Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη για την Νεολαία Λαμπράκη, 2005

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τα κόμματα ευθύς μετά τον Εμφύλιο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας μηχανισμός ψηφοθηρικός και στην περίπτωση των κομμάτων εξουσίας, ρουσφετολογικός. Όπως περίπου γίνεται και σήμερα. Μια δεκαετία μετά τη λήξη του εμφυλίου ήταν πολύ λίγο διάστημα για να αποστρατευτούν οι πραγματικές δυνάμεις εξουσίας που βρίσκονταν μέσα στον στρατό, στην αστυνομία, το κράτος και το παρακράτος και που ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο των αμερικανών και των ντόπιων συνεργατών τους δηλαδή τον θρόνο, την εθνικόφρονο πολιτική ηγεσία (δηλαδή όλους τους πρωτεργάτες πολιτικούς πέραν της Αριστεράς) το μεγάλο οικονομικό κεφάλαιο, τα παραδοσιακά «τζάκια» και το επιστημονικό-πνευματικό-καλλιτεχνικό κατεστημένο. Απόδειξη ότι ο σκληρός εμφυλιο- πολεμικός πυρήνας έμεινε αλώβητος αποτελεί η δυνατότητα μιας χούφτας αξιωματικών να κατακτήσουν εύκολα τους μηχανισμούς και να ελέγχουν απολύτως τη χώρα για μια επταετία.


Κανείς δεν μου ανέθεσε την ηγεσία της Νεολαίας Λαμπράκη. Ξεχνάτε ίσως ότι υπήρξα μέλος και στέλεχος σε όλες τις εαμικές οργανώσεις (ΚΚΕ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ) και ότι η πολιτική εμπειρία μου, εάν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε έτσι, δεν διέφερε από των τότε ηγετών της ΕΔΑ με τους οποίους είχα βρεθεί σε ίδιες οργανώσεις, φυλακές και εξορίες. Από κει και πέρα φυσικά μετρούσε η ευφυία, η αντίληψη, η μόρφωση και η δυνατότητα να κατανοείς, να αναλύεις και να συνθέτεις κάθε στιγμή τα γεγονότα. Η βασική μου διαφορά με όσα στελέχη βρέθηκαν μετά τον εμφύλιο στην πρώτη γραμμή της ΕΔΑ, ήταν διαφορές ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα, που αφορούσε την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ από τα Δεκεμβριανά και μετέπειτα. Και φυσικά πώς να είναι γνωστό το ότι η αντίθεσή μου προς την ακατανόητη τακτική μας που μας είχε κοστίσει τόσο μεγάλες απώλειες, αντίθεση που είχα το θάρρος να εκθέσω στα όργανα του ΕΛΑΣ προτείνοντας λύσεις, είχε ως συνέπεια να με καταδικάσουν στις 27 του Δεκέμβρη του ΄44 με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο; Επομένως η αντίθεσή μου από τότε ήταν ουσιαστική και μεγάλη.

Όμως η αγάπη μου για το Κίνημα ήταν, ως φαίνεται, μεγαλύτερη και γι’ αυτό συνέχισα να το υπηρετώ στην πρώτη γραμμή της μάχης [όπως λ.χ. συμμετοχή μου σε ομάδες «αιχμής» κατά τη διάρκεια της εξάμηνης παρανομίας (Δεκέμβρης ΄47 μέχρι Μάη ΄48) ] στην Αθήνα. Είναι δε σημαντικό να σας πω από πότε και πώς θεώρησα τον εαυτό μου «εκτός» οριστικά και τελεσίδικα. Ήταν όταν διάβασα στη Μακρόνησο τον λόγο του Ζαχαριάδη στην 6η Ολομέλεια (1949), με τον οποίο μας είπε περίπου ότι όλα ή σχεδόν όλα ήταν Λάθος και κατήγγειλε τον Σιάντο ως χαφιέ. Τότε, κοντά σε όλα τα άλλα, κατάλαβα πια ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήσαν μόνο ανίκανοι αλλά επί πλέον και επιπόλαιοι και προκλητικοί, για να τολμούν να εκστομίζουν τέτοια πράγματα ακόμα κι αν συνέβαιναν, ακόμα κι αν τα πίστευαν. Γιατί πώς μπορεί να πει κανείς στους νεκρούς «σκοτωθήκατε γιατί εμείς κάναμε λάθος»; Ούτε σε μας που περιμέναμε τα βασανιστήρια και τον θάνατο ότι βρισκόμασταν εκεί γιατί ο Σιάντος υπήρξε χαφιές, οπότε τα λάθη ήσαν εσκεμμένα…

Συγγνώμη γι’ αυτή την αναφορά, αλλά χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσατε ποτέ να καταλάβετε το ποιος υπήρξα στην πραγματικότητα και τι ήθελα από κει και πέρα να κάνω σαν αγωνιστής.

Θα μου πείτε, με ποιο δικαίωμα! Μα γιατί τότε, όπως πάντοτε, όπως και τώρα, δεν θεωρώ ότι αυτό που αποκαλούμε «Κίνημα» είναι ιδιοκτησία κανενός. Ανθρώπου, ομάδας ή κόμματος. Γύρισα λοιπόν στην δεκαετία του ΄60 για να υπηρετήσω τον ελληνικό λαό, από τον οποίο και για τον οποίο πίστευα ότι θα πρέπει να υπάρχει, να λειτουργεί και να αγωνίζεται αυτό το «Κίνημα».

