Βαρυσήμαντη και άκρως επίκαιρη παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη στο φύλλο της Ελευθεροτυπίας της 5ης Αυγούστου του 2002
Η σύλληψη ενός πρώτου βασικού πυρήνα της τρομοκρατικής οργάνωσης “17 Νοέμβρη” αντί να ξεκαθαρίσει το τοπίο από τις αντιπάθειες και τις συμπάθειες που έχει γεννήσει η δράση της στους κόλπους του ελληνικού λαού, μάλλον βλέπουμε να οδηγεί σε νέα σύγχυση.
Με αφορμή τα δικαιώματα των κατηγορουμένων που κανείς δεν τα έχει ως τώρα αμφισβητήσει, βλέπουμε να παρελαύνουν από τα κανάλια γνωστά πρόσωπα που μερικά εκπροσωπούν και κόμματα και που μετά βίας συγκαλύπτουν τη συμπάθειά τους προς τους τρομοκράτες.
Φαίνεται ότι ακόμα κι αυτή η λέξη “τρομοκράτης” δεν τους βγαίνει και κάθε μέρα που περνά θα 'λεγες ότι γίνεται προσπάθεια να ειπωθεί φανερά αυτό που επί χρόνια έλεγαν στα κρυφά, ότι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με “λαϊκούς αγωνιστές”, με “ιδεολόγους”, ίσως γιατί έως τώρα οι στόχοι τους συνέπιπταν σε μεγάλο βαθμό με κείνους της ευρείας ελληνικής αριστεράς. Με τη διαφορά ότι κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα της Αριστεράς δεν σκέφθηκε ως τώρα να ισχυριστεί ότι θα πρέπει να σκοτώνονται οι όποιοι πολιτικοί και ιδεολογικοί της αντίπαλοι. Ίσα ίσα όλοι αποκηρύττουν δημοσίως αυτές τις ακραίες μεθόδους...
Τότε όμως πώς γίνεται και ένα μεγάλο μέρος των οπαδών τους κρυφοκαμαρώνει, λες και κατά βάθος πιστεύει ότι αυτά τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου είναι πράξεις “λαϊκών τιμωρών”;
Προσπαθώ να μπω στη λογική όχι τόσο των απλών οπαδών αλλά κάποιων ηγετών και ειδικά αυτών που πιστεύουν και υποστηρίζουν ότι οι τρομοκράτες είναι κινούμενα των ξένων υπηρεσιών και κυρίως της CIA.
Πρώτα απ' όλα αυτή η λογική δεν απαντά στο ερώτημα: Γιατί και για ποιο λόγο οι Αμερικανοί φοβούνται για την πορεία της χώρας μας και γι' αυτό εγκαθιδρύουν και ενισχύουν την τρομοκρατία, προσπαθώντας έτσι να αποσταθεροποιήσουν το υπάρχον πολιτικό σύστημα για να επιβάλουν τι; Μήπως κάποιο άλλο της αρεσκείας τους;
Όμως σήμερα με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση – που μόνο αυτά τα δύο κόμματα συγκεντρώνουν γύρω στο 90% - γιατί να ανησυχούν οι Αμερικανοί; Από ποιόν κινδυνεύουν; Απ' ότι γνωρίζουμε, μόνο το ΚΚΕ διακατέχεται από γνήσια και ακραία αντιαμερικανικά αισθήματα και και προγράμματα που θα μπορούσαν να ανησυχήσουν τις ΗΠΑ εάν τα εκλογικά ποσοστά του ήταν αξιόλογα και αν προ παντός υπήρχε ένα μαζικό-μαχητικό αντιαμερικανικό κίνημα που να το ακολουθεί. Οι μαζικές αντιδράσεις – στις περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβίας, Αφγανιστάν και Παλαιστίνης – εκφράζουν περισσότερο ένα γενικό αντιαμερικανικό κλίμα που πράγματι διέπει τον ελληνικό λαό. Από κει και πέρα οι οπαδοί των δύο μεγάλων κομμάτων δεν είναι προφανώς διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν με τον τρόπο του ΚΚΕ τις βασικές κατευθύνσεις όπως έχουν χαραχτεί από τα δύο “κυβερνητικά” κόμματα.
