ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 3o

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 3ο
                           Σελίδες: 87 - 105, Εκδόσεις Παπαζήση
                          Ημερομηνία έκδοσης: Νοέμβριος 1976

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Υπάρχουν συμπατριώτες, φίλοι, που με αγαπούν και με πιστεύουν ως καλλιτέχνη και που δεν συμφωνούν με την ανάμιξή μου στην πολιτική. Τους απαντώ ότι δεν ασχολήθηκα, ούτε και τώρα ασχολούμαι με την πολιτική. Γιατί η πολιτική, με την πλατιά της, την πραγματική της έννοια, δεν είναι ασχολία, δεν είναι επάγγελμα αλλά καθημερινό καθήκον του κάθε πολίτη απέναντι στην πολιτεία. Το πέρασμα από το ΕΓΩ στο ΕΜΕΙΣ, από τα στενά προσωπικά μας ενδιαφέροντα στο ενδιαφέρον για τον διπλανό μας, για το μέλλον της χώρας μας. Αυτό είναι η πραγματική πολιτική, κι έτσι μπορώ να πω ότι είμαι πολιτικός από το 1942, στις 25 του Μάρτη, όταν μ' έπιασαν και με χτύπησαν οι Ιταλοί στην Τρίπολη, γιατί θέλησα να στεφανώσω μαζί με τους συμμαθητές μου τον τάφο του Κολοκοτρώνη. Και νομίζω πως τέτοιου είδους πολιτικοί είμαστε, λίγο ως πολύ, όλοι μας.

Ώστε δεν κάνω τίποτε περισσότερο, ούτε όμως και τίποτα λιγότερο, από ό,τι κάνει και θα 'πρεπε να κάνει ο κάθε πολίτης της χώρας αυτής.

Όμως εσύ, μου λένε, έχεις ταλέντο και πρέπει να το διαφυλάξεις. Ξεχνούν πως όλη τη ζωή μου τη μοιράστηκα ανάμεσα σε αγώνες και σε μουσική. Και είναι οι αγώνες και οι μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, που δεν μπορώ να φανταστώ  ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε και τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σα μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης.

Όμως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει του χρειάζεται χώμα παχύ από ευαισθησία. Αυτό σημαίνει πως ο καλλιτέχνης ο αληθινός, δεν μπορεί να μένει αδιάφορος, όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται, όταν το έθνος του το ίδιο ταπεινώνεται, φιμώνεται, μεταβάλλεται σε ζούγκλα.

Και τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στο λαό, πλάι στον ήρωα που τον έκλεισαν στη φυλακή γιατί πολέμησε τον εχθρό, πλάι στον χωριάτη τον Ρουπακιά που τον σκότωσαν γατί χρωστούσε στο δημόσιο 150 δραχμές, πλάι στο φαντάρο Κερπινιώτη που του δώσανε 50 μαχαιριές και του κόψανε την καρωτίδα γιατί θα ψήφιζε ΕΔΑ, πλάι στον εδαϊτη βουλευτή της ειρήνης γιατί στεφάνωσε τον τύμβο των Μαραθωνομάχων και γι' αυτό έπρεπε να πεθάνει, πλάι στο φοιτητή το Πέτρουλα γιατί πολύ αγάπησε το λαό και τη λευτεριά κι έπρεπε γι' αυτό να δολοφονηθεί.

Πως θέλετε από τον καλλιτέχνη που τον εκτιμάτε και που τον αγαπάτε, να μένει αδιάφορος, κλεισμένος πίσω από τις παχιές κουρτίνες – πίσω από τη ζωή – και να φτιάχνει ήρεμος, ξέγνοιαστος και αδιάφορος τραγούδια, όταν έξω στους βουερούς δρόμους η αδικία αλωνίζει, το ψέμα θριαμβεύει και η μισαλλοδοξία κυριαρχεί;

Αυτός ο καλλιτέχνης, κι αν υπάρχει, είναι ψεύτικος και ψεύτικα θα 'ναι τα τραγούδια που θα σας φτιάξει. Γιατί ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι ντρέπομαι.


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ

Μακρονήσι 1949

Στις 26 Μαρτίου 1949 μας μετέφεραν από το πολιτικό στρατόπεδο στο Α' Τάγμα Σκαπανέων στη Μακρόνησο. Είμαστε τριακόσιοι. Μας χτυπούσαν ομάδες “Ξυλοδαρτικής” από το πρωί ως το απόγευμα. Μείναμε λίγοι και μας παρέλαβαν οι βασανιστές. Τη νύχτα ήρθαν στο νοσοκομείο και μας πήραν με κουβέρτα. Τότε έγραφα την Πρώτη Συμφωνία μου. Ζήτησα τους ήχους, όπως έκανα κάθε βράδυ, όμως οι πόνοι μου ήταν μεγάλοι. Τέλος, έχασα τις αισθήσεις μου.