Στο μεταξύ τίποτα δεν έδειχνε ότι σε όλα αυτά τα χρόνια όσοι και όποιοι ήταν υπεύθυνοι μπόρεσαν να δουν τα λάθη τους και να αναλύσουν σωστά και σε βάθος αυτό που συνέβη  και όλα πήγαν στραβά. Αντίθετα όλες οι αμαρτίες και οι αδυναμίες κουκουλώθηκαν σαν να μη συνέβη τίποτα, η ίδια χούφτα ανθρώπων είχε περιβληθεί ξανά όλες τις εξουσίες, η ίδια μεταφυσική συμπεριφορά των «κάτω» προς τους «άνω» που και πάλι τα ήξεραν όλα, παρ’ ό,τι αυτή τη φορά το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Φαντάσου, αφού τότε που ήταν μέσα στην Ελλάδα και μέσα στο Λαό τα έκαναν θάλασσα, πόσο μάλλον τώρα που έπρεπε οι εδώ εγκάθετοι να βγαίνουν έξω και να τους ενημερώνουν! Τι ενημέρωση όμως μπορούσε να κάνει κάποιος, όταν ο ίδιος είχε πείσει τον εαυτό του ότι η Μεγάλη Σκέψη, αυτή που αποφασίζει, ήταν αυτή η χούφτα τα ανθρωπάκια (κυριολεκτικά) που δεν μπορούσε παρά να σκέφτονταν ένα μονάχα πράγμα: «φτηνά τη γλιτώσαμε!». Βλέποντας όμως τη δουλική συμπεριφορά απέναντί τους, ξανάπαιρναν θάρρος για νέες σαθρές αναλύσεις, για νέα λάθη, για νέες συμφορές. Όπως και έγινε! 

Έτσι από το 1962 άρχισε ουσιαστικά η πολιτική μου δράση, που φυσικά την διευκόλυνε η απήχηση του μουσικού έργου μου, που έφτανε με τις συναυλίες μου στην καρδιά του Λαού. Η εξουσία με το αλάθητό της ένστικτο κατάλαβε έγκαιρα πού βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος, δηλαδή από πού θα μπορούσε να προέλθει το ξύπνημα του Λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας. Έτσι άρχισαν οι απαγορεύσεις. Επιστρατεύθηκαν οι παρακρατικοί, η χωροφυλακή και η αστυνομία. Έτσι σχεδόν κάθε συναυλία μου μεταβαλλόταν σε πεδίο συγκρούσεων, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα ο πολιτικός μου λόγος να ακούγεται όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα και μάλιστα σε εθνική κλίμακα. Φυσικά δεν περιοριζόμουν στο να καταγγέλλω μόνο τα τοπικά γεγονότα. Άλλωστε τι ήταν όλες αυτές οι αντιδραστικές δυνάμεις που με πολιορκούσαν; Δεν ήταν μήπως η πιο σκληρή εκδήλωση του «κατεστημένου»; Έτσι τα βέλη μου στρέφονταν όλο και πιο πολύ προς τους ξένους και προς τον θρόνο, προς την κυβέρνηση και την ολιγαρχία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έπαψα να είμαι ένας απλός ονειροπόλος και αιθεροβάμων συνθέτης για τον λαό μας, που άρχισε να με θεωρεί αγωνιστή, έστω και αν δεν ανήκα σε κάποιο κόμμα. Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα είχε καταλήξει και η Εξουσία, ενώ από την πλευρά της ΕΔΑ άρχισαν να ανησυχούν φυσικά για άλλο λόγο, μιας και ένα μεγάλο μέρος των αγωνιστών είχε αρνηθεί να μπει στις γραμμές της -όπως άλλωστε και εγώ- και όπως ήταν φυσικό άρχισαν οι επαφές ανάμεσά μας, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί μια ομάδα πρωτοβουλίας, που συνέταξε ένα πολιτικό κείμενο για το τι πιστεύαμε και τι θέλαμε, που ονομάστηκε «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ» και που άρχισε να έχει όλο και πιο μεγάλη απήχηση, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ανένταχτους αγωνιστές.

Τότε μου έγινε η πρώτη επίσημη κρούση από σημαίνον ηγετικό στέλεχος «να συζητήσουμε και να τα βρούμε» (1962). Ακολούθησαν συναντήσεις με κορυφαία στελέχη και το μόνο που προέκυψε ήταν η προσπάθειά τους να μας εγκλωβίσουν και να μας εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς και αποτύχανε.
Στην αρχή του 1963 γίνεται νέα προσπάθεια. Αυτή τη φορά μέσω των κινημάτων Ειρήνης, τα οποία είχε δημιουργήσει και ήλεγχε απολύτως η ΕΔΑ. Ένα τέτοιο ήταν και η οργάνωση «Μπέρτραντ Ράσελ», που είχε την ιδέα για την οργάνωση της Πορείας Ειρήνης με τέρμα στον Μαραθώνα. Βρήκα καλή την ιδέα και έτσι παίρνοντας μαζί μου φίλους καλλιτέχνες που επηρέαζα, μπήκαμε επί κεφαλής της πορείας, έως ότου μπροστά στο Γηροκομείο μας συνέλαβε η Αστυνομία. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ο μόνος που σκέφτηκε να αρχίσει την πορεία αντίστροφα, δηλαδή από τον Τύμβο προς την Αθήνα. Εκεί τον κακοποίησαν, παρά το ότι ήταν βουλευτής και την επομένη η φωτογραφία του με το σήμα της Ειρήνης έγινε το σύμβολο των αγώνων που θα ακολουθούσαν. Κανείς βέβαια δεν περίμενε τότε ότι ο θάνατός του θα σήμαινε την μεγάλη στροφή με την αφύπνιση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η δε ηγεσία είχε υποτιμήσει τόσο πολύ την προσωπικότητά του και την σημασία της πράξης του τότε που πήγε μόνος και χωρίς κομματική απόφαση στον Μαραθώνα, ώστε στην εκδήλωση που οργάνωσε η «Μπέρτραντ Ράσελ» στο Ακροπόλ κάλεσαν εμένα ως ομιλητή και όχι εκείνον, που τον είδα να κάθεται στην πρώτη σειρά. Έμεινα κατάπληκτος. Και αντί να μιλήσω, τον κάλεσα να λάβει τον λόγο, πράγμα που έκανε με συγκίνηση. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν είναι καθόλου μύθος το ότι ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την ΕΔΑ (με την οποία άλλωστε ήταν συνεργαζόμενος) και να προσχωρήσει στην Ένωση Κέντρου.

