκε ήδη, στην
υιοθέτηση της “λύσης Καραμανλή” στις αρχές του 1973. Απαραίτητη στο σημείο αυτό
σχετική αναδρομή του ίδιου για τις σχέσεις του με τον Κ. Καραμανλή μεσούσης της
δικτατορίας: - Η οριστική διάλυση του ΕΑΣ, με τη ματαίωση της ενότητας των
αντιστασιακών δυνάμεων, που για μένα ήταν η μόνη περίπτωση να επανέλθει η
Δημοκρατία στην Ελλάδα μέσα από τη “σκληρή” λύση, με έστρεψε αναγκαστικά προς
τη δεύτερη, τη “μαλακή” λύση, που ήταν πλέον η μόνη εφικτή. Κάθε μέρα που περνούσε
ήταν μια τραγωδία.
Ο Καραμανλής δεν είχε δεχθεί ως τότε
να δει ούτε εμένα (η συνάντηση είχε ζητηθεί από ντο ΠΑΜ όταν βγήκα στο
εξωτερικό) ούτε τη Μερκούρη ούτε κανέναν άλλο από το ΠΑΜ. Γνωρίζαμε όμως ότι
έβλεπε τακτικά τον Μητσοτάκη, με τον οποίο προδικτατορικά δεν είχα καμία σχέση
λόγω των πολιτικών εντάσεων της εποχής εκείνης και ιδιαίτερα επί
Ιουλιανών. Όταν όμως βρέθηκα στο Παρίσι,
ζήτησε εκείνος συνάντηση – και ομολογώ ότι μου έκανε εντύπωση που έκανε το
πρώτο βήμα – διότι όπως μου είπε ήθελε να βοηθήσει το ΠΑΜ και ήταν έτοιμος
ακόμα και να οργανώσει αντάρτικο στην Κρήτη εφ' όσον θα είχε την ενίσχυση των
αντιστασιακών οργανώσεων. Συμφωνήσαμε να με ενημερώνει, γιατί με τις δύο
διασυνδέσεις που είχε, τον Λαμπρία στο Λονδίνο και τον Μπακογιάννη στο Μόναχο
ήταν πλήρως ενημερωμένος για τα σχετικά με την χούντα και έτσι αρχίσαμε να
έχουμε τηλεφωνική επικοινωνία.
Όταν λοιπόν γύρισα στο Παρίσι τον
Δεκέμβριο του '72, μετά την οριστική διάλυση του ΕΑΣ, ήταν φυσικό να μιλήσω με
τον Μητσοτάκη για να μάθω αν ο Καραμανλής σκέπτεται να ενεργοποιηθεί και να
μπει μπροστά. Η απάντηση του Μητσοτάκη ήταν ότι ο Καραμανλής προβληματίζεται.
Στις 16 Ιανουαρίου 1973, την
προηγούμενη της πρώτης εκτέλεσης του έργου “18 Λιανοτράγουδα της Πικρής
Πατρίδας” του Ρίτσου στο Άλμπερτ Χωλ του Λονδίνου, επρόκειτο να παρουσιαστεί σε
μεγάλη πρες-κόνφερανς η αγγλική μετάφραση του βιβλίου μου “Το Χρέος” και όπως
με ενημέρωσε ο εκδότης, υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον από όλα τα ΜΜΕ για το πρόβλημα
της δικτατορίας στην Ελλάδα. Σκέφτηκα ότι αυτή η ευκαιρία με την τόσο μεγάλη δημοσιότητα δεν έπρεπε να
πάει χαμένη και επικοινώνησα με τον Μητσοτάκη, μήπως είχε κάποια ιδέα. Εκείνος
αμέσως μου πρότεινε να μιλήσω για την “λύση Καραμανλή”, διότι ο Καραμανλής του
είχε δώσει την εντύπωση ότι ήθελε κάποια
αφορμή για να ενεργοποιηθεί και βέβαια δεν θα υπήρχε τίποτα καλύτερο από το να
το προτείνει ένας αριστερός πολιτικός του αντίπαλος όπως εγώ. Απάντησα ότι θα
το σκεφθώ, γιατί βέβαια ήξερα από την πρώτη στιγμή τις συνέπειες. Μάλιστα,
αργότερα στο αεροπλάνο εμπιστεύθηκα τις σκέψεις μου στον Γιάννη Διδήλη, τον
πιανίστα μου και φίλο, που αφού με κοίταξε λες και έβλεπε Αρειανό, έβαλε τις
φωνές: “Τρελάθηκες; Θέλεις να αυτοκτονήσεις; Εσύ είσαι ο ηγέτης της Αντίστασης,
ο κόσμος σε βλέπει σαν θεό, σαν άγιο, οι Έλληνες σε λατρεύουν. Αν προτείνεις
τον μεγαλύτερο εχθρό σου , τον εκπρόσωπο της Δεξιάς, τελείωσες”. “Κι αν
υποτεθεί ότι με τη “λύση Καραμανλή” πέσει η χούντα;” τον ρώτησα. “ Κι ο
Θεοδωράκης τι θα γίνει;” μου απάντησε.
Τελικά αφού το σκέφτηκα πολύ και τα
μέτρησα όλα, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Στην πρες-κόνφερανς δήλωσα ότι μετά την
αποτυχία για ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων, δεν υπάρχει παρά μόνο μία λύση
για να πέσει η χούντα : η λύση Καραμανλή. Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση
Αμερικανού δημοσιογράφου “γιατί ο Καραμανλής” εξήγησα ότι στην Ελλάδα την
πολιτική κατάσταση διαμορφώνουν τρεις παράγοντες : Ο ελληνικός λαός, ο
ελληνικός στρατός και οι Αμερικάνοι. Υπάρχουν Έλληνες πολιτικοί που έχουν μαζί
τους κάποιον από τους παράγοντες αυτούς. Ο Καραμανλής είναι ο μόνος που αυτή τη
στιγμή έχει με το μέρος του και τους τρεις.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που προτάθηκε η
“λύση Καραμανλή” δημόσια, γεγονός που έδωσε τροφή σε όλους τους εχθρούς μου,
κομματικούς, ιδεολογικούς, προσωπικούς να αρχίσουν ένα φοβερό πόλεμο λάσπης, που
εξακολουθεί μέχρι και σήμερα. Συνέβη δηλαδή ακριβώς αυτό που είπα στον ίδιο τον
Καραμανλή κάποια από τις φορές που τον συνάντησα στο σπίτι του στην Πολιτεία:
“Σας φορτώθηκα όπως ο Ιησούς τον Σταυρό”...
Μετά την πρες-κόνφερανς ήμασταν
καλεσμένοι με την Φαραντούρη και τον Πανδή στο σπίτι του Λαμπρία για δείπνο.
Μου είπε ότι είχε ενημερώσει τον Καραμανλή για το περιεχόμενο των δηλώσεών μου
κι εκείνος απάντησε : “Μπράβο. Τώρα θα ντρέπονται οι φίλοι μου στην Ελλάδα που
μόνο ένας πολιτικός μου αντίπαλος είχε το θάρρος να κάνει αυτή την πρόταση,
γιατί πραγματικά μόνο εγώ μπορώ να φέρω τη λύση στην Ελλάδα”.
Όταν γύρισα στο Παρίσι, πληροφορήθηκα
από τον Μητσοτάκη ότι ο Καραμανλής αποφάσισε πλέον να παρέμβει ανοιχτά.
Ακολούθησε η δημοσίευση της γνωστής επιστολής του στην Βραδυνή η οποία
κατασχέθηκε αμέσως, ενώ εγώ εγκαταλείφθηκα σιγά-σιγά από τους προσωπικούς μου
φίλους - .
Όμως, καθώς αποδείχτηκε στη συνέχεια,
το καθεστώς του Ιωαννίδη, που ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, απεδείχθη περισσότερο
σκληρό και εξαρτημένο από τους Αμερικανούς. Απέναντι στη νέα στρατοκρατική
συγκυρία ο Θεοδωράκης υιοθέτησε, όπως είδαμε, τη σκληρή επαναστατική γραμμή. Με
στόχο τ δυναμική ανατροπή της χούντας Ιωαννίδη. Ο αντιστασιακός αγώνας
κλιμακώθηκε με μοιραία επακόλουθα για τους αμετανόητους δυνάστες του ελληνικού
λαού.
Πράγματι οι εξελίξεις υπήρξαν
ραγδαίες. Το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στη Μεγαλόνησο επέσπευσε την
κατάρρευση της χούντας Ιωαννίδη. Πανικόβλητοι οι δικτάτορες παρέδωσαν την
εξουσία στους παραδοσιακούς πολιτικούς των οποίων ηγείτο ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος. Μετά από παρασκηνιακή παρέμβαση του Ε. Αβέρωφ μετεκλήθη
εσπευσμένα από το Παρίσι ο Κ.
Καραμανλής, ο οποίος επέστρεψε θριαμβευτής στις 23 Ιουλίου 1974. Επακολούθησε ο
σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας ενώ το αξίωμα του προέδρου της
Δημοκρατίας επωμίστηκε προσωρινά ο Φ. Γκιζίκης. Η επιστροφή στην
κοινοβουλευτική Δημοκρατία ήταν πλέον γεγονός και μάλιστα μέσα από πολιτική
μεθόδευση που είχε προτείνει, απεμπολώντας το πολιτικό κόστος, ο ίδιος ο
αρχηγός του ΠΑΜ.