Για ένα διάστημα βάδιζα με πατερίτσες. Μου έμειναν όμως οι “κρίσεις”. Πίστευα ότι θα έμενα για πάντα ανάπηρος.

Αλεξανδρούπολη 1951

Με ξαναπήραν στρατιώτη το '51.Προσπαθούσαν να με ξευτελίσουν. Έγραφα μουσική. Στην Αλεξανδρούπολη αποφάσισα να αυτοκτονήσω.

Αθήνα 1952

Στα '52 βρίσκομαι “ελεύθερος” καλλιτέχνης στην Αθήνα. Κάνω αντίγραφα μουσικής. Παίζω εκτάκτως “τρίγωνο” σε συναυλίες. Υποφέρω από τις “κρίσεις”. Πεινώ. Ο φίλος μου Μιχάλης Κατσαρός προσβάλλεται από καλπάζουσα. Μέναμε μαζί. Η “Ασφάλεια” ενδιαφέρεται τακτικά για το φρόνημά μου. Δίνω παρών.

Στα '53 με καλεί ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας : “Σκέψου το καλά. Σε κάθε σου βήμα, όπου κι αν πας, θα αντιμετωπίζεις τις πανίσχυρες υπηρεσίες μας”.

Ο Παύλος

Με τον Παύλο Παπαμερκουρίου μέναμε μαζί. Μοιραζόμαστε το ψωμί και το νερό. Τον έβαλαν πάνω σε καρέκλα για να τον εκτελέσουν, γιατί του είχαν σπάσει τη μέση.

Δίνω εξετάσεις για υποτροφία στο Ι.Κ.Υ. Πετυχαίνω. “ Ο φάκελός σας έκλεισε. Δεν πρόκειται να φύγετε”. Είμαι δευτέρας κατηγορίας Έλληνας. Έφυγα χάρις στον πατέρα μου.

Παρίσι 1954

Παρίσι. Χρόνια δουλειάς. Οι “κρίσεις” αραιώνουν. Οικοδομώ τον εαυτό μου. Κερδίζω το χαμένο καιρό. Χρειάζομαι θωράκιση. Χρειάζομαι όπλα. Για να ξαναγυρίσω. Πρέπει να γίνω οικονομικά ανεξάρτητος. Να μην πέσω στα δίχτυα τους.

Rue de la Fontaine au Roi : Τα κάτεργα. Πλήρωσα ακριβά το τίμημα της οικονομικής ανεξαρτησίας. Οι συνθήκες διαβίωσης πάνω από γκαράζ, μέσα σε δωμάτια – κλουβιά είναι αδιανόητες. Εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Το αποχωρητήριο ήταν κοινό μέσα στην αυλή των γκαράζ. Εκεί κατέβαινε η γυναίκα μου έγκυος με 10 βαθμούς υπό το μηδέν, μαζί με τους σωφεραίους και τους γείτονες.

Εκεί έγραψα την Πολιτεία, το Αρχιπέλαγος, τα Επιφάνια, την Αντιγόνη, τη Σονατίνα Νο 2, τα δύο πρώτα μέρη του Άξιον Εστί, το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού. Εκεί συνέθεσα τα μπαλέτα για την Τσερίνα. Τη μουσική των γαλλικών και αγγλικών φιλμ.

Εν πάση περιπτώσει, είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, μπορώ να πω “όχι” παντού και πάντοτε. Τα παιδιά μου δεν πρόκειται να πεινάσουν. Αυτό είναι το μεγάλο μου όπλο. Είμαι έτοιμος για τη μάχη. Κι αν είχα εγωισμούς κι αν είχα όνειρα προσωπικά κι αν είχα ατομικές φιλοδοξίες, μου τα πήραν όλα.

26 Μαρτίου 1949

Στη χαράδρα του Α' Τάγματος Σκαπανέων η μανιασμένη θάλασσα και ο παγωμένος βούρκος γονάτιζαν μπροστά στον πόνο του ανθρώπου. Ο μοίραρχος χωροφυλακής, που μας οδήγησε στο Α' Τάγμα Μακρονήσου, γονάτισε πλάι μου. Μου σκούπισε τα αίματα από το κεφάλι μου, από το στόμα και από το στήθος. Περνούσε κρίση. Εγώ ήμουν ήρεμος. Τον λυπήθηκα και προσπάθησα να τον παρηγορήσω.”Είμαι Κρητικός”, του είπα. “Και πεισματάρης. Αυτό είναι όλο”. Να του 'λεγα “είμαι κομουνιστής”, ίσως τον πλήγωνα...