Γιατί κάλεσαν όμως εμένα; Νομίζω ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλοιώς, γιατί στο μεταξύ η δημοτικότητά μου (ιδιαίτερα μέσα στην φοιτητική νεολαία που πρωτοστατούσε στα μεγάλα κινήματα όπως ήταν αυτό της Ειρήνης αλλά και του 1-1-4) είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Και φυσικά και μέσα στους οργανωμένους στη νεολαία της ΕΔΑ, τα μέλη αλλά και τα στελέχη. Είχα γίνει ένα είδος «φυσικού ηγέτη», που παράλληλα διέθετε την λάμψη ενός καλλιτέχνη που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν ίσως ο πιο αγαπημένος μέσα σε όλο το λαό, ανεξάρτητα από τάξεις και κόμματα, σε φοιτητές και εργαζόμενους, αγρότες, συνοικίες, πόλεις και χωριά.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι από κει και πέρα όλες οι κινήσεις της ηγεσίας ήταν υποχρεωτικές όπως λέμε στο σκάκι. Δεν μπορούσαν πια να κάνουν χωρίς εμένα, όπως και δεν ήξεραν τι να κάνουν με μένα. Ένα μονάχα ήξεραν καλά, ότι μ’ αυτές τις συνθήκες μέσα στο κομματικό κατεστημένο, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω δικός τους. Έπρεπε λοιπόν να μου προσφέρουν κάτι, με την ελπίδα ότι καθώς θα ήμουν μόνος, θα έπεφτα σε λάθη, ώστε να πάρουν όσα θα τους έδινα με την παρουσία μου και να τα βάλουν στην πλάστιγγα στη δική τους πλευρά, έως ότου κάποτε να με εξουδετερώσουν τελείως με τον α ή τον β τρόπο. Φυσικά κι εγώ απ’ την πλευρά μου γνώριζα πολύ καλά πού πάω, με ποιους πάω και τι θα έχω να αντιμετωπίσω, μιας και είχα περάσει κι εγώ απ’ το ίδιο σχολείο!

Πού βασιζόμουν; Όχι τόσο στην μεγάλη μου δημοτικότητα, όσο στο γεγονός ότι γνώριζα πολύ καλά τους στόχους μου, όπως γνώριζα από πρώτο χέρι όπως πάντα τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούσαν.

Όταν μια βδομάδα μετά, στην κηδεία του Λαμπράκη, με βρήκαν οι ηγέτες για να μου προτείνουν συνεργασία, δεν φανταζόμουν ότι θα με θεωρούσαν ικανό μόνο για τη … νεολαία. Αυτό ήταν πολύ πονηρό από μέρους τους, γιατί έτσι θα εγκατέλειπα τον πολιτικό στίβο και θα τους άφηνα το πεδίο ελεύθερο. Μου είπαν τότε συγκεκριμένα «σου προτείνουμε να κάνουμε μαζί ένα νέο κίνημα νεολαίας με το όνομα του Λαμπράκη. Θα είμαστε δύο υπεύθυνοι. Εμείς κι εσυ. Θα υπάρχει ένα ολιγομελές ΄΄Γραφείο΄΄, στο οποίο θα είσαι επί κεφαλής και θα συμμετέχουν δύο δικά μας στελέχη. Διάλεξε κι εσύ δύο δικούς σου. Όμως στην ουσία τις αποφάσεις θα τις παίρνουμε από κοινού. Εσύ και ο τάδε, που θα βρίσκεστε σε συνεχή επαφή, για να καθορίζετε τη ΄΄γραμμή΄΄». 

Επειδή στο βάθος δεν ήθελα να έχω μια μετωπική σύγκρουση κι ακόμα γιατί πίστευα ότι τα μέλη και οι οπαδοί της ΕΔΑ εκτός που υπήρξαν σύντροφοι και συνοδοιπόροι στα δύσκολα, αποτελούσαν τη βάση για οποιοδήποτε ανανεωτικό-αναγεννητικό κίνημα, ενέδωσα στην πρόταση αυτή.

Όμως πριν καλά-καλά συνεδριάσουμε το νέο «Γραφείο» της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» (ΔΚΝΓΛ), φάνηκαν οι αληθινές προθέσεις των φίλων μου.

Όχι μόνο δεν ήθελαν να γίνει ένα πλατύ κίνημα νεολαίας βασικά πολιτικό αλλά η εντολή ήταν να συρρικνωθεί σε μια κλειστή Λέσχη καθαρά πολιτιστικών πρωτοβουλιών. Και ενώ ως τότε είχα αναδειχθεί και επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία και στον πολιτικό στίβο ως μια καθαρά πολιτική προσωπικότητα με νέο αδέσμευτο και τολμηρό λόγο που συγκινούσε ιδιαίτερα τα καταπιεζόμενα στρώματα αλλά και την πολιτική και κυρίως την κοινωνική αριστερά, οι νέοι μου συνεργάτες στο «Γραφείο» δεν άφηναν να περάσει η οποιαδήποτε δήλωσή μας με έστω και ίχνη πολιτικού λόγου.