Μέσα στην πρόσφατη ελληνική ιστορία δεν υπάρχει εποχή περισσότερο καθησυχαστική για την Αμερική και το ΝΑΤΟ. Γιατί λοιπόν να ανησυχεί η CIA και να οργανώνει τρομοκρατικές ενέργειες που αποσταθεροποιούν το ισχύον πολιτικό σύστημα; Για να πέσει το ΠΑΣΟΚ; Γιατί; Σε ποιο σημείο αμφισβητεί και ακόμα πιο πολύ θέτει σε κίνδυνο την αμερικανοΝΑΤΟϊκή πολιτική;
Αντιθέτως όλα δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ έχει την αμέριστη εμπιστοσύνη του Λευκού Οίκου, στον ίδιο βαθμό και ίσως περισσότερο από τη Νέα Δημοκρατία. Δηλαδή με το σύγχρονο πολιτικό μας σύστημα οι Αμερικανοί έχουν εξασφαλισμένο το γεγονός ότι το 90% του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα από τα όποια αισθήματά του, εντούτοις ψηφίζει ενσυνειδήτως την πολιτική της απόλυτης πρόσδεσης στον Δυτικό Κόσμο και στις Δυτικές Δυνάμεις.
Αν είναι έτσι, τότε για ποιους λόγους οι αμερικανικές υπηρεσίες δημιουργούν τρομοκρατικές οργανώσεις για να σαμποτάρουν ένα πολιτικό σύστημα που είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένο με την πολιτική και τα συμφέροντά τους; Ενώ οι μόνοι εχθροί τους στην Ελλάδα, οι κομμουνιστές, είναι φανερό πως με όλη την επιρροή που μπορεί να ασκήσουν και τις κινητοποιήσεις που μπορεί να πετύχουν, προς το παρόν είναι πολύ δύσκολο να εμβολίσουν τις ισχύουσες πολιτικές ισορροπίες δημιουργώντας κλίμα γενικότερης αμφισβήτησης, γεγονός που ίσως θα προκαλούσε “έκτακτα μέτρα” από μέρους των Αμερικανών.
Εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να δικαιολογείται η σύνδεση της “17 Νοέμβρη” με αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Εκτός πια και αν πούμε ότι οι τελευταίες δρουν εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων...
Εκείνο πάντως που προκαλεί αληθινό προβληματισμό είναι το γεγονός ότι ενώ ορισμένοι ηγετικοί πολιτικοί κύκλοι θεωρούν τη “17 Νοέμβρη” ως ομάδα πρακτόρων, εντούτοις η δημόσια στάση γνωστών εκπροσώπων των κύκλων αυτών μετά βίας συγκαλύπτει τα φιλικά αισθήματα προς τους τρομοκράτες... Είναι πράγματι ένα σχήμα οξύμωρο απ' τη μια μεριά να θεωρείς τη “17 Νοέμβρη” σαν δημιούργημα της CIA και από την άλλη να μην μπορείς να συγκαλύψεις τη συμπάθειά σου προς τα μέλη αυτής της οργάνωσης.
Άλλοτε, την εποχή που η κομμουνιστική αριστερά ήταν δυνατή και αμφισβητούσε δυναμικά την παρουσία των Αγγλο-αμερικανών, ήταν φυσικό αυτοί οι τελευταίοι να μηχανορραφούν εναντίον της Αριστεράς με κάθε μέσον, ακόμα και με παρακρατικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Γιατί τότε αυτή η Αριστερά, η γνήσια αντιαμερικανική, διέθετε ένα μεγάλο όπλο: το λαϊκό κίνημα. Που σε μια φάση μάλιστα είχε τη δύναμη να μετεξελιχθεί – καλώς ή κακώς - σε ένοπλο, στον Δημοκρατικό Στρατό. Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση αυτής της αναμέτρησης, η μορφή της ένοπλης πάλης μέσα σε κείνες τις συγκεκριμένες συνθήκες, υπήρξε ιστορικά δικαιολογημένη, γιατί εξέφραζε μια σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού. Άλλωστε δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τις εκατοντάδες χιλιάδες των αριστερών που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενεπλάκησαν στα γρανάζια του εμφυλίου πολέμου.
Θα έλεγα ακόμα ότι την εποχή της ανασύνταξης των δημοκρατικών δυνάμεων μετά τον Εμφύλιο και ειδικά στη δεκαετία του '60 και πάλι οι Αμερικανοί, καθώς ένιωθαν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους, μηχανορραφούσαν για να στηρίξουν με κάθε τρόπο τους πολιτικούς και άλλους συμμάχους τους. Και είναι φυσικό το ότι ανησυχούσαν γιατί υπήρχε ένα πάρα πολύ ισχυρό λαϊκό κίνημα που αμφισβητούσε όλο και πιο μαζικά την παγκυριαρχία τους.