Ωστόσο η μεταπολίτευση, σκιάστηκε από
την πανηγυρική υπονόμευση του ηγετικού αντιστασιακού πυρήνα που είχε συμβάλει
καθοριστικά στην ανατροπή της
δικτατορίας. Ο Α. Παπανδρέου, ο Μ. Θεοδωράκης, ο Λ. Κύρκος και άλλοι κορυφαίοι
Αντιστασιακοί και Αριστεροί δεν συμμετείχαν στην κυβέρνηση που διαδέχτηκε τους
στρατιωτικούς στην εξουσία. Ο Θεοδωράκης, που στο μεταξύ είχε επιστρέψει στην
Αθήνα στις 24 Ιουλίου, ανήσυχος για την
τροπή των πολιτικών εξελίξεων έλαβε μέρος σε συνάντηση αντιστασιακών στο σπίτι
του Β. Φίλια στελέχους της Δημοκρατικής
Άμυνας: - Την επομένη της επιστροφής του Καραμανλή, με κάλεσαν
επειγόντως στο σπίτι του Φίλια, που ήταν ένας από τους ηγέτες της Δημοκρατικής
Άμυνας. Εκεί βρήκα τους αντιπροσώπους όλων των δημοκρατικών δυνάμεων: της
Δημοκρατικής Άμυνας, φυσικά, του “Ορθόδοξου” Κομμουνιστικού Κόμματος, του
Κομμουνιστικού Κόμματος “Εσωτερικού” του Πανελλήνιου Κινήματος Αντιστάσεως, των
Σοσιαλιστών, των Νέων Δυνάμεων που συνεργάστηκαν με το Κέντρο και ανεξάρτητους
αντιστασιακούς, όπως ο σμήναρχος Μήνης, (που έκλειναν προς το Κέντρο), ή όπως ο
Γλέζος, ο Λεντάκης κι εγώ. Ήμαστε καμιά τριανταριά, που είχαμε βγει από τις
φυλακές, από την παρανομία ή γυρίζαμε από την εξορία. Όλοι μαζί αποφασίσαμε ν'
απευθύνουμε έκκληση στον ελληνικό λαό.
Ο Καραμανλής προετοίμαζε τη συγκρότηση
κυβέρνησης συντηρητικής και γνωρίζαμε ότι θα στηριζόταν στις παραδοσιακές
δυνάμεις, ενώ εμείς αντιπροσωπεύαμε την αλλαγή και την πρόοδο. Στρωθήκαμε στη
δουλειά. Όλα πήγαινα καλά. Την επομένη, ο αντιπρόσωπος του Ανδρέα Παπανδρέου (Μένιος
Κουτσόγιωργας) σαμποτάρισε την πρωτοβουλία. Έτσι, νομίζω ότι στραγγαλίσθηκε η
τελευταία ευκαιρία για να πραγματοποιήσουμε την ενότητα των αντιστασιακών
δυνάμεων. Πρόθεσή μας ήταν να προτείνουμε στο λαό μια δημοκρατική και
σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Αποτύχαμε. Ο λαός θα αναγκαζόταν να επιστρέψει
στους δρόμους του παρελθόντος, στην κλασσική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, σε
Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά.
Όταν τελείωσε η ανάγνωση της
διακήρυξης και μάλιστα συμφώνησαν οι περισσότεροι να γίνει έτσι και ήρθε η ώρα
να βάλουμε τις υπογραφές τότε μπήκε μέσα ο εκπρόσωπος του ΠΑΚ ο οποίος μας είπε
ότι επικοινώνησε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον κατατόπισε στα της συγκεντρώσεως
και της αποφάσεως να βγάλουμε μια διακήρυξη, πλην όμως ο Ανδρέας μας στέλνει
τους συντροφικούς του χαιρετισμούς, αλλά πριν έρθει στην Ελλάδα – πράγμα που θα
επιδιώξει να κάνει τις επόμενες ημέρες – (είχε έρθει μετά ένα μήνα νομίζω), δεν
ήθελε να δεσμευτεί με καμία τέτοια συμφωνία. Θα έπρεπε να γυρίσει πίσω για να
αποφασίσει. Επομένως το ΠΑΚ δεν θα υπέγραφε. Ακολούθησε ο Γλέζος λέγοντας “και
εγώ δεσμεύομαι να μην υπογράψω”. Και μένουμε άφωνοι όλοι. “Μόνο ο Μίκης θα
μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο δεν υπογράψαμε”, είπε ο Γλέζος. Αλλά θέλω
να του το εξηγήσω ιδιαιτέρως. Και βγήκαμε στο χαγιάτι όπου μου είπε ο Μανώλης
“εσύ με καταλαβαίνεις, αισθάνομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να είμαι ηγέτης.
Απέτυχα. Δεν προλάβαμε τη χούντα, δεν κάναμε αυτό δεν κάναμε τ' άλλο, απέτυχα.
Λοιπόν πώς, με τί κύρος θα βάλω την υπογραφή μου κάτω από ένα τέτοιο σημαντικό
ιστορικό έγγραφο”; Μα, απάντησα, αν δεν κάνω λάθος, εσύ προκάλεσες αυτή τη
συνάντηση. Σαν ηγέτης. Ήταν μια ηγετική πρωτοβουλία την οποία πήρες. ... “Σε
παρακαλώ μην πεις τίποτα μέσα, πες απλώς ότι κατάλαβες για ποιο λόγο δεν
υπογράφω”. Πώς δεν κατάλαβα Μανώλη, δικαίωμά σου υπογράφεις δεν υπογράφεις,
αλλά εν πάση περιπτώσει εδώ τραυματίζεις αυτή την προσπάθεια και είναι μια
πραγματικά επαναστατική αλλαγή, μια αναγέννηση του να είμαστε όλοι μαζί,
καταλαβαίνεις τώρα, αν δεν υπογράψεις εσύ, αν δεν υπογράψει το ΠΑΚ, να δούμε τι
θα απογίνουμε. Πράγματι, όταν πήγαμε μέσα, η Δημοκρατική Άμυνα η οποία είχε
αρχίσει να παίρνει τις αποστάσεις της, (έλεγαν να το σκεφτούμε κι εμείς, να
δούμε τι θα κάνει ο Ανδρέας πώς το χειρίζεται), και τέλος μόνο οι παλιοί Κομμουνιστές,
ο Κεπέσης, ο Κύρκος, εγώ, ο Λεντάκης μείναμε να υπογράψουμε. Τότε λέμε τι
σημασία έχει, να υπογράψουμε εμείς, δηλ. μεταξύ μας, στο κάτω-κάτω εκείνη τη
στιγμή μπορεί να συμφωνούσαμε σ' αυτή τη βάση, αλλά η οξύτητα της αντιπαράθεσης
μεταξύ των δύο κομμάτων είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Κι έτσι δεν
επιτεύχθηκε η υπογραφή, διαλυθήκαμε, τελείωσε η σύναξη, μου κάνει εντύπωση ότι
αυτό το γεγονός το ιστορικό δεν μνημονεύθηκε ποτέ από κανένα από όσους ήταν
εκεί, πέρασε στη λήθη της ιστορίας.
Την άλλη μέρα παίρνω ένα τηλεφώνημα
από τον Λαμπρία στο σπίτι του πατέρα μου, ότι θέλει οπωσδήποτε να γίνει μια
συνάντηση. Μου λέει αν είναι δυνατόν να βρούμε κάποιο φιλικό σπίτι, ουδέτερο
γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό που θα σου πω. Στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη
ήταν πάντα δημοσιογράφοι γύρω-γύρω, τηλεφώνησα στη Σύλβα την Ακρίτα (η οποία
για μένα μπήκε φυλακή, διότι είχε το θάρρος να βοηθήσει να κρυφτώ στο σπίτι του
αδελφού της και γι' αυτό το λόγο την έπιασαν και ταλαιπωρήθηκε όσο κανένας
άλλος, της όφειλα πάρα πολλά), την πήρα λοιπόν τηλέφωνο για να την δω κιόλας
και της λέω, πρέπει να γίνει ένα πάρα πολύ σημαντικό ραντεβού μας δανείζεις το
σπίτι σου για το βράδυ τα μεσάνυχτα; Απόρησε – τέτοια ώρα συνωμοτική- ποιός θα
ρθει; της λέω θα σου πω μόλις θα ρθω. Πήγα λοιπόν λίγο πιο νωρίς, της λέω θα
ρθει ο Λαμπρίας ο οποίος θέλει να με δει για ένα πολύ σημαντικό θέμα. Πράγματι
στις 12 ήρθε μαζί με τον βουλευτή Βολουδάκη ο οποίος ήταν στο Λονδίνο μαζί με
τον Οπρόπουλο: “Θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως”, διακριτικά έφυγε η Σύλβα, ήταν
και η Έλενα εκεί, μικρή κοπέλα ακόμα, μπήκανε μέσα. Μου λέει “έρχομαι εκ μέρους
του προέδρου κ. Καραμανλή, ο οποίος θα ήθελε πολύ να μπεις στη κυβέρνηση την
οποία σχηματίζει τώρα”. Ομολογώ ότι αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Με
ξάφνιασε πολύ, δεν έβλεπα το ρόλο μου ως υπουργού, του λέω κοίταξε,
καταλαβαίνεις εγώ είμαι ένα είδος μαζικού ηγέτη, δεν μπορώ να μπω σε καλούπια,
στο κάτω-κάτω έχω την εντύπωση ότι θα συρρικνωθώ, δεν θα βοηθήσω πολύ την
υπόθεση αυτή. Εγώ είμαι στο πλευρό του Καραμανλή, χαίρομαι που έγινε αυτή η
αλλαγή, να σου πω την αλήθεια προχθές το βράδυ εισηγήθηκα να κάνουμε άλλο κόμμα
σε αντιπαράθεση προς τον Καραμανλή, διότι φοβήθηκα πως πάει να αναστήσει τη
Δεξιά, τώρα βλέπω ότι κάνει ανοίγματα προς τη Δημοκρατική Άμυνα και προς την
Αριστερά και προς το Κέντρο, βλέπω ότι πηγαίνει σε καλό δρόμο, επομένως δεν έχω
αντίρρηση κατ' αρχήν να μπω σε μια τέτοια κυβέρνηση αλλά όπως καταλαβαίνεις εγώ
δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι είμαι μόνος μου, εγώ ανήκω στην Αριστερά, φυσικά δεν
είμαι οργανωμένος, αλλά θα ήθελα τουλάχιστον άτυπα, να πάρω τη γνώμη ορισμένων
αριστερών στην Αθήνα και θα σου απαντήσω τη Δευτέρα. Μου λέει “μην αργήσεις
πολύ διότι βιάζεται πάρα πολύ ο πρόεδρος”. Φώναξα την Ακρίτα και της είπα, μου
έγινε αυτή η πρόταση, μάλιστα ρώτησα τον Λαμπρία, του λέω δεν μου είπες θα
είναι κανένα διακοσμητικό υπουργείο, έτσι απλώς για να με πάρει μαζί, όχι μου
απάντησε, θα είναι ένα σημαντικότατο υπουργείο.
