ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 5o


ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 5ο
Σελίδες: 145 - 166, Εκδόσεις Παπαζήση
Ημερομηνία έκδοσης: Νοέμβριος 1976

ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ 1969
       
Μαρούσι. Μπαίνουμε στο προαύλιο. Φρουροί, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί μας πλησιάζουν. 

Έχει νυχτώσει.

Μέσα στο κτίριο γίνεται η “παράδοσις”. Υπογράφεται το πρωτόκολλο και οι σύνοδοί μου φεύγουν. Οι καινούργιοι φύλακες περνούν στα δικά τους. Ψάχνουν τα λίγα πράγματα που κουβαλώ. Μετά η απαραίτητη σωματική έρευνα. 

Ανεβαίνουμε μια μεγάλη, ατελείωτη σκάλα. Σίδερα. Αμπάρες. Κλειδιά. Είναι ένα παλιό αρχοντικό, που το πήρε η χωροφυλακή για να στεγάσει τις υπηρεσίες Αμέσου Δράσεως, το “Εκατό”, όπως λέει ο κόσμος.

Η δικτατορία μετάτρεψε όλο το απάνω πάτωμα σε φυλακές... πολυτελείας. Έβαλε στα παράθυρα σίδερα και καφάσια με σύρμα. Στη μέση ένα χωλ ευρύχωρο μ' ένα μεγάλο τραπέζι και καρέκλες. Γύρω γύρω πεντέξι δωμάτια. Δεξιά τα αποχωρητήρια και τα ντους. Από δω πέρασαν σχεδόν όλοι οι μη κομμουνιστές κρατούμενοι.

        Κοιτάζω γύρω μου. Μόνος!

        - Διαλέχτε όποιο κρεβάτι θέλετε, μου λέει ο φρουρός. Θα σας φέρουμε σε λίγο σεντόνια και κουβέρτες...

Τους έβαλαν φυλακή, όμως, το αίμα νερό δεν γίνεται... Πως θα κοιμηθούν δίχως σεντόνια!

Η πόρτα κλείνει. Το κρύο είναι τσουχτερό. Πάω στα παράθυρα. Δε βλέπεις τίποτα. Το σύρμα είναι πυκνό. Εξάλλου οι πλαϊνές βίλες βρίσκονται εκατό μέτρα μακριά. Από κάτω βηματίζουν φρουροί με αυτόματα. Ευκαιρία να κάνω ντους και μετά να κοιμηθώ.

        - Φάγατε; με ρωτά.
        - Ναι, κάτι τσιμπήσαμε στο δρόμο.
Ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει ένα μπουκάλι με πέντε δάχτυλα ουίσκι κι ένα κουτί με κουραμπιέδες.
        - Δώρο από τον κύριο Πεπονή.
        - Που βρίσκεται;
        - Χτες ακόμα ήταν εδώ. Είναι άρρωστος. Τον πήραν σήμερα το πρωί. Μάθαμε πως θα 'ρθείτε. Γι' αυτό σας άφησε αυτό το μικρό δώρο... Και την αγάπη του.
        - Σας ευχαριστώ.
        - Κι εσείς; Τί θα κάνετε; Θα εξακολουθήσετε το Γολγοθά σας;
        - Τι άλλο μπορώ να κάνω.
        - Σε ποιόν, άραγε, θα κάνετε κι εσείς τη δική σας αναφορά;
        - Δεν σας καταλαβαίνω.
        - Θέλω να πω, ο Καζαντζάκης έγραψε την Αναφορά στον Ελ Γκρέκο.
        - Α! Ίσως να την κάνω στον Καζαντζάκη!
        - Τον αγαπάτε...
        - Σαν Κρητικός!
        - Εγώ τον λατρεύω. Έχετε υπόψη σας την Αναφορά;
        - Ομολογώ, όχι.
        - Θα σας χαρίσω τη δική μου. Πάω να σας τη φέρω...
        Γδύνομαι γρήγορα και σπεύδω στο ντους. Όταν βγήκα, ο αξιωματικός ήταν καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου και διάβαζε Καζαντζάκη.
        - Με συγχωρείτε του λέω. Ήταν ευκαιρία για ένα ζεστό ντους.
        - Μήπως σας ενοχλώ;
        - Όχι, καθόλου. Μου επιτρέπετε μόνο να πλαγιάσω;
        Πλάγιασα. Ζεστάθηκα. Ησύχασα. Το ταξίδι με κούρασε.
        - Έχω σημειώσει όλα τα αποσπάσματα που σας αφορούν... Θέλετε να σας τα διαβάσω;
        - Ω, βεβαίως, του λέω με ενθουσιασμό, γιατί σκεφτόμουν τι διαολεμένη ράτσα είμαστε!

Σκοτωνόμαστε, φυλακιζόμαστε, ονειρευόμαστε, κι όμως που μπορεί να συμβεί αλλού κάτι τέτοιο, ένας αξιωματικός της χωροφυλακής να διαβάζει στο κελί του κρατούμενου τον Καζαντζάκη;

Η φωνή του είναι τραγουδιστή, λίγο τρεμουλιαστή από τη συγκίνηση. Διαβάζει αργά, θα 'λεγα με δέος, σαν να ανακαλύπτει για πρώτη φορά τις λέξεις.

- “Να κάνεις αυτό που δεν μπορείς!”.