“Παιδί μου είναι κανίβαλοι, είναι κανίβαλοι, είναι κανίβαλοι...”, μου έλεγε εκείνος τρέμοντας. Αυτό θυμάμαι. Και πολλά άλλα. Τότε έσπασε το ΕΓΩ. Τότε έγινα τελεσίδικα ΕΜΕΙΣ. Και αδιαφορώ αν με πιστεύουν ή όχι. Η μάχη θα δοθεί για το ΕΜΕΙΣ. Υπέρ του ανθρώπου. Εναντίον των κανιβάλων...

Η ασθένεια των κανιβάλων είναι “ἐν ἀρχή ἦν το κέρδος”. Ακολουθεί η υποτίμηση του ανθρώπου.

“Να έχεις τις ιδέες σου. Όμως να μη μιλάς. Να τις κρατάς για τον εαυτό σου. Κι εμείς θα σου δώσουμε ό,τι θέλεις. Θα κερδίσουμε ξανά τις εκλογές και τότε είναι όλα ξανά δικά μας, δηλαδή δικά σου”.

Αυτά μου είπε ο Κ.Π., διευθυντής εθνικόφρονος καθημερινής εφημερίδας, λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα του '61. Λίγες μέρες μετά το λιθοβολισμό μου από τους παρακρατικούς στη Νάουσα. Την επομένη κατήγγειλα σε όλη την Ευρώπη το εκλογικό όργιο της Δεξιάς.

Μου τηλεφώνησαν στην όπερα της Στουτγάρδης : “Μην ξαναπατήσεις, θα πεθάνεις”. Τους έδωσα ραντεβού. Το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο φοιτητές. Τραγουδούσαν τη Μυρτιά.

Οι αστυνομικοί του συναλλάγματος έψαχναν τις κάλτσες μου να βρουν ηρωίνη. Οι αχθοφόροι μου φώναζαν : “Κουράγιο, εμείς σ' αγαπούμε”. Ένας αστυνομικός μου λέει ιδιαιτέρως : “Λυπάμαι. Έχουμε εντολή. Ζητώ συγγνώμη”.

Η κ. Χ... εντούτοις ελπίζει. “Είπα στη γυναίκα του Γλέζου : “Ο άντρας σας πρέπει να εκτελεστεί. Κάνουμε ταξικό αγώνα. Δεν είναι έτσι;”. 

Η ιντελιγκέντσια

Το κέρδος καθορίζεται από την κυκλοφορία των εφημερίδων και των δίσκων. Είναι οι περίφημες αντινομίες του σάπιου σας συστήματος, κ. Κ., που οδηγούν σταθερά στο θάνατό του. Ο Θεοδωράκης επικίνδυνος, όμως δημοφιλής. Ας κερδίσουμε χρήματα σήμερα και όσο για αύριο, βλέπουμε.

Ο έμπορος

Όμως η κυκλοφορία των δίσκων είναι πράγμα κακό. Το τραγούδι τρυπώνει παντού. Πάνω στο πικάπ σας, ασφαλώς, θα έχετε και σεις την κομμουνιστική μου μουσική. Σπάστε λοιπόν τους δίσκους. Σπάστε τους θαρραλέα, “σαν έτοιμοι από καιρό”.

Γιατί όμως έχετε και σεις, καθώς και η κ. Χ., ασφαλώς, στο σπίτι σας τη μουσική μου; Κάποια ρίζα ξεχασμένη σας ενώνει ακόμα με ό,τι έχετε αρνηθεί : Με το λαό... Με το μεγάλο ελληνικό λαό. Αν αυτό είναι επικίνδυνο για το σωστό ρόλο που πρέπει να παίξετε, τότε πρέπει να εντοπίσετε αυτές τις κακές ρίζες. Σπάστε τις ρίζες και σε συνέχεια σπάστε τους δίσκους...

Αθήνα 1964 – Η Αντίδραση

Όμως οι δίσκοι είναι πολλοί. Πολλές χιλιάδες. Ίσως εκατομμύρια. Και τα τραγούδια πήραν ζωή. Έχετε ανάγκη από βόμβα υδρογόνου. Δηλαδή είναι θέμα πιο πολύ του 6ου στόλου. Του ΝΑΤΟ. Του κ. Γαρουφαλιά, ίσως.

Αθήνα 1974
Οι δογματικοί

Σήμερα, φυσικά, το πρόβλημα αυτό – εννοώ των δίσκων μου – έπαψε να είναι αποκλειστική υπόθεση του ΝΑΤΟ και του κ. Γαρουφαλιά. Τώρα ήρθαν να προστεθούν παλιοί συναγωνιστές – συνοδοιπόροι και νυν άσπονδοι φίλοι – που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα με τον κ. Γαρουφαλιά, Παπαδόπουλο, Αγγελή κλπ: Πως, δηλαδή, θα καταστραφούν οι δίσκοι μου. Πως θα φιμωθεί η φωνή μου. Μουσικώς και... πολιτικώς.