Αυτά μου είπε τότε και έφυγε, και τα
μετέφερα (στην Ακρίτα) στην οποία είχα απόλυτη εμπιστοσύνη και αποφασίσαμε να
τηλεφωνήσω επιτόπου στον Κύρκο σαν πρώτο σύμβουλο, που ανήκει σ' ένα χώρο στον
οποίο μέχρι προχθές ήμουν κι εγώ οργανικό μέλος. Πράγματι ο Κύρκος μου όρισε
ραντεβού για το πρωί. Πρωί-πρωί πήγα στο σπίτι του, στα Εξάρχεια, ήταν η
Καλισθένη, του είπα αυτό κι αυτό συμβαίνει, ο Κύρκος είπε ότι είναι πάρα πολύ
σημαντικό και “νομίζω ότι θα πρεπε να δεχθείς να γίνεις μέλος της κυβέρνησης
Καραμανλή. Βλέπω ότι πραγματικά πηγαίνει προς την κατεύθυνση τη σωστή της
εθνικής ενότητας”. Του λέω πως θα δω τους άλλους τώρα τον Κεπέση, τον
Αμπατιέλο, πως θα τους συναντήσω. Προηγουμένως θα καλέσω και τους παλαιούς
Λαμπράκηδες και συντρόφους του ΠΑΜ. Εκεί που τα λέγαμε ανοίγει η πόρτα και
μπαίνει ο Μπενάς ο οποίος ερχόταν απ' την εξορία. Τα ξανασυζητήσαμε και ο
Μπενάς είπε, πιστεύω ότι πρέπει να γίνεις μέλος της κυβέρνησης. Την Κυριακή στο
Βραχάτι προσκάλεσα ανθρώπους που ήταν στη Νέα Αριστερά, στο Πατριωτικό Μέτωπο,
Λαμπράκηδες κλπ., κάλεσα τριανταπέντε παλιούς μου συναγωνιστές, ο Γιάνναρος
φυσικά ήταν εκεί, ο Χριστόφορος ο Αργυρόπουλος, ο Λεντάκης, ο Γιώργος ο Βότσης,
ο Τάκης ο Παππάς, ο Μανωλάκος, (τριανταπέντε άτομα), όπως φάνηκε από το
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Και ανεβήκαμε στο στούντιό μου στο Βραχάτι, καθίσαμε
όλη τη Κυριακή, κι εγώ με δημοκρατικό τρόπο είπα τα πάντα για τον Καραμανλή,
τις εκτιμήσεις μου, την πρότασή μου να γίνει μια άλλη παράταξη και την
γνωστοποίησα και σ' αυτούς φυσικά, πώς έβλεπαν και τη δική μου τη θέση, να με
συμβουλεύσουν τι να κάνω. Αλλά το ερώτημα το βασικό ήταν τί πίστευαν οι ίδιοι
για μένα. Έπρεπε να μπω στη κυβέρνηση Καραμανλή ή όχι; Εάν υπήρχε μια προοπτική
να κάνουμε κάτι όλοι μαζί θα βοηθούσε. Αυτά συζητήθηκαν όλη την ημέρα με τον
τρόπο που συζητούν οι Αριστεροί, και τέλος πρότεινα να γίνει και ψηφοφορία,
όπου με 27 ψήφους υπέρ και 8 κατά συμφωνήθηκε να λάβω μέρος στη κυβέρνηση
Καραμανλή. Αμέσως το ανακοίνωσα στον Λαμπρία, ο οποίος μου είπε με ανακούφισες
διότι είναι κάτι το οποίο θα θελε πολύ ο Πρόεδρος.
Δεν θυμάμαι αν είδα τον Καραμανλή μετά
τη συνάντηση αυτή ή πριν. Πάντως τον συνάντησα, νομίζω με πρωτοβουλία δική του,
αμέσως μόλις γύρισα. Ανάμεσα σ' αυτές τις συσκέψεις, αφού έγινε η δεύτερη ή η
τρίτη σύσκεψη, πήγα στο ξενοδοχείο Μ. Βρετανία. Είχε καθοριστεί το ραντεβού να
γίνει το μεσημέρι, ήταν κάτω φρουρά, αστυνομικοί, είδα ότι ήταν οι περισσότεροι
απ' αυτούς ασφαλίτες, περίμενα λίγο, μου είπαν ν' ανέβω σε κάποιο όροφο, δεν
ξέρω που, ανεβαίνω, με παραλαμβάνει ένας αστυνομικός ο οποίος έτυχε να είναι
από αυτούς οι οποίοι με είχαν συλλάβει παλαιότερα, και είχα αρχίσει να
σχηματίζω ψυχολογικά την εντύπωση ότι βρίσκομαι στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Με
πάνε σε ένα σαλονάκι να περιμένω, έχει βαρύνει η ατμόσφαιρα, μπαίναν ορισμένοι
χαφιέδες, του λέω λοιπόν του αξιωματικού, δεν μου λες κάτι, υπό κράτηση είμαι,
τί γίνεται δω; Γελούσε αυτός, τότε ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο Καραμανλής,
φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο και ανασήκωνε εκείνη την ώρα τα μανίκια του γιατί
έκανε πολύ ζέστη, μου λέει “Καλημέρα Μίκη”, και λέει στον επικεφαλής, “να μην
μας ενοχλήσει κανείς”, μ' ένα ύφος πολύ κατηγορηματικό, αυταρχικό θα έλεγα,
όπως πρέπει να μιλάει κανείς σε ανθρώπους της Γενικής Ασφάλειας οι οποίοι
κάθονταν προσοχή.
Μπήκαμε μέσα. “Βλέπεις, μου λέει,
κρατούμενος είμαι”. Και εγώ αυτή την αίσθηση είχα, πως κατά σύμπτωση είμαι
κρατούμενος στην Ασφάλεια. “Είμαι κρατούμενος και όχι μόνο αυτό αλλά φοβάμαι
ότι θα με σκοτώσουν, θα με δηλητηριάσουν δεν ξέρω τι θα γίνει. Το φαγητό όπως
το παίρνει το πετάει ο Θόδωρος, και μου ψωνίζει και τρώω σίγουρα φαγητά για να
μην με δηλητηριάσουν. Επίσης τα βράδια πολλές φορές δεν κοιμάμαι εδώ, κοιμάμαι
σε κότερα”. Κατάλαβα λοιπόν ότι ο άνθρωπος ζούσε σε μια έντονη κατάσταση,
φοβόταν. Εκείνη την ώρα στο Σύνταγμα γίνονταν διαδηλώσεις των Αριστερών. Αυτές
οι διαδηλώσεις γίνονταν με3 στόχο τον Καραμανλή, πως τάχα ήταν μια νατοϊκή
λύση, μια λύση αντιδραστική, να φύγει ο Καραμανλής! Φώναζαν λοιπόν, μάλιστα σε
μια τέτοια διαδήλωση νομίζω οι αριστεριστές με μια πέτρα έβγαλαν το μάτι ενός
αστυφύλακα. Μου είπε “Μίκη παραδίδω την εξουσία σ' αυτούς που μ' έφεραν και
φεύγω”. Και λέω “ποίοι σας έφεραν;” μου απάντησε “οι στρατιωτικοί. Μόνο εσύ πρότεινες λύση
Καραμανλή”. “Εδώ δεν βλέπεις τί γίνεται; Διαδηλώσεις εναντίον μου. Εγώ ήρθα
μόνο και μόνο για το εθνικό πρόβλημα. Θυμάσαι που σου είπα ότι θα πάω στη
Ντωβίλ και δε γυρίζω κάτω; Εγώ δεν γύρισα για να κυβερνήσω την Ελλάδα. Εγώ
γύρισα για να λύσω το πρόβλημα το εθνικό της Κύπρου. Λοιπόν θα λύσω το πρόβλημα
της Κύπρου και μετά θα σηκωθώ να φύγω να πάω πάλι στο Παρίσι. Θα παραδώσω την
εξουσία σ' αυτούς που μου την έδωσαν. Στον στρατό”. Του λέω “Κύριε Πρόεδρε
κάνετε ένα μεγάλο λάθος, ο λαός ο οποίος δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή είναι στο
πλευρό σας. Γιατί δεν κάνετε αυτό το οποίο κάνει ο Φιντέλ Κάστρο”. Μου λέει “τί
να κάνω;”. “Να βγείτε στο μπαλκόνι”. Να πείτε θα μιλήσω την Τετάρτη το βράδυ.
Ε, θα έρθουν ένα εκατομμύριο Αθηναίοι και νοερώς θα είναι δέκα εκατομμύρια
Έλληνες στο πλευρό σας. Δεν υπάρχει κανένας Έλληνας αυτή τη στιγμή που να μη
σας βλέπει σαν άνθρωπο ο οποίος έφερε τη Δημοκρατία. Τι είναι αυτά που λέτε
τώρα; Αυτά τα παιδάκια κάτω τα οποία φωνάζουν, για υπερεπαναστάσεις είναι του
γλυκού νερού δεν τους ακολουθεί κανένας.