ΡΗΓΑΣ – ΣΟΛΩΜΟΣ – ΚΑΛΒΟΣ
ΖΑΤΟΥΝΑ 1969

Είμαι ικανοποιημένος γιατί μελοποίησα τον Κάλβο.

Τα λόγια του σωστή λάβα πρέπει να ξεχυθούν πάνω στο πετσί των Ελλήνων και να το κάψουν!

Είναι γιατί γαλουχήθηκα με Ρήγα, Σολωμό και Κάλβο, γι' αυτό αισθάνθηκα σαν βιολογική, θα 'λεγα, ανάγκη την κραυγή να γεννιέται μέσα μου και να με προστάζει. Έτσι από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας είχα την αίσθηση πως θα μπορέσω να την πιάσω σαν φίδι από το λαιμό με τα ίδια μου τα χέρια και να την πνίξω! Έβλεπα τις στρατιές της ελληνικής νεολαίας να ξεχύνονται σαν χείμαρρος στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και να σαρώνουν τον κόπρο του Αυγείου.

Έβλεπα τις στρατιές των αδελφών μας που ζουν στο εξωτερικό να κατεβαίνουν σαν τα ποτάμια και να μπαίνουν με ενθουσιασμό στο Νέο Αγώνα. Έβλεπα... Έβλεπα... Τώρα μετρώ τις μέρες και τις ώρες που σαλπίσαμε την έφοδο και το σάλπισμά μας έμεινε αιωρούμενο στον αέρα. Ήρθαν μόνο οι πρωτοπόρες ομάδες των Λαμπράκηδων! Οι ομάδες θυσίας! Οι ομάδες που δέχτηκαν – σχεδόν μονάχες – τη χτηνώδη οργή του σιδερόφρακτου αντίπαλου.

Κι εγώ, ο συνθέτης του Λαού, να μπαίνω στα υπόγεια και τις ντουλάπες, κυνηγημένος σαν το αγρίμι από τους εχθρούς του Λαού, ενώ γύρω μου η θάλασσα του Λαού, αντί να γίνει θύελλα και να τους πνίξει, στέλνει μικρά γαλήνια κυματάκια στην άμμο...

Μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία χάθηκε. Οι δικτάτορες τα 'χαν χαμένα. Με λίγη πίεση, λίγο αγώνα, λίγες θυσίες, θα έπεφταν.

Όμως κανένα κόμμα και κανένας ηγέτης δεν μπήκε σοβαρά μέσα στο νέο Αγώνα.
       
Κι ο Λαός γρήγορα απογοητεύτηκε. Γι' αυτό όχι μόνο εμείς, αλλά όλο το Έθνος, θα πληρώσει ακριβά αυτό το λάθος. Η χούντα ξεπέρασε τη μεγάλη κρίση των πρώτων αποφασιστικών μηνών. Και για να πέσει χρειάζεται μακρόχρονος αγώνας. Οι αλλαγές από δω και μπρος θα είναι αργές. Η τακτική μας θα πρέπει να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες.


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥΛΑ
       
Η οικογένεια του Σωτήρη Πέτρουλα είχε 17 νεκρούς!

Και μια νύχτα που μπήκαν στο σπίτι του για να σφάξουν τους γονείς του, αυτοί  τον πήραν στη μασχάλη, ήταν τότε μωρό, πήδηξαν από το παράθυρο και σώθηκαν.