Ας φυλαχτούν! Όπως είδαμε, η δίωξη του έργου μου – φανερή ή κρυφή – δεν έφερε ως σήμερα γούρι σε κανέναν...


ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Ζάτουνα, Φεβρουάριος 1969

Μιλάει ο Σεφέρης. Ακολουθεί η Συνοδινού. Να 'ναι τάχα γλυκοχάραμα; “Ομπρός οι δημιουργοί”. Ακούω την χάλκινη φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Τον βλέπω γιγάντιο άγγελο να περνά και να ξαναπερνά. Τον βλέπω να περπατά μέσα στους πολύβοους δρόμους. “Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα”. Ο στίχος του Σικελιανού με τυλίγει σ' ανεμοστρόβιλο.

Έξω χιονίζει. Είμαι μόνος.

Οι φρουροί τουρτουρίζουν. Τους φωνάζω.

Μέσα έχω ζεστασιά. Τους κερνώ τσικουδιά, καρύδια και σύκα. Βγάζουν τις χλαίνες.

Κάθομαι στο πιάνο και συνθέτω. Γουρλώνουν τα μάτια. “Για ξαναπαίχτο...”. Το ξαναπαίρνω από την αρχή και προχωρώ.

Κερνώ τσικουδιά. Το χιόνι σκέπασε τις καρυδιές.

Σταματώ και γράφω στο χαρτί.

Νυχτώνει.
- Δεν θα πάμε στο καφενείο;
- Παίξε κι άλλο!
 Παίζω κι άλλο. Προχωρώ. Γράφω.

Άδειασε το μπουκάλι. Το χιόνι σταμάτησε. Βγαίνουμε ροδοκόκκινοι. Γιομάτοι οινόπνευμα και μουσική. Ανοίγουμε δρόμο στο πάναγνο χιόνι. Μπαίνουμε στο καφενείο.

- Γιάννη, κερνώ όλο τον κόσμο.
- Τι έπαθες, παντρεύεις κανένα; μου λέει ο Χρόνης.
- Πάντρεψα τη μουσική μου με το Σικελιανό.
- “Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο”, λέει ο φρουρός.
- Τότε κερνώ κι εγώ. Πάμε στου Νικήτα για μεζέ; φωνάζει ο Λάμπης.

Όμως είμαι ακόμα στην αρχή.

Την άλλη μέρα και την παράλλη μένω κλεισμένος. Οι φρουροί ρωτούν. Ενδιαφέρονται, συζητούν, ανεβαίνουν ν' ακούσουν. Κι ο Λάμπης μου κουβαλάει φαΐ, να μην πεθάνω από την πείνα. Με βλέπουν πως δεν είμαι του κόσμου τούτου και με συμπαθούν.

Το χιόνι έχει φτάσει στο μέτρο.

Ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ο αέρας είναι κρύσταλλο. Οι φρουροί έχουν ανάψει φωτιά μπροστά στης Φωτεινής.

- Ε, λοιπόν;
- Τέλος!
       

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Είχε δικαίωμα ένας εξόριστος καλλιτέχνης να απευθυνθεί στους δύο Μεγάλους με την αίσθηση ότι μιλάει στο όνομα ενός ολόκληρου δεσμώτη λαού; Το δικαίωμα αυτό το πήρα μόνος μου:

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ ΠΟΝΤΓΚΟΡΝΥ ΚΑΙ ΝΙΞΟΝ

Εξοχότατοι,
Είναι γνωστό ότι σε λίγο πρόκειται να αρχίσετε διμερείς συνομιλίες για το διακανονισμό των μεγάλων διεθνών προβλημάτων, από τη λύση των οποίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της Ανθρωπότητας. Πιστεύω ότι η σκέψη όλων των φιλειρηνικών ανθρώπων της γης, όπου και αν βρίσκονται, σας παρακολουθεί και σας εύχεται να κάνετε μεγάλα και θετικά βήματα προς την πλευρά της διεθνούς ύφεσης δια της αλληλοκατανόησης.

Γνωρίζω ότι το πρόβλημα που απασχολεί σήμερα τον ελληνικό λαό είναι μικρότερης σημασίας, σε σχέση με τα μεγάλα προβλήματα του αφοπλισμού, του πολέμου στο Βιετνάμ, καθώς και του κινδύνου για ένα νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Όμως, πιστεύω ότι εκφράζω το αίσθημα και τη σκέψη όλων των Ελλήνων απευθύνοντας σε σας αυτή τη δραματική έκκληση : Σκεφτείτε την Ελλάδα! Ίσως το εθνικό μας πρόβλημα να μην βαραίνει πολύ πάνω στην πλάστιγγα των παγκόσμιων προβλημάτων. Όμως δεν πρέπει να το αντιμετωπίσετε σαν τέτοιο. Αλλά σαν ένα πρόβλημα ηθικού μεγέθους και ιστορικής δικαίωσης.