Συνεχίσαμε τη συζήτηση, ο Καραμανλής
ήταν υπέρ της πλήρους ανεξαρτητοποίησης της Ελλάδας, δεν θα θελα να αποκαλύψω
πράγματα που ανήκουν σ' αυτόν και δεν έχω δικαίωμα να πω στον κόσμο, δηλαδή
σκέψεις του μύχιες για το πως έβλεπε τη Σοβιετική Ένωση ή την ασυδοσία του
ελληνικού Τύπου, αλλά εκείνο που έχει σημασία πάντως είναι ότι ο Καραμανλής
είχε περάσει σε μια μορφή σοσιαλισμού, κρατικού σοσιαλισμού. Και επειδή φτάναμε
στο ζήτημα του σοσιαλισμού τα θέματα τα κοινωνικά, της κοινωνικής δικαιοσύνης,
του πολιτισμού συμφωνήσαμε, όπως επίσης βρεθήκαμε σύμφωνοι ότι εκείνο που μας
χώριζε από τη Σοβιετική Ένωση ήταν το πρόβλημα της Δημοκρατίας. Της ελευθερίας
της γνώμης, της ελευθερίας του Τύπου, του μονοκομματικού κράτους. Είχαμε
σύγκλιση, και φαίνεται πολύ παράξενο όταν αυτό γίνεται ανάμεσα στον ηγέτη τη
Δεξιάς, κι έναν Αριστερό. Πράγματι λειτουργούσε ως πατριώτης, ο οποίος έπαιρνε
ορισμένες πρωτοβουλίες κατά την άποψή του πατριωτικές επιβαλλόμενες από τις
συγκυρίες για την ανάπτυξη την οικονομική, την κοινωνική, την εθνική. Έτσι
θεωρούσε τον εαυτό του. Εμπειρικό χωρίς ιδεολογήματα, έναν άνθρωπο ο οποίος
κοίταζε με τον τρόπο του το καλό της πατρίδας συντελώντας στην ανάπτυξή της με
κάθε τρόπο.
Έτσι λοιπόν μετά τις πολύωρες
συζητήσεις που κάναμε στο Παρίσι, του είπα στην Αθήνα, θα μείνετε εδώ, πρέπει
να φύγουν και οι αμερικανικές βάσεις, διότι βλέπουμε ότι η αμερικανική επιρροή
στην Ελλάδα, η ανάμειξη των Αμερικανών έφερε όλα τα κακά μέχρι και τη χούντα
και είχαμε συμφωνήσει ότι η Ελλάδα θα πρέπει κάποτε πραγματικά να φύγει απ' το
ΝΑΤΟ, ότι έπρεπε να απαλλαγεί, να γίνει τελείως ανεξάρτητη και πρόσθεσα ότι όχι
μονάχα πρέπει να φύγουν οι ξένες βάσεις, αλλά θα πρέπει να κάνουμε και το
σοσιαλισμό. Μου λέει “ποιό σοσιαλισμό Μίκη, το γιουγκοσλαβικό, τον αλβανικό, το
ρωσικό”; Του λέω τον ελληνικό. Μου λέει “αυτόν με ποιόν να τον κάνω; Με τους
τάδε, τάδε”; Κι είπε ορισμένα ονόματα συνεργατών του. “Εσύ λέει τι κάνεις”;
Κατάλαβα ότι ήταν μια έμμεση βολιδοσκόπηση. Του απάντησα κοιτάξτε : Εγώ ανήκω
στο χώρο που ανήκω. Είμαι άνθρωπος του λεγόμενου μαζικού κινήματος. Δεν είμαι
πολιτικός. Εφόσον βλέπω ότι αυτό που κάνετε εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον και
τον ελληνικό λαό θα είμαι στο πλευρό σας. Κατάλαβε λοιπόν ότι υπήρχε μια άρνηση
από μέρους μου να πολιτικοποιηθώ ή να ενταχθώ. Αργότερα ο Λαμπρίας, με
παρακάλεσε από μέρους του Καραμανλή αν μπορώ να βολιδοσκοπήσω μέλη της
Δημοκρατικής Άμυνας να γίνουν βασικά στελέχη ενός κόμματος που θα ήθελε να
κάνει ο ίδιος. Ήθελε να κάνει δηλαδή ένα κόμμα το οποίο να έχει βασικά τη
στελέχωση της Κεντροαριστεράς. Προς τα εκεί πήγαινε περισσότερο την εποχή εκείνη η σκέψη του Καραμανλή παρά
προς τη Δεξιά. Και δεν νομίζω ότι ήθελε να ιδρύσει κόμμα. Αναγκάστηκε να το
κάνει διότι βρέθηκε πλέον μέσα σε μια καινούργια κατάσταση που έπρεπε να
συντονίσει, έπρεπε να στηριχτεί σ' ένα δικό του μηχανισμό, και τα πράγματα
πήραν την τροπή που πήραν, εξαιτίας βέβαια και της στάσης του Ανδρέα
Παπανδρέου.
Φυσικά ο Ανδρέας επειδή εκστόμισα την
περίφημη φράση (που δεν την είχα διατυπώσει έτσι) “Καραμανλής ή τανκς”, μόλις
γύρισε και συγκεκριμένα στον Πανιώνιο απαντώντας στο δικό μου το “σύνθημα”
διεμήνυσε ότι τώρα έχουμε “Και τον Καραμανλή και τα τανκς”. Είχε φτιάξει το μέτωπο
εναντίον του Καραμανλή, πράγμα το οποίο υποχρέωσε τον τελευταίο να αναδιπλωθεί
και ενώ επρόκειτο στην Κυβέρνηση εθνικής ενότητας να συμπεριλάβει και τον
Ανδρέα Παπανδρέου και εμένα και τον Ηλιού, έκανε πίσω και αναγκάστηκε να
δημιουργήσει κόμμα στηριζόμενος στα παλιά του πιστά στελέχη της ΕΡΕ. Σχετικά με
την υπουργοποίησή μου – που δεν έγινε τελικά – πέρασε κανένας μήνας και φυσικά
δεν είχα κανένα νέο ούτε μ' ενδιέφερε κιόλας, είχα πει το ναι στον Λαμπρία μετά
την συναίνεση των συντρόφων μου οπότε πήρα μήνυμα από τον αδερφό μου ότι είχαν
εντοπίσει δύο κομμουνιστές που κρυβόντουσαν όλο το διάστημα της χούντας στα
Χανιά και είχαν μεταβεί εκεί αγήματα στρατιωτικά με εντολή να τους σκοτώσουν
επιτόπου. Μόλις το άκουσε αυτό ο αδελφός μου, μου λέει η κυβέρνηση πρέπει να
κάνει κάτι, έτρεξα στον Μυλωνά, στη Λεωφόρο Συγγρού στο υπουργείο του. Μαζί
πήγαμε στο Γιώργο Ράλλη στο γραφείο του στη Βουλή. Ο οποίος έσπευσε να
τηλεφωνήσει στο νομάρχη και μετά από λίγο με διαβεβαίωσε ότι δόθηκε εντολή να
μην πάθουν απολύτως τίποτα και να αφεθούν ελεύθεροι. Και έτσι έγινε. Αφού
τελείωσε λοιπόν το επεισόδιο, ο Μυλωνάς μου είπε “θα θελα να συζητήσω κάτι με
τον κ. υπουργό, Μίκη να με περιμένεις έξω”, βγήκα λοιπόν έξω και κατάλαβα ότι
θα του έθετε το θέμα το δικό μου και ήθελε να είναι μόνος του. Όταν λοιπόν
τελείωσε βγήκε ο Μυλωνάς, “γι' αυτό του μίλησα, εδώ προτείνατε στον Θεοδωράκη
να γίνει υπουργός και στον Ηλιού και δεν
έγινε τίποτα”. Και του είπε τότε ο Ράλλης πράγματι υπήρχε η σκέψη να
υπουργοποιηθούν ο Θεοδωράκης και ο Ηλιού, πλην όμως εκδηλώθηκε σφοδρή αντίδραση
από το στρατό και ο Καραμανλής έκανε πίσω. Αυτά είπε ο Ράλλης στον Γιώργο τον
Μυλωνά.
Θα αναφερθώ εδώ και στη γνωστή φράση
μου για τον Καραμανλή: Είναι αλήθεια πως από τον Ιανουάριο του 1973 είχα
δημόσια προτείνει “λύση Καραμανλή”. Αλλά το “Καραμανλής ή Τανκς” έμεινε στην
ιστορία. Φυσικά συμφωνούσα με την μεταβατική λύση Καραμανλή, αλλά σαν σύνθημα
“Καραμανλής η τανκς” προέκυψε ως εξής: Έκανα τις πρόβες μου στο “Ζουμ” τότε
μαζί με νέους τραγουδιστές, τον Νταλάρα, τον Μητσιά, τη Φαραντούρη φυσικά, τον
Καλογιάννη, για να πραγματοποιήσουμε τις περίφημες συναυλίες, τις ιστορικές στο
Καραϊσκάκη. Και είχαμε προγραμματίσει μετά, τις συναυλίες μας στην Αθήνα και το
Πειραιά, να πάμε στην επαρχία. Τα χαμε αναγγείλει αυτά. Εκείνη την ημέρα είχα
καλέσει τους δημοσιογράφους οι οποίοι πρώτη φορά με έβλεπαν, μετά τόσα χρόνια
να διευθύνω ορχήστρα σε πρόβα ήταν και η μεγάλη φόρτιση η συναισθηματική, και
την ώρα που τελείωνα την πρόβα, ήμουν έτοιμος να κάνω την πρες-κόνφερανς και να
αναγγείλω το πρόγραμμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν νομίζω ο
κ. Μολυβιάτης ή κάποιος από το γραφείο του κ. Καραμανλή. Μου είπε “ο κ.
Πρόεδρος θα σας παρακαλέσει να περιορίσετε τις συναυλίες σας μόνο στην Αθήνα”.
Βέβαια, απάντησα και γω, ξαναμμένος από την πρόβα και τον ενθουσιασμό του
κόσμου, πολύ άσχημα ξεκινάει η κυβέρνηση Καραμανλή. Δηλαδή μου απαγορεύει να
κάνω συναυλίες; Κι αν τις κάνω τι θα γίνει; “Ναι, είπε, το απαγορεύουμε.