        Φυσικά ο φασισμός δε χόρτασε με τόσο αίμα. Παραμόνευε είκοσι χρόνια το μωρό, που μεγάλωσε κι έγινε ένας ξανθός λεβέντης. Και μια ζεστή νύχτα του Ιούλη του 1965 όρμησε και τον άρπαξε, μέσα στην καρδιά της Αθήνας.
        Δύο λεπτά πιο πριν τον είχα μέσα στα μάτια μου. Τον καμάρωνα καθώς με χιλιάδες άλλους νέους ανέβαινε τραγουδώντας την οδό Πανεπιστημίου.
        Ήταν ψηλός, γερός, ανήσυχος. Πώς μπορούσε να μη μιλά, να μη χαμογελά, να μη τραγουδά, να μην ανασαίνει;
        - Χτύπησαν το Σωτήρη...
Τρέχω στον “Ευαγγελισμό”. Οι διάδρομοι γεμάτοι τραυματίες. Τα χειρουργείου γεμάτα. Συγγενείς, φίλοι, αστυνομικοί. Ανεβαίνω στους θαλάμους όπου βρίσκονται οι βαριά τραυματισμένοι.
        Μια κοπέλα χτυπημένη βογκάει. Μόλις με βλέπει μου λέει, ξεχνώντας τους πόνους της :
        - Τον έχουν στο νεκροθάλαμο. Εκεί!
        Τρέχω, ανοίγω την πόρτα. Μέσα στο νεκρικό φως διακρίνω ένα τραπέζι άδειο.
        - Τον πήραν!
        - Που τον πήγαν;
        Πηγαίνω στα γραφεία της “Αυγής”.
        - Πάνω από διακόσιοι βαριά τραυματισμένοι. Τον Πέτρουλα τον εξαφάνισαν...
        - Να πάμε στα γραφεία της ΕΔΗΝ. Να κάνουμε κοινό διάβημα.
        - Έξω δεν μπορείς να περπατήσεις. Οι δρόμοι είναι γιομάτοι δακρυγόνα...
        Σχηματίζουμε μια μικρή επιτροπή. Βγαίνουμε και προχωρούμε κρατώντας μπροστά στο στόμα μαντίλια. Τα μάτια μας δακρύζουν και το στομάχι μας πονά. Φτάνουμε στα γραφεία της ΕΔΗΝ. Μόλις μας βλέπουν σπεύδουν να ειδοποιήσουν τους ηγέτες.
        - Περιμένετε, παρακαλώ.
          Περιμένουμε μισή ώρα. Στο τέλος έρχεται κάποιος ηγέτης.
        -Σκότωσαν τον Πέτρουλα και τον εξαφάνισαν...
        - Περιμένετε, παρακαλώ.
        Σηκωθήκαμε και φύγαμε. Ο διμέτωπος δε σταματά ούτε μπροστά στο θάνατο!
        Όλη τη νύχτα γύριζα από σπίτι σε σπίτι. Από συνοικία σε συνοικία.
        Ένιωθα να ζει μέσα μου ο Σωτήρης. Ο Σωτήρης διψά. Ο Σωτήρης πεινά. Ο Σωτήρης θέλει να χορέψει. Νιώθω μια πρωτόγνωρη, βάρβαρη, ζωική χαρά.
        Χαράματα γυρίζω στο σπίτι. Δεν έχω δύναμη να γδυθώ και να πλαγιάσω. Ξαπλώνω στην πολυθρόνα.
        Ήχοι γεμίζουν το κεφάλι μου. Είναι οι ιαχές που για 70 μέρες γεμίζουν τους δρόμους της Αθήνας! Κάθε βράδυ, πότε είκοσι χιλιάδες, πότε εκατό χιλιάδες. Κάποτε ένα εκατομμύριο. Είναι ιαχή, θούριο και παιάνας!
        Εμείς, στα γραφεία της ΔΝΛ, σχεδιάζουμε την κάθοδο των Λαμπράκηδων από τις συνοικίες. Έχουμε χωρίσει Αθήνα – Πειραιά σε δέκα μεγάλα διαμερίσματα. Τα εννέα κατεβαίνουν. Το ένα, εκ περιτροπής, μένει στη συνοικία και... ξεκουράζεται.
        Όταν χτυπά η αστυνομία, γίνονται μάχες σκληρές, εκ του συστάδην. Κάθε βράδυ τα νοσοκομεία γεμίζουν με βαριά τραυματισμένους...
        Όμως χτες το βράδυ μας σκότωσαν τον Σωτήρη.
        Χτυπά το τηλέφωνο.
        - Έλα αμέσως στο Τρίτο Νεκροταφείο... Μη χάσεις λεπτό... Ετοιμάζονται να τον θάψουν κρυφά.
        Η Αθήνα κοιμάται. Κάπου – κάπου κάποιος βιαστικός εργάτης βαδίζει ξυστά στον τοίχο. Τί ξέρει για την ιεροσυλία; Τί ξέρει για το θρήνο της μάνας; Τί ξέρει για την οργή των συντρόφων;
        Μια κίτρινη θάλασσα, οργή και μίσος, πλαταίνει το στήθος μου.
        Κάτω από κείνα τα κυπαρίσσια βρίσκεται ο Μπελογιάννης. Σε κείνα αριστερά, βρίσκονται οι χιλιάδες εκτελεσμένοι της κατοχής και του εμφύλιου.
        Ανάμεσά τους, τάφος ανοιχτός περιμένει το Σωτήρη.
        Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες τα θύματα του Λαού. Όμως ο Λαός μας δεν υποχωρεί. Σκύβει για λίγο, να πάρει ανάσα, και μετά ξανά προχωρεί. Ένα πελώριο καζάνι είναι η Ελλάδα και βράζει.
        Ο βασιλιάς, περιστοιχισμένος από πονηρούς συμβούλους, πέταξε το γάντι στο Λαό.
        Κάλεσε στα Ανάκτορα, στις 15 Ιουλίου, το νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας, το Γεώργιο Παπανδρέου και μέσα σε λίγη ώρα τον είχε εκπαραθυρώσει. Του έστησε παγίδα κι εκείνος, πολιτικός πολύπειρος, αλλά υπερήφανος, έπεσε μέσα.
        - Ώστε μου υποβάλλετε την παραίτησή σας; του λέει ο Βασιλιάς.
        - Φυσικά, του απάντησε ο Παπανδρέου.
