ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 1ο

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 1ο
Σελίδες: 15 - 48, Εκδόσεις Παπαζήση
Ημερομηνία έκδοσης: Νοέμβριος 1976
  

Αλβανικός πόλεμος

Το “Περί Τέχνης” του Ευάγγελου Παπανούτσου ήταν ένα από τα αγαπημένα βιβλία της γενιάς μου. Δεν είχαμε τότε ούτε πιο λίγα ούτε πιο πολλά όνειρα από τα όνειρα που κάνει η κάθε γενιά, όταν βρίσκεται στην εποχή της εφηβείας, όταν το μέλλον ξανοίγεται μπροστά της άγνωστο, γοητευτικό, συναρπαστικό. Όμως τότε, την εποχή του αλβανικού πολέμου και μετά, το όνειρο και το βιβλίο έπαιζαν υποχρεωτικά μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μας, απ' ότι παίζουν σήμερα, για τον απλούστατο λόγο ότι τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, ραδιόφωνο, πικάπ, δίσκος, αυτοκίνητο. Υπήρχε λίγος και κακός κινηματογράφος, ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου ζούσαμε ακίνητοι. Με δύο λόγια, βράζαμε στο ζουμί μας και το μοναδικό μέσο για να ξεφύγουμε, να ταξιδέψουμε, να απογειωθούμε, ήταν το όνειρο και το βιβλίο. Μέσα στο όνειρο έμπαινε τότε και το τραγούδι, που δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το ακούσουμε, παρά μόνο η δική μας φωνή.

Το βιβλίο του Παπανούτσου είναι, όπως κάθε του έργο, μια πνευματική κατάκτηση με όπλο την επιστημονική σκέψη, τη βαθιά γνώση και τη φιλοσοφική – δημιουργική διαίσθηση. Είναι, με δύο λόγια, ένα επιστημονικό σύγγραμα.

Οι δικές μου σκέψεις, που ακολουθούν, δεν έχουν τέτοια αξίωση. Είναι περισσότερο προσωπικές μαρτυρίες, βιώματα, αυτοβιογραφικά παραληρήματα και κάπου – κάπου απόπειρες για γενικεύσεις. Γράφτηκαν στο διάστημα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων και σχολιάζονται σήμερα.

Καρυωτάκης

Το “Περί Τέχνης” το δικό μου, καθώς και όλων των πνευματικών ανθρώπων της γενιάς μου, θα μπορούσε να είναι το κείμενο που έγραψε μέσα στο μυαλό του ο Κώστας Καρυωτάκης, λίγα δευτερόλεπτα πριν τραβήξει τη σκανδάλη. Βυθισμένος μέσα στη γαλακτώδη ακινησία του Αμβρακικού, πιασμένος στο δόκανο – από τη μια μεριά το τέλμα τη υπαλληλίας, από την άλλη η παχύσαρκη αδιαφορία της μυωπικής μας κοινωνίας – αποφάσισε “ να τα πει όλα”.:

Κατηγορώ την κοινωνία γιατί έπαψε να βλέπει
τα χρώματα, ν' ακούει τους ήχους,
να βλέπει όνειρα, ν' ακούει τη φωνή των καιρών...

Το δικό μας “κατηγορώ”, διαφορετικό στη μορφή, είναι ίδιο στην ουσία:

Ρίτσος Αλλοίμονο στην κοινωνία εκείνη που υποχρεώνει
τους πνευματικούς της ανθρώπους να σπαταλούν
τη δημιουργική τους δύναμη, σε έργα εξωπνευματικά -
εξωκαλλιτεχνικά. Αν θέλεις να είσαι Γιάννης Ρίτσος, πρέπει να πας φυλακή και εξορία...

Τριπολιτσά – Νίτσε, Μαρξ – Παλαμάς

Ανακαλύψαμε τον ποιητή της “Εαρινής Συμφωνίας” σχεδόν μαζί με τον Παπανούτσο, το Νίτσε και τον Μαρξ. Βρήκαμε όλα του τα βιβλία χαμένα σ' ένα σκουριασμένο πατάρι του Πρακτορείου Εφημερίδων. Και μια φορά την εβδομάδα – το καλοκαίρι του '41 – η συντροφιά μας έπαιρνε το δρόμο κατά το Λεβίδι. Στο εργοστάσιο Καμπά στρίβαμε αριστερά. Μέσα από τ' αμπέλια και τις αχλαδιές, φτάναμε στο μικρό ποτάμι. Εκεί κοντά ήταν ο “πύργος” του Μάκη Καρλή. Στρατοπεδεύαμε, βγάζαμε ψωμί, ντομάτες, τυρί. Παλαμά, Καρυωτάκη και Ρίτσο. Ανηφορίζαμε την πλαγιά και φτάναμε στο βράχο. Το βράχο του Ρίτσου! Εκεί ένας – ένας ανέβαινε με τη σειρά. Άλλος για το “Δωδεκάλογο”. Άλλος για την “Μπαλλάντα στους ποιητές άγνωστοι που 'ναι”. Κι άλλος για το “Εμβατήριο του Ωκεανού”.

Νυχτερινό λιμάνι
φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια...

Που να ήξερα τότε το ρόλο που θα 'παιζε στη ζωή μου η ποίηση του Ρίτσου! Θα μιλήσω πιο κάτω για τον “Επιτάφιο”. Όμως, τώρα αμέσως, θέλω να πω δύο λόγια για τη “Ρωμιοσύνη” και για τα “Λιανοτράγουδα”. Είναι και τα δύο έργα προφητικά! Το πρώτο περιμένει την καταιγίδα. Και γι' αυτό μας προετοιμάζει για τη μεγάλη δοκιμασία, φωτίζοντας και μεγεθύνοντας τις αρετές τις ρωμιοσύνης. Οξύνοντας τη μνήμη. Καλλιεργώντας την ελπίδα. Επιστρατεύοντας ζωντανούς και νεκρούς. Το δεύτερο “βλέπει” το τέλος της τυραννίας. Με όπλο και πάλι τη μνήμη της ρωμιοσύνης, καλεί το λαό σε τραγούδι και σε χορό:

Ρωμιοσύνη Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο.
Να τη πετιέται από 'ξαρχής
αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου.

Η “Ρωμιοσύνη” είναι ένα μέρος της “Δοκιμασίας”.

Νέα Σμύρνη

Ο ίδιος ο Ρίτσος έκανε τη διαλογή των στίχων και παρέδωσε το χειρόγραφο στην “Επιτροπή Γυναικών” των πολιτικών κρατουμένων. Βρισκόμαστε στα 1962-63. Οι γυναίκες ήρθαν στο σπίτι μου, στη Νέα Σμύρνη:

- Παρακαλέσαμε το Γιάννη Ρίτσο να μας δώσει ένα έργο του
αφιερωμένο στους φυλακισμένους. Τώρα ερχόμαστε σε σένα,
με την παράκληση να το κάνεις τραγούδι. Θα μας βοηθήσει
στον αγώνα μας...

Κάθησα αμέσως κάτω και στρώθηκα στη δουλειά. Τίποτα! Αυτά που έλεγε ο Ρίτσος μου φαίνονταν μακρινά, περασμένα. Βέβαια, οι φυλακές ήταν ακόμα γεμάτες αγωνιστές. Όμως, συναισθηματικά, η υπόθεση αυτή είχε λήξει. Σε λίγο θα 'βγαιναν. Μια σελίδα της ιστορίας μας θα γύριζε. Εμένα, το συνθέτη, δεν με ακουμπούσε το παρελθόν. Μονάχα το παρόν και το μέλλον μπορούσαν και μπορούν να με “ερεθίσουν”, να με εμπνεύσουν.

Επειδή όμως επρόκειτο για υπόθεση ιερή, το 'βαλα πείσμα. Κάθε μέρα, μπροστά στο γραφείο ή στο πιάνο, περνούσα ώρες ατελείωτες. Μα οι στίχοι του Ρίτσου έμεναν ερμητικά κλειστοί. Το ποίημα δεν μου μιλούσε. Ώσπου κουράστηκα. Είδα πως δεν γίνεται τίποτα. Ειδοποίησα τις γυναίκες, ενώ τα χειρόγραφα του Ρίτσου σιγά σιγά καταχωνιάστηκαν μέσα σε μια θάλασσα από πεντάγραμμα, χορικά και βιβλία που πλημμύριζαν το δωμάτιό μου.