Πράγματι όλα τα δεινά που επί τρεις δεκαετίες συσσωρεύονται επάνω στη χώρα μας οφείλονται βασικά στο γεγονός ότι η δική σας διεθνής αντίθεση εκδηλώθηκε και εξακολουθεί να εκδηλώνεται στη χώρα αυτή του Αιγαίου με εντελώς ιδιαίτερη οξύτητα. Η χώρα μας μπήκε από την πρώτη στιγμή στη μεγάλη Συμμαχία των Ελευθέρων Λαών της γης, που πολέμησαν και νίκησαν τον χιτλερισμό. Ενώ όμως όλοι οι άλλοι λαοί έκαναν και κάνουν βήματα προς την πρόοδο και την ευημερία, ο ελληνικός λαός, παρότι πάντοτε υπήρξε πρώτος σε θυσίες υπέρ του κοινού αγώνα, βρίσκεται σήμερα και πάλι δέσμιος, θύμα των επιγόνων του φασισμού. Άραγε μας αξίζει αυτή η σκληρή μοίρα;

Σας παρακαλώ θερμά να αναλογιστείτε ότι στα 1940 η Ελλάδα χάρισε στους λαούς που πάλευαν κατά του φασισμού την πρώτη συμμαχική νίκη, στα βουνά της Αλβανίας. Τιμωρήθηκε γι' αυτό σκληρά από τους εισβολείς, που εκτός από τις τρομερές καταστροφές και ομαδικές εκτελέσεις, που κατέστρεψαν το άνθος του πληθυσμού και την οικονομία της χώρας, υπέβαλαν τον πληθυσμό των Αθηνών στο απάνθρωπο μαρτύριο της πείνας. Το χειμώνα του 1941 τριακόσιες χιλιάδες Αθηναίοι πέθαναν από ασιτία.

Σας παρακαλώ να θυμηθείτε ιδιαίτερα την ηρωική Μάχη της Κρήτης, την άνοιξη του 1941. που φώτισε με τη λάμψη της για άλλη μια φορά τη βυθισμένη στα σκοτάδια της κατοχής Ευρώπη και που είχε σαν συνέπεια την καθυστέρηση της χιτλερικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.

Θυμηθείτε ακόμα την Εθνική Αντίσταση του Ελληνικού Λαού στα χρόνια της φασιστικής κατοχής. Τις αμέτρητες δοκιμασίες και θυσίες του αδάμαστου λαού μας και τη μεγάλη συμβολή του στον κοινό αγώνα με τη μόνιμη καθήλωση στη χώρα μας έντεκα γερμανικών μεραρχιών. Πράγματι η χώρα μας – όπως και πολλές άλλες – έγινε ολοκαύτωμα στο βωμό της κοινής Ελευθερίας.

Σας τα υπενθυμίζω όλα αυτά, εξοχότατοι, γιατί δεν ήθελα να αναφερθώ στους πανάρχαιους τίτλους του ελληνικού έθνους και γιατί θα επιθυμούσα ακόμη να σας τονίσω ότι η πατρίδα μας δεν είναι μόνο ένα στρατηγικό σημείο επάνω στον παγκόσμιο χάρτη, αλλά προπαντός είναι ζωντανός λαός, άξιος της ιστορίας του, αφού υπερασπίζεται ακόμη όρθιος τις μεγάλες ανθρώπινες αξίες.

Δεν θα αναφερθώ σε ό,τι ακολούθησε την απελευθέρωση, όχι μόνο γιατί σας είναι γνωστά τα γεγονότα, αλλά και γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει πια να μνημονεύει τις τραγωδίες της εμφύλιας διαίρεσης.

Όμως, τάχα, όλα τα σφάλματα είναι δικά μας; Είναι ο ελληνικός λαός ανίκανος να διακανονίσει τα του οίκου του; Είναι οι Έλληνες τόσο υπανάπτυκτοι και καθυστερημένοι, ώστε ύστερα από τόσους αγώνες και θυσίες ν βρισκόμαστε στο τελευταίο σκαλοπάτι του κακού : στο φασισμό, στη δικτατορία, στο νόμο της ζούγκλας;

Όχι, το σφάλμα δεν είναι του ελληνικού λαού. Αλλά τα πάθη της Ελλάδας οφείλονται στο γεγονός ότι βρεθήκαμε (εδαφικά και ιστορικά) μέσα σ' ένα από τα οξύτερα σημεία  των δικών σας αντιθέσεων.

Σας εκθέτω το πρόβλημά μας ωμά και απλοϊκά. Το απογυμνώνω από τις βαθύτερες σχέσεις και αντιθέσεις. Το αποδεσμεύω ακόμη από τους πασίγνωστους “συμψηφισμούς”. Σας το παρουσιάζω γυμνό και αληθινό.