        Αν έλεγε “όχι”, σήμερα θα ήταν διαφορετική η μορφή της Ελλάδας.
        Ο βασιλιάς και οι πονηροί σύμβουλοί του τρίβουν τα χέρια τους.
        Στην “κουζίνα” των ανακτόρων περιμένει με το φακό του ο νέος “πρωθυπουργός”. Είναι ο ποιητής Αθανασιάδης – Νόβας!... Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στην αίθουσα της ΕΔΑ, στη Βουλή, όταν ήρθε ο Λεωνίδας Κύρκος και μου είπε το νέο.
        - Πρέπει να θερμάνουμε τους Κεντρώους και το Γέρο, μου λέει. Δεν πρέπει ν' αφήσουμε τα γεγονότα στα χέρια της ηγεσίας των Κεντρώων, γιατί θα βουλιάξουν.
        Το ίδιο βράδυ κατέβηκαν στελέχη μας στους δρόμους και τις πλατείες στο κέντρο της Αθήνας και στην πρώτη ευκαιρία άρχισαν να φωνάζουν τα συνθήματα.
        Γύρω στα μεσάνυχτα κάναμε στα γραφεία μας την κριτική γύρω από τα πρώτα αποτελέσματα :
        - Ο κόσμος στην αρχή ξαφνιάζεται, όμως σε συνέχεια μας κοιτάζει επιδοκιμαστικά.
        - Συμμετέχει;
        - Όχι. Μόνο που οι περισσότεροι μας χαμογελούν για να δείξουν ότι επιδοκιμάζουν.
        - Η αστυνομία;
        - Απούσα!
        Την άλλη μέρα τα χαμόγελα του κόσμου άρχισαν να γίνονται χειροκροτήματα. Τα χειροκροτήματα φωνές. Και οι φωνές πλήθος, που στην αρχή διαδηλώνει κατά χιλιάδες και μετά κατά δεκάδες χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες.
        Επίκεντρο η Βουλή, όπου διαδραματίζεται μια κορυφαία πράξη από τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία.
        Η κυβέρνηση του βασιλιά παίρνει μόνο τις ψήφους της Δεξιάς και μιας μικρής ομάδας Κεντρώων - “αποστατών”, όπως του ονόμασε ο λαός. Η πλειοψηφία της Βουλής κηρύσσεται ενάντια στην παρέμβαση του Κωνσταντίνου.
        Ο λαός παίρνει θάρρος.
        Τότε οι Αμερικανοί, που βρίσκονται πίσω από όλα αυτά τα μαγειρέματα, έβαλαν τα μεγάλα μέσα. Εξαγοράζουν έναν – έναν κεντρώους βουλευτές. Έξω ο λαός σαν τρικυμισμένη θάλασσα προσπαθεί να σταματήσει την εξαγορά! Μέσα στη Βουλή, κάθε μέρα παρουσιάζονται καινούργιοι αποστάτες.
        - Πόσα πήρες; τους φωνάζουν από κάτω οι βουλευτές.
        Εβδομήντα μέρες και νύχτες κράτησε αυτός ο φοβερός αγώνας. Στο τέλος νίκησε η εξαγορά. Η τρίτη βασιλική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Στεφανόπουλο, απόχτησε την πλειοψηφία της Βουλής!
        Βρισκόμαστε στα τέλη του 1965.
        Ύστερα από ενάμιση χρόνο η δικτατορία θα σκέπαζε σαν ταφόπετρα αυτόν το βαθύ λάκκο που άνοιξε το βασιλικό πραξικόπημα. Η εξαγορά βουλευτών τραυμάτισε θανάσιμα την εμπιστοσύνη του λαού στην πολιτική του ηγεσία. Γι' αυτό και τόσα χρόνια μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο Λαός μας, παρόλο που μισεί τους δικτάτορες, δεν φαίνεται εντούτοις να δείχνει εμπιστοσύνη στους παλιούς του ηγέτες. Μια βαθιά κρίση πολιτικής ηγεσίας συγκλονίζει τη χώρα μας. Κι εκείνες οι 70 μέρες έπαιξαν ρόλο αποφασιστικό για την επώαση αυτής της κρίσης.
        Μπροστά στο Νεκροταφείο βρίσκονται αστυνομικοί.
        Μόλις πλησιάζω περικυκλώνουν το αυτοκίνητο. Είμαι μόνος. Όμως είμαι βουλευτής.
        - Θεοδωράκης, βουλευτής, λέω στον επικεφαλής.
        - Τί θέλετε;
        - Εσείς τι θέλετε;
        - Απαγορεύεται η είσοδος!
        - Στο νεκροταφείο; Τώρα αποφασίσατε να τα βάλετε και με τους νεκρούς;
        Πάτησα το γκάζι και το “Σιτροέν” πετάχτηκε μπροστά. Οι φρουροί πήδηξαν πλάι. Μέσα στο προαύλιο ως εκατό αστυφύλακες μου φράζουν το δρόμο. Σταματώ, κατεβαίνω και προχωρώ. Δεν τολμούν ακόμα να μ' αγγίξουν.
        - Ποιός διατάζει εδώ; ρωτώ.
        Δεξιά, μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα, βλέπω κόσμο. Είναι οι γονείς και οι συγγενείς του Πέτρουλα. Με βλέπουν. Έρχονται προς εμένα. Όμως δεν τους αφήνουν. Τους σταματούν.
        - Θέλω τον διοικητή σας!
        Με οδηγούν σ' ένα γειτονικό οίκημα.
        - Εισαγγελεύς τάδε.
        - Αστυνόμος τάδε.
        - Συνταγματάρχης τάδε.
        - Χαίρω πολύ.
        - Σε τι οφείλεται η επίσκεψίς σας, κύριε βουλευτά;
        - Έμαθα ότι επιδιώξατε να θάψετε κρυφά τον φοιτητή Πέτρουλα και ότι σας εμπόδισε ο ιερεύς.