Οι πρώτες εβδομάδες ήταν πολύ δύσκολες και πολλές φορές έφθασα κοντά στην παραίτηση. Οι δύο νέοι συνεργάτες στο «Γραφείο» ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Γρηγόρης Γιάνναρος. Διέκρινα αμέσως ότι πρόκειται για νέους σημαντικής αξίας. Εγώ από τη μεριά μου είχα προτείνει τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Δημήτρη Καραχάλιο, που κι αυτοί δεν υστερούσαν σε αξία. Πόσο όμως θλιβόμουν, όταν διαπίστωνα ότι οι δύο πρώτοι περιόριζαν την συμμετοχή τους στο να διεκπεραιώνουν τις εντολές της ηγεσίας… Δεν είχαν, ως φαίνεται, το δικαίωμα να συμμετέχουν στην οποιαδήποτε πρωτοβουλία εάν δεν είχαν λάβει το «πράσινο φως». Με άλλα λόγια βρισκόμουν ξανά μπροστά στο τόσο γνωστό μου κομματικό μοντέλο, όπου όλες οι κύριες αποφάσεις εκπορεύονταν από μια χούφτα ανθρώπους, που στην περίπτωσή μας και μάλιστα στα κρίσιμα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Αλλά φαίνεται ότι οι σύντροφοί μου δεν είχαν ακόμα τίποτα διδαχτεί από τις βιβλικές καταστροφές που προκάλεσαν λαθεμένες εκτιμήσεις και αποφάσεις μιας ανεξέλεγκτης ηγεσίας και κυρίως από τις μεγάλες απώλειες και οδυνηρές θυσίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι Έλληνες κομμουνιστές.

Όμως όπως αποδείχθηκε, οι εντολές δεν περιορίζονταν μόνο στο να εμποδίσουν την Κίνηση να απλωθεί στη νεολαία αλλά ακόμα θα έπρεπε να παρακολουθούν κάθε μου κίνηση και να την μεταφέρουν στους εντολείς. Όταν το διαπίστωσα αυτό με τα ίδια μου τα μάτια, διαμαρτυρήθηκα σε κάποιο σημαίνον στέλεχος, το οποίο μου είπε κάτι που έμελλε να μου δώσει τη λύση για το ποια θα έπρεπε να είναι από κει και πέρα η τακτική μου:

-  Οι δυο συνεργάτες σου, που τους κατηγορείς ότι σε παρακολουθούν, είναι δυο εξέχουσες προσωπικότητες στον χώρο της φοιτητικής νεολαίας. Γιατί λοιπόν δεν τους κατέκτησες ακόμα; Εσύ που θέλεις να κατακτήσεις την ελληνική νεολαία;

Τότε σκέφτηκα ότι πράγματι αυτή η νοσηρή ατμόσφαιρα που υπήρχε στις σχέσεις μας με εμπόδισε ως τότε να αναπτύξω τις ιδέες μου, που με διαφοροποιούσαν από την ηγεσία της ΕΔΑ. Έβαλα λοιπόν ευθύς σε ενέργεια ένα σχέδιο πρωτοβουλιών μέσα στο οποίο ενέτασσα μεθοδικά τις απόψεις μου για το μαζικό κίνημα και ειδικότερα το κίνημα νεολαίας –τη σύνδεση της πολιτιστικής με την πολιτική δράση- τις απόψεις μου για την έντεχνη-λαϊκή τέχνη και το ρόλο της στην ευαισθητοποίηση και τη συστράτευση των μαζών, την απόρριψη του μοντέλου του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», την ανάδειξη ενός άλλου μοντέλου οργάνωσης (δηλαδή του μοντέλου της ουσιαστικής δημοκρατίας), τη δύναμη των δημοκρατικών διαδικασιών στη λήψη όλων των αποφάσεων και τέλος την ανάδειξη της ελληνικής νεολαίας σε πρωτοπόρα δύναμη κρούσης από την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων έως την υπεράσπιση της Ειρήνης και της Εθνικής Ανεξαρτησίας.

Για να υλοποιηθούν όμως όλα αυτά, έπρεπε να ληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως λ.χ.
  • Ίδρυση Λεσχών σε Αθήνα, Πειραιά και στη συνέχεια σε κάθε συνοικία.
  • Ίδρυση Λεσχών σε όλη την Ελλάδα, σε πόλεις και σε χωριά. Έβαλα μάλιστα τον πήχυ πολύ ψηλά: Χίλιες Λέσχες!
Η Λέσχη δεν θα ήταν ένα ακόμα κομματικό στέκι αλλά τόπος συνάντησης όλης της νεολαίας. Θα έπρεπε λοιπόν ευθύς εξ αρχής να προσανατολίσουμε τους νέους σε μορφές ενεργητικού πολιτισμού. Δηλαδή όχι μόνο θεατές-ακροατές αλλά δημιουργοί δικού μας καλλιτεχνικού και πνευματικού γίγνεσθαι.

Όμως πού θα βρούμε βιβλία, δίσκους, πίνακες κλπ.; Τότε οργανώσαμε τον πρώτο πανελλαδικό έρανο, όπου οι νέοι και οι νέες γύριζαν τους δρόμους με καροτσάκια που ευθύς γέμιζαν με προσφορές. Εκατό χιλιάδες βιβλία απέφερε η πρώτη εξόρμηση.

Για την αρχή όμως το πιο σημαντικό ήταν για μας η έκδοση ενός περιοδικού. Όταν το πρότεινα και μάλιστα έβαλα τίτλο «Τα Τετράδια της Δημοκρατίας» που παρέπεμπε σε «ιερά κείμενα», η αντίδραση της ΕΔΑ υπήρξε σφοδρή: ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ !

Αποφασίσαμε να το εκδώσουμε μόνοι μας, χωρίς οικονομική βοήθεια. Βρέθηκε ένα υπόγειο στην οδό Σωκράτους ενός παλιού μου συνεξόριστου με ένα στοιχειώδες λιλιπούτειο τυπογραφείο, όπου εγκαταστάθηκε για ένα μήνα όλο το Γραφείο. Επί τέλους Γιάνναρος και Λεντάκης δούλευαν ήδη με ενθουσιασμό για τη δημιουργία αυτού του εντελώς καινούριου κινήματος, που έβλεπαν τώρα κι αυτοί ότι θα μπορούσε να υποκαταστήσει την άχρωμη και δειλή παρουσία της Ηγεσίας σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο ελληνικός λαός ξυπνούσε και άρχιζε να ορθώνει ξανά το ανάστημά του ενάντια σε ένα καθεστώς και μια τάξη πραγμάτων που όχι μόνο τον έπνιγε αλλά και τον ντρόπιαζε.

Θυμάμαι ότι ο Γιάνναρος ανέλαβε να γράψει ένα άρθρο για τα οργανωτικά, για το οποίο λίγο αργότερα τον διατάξανε να παρουσιαστεί στην Βουδαπέστη, μπροστά σ’ ένα κλιμάκιο του Π.Γ. του ΚΚΕ. Εκεί τον ρώτησαν:
- Γνώριζες την απόφαση του Κόμματος ότι η Κίνηση Λαμπράκη θα έπρεπε να παραμείνει μια απλή Πολιτιστική Λέσχη;
- Ναι το γνώριζα.
- Τότε γιατί βοήθησες να γίνει πλατειά οργάνωση με το άρθρο σου στα «Τετράδια της Δημοκρατίας;»
- Γιατί μου το ζήτησε ο Θεοδωράκης.

Αμέσως μετά ο Τάκης Μπενάς συγκάλεσε το Προεδρείο της ΔΚΝΓΛ με θέμα την διαγραφή του Γρηγόρη Γιάνναρου από μέλος της οργάνωσης με την κατηγορία ότι υπέπεσε σε ηθικό παράπτωμα. Έτσι ο Γιάνναρος ανέλαβε την κομματική οργάνωση στην Ελευσίνα και μετά πήγε στη Μόσχα να φοιτήσει σε κάποιο οικονομικό Πανεπιστήμιο.

Όταν τον συνάντησα εκεί -πήγαμε στο παγωμένο πάρκο του Γκόρκυ για να μη μας δει κανείς- σχεδόν έκλαψε στην αγκαλιά μου για τον ρόλο που του είχαν αναθέσει να παίξει σε βάρος μου και κατέληξε χαρακτηρίζοντας αυτό που είδε στη Μόσχα: «Τελικά είναι μια κοινωνία πριγκήπων…».

Ακόμα κι εγώ τότε, έπεσα από τα σύννεφα…

Ερωτηματολόγιο 
1.- Σε ποιο βαθμό ήταν αναμειγμένη η ΕΡΕ στην δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη;
Μ.Θ. Δεν μπορώ να το γνωρίζω.
2.- Η ανάθεση της ηγεσίας την νεολαίας Λαμπράκη στον Μίκη Θεοδωράκη, ήτανε μια προσπάθεια από το κόμμα να τον διατηρήσουν απασχολημένο ώστε να μην προκαλεί προβλήματα με τον ανυπότακτο λόγο του αλλά παράλληλα να υπάρχει και εκμετάλλευση της προσωπικότητας του;
Μ.Θ. Κατ’ αρχήν δεν επρόκειτο για «ανάθεση», όπως εξήγησα εκτενώς στον Πρόλογο. Βεβαίως κάπως έτσι θα σκέφτηκε η τότε ηγεσία. Αυτό το γνώριζα κι εγώ πολύ καλά. Όμως δέχτηκα την πρόκληση. Όπως καταλαβαίνετε, ο αγώνας μου υπήρξε άνισος, τουλάχιστον στην αρχή. Όμως σιγά-σιγά οι ιδέες μου κέρδισαν την συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών και όλα τα μέλη της νεολαίας. Τελικά πραγματοποίησα σε μεγάλο βαθμό τα σχέδιά μου και επέβαλα τις απόψεις μου κυρίως σε ό,τι αφορά την δομή και τις λειτουργίες του νέου τύπου οργάνωσης με την σφραγίδα της εσωκομματικής δημοκρατίας και της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων σε όλες τις βαθμίδες της οργάνωσης. Έτσι η ΔΝΛ αναδείχθηκε στην μαζικότερη, στην πιο πρωτοπόρα και στην πιο δυναμική πολιτική δύναμη της εποχής. 

Όμως στα 1966 θέλοντας να με εξουδετερώσουν, με καθαίρεσαν πραξικοπηματικά από την ηγεσία της οργάνωσης υποχρεώνοντάς με συγχρόνως να δεχτώ να μη δημοσιοποιηθεί αυτή η απόφαση. Πράγμα που το δέχτηκα για να μην αποπροσανατολίσω την Αριστερά σε μια δύσκολη στιγμή. Ένα χρόνο αργότερα όλα τα ανώτερα στελέχη της ΔΝΛ μου πρότειναν να προχωρήσω μαζί τους στην Ίδρυση του Κόμματος των Λαμπράκηδων, πράγμα που για τους ίδιους λόγους απέρριψα, γιατί βρισκόμαστε μπροστά στις εκλογές του Μάη του 1967 και μια τέτοια κίνηση θα ήταν καταστροφική.
3.- Ποιοι οι στόχοι και οι σκοποί της νεολαίας Λαμπράκη;
Μ.Θ. Οι πραγματικοί στόχοι που έθεσα εγώ εξ αρχής ήταν να αποδείξω έμπρακτα ότι: Πρώτον η μοναδική δύναμη της Αριστεράς όφειλε να είναι το μαζικό κίνημα. Δεύτερον η ΕΔΑ δεν είχε τέτοιον προσανατολισμό και αν είχε, δεν μπορούσε να τον πραγματοποιήσει, γιατί ήταν καθηλωμένη σε ξεπερασμένες και αποτυχημένες ιδεοληψίες και σε οργανωτικές αγκυλώσεις που την καθήλωναν σε ρόλο περισσότερο παρατηρητή παρά πρωταγωνιστή στον στίβο της ζωής. Τρίτον ότι μετά το 1961 άρχισε να ξαναγεννιέται μέσα σε όλο τον λαό ένα καινούριο ριζοσπαστικό κίνημα και τέταρτο ότι εγώ γνώριζα τους τρόπους με τους οποίους αυτό το κίνημα μπορούσε να αναδειχτεί και να γίνει πολιτική δύναμη κρούσης.

