Το Άξιον Εστί της Ρωμιοσύνης - Δημοσίευση από το βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου

Ευχαριστούμε θερμά τον Ανδρέα Μαράτο για την παραχώρηση των αποσπασμάτων. 

Oι συντελεστές του Θεοδωρακισμού


Από το κεφάλαιο: «Το Άξιον Εστί της Ρωμιοσύνης»

…Αλλά πρέπει να επιστρέψω, αυτή τη φορά στο δεύτερο ορόσημο της περιόδου τη Ρωμιοσύνη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Πρόκειται για εννέα, επιλεγμένα από τον ίδιο, αποσπάσματα της ποιητικής συλλογής του Αγρύπνια. Γυναίκες πολιτικών κρατούμενων είχαν δώσει τα χειρόγραφα στο Θεοδωράκη αρκετά χρόνια πριν τη μελοποίησή τους. Τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα κι ύστερα κι άλλα ώσπου, επιστρέφοντας ο συνθέτης χτυπημένος μετά από συγκρούσεις με την αστυνομία σε μια διαδήλωση στον Πειραιά ανήμερα των Φώτων του 1966, τα ανέσυρε από την πρόσκαιρη λήθη κι άρχισε να τα μελοποιεί με πυρετώδεις ρυθμούς. Η συνάντηση της ποίησης του Ρίτσου με τη μουσική του Θεοδωράκη, που ξεκίνησε με τον Επιτάφιο ολοκληρώνεται στη Ρωμιοσύνη πάνω σε κοινό αισθητικό, πολιτικό, ιδεολογικό τόπο. Ο Μπιθικώτσης παρά τις εξαντλητικές πρόβες δυόμισι μηνών για να αποδώσει το πνεύμα του κοινού μουσικοποιητικού τόπου, θα τη  θεωρήσει κορυφαία στιγμή της καριέρας του. Ο Ρίτσος, που είχε ενστάσεις για την επιλογή του στον Επιτάφιο θα δηλώσει ανυπόκριτα συγκλονισμένος από την ερμηνεία του στην πρώτη παρουσίαση της Ρωμιοσύνης στο θέατρο Κεντρικόν, ο Χατζιδάκις θα τον χαρακτηρίσει «μεγαλύτερο τραγουδιστή του αιώνα».

Η Ρωμιοσύνη γεννήθηκε δυο φορές, μια από τον ποιητή της στον αγώνα απελευθέρωσης πολιτικών κρατουμένων κι άλλη μια από το συνθέτη της σε συγκρουσιακή διαδήλωση, έδωσε διαπιστευτήρια σε ένα θέατρο και κορυφώθηκε σε ένα γήπεδο, αυτό της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, το καλοκαίρι του 1966. Θα είναι αυτή η πρώτη φορά που μια συναυλία βγήκε από τον κλειστό κόσμο των θεατρικών και κινηματογραφικών χώρων για να συναντηθεί με τα μεγάλα πλήθη σε εξωτερικό χώρο. Αυτή η πρακτική που τώρα πια θυμίζει φτηνή εμποροπανήγυρη, στη δοσμένη συγκυρία όρισε την απόλυτη πολιτική και καλλιτεχνική ετεροτοπία[1]. Στην αστυνομοκρατούμενη Αθήνα ένα πλήθος τεράστιο –γυναίκες, άντρες, παιδιά-  από κάθε γωνιά της πόλης συρρέει στο γήπεδο αποφασισμένο να αγνοήσει τους εκατοντάδες ένστολους και χαφιέδες που τρομοκρατούσαν, απέτρεπαν, στιγμάτιζαν και να τραγουδήσει τα δικά του τραγούδια, το ματαιωμένο μεγάλο του όνειρο, την πίστη του στη δικαίωση των αγώνων του, τις αναπτερωμένες ελπίδες του. Το κράτος διέκοψε ακόμα και την παροχή ρεύματος στην περιοχή, ακινητοποιώντας συρμούς του ηλεκτρικού. Η Ρωμιοσύνη έγινε τραγούδι της Ουτοπίας. Σε αυτήν, η αριστερή, λαϊκή ελληνικότητα βρέθηκε στη συγκλονιστικότερη στιγμή της, ψηλάφησε το απόγειο της δυναμικής της και τα όριά της.  Παρελθόν, παρόν και μέλλον, με τη δύναμη της διαλεκτικής εικόνας. Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία για το δρόμο που διανοίγεται μέσα από το έργο, ούτε τι εννοεί ο ποιητής όταν μιλά για ανάσταση.

...Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή/ κρύβει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια/ κρύβει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως/ Ο δρόμος χάνεται στο φως/ κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
...όταν σκοτώνονται/ η ζωή τραβά την ανηφόρα/ με σημαίες και με ταμπούρλα.
...Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι/... / Κι όταν χορεύαν στην πλατεία/ μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια/ και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια.
...Κάτω απ’ το χώμα/ μες στα σταυρωμένα χέρια τους/ κρατάνε της καμπάνας το σκοινί/ προσμένουνε την ώρα/ προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση.
Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας/ δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες/ Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Η αλληγορία του γυμνού, στεγνού τοπίου - ταυτόχρονα πεδίου θανάτου και κατάφασης ζωής ίδιου λες με τα Περιβόλια- λουσμένου από ένα φως αμείλικτης δικαιοσύνης, οι καμπάνες, τα κυπαρίσσια, οι δαφνώνες, ο δοξαστικός θρήνος και το προσκλητήριο των νεκρών για τη δικαίωση και τη λύτρωση, η ύβρις της προδοσίας και των ξένων βημάτων, η εκφρασμένη ιερότητα των σκοπών, το ανακάλεσμα της συλλογικής μνήμης που η εσωτερική μετανάστευση άφησε θαμμένη στα πατρογονικά της υπαίθρου πριν περικυκλώσει με τις παράγκες της από ανάγκη την αδηφάγα πρωτεύουσα, η ξεραΐλα που ζητά νερό, ο κλιμακούμενος ρυθμός, η δυναμική της εξέγερσης, το γήπεδο-ουτοπικό καράβι. Ένα οπλοστάσιο γεμάτο με όλα του τα όπλα, έτοιμο για μάχες δύσκολες μα και καταδικασμένο να χάσει στο μέλλον την αποτελεσματικότητά του. Αλλά αυτό θα αργήσει.  Η Ρωμιοσύνη, θα τραγουδηθεί κρυφά στη δικτατορία περισσότερο από κάθε άλλο μουσικό έργο αψηφώντας τις απαγορεύσεις,  θα παίζεται συστηματικά από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας, κι επί τρία 24ωρα από τα μεγάφωνα στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Το Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες θα ακούγεται την ώρα της εφόδου του τανκ στην πύλη[2].

Μέσα στη Ρωμιοσύνη φωλιάζει η εξεγερσιακή μελαγχολία που «προλέγει» τη νέα στενωπό της επερχόμενης δικτατορίας. Θα δώσει τη σκυτάλη έξι χρόνια αργότερα σε μια άλλη Ρωμιοσύνη, το τελευταίο από τα 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, που έγραψε ο αποκλεισμένος από το χουντικό καθεστώς Ρίτσος κατά παραγγελία του αυτοεξόριστου τότε Θεοδωράκη, «προλέγοντας» την πτώση της δικτατορίας:

Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις/ εκεί που πάει να σκύψει /με το σουγιά στο κόκαλο/ με το λουρί στο σβέρκο/ νάτη πετιέται αποξαρχής/ κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Τα πλήθη των πρώτων μηνών της μεταπολίτευσης θα ανατριχιάζουν στο άκουσμα αυτής της μουσικής κραυγής, που αντηχούσε στα στάδια της πόλης. Θα το τραγουδούν χωρίς τύψεις κι ενοχές, χωρίς δεύτερη σκέψη για την πρότερη στάση τους ακόμα κι οι καιροσκόποι, οι εξωνημένοι, οι σιωπηλοί, οι συμβιβασμένοι, οι τάχα μου σκεπτόμενα άπραγοι,  τώρα που οι κραυγές ήταν εύκολες, για να γυρίσουν αργότερα επιτιμητικά την πλάτη τους στην ξεπερασμένη πια Ρωμιοσύνη. Η χρησιμότητα και του σουγιά στο κόκαλο και του λουριού στο σβέρκο μπορούσε να «αποδειχθεί» πια και με δημοκρατικοφανή επιχειρήματα. Η αλληγορία της Ρωμιοσύνης μαδούσε αργά και σταθερά τα φτερά της, πριν απομείνει ένα ημιθανές σύμβολο και μπλεχτεί οριστικά στα γρανάζια της μυθικής χειραγώγησης. Έτσι ο Θεοδωράκης στο Διόνυσο  θα επανέλθει με την τελευταία Ρωμιοσύνη σε στίχους δικούς του, δηκτική, ειρωνική κι απέλπιδα. Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις/ να το συνηθίσεις να το λες...

Κύκλοι που ανοίγουν και κλείνουν, υλικά που φθείρονται... Όμως πάλι προτρέχω.



[1] «...Η λαϊκή συναυλία ήταν μια πράξη ζωής, μια πράξη ιδεολογίας» στο, Αρχιμανδρίτης 2011, σελ.135.
[2] Βλ. Το σημείωμα του Πάνου Γεραμάνη Η συγκλονιστική Ρωμιοσύνη στην επανέκδοση του cd από την εφημερίδα Καθημερινή.

Σχόλια