        Σιωπή.
        - Η μητέρα του είδε τον νεκρό;
        - Έχουμε εντολή να μην τον δει απολύτως κανείς.
        - Και θα τον θάψετε δίχως να τον δουν οι δικοί του; Δίχως να τον πλύνουν και να τον κλάψουν;
        - Αυτή είναι η διαταγή.
        - Από ποιόν;
        - Από τον υπουργό, τον ναύαρχο Τούμπα.
        - Και σεις θα εφαρμόσετε αυτή τη διαταγή;
        - Τί άλλο μπορούμε να κάνουμε;
        - Και οι άλλοι νόμοι;
        - Ποιοί;
        - Οι νόμοι των Νεκρών! Οι θείοι νόμοι, όπως θα σας έλεγε και η Αντιγόνη. Την γνωρίζετε ασφαλώς την Αντιγόνη, κύριε Εισαγγελεύ.
        - Εκτελούμε διαταγές.
        - Τότε να παραιτηθείτε! Η διαταγή αυτή δεν είναι μόνο παράνομη. Είναι ανόσια και απάνθρωπη. Πώς θα τολμήσετε να βγείτε στους δρόμους; Εν πάση περιπτώσει δεν θα τον θάψετε όπως θέλετε εσείς τον Σωτήρη Πέτρουλα. Ο νεκρός ανήκει σ' εμάς. Μπορώ να τηλεφωνήσω;
        Παίρνω διαδοχικά διάφορα στελέχη της ΔΝΛ. Σε όλους λέω φωναχτά, για να μ' ακούσουν κι οι άλλοι, να στείλουν κατά μάζες Λαμπράκηδες στο Νεκροταφείο. Σε συνέχεια τηλεφωνούν και οι αξιωματικοί και ζητούν ενισχύσεις.
        Ο θρήνος των γυναικών κάνει ν' ανατριχιάζουν τα κυπαρίσσια. Εμείς καθόμαστε γύρω γύρω σιωπηλοί. Μπαίνει ο βουλευτής της ΕΔΑ Βασίλης Νεφελούδης.
        - Τρέξτε να βρείτε τον κύριο υπουργό, για να βγούμε από αυτή τη δύσκολη θέση, του φωνάζουν και οι τρεις.
        Αρχίζουν να φτάνουν οι ενισχύσεις. Σε λίγο το προαύλιο έχει γεμίσει με εκατοντάδες Λαμπράκηδες, Εδαϊτες και αστυνομικούς. Βγαίνω έξω.
        - Τι θα κάνουμε; με ρωτούν.
        - Που τον έχουν;
        - Σ' αυτό το παρεκκλήσι. Φαίνεται πως ετοιμάζονται να τον θάψουν. Γύρω από τον τάφο έφτασαν ενισχύσεις.
        - Πόσοι είναι;
        - Περίπου διακόσιοι.
        - Είμαστε λίγοι. Πρέπει να 'ρθουν κι άλλοι.
        Μαζέψτε πέτρες σε σωρούς. Θα δώσουμε μάχη!
        Μπαίνω στο παρεκκλήσι. Ο Σωτήρης, λες ζωντανός, κοιμάται πάνω σ' ένα πάγκο.
        Είναι ολόγυμνος, τυλιγμένος σ' ένα σεντόνι ματωμένο.
        Φτάνουν συνεχώς Λαμπράκηδες. Ειδοποιώ τους αξιωματικούς πως είμαστε αποφασισμένοι να χτυπηθούμε. Έξω ακούγονται φωνές και συνθήματα.
        Κατά το μεσημέρι ήρθε η διαταγή : “Ο νεκρός θα μεταφερθεί στο νεκροτομείο και από κει θα παραδοθεί στους δικούς του για να ταφεί”.
        Κολλώ το αυτοκίνητό μου πίσω από τη νεκροφόρα. Πίσω μας ακολουθούν δεκάδες άλλα οχήματα που καλούν το λαό να πλαισιώσει τον Πέτρουλα.
        Όλη η περιοχή του νεκροτομείου είναι περικυκλωμένη από αστυνομικούς. Μέσα στο νεκροτομείο ο κ. Καψάσκης.
        - Πάλι εδώ; (Πρωτοσυναντηθήκαμε πάνω από τον Λαμπράκη. Και μετά πάνω από τους σκοτωμένους στο Γοργοπόταμο).
        - Περιμένεις να 'ρθει η σειρά μου;
        Φτάνουν βουλευτές της ΕΔΑ.
        - Ο υπουργός επιμένει να θαφτεί σήμερα! Ο Καψάσκης είναι φίλος των τεχνών και των καλλιτεχνών.
        - Δεν γίνεται τίποτα; του λέω σιγά. Μόνο εσύ μπορείς να τον καταφέρεις.
        - Εγώ σ' αγαπώ, μου λέει. Όμως εσύ δεν μου χάρισες ακόμα κανένα σου δίσκο.
        - Ποιόν θέλεις;
        - Όλους!
        Κάνω ένα σημείωμα και του το δίνω.
        Ο Καψάσκης παίρνει στο τηλέφωνο τον υπουργό. Την ώρα που του λέει “Ξέρετε, η νομοθεσία απαιτεί να περάσουν 24 ώρες για την ταφή μετά τη νεκροτομή”, μου κλείνει το μάτι με νόημα!
        Σαν τα ρυάκια ξεχύνεται ο κόσμος προς το σπίτι του Πέτρουλα, που βρίσκεται σε μια μακρινή συνοικία. Φοιτητές και φοιτήτριες του πάνε λουλούδια, μάνες χαροκαμένες του πάνε τα δάκρυά τους, ηλιοψημένοι εργάτες υψώνουν τις γροθιές τους. Όλοι ζητούν εκδίκηση!
        Ο θρήνος της μάνας βαστά όλη τη νύχτα. Εμείς, στα γραφεία της ΔΝΛ, συνεδριάζουμε ασταμάτητα. Πρέπει να λύσουμε όλα τα προβλήματα της αυριανής κηδείας.
        Η αίθουσα είναι γιομάτη καπνούς, τα τραπέζια γιομάτα καφέδες. Νιώθουμε τις φτερούγες του Πέτρουλα ν' αναδεύουν στον αέρα.
        Την ώρα που μιλούν οι σύντροφοι το χέρι μου τρέχει πάνω σ' ένα άσπρο χαρτί. Γραμμές, σχήματα αφηρημένα, και ξαφνικά :

Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
     
Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά

Στρατιά ολόκληρη ηρώων προχωρεί. Ηλέκτρα, Ναπολέων Σουκατζίδης με τους Διακόσιους της Καισαριανής, Βασίλης Ζάννος, Παύλος Παπαμερκουρίου. Πάνω από πενήντα χιλιάδες ήρωες εκτελεσμένοι. Νίκος Μπελογιάννης, Νικηφορίδης κι οι άλλοι φοιτητές. Γρηγόρης Λαμπράκης. Και τώρα ο Σωτήρης Πέτρουλας. Ατέλειωτη η στρατιά των ηρώων μας δείχνει το σωστό δρόμο.

Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

        - Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει σε μια στιγμή ο Μπενάς.
        - Το λόγο έχει το τραγούδι, τους λέω σκαλίζοντας τις νότες στο χαρτί. Ακούστε το και πείτε μου τη γνώμη σας.
        Την άλλη μέρα το απέραντο πλήθος ανατριχιάζει, βογγά, αναδύεται, υψώνει τις γροθιές του στον ουρανό, δίνει όρκο μπροστά στο φέρετρο του Πέτρουλα. Νέοι και νέες αγκαλιασμένοι ακολουθούν το παλληκάρι τραγουδώντας.

Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά.

Την παράλλη μέρα πήγα στο σπίτι και βρήκα τη μάνα.
        - Κάτσε παιδί μου, μου λέει. Τώρα μόλις κουβέντιαζα με το Σωτήρη.
        - Πού είναι;
        - Νάτος, δεν τον βλέπεις που κάθεται στην καρέκλα του; Του λέω να προσέχει. Όταν τον έχασα, προχτές το βράδυ, πήγα στην Ασφάλεια. “Πού είναι το παιδί μου;”, τους φωνάζω. Κι αυτοί μου φέρανε γλυκό. Ακούς γλυκό, κανταΐφι, στις δύο τα μεσάνυχτα. “Εγώ δεν θέλω γλυκό”, τους λέω, “θέλω το γιο μου...”. Έτσι δεν είναι, Σωτήρη, παιδί μου;
        Η μάνα του Πέτρουλα είναι ακόμα νέα. Έχει όμορφα χαρακτηριστικά. Της σκότωσαν, όμως, 17 συγγενείς. Και τώρα, στον δέκατο όγδοο, το ποτήρι του λογικού της ξεχείλισε πια. Δεν ήταν σταγόνα ο Σωτήρης. Ήταν ο γιος της. Κι είχε ανάστημα ένα και ογδόντα. Μαλλιά ξανθά και μάτια γαλάζια σαν τον ουρανό του Μυστρά.

      
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΙΙΙ

Τη μεγαλύτερη (βαθύτερη και ριζικότερη) επίδραση επάνω στη νεοελληνική ζωή είχε αναμφισβήτητα η περίοδος της ξένης κατοχής (1940-1944), που κορυφώνεται σε δραματικά γεγονότα με τον εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε την Αντίσταση ύστερα από μια μικρή χρονική ανάπαυλα (1946-1949).

Μέσα σ' αυτή τη δεκαετία, στη χώρα μας πλάθεται μια καινούργια ιστορική πραγματικότητα. Η Ελλάδα αποκτά ένα εντελώς νέο ιστορικό πρόσωπο.

Προχωρώντας αναλυτικά προς τον πυρήνα των ιστορικών γεγονότων και σχέσεων ανακαλύπτουμε εκείνες τις καταστάσεις και τα πρόσωπα – σύμβολα, που στοιχειοθετούν τη σύγχρονη ελληνική μουσική “μυθολογία”. Το δράμα που συγκλόνισε τη χώρα μας δεν έγκειται, φυσικά, τόσο στο γεγονός ότι οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν σαν ένας άνθρωπος και πολέμησαν το ξένο κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες του. Αυτό άλλωστε έγινε σε όλες τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας.

Η πραγματική εθνική τραγωδία αρχίζει από τη στιγμή που αντιστρέφονται οι ηθικές αξίες και ο καλός τιμωρείται ενώ ο κακός αμείβεται. Και όταν τη σχέση Έλληνες – ξένοι τη διαδέχεται η αντίθεση Έλληνες – Έλληνες. Όταν δηλαδή ο απελευθερωτικός πόλεμος μεταβάλλεται σε εμφύλιο.