Κι όμως οι δυνάμεις αυτές της αμφισβήτησης δεν προχώρησαν σε ένοπλες μορφές αντίδρασης εναντίον του τότε κατεστημένου, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα έβρισκε μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα μέσα στα στρώματα της δημοκρατικής νεολαίας που φλέγονταν από αντιαμερικανικά αισθήματα. Και δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου ήταν φιλοαμερικανική που απέτρεψε τη δημιουργία δυναμικών μορφών αντίστασης, αλλά και η ίδια η Αριστερά, η ΕΔΑ και το ΚΚΕ μέτρησε πολύ σωστά και υπεύθυνα την τότε κατάσταση και διαπίστωσε ότι έλειπαν οι προϋποθέσεις για ένα νέο γύρο ένοπλης πάλης που, αν και εφόσον ξεκινούσε, μέσα σε κείνες τις συγκεκριμένες συνθήκες θα οδηγούσε σε πρωτοφανή ήττα της Αριστεράς και γενικότερα των δημοκρατικών δυνάμεων σπέρνοντας μεγάλες συμφορές για το λαό μας.
Εν τούτοις λίγο αργότερα, μετά την ωμή πρόκληση της Χούντας (και των Αμερικανών που την στήριζαν) εναντίον του ελληνικού λαού, δημιουργήθηκε εξ αντικειμένου το ιστορικό πλαίσιο που νομιμοποιούσε κάθε μορφή αντίστασης ακόμη και την ένοπλη.
Πριν εξετάσουμε τις πρακτικές πλευρές ενός τέτοιου εγχειρήματος, δηλαδή αν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο (ένοπλος αγώνας), με ποια μέσα, ποια στηρίγματα και ποιες προοπτικές, θα πρέπει νομίζω να δούμε μιαν άλλη πλευρά, την πλευρά της πατριωτικής αναγκαιότητας σαν μια κορυφαία πράξη ηθικού χρέους απέναντι στις ιστορικές παραδόσεις και ακόμη την ίδια την επιβίωση του ελληνικού λαού ως ιστορικής, ηθικής και πολιτιστικής αξίας.
Από την πλευρά αυτή η ένοπλη αμφισβήτηση της Χούντας ήταν ιστορικά αναγκαία, προκειμένου να διασωθεί αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε τιμή του ελληνικού λαού. Από κει και πέρα το τι θα γινόταν έχει δευτερεύουσα σημασία. Έπρεπε λοιπόν να υπάρξει εκ των προτέρων μια τέτοια απόφαση – κάτι σαν το “Ελευθερία ή θάνατος”, ώστε στη συνέχεια να χτιστεί η Αντίσταση με αυτή την προοπτική δημιουργώντας εκείνες τις συνθήκες που θα επέτρεπαν να εκδηλωθεί, να πλαισιωθεί και να στηριχθεί ακόμη και κάποιου είδους ένοπλη μορφή πάλης – σε μια ακρότατη φάση.
Από ποιους θα έπρεπε να παρθεί η απόφαση; Είναι φανερό ότι ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας αντιστασιακής προοπτικής δεν μπορούσε να έχει σαν αφετηρία παρά τα αριστερά κόμματα εκείνης της εποχής, εναντίον των οποίων στο κάτω κάτω στράφηκε κυρίως η Δικτατορία: το ΚΚΕ, την ΕΔΑ και την αριστερά της Ένωσης Κέντρου.
Και είναι επίσης φανερό ότι αν οποιοσδήποτε αποφάσιζε τότε υπεύθυνα να οδηγήσει τον ελληνικό λαό σε δυναμική αναμέτρηση με τη χούντα, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόταν είναι η απάντηση στο ερώτημα “Με ποιες δυνάμεις θα το κάνω; Με ποια τακτική και ποια στρατηγική;”
Έχοντας απέναντί σου ένα πάνοπλο καθεστώς ο μοναδικός τρόπος για να το αντιμετωπίσεις από θέση ισχύος ήταν το συστηματικό χτίσιμο της ενότητας όλων των αντιχουντικών δυνάμεων με μεθοδικότητα, με φαντασία, με συνέπεια οδηγώντας τον οργανωμένο μέσα στο πλατύ, ενιαίο αντιδικτατορικό κίνημα λαό σε μορφές πάλης από τις πιο μαλακές έως τις πλέον σκληρές και ριψοκίνδυνες.