Υπάρχουν λόγοι που δεν πρέπει να πάτε έξω”. Φυσικά ο τρόπος που μίλησα κι εγώ,
κι αυτός ήταν λιγάκι άκομψος και νευρικός, αλλά στο βάθος μπορεί να είχε δίκιο
ο Καραμανλής φοβούμενος τι θα γίνει στην επαρχία. Θα μπορούσε να γίνει
προβοκάτσια. Εν πάση περιπτώσει εγώ αγρίεψα και δήλωσα στους δημοσιογράφους:
“Αυτή τη στιγμή τηλεφώνησαν εκ μέρους του κ. Καραμανλή και μου απαγορεύουν να
βγω έξω από την Αθήνα. Αρχίζει πολύ άσχημα τη διακυβέρνηση της χώρας με
απαγορεύσεις. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να είμαστε σε πολύ άσχημη κατάσταση και
να έχουμε απ' την μια τον Καραμανλή κι
απ' την άλλη τα τανκς, αλλά όμως δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις”.
Δηλαδή ήταν μια καταγγελία του Καραμανλή, διότι ξεκίνησε άσχημα απαγορεύοντας
να κάνω συναυλίες. Και την άλλη μέρα η “Βραδυνή” είχε τίτλο “Καραμανλής ή
τανκς”. Να το διαψεύσω αυτό; να πω ότι δεν είναι δικό μου; αφού στη βάση
συμφωνούσα, διότι είχα προτείνει εγώ λύση Καραμανλή. Δεν ήταν όμως αυτό το
σύνθημά μου. Επιπλέον ο Καραμανλής είχε πάντοτε δέος μαζί μου, μ' έβλεπε λίγο
όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όταν έγινα ηγέτης των Λαμπράκηδων συνδέθηκα άρρηκτα
στη συνείδησή του με μία πληγή για την οποία ο ίδιος ήταν αμέτοχος., πλην του
γεγονότος ότι ως κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να χτυπήσει τις παρακρατικές
οργανώσεις-.
Για την αμφιλεγόμενη, ως ένα βαθμό
στάση του αρχηγού του ΠΑΚ και ηγέτη του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη σύμπηξη ενιαίου πολιτικού συνασπισμού
των αντιστασιακών δυνάμεων, στη μεταπολιτευτική συγκυρία |(1974), ο Θεοδωράκης
δίνει τη δική του εκδοχή: - Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε τη στιγμή εκείνη ότι η
επιστροφή του Καραμανλή είχε επιβληθεί από το ΝΑΤΟ. Δεν αντιλαμβανόταν ότι
επρόκειτο για ένα συμβιβασμό, τον οποίο οι Αμερικανοί είχαν υποχρεωθεί να
δεχθούν σχεδόν σαν κατηγορούμενοι. Κατά τη γνώμη του, ο αγώνας έπρεπε να
ενταθεί για να φθάσει ενδεχομένως ως την ένοπλη σύγκρουση. Εξακολουθούσε ακόμη
να είναι με την αντίσταση, αλλά εναντίον του Καραμανλή αυτή τη φορά.
Υποστήριζε, τέλος, ότι δεν θα δεχόταν να γυρίσει στην Ελλάδα όσο ο στρατηγός
Γκιζίκης θα εξακολουθούσε να είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κι εδώ ακόμη δεν
καταλάβαινε ότι ο Γκιζίκης, που είχε διοριστεί πριν λίγους μήνες από τον
Ιωαννίδη, ήταν πια διαφορετικός, ότι τώρα εξέφραζε την πολιτική θέληση των
νομιμοφρόνων αξιωματικών, ότι αποτελούσε ένα εξάρτημα, που ήταν αναγκαίο για να
βγει η χώρα από την άβυσσο στην οποία η χούντα την είχε ρίξει. Ο Ανδρέας
Παπανδρέου, όμως, δεν πίστευε στον Καραμανλή. Υπολόγιζε ότι ο Καραμανλής θα
παρέτεινε τη δικτατορία, ότι αποτελούσε διαφορετική όψη του φασισμού.
Η θέση αυτή εξηγείται όταν ληφθεί
υπόψη ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι γοητευμένος με το όραμα της εξουσίας και
ότι το όνειρό του ήταν να την ασκήσει μόνος του. Σε ένα μέτωπο, που θα άρχιζε
από τους Κεντρώους και θα έφθανε ως τους Κομμουνιστές, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα
έπαιζε έναν από τους πρώτους ρόλους βέβαια, ισότιμο με τον ρόλο των άλλων
ηγετών, ρόλο που θα ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται με άλλους, όσον αφορά τις
ευθύνες αλλά και τις τιμές. Εκείνος ήθελε όλες τις εξουσίες για τον εαυτό του,
επιθυμούσε να μπει στο πάνθεον των μεγάλων προσωπικοτήτων. Απομάκρυνε έτσι
έναν-έναν όλους τους φίλους του-.
Την 1η Αυγούστου 1974 ο Θεοδωράκης, ως
ανένταχτη πλέον κορυφαία προσωπικότητα της Αριστεράς, διατύπωνε ανοιχτά τις
σκέψεις του για τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις. Οι υπόλογοι για τη διαίρεση
της Αντίστασης, της Αριστεράς και του Λαού (ΚΚΕ-Α.Παπανδρέου) είχαν σηκώσει
κεφάλι. Οι άκαπνοι αριστεριστές (ΕΚΚΕ κ.ά)
συμπορευόμενοι με τους πρώτους έριχναν επαναστατικά συνθήματα ζητώντας
την κεφαλή του Καραμανλή επί πίνακι λοιδορώντας όσους στήριζαν την αντιχουντική
ενότητα και τις πρωτοβουλίες για εκδημοκρατισμό: - Το βασικό πρόβλημα της χώρας
μας, σήμερα, όπως και χτες, παραμένει το πρόβλημα της εξάρτησης. Ο ξένος
παράγων έδειξε ότι οι Αμερικανοί ελέγχουν σε ασφυκτικό βαθμό όλα τα σημαντικά
και κυρίως όλα τα δυναμικά “κέντρα αποφάσεων”, από όπου διαμορφώνεται η εθνική
ζωή της χώρας. Δεν θα πούμε αυτή τη στιγμή τίνος είναι το λάθος. Εκείνο που μας
ενδιαφέρει είναι να δούμε τί έγινε στο πρόσφατο παρελθόν, πώς και γιατί έγινε,
για να απαντήσουμε στο ερώτημα: Τι πρέπει να κάνουμε; Το συμπέρασμα από εφτά
χρόνων δικτατορική διακυβέρνηση είναι ότι η κατάργηση του λαού, σαν κύριου
παράγοντα στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής, μας οδήγησε, με μαθηματική
ακρίβεια στο χείλος της εθνικής καταστροφής.
Όμως, η χουντική διακυβέρνηση είχε
αυτό το χαρακτηριστικό : ότι, δηλαδή, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά το όργανο που
μες απ' αυτό οι Αμερικανοί εφάρμοζαν την πολιτική τους στην Ελλάδα. Το όργανο
αυτό, αποκομμένο καθώς ήταν από τον ελληνικό λαό, οδηγήθηκε από λάθος σε λάθος,
από στραβοπάτημα σε στραβοπάτημα, ως τις δύο τελευταίες του εγκληματικές πράξεις στο Πολυτεχνείο και
στην Κύπρο. Από τις μέρες του ηρωικού Νοέμβρη ως το Κυπριακό, το σύστημα της
Αμερικανοκρατίας είχε πια μπει σε βαθιά
κρίση. Κι όταν αυτή η κρίση πήρε διεθνείς διαστάσεις με την εισβολή των Τούρκων
στην Κύπρο, οι Αμερικανοί κατάλαβαν ότι η στρατιωτική δικτατορία δεν έκανε
τίποτε άλλο, παρά να υπονομεύει και να γεμίζει με δυναμίτη όλα τα θεμέλια της
εθνικής μας ζωής: μία σπίθα θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα όλη την Ελλάδα και
κοντά σ' αυτή, ποιός ξέρει, τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Ώστε, με βάση αυτές τις
πραγματικότητες, οριοθετήθηκε ο συμβιβασμός που βεβαίως έγινε μέσα στα πλαίσια και του ΝΑΤΟ και της
Αμερικανοκρατίας, και δε θα χρειαζόταν δα και μεγάλη πολιτική διορατικότητα για
να δει κανείς αυτές τις πασίγνωστες αλήθειες που τις ξέρει απέξω και ανακατωτά
κάθε Έλληνας ηλικίας δέκα ετών και πάνω. Το πρόβλημα είναι αν υπάρχει ουσιώδης
υποχώρηση από τους μεν και ουσιαστική πρόοδος από τους δε, σε ποιό βαθμό και με
ποιά προοπτική. Ότι δεν είχαμε μια θεαματική πτώση χούντας κι ένα ζόρικο σάρωμα
του συστήματος της Αμερικανοκρατίας, κι αυτό το ξέρουμε. Όμως, ποιός φταίει γι'
αυτό; Φταίνε όλοι εκείνοι που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν βοήθησαν ή
εμπόδισαν να αξιοποιηθεί η πανεθνική, παλλαϊκή ενότητα του ελληνικού λαού με τη
δημιουργία ενός ενιαίου αντιστασιακού φορέα. Γιατί, μόνο αυτή η δύναμη – ο
ενωμένος πολιτικά και οργανωτικά λαός – θα μπορούσε την ώρα αυτή, από το
Πολυτεχνείο και μετά, όταν δηλαδή το σύστημα περνούσε βαθιά κρίση, να δώσει
οργανωμένα χτυπήματα και να σαρώσει κυριολεκτικά τη χούντα και τ' αφεντικά της,
είτε να προωθήσει τα όρια ενός ενδεχόμενου συμβιβασμού σε πολύ πιο μεγάλο
βάθος, προς όφελος του ελληνικού λαού, απ' ότι είναι σήμερα.
Είδαμε ότι από την άποψη της συγκεκριμένης
πολιτικής οργάνωσης φρόντισαν οι φωτισμένοι του ηγέτες να τον αφήσουν γυμνό.