Τα χρόνια περνούσαν. Μετά τις νίκες στα '63-'64, ήρθε το πραξικόπημα του βασιλιά. Τα πρώτα σύννεφα. Η εκπαραθύρωση του Παπανδρέου. Η νίκη του θρόνου. Οι πρώτες απειλές. Οι πρώτες βροντές και αστραπές που προμηνούν και καταιγίδα.

1966 Παπανδρέου

Θεοφάνεια του '66. Ο βασιλιάς και η ακολουθία του θα πάνε στο Τουρκολίμανο. Οι δημοκράτες, με επικεφαλής το Γεώργιο Παπανδρέου, στον Πειραιά. Στις δέκα η ώρα το πρωί, το λιμάνι είναι πήχτρα. Με δυσκολία φτάνουμε στην εξέδρα, πλάι στη θάλασσα. Ο δεσπότης, δημοκρατικός, αρχίζει και ξαναρχίζει το ίδιο τροπάριο. Υπάρχει καθυστέρηση. Ο Παπανδρέου δεν έχει ακόμα φανεί. Ύστερα από πολλή ώρα, το πλήθος ανατριχιάζει. Σαν αληθινό πέλαγο φουσκώνει και ξεφουσκώνει. Και πάνω στο ανθρώπινο κύμα φαίνεται για μια στιγμή ο “γέρος” και αμέσως χάνεται. Πλάι μου ο Ανδρέας ανησυχεί. Σε μια στιγμή μου λέει:

- Φοβάμαι ότι δεν θ' αντέξει. Πρέπει να τον σώσουμε...

Βάζουμε όλοι από την εξέδρα της φωνές. Τελικά ο Παπανδρέου φτάνει κοντά μας. Όμως πως ν' ανέβει; Βοηθούμε όλοι μαζί. Τον τραβούμε. Τον σηκώνουμε. Σε μια στιγμή το κεφάλι του είναι δίπλα στο δικό μου. Γνωρίζοντας πόσο του άρεσε το χιούμορ, του λέω:

- Και πάλι η Αριστερά σας σηκώνει!

Μου 'δωσε μια στο μάγουλο μ' ένα πλατύ γέλιο και βρέθηκε πλάι στο μητροπολίτη, που χαρούμενος ξανάπαιρνε από την αρχή το κοντάκιο. Ατμόσφαιρα χαρούμενη. Πανηγυρική. Όλοι οι δημοκράτες ενωμένοι!...

Λαμπράκηδες

Στη διάλυση, βρέθηκα με τους Λαμπράκηδες στο τέλος της πορείας. Περνούσαμε τώρα μπροστά στο Δημοτικό Πειραιώς. Οι κεντρώοι είχαν περάσει. Μέναμε εμείς. Τότε, ξαφνικά, οι αστυνομικοί, που ως εκείνη τη στιγμή είχαν μείνει ουδέτεροι, μαζεύτηκαν και μας έκλεισαν το δρόμο. Ήμουν βουλευτής στην περιφέρειά μου. Τους είπα να διαλυθούν αυτοί για να περάσουμε. Και τότε χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα ξαπλωμένος στη μέση του δρόμου. Άλλοι μου έδιναν κλωτσιές κι άλλοι μ' έσερναν από τα πόδια. Τέλος ήρθε ένας ανώτερος για να μου...ζητήσει συγνώμη. Στο μεταξύ, γύρω μου γινόταν...σφαγή. Σε όλο το χώρο της πλατείας το ξύλο ήταν σκληρό. Άρχισα να τρέχω πότε εδώ και πότε εκεί. Στο τέλος με κύκλωσαν ξανά. Ενώ μιλούσα με έναν αξιωματικό, οι άλλοι με κλωτσούσαν και μου έδιναν στη μέση γροθιές. Τέλος, ένας αρχιφύλακας μ' έπιασε από το πουκάμισο, το 'σκισε, έβαλε τη μούρη του μέσα στη δική μου και ούρλιαξε:

- Θεοδωράκη, σε μισώ!

Βασίλης ο ηλεκτρολόγος

Ήρθαν οι δικοί μου και τρώγοντας ξύλο με πήραν μαζί τους. Ο Βασίλης, ο ηλεκτρολόγος από την Κοκκινιά, κάθε φορά που έτρωγα ξύλο, βρισκόταν ως εκ θαύματος στο πλευρό μου. Με αγκάλιαζε πάντα από πίσω (φοβόταν μη με χτυπήσουν στην πλάτη) με αποτέλεσμα να τρώει αυτός πιο πολύ ξύλο από μένα. Μου λέει:

- Σε παρακαλώ πάμε γρήγορα γιατί δεν αντέχω άλλο...

Εγώ βλέπετε είχα όρεξη για κουβέντα:

- Θα σου περάσει, φώναζα στον αρχιφύλακα. Μόνο μη δαγκώσεις τη γυναίκα σου και λυσσάξει.

Ο Βασίλης πέθανε στον “Άγιο Σάββα”, λίγες μέρες μετά τη δικτατορία. Όταν γύρισα στην Ελλάδα από την εξορία ήρθε ο γιος του:

- Τώρα θα βρίσκομαι εγώ στο πλευρό σου.

Εν πάση περιπτώσει, αφού με τον Ηλιού και τον Μπριλλάκη επισκεφθήκαμε στα νοσοκομεία της περιοχής τους τραυματίες, στη συνέχεια πήγαμε με τον Βασίλη στη Νέα Σμύρνη. Επέμενε να με βάλει στο σπίτι και μετά να πάει στο δικό του στην Κοκκινιά. Χρονιάρα μέρα.

Μονάχα όταν χτύπησα το κουδούνι συνειδητοποίησα τα χάλια μου. Με τα ρούχα σκισμένα, λερωμένα, χτυπημένος. Η οικογένεια ήταν στο τραπέζι. Η μέρα λιόλουστη. Τα παιδιά γελούσαν. Βιαστικά, για να μη με δουν, χώθηκα στο γραφείο. Προσπάθησα να συγυριστώ. Καθώς σκούπιζα τις λάσπες με το μαντήλι, το μάτι μου έπεσε πάνω στο αναλόγιο του πιάνου. Εκεί κάποιο άγνωστο χέρι είχε τοποθετήσει το χαμένο χειρόγραφο του Ρίτσου!

“Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται
με λιγότερο ουρανό...

Βέβαια, είπα μέσα μου. Αυτός ο στίχος δεν αναφέρεται πια στο παρελθόν. Μιλάει για σήμερα! Μιλάει για αύριο! Άφησα τις λάσπες και τα αίματα και κάθησα στο πιάνο. Και μετά:

“Όλοι διψάνε χρόνια τώρα”...

Και μετά:

“Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο”...

Τα παιδιά ήταν στο νοσοκομείο τραυματισμένα. Όμως ο λαός νίκησε. Για άλλη μια φορά. Συνεχίζω τη σύνθεση. Τα παιδιά μου πηγαινοέρχονται:

- Το φαΐ σου κρυώνει...

Βιάζομαι να πάω στο τραπέζι. Πρέπει όμως πρώτα να τελειώσω... Τελείωσα! Και, όπως φαίνεται, το ποίημα και η καινούρια μουσική μου 'δωσαν τέτοια λάμψη, που κανείς δεν πρόσεξε τα χάλια μου!

Τώρα ήξερα – στο βάθος του είναι μου – ότι η Ρωμιοσύνη δεν τραγουδούσε το παρελθόν αλλά έψαλλε το μέλλον!

Λιανοτράγουδα

Το ίδιο και με τα “Λιανοτράγουδα”, αν και ήταν γραμμένα από το Ρίτσο από καιρό, το τραγούδι έπρεπε κι αυτή τη φορά να γραφτεί και να βγει στους δρόμους την ώρα που η χούντα άρχιζε να παραπαίει και να κλονίζεται.

Ζάτουνα 1969

Στη Ζάτουνα στα 1969, ο ενωμοτάρχης, αρχηγός της φρουράς, μου έκανε την ασυνήθιστη τιμή να με επισκεφθεί στο σπίτι μου:

- Γνωρίζετε κάποιον κύριο Ρίτσο;
- Τον δήμαρχο;
- Όχι. Κάποιον κρατούμενο στη Λέρο.
- Τον ποιητή;
- Ασφαλώς, αυτός θα είναι. Ξέρετε, μου λέει, μας ήρθε ειδική εγκύκλιος. ΑΥΣΤΗΡΑ ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ, φυσικά, που καλεί όλες τις αρχές να εμποδίσουν οποιαδήποτε κείμενα του κύριου αυτού να φτάσουν στη Ζάτουνα!