Η διαφορά μας ήταν ότι εγώ είχα αναλύσει σωστά τα αίτια της ήττας και είχα βγάλει ορθά συμπεράσματα, ενώ αυτοί, δηλαδή η ηγεσία του ΚΚΕ στην πράξη δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να κουκουλώσουν τους πάντες και τα πάντα βαπτίζοντας τον ένα σωτήρα και τον άλλο προδότη, χωρίς να φτάσουν στις αιτίες του Κακού. Έτσι η ίδια κατάσταση με τα ίδια σχεδόν πρόσωπα διαιώνιζαν τις ίδιες αντιλήψεις και μεθόδους. Γι’ αυτό η ΕΔΑ ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει δημιουργικά και σωστά τη νέα πραγματικότητα, να εκμεταλλευτεί τις νέες ευκαιρίες και να προτείνει νέες ρεαλιστικές και θαρραλέες λύσεις στα προβλήματα του έθνους και του λαού. Και για να αναφέρω μονάχα μια περίπτωση, ίσως την πιο καταστροφική: δεν μπόρεσε να κόψει με το μαχαίρι την απόλυτη εξάρτησή της από την ηγεσία του ΚΚΕ που επέμενε να καθοδηγεί και μάλιστα με τρόπο δικτατορικό, παρ’ ό,τι βρισκόταν στο Βουκουρέστι αποκομμένη από την ελληνική πραγματικότητα.
4.- Ποιοι οι παράγοντες που οδήγησαν στην ταχύτατη ανάπτυξη της νεολαίας Λαμπράκη;
Μ.Θ. Ας αρχίσω από την πρωτόγνωρη για την ελληνική πραγματικότητα σύνδεση της πολιτικής με την πολιτιστική δραστηριότητα. Το γεγονός φυσικά ότι ήμουν συνθέτης (πέραν της ακτινοβολίας του συνθέτη κυρίως τραγουδιών αγαπητών στο λαό και τη νεολαία) βοηθούσα ώστε να εφαρμόζω στην πράξη τις δοξασίες μου για τη σύνθεση Τέχνης και Πολιτικής. Όμως φυσικά και εάν δεν ήμουν συνθέτης αλλά μόνο πολιτικός, εγνώριζα από τους ιδρυτές του Μαρξισμού αλλά και από τον Λένιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι η προλεταριακή επανάσταση με στόχο την εγκαθίδρυση της Δικτατορίας του Προλεταριάτου χωρίς την συμπλήρωσή της από μια σε βάθος πολιτιστική επανάσταση κινδύνευε να εκφυλιστεί σε μια σκέτη Δικτατορία, όπως και έγινε.

Επί πλέον εμείς είχαμε τη μοναδική ευκαιρία να δημιουργούμε την εποχή εκείνη μια πραγματική Τέχνη για το Λαό, εξ ου και ο χαρακτήρας των έργων της εποχής εκείνης ως Τέχνης Έντεχνης-Λαϊκής. Με το «λαϊκής»να σημαίνει τη στατική μουσική πραγματικότητα, την υπάρχουσα λαϊκή μουσική και λαϊκή τέχνη που εξέφραζε τα αισθήματα των λαϊκών μαζών, ενώ με το «έντεχνη» τη δυναμική, που δημιουργείται από ένα κίνημα μαζών (νεολαίας), καθώς επιδιώκει με τη δική του προσπάθεια και αγώνα την κατάκτηση υψηλών στόχων μέσα στους οποίους θα έπρεπε τώρα να προστεθούν και η κατάκτηση όλο και πιο πνευματικών, όλο και πιο υψηλών μορφών τέχνης. 

Μια νέα «αρχή», που νομίζω ότι ακούστηκε για πρώτη φορά σε συνθήκες λαϊκού αγώνα είναι ότι «Ελεύθερος είναι αυτός που συμμετέχει ενεργητικά στη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, στα οποία μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Και κατ’ επέκταση αυτός που συμβάλλει και συμμετέχει στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού. Όρος στον οποίο εμπεριέχονται πολλά: Τέχνη, Ήθος, Τρόποι σκέψης και ζωής και συναίσθηση της ευθύνης, του Χρέους». Δεν έχετε παρά να σκύψετε πάνω από τους πνευματικούς δημιουργούς και τα έργα εκείνης της περιόδου αλλά και τις συμπεριφορές, το ήθος και τους αγώνες των νέων εκείνης της περιόδου, για να διαπιστώσετε αυτή την εκπληκτική σχέση αγωνιστικού ήθους και τέχνης (ιδιαίτερα του τραγουδιού) με την Νεολαία Λαμπράκη.