Σήμερα, ύστερα από δραματικά γεγονότα 30 χρόνων, που συγκλόνισαν τον λαό μας, λόγω των δικών σας αντιθέσεων, οδηγούμαστε και πάλι στην καινούργια εθνική τραγωδία. Όμως εσείς είστε σε θέση να αποκαταστήσετε μιαν απαίσια ιστορική αδικία για την οποία φέρετε τη μεγαλύτερη ευθύνη, βοηθώντας το λαό μας να αποκτήσει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα για τα οποία θυσιάστηκαν στον τελευταίο πόλεμο εκατομμύρια στρατιώτες και ανάμεσά τους Σοβιετικοί και Αμερικανοί.

Καταλαβαίνω ότι η έκκλησή μου αυτή παραγνωρίζει τα δικαιώματα του κυνικού ρεαλισμού, που δυστυχώς εξακολουθεί να δεσπόζει στις διεθνείς σχέσεις. Όμως η διαίσθησή μου με οδηγεί στην ελπίδα. Πέθανε άραγε ο ιδεαλισμός στην εποχή μας; Η Ελλάδα στέκει μπροστά σας. Είναι φορτωμένη με ιστορία. Είναι σκεπασμένη με δάκρυα και αίμα. Η Ελλάδα, σύμβολο πολιτισμού και ανθρωπισμού, ζητάει από σας να προβείτε σε μια μεγάλη πράξη ιδεαλισμού. Απαλλάξτε την από τους επιγόνους του Χίτλερ, που μαζί εξοντώσαμε πριν 25 χρόνια. Στο όνομα της ιστορίας της και των μεγάλων θυσιών των τέκνων της για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, βγάλτε την Ελλάδα από την αρπαγή των διαφορών και των αντιθέσεών σας. Βοηθείστε το λαό της να μπει στο δρόμο της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανασυγκρότησης. Κάντε την Ελλάδα κέντρο και Ναό της ειρήνης. Και ελάτε εδώ, στη χώρα των Ολυμπιάδων και των Δελφών, να οικοδομήσετε, μαζί με όλους τους λαούς της γης, τη Νέα παγκόσμια Ειρήνη.

Ζάτουνα, 28.11.69

                           ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ

Παρίσι 1954-59

Όπως όλοι οι νέοι συνθέτες, ήθελα και εγώ να ανακαλύψω ένα δικό μου προσωπικό “σύστημα” μουσικής σύνθεσης. Καταλάβαινα ότι αυτό που λένε προσωπικό ύφος, τώρα στην περίοδο του θριάμβου της τεχνικής, έπρεπε να βγαίνει προπαντός μέσα από μια δική μου τεχνική γλώσσα. Ρίχτηκα με μανία μέσα στην έρευνα. Ήθελα να πάρω όσα μπορούσα από τη σειραϊκή τεχνική, να την κωδικοποιήσω μέσα σε μια δική μου μέθοδο, που να στηρίζει τις ελεύθερες εμπνεύσεις μου. Προσπάθησα επίσης να προχωρήσω όσο μπορούσα πιο μακριά στην περιοχή των ρυθμικών αναπτύξεων και παραλλαγών.

Έφτασα έτσι σ' ένα δρόμο, σε μια περιοχή, σ' ένα προσχέδιο συστήματος, που το ονόμασα “τετράχορδα”. Όμως δεν μπόρεσα να το εφαρμόσω στην πράξη, παρά μονάχα μερικώς (2η και 3η Σουίτα, Αντιγόνη). Το πιο καταπληκτικό, όμως, είναι το γεγονός ότι ανακάλυψα τελικά την τελειότερη εφαρμογή του παραπάνω συστήματος μέσα σ' ένα από τα τελευταία έργα του Στραβίνσκυ. Στον Αγκόν (Agon).

Στραβίνσκυ

Γνώριζα ότι το έργο αυτό είχα καταταγεί στις δωδεκαφθογγικές δημιουργίες του μεγάλου συνθέτη. Όμως εγώ καταπιάστηκα λεπτομερώς με την ανάλυσή του και μπόρεσα να αποδείξω ότι όλο το έργο στηρίζεται πάνω σ' αυτό το σύστημα. Δυστυχώς δεν κατόρθωσα ως σήμερα να ανακοινώσω τη μελέτη μου. Όμως, όπως και να 'χει το ζήτημα, πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για καταπληκτική περίπτωση. Τόσο μάλλον όσο υποψιάζομαι ότι και ο ίδιος ο Στραβίνσκυ έχει σαφή επίγνωση της σοφίας του νέου συστήματος που μεταχειρίστηκε.