Όμως, από το Πολυτεχνείο και μετά δημιουργήθηκε μέσα στο λαό και μία καινούργια
δυναμική. Δηλαδή, ένα ρεύμα κατά της χούντας και των αφεντικών της, που έπαιρνε
όλο και πιο μεγάλες διαστάσεις και που ήταν φανερό ότι η συγκεκριμενοποίησή του
σε ενιαία πολιτική έκφραση, δεν ήταν παρά μόνο θέμα χρόνου και πρωτοβουλιών.
Αυτό το ρεύμα, αυτή η δυναμική, κορυφώθηκε με την γενική επιστράτευση και την
εθνική τραγωδία της Κύπρου. Και αυτή η δυναμική, ανάγκασε, βασικά, τους
Αμερικανούς σε ουσιαστική υποχώρηση. Ώστε, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων,
η παρουσία του λαού αποτελούσε τον αποφασιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των
γνωστών αποφάσεων που οδηγούν τη χώρα σε νέα φάση. Σ' αυτό το στάδιο η
Κυβέρνηση Καραμανλή αποτελεί την πρώτη υλοποίηση αυτής της δυναμικής. Είναι
τοποθετημένη πάνω στα όρια των συμβιβασμών, που όμως είναι ταυτόχρονα και το
σημείο συγκρούσεως αυτής της δυναμικής σαν συγκεκριμένης έκφρασης, με όλες τις
συγκεκριμένες μορφές του συστήματος.
Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να
διατηρηθεί αυτή η δυναμική, και, κυρίως, να μην αποπροσανατολιστεί, να μην
μπερδέψει τους στόχους της: για όσο διάστημα είναι ακόμα αναγκαίο, δηλαδή για
όσο διάστημα το σύστημα βρίσκεται στη θέση του – έστω κλονισμένο – θα πρέπει να
σκοπεύουμε καθαρά τον κύριο στόχο μας, που είναι το πλέγμα της χούντας, όπου
και όπως εξακολουθεί να εκφράζεται. Η διατήρηση και η ένταση αυτής της δυναμικής αποτελεί από την πλευρά της
κυβέρνησης τη στήριξή της σε όλες ανεξαιρέτως τις δυνάμεις του ελληνικού λαού,
συμπεριλαμβανομένων και των κομμουνιστών, ώστε να εκφράζει κάθε στιγμή τη
θέληση όλου του λαού και ν' αφήνει απέξω μόνο τους χουντικούς, τους συνεργούς
και τους κάθε λογής προβοκάτορες. Από την πλευρά του λαού, προϋποθέτει καθολική
πολιτική επιστράτευση και κινητοποίηση, ενεργητική στήριξη της κυβέρνησης, ώστε
να προχωρεί με ρυθμό αποφασιστικό προς
την εκκαθάριση από τα χουντικά στοιχεία, πρόσωπα, μηχανισμούς κτλ. και να
μεταθέτει τα όρια του πρώτου συμβιβασμού όλο και προς όφελος του ελληνικού
λαού. Η προοπτική θα πρέπει να είναι το οριστικό τέλος της εξάρτησης, το
ξήλωμα της Αμερικανοκρατίας, η εθνική ανεξαρτησία.
Όμως η μάχη που δίνουμε σήμερα, είναι
η μάχη για τη διατήρηση και την αξιοποίηση και διεύρυνση αυτού του πρώτου
προγεφυρώματος, που κάναμε όλοι μαζί πάνω στο σώμα των μηχανισμών, που χτες
ακόμα μας κρατούσαν αιχμάλωτους και φιμωμένους. Μια νέα ιστορική ευκαιρία
άνοιξε για μας. Άραγε, θα επωφεληθούμε από αυτήν ή θα παρασυρθούμε ξανά σε νέες
εγκληματικές περιπέτειες ; Αυτό είναι το δίλημμα της στιγμής. Και μετά; Το μετά
κρίνεται από τώρα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει μετά, αν τώρα χάσουμε αυτή την
κρίσιμη μάχη-.
Όμως η μεταπολίτευση εμπεριείχε κι
άλλες απογοητεύσεις για τον ηγετικό αντιστασιακό πυρήνα. Μετά το ναυάγιο των
πρώτων συνεννοήσεων λόγω της υπαναχώρησης των εκπροσώπων του ΠΑΚ και της Δ. Α.
Επακολούθησε, όπως μνημονεύσαμε, σύσκεψη στο Βραχάτι με συνεργάτες από τη ΔΝΛ, το ΠΑΜ και τη ΝΕΑ με
αντικείμενο τη συμμετοχή Θεοδωράκη στη κυβέρνηση εθνικής ενότητας που τελικά
δεν ευοδώθηκε. Έτσι η προοπτική συγκρότησης ενιαίου αντιστασιακού κομματικού
σχηματισμού ματαιώθηκε ενώ ο Α. Παπανδρέου μέσα από το σύνθημα “Τώρα έχουμε
και τον Καραμανλή και τα τανκς” πυροδότησε την πόλωση στο πολιτικό σκηνικό.
Απογοητευμένος ο Θεοδωράκης προχωρούσε στις πρώτες αποτιμήσεις για την πορεία
της μεταπολίτευσης (το Φθινόπωρο του '74): - Η επαφή μου με την ελληνική
πραγματικότητα δημιούργησε μέσα μου μία τέλεια σύγχυση. Το σοκ ήταν τρομερό. Τι
άλλαξε; Όλα άλλαξαν. Και πρώτα απ' όλα εμείς οι ίδιοι. Εγώ άλλαξα. Δεν είμαι
εκείνος που άφησα την Ελλάδα πριν τέσσερα χρόνια. Και πιο πολύ ακόμα εκείνος
που έμπαινε στην παρανομία την αυγή στις 21 Απριλίου. Όμως εκείνο που άλλαξε
προπαντός, νομίζω, είναι ο ίδιος ο ελληνικός λαός. Κι αυτός ο λαός δεν μίλησε
ακόμα. Σιωπηλός αλλά όρθιος και πάντα “εν ενεργεία” βάζει με τον όγκο του και
με την ποιότητα της στάσης του τη σφραγίδα του στα γεγονότα. Στις επιφάνειες
θορυβούν οι οργισμένοι. Οι δήθεν ανυποχώρητοι, οι σκληροί. Αυτοί που “τώρα” τα
θέλουν μονομιάς όλα και αμέσως. Θέλουν κάθαρση, τιμωρίες, τόλμη. Και είναι
πολύ, πάρα πολύ οργισμένοι. Εγώ απλώς θα τους έλεγα:
-
Είσαστε κάπως καθυστερημένοι . Αυτό το “θείον μένος” θα έπρεπε να το δείχνατε
καλύτερα λίγο πιο πριν. Κάνατε ασφαλώς κάποιο λάθος στις ημερομηνίες. Τώρα
είναι σχετικά εύκολα. Τότε ήταν σχετικά δύσκολο. Τώρα είναι σχετικά άχρηστο.
Τότε ήταν πολύ ωφέλιμο. Έπρεπε να φύγω. Να “αποστασιοποιηθώ” όπως λεν οι
διανοούμενοι για να δω καλύτερα. Και πιστεύω πως είδα. Δεν υπάρχει, κατά τη
γνώμη μου, σήμερα, μέσα σ'αυτές τις συνθήκες, άλλος καλύτερος δρόμος – για να
σχηματιστεί κάποτε ένα ισχυρό Λαϊκό Μέτωπο – παρά ο δρόμος της πολιτιστικής
δράσης. Όμως μιας δράσης που να εμπνέεται από το λαό και να απευθύνεται στο λαό
και να προκαλεί τη συμμετοχή του λαού. Το νέο κύτταρο που θα μας οδηγήσει στο
δρόμο του “ωκεανού” -όπως λέω στη δήλωση που ακολουθεί- ονομάζεται Πολιτιστικός
Όμιλος.
Το πολιτικό παιχνίδι στις μεγάλες του
γραμμές έχει παιχτεί. Οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις συσπειρωμένες γύρω από
το πρόσωπο του Καραμανλή και με το φωτοστέφανο τώρα της συμμετοχής τους στις
διαδικασίες της επαναφοράς στη χώρα της δημοκρατίας, θα αναβαπτιστούν μέσα στη
λαϊκή ψήφο και θα κυβερνήσουν ξανά. Ίσως αυτή η πραγματικότητα ν' αποτελεί προσωπική
τραγωδία για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που είμαι βέβαιος, ότι αποβλέπει
ειλικρινά σε μια βαθιά ανανέωση της πολιτικής μας ζωής. Όμως ουσιαστική
ανανέωση δίχως την ουσιαστική συμμετοχή των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων δεν
μπορεί να υπάρξει. Το δυστύχημα για τη χώρα είναι πως οι δυνάμεις αυτές έχασαν
οριστικά μια ανεπανάληπτη ιστορική ευκαιρία. Πράγματι, οι συνθήκες τις
αντιδικτατορικής πάλης, ήταν ιδανικές για να αναπτυχθεί η ενότητα ανάμεσα σε
όλες τις πολιτικές δυνάμεις που αποβλέπουν σε μια ριζική αλλαγή μέσα στις δομές
της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρχε όλος ο χρόνος, ώστε να εκπονηθεί μια κοινή
ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας και με βάση τις διαπιστώσεις από την
ανάλυση αυτή να συντεθεί ένα κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Να προταθεί
στο λαό ένας νέος συνταγματικός χάρτης που να κατοχυρώνει τα δικαιώματα του
εργαζόμενου λαού κι ένα επιστημονικό πρόγραμμα κοινωνικής ανάπτυξης και
κοινωνικών αλλαγών που να οδηγούν τολμηρά, σοβαρά και σταθερά προς τον Ελληνικό
Σοσιαλισμό που είναι αναμφισβήτητα το ιδανικό κοινωνικό σύστημα για το λαό μας.