Δεν είναι σκοπός μας εδώ να δούμε και να αναλύσουμε τα ιστορικά γεγονότα με το πρίσμα το πολιτικό. Τα παίρνουμε ως δεδομένα. Έγιναν έτσι και όχι αλλιώς.

Μέσα από την εμφύλια διαμάχη η Μάνα ξεπετάγεται σαν το πιο οδυνηρό αλλά και στέρεο σύμβολο της νεοελληνικής “μυθολογίας”. Πλάι της, οι δυο της γιοι, που θα αντιπαλέψουν θανάσιμα μέσα στις πόλεις, στα στρατόπεδα και πάνω στα βουνά. Όμως αυτή η συγκεκριμένη εμφύλια διαίρεση που μας απασχολεί, μπορούμε να πούμε ότι είναι πιο πολύ αποτέλεσμα ξένων παρεμβάσεων και λαθεμένων χειρισμών από μέρους των Ελλήνων υπευθύνων, γεγονός που προσδίδει στην εθνική τραγωδία ένα ακόμα ξεχωριστό τραγικό χρώμα, μια και οι πρωταγωνιστές μεταβάλλονταν έτσι σε θύματα μιας ψυχρά υπολογισμένης εγκληματικής τακτικής από μέρους των ξένων και μιας επιπόλαιης και τελικά ανεύθυνης αντιμετώπισης αυτών των πονηρών παγίδων, που μας έστησαν οι ξένοι, από μέρους των εκπροσώπων του λαϊκού κινήματος. Τελικά, οι νεοέλληνες οδηγήθηκαν στην αλληλοσφαγή. “Μυθολογικά” πρόσωπα γίνονταν μονάχα εκείνοι που από πίστη είτε από αυταπάτη αποτελούν τους φορείς αλλά και τα θύματα του ιστορικού γίγνεσθαι.

Έτσι η Μοίρα – ρυθμιστής, το πεπρωμένο – ρυθμιστής της τύχης των ανθρώπων αντικαθίσταται, στη σύγχρονη “μυθολογία”, από την ιστορική νομοτέλεια, που πλάθει και κατευθύνει τους ανθρώπους, την ίδια στιγμή που πλάθεται και κατευθύνεται από τους ανθρώπους.

Η προσωπική “Μοίρα” δίνει τη θέση της στην ομαδική, την εθνική και, ακόμα πιο πλατιά, στην οικουμενική “Μοίρα”. Ο αιώνας μας, αιώνας ορόσημο μέσα στην πανανθρώπινη ιστορία, συγκλονίζεται από κοσμογονικές αλλαγές. Η ιστορική νομοτέλεια περνά σαν μπουλντόζα πάνω από τις πατρίδες, τις κοινωνίες, τους δεσμούς. Χωρίζει τις πατρίδες και τις κοινωνίες. Ανατινάζει ακόμα και τους πιο στενούς προσωπικούς δεσμούς. Χωρίζει φίλους, εραστές, οικογένειες, αδέλφια. Δημιουργεί έτσι τα νέα τραγικά σύμβολα της εποχής μας.

Η “Μυθολογία” της έχει τη γεύση του αίματος και του πόνου. Είναι όμως φανερό ότι τα σημάδια αυτά δεν είναι σημάδια μιας καταστροφής, ενός τέλους. Είναι, αντίθετα, οι συνέπειες από μια γέννα, μιαν αρχή. Επομένως η λύτρωση περιμένει στο τέλος της τραγωδίας με τη μορφή μιας νέας ενότητας. Μιας ενότητας σε άλλο επίπεδο – αφού σ' αυτό το συγκεκριμένο επίπεδο που διαδραματίζονται τα ιστορικά συμβάντα, όλες οι αντιθέσεις θα λυθούν μέσα σ' ένα ατελείωτο δικτυωτό από συγκρούσεις, που, όπως είδαμε, δεν αφήνουν απ' έξω ούτε κι αυτόν το στενό δεσμό του αίματος, του έρωτα και της φιλίας.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της τραγωδίας αποτελεί η νομοτελειακή πορεία του κάθε προσώπου – συμβόλου προς την καταστροφή του.

Στην ουσία τί συμβαίνει; Το μυθολογικό πρόσωπο ή το πρόσωπο – σύμβολο στο βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κορύφωση μιας πυραμίδας, η προσωποποίηση μιας Ιδέας που πρέπει να συγκρουστεί με μιαν άλλη Ιδέα για να βγει μέσα από τη σύγκρουση αυτή των αντιθέσεων, σα σύνθεση των αντιθέσεων, η τελική Ιδέα, αυτή που για ένα διάστημα θα επικρατήσει. Έτσι το “πρόσωπο” γίνεται φορέας αλλά συγχρόνως και όργανο της ιστορικής νομοτέλειας. Επομένως ξεφεύγει από τις πραγματικές του διαστάσεις. Γίνεται πρόσωπο τραγικό. Ο Παύλος, που συμβολίζει την ιδέα της αλλαγής και της προόδου, περνά μέσα από ένα σύμπλεγμα από αντιθέσεις και που τελικά δεν θα τις λύσει παρά μονάχα με την αυτοκαταστροφή του – με τη θυσία όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και όλων όσων αγάπησε – υπακούοντας στον ιστορικό νόμο που θέλει να βγαίνει το καινούργιο μέσα από ατέλειωτες αντιθέσεις, συγκρούσεις, καταστροφές και θυσίες.