-Οποία δόξα για την ποίηση και τη μουσική να κινητοποιείται ο κρατικός μηχανισμός για να εμποδιστεί η συνάντησή τους! Νομίζω ότι αυτή η εγκύκλιος είναι το μέγιστο βραβείο που μπορεί να κερδίσει ένας καλλιτέχνης...

Στη συνέχεια προσπάθησα να του εξηγήσω ποιός είναι αυτός ο μυστηριώδης “κύριος Ρίτσος”.

Λέρος – Λονδίνο 1973 - Καραμανλής

Τι είχε συμβεί; Σε κάποιο παράνομο σημείωμά μου παρακαλούσα να μου στείλουν στίχους. Ιδιαίτερα του Ρίτσου. Φαίνεται ότι το σημείωμα αυτό πιάστηκε. Ωστόσο το μήνυμα πέρασε τα βουνά και τις θάλασσες. Έφτασε στη μακρινή Λέρο. Κι ο ποιητής, σε μια μέρα, έγραψε τα Λιανοτράγουδα. Τώρα το χειρόγραφο έψαχνε να με βρει. Όμως η Εγκύκλιος, αληθινός δράκος, φρουρούσε όλους τους δρόμους.

Τα Λιανοτράγουδα, προφητικά, δεν έπρεπε να φτάσουν στα χέρια μου παρά μονάχα όταν το τέλος της δικτατορίας θα είχε με σαφήνεια διαγραφεί πάνω στο σκοτεινό ορίζοντα του “αύριο”. Έτσι κι έγινε. Και επειδή τα έλαβα κάπως “πρόωρα”, στα 1972, στο Παρίσι, και πάλι, όπως έγινε με τη Ρωμιοσύνη, δεν μου μίλησαν αμέσως. Τα παίδευα και τα ξαναπαίδευα. Τίποτα. Οπότε κάποια στιγμή τα είδα σαν αυριανά τραγούδια. Και πάλι μονοκοπανιάς τα έγραψα. Τα δώσαμε για πρώτη φορά το Γενάρη του 1973 στο Άλμπερτ Χωλ, στο Λονδίνο. Την ίδια μέρα που, σε πρες κόνφερανς, μίλησα για πρώτη φορά για τη “λύση Καραμανλή”. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία! Ποιός όμως πρόβλεπε τότε το μέλλον; Ο ποιητής, ο συνθέτης ή ο πολιτικός;

Ας αφήσουμε αυτό το πρόβλημα στους “ειδικούς”. Δηλαδή σ' αυτούς που δεν πρόβλεψαν ποτέ τίποτα και ίσως γι' αυτό αισθάνονται τόσο άνετα μέσα στο πετσί του εισαγγελέα. Δουλειά τους να κατηγορούν. Δουλειά μας να ανοίγουμε δρόμους, προοπτικές, ορίζοντες και να γινόμαστε στόχος των κατηγόρων μας.

Βέβαια, όταν ξέκοβα οριστικά από την τέχνη της συμφωνικής μουσικής για να ριχτώ ολόψυχα και ολόπλευρα μέσα στους βουερούς δρόμους της λαϊκής τέχνης, προαισθανόμουνα ότι θα 'ρθει η μέρα που θα με κατηγορήσουν γι' αυτό. Ήξερα ότι αυτός ο δρόμος μπορεί να με οδηγήσει και στην “εκμηδένισή μου”. Να τι έγραφα σχετικά στα 1961:

ΤΕΧΝΗ ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ Ή ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ

Ο κάθε καλλιτέχνης – και όταν ακόμα ισχυρίζεται ότι δημιουργεί για τον ίδιο ον εαυτό του – απευθύνεται σε ένα ορισμένο κοινό. Όσο περισσότερο είναι καθορισμένο, ταξινομημένο, νοικοκυρεμένο μέσα στις συνήθειες, τις ιδέες και τις προτιμήσεις του αυτό το κοινό, τόσο και η προσπάθεια του καλλιτέχνη γίνεται περισσότερο “ομαλή”, καθορισμένη, στρογγυλεμένη και παστρική.

Ακόμα πριν λίγα χρόνια, η τέχνη ήταν προνόμιο μιας ελάχιστης μειοψηφίας μυημένης και πανταχού παρούσης, που περιστοίχιζε τον καλλιτέχνη και για την οποία ο καλλιτέχνης προόριζε το έργο του.

Η μειοψηφία αυτή είχε το προνόμιο να προχωρεί αρκετά γρήγορα πλάι στον καλλιτέχνη, ακόμη και τον πιο τολμηρό, γιατί διέθετε όλα τα μέσα – χρόνο και χρήμα – για να παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη της τέχνης. Είχε όμως το ελάττωμα να στενεύει τον ορίζοντα των πηγών από όπου ο ζωντανός καλλιτέχνης αντλεί την έμπνευσή του, δηλαδή τη ζωή και την τέχνη του λαού. Άλλο μειονέκτημά της ήταν (και είναι) η τάση της να περιορίσει στο έπακρο τον κύκλο των “μυημένων” εξωθώντας τους αφοσιωμένους καλλιτέχνες στο παράξενο, στο ακατάληπτο, στο “απόσταγμα” της ευαισθησίας και της καλλιτεχνικής διαίσθησης – δηλαδή στο “τερατώδες”.

Αμέσως μετά τον πόλεμο και στις μέρες μας, συνέβη ένας κολοσσιαίος σεισμός, που ανέσκαψε και ανέτρεψε τα πάντα και που έφερε τον καλλιτέχνη μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η τέχνη γίνεται φροντίδα και αίτημα όλων των φυλών, τάξεων και εθνών.

Μέσα σ' αυτή την πρωτοφανή περίοδο σύγχυσης, δύο δρόμοι είναι δυνατοί μπροστά στον καλλιτέχνη: ο πρώτος, να ακολουθήσει τη μειοψηφία των μυημένων και, τρομοκρατημένος μπροστά στην εισβολή του “αγοραίου πλήθους”, να βαδίσει μοιραία προς τα ακραία σύνορα του υποκειμενισμού – δηλαδή του τερατώδους.

Ο δεύτερος να βγει μπροστά στον καθαρό αέρα, να ανακατευθεί στο πλήθος και να αναθεωρήσει από τις ρίζες του το πρόβλημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Διότι αν δημιουργεί κατ' εικόνα και ομοίωση του συγκεκριμένου κοινού, όπως είδαμε πιο πριν, κατ' εικόνα και ομοίωση ποιου κοινού, ποιας παράδοσης και κοσμοθεωρίας καλλιτεχνικής, ποιου κόσμου καθορισμένου και νοικοκυρεμένου θα πρέπει να δημιουργεί;

Η μύηση στο φαινόμενο της τέχνης είναι ολότελα ανισομερής. Οι ευαισθησίες “ακατέργαστες”. Η στοιχειώδης ακόμη καλλιτεχνική παιδεία ανεπαρκής. Ο λαός έχει βεβαίως τη δική του καλλιτεχνική παράδοση, έχει οξύ ένστικτο, που τελικά θα τον οδηγήσει σωστά προς το γνήσιο έργο. Αυτά όλα είναι ουσιαστικές βεβαίως προϋποθέσεις, που όμως δεν μπορούν να περιβάλλουν δημιουργικά τον πρωτοποριακό δημιουργό, που έχει ήδη διανύσει ένα μακρότατο δρόμο μέσα στην έντεχνη παράδοση της τέχνης.

Εν τούτοις, το βαθύ ένστικτο της δημιουργίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από επαφή, από ταύτιση, δια μέσου του έργου, του δημιουργού με τους συνανθρώπους του και την εποχή του, από τη στιγμή που η σεισμική δόνηση με την τεχνική επανάσταση της εποχής μας έφερε στο συναισθηματικό ύψος του καλλιτέχνη τις απέραντες λαϊκές μάζες, ολόκληρους λαούς, από αυτή τη στιγμή ο αληθινός δημιουργός δεν μπορεί παρά να μιλήσει, να ταυτιστεί μαζί τους.

Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η μεγάλη δοκιμασία. Διότι ο κίνδυνος είναι σαφής και μέγας. Αυτό το κοινό το ακαταστάλαχτο, το αδιαμόρφωτο, με τα χίλια πρόσωπα και τις χιλιάδες διαβαθμίσεις στην αγωγή και στις προτιμήσεις του, μπορεί να οδηγήσει ακόμα και τον πιο ενθουσιώδη και ειλικρινή δημιουργό στην εκμηδένισή του.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ


Ωρωπός 1970

Έχω μπροστά μου ένα τετράδιο. Έναν τίτλο και μια ημερομηνία : “Το καλλιτεχνικό μου πιστεύω. Η δομή και το νόημα μιας προσπάθειας. Στρατόπεδο Ωρωπού. Φεβρουάριος – Μάρτιος 1970”. Όμως η μελέτη αυτή έμεινε μισοτελειωμένη. Μέσα στο αυτοκίνητο που με πήρε από τη “Σωτηρία” κάποιο μεσημέρι του Απρίλη του 1970, το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα ήταν τα χειρόγραφα που θα 'μεναν για πάντα ασυμπλήρωτα...

Βυζαντινή μελωδία

Είχα ξεκινήσει με πρόθεση να αναλύσω τις μεγάλες γραμμές του έργου και της προσπάθειάς μου. Όμως πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν αναγκαίο να σκύψω με μεγαλύτερη προσοχή επάνω στο ίδιο το μουσικό υλικό, αν ήθελα να αποδείξω τη συνέχεια της μουσικής μας παράδοσης. Ήδη στη Ζάτουνα είχα αρχίσει να μελετώ, με την πολύτιμη βοήθεια του ιερομόναχου της ενορίας, τη βυζαντινή μουσική. Γράφοντας στο χαρτί τις βυζαντινές μελωδίες, διαπίστωνα με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη το πόσο κοντά βρίσκεται ο κόσμος της σύγχρονης λαϊκής και έντεχνης μουσικής μας με το βυζαντινό μουσικό σύμπαν. Αργότερα, στον Ωρωπό, είχα την τύχη να έχω κοντά μου ένα δεινό γνώστη των βυζαντινών ύμνων, τον καθηγητή Ζούζουλα, που με τη βοήθειά του μετέγραψα σε ευρωπαϊκή σημειογραφία δεκάδες εκκλησιαστικές μελωδίες.

Εκεί στον Ωρωπό, έκανα το εξής πείραμα: Παρατήρησα πως κάθε φορά που κλεινόμουν σ' ένα θάλαμο με τον φίλο μου Ζούζουλα, για να γράψω τους ύμνους, όλοι οι συγκρατούμενοι έφευγαν εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, λες και τους χτυπούσε στο νευρικό σύστημα η εριστικά ένρινη φωνή του πρώην ιεροψάλτη.

Ένα βράδυ, μετά το φαγητό, αναγγέλλω ότι θα τραγουδήσω κάποια εκκλησιαστική μελωδία. Στην αρχή υπήρξε τάση για ομαδική αποχώρηση. Όμως αμέσως, ύστερα από μια δυο μελωδικές φράσεις, το ακροατήριό μου είχε συνεπαρθεί... Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, ο νεοέλληνας είναι ίσως αλλεργικός στον τρόπο εκτέλεσης των βυζαντινών ύμνων. Από την άλλη μέρα όλοι ζητούσαν να τους ξανατραγουδήσω την εκκλησιαστική μελωδία. Και τότε σκέφθηκα ότι αν ήμουν ελεύθερος, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να εμπιστευθώ σ' ένα λαϊκό τραγουδιστή και σε λαϊκή ορχήστρα την ερμηνεία των βυζαντινών μας ύμνων. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα άνοιγε καινούργιους ορίζοντες στο νεοελληνικό – μουσικό – λαϊκό μας κίνημα προσφέροντας συνάμα νέους τρόπους έκφρασης στο λαό μας: ύμνους, με ηλικία πάνω από χίλια χρόνια, που όμως – κι αυτό αποτελεί αληθινό θαύμα – μπορούν ακόμα όχι μόνο να μας συγκινούν αλλά να μας συγκλονίζουν.

Δημοτική μουσική

Όμως με τη βυζαντινή μουσική έχουμε μόνο μία από τις τρεις μεγάλες ρίζες – τη μεγαλύτερη – της μουσικής μας παράδοσης. Οι άλλες δύο είναι η δημοτική και η λαϊκή μας μουσική. Για τη δημοτική είχα εφοδιαστεί με τις πολύτιμες συλλογές του Μερλιέ, του Περιστέρη και το Μπομποβύ. Άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να μελετήσω και να αναλύσω όλους τους κλάδους της πλούσιας δημοτικής μας παράδοσης.

Λαϊκή μουσική, Ικαρία 1947

Όσον αφορά τη λαϊκή μας μουσική, όταν βρισκόμουν στην εξορία στα 1947-48 στην Ικαρία, είχα κάνει την πρώτη μου συλλογή από διακόσιες και πάνω μελωδίες. Στη συνέχεια, μια φορά στην Κρήτη στα 1960 και μιαν άλλη στον Πειραιά στα 1966, είχα επιχειρήσει να στήσω ένα είδος ιδρύματος, που θα συνέλεγε το σύνολο, αν είναι δυνατό, από το έργο των λαϊκών μας συνθετών. Δηλαδή δίσκους, μαγνητοταινίες, δημόσιες εκτελέσεις, συνεντεύξεις. Ειδικοί θα καταγράφανε το υλικό ώστε να γίνει δυνατή η μουσικολογική έρευνα και ανάλυση.

Στον Ωρωπό, εφοδιασμένος με το βιβλίο του Πετρόπουλου, όπου είχαν καταγραφεί οι στίχοι εκατοντάδων λαϊκών μας τραγουδιών, κέντριζα τις μουσικές μνήμες μερικών φίλων που έτυχε να έχουν ζήσει από πολύ κοντά τη λαϊκή μας μουσική. Έτσι συγκέντρωσα καινούργιο πλούσιο υλικό και ήμουν έτοιμος να περάσω στο τελικό στάδιο της μελέτης μου, δηλ. στη συγκριτική μελέτη, ξεκινώντας από την βυζαντινή μουσική, περνώντας από τη δημοτική και τη λαϊκή και καταλήγοντας στο δικό μου έργο.

Τη στιγμή που άφησα τον Ωρωπό, είχα αρχίσει τη μουσικολογική ανάλυση ενός από τα βυζαντινά “Άξιον Εστί” που έτυχε να καταγράψω. Είχα, επίσης, πολύ προχωρήσει στην κατάταξη των λαϊκών μελωδιών, με βάση κυρίως τις αρμονικές σχέσεις και πτώσεις. Ίσως κάποια μέρα – ελπίζω, όχι πια μέσα σε συνθήκες εξορίας – να μου δοθεί η ευκαιρία να ολοκληρώσω αυτή τη μελέτη.

Όμως εδώ γεννιέται ένα ερώτημα: Γιατί; Ποιός είναι ο σκοπός; Ποιό είναι το όφελος; Τώρα που με χωρίζει η απόσταση του χώρου και του χρόνου, έχω πολύ περισσότερο από πριν την αίσθηση ότι η προσπάθειά μου έμεινε μετέωρη. Ποια ήταν η ουσία της; Τί ήθελα τάχα να αποδείξω; Βέβαια δεν πρέπει να μας ξεφεύγει το γεγονός ότι στη βάση κάθε καλλιτεχνικής προσπάθειας βρίσκεται η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση και επικοινωνία. Πρόκειται για μια πολύ απλή λειτουργία που ισχύει για όλες τις χώρες και τις εποχές. Όμως σε συνέχεια και για όσο με αφορά νομίζω ότι ανάμεσα στα 1960 και '67 βρεθήκαμε μπροστά σε ένα καινούργιο φαινόμενο.

Τέχνη και μαζικό κίνημα

Μεγάλες μάζες άρχισαν να ευαισθητοποιούνται, να συγκινούνται και να συμμετέχουν σε μια καλλιτεχνική προσπάθεια που είχε στόχο της τη δημιουργία ενός νεοελληνικού έντεχνου – λαϊκού μουσικού έργου.

Αυτή η διαδικασία με οδήγησε σε μια σειρά νέες απόψεις που έχουν σχέση με τον χαρακτήρα της σύγχρονης τέχνης, το ρόλο της μέσα στην εξέλιξη των κοινωνικών φαινομένων, τη σύνδεσή της με το μαζικό κίνημα. Όπως επίσης, αντίστροφα, το ρόλο του μαζικού κινήματος και των κοινωνικών δυνάμεων – ιδιαίτερα εκείνων που ανοίγουν δρόμο προς την πρόοδο – στη διαμόρφωση, δηλαδή στο περιεχόμενο και στη μορφή του σύγχρονου έργου τέχνης.

Έτσι είδα ξανά τον πρωτόγονο άνθρωπο να εξασφαλίζει πρώτα τις υλικές του ανάγκες και σε συνέχεια να τραγουδά, να χορεύει, να πλάθει μύθους και να βάζει στον εαυτό του ερωτήματα. Παρατηρώ ότι ο άνθρωπος, σε όλες τις εποχές και σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, ακολουθεί την ίδια διττή πορεία:

Πασχίζει να ικανοποιήσει τις υλικές του ανάγκες και παράλληλα αναζητά έναν όσο γίνεται πληρέστερο τρόπο να εκφράσει τις ψυχικές και συναισθηματικές του ανησυχίες. Σ' αυτές τις τελευταίες προστίθενται συχνά η πνευματική αναζήτηση και η ηθική ολοκλήρωση. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος “χτίζεται” με ισορροπία.

Πρωτόγονη ομάδα

Στην πρωτόγονη ομάδα, ο μάγος είναι ο πρώτος καλλιτέχνης και φιλόσοφος. Τα μέλη της ομάδας συμμετέχουν δημιουργικά και στη γένεση των νέων τραγουδιών και χορών.

Μπαλί

Σήμερα ακόμα υπάρχουν λ.χ. στο Μπαλί εκπληκτικά επιτεύγματα. Πρόκειται για μεγαλειώδη έργα συνόλου ( ένα είδος λαϊκής όπερας – μπαλέτου) όπου οι ρόλοι, οι φωνές και οι κινήσεις είναι σοφά μοιρασμένοι στα μέλη του θιάσου, που συνήθως είναι το σύνολο μιας φυλής. Από την άποψη αυτή οι πρωτόγονοι του Μπαλί αποτελούν μια από τις πιο εξισορροπημένες κοινωνικές ομάδες της εποχής μας, μια και το σύνολο των μελών αυτής της κοινωνίας συμμετέχει ενεργητικά στη δημιουργία μιας έκφρασης.

Το χωριό

Στο χωριό, για να πάρουμε μιαν άλλη μορφή κοινωνικού συνόλου, και για όσο διάστημα μένει έξω από την ακτινοβολία της πόλης, τα μέλη της κοινωνικής ομάδας παίρνουν ενεργητικό μέρος στη διατήρηση, στην ανάπλαση και στη συνέχιση της καλλιτεχνικής παράδοσης. Τα παραμύθια, τα τραγούδια και οι χοροί, τα κεντήματα, η λαϊκή αρχιτεκτονική και ζωγραφική είναι έργο ολόκληρης της ομάδας. Ο καλλιτέχνης – δημιουργός δεν ξεχωρίζει από το σύνολο. Έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο, οι κοινωνικές ομάδες που πέρασαν και περνούν από το στάδιο αυτό εξασφαλίζουν μια σχετικά ισόρροπη ανάπτυξη των μελών τους.

Η ανισόρροπη ανάπτυξη αρχίζει με την απόσπαση του καλλιτέχνη – δημιουργού από την ομάδα. Αυτό το φαινόμενο ακολουθεί την εμφάνιση των κοινωνικών τάξεων.

Οι κοινωνικές τάξεις

Στην αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Αθήνα, η ιδιομορφία του κοινωνικού συστήματος έδινε τη δυνατότητα μόνο στην κυρίαρχη τάξη (τους δουλοκτήτες) να πάρει ενεργητικό μέρος στη δημιουργία του πνευματικού και καλλιτεχνικού πολιτισμού και ο καλλιτέχνης είχε γίνει επώνυμος, δηλ. είχε αποσπαστεί από την ανωνυμία της ομάδας. Όμως εξακολουθούσε να είναι σφιχτά δεμένος μαζί της, γιατί η κυρίαρχη αντίθεση δεν ήταν τότε, ανάμεσα στα μέλη της ίδιας ομάδας, αλλά ανάμεσα στην ομάδα και τους δούλους, που φυσικά ήταν έξω από τη ζωή της ομάδας.

Ας μην ξεχνούμε ότι οι δούλοι, την εποχή εκείνη, ήταν κυρίως αιχμάλωτοι πολέμου και ανήκαν σε άλλες φυλές.

Οι πρίγκηπες

Από το Μεσαίωνα και πέρα μπορούμε να πούμε ότι αρχίζει η ριζική απόσπαση του καλλιτέχνη από τη μάζα. Τότε δημιουργούνται δύο κυρίως κέντρα. Το ένα με βάση τους πρίγκηπες της γης (φεουδάρχες) και το άλλο με βάση τους πρίγκηπες της εκκλησίας. Αργότερα, με την εμφάνιση της αστικής τάξης, προστίθενται και οι πρίγκηπες του κεφαλαίου. Τα κέντρα αυτά αρχίζουν να απορροφούν σιγά σιγά όλους τους προικισμένους καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Τους προσφέρουν τη δυνατότητα να ζήσουν καλύτερα, να αποκτήσουν φήμη. Μα προπαντός τους δίνουν όλα τα μέσα για να δημιουργήσουν. Αυτή η κατάσταση, για ένα μεγάλο διάστημα, έχει τα εξής αποτελέσματα: Από τη μια μεριά, η Τέχνη και η Σκέψη αρχίζουν να αναπτύσσονται με βάση τα κέντρα που προαναφέραμε. Από την άλλη, οι μεγάλες μάζες εξακολουθούν να εκφράζονται με τη λαϊκή παραδοσιακή τέχνη.

Η ανάπτυξη αυτών των δύο μεγάλων κλάδων της τέχνης, της έντεχνης και της λαϊκής, είναι αντίστροφη.

Έντεχνη και λαϊκή

Δηλαδή, όσο περισσότερο αναπτύσσονται και ακτινοβολούν τα κέντρα, τόσο περισσότερο ταλαντούχοι εγκαταλείπουν το περιβάλλον τους, δηλαδή το λαό και καταφεύγουν σ' αυτό που ονομάζω στα “εσωτερικά των τεχνών”, δηλαδή στις αυλές των πριγκήπων και των μεγαλοκεφαλαιοκρατών. Γι' αυτό το λόγο και η έντεχνη καλλιτεχνική δραστηριότητα παίρνει ολοένα και περισσότερο ορμητικούς ρυθμούς. Έχει όλο και περισσότερο εντυπωσιακά επιτεύγματα. Από την άλλη μεριά, όσο ο λαός απογυμνώνεται από τους ταλαντούχους, τόσο και πιο δύσκολα μπορεί να ανανεώνει τη λαϊκή καλλιτεχνική κληρονομιά, τόσο η λαϊκή τέχνη μένει περισσότερο παραδοσιακή παρά ζωντανή. Εντούτοις ο λαός έχει ακόμα τους δικούς του εκφραστικούς τρόπους ώστε να εξασφαλίζεται μέσα του η ισόρροπη ψυχική ανάπτυξη.

Η καταναλωτική κοινωνία

Το μεγάλο σχίσμα, η μεγάλη απόσταση, η μεγάλη διαίρεση του ίδιου του ανθρώπου, αρχίζει να οξύνεται μέσα στις διαδικασίες της “καταναλωτικής κοινωνίας”. Γιατί εδώ παρατηρούμε δύο βασικά φαινόμενα:

Πρώτον, η κουλτούρα γίνεται κι αυτή μια πανίσχυρη κεφαλαιοκρατική υπόθεση (δίσκοι, κινηματογράφος, εκδόσεις). Γι' αυτό το λόγο οι ανάγκες της για ανθρώπινα στελέχη, δηλαδή για ταλαντούχους, γίνονται όλο και πιο μεγάλες, σε βαθμό που να απορροφά το σύγχρονο κέντρο, που είναι η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση (εκδόσεις, τύπος, ραδιόφωνο, γκαλερί κλπ.) το σύνολο των ταλαντούχων μέσα από τους κόλπους του λαού.

Δεύτερον, η ραγδαία εκβιομηχάνιση, που είναι η βάση της “καταναλωτικής κοινωνίας”, αποσπά, με τη σειρά της, τους ίδιους τους απλούς ανθρώπους από το γεωγραφικό και το ιστορικό τους περιβάλλον. Με δυο λόγια, τους ξεριζώνει και τους πετά εδώ κι εκεί, ανάλογα με τις ανάγκες της, συνήθως γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, μέσα στις βιομηχανικές ζώνες.

Η πλήρης απόσπαση

Έτσι φτάνουμε στην πλήρη απόσπαση και αποξένωση του καλλιτέχνη από το λαό και του λαού από την καλλιτεχνική του παράδοση. Και για μεν το πρώτο, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ο δρόμος προς την αποξήρανση, το φορμαλισμό. Όμως για το δεύτερο, οι συνέπειες είναι φοβερές και περικλείουν θανάσιμους κινδύνους για το ίδιο το μέλλον του κοινωνικού συνόλου. Γιατί αυτές οι μάζες των αγροτών που ξεριζώνονται από την παράδοση δίχως στο μεταξύ να “επικοινωνούν” με μια σύγχρονη έντεχνη καλλιτεχνική λειτουργία, σημαίνει ότι δεν έχουν πια δυνατότητα να εκφρασθούν ψυχικά, συναισθηματικά, αισθητικά. Με άλλα λόγια παύουν να αναπτύσσονται ως προς τον ψυχικό, τον εσωτερικό τους κόσμο. Η ισορροπία θρυμματίζεται. Η κοινωνία, παρ' όλο που προχωρεί σε όλο και πιο θεαματικές τεχνικές κατακτήσεις, μπαίνει σε οξύτατη κρίση. Απόδειξη ότι όσο πιο ανεπτυγμένη στον τεχνικό τομέα μια κοινωνία σήμερα (ΗΠΑ – Καναδάς – Σουηδία) τόσο περισσότερο “άρρωστη” μας λένε ότι είναι (εγκληματικότητα, ψυχονευρώσεις, αλκοολισμός, αρρωστημένη σεξουαλικότητα, ναρκωτικά, αντικοινωνικές τάσεις, ύψος αυτοκτονιών κλπ.).

Χάνοντας τις κοινές ρίζες, που μόνο η παράδοση δημιουργεί, οι άνθρωποι στην ουσία κόβονται ο ένας από τον άλλον. Έτσι κάθε ενότητα – ταξική, πολιτική, συνδικαλιστική – έχει τελικά ένα λίγο πολύ επιφανειακό χαρακτήρα. Κατά τη γνώμη μου μονάχα η κουλτούρα μπορεί να ενώσει στη ρίζα τους τα άτομα μιας ομάδας, τάξης, έθνους, συνόλου εθνών. Ακόμα και σε διεθνή κλίμακα μπορεί να δει κανείς σήμερα μια τέτοια ενότητα, γιατί υπάρχει πραγματικά στο βάθος ενότητα της πανανθρώπινης κουλτούρας.

Το πρόβλημα είναι ότι ως σήμερα ούτε οι καλλιτέχνες, οι πνευματικοί άνθρωποι, ούτε οι πολιτικοί εκπρόσωποι, ούτε τα κόμματα αντιμετώπισαν σοβαρά το πρόβλημα της ενότητας της κουλτούρας και κυρίως της κοινωνικής πλέον ανάγκης για ομαδική έκφραση μέσα από τα ίδια έργα τέχνης που να βρίσκονται πάντοτε σε ίση απόσταση από το λαό και τον δημιουργό. Δηλαδή, να είναι κοινά επιτεύγματα. Σήμερα στον τομέα της κουλτούρας έχουμε τις εξής τάσεις.

Επίσημη τέχνη

Πρώτον: Την “επίσημη” φορμαλιστική τέχνη. Δηλαδή, αυτή που συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων “κέντρων” και που από πολύ καιρό, κατά τη γνώμη μου, έχασε τους εσωτερικούς της χυμούς.

Λαϊκή τέχνη

Δεύτερον: Τη λαϊκή τέχνη, ανώνυμων ή επώνυμων καλλιτεχνών, η οποία όμως υποχωρεί, όσο η εκβιομηχάνιση προχωρεί σε βαθιές ανακατατάξεις και ξεριζώματα μέσα στον ίδιο το λαό.

Τέχνη “εμπόρευμα”

Τρίτον: Την υπερπαραγωγή πολιτιστικών υπερπροϊόντων με τα οποία τα σύγχρονα κέντρα βομβαρδίζουν το ξεριζωμένο και απομονωμένο άτομο, επιδιώκοντας οικονομικό κέρδος, αλλά και προς ηρεμιστικόν γαργαλισμόν. Είναι γεγονός ότι αυτό το άτομο (ο μισθωτός) πρέπει να είναι ικανός να βγάζει ένα άλφα όγκο εργασίας καθημερινά, επομένως θα πρέπει να ενισχυθεί το νευροφυτικό του σύστημα με “ανάλαφρα” ξεκουραστικά κατασκευάσματα ώσπου να επανακτήσει τις χαμένες δυνάμεις κλπ. Αυτή η συνταγή είναι η βάση στην πολιτική για τη συγκρότηση των προγραμμάτων της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου και των εταιριών κινηματογράφου και φωνογραφικών δίσκων.

Έδωσα σε πολύ γενικές γραμμές ορισμένες μου σκέψεις για το ρόλο της κουλτούρας, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Αυτές οι σκέψεις αποτέλεσαν, άλλωστε, το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδόμησα ως σήμερα τόσο το έργο μου όσο και την καλλιτεχνική – και ως ένα βαθμό και την πολιτική – μου δραστηριότητα. Γνωρίζω ότι μια προσπάθεια δεν δικαιώνεται μονάχα μέσα στην ίδια τη ζωή. Είναι γεγονός ότι η προσπάθειά μου – το είπα και πιο πριν – έμεινε μετέωρη. Στα 1967 είχα την εντύπωση ότι θα έμπαινα από την “προϊστορία” της δημιουργικής μου δραστηριότητας στην κυρίως “ιστορία” της. Είχα κάνει την εκλογή μου – το Λαϊκό Ορατόριο, “Άξιον Εστί” και το μετασυμφωνικό έργο – και ήμουν έτοιμος να αφιερωθώ σ' αυτή τη προσπάθεια. Άλλωστε διέθετα την εποχή εκείνη μια Συμφωνική Ορχήστρα, Μικτή Χορωδία, Λαϊκή Ορχήστρα και όλα τα μέσα για να παρουσιάσω όλα τα ενδεχόμενα επιτεύγματα, τόσο τα δικά μου όσο και όλων των άλλων, μπροστά στο μεγάλο κοινό, που μπορούμε να πούμε ότι ήταν τότε σχεδόν όλος ο ελληνικός λαός. Σήμερα μια τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει.

ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Η ελληνική θρησκεία είναι η Κουλτούρα. Ο λαϊκός μας πολιτισμός δεν σημαίνει για το λαό μας μόνο τέχνη, μονάχα αισθητική απόλαυση. Σημαίνει ακόμα: την αγάπη της ελληνικής γλώσσας, της πεμπτουσίας της ελληνικής κληρονομιάς. Την πίστη στον άνθρωπο και τις μεγάλες αξίες, την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την τιμή, τη λευτεριά. Τη Ρωμιοσύνη.

Οι βαθύτερες ρίζες του Ελληνισμού είναι η εθνική μας κουλτούρα. Ανεβάζει τους πολυτιμότερους εθνικούς χυμούς προς τον κορμό του έθνους.

Χάρη σ' αυτούς διατηρηθήκαμε, νικήσαμε τους νικητές μας.
Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές και άτρωτες, ώστε είναι ικανές να θρέψουν, να στηρίξουν και να υψώσουν ένα γιγάντιο δέντρο. Μας εξασφαλίζουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον του λαού μας.

Από τα συμπεράσματα αυτά πηγάζουν οι ευθύνες και τα καθήκοντα των εκπροσώπων της ελληνικής κουλτούρας.

Ιδιαίτερα, όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής – γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με το λαό, μαζί με το έθνος στην πρώτη γραμμή και τότε η κουλτούρα γίνεται μαχόμενη. Για να διαφυλαχτεί η πεμπτουσία της με την εξασφάλιση της νίκης στην υπόθεση του λαού.

Ποια είναι τα καθήκοντα της μαχόμενης κουλτούρας στη χώρα μας;

Η κουλτούρα δεν αποτελεί φαινόμενο αυθύπαρκτο, αλλά σαν το δέντρο ριζώνει και αναπτύσσεται πάνω στο χώμα του λαού και σε συνέχεια – όπως συμβαίνει με τα δέντρα – βοηθάει το χώμα, το λαό, να ανανεωθεί, να πλουτιστεί.

Επομένως τα προβλήματα του λαού και του έθνους είναι και προβλήματα της κουλτούρας.

Όμως η Μαχόμενη κουλτούρα δε σταματά στις διαπιστώσεις. Προχωρεί στη δημιουργία – και στη μέσω της δημιουργίας χάραξη προοπτικής.

Χρέος μας είναι ενώ θα χτυπούμε το σκοτάδι, να προσπαθούμε συγχρόνως ν' ανοίγουμε παράθυρα προς το φως – προς το μέλλον.

Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΜΑΧΗ

Σήμερα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η κρίσιμη μάχη θα δοθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και στον αντί-άνθρωπο. Από την εποχή των σπηλαίων φτάσαμε, επί τέλους, μπροστά στη μεγάλη πύλη του ελευθερωμένου από την ανάγκη ανθρώπου. Δε μας χωρίζει πια παρά μονάχα ένα σκαλοπάτι. Που μονομιάς έγινε άβυσσος. Έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος από όσους πέρασε έως σήμερα η ανθρωπότητα. Το όπλο της τίγρης είναι τα νύχια. Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ είχε την πέτρα. Οι Έλληνες είχαν τα τόξα. Οι Σταυροφόροι τις λόγχες. Ο Χίτλερ τα κρεματόρια. Τον αντί-άνθρωπο στηρίζει η αδιαφορία των άλλων. Και πρώτιστα των δημιουργών. Των πνευματικών οδηγών.

Όμως είναι άραγε αδιαφορία ή κάτι βαθύτερο; Αν και ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα μέσα ενημέρωσης και διαφωτισμού, εντούτοις, από την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι μεγάλοι δημιουργοί όλο και λιγοστεύουν η πνευματική παραγωγή όλο και απασχολεί λιγότερο τις μεγάλες μάζες.

Εδώ και πολύ καιρό, τα μεγάλα γεγονότα που απασχολούν τη διεθνή κοινή γνώμη είναι ο πόλεμος, οι κοινωνικές αναταραχές και οι πολιτικές εξελίξεις. Πολύ λίγο τα επιστημονικά επιτεύγματα. Και σχεδόν καθόλου η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργική δραστηριότητα. Τα μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα βυθίζονται σταθερά μέσα στη λήθη.

Σ' αυτή τη κορυφαία στιγμή, αυτό που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του ανθρώπου, ο δημιουργός του πολιτισμού, ο καλλιτέχνης, ο πνευματικός οδηγός, είναι Απών. Απέναντι στον αντί-άνθρωπο που μας δολοφονεί, ο άνθρωπος, χωρίς την παρουσία του πνευματικού δημιουργού, μένει γυμνός και απροστάτευτος.

Που να οφείλεται, άραγε, αυτή η τραγική απουσία; Στα τελευταία πενήντα χρόνια η ανθρωπότητα πέρασε μέσα από μια σειρά βαθιές αλλαγές, που δημιούργησαν μια καινούργια εποχή. Λαοί σκλάβοι έγιναν ελεύθεροι. Τάξεις υπόδουλες έγιναν κυρίαρχες. Μάζες υπανάπτυκτες γνώρισαν την πρόοδο. Αγροτικές περιοχές εκβιομηχανοποιήθηκαν. Οι επαφές πολλαπλασιάστηκαν. Η διακίνηση των γνώσεων, των ιδεών, των ειδήσεων και των μαζών πήρε χαρακτήρα πρωτοφανή.

Μονομιάς η γη μας μίκρυνε. Τα σύνορα ουσιαστικά κατέρρευσαν. Η τυπογραφία, οι τηλεπικοινωνίες, η μαγνητοφώνηση, έφεραν μπροστά στις πύλες της πνευματικής δημιουργίας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Φαίνεται, όμως, ότι οι πνευματικοί δημιουργοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι μπροστά σ' αυτό το γιγαντιαίο παλιρροιακό κύμα των μαζών. Η καλλιτεχνική έκφραση που απευθυνόταν ως τότε σ' ένα επιλεγμένο κοινό, προχώρησε μέσα από τους δαιδάλους της τεχνικής προς νέες μορφές περίπλοκες – στρυφνές και αινιγματικές. Για να μπεις στα άδυτα του νέου έργου τέχνης, έπρεπε να διαθέτεις πολλά “ειδικά κλειδιά”.

Έτσι, ενώ ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός αποδεσμεύει όλο και μεγαλύτερες μάζες για να τις φέρει κοντά στο έργο τέχνης, το έργο τέχνης απευθύνεται όλο και σε πιο εξειδικευμένο κοινό. Έχουμε, δηλαδή, μιαν αντίστροφη πορεία, που τελικά απομονώνει τους σύγχρονους δημιουργούς και αφήνει το μεγάλο κοινό, τη στιγμή που μπόρεσε να κτυπήσει επί τέλους την πόρτα της Τέχνης, δίχως σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο που να το κατανοεί και να το συγκινεί. Με μια λέξη που το αφορά.

Όμως ο πνευματικός δημιουργός όχι μόνο βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά σ' αυτήν την αιφνίδια και ριζική αλλαγή. Φαίνεται ακόμη ότι αυτή η πολύγλωσση και πολυεθνική μάζα τον τρομάζει. Αισθάνεται έτσι την ανάγκη να αποσυρθεί.

Ο διψασμένος για πνευματικό – καλλιτεχνικό έργο λαός, όλες αυτές οι φρέσκες, γεμάτες υγεία και κίνηση δυνάμεις, δε θα βρουν νερό για να ξεδιψάσουν.

Παράλληλα μια άνευ προηγουμένου μαζική πλύση εγκεφάλου αρχίζει με επίκεντρο ένα νέο τύπο ζωής, στηριγμένο εξ ολοκλήρου σε υλικά αγαθά. Ολόκληρη η δημιουργική ζωτικότητα των μαζών αποξηραίνεται προοδευτικά από τους χυμούς της ανθρωπιστικής παιδείας, των ιδανικών και των οραμάτων, όπως μας τα προσφέρει το έργο τέχνης και γενικότερα η πνευματική δημιουργία. Μ' αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το “ιδεώδες” κοινωνικό περιβάλλον για να μπορέσει να σταθεί και να κυριαρχήσει ο αντί-άνθρωπος. Κορυφαία κοινωνία του τύπου αυτού, η κοινωνία των Η.Π.Α. Πνιγμένη, θα έλεγε κανείς, μέσα στα υλικά αγαθά, όμως παράλληλα αποξηραμένη από τους χυμούς των ανθρωπιστικών ιδανικών, σφαδάζει σήμερα μπροστά στη δολοφονική μανία του αντί-ανθρώπου, που ελέγχει εκατό τοις εκατό τον ίδιο τον σφυγμό αυτής της μεγάλης χώρας, επιβάλλοντας το νόμο του, που δεν είναι άλλος από το Νόμο της Ζούγκλας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το οικοδόμημα του αντί-ανθρώπου που είναι μια κολοσσιαία πυραμίδα, που η κορυφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φοβερό θερμοπυρηνικό οπλοστάσιο και η βάση της οι αποξηραμένες, οι σφαδάζουσες μέσα στο φαύλο κύκλο των υλικών απολαβών λαϊκές μάζες.

Προσωπικά, πιστεύω ότι εάν υπάρχουν σήμερα δύο δυνάμεις στον κόσμο για να σταματήσουν τον θρίαμβο του Νόμου της Ζούγκλας επάνω στη γη και αν η μία από τις δύο είναι ο φόβος για θερμοπυρηνικά αντίποινα, η άλλη είναι το σύγχρονο καλλιτεχνικό – πνευματικό έργο. Αυτό που θα ξαναδώσει στις τεράστιες λαϊκές μάζες όλους τους χυμούς της ανθρωπιάς μέσω του σύγχρονου, του ζωντανού έργου τέχνης, της σύγχρονης, της ζωντανής σκέψης.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ

Η πολιτική της κουλτούρας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ενιαίας αντιμετώπισης των εθνικών και κοινωνικών προβλημάτων μιας χώρας από την υπεύθυνη καθοδήγηση των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων. Αντανακλά τόσο τον βαθμό της ωρίμανσης των μαζών, όσο και την ωριμότητα και την ευαισθησία των ηγετικών πολιτικών δυνάμεων μπροστά στα προβλήματα της εσωτερικής δομής και ψυχικο-πνευματικής οικοδόμησης των εργαζομένων μαζών. Το μέτωπο της κουλτούρας, ευρύτατο και βαθύτατο, συνενώνει μέσα στα βάθη των κοινών καταβολών, καίρια και αποφασιστικά, σε μια συντριπτική εθνική πλειοψηφία, τα διαιρεμένα στην επιφάνεια άτομα. Είναι ο καλύτερος εργάτης της πολιτικής της ενότητας. Έτσι η πάλη για την πολιτιστική ενοποίηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πάλης για την επαναστατική μεταλλαγή της κοινωνίας.

Η δοκιμασία της πολιτικής της κουλτούρας περνά από δύο στάδια. Το πρώτο είναι το στάδιο της δημιουργίας. Το δεύτερο είναι το στάδιο της διάδοσης και αφομοίωσης της μέσα στις μεγάλες μάζες.

Τα ιδεολογικά πλαίσια στα οποία θα κινηθεί η δημιουργία δε χαράζονται ούτε υπαγορεύονται, αλλά επιβάλλονται μπροστά στη δημιουργική συνείδηση από την ακτινοβολία των ιδεών – τη δύναμη των ιδεολογικών ρευμάτων – την ταχύτητα και την ορμή των λαϊκών αγώνων.

Σε συνέχεια, καθοριστικός παράγοντας στέκεται η στάση του κοινού. Αν, δηλαδή, παθητικά και αδιάφορα δέχεται την πνευματική προσφορά ή αν ενεργητικά και δυναμικά συμμετέχει στους προβληματισμούς και τα επιτεύγματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Το πρώτο μας, λοιπόν, καθήκον είναι να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο, ώστε η φωνή των καιρών να φτάσει μπροστά στις πόρτες των δημιουργών. Ας μην ξεχνούμε πως η αστική τάξη έχει φροντίσει να οχυρώσει το δημιουργό και να τον περικυκλώσει με σοφά και ατελείωτα μονωτικά υλικά. Είναι έργο δικό μας να τον βοηθήσουμε να δει την ακτινοβολία των ιδεών, να νιώσει τη δύναμη των ιδεολογικών ρευμάτων και να να συγκλονιστεί από την ορμή των ανέμων που ξεσηκώνουν οι πατριωτικοί και κοινωνικοί αγώνες. Πως θα το πετύχουμε;

Χρειάζεται γι' αυτό να οργανώσουμε τις βάσεις που θα στηριχτεί αυτή η δουλειά, από όπου θα διοχετεύεται η ιδεολογική μας γραμμή μετουσιωμένη στην πολιτική της κουλτούρας.

Δηλαδή, να οργανώσουμε τη θεωρητική τοποθέτηση απέναντι στη σύγχρονη δημιουργία. Καθώς και την συγκεκριμένη πρακτική οργάνωση επαφής και διάδοσης του έργου τέχνης μέσα στο λαό.

Όλα αυτά, φυσικά, θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε ως ενιαίο σύνολο που εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη πολιτική και που οδηγεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Ας πάρουμε πρώτα τα ιδεολογικά πλαίσια μέσα στα οποία, όπως είδαμε, θα κινηθεί η δημιουργία. Τα πλαίσια αυτά αφορούν την ουσία - το περιεχόμενο της δημιουργίας. Εμείς, ως ιδεολογικό κίνημα, έχουμε υποχρέωση (και μπορούμε να το κάνουμε) να διεισδύσουμε με το στοχασμό μέσα στη πεμπτουσία των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που δημιουργούν την ιστορία, προβάλλοντας τον ρόλο των ιδεών στο σχηματισμό των ισχυρών ρευμάτων που οδηγούν τις κοινωνίες προς τα εμπρός. Με δύο λόγια, πρέπει σε κάθε στιγμή ο λόγος μας – είτε είναι τοποθέτηση είτε κριτική – να είναι αποκαλυπτικός. Να προβάλλει τις καθολικές ισχυρές γραμμές που συνθέτουν και καθορίζουν την ιστορική πορεία.

Όμως τα ιδεολογικά πλαίσια δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι δύο όχθες που ανάμεσά τους κυλάει το ποτάμι. Όμως κατά που θα κυλήσει το ποτάμι; Ποια θα πρέπει να είναι η πορεία; Προς ποια κατεύθυνση; Με ποιούς στόχους;

Αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα πολυσύνθετο και δύσκολο.
Και πρώτα-πρώτα : Πρέπει να χαράζεται μια τέτοια πορεία;
Δεύτερον : Μπορεί να χαράζεται;
Τρίτον : Αν πρέπει και μπορεί, με τί τρόπους θα περάσει μέσα στην πράξη, μέσα στη ζωή;

Όπως είδαμε και στην αρχή, η πολιτική της κουλτούρας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ενιαίας αντιμετώπισης των εθνικών και κοινωνικών προβλημάτων μιας χώρας από την υπεύθυνη καθοδήγηση των προοδευτικών της πολιτικών δυνάμεων.

Αυτό σημαίνει ότι πλάι στη χάραξη των γενικών πολιτικών στόχων πρέπει το ίδιο το κίνημα να επισημαίνει και τους στόχους του πνευματικού – καλλιτεχνικού κινήματος, σε σχέση με την κίνηση των μαζών.

Εμείς λ.χ. επιδιώκουμε σήμερα τη συνένωση όλων των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων του έθνους σ' ένα τεράστιο πατριωτικό δημοκρατικό μέτωπο, που θα οδηγήσει τη χώρα στην εθνική ανάπλαση και αναγέννηση.

Νομίζω ότι ακόμα και μέσα από αυτήν την υπεραπλουστευμένη μορφή της πολιτικής πορείας, μπορούμε να δούμε ποια θα πρέπει να είναι η συγκεκριμένη σημερινή κατεύθυνση της ελληνικής κουλτούρας.

Αναζήτηση και προβολή του βαθύτατου προοδευτικού εθνικού χαρακτήρα μέσα σε όλη την κλίμακα της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ένας τέτοιος στόχος μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σειρά συγκεκριμένες κατευθύνσεις μέσα σε όλους του κλάδους της τέχνης, λ.χ.:

- Για ένα ελληνικό θέατρο.
- Για μια ελληνική μουσική.
- Για μια ελληνική ζωγραφική.
- Για ένα ελληνικό κινηματογράφο.
- Και σήμερα: Για μια ελληνική τηλεόραση.

Να δούμε έτσι την τέχνη όχι μόνο ως ένα από τους κύριους φορείς που οδηγούν προς την εθνική αναγέννηση, αλλά και ως ένα από τους βασικούς στόχους της εθνικής αναγέννησης. Δηλαδή, παλεύουμε για να δημιουργήσουμε μια μεγάλη Ελληνική Σχολή Τέχνης, που να αποτελέσει σταθμό μέσα στην παγκόσμια πορεία της τέχνης.

Είναι αυτονόητο ότι κάτω από την επίδραση κοινών ιδανικών, η κάθε δημιουργική συνείδηση αντιδρά διαφορετικά. Δεν είναι ένας αλλά πολλοί οι δρόμοι που οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση , που αναζητούν τον ίδιο στόχο. Έτσι ο κάθε καλλιτέχνης θα εκφράσει με τα δικά του μέσα την κοινή γενική τάση, το κοινό γενικό περιεχόμενο.

Επομένως, το πρόβλημα της έκφρασης και της επιλογής των εκφραστικών μέσων, με μια λέξη το πρόβλημα της μορφής, αποτελεί δικαίωμα του δημιουργού. Καμία δύναμη πολιτική, κρατική ή κομματική δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει. Αν το κάνει, τότε αυτό αποτελεί πράξη σκοταδισμού. Σημαίνει “αντίδραση”!


Σχόλια