Με το σύνθημα «Δημιουργείστε παντού Λέσχες Πολιτισμού», δώσαμε στους Λαμπράκηδες μια νέα κατεύθυνση και ένα νέο περιεχόμενο ζωής άγνωστο για πολιτική νεολαία. «Να γίνουν δηλαδή οι αποδέκτες και θεματοφύλακες αυτής της νέας τέχνης, που εδημιουργείτο μπροστά στα μάτια τους».
Γρήγορα οι Λαμπράκηδες κατανόησαν ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των λαών μεγάλοι ποιητές ξέφυγαν από το μονοπώλιο των ολίγων, για να γίνουν κτήμα τους. Και μόνο αυτή η νέα πολιτιστική-πολιτική και ηθική διάσταση έφτανε ώστε οι Λέσχες Πολιτισμού και ΔΝΛ να γίνουν μαγνήτης για όλη την ελληνική νεολαία.

Μια άλλη βασική «αρχή» υπήρξε το ότι «Ελεύθερος είναι ο υπεύθυνος. Και υπεύθυνος είναι αυτός που αποφασίζει για όσα αφορούν τον εαυτό του και τους άλλους. Από τα κοντινά και ελάχιστα έως τα πιο σημαντικά».

Κι εδώ, στο σημείο αυτό σημειώθηκε όχι μόνο τώρα αλλά ανέκαθεν μια βασική μου διαφωνία για τη δομή και τη λειτουργία του Κόμματος, γιατί δεν μπορούσα να κατανοήσω πώς ο κομμουνισμός που τον θέλαμε τόσο πολύ υπεύθυνο μέσα στην κοινωνία ώστε να θεωρεί τη δική του «φωτισμένη δικτατορία» ως όπλο απαραίτητο για αλλαγή και αναγέννηση, ήταν ουσιαστικά ανεύθυνος μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Όπου για όλες τις αποφάσεις ήταν μόνο δύο ολιγοπρόσωπα σώματα: Κατ’ αρχήν το Πολιτικό Γραφείο και κατά δεύτερο λόγο η Κεντρική Επιτροπή, έως ότου κι αυτή συχνά καταδικάστηκε σε ρόλους διακοσμητικούς. Η δικαιολογία ότι τα απλά μέλη εψήφιζαν τους ηγέτες, κατ’ αρχήν δεν είναι σωστή γιατί αυτό ιδιαίτερα σε δύσκολες συνθήκες είναι αμφίβολο αν συνέβαινε, όμως μήπως το ίδιο δεν λένε όλες οι εκλεγμένες απ’ το λαό μάλιστα εξουσίες των αστών; Πού είναι λοιπόν η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους; Και πώς θα διαπαιδαγωγηθεί ο Λαός, ώστε να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του, της δύναμής του και της διαφορετικότητάς του και να γίνει δύναμη ιστορική, ικανή να αναμετρηθεί με όλη τη δύναμη κρούσης του αντιδραστικού κράτους και να το νικήσει; Και ποια είναι αυτή η διαφορετικότητα;

Εγώ είπα στους Λαμπράκηδες, «αυτή η διαφορά σας κι αυτή η ιστορική σας δύναμη είναι η Ευθύνη. Είναι η υπευθυνότητα. Παύετε να είστε νούμερα της όποιας εξουσίας. Ο καθένας από σας είναι μια ακέραιη και σημαντική Μονάδα στον χώρο του. Όμως η ευθύνη σας δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτόν. Αγκαλιάζει όλο τον Λαό, όλα τα προβλήματα και όλες τις λύσεις. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει κατ’ αρχήν να γίνετε υπεύθυνοι μέσα στην ίδια σας την οργάνωση. Παύει πλέον να ισχύει για μας το δόγμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που στην ουσία σας καθιστούσε ανεύθυνους. Δεν υπάρχουν πια ηγέτες έξω και πάνω από σας. Αντίθετα οι δημοκρατικές διαδικασίες θα είναι πάντοτε παρούσες σε όλα τα στάδια της λειτουργίας των αποφάσεων και των πρωτοβουλιών σας».

Όμως δεν έφτανε η διακήρυξη αυτών των νέων για την αριστερά ιδεών. Έπρεπε να βοηθηθούν οι νέοι, ώστε να αρχίσουν να εφαρμόζονται στην πράξη. Κι αυτός ήταν ένας επί πλέον λόγος να βρίσκομαι τόσο συχνά έξω από την Αθήνα. Στις συνοικίες, στις πόλεις και στα χωριά.

Αυτή η αίσθηση της υπευθυνότητας που σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται τρόπος σκέψης, ζωής και δράσης, «ψήλωσε» τους νέους, τους έδωσε σιγουριά, δύναμη και τους οδήγησε στο να παίρνουν πρωτοβουλίες που γρήγορα τους έκαναν παρουσία υπολογίσιμη και σεβαστή, κατ’ αρχήν μέσα στις τοπικές κοινωνίες. Γιατί δεν έμεναν αδιάφοροι ακόμα και για τα πιο μικρά προβλήματα που ταλάνιζαν τους φτωχούς και αδικημένους των χωριών και των συνοικιών.
Έτσι μεγάλωσε και απλώθηκε η ακτινοβολία των Λαμπράκηδων.
5.- Γιατί τελικά πραγματοποιήθηκε η ένωση της νεολαίας Λαμπράκη με εκείνη της ΕΔΑ, παρά τις αρχικές διακηρύξεις για κομματική ανεξαρτησία;
Μ.Θ. Κατ’ αρχάς να διαχωρίσουμε το Κόμμα από την Αριστερά. Έτσι μπορούσε κανείς να διαφωνεί με το Κόμμα, όπως εγώ, δεν έπαυε όμως να ανήκει στην Αριστερά. Και για ποιο λόγο κάποιος που πέρασε απ’ τα καμίνια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου, δηλαδή τότε που διαπλασσόταν η ελληνική αριστερά, θα έπρεπε να χαρίσει την Αριστερά σε μια χούφτα ηγέτες, μόνο και μόνο γιατί κρατούσαν τη «σφραγίδα»; Ο καθείς, ανάλογα μ’ αυτό που έδωσε και εξακολουθούσε να δίνει στην Αριστερά, θα μπορούσε να πει «Είμαι κι εγώ Αριστερός».