Το ατύχημα για την πρώτη μου Σουίτα είναι το γεγονός ότι προϋπήρξε ο συνθέτης του Sause du Printemps. Διαφορετικά θα 'ταν ένα πολύ μεγάλο έργο! Όμως τί να πει κανείς περισσότερο από ό,τι ειπώθηκε στην περιοχή των ρυθμών και των ορχηστρικών χρωμάτων από το μεγαλοφυέστερο συνθέτη της εποχής μας; Κάποτε, θυμωμένος, είπα : Αφού περάσουν μερικές δεκαετίες, ο κόσμος θα λέει ότι ο Στραβίνσκυ επηρεάσθηκε από την Πρώτη Σουίτα μου, όχι εγώ από κείνον!

Ήθελα προφανώς να μιμηθώ τον Τ.Σ.Έλιοτ, νομίζω, που διατεινόταν ότι ο Σαίξπηρ τον είχε μιμηθεί!

Η Πρώτη Σουίτα
           
Η Πρώτη Σουίτα – όπως εξάλλου όλη η συμφωνική μου μουσική – είναι σχεδόν άγνωστη, τόσο στο μεγάλο κοινό όσο και στους ειδικούς. Λέω “σχεδόν” γιατί υπάρχει σε δίσκο “Κολούμπια” με εκτελεστές της Συμφωνικής του ραδιοφωνικού σταθμού του Στρασβούργου, υπό τη διεύθυνση του Τσαρλς Μπρυκ. Όμως, από ό,τι ξέρω, ο δίσκος αυτός δεν έχει καθόλου εμπορική επιτυχία. Έτσι ο μόνος σοβαρός ακρατής – και επομένως και κριτής – του έργου μου, εξακολουθώ, δυστυχώς, να είμαι εγώ...

Νομίζω ότι η επιρροή του Στραβίνσκυ επάνω μου είναι εξωτερική, επιφανειακή. Οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι ακουμπούμε και οι δύο επάνω σε μουσικές παραδόσεις – ρώσικη, ελληνική – που η βάση τους είναι οι σιδερένιοι ρυθμοί των λαϊκών χορών. Εγώ ίσως περισσότερο να αισθάνομαι την ανάγκη ατσάλινων ρυθμικών κατασκευών, μιας και κατάγομαι από την πατρίδα του σύγχρονου πυρρίχιου (πεντοζάλι), την Κρήτη.

Εάν, λοιπόν, μπορέσεις να ξεπεράσεις αυτές τις όποιες επιφανειακές ομοιότητες και προχωρήσεις σε βάθος, τότε θα δεις ότι η Πρώτη Σουίτα ανήκει σ' έναν άλλο κόσμο : τον ελλαδικό. Με το έργο αυτό θέλησα να δημιουργήσω ένα ηχητικό μνημείο στο ρυθμό και στο χρώμα, αφιερωμένο στην ιδιαίτερη μου πατρίδα, την Κρήτη. Ένα έργο που να προχωρεί επάνω σε χαλύβδινους ρυθμούς.

Πραγματικά, νομίζω ότι εκεί μέσα εξάντλησα όλο το συνθετικό μου απόθεμα σε ρυθμούς και σε συνδυασμούς ρυθμών και ηχοχρωμάτων. Δεν  έκανα φολκλόρ. Άλλωστε ελάχιστα θέματα αυτούσια δημοτικά ή δημοτικοφανή υπάρχουν. Για να δανεισθώ τον όρο του Νίτσε, εκείνο που με οδήγησε υπήρξε το Διονυσιακό πνεύμα σε όλη του την τραγική σημασία.

Η Πρώτη Σουίτα είναι ένα έργο δραματικό, τραγικό. Πίσω από τα ξέφρενα, βακχικά ουρλιαχτά και τις διονυσιακές γκριμάτσες, κρύβεται ο βαθύς ανικανοποίητος πόθος του ανθρώπου, που με δέος σκοντάφτει πάνω στο ανελέητο σύνορο της ζωής. Παρότι σήμερα διακατέχομαι από διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις, εντούτοις είμαι βέβαιος ότι ο χρόνος θα δικαιώσει το έργο αυτό, γιατί απηχεί ζωντανά μια πτυχή από το χαρακτήρα της νεοελληνικής ψυχής.

Η Δεύτερη Σουίτα

Η Δεύτερη Σουίτα είναι έργο βασικά δραματικό. Όπου, όμως, βαραίνει ίσως περισσότερο από όσο θα 'πρεπε η παρουσία μιας τεχνικής νοοτροπίας εν τη γενέσει της. Πρόκειται για το σύστημα των “τετράχορδων”. Όπως και με το “Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”, το ίδιο και εδώ με απασχολεί – θα ταίριαζε καλύτερα η λέξη με συγκλονίζει – το πρόβλημα του θανάτου, της θυσίας για τους άλλους.

Είναι καιρός, όμως, νομίζω, να φτάσω στον “Επιτάφιο”. Η τριετία των υψιπετών αναζητήσεων έληγε. Έπρεπε γρήγορα να προσγειωθώ. Να δω με ορθάνοιχτα μάτια την πραγματικότητα. Το μέλλον.

Η πνευματική και ιδιαίτερα η μουσική ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα με είχε απογοητεύσει. Ο μεγάλος θρύλος διαλυόταν μέρα με τη μέρα. Ήταν φανερό ότι τον διατηρούσαν με τα παραμύθια ενός δοξασμένου παρελθόντος. Οι συμφωνικές συναυλίες ανιαρές. Το κοινό το ίδιο και το ίδιο. Στα σπάνια κοντσέρτα των πρωτοποριακών με 'πιανε το στομάχι μου από τους σνομπ.

Οι νέοι συνθέτες κάνουν φανερή προσπάθεια, καθώς παίζουν το ρόλο του πρωτοποριακού καλλιτέχνη. Όμως έβγαζαν από όλες τις μεριές την προσποίηση, την ψευτιά. Δεν υπήρχε τρόπος να ανταλλάξεις δυο ωφέλιμες σκέψεις – ανησυχίες. Να εμπιστευθείς τις αμφιβολίες σου. Να δείξεις τις κατακτήσεις σου. Έτσι γρήγορα κλείστηκα ασφυκτικά στον εαυτό μου.

Η Γαλλία είναι ένα πλούσιο βιομηχανικό έθνος. Έχει μεγάλη πνευματική παράδοση. Γερό εκπαιδευτικό σύστημα. Και οπωσδήποτε ανεβασμένη κουλτούρα. Και όμως. Σε τρομάζει η εκπληκτική αδιαφορία του αληθινού κοινού για τα προβλήματα της τέχνης και ιδιαίτερα της μουσικής. Τότε για ποιόν δημιουργούν όλοι αυτοί οι νέοι “επαναστάτες”; Για μια χούφτα σνομπ “μυημένους” ή για την αθανασία;

Τέχνη και λαός

Υπήρχαν μπροστά μου δύο προβλήματα, που το ένα ήταν δεμένο σφιχτά με το άλλο. Πρώτο, το πρόβλημα της Τέχνης. Δεύτερο, το πρόβλημα της Τέχνης σε σχέση με το κοινό -  με το λαό. Το ένα έκρινε το άλλο. Έτσι έφτασα σιγά – σιγά σε μια βαθιά και ριζική αναθεώρηση όλων των αντιλήψεών μου για την Τέχνη. Ξετίναξα από πάνω μου όλες τις αράχνες από μια ωδειακή παιδεία, που μας έδειχνε το μεγάλο δημιουργό κάτω από ένα ψεύτικο πρίσμα : ο απόκοσμος μεγαλοφυής, που ξεκομμένος από το κάθε τι, δημιουργεί για την αθανασία!

Αντίθετα, η σωστή μελέτη της ζωής όλων των μεγάλων καλλιτεχνών και γενικότερα των πνευματικών ανθρώπων μας δείχνει ότι τόσο το έργο τους είναι πιο μεγάλο, όσο πιο μεγάλος υπήρξε ο δεσμός τους με το ιστορικό τους περιβάλλον και τα προβλήματα. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δημιούργησαν για την εποχή τους. Για μια συγκεκριμένη χώρα, λαό, κοινό. Και στην προσπάθειά τους να εκφράσουν τέλεια την εποχή τους, μπόρεσαν να δημιουργήσουν έργα αθάνατα, που εκφράζουν όλες τις εποχές, όλους τους λαούς, όλη την ανθρωπότητα.

Έπλασα σιγά – σιγά μέσα μου το μεγάλο ιδανικό της ζωής μου.


Ηχητικές τοιχογραφίες

Να δημιουργήσω μεγάλες ηχητικές τοιχογραφίες, όμως με υλικά απολύτως ζωντανά. Με αναγκαιότητα και αλήθεια. Πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα με κάθε καινούργια τεχνική προσφορά. Ακόμα προσπαθώντας, αν το μπορώ, να προωθήσω αυτή την τεχνική. Όμως – το πιο σπουδαίο – ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νιώθει όλος ο λαός, αν την αγαπά όλος ο λαός, να τη λογαριάζει για κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει απ' αυτόν. Που απευθύνεται σ' αυτόν.

Έτσι απάντησα μέσα μου σ' αυτά τα δύο ερωτήματα – προβλήματα.

Επιτάφιος 1958

Στο σημείο αυτό των συλλογισμών μου ήρθε ο “Επιτάφιος”. Όμως εγώ ήμουν ακόμα διστακτικός. Βρισκόμαστε στα 1958.

Έπρεπε να περάσουν ακόμα δύο χρόνια για να πειστώ απόλυτα για την αλήθεια των σκέψεών μου.

Σχόλια