Ένας ένοπλος αγώνας με παλλαϊκή βάση δεν δημιουργείται μόνο με διακηρύξεις και συνθήματα. Αποτελεί μια διαδικασία ιστορικού μεγέθους που η προϋπόθεσή της κάθε φορά στηρίζεται σε αποφασιστικό βαθμό στον ηγετικό πυρήνα των λαϊκών δυνάμεων που έπρεπε να βρίσκεται μέσα στην Ελλάδα και να παλεύει μαζί με το λαό, να διακινδυνεύει μαζί του και με το προσωπικό παράδειγμα των ηγετών και των στελεχών του να πείθει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ τον απλό πολίτη, πως αυτός ο δρόμος της πάλης – ακόμη και της ένοπλης – είναι ο μοναδικός εάν θέλουμε μετά την απελευθέρωση να καταστήσουμε το Λαό πραγματικά κυρίαρχο.
Κι αυτό το τελευταίο δεν το πετυχαίνεις με λόγια, αλλά με τη βεβαιότητα του λαού ότι είναι πράγματι δυνατός. Πώς όμως ένας λαός γίνεται και νιώθει δυνατός;
Πέραν από τις μαζικές εκδηλώσεις, διαμαρτυρίες και τις ήπιες μορφές πάλης στους τόπους εργασίας και μάθησης στην πόλη και την ύπαιθρο, η δράση μικρών ενόπλων ομάδων που θα χτυπούσαν επιλεγμένους στόχους ήταν αναγκαία προκειμένου να ζαλίζεται ο αντίπαλος και να κάνει λαθεμένες κινήσεις, ενώ απ' την άλλη θα έπαιρνε όλο και πιο πολύ θάρρος ο λαός φτάνοντας ίσως κάποτε σε μια κορυφαία παλλαϊκή αναμέτρηση που θα συνδύαζε ας πούμε μια μορφή Πολυτεχνείου με δυναμικά χτυπήματα.
Με άλλα λόγια μικρές ένοπλες ομάδες σαν αυτή που είδαμε της “17 Νοέμβρη” θα ήταν τότε για κείνο τον καιρό πολύτιμες. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι θα εκπροσωπούσαν ένα παλλαϊκό κίνημα αντιδικτατορικής αντίστασης.
Όμως και μόνο το γεγονός ότι αυτή η συγκεκριμένη οργάνωση άρχισε τη δράση της αφού πρώτα έπεσε η Χούντα, αποτελεί μια καρικατούρα της ιστορίας, μιαν ιστορική ύβρι απέναντι σ' ένα λαό που μάταια περίμενε από τους εκλεκτούς του να επιτελέσουν το χρέος που του όφειλαν και που τώρα διαφαίνεται ότι μερικοί μερικοί από τους μεγάλους απόντες του σιγοψιθυρίζουν: “Ιδού η (ετεροχρονισμένη) αντίστασή μας κατά της Δικτατορίας” δείχνοντάς του κρυφά τους δολοφόνους χωρίς να ντρέπονται...
Και ενώ, όπως σημειώσαμε, η προοπτική της ένοπλης αναμέτρησης με τη χούντα ήταν τότε πρώτα και κύρια Ηθικό και Πατριωτικό χρέος, ενώ παράλληλα υπήρξε και ιστορικά δικαιολογημένη λόγω της βάρβαρης πρόκλησης της Χούντας με την κατάργηση των ελευθεριών του ελληνικού λαού, δεν υπήρξε εντούτοις καμία υπεύθυνη τοποθέτηση από την πλευρά των πολιτικών δυνάμεων εκείνης της εποχής που προαναφέραμε προς αυτή την κατεύθυνση. Και όταν αργότερα άρχισε η φιλολογία για ένα δήθεν ένοπλο αγώνα, αυτό έγινε για προπαγανδιστικούς λόγους και από απόσταση ασφαλείας...
Στη συνέχεια, αντί για την πολιτική σύγκλισης και ενότητας όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων, άρχισε μια αντίστροφη πορεία προς την πολυδιάσπαση και την εμφύλια διαμάχη μικρών και μεγάλων ομάδων, που όπως είναι φυσικό απογοήτευσε το λαό και δυνάμωσε τους δικτάτορες και όσους τους στήριζαν.
Για να συνοψίσω: Η Χούντα προσέφερε σε κάθε επαναστατική πολιτική δύναμη την ιστορική δικαίωση και τα ηθικά πλαίσια για την εκδήλωση ακόμη και των πιο ακραίων ένοπλων μορφών πάλης.