Όμως, οι ηγεσίες των προοδευτικών
πολιτικών δυνάμεων έδειξαν στο διάστημα αυτό, ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει
προπαντός ήταν η επιβολή και η ηγεμονία των δικών τους στενών κομματικών
απόψεων και συμφερόντων. Έτσι φτάσαμε στη σημερινή πολυδιάσπαση και
κομματική πανσπερμία στο χώρο της Αριστεράς, που μειώνει τρομακτικά το ρόλο των
προοδευτικών δυνάμεων σ' αυτή την κρίσιμη για την χώρα ιστορική φάση. Δεν
θα κατονομάσω εδώ τους κυρίως υπεύθυνους για την τραγωδία αυτή, γιατί είναι
πασίγνωστοι. Θα αποτελούσε, όμως, αληθινή ντροπή για όλους όσοι ανήκουν στο
στρατόπεδο των προοδευτικών δυνάμεων η με οποιονδήποτε τρόπο επιβράβευση
εκείνων που με φανατισμό μας οδήγησαν από διάσπαση σε διάσπαση, σαμποτάροντας
συστηματικά, κάθε δυνατότητα και κάθε προσπάθεια για την ενότητα τω
προοδευτικών αντιστασιακών δυνάμεων. Ακόμα και την ύστατη στιγμή, στις 24
Ιουλίου και όταν το σύνολο των αντιστασιακών μας δυνάμεων αποφάσισε να ενωθεί
γύρω από μια κοινή διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό και να σχηματίσει κοινή
εκτελεστική επιτροπή, οι ίδιες δυνάμεις, τα ίδια πρόσωπα διέλυσαν κι αυτή την
ύστατη προσπάθεια για την ενιαία εμφάνιση της αντίστασης. Έτσι, με
υποδειγματική συνέπεια, τα πρόσωπα αυτά προσφέρουν σήμερα στις ελληνικές παραδοσιακές
δυνάμεις το θείο δώρο της εξουσίας και μάλιστα με την ενθουσιώδη υποστήριξη από
τις λαϊκές μάζες. Μεγαλύτερη υπηρεσία στην ελληνική δεξιά δεν θα μπορούσε ποτέ
να προσφερθεί.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, θα ήταν
απατηλό και γελοίο να συνεχίσει κανείς στην επιφάνεια της πολιτικής μας ζωής
ένα κομματικό παιχνίδι αποβλέποντας δήθεν σε μια νέα “προοπτική” που έχει ήδη
δολοφονηθεί με το στιλέτο της διάσπασης και του κομματικού φανατισμού. Αν
μέσα σ' αυτό το σκοτεινό, το ύποπτο και ψεύτικο κομματικό παιχνίδι παρασυρθούν
μάζες και ιδιαίτερα νέοι, αυτό θα ήταν ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία της νεότερης
Ελλάδος. Θα σημαίνει, ότι ο κόσμος αναποδογύρισε και ότι την προδοσία των
λαϊκών συμφερόντων την ονομάζουμε ηρωισμό και αρετή. Πάντως, εγώ προσωπικά
αρνούμαι να πάρω μέρος σε υποκριτικές
και ψεύτικες διαδικασίες και είμαι βέβαιος, πως η ζωή θα με δικαιώσει. Άλλωστε
τα πάντα θα κριθούν και πάλι μέσα στα έγκατα της λαϊκής ψυχής -.
Παράλληλα οι προβληματισμοί και οι
ανησυχίες του, ενόψει των πρώτων νόμιμων εκλογών, (του Νοεμβρίου '74), μετά από
μία δεκαετία, τον προσανατόλισαν στη σύνταξη ενός βαρυσήμαντου κειμένου με το
οποίο έθετε και πάλι το μέγα θέμα της ενότητας των αριστερών δυνάμεων ως τρίτης
δύναμης απέναντι στο παραδοσιακό κατεστημένο: - Με ορισμένους μας χωρίζει, η
απόσταση μιας εποχής. Εμένα μ' αρέσει να χτυπώ τους εχθρούς του λαού την εποχή
που είναι δυνατοί και επικίνδυνοι. Άλλοι προτιμούν να τους χτυπούν την εποχή
που είναι αδύνατοι, σκιές του αλλοτινού εαυτού τους. Στην Ελλάδα έγινε
απελευθέρωση. Έτσι το νιώθω εγώ και όσοι δεινοπαθήσαμε την εποχή της
δικτατορίας. Φυσικά για κείνους που δεν έπαθαν τίποτε και που πέρασαν όλα αυτά
τα χρόνια με “σύνεση και ευφυΐα” η διαφορά με την σημερινή κατάσταση είναι
μηδαμινή. Μήπως και χτες ποιός τους εμπόδισε να κάνουν τα τσιμπούσια τους, τις
εκδρομές τους, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό; Αλίμονο σ' εμάς που τα χάσαμε
όλα. Και σήμερα ξαναβρίσκουμε τη χαμένη μας ζωή. Και να είναι βέβαιοι όλοι
αυτοί οι “πατριώτες” οι όψιμοι “επαναστάτες”, πως τούτη την φορά δεν θα τους επιτρέψουμε
να ξανανοίξουν με τις ανεύθυνες και ανισόρροπες πράξεις τους, το δρόμο σ' ένα
μελλοντικό Παπαδόπουλο. Ο λαός αγρυπνεί. Στα σαλόνια της υπερεπανάστασης λένε:
- Οι κομμουνιστές και πάλι πρόδωσαν το λαό, έγιναν τσιράκια του Καραμανλή.
Έδωσαν εντολή να ψηφίσουν κρυφά Καραμανλή...
Βλέπετε ο “διμέτωπος” είναι ακόμα
βαθιά ριζωμένος στο αίμα τους. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, μπορούν να κρύψουν το
σφοδρό αντικομμουνισμό τους και σ' όλο το διάστημα της Αντίστασης“με συνέπεια”
σαμπόταραν κάθε ουσιαστική συμμαχία με τους κομμουνιστές. Σκέφτηκαν πονηρά: “Να
ρίξουμε τους κομμουνιστές, να μονοπωλήσουμε τους αντιστασιακούς τίτλους, ώστε
να εισπράξουμε -σε ψήφους- μόνο εμείς τα κέρδη από την “επιχείρηση”-
αντίσταση”. Μα αποδείχτηκαν κακοί “επιχειρηματίες”, υπολόγιζαν χωρίς τον
ξενοδόχο. Ξέχασαν τον Καραμανλή και τις παραδοσιακές δυνάμεις. Και τώρα
φωνάζουν γιατί τους “πήραν” μες απ' τα χέρια την ιστορική ευκαιρία. Οι
προοδευτικοί κεντρώοι θα πρέπει να καταλάβουν μια για πάντα: μόνοι τους δεν
μπορούν να κυβερνήσουν. Γι' αυτό θα πρέπει να αποφασίσουν: ή με τη δεξιά ή με
την αριστερά.
Το πρόβλημα δεν είναι αν μας αρέσει ή
όχι ο Καραμανλής, είναι να δούμε: γιατί ήρθε ο Καραμανλής; ποιός τον έφερε;
ποιές δυνάμεις τον στηρίζουν; ποιές τον αντιμάχονται; και προπαντός τί θα συμβεί
αν ξαφνικά ο Καραμανλής εξαφανιστεί; ποιές δυνάμεις θα πάρουν την εξουσία;
Πιστεύω ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν δύο βασικές δυνάμεις και μπορούν σοβαρά
να διεκδικήσουν την εξουσία: 1. Η εθνική, παλλαϊκή, πατριωτική ενότητα όπως
εκδηλώνεται αυτή τη στιγμή μες απ' το
φορέα αυτής της ενότητας που λέγεται κυβέρνηση Καραμανλή. 2. Οι ένοπλες
δυνάμεις. Τρίτη δύναμη αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει.
Επομένως δεν απομένει παρά η πρώτη
λύση. Δηλαδή η “ομαλή πορεία” που μέσα της κύριο μέλημά μας θα είναι η
εκκαθάριση του κράτους και του στρατού, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ο λαός να
γίνει δύναμη εξουσίας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να συγκροτήσει ένοπλες ομάδες.
Έτσι ή αλλιώς λοιπόν αυτή τη στιγμή ο λαός δεν διαθέτει καμία δυνατότητα ν'
αντιταχτεί σε τυχόν δυναμικό κίνημα. Χωρίς οργανώσεις, χωρίς ενιαία συγκρότηση
και καθοδήγηση, πολυδιασπασμένος, αποτελεί ευκολώτατα λεία στο νόμο των τανκς.
Τον σώζει μόνο αυτή η ενότητα που συγκροτείται αυτή τη στιγμή γύρω απ' την
κυβέρνηση Καραμανλή. Αν τη χάσει, τότε δεν έχει άλλο μέσον άμυνας στην
εκδικητική μανία υποψηφίων δικτατόρων. Το περίεργο είναι πως εκείνοι που δεν
βλέπουν την αυτονόητη αυτή αλήθεια είναι ακριβώς εκείνοι που έκαναν συστηματικά
το παν ώστε ο λαός να μην ενωθεί και να μην οργανωθεί. Οι υπεύθυνοι για τη σημερινή γύμνια του λαού βάλαν τις
φωνές, καταγγέλλουν τον Καραμανλή, ζητούν, απαιτούν, απειλούν. Δεν έχει παρά να
τους ρωτήσει κανείς: “Κι αν δεν γίνουν όσα απαιτείται, τι θα κάνετε;”. Τίποτα.
Δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα. Γιατί, όπως είναι κοντόφθαλμοι,
πριόνισαν τόσα χρόνια το κλαδί που κάθονταν πάνω του. Και τώρα πια έχουν πέσει
φαρδιοί πλατιοί στο χώμα και το φυσάν και δεν κρυώνει.