Η Ισμήνη, σύμβολο της Ζωής και του Έρωτα, δεν γλυτώνει τελικά από τα γρανάζια μιας κορυφαίας ιστορικής στιγμής, που δεν αφήνει περιθώρια για όνειρα προσωπικής ευτυχίας, αλλά υψώνει υποχρεωτικά τον καθένα στις οδυνηρές περιοχές της ευθύνης και τον τοποθετεί – θέλοντας και μη – στο επίκεντρο του “αντικυκλώνα”, εκεί που τα πρόσωπα ανυψώνονται και στροβιλίζονται σαν φρόκαλα, τυλιγμένα μέσα στον άνεμο της ιστορίας.

Η θυσία της Ισμήνης, αγνού και αθώου πλάσματος, μας θυμίζει τις ανθρωποθυσίες στα θεμέλια των μεγάλων κτισμάτων και των θρυλικών γεφυριών! Και σήμερα ακόμη μπορεί κανείς να φανταστεί, μέσα από τις συγκρούσεις και τις καταστροφές, τις μεγάλες γραμμές αυτού του μελλοντικού οικοδομήματος της πανανθρώπινης ειρήνης! Άραγε, πόσα εκατομμύρια αθώα και αγνά θύματα σαν την Ισμήνη δεν πότισαν και δεν ποτίζουν ακόμα με το αίμα τους τα θεμέλιά του;
        
Ο συγκεκριμένος τόπος που εκτυλίσσεται το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού είναι η Αθήνα. Όσο για το χρόνο, δεν είναι ιστορικά καθορισμένος. Η “μορφή” των γεγονότων μας θυμίζει τη Μάχη του Δεκέμβρη. Όμως η “ωριμότητά” τους προϋποθέτει την ιστορική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου. Είναι ένας Δεκέμβρης μέσα στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου!
       
Η αρχική (ομολογώ σχηματική και εγκεφαλική) πρόθεσή μου πρόσβλεπε στην ακόλουθη διαδικασία :
        
Ο Μύθος, τα γεγονότα και τα πρόσωπα εμπεριέχονται μέσα στο τραγούδι. Σε συνέχεια “βγαίνουν” μέσα από το τραγούδι, κινούνται, συμπλέκονται, συγκρούονται, ώσπου, σε μια νέα κορυφαία στιγμή, “παγώνουν”, ξαναμπαίνουν σ' ένα νέο τραγούδι, γίνονται ένα νέο τραγούδι. Και ούτω καθ' εξής. Με άλλα λόγια, το έργο χτίζεται όπως η γέφυρα που στηρίζεται επάνω στις κολώνες – τραγούδια.
        
Στο συγκεκριμένο έργο που εξετάζουμε, η παραπάνω “αρχή” ισχύει – απόλυτα – μονάχα ως προς το αρχικό Τραγούδι (Το Όνειρο), που παραθέσαμε ήδη πιο πριν. Όμως επειδή ο πυρήνας του Μύθου καθώς και τα τρία βασικά του πρόσωπα, η Μάνα και οι δυο γιοί της, βρίσκονται μέσα σ' αυτό το Τραγούδι, θεώρησα ολόκληρο το έργο σαν τη δραματική – σκηνική του προέκταση και γι' αυτό το λόγο εξάλλου αποκάλεσα το είδος αυτό της σύγχρονης τραγωδίας : Τραγούδι. Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι είναι το χορικό; Δύσκολο να το πει κανείς!
        
Τα χορικά του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη αποτελούν άφθαστες κορυφές του ανθρώπινου πνεύματος. Όμως το Τραγούδι είναι ο Λαός σε όλη του την ιστορική ουσία, πορεία και συνέχεια. Οι άνθρωποι και τα γεγονότα έρχονται και παρέρχονται. Το Τραγούδι ωστόσο μένει. Το ίδιο και μέσα στο σύγχρονο δράμα. Τα “μυθολογικά” πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Όμως ο Λαϊκός Τραγουδιστής μένει. “Έχεις την ηλικία του Υμηττού!” λέει κάποιος μέσα στο έργο απευθυνόμενος στον Μπιθικώτση – σύμβολο του Λαϊκού Τραγουδιστή.
        
Ακόμα ο λαϊκός τραγουδιστής και τα λαϊκά όργανα συμβολίζουν το σταθερό στήριγμα, το μόνιμο χαλύβδινο άξονα, που γύρω του περιστρέφονται κλονιζόμενα πρόσωπα και γεγονότα. Είναι ο κεντρικός αρμός μιας φυλής, ενός έθνους, όλων των λαών. Γιατί, μαζί με τη γλώσσα, συμπυκνώνουν την πεμπτουσία του παλλαϊκού – πανεθνικού, δηλαδή του ίδιου του ανθρώπινου χαρακτήρα, μέσω των εποχών και των αιώνων.
        
Ο δικός μας λαϊκός τραγουδιστής είναι ο ίδιος που έψαλλε κάποτε το “τῇ Ὺπερμάχῳ” και το “Άξιον Εστί”, τα Ακριτικά τραγούδια και το Θούριο του Ρήγα, τα κλέφτικα και τα ριζίτικα!

Σχόλια