Αυτή την ιστορική ευκαιρία είτε δεν θέλησαν να τη δουν είτε την είδαν και τη φοβήθηκαν όλοι αυτοί που θεωρούσαν και εξακολουθούν να θεωρούν τον εαυτό τους ριζοσπάστη, επαναστάτη και ασυμβίβαστο μαχητή κατά του ελληνικού και ξένου κατεστημένου που εκείνη την εποχή είχε πάρει την πιο αντιδραστική, μαύρη-κατάμαυρη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας.
Λέγεται ακόμη ότι η πτώση της Χούντας με τη “Λύση Καραμανλή” προκάλεσε τα δημοκρατικά αισθήματα μιας μερίδας του ελληνικού λαού, προφανώς τους Αριστερούς.
Όμως μια οποιαδήποτε λύση – και μάλιστα λύση που συνδέεται με την πτώση της δικτατορίας είναι ευθέως ανάλογη με το πώς και από ποιους έγινε...
Είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας και της συνεισφοράς του καθενός και ιδιαίτερα αυτών που θεωρούνται πρωτοπόρες δυνάμεις της Αριστεράς.
Είδαμε όμως ότι η Αριστερά δεν σκέφθηκε τη δυναμική αντίσταση που φυσικά προϋποθέτει μαζικό κίνημα αντίστασης που εξασφαλίζει η ενότητα τόσο στις κορυφές όσο και στη βάση του λαού. Αντίθετα οι ηγεσίες πήγαιναν από διάσπαση σε διάσπαση: Διάσπαση μέσα στο ΚΚΕ που πέρασε στην ΕΔΑ στους Λαμπράκηδες και στο Πατριωτικό Μέτωπο. Στη συνέχεια διάσπαση ανάμεσα στις Αντιστασιακές Οργανώσεις μεταξύ του ΠΑΜ (υπήρχαν δύο), του ΠΑΚ, της Δημοκρατικής Άμυνας και των άλλων αντιστασιακών ομάδων.
Τελικά, πολυδιάσπαση μέσα στον ίδιο τον Λαό. Πώς να μη συμπεράνει λοιπόν κανείς ότι η “Λύση Καραμανλή” ήταν “αντάξια” αυτού του διασπαρμένου και επομένως αδυνατισμένου και παροπλισμένου λαού, ο οποίος βλέποντας τα χάλια των διάσπαρτων και αλληλομαχόμενων πολιτικών και αντιστασιακών δυνάμεων, στράφηκε προς τη μοναδική διέξοδο από το αδιέξοδο της Δικτατορίας, τη “Λύση Καραμανλή”, η οποία του εξασφάλισε τουλάχιστον το δικαίωμα να αναπνέει ελεύθερος ύστερα από εφτά χρόνια στο γύψο;
Ο λαός λέει “Όσα δίνεις τόσα παίρνεις”. Και πρέπει να πούμε πως με τη “Λύση Καραμανλή””πήραμε πολύ περισσότερα από κείνα που είχαμε χρέος να δώσουμε, δηλαδή μια πραγματική, ενωμένη και δυναμική Αντίσταση.
Από μπλα μπλα είχαμε άφθονο. Μαχητικές ομάδες γενειοφόρων στο Παρίσι και αλλαχού είχαμε μπόλικες. Αντίσταση δεν είχαμε. Γι' αυτό και η χούντα έπεσε από τα δικά της λάθη και κυρίως από τα εγκλήματά της στην Κύπρο. Ή μήπως κάνουμε πως δεν ακούμε τους Κύπριους όταν λένε πως οι Έλληνες κέρδισαν την ελευθερία τους πάνω στα ερείπια της Κύπρου;
Όχι, δεν θα έπρεπε να είμαστε υπερήφανοι για όλα αυτά. Να φτάνουμε όμως στο σημείο να αγανακτούμε κιόλας γιατί η “απελευθέρωση” δεν ήταν τόσο ριζική όπως θα τη θέλαμε; Τι να πει κανείς; Εναντίον τίνος αγανακτούμε; Αν θα έπρεπε να αγανακτούμε εναντίον κάποιου, αυτός είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, γιατί στο βάθος όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τα χάλια της αντίστασης κατά της Χούντας, που μας άφησε γυμνούς και αδύναμους μπροστά στην εξουσία των στρατιωτικών και στις μηχανορραφίες των ξενών.