Το μόνο που τους απόμεινε είναι να
δημαγωγούν και να “κολακεύουν” το αίσθημα των νέων που θέλουν γρήγορη
εκκαθάριση και δικαιοσύνη: Ωραία! Το λέω κι εγώ: “Απαιτώ να τιμωρηθούν αυστηρά
οι ένοχοι! Απαιτώ να φύγουν οι Αμερικάνοι! Απαιτώ να γίνουν οι εκλογές μετά από
ένα χρόνο! Απαιτώ... απαιτώ!...”. Το πρόβλημα όμως για κάθε σοβαρό άνθρωπο
είναι νομίζω να ξέρει ποιό είναι το “ειδικό βάρος” του και το “αντίκρυσμά” του
στη ζωή. Ώστε όταν ο άλλος του πει: “Και που απαιτείς και που δεν απαιτείς το
ίδιο μου κάνει...”, να μπορεί τότε κι αυτός να του απαντήσει όπως πρέπει. Τώρα
όμως τι μπορεί ν' απαντήσει; Τι έχει να κάνει για να τον πάρουν σοβαρά υπ' όψη;
Πού είναι οι οργανώσεις του;Πού είναι τα “δικά του” δυναμικά ερείσματα; Ολ'
αυτά τα εφτά χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να διασπά τις δυνάμεις. Και τώρα
που ο λαός είναι ξανά γυμνός μπροστά στα όπλα, γίνεται και πάλι απαιτητικός,
βγάζει υστερικές φωνές, “ερεθίζει” και πάλι τα όπλα, ενώ ξέρει καλά πως αν τα
τανκς ξανάρθουν – όπως κάποιο πρωινό του Απρίλη – δεν έχει ούτε ένα σουγιά
για να υπερασπίσει ένα λαό που τον καταδίκασε στη διαίρεση, στην πολυδιάσπαση
και στην ανοργανωσιά.
Με μπροσούρες, ομαδούλες και κούφιες
επαναστατικές φράσεις δεν εξοπλίζεται ο λαός. “Από τη στιγμή που
διαπιστώνεται”, έγραφε ο Δημήτρης Γληνός, “πως ο αγώνας είναι παλλαϊκός και δεν
μπορεί να πετύχει παρά μόνο με την ενότητα στους σκοπούς, στις οργανώσεις και
στην καθοδήγησή τους, βγαίνει επιτακτικό το χρέος για όλο το λαό να ενταχτεί σε
μία ενιαία εθνική ενότητα, αφήνοντας για την ώρα κατά μέρος κάθε διαφορά –
πολιτική ή ιδεολογική – που πηγάζει από τα μερικότερα συμφέροντα των κοινωνικών
τάξεων, όταν για όλους τους Έλληνες και για όλες τις κοινωνικές τάξεις
προβάλλει τώρα το υπέρτατο συμφέρον να σωθούν, να κατακτήσουν και να
διατηρήσουν τη λευτεριά τους”. Μια μεγάλη ελπίδα γεννιέται σήμερα σ τον τόπο
μας: Η ενότητα της Αριστεράς μέσα στην πράξη και στη δράση που θα εξαφανίσει
σιγά σιγά τις διαφορές μας. Δεν έχουμε παρά ν' ακούσουμε το σφυγμό της ζωής, το
σφυγμό του λαού, και να προσπαθήσουμε να εκφράσουμε πολιτιστικά και ιδεολογικά
τη Νέα Ελληνική Πραγματικότητα.
Η Ενωμένη Αριστερά πρέπει να δείξει
ότι ο δρόμος που οδηγεί προς τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία περνάει
σήμερα μες απ' την πλατιά εθνική παλλαϊκή ενότητα. Μέσα σ' αυτήν την
ενότητα βέβαια υπάρχει μια βασική αντίθεση, αυτή που χωρίζει τον κόσμο της
“εργασίας” από τον κόσμο του “κεφαλαίου”. Πιστεύουμε πως αυτή η αντίθεση δεν
πρέπει να εμποδίσει την εθνική ενότητα για όσον καιρό θα υπάρχει κίνδυνος
υποτροπής των σκοτεινών δυνάμεων. Όπως και αντίθετα η ανάγκη για εθνική ενότητα
δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει να υπερασπιζόμαστε την ελληνική εργατική τάξη
και γενικότερα τους Έλληνες εργαζόμενους στον αγώνα τους εναντίον κάθε είδους
εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Δύο λοιπόν είναι οι κύριες πολιτικές δυνάμεις που
εκφράζουν αυτή τη στιγμή την ελληνική πραγματικότητα: 1. Οι δυνάμεις που
πιστεύουν, που δέχονται, που συνεργάζονται και που υπηρετούν το κεφάλαιο, είτε
φανερά είτε κρυφά. 2. Οι δυνάμεις που μάχονται για τα δικαιώματα του κόσμου της
εργασίας.
Είναι βέβαιο ότι στις προσεχείς
εκλογές, όλες οι δυνάμεις του κεφαλαίου -και όχι φυσικά μόνο αυτές- θα
συσπειρωθούν σ' ενιαία παράταξη. Σ' αυτή θα πρέπει ν' αντιπαραταχθεί μια άλλη
συσπείρωση το ίδιο υπολογίσιμη. Γύρω από ποιόν πόλο πρέπει να γίνει; Μα δεν
υπάρχει άλλος παρά η Ενωμένη Αριστερά, με τους δοκιμασμένους αγωνιστές, τους
πρωτοπόρους σε ολόκληρη την υπόθεση του λαού, αυτούς που βγαίνουν από τα
σπλάχνα του εργαζόμενου λαού, από το σκληρό του αγώνα και ιστορία. Με μια
δυνατή Αριστερά, υπεύθυνη, συνετή και ατρόμητη σε όλες τις δοκιμασίες, ο
εργαζόμενος λαός θα είναι βέβαιος ότι στο θέμα της εθνικής πολιτικής θα υπάρξει
ευθύνη και σύνεση, όπως στα θέματα της υπεράσπισης των συμφερόντων των
εργαζομένων θα υπάρξει συνέπεια και αποφασιστικότητα.
Για όλους αυτούς τους λόγους χαιρετίζω
την ίδρυση της Ενωμένης Αριστεράς -αίροντας τις όποιες επιφυλάξεις μου-
προσχωρώ στις γραμμές της και καλώ όλους τους Έλληνες πατριώτες, εργάτες και
νέους να πυκνώσουν τις γραμμές της. Ενότητα όλου του λαού μπροστά στην ξένη
επέμβαση, την Αμερικανοκρατία και τα ντόπια όργανά της. Ενότητα όλων των
εργαζομένων μπροστά στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, στην αδικία και στην
εκμετάλλευση. Η Ενωμένη Αριστερά θ' ασκήσει με ευθύνη το χρέος της απέναντι στο
έθνος. Δεν θα επιτρέψει τη διάσπαση του παλλαϊκού μετώπου μπροστά στην απειλή
των μαύρων δυνάμεων που συνωμοτούν με τη βοήθεια των ξένων χωρίς να επιτρέψει
κιόλας η ανάγκη αυτή για παλλαϊκή ενότητα να γίνει πρόσχημα στα χέρια της
εξουσίας.
Λίγες μέρες μένουν ακόμη ως τις
εκλογές. Ας παλέψουμε αποφασιστικά στο μοναδικό χώρο της ΕΑ και σίγουρα ο λαός
θα μας ανταμείψει γι' αυτό και σαν ΕΑ και σαν παράταξη -οποιαδήποτε παράταξη-
που με συνέπεια θα προβάλλει με δική της θυσία τα πρόσωπα της ΕΑ. Αν δεν ήμουν
κομμουνιστής -ένας απλός στρατιώτης δηλαδή μέσα στο κόμμα του λαού- δεν θα
έκανα αυτό που κάνω σήμερα: Δεν θα καταπιανόμουν με τα κοινά, δεν θα έδινα
συναυλίες, δεν θα έμπαινα σε πολιτικά σχήματα, δεν θα ήμουν υποψήφιος
βουλευτής, και ίσως-ίσως δεν θα έγραφα πια τραγούδια.
Τώρα ότι κάνω το κάνω εγκεφαλικά
μηχανικά. Μόνο και μόνο επειδή πρέπει να γίνει. Η αλλοτινή μου έμπνευση
εξατμίστηκε. Τώρα κατάλαβα καλά ότι με το μουσικό μου έργο δεν εκδήλωνα τίποτε
άλλο από τη βαθιά μου αγάπη προς το λαό που με γέννησε. Τραγουδούσα την
ευγνωμοσύνη μου γιατί γεννήθηκα εδώ και όχι αλλού. Η Ενωμένη Αριστερά μου
ξαναζέστανε τις ελπίδες, γι' αυτό στρατεύτηκα ξανά. Όμως εκείνος που ήμουν
άλλοτε δεν είμαι πια. Θα κάμω πάλι όπως μπορώ το χρέος μου και μετά θα δω.
Δέχομαι την πραγματικότητα όπως είναι. Αν αισθάνομαι ντροπή είναι μόνο για τον
εαυτό μου. Γιατί δεν έχω την δύναμη να τον κλείσω κάπου έτσι που να μην
περιφέρεται σε δρόμους και πλατείες και να μην βλέπει στα μάτια όλους αυτούς
που φανταζόταν δυνατούς εκείνες τις μέρες που τα τανκς επιβάλανε το νόμο τους
κι οι πατριώτες περίμεναν ν' ακούσουν μία φωνή για να κρατηθούν. Θα 'πρεπε ίσως
να προφυλάξω αυτή τη φωνή απ' την καθημερινή μείωση, όμως, όπως είπα και στην
αρχή, έμεινα πάνω απ' όλα ένα απλός στρατιώτης στις τάξεις του λαϊκού μας
κινήματος, γι' αυτό κι εγώ με τη σειρά μου τσαλαπατάω ότι καλύτερο είχα μέσα
μου. Τη δήλωση αυτή τη θεωρώ αναγκαία - πολλές φορές σκέφτηκα ν' αποσυρθώ -
ίσως γιατί κατορθώνει να με βοηθάει να παραμείνω όσο διάστημα θα είναι ωφέλιμο
στο πλευρό των συντρόφων μου - .
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή