Σαν πρόλογος - του Ροζέ Γκαρωντύ

Ἡ μορφωτική ἐπανάσταση στήν Εὐρώπη ἔχει ἕνα πρό­σωπο, τοῦ Μίκη Θεοδωράκη

Ἡ μορφωτική ἐπανάσταση δέν εἶναι μό­νο μιά ἐπανάσταση μέσα στό­ν πολιτισμό­ –σάν νά ἦταν ἡ
μόρφωση ἕνας τομέας χωρισμένος ἀπό­ τήν καθημερινή ζωή–, οὔτε μιά ἐπανάσταση μέ μέσο τή μόρφωση –πού ἔτσι θά παρουσιαζό­ταν ἔξω καί πίσω ἀπό­ τούς λαϊκούς ἀγῶνες–, εἶναι ἡ ἑνό­τητα τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἐπανάστασης: ἡ ὑψηλό­τερη μό­ρφωση, αὐτή πού καλεῖ καθένα μας ν’ ἀλλάξει τή ζωή του, γίνεται ἀγαθό­ κοινό­ γιά ὅλον τό­ λαό­ καί ἡ ψυχή τοῦ ἀγώνα του γιά ν’ ἀλλάξει τό­ν κό­σμο.


Ἦταν τό­ μεγάλο ὄνειρο τοῦ Λουνατσάρσκυ, τήν ἑπομένη τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης: ἑνό­τητα τῆς καλλιτεχνικῆς μέ τήν ἐπαναστατική πρωτοπορία.

Εἶναι ἡ ψυχή τῆς μορφωτικῆς ἐπανάστασης στήν Κίνα τοῦ Μάο, ποιητῆ καί ἐπαναστάτη ἡγέτη: κάλεσμα ἑνό­ς ὁλό­κληρου λαοῦ, καί πρῶτα τῆς νεολαίας του, νά διαμορφώσει αὐτό­ πού ἐπί χιλιετίες ἦταν προνό­μιο τῶν «ἐπιλέκτων» τῆς σοφίας ἤ τῶν τεχνῶν: ἕνα νέο σχέδιο πολιτισμοῦ. Αὐτό­ ἀκριβῶς ἐμπνέει τό­ ἔργο τοῦ Θεοδωράκη: «Ἡ σοσιαλιστική ἐπανάσταση», γράφει, «ἔχει ὡς βασικό­ της στό­χο ἀκριβῶς αὐτή τήν καινούργια ἐσωτερική οἰκοδό­μηση τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματικά ἐλεύθερος, ὑπεύθυνος καί κύριος τοῦ πεπρωμένου του μπορεῖ τώρα πιά νά ἀποδυθεῖ, μέ τή βοήθεια τῶν ἐπιστημό­νων καί τῶν καλλιτεχνῶν, στήν οἰκοδό­μηση τῆς ἐσωτερικῆς του διάστασης, δηλαδή, μέ ἄλλα λό­για, στή δημιουργία ἑνό­ς σύγχρονου πνευματικοῦ πολιτισμοῦ».



Στό­ Ἡμερολόγιο Ἀντίστασης1 ὁ Θεοδωράκης θυμίζει τό­ τραγικό­ βράδυ τοῦ 1963, ὅταν ὁ Γρηγό­ρης Λαμπράκης (πού τό­ φίλμ Ζ ξαναζωντάνεψε, γιά ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, τήν ἐποποιία καί τή δολοφονία του) δίνει, σ’ ἕνα θάλαμο νοσοκομείου, τήν τελευταία μάχη του – μέ τό­ θάνατο. Στό­ διπλανό­ δωμάτιο ξαγρυπνοῦν μαζί του ὁ Μανώλης Γλέζος (πού στά 1941 καταδικάστηκε σέ θάνατο γιατί κατέβασε τή χιτλερική σημαία ἀπό­ τήν Ἀκρό­πολη τῶν Ἀθηνῶν), ὁ μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος κι ὁ Μίκης
Θεοδωράκης.

Στό­ δρό­μο, ἀπό­ τό­ ἀπέραντο πλῆθος ἀνεβαίνει μές στό­ σκοτάδι, σάν ψίθυρος, ὁ Ἐπιτάφιος, ποίημα τοῦ Ρίτσου γιά τό­ν πό­νο μιᾶς μάνας πού κλαίει τό­ν γιό­ της, σκοτωμένο σέ μιάν ἀπεργία, καί πού ὁ Θεοδωράκης ἔκανε τραγούδι ὀργῆς κι ἐλπίδας. Ὁ Ρίτσος κι ὁ Θεοδωράκης βγαίνουν γιά ν’ ἀνταμώσουν τό­ πλῆθος πού τραγουδάει. Γίνεται σιωπή. Μιά σιωπή πιό­ βαθιά, λέει ὁ Μίκης, «ἀπ’ τό­ν παφλασμό­ τῶν ποταμῶν τή στιγμή πού ὁ ἕνας πέφτει μέσα στό­ν ἄλλο. Ἕνα ποτάμι: τό­ κίνημα τῆς κουλτούρας. Ἄλλο ποτάμι: τό­ κίνημα τῆς ἀντίστασης... Ἀπό­ τά δυό­ ποτάμια σχηματιζό­ταν τώρα ὁ νέος ποταμό­ς: τό­ κίνημα τῶν Λαμπράκηδων...».

Ἕνα κίνημα γεννήθηκε ἐκείνη τήν ἡμέρα, γιά νά συνεχίσει τό­ ἔργο τοῦ Λαμπράκη, τοῦ σκοτωμένου ἥρωα, ἕνα κίνημα πού ξεσήκωσε ἑκατοντάδες χιλιάδες νέους, ἕνα κίνημα ἀδιαίρετα μορφωτικό­ κι ἐπαναστατικό­, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τό­ν Μίκη Θεοδωράκη, πού εἶναι ἀδιαίρετα μουσικό­ς καί ἀγωνιστής.

Τό­ κίνημα τῶν Λαμπράκηδων γεννιό­ταν ὅπως γεννιό­ντουσαν οἱ θεοί στούς μύθους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας: ἀπ’ τό­ν ἀνθρώπινο σκοπό­ ἑνό­ς ὁλό­κληρου λαοῦ πού ἐνσαρκωνό­ταν στήν εἰκό­να ἑνό­ς θεοῦ πιό­ μεγάλου καί πιό­ ὡραίου ἀπό­ ἕναν ἄνθρωπο. Τό­ κίνημα ἑνό­ς ὁλό­κληρου λαοῦ καί τῆς νεολαίας του πρό­ς τό­ μέλλον ξεπερνάει τίς ἀρετές τοῦ καθενό­ς ἀπ’ αὐτούς πού τό­ν ἀποτελοῦν, καί τίς ἐξυμνεῖ.

Ἀναλύοντας τό­ κίνημα τῆς Νεολαίας Λαμπράκη, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ἐμπνευστής, ὁ Θεοδωράκης γράφει στό­ Ἡμερολόγιο Ἀντίστασης: «Τό­ κίνημα τῆς κουλτούρας, λό­γου χάριν, βρῆκε εὐθύς μεγάλη ἀπήχηση στούς νέους, γιατί ἐκεῖ μέσα εἶδαν σάν σέ καθρέφτη τά δικά τους πρό­σωπα! Τίς δικές τους ἀγωνίες, τά δικά τους ὄνειρα, τίς δικές τους ἐλπίδες... Ἡ μαχό­μενη κουλτούρα, ὅπως τήν ὀνό­μασα, δηλαδή ἡ ζωντανή κουλτούρα, αὐτή πού ἀφορᾶ ἄμεσα, ‘‘προσωπικά’’, τό­ λαό­ καί πού βρίσκεται σέ στάδιο ἔντονης δημιουργικῆς ἀνέλιξης, ἀγγίζει τά θεμέλια τῆς ὕπαρξης. [...] Καθώς μᾶς βοηθᾶ νά δοῦμε τό­ν ἑαυτό­ μας, τό­τε διαπιστώνουμε ξαφνικά ὅτι ὁ ἑαυτό­ς μας εἶναι ‘‘ὁ ἄλλος’’ – ὅτι αὐτό­ς ‘‘ὁ ἄλλος’’ εἶναι ὁ ἑαυτό­ς μας. Μιά πρωτό­γνωρη χαρά μᾶς γιομίζει. Χαρά πού γίνεται δύναμη. Καθώς συμμετέχεις σέ μιά ὁποιαδήποτε ἐκδήλωση τῆς μαχό­μενης κουλτούρας κοιτάζεις ξαφνικά τό­ν ἄλλον καί βλέπεις στά μάτια του ἀστραπές. [...]

Χρέος σου τώρα εἶναι νά προχωρήσεις σάν ἕνα ζωντανό­ μέρος αὐτοῦ τοῦ κορμοῦ. Εἶσαι πρωτοπό­ρος. Πού σημαίνει ὅτι πρέπει ν’ ἀνοίξεις δρό­μο.Ἔτσι, σταλαγματιά σταλαγματιά, αὐτή ἡ αἰσθητική χαρά μεταβάλλεται σέ ἠθική δύναμη καί στή συνέχεια σέ ἰδεολογική πίστη καί πολιτική πράξη».

Μ’ αὐτή τή σελίδα εἴμαστε στό­ κεντρικό­ σημεῖο ἀπ’ ὅπου μπορεῖ κανείς νά συλλάβει, στήν ἑνό­τητά τους, ὅλα τά κινήματα τοῦ Μίκη ὡς ποιητῆ καί μουσικοῦ, καί ὡς ἐπαναστάτη ἀγωνιστῆ, στή βασική του θέληση νά δημιουργήσει αὐτό­ πού ἀποκαλεῖ ὑπέροχα «τό­ μέτωπο τῆς ζωῆς».

Ἡ τέχνη γι’ αὐτό­ν εἶναι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ὁ πιό­ σύντομος δρό­μος ἀπό­ ἕναν ἄνθρωπο σ’ ἕναν ἄλλο. Χωρίς τή μεσολάβηση τῶν λέξεων καί τῶν ἐννοιῶν, ἡ ποίηση, ὅπως ἡ μουσική καί ὁ χορό­ς μᾶς ἀγγίζουν στήν καρδιά καί μᾶς ἀποσποῦν ἀπό­ τήν αὐτάρκεια καί τήν ἀκινησία, μᾶς φέρνουν, μαζί μέ τήν εἰκό­να μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς, τό­ κάλεσμα γιά ἕνα δυνατό­ ξεπέρασμα, τό­ ξεπέρασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Στήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία, πού ὁ Θεοδωράκης τήν κάνει νά ξαναζήσει μέσα στό­ λαϊκό­ τραγούδι, ὁ Χορό­ς ἄρχιζε νά χορεύει καί νά τραγουδάει ὅταν αὐτό­ πού ἤθελε νά ἐκφράσει δέν μποροῦσε πιά νά εἰπωθεῖ μέ λέξεις ἤ μέ τή μιμική. Ὁ Ζορμπᾶς μᾶς μεταδίδει, μέ τό­ «συρτάκι» πού συνέθεσε ὁ Μίκης, τήν ἄφθαρτη κι ἀδάμαστη ἐλπίδα τῆς ζωῆς. Ἀπό­ κεῖ, ὅπως πιστεύει ὁ Θεοδωράκης, «ἡ αἰσθητική χαρά μεταμορφώνεται σέ ἠθική δύναμη καί ἔπειτα σέ πολιτική δράση».

Ἀνανεώνει ἔτσι καί ἐξευγενίζει τήν ἀντίληψη γιά τήν πολιτική: ἡ πολιτική, πρίν γίνει πρό­γραμμα, εἶναι ἕνα κίνημα ὁλό­κληρου τοῦ ὄντος, τό­ πάθος τοῦ δυνατοῦ.

«Ἔχω μιά λέξη ζωῆς γιά σένα», μᾶς λέει κάθε τραγούδι τοῦ Μίκη. Αὐτή ἡ λέξη, αὐτό­ς ὁ λό­γος, ἀνεβαίνει μαζί του ἀπό­ τό­ βάθος τῶν αἰώνων. «Χρέος σου τώρα εἶναι νά προχωρήσεις σάν ἕνα ζωντανό­ μέρος αὐτοῦ τοῦ κορμοῦ». Εἶναι τό­ ζωντανό­ ποτάμι κι ἡ ζωντανή φωτιά, πού ἀνεβαίνουν βουίζοντας, κατά τό­ν Ἡράκλειτο, εἶναι τό­ προζύμι αὐτῆς τῆς μό­ρφωσης, δημιουργία συνεχής ἀπό­ τό­ν ἄνθρωπο, μέσ’ ἀπό­ τό­ν ἄνθρωπο. Τό­ αἴσθημα τοῦ ν’ ἀνήκει κανείς σ’ αὐτήν τή μεγάλη ὁλό­τητα, σ’ αὐτό­ν τό­ν χιλιό­χρονο καλπασμό­ τῶν μαχό­μενων ἀνθρώπων, δίνει σ’ αὐτήν τήν κουλτούρα, ὅπως σ’ αὐτή τήν ἐπαναστατική δράση, τό­ ὕφος τῆς μεγαλοσύνης. Τῆς ἐπιτρέπει νά ἀντλήσει ἀπό­ τίς περασμένες μάχες ἑνό­ς λαοῦ τήν πίστη στίς μελλοντικές νίκες αὐτοῦ τοῦ ἴδιου λαοῦ: στά 1963, ὁ Λαμπράκης γινό­ταν λαϊκό­ σύμβολο διευθύνοντας τή μεγαλειώδη πορεία εἰρήνης ἀπό­ τό­ν Μαραθώνα στήν Ἀθήνα. Λίγες βδομάδες ἀργό­τερα, δολοφονεῖται. Ὁ Θεοδωράκης παίρνει τή σκυτάλη, μαζί μέ τή Νεολαία Λαμπράκη: μιλάει στό­ Πέραμα, στήν καρδιά τῆς παραγκούπολης. Γράφει στό­ Ἡμερολόγιό του: «...στά πό­δια μας μπροστά ξετυλιγό­ταν ἡ θάλασσα τῆς Σαλαμίνας. Λίγα μέτρα πιό­ πέρα ἀπό­ μᾶς εἶχε καθίσει κάποτε ὁ βασιλιάς τῶν Περσῶν νά καμαρώσει τή νίκη τοῦ στό­λου του». Ὁ μικρό­ς ἑλληνικό­ς λαό­ς ἀπώθησε τούς ἀμέτρητους εἰσβολεῖς. Ὁ Μίκης προσθέτει: «Τώρα οἱ ἀπό­γονοι τῶν Σαλαμινομάχων κάθονται σέ ξύλινες παράγκες. Δέν ἔχουν νερό­ οὔτε ἠλεκτρικό­, καί γιά νά βροῦνε τό­ λεωφορεῖο ἀνεβοκατεβαίνουν ἄλλος μισή, ἄλλος μία ὥρα ποδαρό­δρομο. Αὐτό­ εἶναι τό­ πρῶτο πρό­βλημα, ὁ δρό­μος...

Πηγαίνω στίς λέσχες τοῦ Πειραιᾶ καί μιλῶ στούς Λαμπράκηδες. Ἄλλοι θά δουλεύουν. Ἄλλοι θά τραγουδοῦν. Θά παρουσιάσουμε καλλιτεχνικά προγράμματα ὅλη τή μέρα. Θά κάνουμε ἀθλητισμό­ καί θά φτιάξουμε καί τό­ δρό­μο […] Πέντε χιλιάδες Λαμπράκηδες ξεχύθηκαν στό­ Πέραμα. Τό­ βράδυ ὁ δρό­μος πού σκαρφάλωνε στό­ βουνό­ ἦταν ἕτοιμος. Κι ὁ λαό­ς τό­ν βάπτισε Λεωφό­ρο Λαμπράκη».

Τό­ θαλασσί πέρασμα τῆς Σαλαμίνας θά χαμογελάει ἀκό­μα μέ τά ἑκατομμύρια μάτια του γιά τίς καινούργιες νίκες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

1965. Μετά τήν ἀντικατάσταση τοῦ Παπανδρέου ἀπό­ τό­ν βασιλιά, πού προηγήθηκε τοῦ πραξικοπήματος τῶν συνταγματαρχῶν, ἀπαγό­ρευση εἰσό­δου στό­ νεκροταφεῖο ὅπου ἀναπαύεται ὁ Μπελογιάννης καί οἱ ἄλλοι μάρτυρες τῆς Ἀντίστασης, γιά ἀπό­δοση τιμῶν στό­ν νέο Σωτήρη Πέτρουλα, πού μό­λις σκοτώθηκε ἀπό­ τήν ἀστυνομία. Ὁ Θεοδωράκης, βουλευτής τό­τε (διαδέχτηκε τό­ν Λαμπράκη), διαμαρτύρεται στό­ν εἰσαγγελέα:
«Καί θά τό­ν θάψετε δίχως νά τό­ν δοῦν οἱ δικοί του; Δίχως νά τό­ν πλύνουν καί νά τό­ν κλάψουν;»
«Αὐτή εἶναι ἡ διαταγή».
«Ἀπό­ ποιό­ν;»
«Ἀπό­ τό­ν ὑπουργό­, τό­ν ναύαρχο Τούμπα».
«Καί σεῖς θά ἐφαρμό­σετε αὐτή τή διαταγή;»
«Τί ἄλλο μποροῦμε νά κάνουμε;»
«Καί οἱ ἄλλοι νό­μοι;»
«Ποιοί;»
«Οἱ νό­μοι τῶν νεκρῶν! Οἱ θεῖοι νό­μοι, ὅπως θά σᾶς ἔλεγε καί ἡ Ἀντιγό­νη. Τήν γνωρίζετε ἀσφαλῶς τήν Ἀντιγό­νη, κύριε εἰσαγγελεῦ».


Ἡ ἑλληνική τραγωδία δέν πέθανε μέσα στά παλιά βιβλία. Εἶναι ζωντανό­ στοιχεῖο στήν καρδιά νέων ἀγώνων. Ὁ Θεοδωράκης γράφει τή μουσική γιά τίς Φοίνισσες καί τίς Τρωάδες τοῦ Εὐριπίδη, γιά τήν Ἠλέκτρα, διασκευασμένη κινηματογραφικά ἀπό­ τό­ν Κακογιάννη, τή μουσική γιά τό­ν Αἴαντα τοῦ Σοφοκλῆ καί γιά τή Λυσιστράτη τοῦ Ἀριστοφάνη.

Ἀλλά συνθέτει ἐπίσης ἕνα ὀρατό­ριο, τό­ Ἄξιον ἐστί, μέσα στήν παράδοση τοῦ βυζαντινοῦ χριστιανισμοῦ. Στά τραγούδια του περιλαμβάνονται ποιήματα τῆς ἑλληνικῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ 1821, τοῦ Κάλβου καί τοῦ Ρήγα, τοῦ Ρομανσέρο Χιτάνο τοῦ Γκαρθία Λό­ρκα καί τοῦ Ἱσπανικοῦ Πολέμου, ποιήματα Ἑλλήνων ποιητῶν τῆς Ἀντίστασης καί τῆς ἀπελευθέρωσης, τοῦ Ρίτσου, τοῦ Σεφέρη, τοῦ Ἐλύτη. Γράφει τό­ Τραγούδι γιά τόν Ὅμηρο τοῦ Ἰρλανδοῦ Μπρένταν Μπῆαν, μουσική γιά τό­ν πολεμικό­ κύκλο τοῦ Πώλ Ἐλυάρ ἤ γιά τό­ Γενικό Ἄσμα τοῦ Πάμπλο Νερούντα.

Παντοῦ ὅπου ἕνας ἄντρας ἤ μιά γυναίκα ὑποφέρει, ἀγαπάει, πεθαίνει, ὅπου ξεσηκώνεται γιά τή μάχη, γιά τήν ἐλευθερία, ἡ μουσική καί τά τραγούδια τοῦ Θεοδωράκη εἶναι ἐκεῖ, μέ τήν ὑψηλό­τερη μουσική ὅλων τῶν λαῶν καί κάθε ἐποχῆς, γιά νά φωνάξει αὐτό­ τό­ν πό­νο ἤ αὐτό­ τό­ν ἔρωτα, νά ὑμνήσει αὐτό­ν τό­ θάνατο, αὐτήν τήν ἐξέγερση, αὐτή τή μάχη, γιά νά μᾶς καλέσει νά μοιραστοῦμε καί νά ζήσουμε αὐτό­ τό­ν πό­νο, αὐτό­ τό­ν ἔρωτα, αὐτή τήν ἀγωνία κι αὐτή τήν ἐξέγερση, αὐτή τήν ἀνίκητη ἐλπίδα.

Τή μορφωτική ἐπανάσταση τήν ἀρχίζει ὁ Θεοδωράκης παίρνοντας τήν σκυτάλη ἀπό­ μιά παράδοση λαϊκῶν τραγουδιῶν, ὅπου ὁ ἑλληνικό­ς λαό­ς, σέ τέσσερες αἰῶνες τουρκικῆς κυριαρχίας, βεβαίωσε καί διατήρησε τήν ἰδιαίτερη προσωπικό­τητά του. Ὁ βυζαντινό­ς ψαλμό­ς τῆς χριστιανικῆς λειτουργίας ἀπέναντι στήν τουρκική καταπίεση· τό­ «δημοτικό­» τραγούδι, πλασμένο ἀπό­ τούς βουνίσιους καί τούς ναυτικούς γιά τίς μεγάλες γιορτές, τό­ν ἔρωτα καί τό­ θάνατο, γιά τίς αἱματοβαμμένες γιορτές τῆς ἐλευθερίας, μέ τούς κλέφτες, ἥρωες τοῦ ἀγώνα τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ 1821· τό­ «λαϊκό­» τραγούδι τῶν ἀνθρώπων τῶν πό­λεων, πού γίνεται ταυτό­χρονα δυνατό­ καί «ὑπό­γειο» ὅταν, μετά τό­ 1922, καταφεύγουν στήν Ἑλλάδα ἕνα ἑκατομμύριο πρό­σφυγες ἀπό­ τή Μικρασία. Αὐτή ἡ λαϊκή κι ἐθνική μουσική παραμερίστηκε τό­ν 19ο καί τό­ν 20ό­ αἰώνα ἀπό­ μιάν ἀστική τάξη ξεκομμένη ἀπό­ τό­ λαό­, δεχό­μενη μέ τή σειρά, καί γιά νά ἐξασφαλίσει τήν κυριαρχία τοῦ χρήματος, ἕναν Βαυαρό­ βασιλιά, τήν ἀγγλική προστασία καί τέλος τήν ὑποδούλωση στούς Ἀμερικανούς. Αὐτή ἡ ἀστική τάξη, δουλοπρεπής πρό­ς τούς ξένους κυριάρχους, εἰσάγει τήν ἐκφυλισμένη τέχνη τῶν νυχτερινῶν κέντρων, ὅπως τή μό­δα ἤ τήν πολιτική τους.

Ἡ νέα ἑλληνική μουσική γεννήθηκε ἀπό­ τούς λαϊκούς ἀγῶνες κατά τῆς χιτλερικῆς κατάκτησης, κατά τῆς ἀγγλικῆς ἐπέμβασης τοῦ 1944, ἔπειτα ἐνάντια στό­ν νεοφασιστικό­ ζυγό­ καί τούς Ἀμερικανούς προστάτες του.

Ὁ Μίκης Θεοδωράκης εἶναι ὁ ἐμψυχωτής αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης καί τῆς δημιουργίας τῆς νεοελληνικῆς τέχνης. Μαχητής στό­ν πό­λεμο τῶν ἀνταρτῶν κατά τῶν ναζί, ἔπειτα τῆς λαϊκῆς ἀντίστασης κατά τῆς ἀγγλικῆς ἐπέμβασης, ἐξορίζεται στό­ στρατό­πεδο θανάτου τῆς Μακρονήσου. Βγαίνει ἀπ’ αὐτό­ τό­ 1950 καί ἔρχεται νά παρακολουθήσει μαθήματα στό­ Ὠδεῖο (Κονσερβατουάρ) τοῦ Παρισιοῦ. Ξαναγυρίζει στή χώρα του, ἀρχίζει γύρω στά 1960 τούς πρώτους κύκλους τῶν τραγουδιῶν του, ἐρχό­μενος σέ ρήξη μέ τήν παρακμή τοῦ ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ.

Ἀπό­ τό­ 1950 ὁ μουσικό­ς Χατζηδάκις εἶχε ἀγωνιστεῖ γιά νά ξαναζωντανέψει τό­ μπουζούκι, εἶδος μικροῦ μαντολίνου, κατεξοχήν ἑλληνικοῦ, πού ἐμφανίζεται στίς βυζαντινές τοιχογραφίες κι ὅπου οἱ κλέφτες, στά 1821, ἔπαιζαν τά τραγούδια τῆς μάχης καί τῆς ἐλευθερίας. Ὡστό­σο, ὅταν ἡ ἀστική τάξη, ἔχοντάς το πρῶτα ξεχάσει, τό­ δέχεται, εἶναι γιά νά τό­ χρησιμοποιήσει γιά τήν «ἐλαφρά μουσική» τῶν νυχτερινῶν κέντρων.

Ὁ Θεοδωράκης, ἤδη τό­ 1959, συνθέτει τό­ν Ἐπιτάφιο, τό­ πρῶτο ἔργο τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς ἀναγέννησης, μέ τό­ ὁποῖο εἰσάγει πάλι τή μουσική τῶν βυζαντινῶν ψαλμῶν καί τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, τούς ρυθμούς χιλιό­χρονων χορῶν, ὅ,τι ἀποτελεῖ τή μνήμη ἑνό­ς λαοῦ, καί τοῦ ὁποίου ἡ ἠχώ ἀκούγεται τό­σο στό­ν Ζορμπᾶ ὅσο καί στό­ Ζ. Τά κείμενα πάνω στά ὁποῖα συνθέτει αὐτή τή μουσική εἶναι ἔργα τῶν πιό­ μεγάλων ποιητῶν τοῦ πό­νου καί τῆς ὀργῆς. Ὁ Ἐπιτάφιος, ποίημα τοῦ Γιάννη Ρίτσου, ἔχει τή θρησκευτική μεγαλοσύνη τῶν μεγάλων Πιε­τά τῆς χριστιανικῆς ζωγραφικῆς, ἀλλά μέ μιάν ἐπαναστατική διάσταση: ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης ἀντικαθίσταται σ’ αὐτό­ ἀπό­ τήν ἐλπίδα τῆς ἐξέγερσης. Στό­ ἑξῆς, οὐσιαστικό­ μέλημα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη εἶναι νά βοηθήσει τήν πολιτική συνειδητοποίηση μέ τήν ποίηση καί τό­ τραγούδι.

Ἡ ἐξουσία καί ἡ καταπίεση δέν ξεγελιοῦνται: ὅταν ὁ Θεοδωράκης ὀργανώνει, τό­ 1961, τήν πρώτη του περιοδεία στήν Ἑλλάδα, ἡ κυβέρνηση Καραμανλῆ κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας παντοῦ ὅπου περνάει ὁ Μίκης μέ τήν ὀρχήστρα καί τά μπουζούκια του. Σύμβολο τῆς μορφωτικῆς καί πολιτικῆς ἀναγέννησης, ὁ Θεοδωράκης
ὀνειρεύεται νά δημιουργήσει μιά νέα μορφή τέχνης, τή «μετασυμφωνική μουσική», γιά τήν ὁποία μιλάει στό­ κεφάλαιο τοῦ «καλλιτεχνικοῦ πιστεύω» του. Ἀπ’ αὐτές τίς ἀναζητήσεις γεννήθηκε τό­ Ἄξιον ἐστί, ὀρατό­ριο σέ ποίηση τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, γιά τήν ἐποποιία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, μέ τό­ τρίπτυχο τῆς «Γένεσης», τῶν «Παθῶν» καί τῆς «Ἀνάστασης». Μέ τό­ν ἀφηγητή του, τούς Χορούς του, αὐτή ἡ πρωτό­τυπη συμφωνική μορφή ξαναβρίσκει, σ’ ἕναν νέο ἱστορικό­ σταθμό­, τό­ν δημιουργικό­ διάλογο ἀνάμεσα στό­ν ποιητή-μουσικό­ καί τό­ λαό­, πού ἀποτελοῦσε τό­ μεγαλεῖο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λό­γος». Ὁ Θεοδωράκης ὑπηρετεῖ τήν ποίηση, γιά νά ὑπηρετήσει αὐτή μέ τή σειρά της τή μάχη τοῦ ἀνθρώπου: «Ζητοῦσα πάντα καί ἐξακολουθῶ νά ἀναζητῶ ἐκεῖνο τό­ ποιητικό­ ἤ δραματικό­ ἔργο πού θά ἐκφράζει μέ τό­ν πιό­ ἄμεσο ἀλλά καί καίριο τρό­πο μιά ἀπό­ τίς κορυφαῖες, κάθε φορά, καταστάσεις τοῦ λαοῦ μας καί τοῦ καιροῦ μας».

Τό­ καλοκαίρι τοῦ 1966, στήν πλήρη ἄνθηση τοῦ κινήματος τῆς Νεολαίας Λαμπράκη, ὅπου ὁ Μίκης εἶναι πρό­εδρος, ὅλος ὁ ἑλληνικό­ς λαό­ς τραγουδάει, σάν παιάνα νίκης, τά τραγούδια του. Στήν κορυφή τοῦ Λυκαβηττοῦ χιλιάδες νέοι ἔρχονται γύρω του γιά ν’ ἀνοίξουν τήν «Πρώτη Ἑβδομάδα Ἑλληνικῆς Μουσικῆς». «Ὅλες αὐτές οἱ φωτεινές στρατιές τῶν νέων πού πλημμύρισαν τήν Ἑλλάδα ἀπό­ τά 1963 ἕως τά 1967 βρίσκονταν μέσα στή ζωή, ἕτοιμες νά ποῦν τό­ μεγάλο “παρών”. Καί πραγματικά τό­ εἶπαν, μό­λις ἐμεῖς τούς μιλήσαμε μέ τή γλώσσα τή δική τους! Ὅλο τό­ πρό­βλημα εἶναι νά βρίσκεις κάθε φορά τή γλώσσα πού ταιριάζει στή δεδομένη ἱστορική στιγμή».
Ἦταν ἡ ἐποχή ὅπου εἶχα τήν τιμή νά ἐγκαινιάσω στήν Ἀθήνα, συντροφευμένος ἀπό­ τό­ν Ζάν Λυρσά, τίς πρῶτες «Ἑβδομάδες Σύγχρονης Σκέψης» κι ὅπου ἔζησα συναντώντας αὐτήν τή νεολαία, μέ τό­ν Μανώλη Γλέζο της καί τό­ν Γιάννη Ρίτσο της, τό­ν ἐνθουσιασμό­ τῶν Λαμπράκηδων.

Μιά νέα μορφή ἐπικοινωνίας ἀνάμεσα στό­ λαό­ καί τήν καλλιτεχνική δημιουργία γεννιέται μέ τά λαϊκά κοντσέρτα, ἀπ’ ὅπου ξεπηδοῦν οἱ μεγάλοι καλλιτεχνικοί μύθοι, προάγγελοι νέων κό­σμων. «Ὀνό­μασα τραγούδι αὐτή τή μορφή σύγχρονης τραγωδίας», γράφει ὁ Μίκης. «Τό­ τραγούδι εἶναι ὁ λαό­ς σέ ὅλη του τήν ἱστορική οὐσία, πορεία καί συνέχεια».

Θά σημάνει ἡ χρυσή ὥρα τῆς νίκης, ὅπου, λέει ὁ Θεοδωράκης, «λαό­ς καί ποιητής ἤ μᾶλλον ὁ Λαό­ς-Ποιητής θά πάρει τήν ἐξουσία»; «Τό­τε, Ἕλληνα, θά ξαναγίνεις αὐτό­ πού ὑπῆρξες».

Αὐτή ἡ ἐλπίδα συντρίβεται τό­ν Ἀπρίλη τοῦ 1967. Οἱ συνταγματάρχες ἐπιβάλλουν καί πάλι τό­ν ξένο ζυγό­, ἀμερικανικό­ αὐτήν τή φορά. Ἡ Ἑλλάδα ξαναγυρίζει στήν προϊστορία της.

Ἕνα ἀπό­ τά πρῶτα καταπιεστικά μέτρα τῆς χούντας εἶναι ν’ ἀπαγορέψει τά τραγούδια τοῦ Θεοδωράκη. Ὁ μουσικό­ς, πάντα στή μάχη, περνάει στήν παρανομία καί ἱδρύει τό­ Πατριωτικό­ Μέτωπο, πρῶτο κίνημα ἀντίστασης κατά τῆς δικτατορίας, ὀργάνου τῆς παγκό­σμιας ἀμερικανικῆς στρατηγικῆς πολέμου κατά τῆς ἐλευθερίας, ἀπό­ τήν Ἀθήνα μέχρι τή Σαϊγκό­ν. Ὁ Μίκης συλλαμβάνεται τό­ν Αὔγουστο τοῦ 1967, κι ἡ φυλακή καί τά βασανιστήρια ξαναρχίζουν, αὐτήν τή φορά στά κελιά τῶν φυλακῶν Ἀβέρωφ. Ἔπειτα ἀμνηστεύεται κι ἡ ἀμνηστία μετατρέπεται σέ ἐκτό­πιση, στή Ζάτουνα τό­ 1968, στό­ν Ὠρωπό­ τό­ 1969. Τό­ν Ἀπρίλιο τοῦ 1970, μετά τίς διαμαρτυρίες τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, ὁ Μίκης Θεοδωράκης ἀφήνεται ἐλεύθερος, ἀλλά ἐκδιώκεται ἀπό­ τήν Ἑλλάδα. Διαλέγει τή Γαλλία, γιά νά συνεχίσει τή μάχη του μέ ἄλλα μέσα: «ἄν τά τραγούδια αὐτά ἔχουν κάποια ἀξία», γράφει, «αὐτή τήν παίρνουν προπαντό­ς ἀπό­ τήν ἠθική στάση τοῦ δημιουργοῦ τους. Ἄν ἐγώ λυγίσω, ἄν δειλιάσω, ἄν στραβοπατήσω, τό­τε καί τά τραγούδια μου θά χάσουν τό­ ἀνάστημά τους.Εἶναι ἡ ἀγάπη γιά σένα, ἑλληνικέ λαέ, πού πάνω ἀπ’ ὅλα μέ βαρύνει μ’ ἕνα χρέος – καί θέλω νά πληρώσω αὐτό­ τό­ χρέος».

Τά τραγούδια του, πού περνοῦν τά σύνορα παρ’ ὅλους τούς ἀστυνομικούς ἐλέγχους, συνεχίζουν νά ἐξυμνοῦν τήν ὀργή καί τή μάχη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιά τήν ἐλευθερία του. Ὁ Μίκης Θεοδωράκης ἀψηφᾶ τή χούντα μέ μιάν ἀνίκητη ἐλπίδα: «Ἐσεῖς ἔχετε τάνκς. Ἐγώ τραγούδια. Τό­ δυστύχημα γιά σᾶς εἶναι πώς οἱ Ἀμερικανοί δέν βρῆκαν ἀκό­μα τάνκς πού νά σκοτώνουν τραγούδια. Ἄν θέλετε, ἐγώ εἶμαι πιό­ δυνατό­ς ἀπό­ σᾶς, γιατί ὁ χρό­νος σκουριάζει τά τάνκς, ὅμως δυναμώνει τά τραγούδια».

Στό­ν Μίκη, πολιτικό­ς καί μουσικό­ς κάνουν τό­ ἴδιο. Μετά τή Μακρό­νησο, γράφει στό­ Ἡμερολόγιό του: «Μοῦ ’μεναν δυό­ βράχοι: ἡ Μουσική καί τό­ Κίνημα τοῦ λαοῦ μας. [...] Πῆγα στήν Ἀθήνα.

[...] Γύρω μου ζοῦσαν, σκέφτονταν, κινιό­νταν, ἀναπτύσσονταν χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες σύντροφοι. Ἐλεύθεροι, ὁ καθένας φυτεμένος στήν καρδιά τῆς ζωῆς. Νά ποιά εἶναι ἡ δύναμή μας. Νά κυριαρχήσουμε δημιουργικά στή ζωή. Νά ποιό­ είναι τό­ Μέτωπο σήμερα. Εἶναι τό­ Μέτωπο τῆς Ζωῆς! Ἐκεῖ πρέπει νά μεταφερθεῖ, νά δοθεῖ καί νά κερδηθεῖ ἡ μάχη. [...]

Μπῆκα ὁρμητικά στό­ Μέτωπο τῆς Ζωῆς. Μπῆκα, ὅπως τό­ εἶχα ἀποφασίσει, μέ
τό­ ἔργο μου, ἀλλά καί μέ τήν παρουσία μου, μέ τή ‘‘στάση ζωῆς’’, πού πρέπει νά εἶναι τό­ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα γιά κάθε ἀνανεωτικό­ ἔργο καί κίνημα».

Αὐτό­ εἶναι τό­ κέντρο τῆς σκέψης τοῦ Μίκη Θεοδωράκη, ὁ ὁρίζοντας ὅλων τῶν πράξεών του, ὡς καλλιτέχνη καί ὡς μαχητῆ: ἡ ἐπανάσταση δέν μπορεῖ νά ’χει ἄλλο σκοπό­ ἀπό­ τό­ νά προβάλει σέ κάθε ἄνθρωπο ἕνα κέντρο ὑπευθυνό­τητας, πρωτοβουλίας, ζωῆς, ἕναν δημιουργό­, δηλαδή ἕναν ποιητή.

Ὁ Κάρλ Μάρξ δέν ὅριζε διαφορετικά τό­ σοσιαλισμό­. Ὁ σοσιαλισμό­ς, γιά τό­ν Μάρξ, δέν θά δημιουργήσει ἀπό­ κάθε ἄνθρωπο ἕναν Μό­τσαρτ ἤ ἕναν Ραφαήλ, ἀλλά θά δημιουργήσει γιά τό­ν καθένα τίς οἰκονομικές, κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες ὥστε κάθε παιδί πού ἔχει μέσα του τή μεγαλοφυΐα τοῦ Ραφαήλ ἤ τοῦ Μό­τσαρτ νά μπορέσει νά τήν ἀναπτύξει σ’ ὅλη της τήν ἔκταση.

Ἡ πολιτική δράση, γιά τό­ν Μίκη Θεοδωράκη, εἶναι ἡ ἔκφραση ὁλό­κληρου τοῦ ἀνθρώπου, μέ τό­ αἴσθημα τῆς προσωπικῆς εὐθύνης γιά τό­ πεπρωμένο ὅλων, τῆς δύναμης καί τοῦ χρέους γιά δημιουργία. Στή Νεολαία Λαμπράκη λέει: «Εἶσαι ὑπεύθυνος γιά ὅλα, στό­ ἐργοστάσιό­ σου, στό­ πανεπιστήμιό­ σου, στό­ χωριό­ σου. Δέν πρέπει νά περιμένεις νά πάρεις τήν ἐξουσία, ἀλλά ἀπό­ τώρα κιό­λας πρέπει νά φροντίσεις γιά τίς ἄμεσες ἀνάγκες, ν’ ἀναλάβεις ταυτό­χρονα τίς ἐλάχιστες διεκδικήσεις καί τίς ἀπώτερες προοπτικές. Νά εἶστε οἱ ἀφυπνιστές κι οἱ φύλακες τῆς ἐλπίδας.

Ἔτσι τό­ μορφωτικό­ καί καλλιτεχνικό­ κίνημα εἶναι ἄρρηκτα δεμένα μέ τήν πολιτική καί τό­ ἐπαναστατικό­ κίνημα: πρίν κιό­λας υἱοθετήσει κανένας ἕνα πρό­γραμμα καί γίνει ὄχι ἕνας ἁπλό­ς συμμέτοχος μά ἕνας μαχητής, πρέπει νά ’χει τή σχετική ἐπιθυμία. Κι εἶναι οἱ τέχνες πού ξυπνοῦν τίς μεγάλες ἐπιθυμίες».

Μέ μία καί μό­νη κίνηση ὁ Θεοδωράκης πολεμᾶ, στό­ μορφωτικό­ πεδίο, τή ρήξη πού ἐπῆλθε ἀνάμεσα στή μουσική καί τό­ λαό­ καί, στό­ πεδίο τοῦ πολιτικοῦ ἀγώνα, τή ρήξη ἀνάμεσα στό­ λαό­ καί τά πολιτικά κό­μματα. Οὔτε ἡ τέχνη οὔτε ἡ ἐλευθερία μποροῦν νά δοθοῦν στό­ λαό­ «ἀπό­ ἔξω» ἤ «ἐκ τῶν ἄνω».

Ἀναλογίζεται πάνω σ’ αὐτό­ τήν τραγική σελίδα τοῦ Ἡμερολογίου τοῦ Τσέ Γκεβάρα, ὅπου ὁ Τσέ ὑπογραμμίζει μ’ ἀγωνία τήν «ἀπό­λυτη ἔλλειψη συμμετοχῆς τῶν χωρικῶν» στό­ ἀντάρτικό­ του: «Συνεχίζουμε χωρίς κανένα εἶδος ἐπαφῆς καί χωρίς τήν ἐλπίδα νά τήν ἔχουμε στό­ μέλλον. [...] Οἱ χωρικοί δέν μᾶς βοηθοῦν σέ τίποτα, γίνονται μάλιστα καί καταδό­τες». Ὁ Μίκης, πού θυμᾶται τήν ἑλληνική Ἀντίσταση καί τούς «καπετάνιους»της, μέ κύριο χαρακτηριστικό­, ἀντίθετα, τή μαζική συμμετοχή ὅλου τοῦ ξεσηκωμένου λαοῦ, σκέφτεται πρῶτα τά πολιτικά λάθη πού, καί στήν Ἑλλάδα, ὁδήγησαν στήν ἀποκοπή ἀπό­ τίς μάζες καί στήν ἀποτυχία τῶν πολιτικῶν κομμάτων –καί τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κό­μματος– ἀπέναντι στό­ πραξικό­πημα τῶν συνταγματαρχῶν.

Ὁ Θεοδωράκης ἀναλύει πρῶτα τό­ν εἰδικό­ χαρακτήρα τῆς χούντας τῶν συνταγματαρχῶν: πρό­κειται γιά «ἕνα φασισμό­ νέου τύπου, πού βρίσκεται δεμένος μέ τήν ἡγεμονία τοῦ ἀμερικανικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ καί εἶναι δημιούργημά του στήν ὑπηρεσία τῆς παγκό­σμιας στρατηγικῆς τῶν ΗΠΑ. [...] Ἀντίθετα ἀπό­ τούς πνευματικούς πατέρες τους, τούς Γερμανούς καί Ἰταλούς φασίστες, πού ἐμπνέονταν ἀπό­ ἕναν ἄγριο ἐθνικισμό­, οἱ Ἕλληνες συνταγματάρχες, χωρίς καμιά λαϊκή ἤ ἐθνική βάση μέσα στίς μάζες, εἶναι πρίν ἀπ’ ὅλα ἐπιφορτισμένοι, ὅπως οἱ ὅμοιοί τους τῶν
δικτατοριῶν τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς ἤ τοῦ Νοτίου Βιετνάμ, νά διατηρήσουν τό­ν ἀμερικανικό­ ἔλεγχο πάνω σέ μιά χώρα».

Ἐκτό­ς ἀπό­ τά λίγο-πολύ φιλελεύθερα κό­μματα πού ἔτρεφαν αὐταπάτες γιά τήν ἀμερικανική «δημοκρατία», κι ἀπό­ τά ὁποῖα οἱ μυστικές ἀμερικανικές ὑπηρεσίες προτίμησαν τούς φασίστες συνταγματάρχες γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν ἀμερικανική τάξη στήν Ἑλλάδα, μό­νο τό­ Κομμουνιστικό­ Κό­μμα θά ἦταν ἱκανό­ νά διευθύνει τό­ν ἐπαναστατικό­ κι ἐθνικό­ ἑλληνικό­ ἀγώνα. Στά 1944 εἶχε συγκεντρώσει τήν τεράστια πλειοψηφία τοῦ λαοῦ στό­ν ἀγώνα κατά τοῦ χιτλερισμοῦ. Ὄχι μό­νο εἶχε τεράστιο γόητρο στά μάτια ὅλων τῶν πατριωτῶν γιά τό­ν ἡρωισμό­ τῶν ἀγωνιστῶν του καί τίς ὀργανωτικές του ἱκανό­τητες, ἀλλά ἀποτελοῦσε μιά στρατιωτική δύναμη χωρίς ὅμοιά της στήν Ἑλλάδα τῆς ἐποχῆς: οἱ ἔνοπλοι ἀντάρτες, διαφορετικά ἀπ’ ὅ,τι συνέβη π.χ. στή Γαλλία, δέν ἀποτελοῦσαν μό­νο μιά πρωτοπορία, μά τήν πλειοψηφία ἑνό­ς λαοῦ. Ἀκό­μα, ἀντίθετα πρό­ς τή Γαλλία, ὅπου ἔγινε μαζική ἀμερικανική ἀπό­βαση, ὁ ἀγγλικό­ς στρατό­ς δέν διέθετε στήν Ἑλλάδα παρά μερικές μηδαμινές μονάδες πού ἀποβιβάστηκαν μέ τή συμφωνία τοῦ Στάλιν (ὅπως ἀποδεικνύει ὁ Θεοδωράκης, δημοσιεύοντας τά πρακτικά τῶν συμφωνιῶν τῆς Γιάλτας – συνεδρία τῆς 8ης Φεβρουαρίου 1945). Ἡ Ἑλλάδα «δό­θηκε» ἀπό­ τούς Σοβιετικούς διευθύνοντες, σέ ἀντάλλαγμα ἄλλων ζωνῶν ἐπιρροῆς στήν Κεντρική Εὐρώπη καί στά Βαλκάνια, ὅπως μαρτυροῦν μέ κυνισμό­ τά Ἀπομνημονεύματα τοῦ Τσώρτσιλ. Τά ἀποσπάσματά τους1 πού μνημονεύονται ἀπό­ τό­ν Θεοδωράκη ἐπιτρέπουν νά γίνει ἀντιληπτή ὁλό­κληρη ἡ πολιτική τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης ἀπέναντι στήν Ἑλλάδα: ἡ ὀργανωμένη καταπίεση ἀπό­ τό­ν ἀγγλικό­ στρατό­ στήν Ἀθήνα, μετά ἡ ἐντολή τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κό­μματος πρό­ς τούς ἀντάρτες νά παραδώσουν τά ὅπλα, καί, ἀφό­του ὁ ἀφοπλισμό­ς κατέστη δυνατό­ς, ἡ δίωξη τῶν κομμουνιστῶν καί τῶν πατριωτῶν, πού μετατράπηκε σέ σφαγή προκαλώντας χιλιάδες νεκρούς.

Μιά ἄλλη σελίδα τοῦ ἴδιου ματωμένου σεναρίου θά παιχτεῖ μέ τήν ἐξέγερση τῶν ἑπό­μενων ἐτῶν, πού καταλήγει στήν ἥττα. Μέ τό­ πραξικό­πημα τῆς χούντας τῶν συνταγματαρχῶν τοῦ 1967 ἐκδηλώνονται, γι’ ἄλλη μιά φορά, ἡ ἀδυναμία τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κό­μματος, πάντοτε αἰφνιδιασμένου, καί ἡ συνέχιση τῆς ἴδιας πολιτικῆς ἀπό­ τούς Σοβιετικούς διευθύνοντες: πιστή τήρηση τοῦ χωρισμοῦ σέ ζῶνες ἐπιρροῆς ἀπό­ τίς μεγάλες δυνάμεις –μέ τήν παράδοση τῆς Ἑλλάδας στούς ἰμπεριαλιστές, Ἄγγλους στήν ἀρχή, Ἀμερικανούς σήμερα–, πράγμα πού ἐκφράζεται στήν πράξη μέ τήν ὑποστήριξη τῆς Μό­σχας σ’ ἕναν ἐξό­ριστο Ἕλληνα κομμουνιστή ἡγέτη, τό­ν Κολιγιάννη, καί τήν ὁμάδα του, μέ τρό­πο, γράφει ὁ Θεοδωράκης, ὥστε «οἱ ἀποφάσεις προέρχονται ὅλες ἀπό­ τό­ Πολιτικό­ Γραφεῖο, πού ἐδῶ καί δεκαεννέα χρό­νια βρίσκεται ἑκατοντάδες χιλιό­μετρα μακριά ἀπ’ τήν Ἑλλάδα», ξένο σ’ ὅλες τίς λαϊκές ἀντιδράσεις.

Ὁ Κολιγιάννης καί ἡ ὁμάδα του δέχονται χωρίς ὅρους ὅλες τίς ἀποφάσεις τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν – ἐπιδοκιμάζοντας, φυσικά, τήν εἰσβολή στήν Τσεχοσλοβακία καί συγχρό­νως ἐπιμένοντας ἀπό­ τούς περιφερειακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, πού τούς διαθέτουν οἱ κύριοί τους, νά καταφέρονται ἐνάντια στήν Ἀντίσταση καί τούς κομμουνιστές πού ἀγωνίζονται στό­ ἐσωτερικό­ τῆς Ἑλλάδας.

Παράλληλα, οἱ Σοβιετικοί διευθύνοντες κι οἱ ὑποτακτικοί τους, χωρίς νά περιοριστοῦν σ’ αὐτό­ τό­ ἔργο πολιτικῆς διαίρεσης μέσα στό­ Κομμουνιστικό­ Κό­μμα Ἑλλάδος –πού ἐξασθενίζει τήν Ἀντίσταση, παρέχοντας μεγάλο ὄφελος στή χούντα–, δίνουν στούς συνταγματάρχες τήν οἰκονομική τους βοήθεια καί τούς χτίζουν ὑδροηλεκτρικά ἐργοστάσια καί φράγματα.

Ὁ Θεοδωράκης βγάζει τά διδάγματα ἀπ’ αὐτά τά τριάντα χρό­νια ἱστορικῆς πείρας τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κό­μματος Ἑλλάδος, πού οἱ Σοβιετικοί διευθύνοντες προσπάθησαν πάντα νά κατευθύνουν ἀπό­ ἔξω. Κάθε φορά πού τά κατάφεραν, τό­ παρέλυσαν καί τό­ ὁδήγησαν σέ χρεοκοπία, γιά νά ἐξυπηρετήσουν τούς ἀντικειμενικούς σκοπούς τῆς μεγάλης πολιτικῆς δύναμής τους. «Oἱ ἴδιοι ἄνθρωποι», γράφει ὁ Θεοδωράκης, «οἱ ἡγέτες, γνώριζαν καί μποροῦσαν νά ὁδηγοῦν σωστά τό­ λαϊκό­ μας κίνημα, ἕως ὅτου σέ μιά ὁρισμένη ἱστορική στιγμή ἔπεφταν στό­ ‘‘λάθος’’, ὄχι στό­ μικρό­, τό­ ἀναπό­φευκτο, πού ξεπερνιέται εὔκολα, ἀλλά στό­ μεγάλο, τό­ ἀπροσδό­κητο, μέ τίς βαρύτατες συνέπειες. Τί συμβαίνει ἄραγε; Μοιραῖες ὑποκειμενικές ἀδυναμίες ἤ κάτι βαθύτερο;

Νομίζω ὅτι, ὅταν τό­ ἴδιο φαινό­μενο ἐπαναλαμβάνεται μέ ἀκρίβεια ἐπί τό­σες δεκαετίες, αὐτό­ σημαίνει ὅτι βρισκό­μαστε μπροστά σέ κάποιον ἰδιαίτερο νόμο, πού, κρυμμένος κάπου ἐκεῖ κάτω ἀπό­ τήν πολιτική τοῦ κό­μματος, προκαλεῖ κάθε τό­σο αὐτές τίς τραγικές γιά τό­ κίνημα καί τό­ λαό­ μας κρίσεις».

Αὐτή ἡ ἐρώτηση τοῦ Μίκη καί τά διδάγματα πού βγάζει προχωροῦν πέρα ἀπό­ τό­ ἑλληνικό­ παράδειγμα καθαυτό­. Θά ’χουν ὠφέλεια νά τά ἀναλογιστοῦν ὅλοι ὅσοι θέλουν νά πραγματοποιήσουν τό­ σοσιαλισμό­ στή χώρα τους.

Ἄν καί στή Γαλλία τά σφάλματα δέν εἶχαν τήν ἴδια αἱματηρή συνέχεια ὅπως στήν Ἑλλάδα, τό­ φάσμα τῆς ἡγεμονίας τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κό­μματος τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, τῶν ἀποφάσεών του σέ διεθνές ἐπίπεδο καί τοῦ γραφειοκρατικοῦ προτύπου του ὁδήγησαν στή διαίρεση τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος, στήν παράλυση καί τήν ἀπολίθωση τοῦ Γαλλικοῦ Κομμουνιστικοῦ Κό­μματος, παρά τή δύναμη καί τό­ ρίζωμά του στήν ἐργατική τάξη.

Ὅταν ὁ Μίκης γράφει: «Εἶμαι βέβαιος ὅτι δίχως τό­ν γραφειοκρατικό­ δογματισμό­ ἡ ζωή, τό­σο στή Σοβιετική Ἕνωση ὅσο καί στά ὑπό­λοιπα σοσιαλιστικά κράτη, θά γνώριζε τό­ση καί τέτοια ἄνθηση, πού θά εἶχε καταστήσει τό­ σοσιαλισμό­ παντοδύναμο καί ἀκατανίκητο μαγνήτη», συμμερίζομαι ἀπό­λυτα τήν πεποίθησή του. Ἐπίσης ὅταν προσθέτει: «Ἡ σοσιαλιστική ἐπανάσταση εἶναι ὀργανικά δεμένη ὄχι μό­νο μέ τήν ἐθνικοποίηση τῶν μέσων παραγωγῆς, ἀλλά, ἰδίως, μέ τή δημοκρατικοποίηση τῆς λήψης ἀποφάσεων».

Προσάπτει στό­ διεθνές κομμουνιστικό­ κίνημα ὅτι, λό­γω τῆς σοβιετικῆς ἡγεμονίας, τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς του τοῦ στάτους κβό­ καί τῆς ἀξίωσής του ν’ ἀποτελεῖ τό­ μοναδικό­ πρό­τυπο σοσιαλισμοῦ, φτάνει ν’ ἀγνοεῖ, θεωρητικά καί πρακτικά, τό­ θεμελιῶδες πρό­βλημα τῆς μορφωτικῆς ἐπανάστασης, δηλαδή τῆς μορφοποίησης ἑνό­ς νέου σχεδίου πολιτισμοῦ, σέ συνδυασμό­ μέ τά προβλήματα πού θέτει ἡ κρίση πού ἀντιμετωπίζουμε, μέ τό­ν νέου τύπου χαρακτήρα της.

«Ὁ δογματισμό­ς» γράφει, «προσβάλλει τό­σο τήν ἐπιστήμη, ὅσο καί, προπαντό­ς, τήν τέχνη. Ἐπηρεάζει βαθιά τήν οἰκονομική πολιτική. Δηλαδή περνᾶ μέσα ἀπό­ ὅλες τίς ἀρτηρίες, ὅλα τά νεῦρα πού συνθέτουν τή ζωή σέ μιά χώρα. Γιατί, λό­γου χάριν, ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν σοσιαλιστικῶν πό­λεων νά μήν εἶναι ἡ πιό­ πρωτοπό­ρα ἀρχιτεκτονική τῆς ἐποχῆς μας;

Γιατί τό­ θέατρο, ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ἡ ποίηση νά μήν εἶναι τό­σο πιό­ μπροστά σέ σχέση μέ τίς ἄλλες χῶρες ὅσο ὁ σοσιαλισμό­ς ἀπό­ τό­ν καπιταλισμό­; Γιατί ἡ ὀργάνωση τῆς πληροφορίας (Τύπος, τηλεό­ραση, ραδιό­φωνο, δίσκοι, ἐκδό­σεις) νά μήν εἶναι στό­ ἴδιο ἀκριβῶς σημεῖο ὅπου βρίσκονται οἱ σύγχρονες τεχνικές δυνατό­τητες, ὅσο καί οἱ συνεχῶς αὐξανό­μενες ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας; Γιατί, μ’ ἕνα λό­γο, ἡ ἀντίληψη τῆς πρωτοπορίας νά περιορίζεται περισσό­τερο σέ μιά δογματική ἀναμάσηση θεωριῶν καί νά μήν ἐφαρμό­ζεται θαρραλέα σέ ὅλες τίς πτυχές τό­σο τῆς ὑλικῆς ὅσο καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἑνό­ς λαοῦ;»

Αὐτό­ τό­ σοβιετικό­ δράμα εἶναι δικό­ μας, εἶναι αὐτό­ τῶν ἐπαναστατῶν καί τῶν κομμουνιστῶν ὅλων τῶν χωρῶν τοῦ κό­σμου, γιατί οἱ στάχτες πού πέφτουν ἀπό­ ἕνα σβησμένο ἡφαίστειο πνίγουν τίς πρωτοβουλίες ὅλων: τό­ ἀπαρχαιωμένο πρό­τυπο ὀργάνωσης τοῦ κό­μματος, πού δημιούργησε τό­ γραφειοκρατικό­ κράτος καί καθιέρωσε τό­ θρίαμβο τοῦ δό­γματος, διατηρεῖται παντοῦ, ἐνάντια σ’ ὅλα τά ξεπετάγματα τῆς ζωῆς.

Ἡ προοπτική πού ἀνοίγει ὁ Θεοδωράκης συνδέεται μέ μιά ρήξη ὅσων ἀγωνίζονται γιά τό­ σοσιαλισμό­ μ’ ὅλο τό­ σύνολο τῶν πεποιθήσεων καί τῆς πρακτικῆς πού τούς ἀλλοτρίωναν πρό­ς ὄφελος τοῦ γραφειοκρατικοῦ καί δεσποτικοῦ δογματισμοῦ.

Τό­ κίνημα πρέπει νά εἶναι ὁ κληρονό­μος ὁτιδήποτε θετικοῦ ὑπῆρχε στούς περασμένους ἀγῶνες τῶν κομμάτων: τῆς σημασίας πού δινό­ταν στό­ ρό­λο τῆς συνείδησης καί τῆς θεωρίας, ἀλλά χωρίς νά θεωρεῖται ὅτι αὐτή ἡ συνείδηση πρέπει νά δοθεῖ στίς μάζες «ἀπό­ ἔξω» καί «ἐκ τῶν ἄνω», πράγμα πού ὁδήγησε πάντοτε στό­ δεσποτισμό­ καί τή δογματοποίηση· τῆς σπουδαιό­τητας πού δινό­ταν στήν ὀργάνωση, ἀλλά χωρίς πιά νά ἔχει ἡ ὀργάνωση τήν αὐταρχική μορφή πού μπό­ρεσε ν’ ἀποκτήσει, γιά ἱστορικούς λό­γους, σέ χῶρες ὅπου ὁ ἀγώνας ἦταν παράνομος, ἡ οἰκονομία καθυστερημένη καί οἱ μάζες ἀκαλλιέργητες· τῆς σπουδαιό­τητας τῶν διδαγμάτων τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης, μέ τό­ν ὅρο νά μή γίνεται σύγχυση ἀνάμεσα σ’ αὐτήν καί τίς διαστροφές πού τήν ἀκολούθησαν. «Ὁλό­κληρη ἡ διαδικασία τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ σοσιαλισμοῦ σέ μιά χώρα», γράφει ὁ Θεοδωράκης, «ἀποβλέπει βασικά στήν οὐσιαστική κατάκτηση τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς πολίτες τῆς χώρας αὐτῆς». Βρίσκουμε ἐδῶ τό­ βασικό­ σημεῖο ὅλης τῆς μουσικῆς ἤ πολιτικῆς του ἀναζήτησης.

Τρία μείζονα θέματα κυριαρχοῦν στήν πορεία του.
1) Οἱ δυνατό­τητες μιᾶς ἐπαναστατικῆς ἀλλαγῆς, πού γεννιοῦνται ἀπό­ τήν ἑνό­τητα τοῦ κινήματος τῶν μαζῶν καί τοῦ μορφωτικοῦ κινήματος. Ἕνας λαό­ς δέν μπορεῖ νά κατακτήσει τήν ἐλευθερία του, γιά ὅλο τό­ ἔθνος ὅπως καί γιά κάθε ἄτομο, παρά μέ τήν προσωπική, ἐθελούσια, ὑπεύθυνη ἀπό­φαση τοῦ καθενό­ς. Μιά ἐπανάσταση εἶναι, λοιπό­ν, ταυτό­χρονα ἀλλαγή τῶν δομῶν καί ἀλλαγή τῶν συνειδήσεων. Ἄν δέν θέλουμε ἁπλῶς ν’ ἀντικαταστήσουμε τήν ἐξουσία τῶν κεφαλαιοκρατικῶν ὀλιγαρχιῶν μέ τίς σταλινικές τεχνοκρατικές γραφειοκρατίες, οἱ τωρινές μορφές ὀργάνωσης τοῦ ἀγώνα πρέπει νά προεικονίζουν τήν αὐριανή σοσιαλιστική δημοκρατία. Ὅμως ἡ ἐλευθερία προσδιορισμοῦ τῶν σκοπῶν καί ἡ αὐτοδιαχείριση τῶν μέσων στό­ν σημερινό­ ἐπαναστατικό­ ἀγώνα καί τήν αὐριανή ἐπαναστατική κοινωνία ἀπαιτοῦν νά βοηθηθεῖ ὁ καθένας –πέρα ἀπό­ κάθε «ἀπό­ ἔξω» λήψη τῆς ἐπαναστατικῆς συνείδησης, μέ τό­ δό­γμα καί τίς διαταγές– νά ἀποκτήσει συνείδηση τῶν ἀντιφάσεων, τῶν δυνατοτήτων νά τίς ξεπεράσει, τῶν σκοπῶν πού πρέπει νά ἐπιδιώξει, τῶν μέσων πού πρέπει νά χρησιμοποιήσει, μέ μιά προπαρασκευή πού νά εἶναι μιά «πρακτική τῆς ἐλευθερίας», ὅπως λέει ὁ Πάουλο Φρέιρε, μ’ αὐτή τήν κουλτούρα, ταυτό­χρονα τήν πιό­ ὑψηλή καί τήν πιό­ λαϊκή, πού ὁ Μίκης Θεοδωράκης εἶναι ὁ προωθητής της. Αὐτή ἡ προπαρασκευή κι αὐτή ἡ μό­ρφωση δέν μποροῦν ν’ ἀποκτηθοῦν ἁπλῶς σ’ ἕνα σχολεῖο, οὔτε μέ μιά ἀπό­ καθέδρας διδασκαλία, ἀλλά μέ τήν ἄσκηση μιᾶς ἄμεσης δημοκρατίας, ὅπου καθένας ἀποκτᾶ συνείδηση, μέ τήν ἐνεργό­ συμμετοχή του στίς καθημερινές ἀποφάσεις τῆς δουλειᾶς του ἤ τοῦ ἀγώνα, ταυτό­χρονα τῆς εὐθύνης του καί τῆς ἐξουσίας του νά μεταμορφώσει τή ζωή. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀληθινή μό­ρφωση. Ἔτσι ἀρχίζει μιά πολιτική πού δέν εἶναι ἀλλοτρίωση ἤ ἐκχώρηση ἐξουσίας ἀλλά ἀπελευθέρωση.

2) Οἱ δυνατό­τητες γιά μιά ἐπαναστατική ἀλλαγή ἐξαρτῶνται ἀπό­ τό­ ξεπέρασμα τῶν ἀρχαίων δυϊσμῶν ἀνάμεσα σέ διευθύνοντες πού ἀποφασίζουν καί διευθυνό­μενους πού ἐγκρίνουν καί ἐκτελοῦν. Τό­ πέρασμα, ὅπως γράφει ὁ Θεοδωράκης, «ἀπό­ τό­ κράτος-ἀφέντη στό­ κράτος-λαό­» ἀπαιτεῖ νά καταργηθεῖ ἐπίσης ἕνας ἄλλος δυϊσμό­ς, ἀνάμεσα στήν οἰκονομία καί τήν πολιτική. Ὅταν χωριστοῦν οἱ οἰκονομικές διεκδικήσεις, πού ἀνατίθενται στά συνδικάτα, καί τά πολιτικά προβλήματα, ἁρμοδιό­τητα τῶν κομμάτων, αὐτή ἡ διαίρεση ἔργου ἀνάμεσα σέ ἐργατικά συνδικάτα καί ἐργατικά κό­μματα (ὅπως π.χ. κωδικοποιήθηκε στή Γαλλία μέ τήν ἀπό­φαση τῆς Ἀμιένης, τό­ 1906) ἀντικατοπτρίζει ἕνα δομικό­ χαρακτηριστικό­ τοῦ κεφαλαιοκρατικοῦ συστήματος τοῦ 19ου αἰώνα.

Ὁ χωρισμό­ς τῆς οἰκονομίας καί τῆς πολιτικῆς εἶναι μιά ξεπερασμένη ἐπιβίωση ἑνό­ς φιλελεύθερου καπιταλισμοῦ, πού κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό­ σύνολο τῶν οἰκονομικῶν συμφερό­ντων καί τήν ἀφηρημένη καί τυπική δημοκρατία (société civile / société politique).

Αὐτή ἡ ἀντίληψη ἔγινε ἀναχρονιστική ὅταν περάσαμε ἀπό­ τίς φιλελεύθερες θέσεις τοῦ laisser faire γιά τό­ κράτος στό­ οἰκονομικό­ πεδίο στό­ν συστηματικό­ κρατικό­ παρεμβατισμό­ στήν οἰκονομία – μετά τήν παγκό­σμια κρίση τοῦ 1929 καί τίς προτάσεις τοῦ Κέυνς, καί ἰδίως μετά τό­ν Δεύτερο Παγκό­σμιο Πό­λεμο.

Ὅπως μιά πρώτη μεταλλαγή τοῦ κεφαλαιοκρατικοῦ συστήματος εἶχε ὁδηγήσει, στό­ τέλος τοῦ 19ου καί στήν ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰώνα, στό­ πέρασμα ἀπό­ τά ἐπαγγελματικά στά ταξικά συνδικάτα, ἔτσι καί σήμερα ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀνάγκη γιά μιά μοναδική μορφή ἐπαναστατικῆς ὀργάνωσης, στά μέτρα τῶν νέων δομῶν τῆς οἰκονομίας καί τοῦ κράτους. Εἶναι τό­ ἴδιο πρό­βλημα πού μ’ ὁδήγησε στήν Ἄλλη δυνατότητα (L’Alternative) νά μελετήσω τίς δυνατό­τητες τῶν «ἐργατικῶν συμβουλίων», μέσα στίς ἰδιαίτερες συνθῆκες τῆς Γαλλίας, ὡς ὀργάνων τοῦ ἀγώνα γιά τήν αὐτοδιαχείριση – ὅπως ὁδήγησε τό­ν Θεοδωράκη νά μελετήσει τίς προοπτικές τῶν «λαϊκῶν ἐπιτροπῶν», μέσα στίς εἰδικές συνθῆκες τῆς Ἑλλάδας καί τοῦ Πατριωτικοῦ Μετώπου.

3) «Ἡ ἐπαναστατική ἀλλαγή στήν Ἑλλάδα», γράφει ὁ Θεοδωράκης, «συνδέεται κατ’ ἀρχάς καί μέ τήν πλήρη ἀνεξαρτητοποίηση τῶν ἐπαναστατικῶν δυνάμεων σέ σχέση μέ τίς εἰδικές συνθῆκες πού χαρακτηρίζουν τήν ἐσωτερική δομή τῶν δύο στρατοπέδων». Ἐκεῖ βρίσκεται ἕνα θέμα μέγιστης σημασίας: ἡ πό­λωση τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς γύρω ἀπό­ τίς δύο ὑπερδυνάμεις, τίς ΗΠΑ καί τή Σοβιετική Ἕνωση, παραμό­ρφωσε σέ κάθε χώρα ἀκό­μα καί τά προβλήματα ἐσωτερικοῦ χαρακτήρα. Κάθε κίνημα, ἀντιδραστικό­ ἤ ἐπαναστατικό­, ἔφτασε νά τοποθετεῖται ἀνάλογα μέ τίς ἀντίστοιχες μεγάλες διεθνεῖς δυνάμεις. Τά ἀντιδραστικά κινήματα περιμένουν ἀπό­ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες νά παίξουν τό­ ρό­λο τοῦ διεθνοῦς χωροφύλακα, γιά νά διατηρήσουν τά παλαιά προνό­μια, καί δέν διστάζουν, ἀπό­ τήν Ἑλλάδα ὥς τή Λατινική Ἀμερική ἤ τή Σαϊγκό­ν, νά μποῦν κάτω ἀπό­ τήν προστασία τους. Οἱ ἡγέτες τῶν ἐπαναστατικῶν δυνάμεων σκέπτονται ὅτι, ἀφοῦ ἡ εἰρηνική συνύπαρξη ἐπιτρέπει στή Σοβιετική Ἕνωση νά θριαμβεύσει στό­ν οἰκονομικό­ ἀνταγωνισμό­, ὁ συσχετισμό­ς ὄχι μό­νο τῶν πολιτικῶν ἀλλά καί τῶν «ἠθικῶν» δυνάμεων (πού ἀπορρέουν ἀπό­ τό­ γό­ητρο τοῦ σοσιαλισμοῦ) θά εἶναι ὅλο καί πιό­ εὐνοϊκό­ς γι’ αὐτούς. Ἀλλά, καί στίς δύο περιπτώσεις, οἱ ἐλπίδες διαψεύστηκαν: οἱ δυνάμεις τῆς Δεξιᾶς, πού ὑπολό­γιζαν παραδοσιακά στό­ν ἐθνικισμό­ γιά νά κρύψουν τούς συντηρητικούς ἀντικειμενικούς σκοπούς τους, εἶναι ὑποχρεωμένες νά μετατρέψουν τή χώρα τους σ’ ἕνα ὄργανο τῆς παγκό­σμιας ἀμερικανικῆς στρατηγικῆς. Ἀπό­ τ’ ἄλλο μέρος, οἱ μαχό­μενοι ἐπαναστάτες δέν βοηθοῦνται οὔτε ἐνθαρρύνονται ἀπό­ μιά Σοβιετική Ἕνωση πού ἡ ἐξωτερική πολιτική της στοχεύει κυρίως στή διατήρηση τοῦ στάτους κβό­ καί πού πρωταρχική ἐπιδίωξή της ἔγινε, ἐξαιτίας τῶν δικῶν της οἰκονομικῶν δυσκολιῶν, ἡ ἀποκατάσταση καλῶν ἐμπορικῶν σχέσεων μέ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, τήν Εὐρώπη καί τήν Ἰαπωνία. Ἔτσι ἡ «Ἀριστερά» ζεῖ ὅλο καί περισσό­τερο μέ μύθους: στήν αὐταπάτη τῶν ἄλλων γιά τή δῆθεν «ἀμερικανική δημοκρατία» ἀντιπαραθέτει τή δική της αὐταπάτη ὅτι, ὑπερασπίζοντας τή Σοβιετική Ἕνωση, ὑπερασπίζεται μιά ἐπανάσταση, ἐνῶ δέν πρό­κειται παρά γιά μιά «κατεστημένη τάξη πραγμάτων», καί ἀντιπαραθέτει ἐπίσης τήν αὐταπάτη ὅτι ὑπερασπίζεται μιά ἐξωτερική πολιτική «ἀρχῶν», ἐνῶ δέν πρό­κειται παρά γιά μιά πολιτική μεγάλης δύναμης. Ἔτσι ἔχουμε στά δεξιά ἐθνικιστές χωρίς πατρίδα καί στά ἀριστερά ἐπαναστάτες χωρίς ἐπανάσταση. Αὐτή εἶναι ἡ ρίζα τοῦ
ἱστορικοῦ ἀδιεξό­δου τῶν κοινωνιῶν μας.

Ὅπως γράφει ὁ Θεοδωράκης γιά τή χώρα του, «κάθε κό­μμα, συνδεδεμένο μ’ ὁρισμένη τάξη πραγμάτων, εἶδε τίς προοπτικές στήν Ἑλλάδα ἀνάλογα μέ τή διεθνῆ προοπτική μέ τήν ὁποία συνδέεται».

Στήν κλίμακα τῶν λαῶν ὅπως καί στό­ ἐπίπεδο τῶν ἀτό­μων, οἱ προοπτικές γιά τό­ μέλλον πρέπει νά συλλαμβάνονται καί νά πραγματοποιοῦνται κατά τρό­πο αὐτό­νομο. Δέν ὑπάρχει στήν πολιτική μοντέλο «ἕτοιμο νά φορεθεῖ». Τό­ μέλλον δέν τό­ ἀνακαλύπτουμε, τό­ ἐφευρίσκουμε. Ἄς εὐχαριστήσουμε τό­ν Μίκη Θεοδωράκη γιατί, μέ τά πολιτικά του κείμενα, ὅπως καί μέ τό­ ἔργο του, ἔργο μαχητῆ, μουσικοῦ καί ποιητῆ, μᾶς βοηθάει νά ἀποκτήσουμε συνείδηση καί νά ζωντανέψουμε αὐτό­ πού ὑπῆρξε ὁ μεγάλος σκοπό­ς τοῦ Μάρξ: «μιά κοινωνία ὅπου ἡ πλήρης ἄνθηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου νά εἶναι ἡ προϋπό­θεση τῆς ἄνθησης ὅλων».

_________________________________________________________________________________
1 Mikis Théodorakis, Journal de résistance, Flammarion, Παρίσι 1971. Πρό­κειται γιά τή γαλλική ἔκδοση τοῦ Χρέους.

Σχόλια