Να όμως που όχι μόνο δεν είχαμε το θάρρος, έστω και εκ των υστέρων, να αναλάβουμε το μερίδιο ευθυνών μας για τον χαρακτήρα της αλλαγής - “Λύση Καραμανλή” - αλλά επιπλέον ορισμένοι άρχισαν τότε να επικροτούν τα πρώτα χτυπήματα της “17 Νοέμβρη” με το πρόσχημα ότι τάχα εκφράζουν την αγανάκτηση των ακραιφνών υπερπατριωτών για τη “μαλθακότητα” της κυβέρνησης Καραμανλή απέναντι στους βασανιστές. Γιατί όμως όλοι αυτοί που επικροτούν αυτά τα εύκολα χτυπήματα – εύκολα λόγω της δημοκρατίας – δεν σκέφθηκαν το πολύ απλό: Δηλαδή πού ήσαν αυτοί οι “γενναίοι” τον καιρό της Χούντας; Τότε δηλαδή που θα αναλάμβαναν και τον ανάλογο κίνδυνο που θα τους αναδείκνυε σε αληθινούς γενναίους (όπως έκανε λ.χ. ο Αλέκος Παναγούλης). Τότε που στο κάτω κάτω οι σφαίρες τους θα χτυπούσαν τη λαομίσητη Δικτατορία και όχι τη Δημοκρατία...
Και μόνο η δικαιολόγηση πράξεων αυτοδικίας σε καιρό δημοκρατίας αποτελεί έκφραση μιας τραυματικής μαζικής ψυχολογίας που οδηγεί σε ιδεολογικοπολιτικές παραμορφώσεις και φαινόμενα ηθικής και κοινωνικής παρακμής.
Λες και αυτές οι δήθεν αντιστασιακές πράξεις να προσφέρουν σανίδα σωτηρίας και άλλοθι σε όλους εκείνους που ενώ όφειλαν να αντισταθούν ουσιαστικά κατά της Χούντας έμειναν συνετά στο απυρόβλητο για να εισβάλουν στην πολιτική σκηνή (που βεβαίως είχε προετοιμάσει γι' αυτούς η “Λύση Καραμανλή”) κραδαίνοντας ετεροχρονισμένα τα λάβαρα της επανάστασης “κατά του κατεστημένου”, γεγονός που όπως φάνηκε έκανε ορισμένους να θεωρούν τα χτυπήματα των “ενόπλων συντρόφων” κατά του ίδιου κατεστημένου σαν πράξεις περίπου παράλληλες με την πολιτική τους...
Μεγαλύτερη διαστρέβλωση, κακοποίηση και τελικά παρακμή από αυτή την ανοχή της τρομοκρατίας δεν υπέστη ποτέ ένα μαζικό κίνημα όπως αυτό της ελληνικής Αριστεράς. Να φτάνουν δηλαδή μπαρουτοκαπνισμένα κόμματα του παρελθόντος να αποφεύγουν να καταγγείλουν καθαρά, αποφασιστικά και δυνατά όλους αυτούς τους δειλούς και ποταπούς δολοφόνους, που μόνο και μόνο επειδή είχαν το θράσος να χρησιμοποιήσουν τα λάβαρα της Αριστεράς θα έπρεπε η ίδια η Αριστερά να τους πνίξει μέσα στη γενική λαϊκή περιφρόνηση κατεβάζοντας στους δρόμους τα πλήθη των απογόνων μιας Αριστεράς τιμημένης από το αίμα και τις θυσίες πραγματικών λαϊκών αγωνιστών, διαχωρίζοντας έτσι με το μαχαίρι τη θέση τους από όλα αυτά τα κακέκτυπα δήθεν αγωνιστών, από αυτούς τους θλιβερούς που κανείς δεν ξέρει ακόμα από πού κρατά η σκούφια τους και που με το πρώτο στρίμωγμα άρχισαν να καταδίδουν με ευκολία ακόμα και τα ίδια τα αδέλφια τους.
Δεν είναι ντροπή να τους βάζουμε πλάι σ' αυτούς που ακόμα και για μια “Δήλωση” έμειναν ανάπηροι στα Μακρονήσια ή πλάι στους άλλους τους γίγαντες που προτίμησαν ακόμα και τον θάνατο παρά να προδώσουν τα ιδανικά τους;
Mίκης Θεοδωράκης
Αθήνα, 3.VIII. 2002
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Πάρτε μέρος στον διάλογο.
Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.