Και όσο με αφορά, αυτό που έκανα από τα 1960 έως το 1963, τι άλλο ήταν παρά η Αριστερά; Τραγούδια για τον Λαό και συναυλίες για τον Λαό, που με έφεραν σε σύγκρουση με όλο το αντιδραστικό κατεστημένο, γεγονός που με ανέδειξε μέσα στη ζωή Λαϊκό Ηγέτη -πέραν της Τέχνης. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε και η ΕΔΑ με θεωρούσε ισότιμο «συνεταίρο» και μου πρότεινε να διοικούμε ισότιμα την νέα οργάνωση.

Θα πάω ακόμα πιο μακριά. Πίστευα τότε ότι οι Λαμπράκηδες δεν ήταν μόνο Αριστερά αλλά ότι ήταν η πραγματική Αριστερά. Γεγονός που το επιβεβαίωνε η καθημερινή δράση και πολιτική παρουσία που γρήγορα μας είχε καταστήσει κύριο αντίπαλο δέος του Κράτους, του Παρακράτους και του θρόνου.

Έτσι λοιπόν έκρινα κάποτε ότι η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην ηγεσία της ΕΔΑ και τη δική μας έκλινε περισσότερο προς την πλευρά μας. Δηλαδή δεν επρόκειτο πια το Κόμμα να μας ελέγξει, γιατί δεν μπορούσε πια να το κάνει. Αντίθετα εμείς ήμαστε σε θέση να αφομοιώσουμε τη νεολαία της ΕΔΑ. Πράγμα που έγινε. Όσο για την πολιτική γραμμή, παρ’ ό,τι συμπλέαμε γενικά με την πολιτική της ΕΔΑ (οι αντίπαλοι και οι εχθροί μας ήταν κοινοί) εν τούτοις πάντοτε υπήρχαν ευκαιρίες να δείχνουμε την ιδιαιτερότητά μας και μάλιστα σε κορυφαία θέματα όπως λ.χ. οι δηλώσεις μου για την ανάγκη νομιμοποίησης του ΚΚΕ (που ήταν απαγορευμένο δια νόμου) όπως και η δήλωσή μου εναντίον της Φρειδερίκης, την οποία κατήγγειλα ως ηθική αυτουργό της δολοφονίας του Λαμπράκη.
6.- Κατά πόσο η απόφαση του Θεοδωράκη να γίνει βουλευτής της ΕΔΑ διευκόλυνε αυτήν την ένωση;
Μ.Θ. Νομίζω ότι όσα είπα πιο πάνω, οδηγούν σε μια διαφορετική αντιμετώπιση, τόσο για τον ίδιο εμένα όσο και για τις σχέσεις μου με την ΕΔΑ. Ήμαστε τελικά και πραγματικά δυο ισοδύναμες δυνάμεις μέσα στον ίδιο χώρο, την Αριστερά, με διαφορετικές αντιλήψεις που τώρα είχα την ευκαιρία να τις εφαρμόζω στην πράξη, ώστε να δείχνω χειροπιαστά ποιος θα έπρεπε να είναι ο δρόμος της αληθινής Αριστεράς. Η μαζικότητα και η δυναμική των Λαπράκηδων, η ακτινοβολία τους και η επίδραση και παραδοχή από μεγάλα τμήματα του λαού μας, στην ουσία έβγαζαν την Αριστερά από την απομόνωση και το περιθώριο στα οποία ήθελαν να την καταδικάσουν και την έκαναν πρωταγωνιστή στις κοινωνικές και εθνικές εξελίξεις.

Το να γίνω λοιπόν ή όχι Βουλευτής, θα πρέπει να το δούμε κάτω από αυτό το νέο πρίσμα. Γι’ αυτό το 1963 είπα «όχι», ενώ το 1964 δέχθηκα να γίνω Βουλευτής, γιατί μέσα στη Βουλή ουσιαστικά θα αντιπροσώπευα αυτό το άλλο κομμάτι της Αριστεράς, τους Λαμπράκηδες. Πράγμα που έκανα και που συχνά με έφερνε σε σύγκρουση με την κομματική γραμμή.
7.- Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για την νεολαία Λαμπράκη που απορρέουν από το γεγονός ότι ο Θεοδωράκης ήταν μια ευρέως γνωστή προσωπικότητα.
Μ.Θ. Δεν υπήρχαν μειονεκτήματα αλλά μόνο πλεονεκτήματα.
8.- Ποιοι ήτανε οι λόγοι που οι μαζικές κινητοποιήσεις του Ιουλίου του 1965, παρά τον εντυπωσιακό τους χαρακτήρα, δεν είχαν το ανάλογο αντίκτυπο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής;
Μ.Θ. Ήταν μια δύσκολη στιγμή για την Αριστερά, γιατί δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη, έστω και αν γνώριζε ότι στην ουσία οι αντίπαλοι υπηρετούσαν τον ίδιο Θεό, δηλαδή τις ΗΠΑ και τον θρόνο. Όμως στην πράξη, μετά τις εκλογές βίας και νοθείας (1961) είχε δημιουργηθεί ένα ενιαίο δημοκρατικό κίνημα μέσα στον λαό, με στόχο την Δημοκρατία, όπου πάλευαν πλάι-πλάι αριστεροί και κεντρώοι.

Υπήρχε λοιπόν εκ των πραγμάτων μια ουσιαστική διαφοροποίηση ανάμεσα στην Ένωση Κέντρου και την Δεξιά, που δεν μπορούσε να μη λάβουμε υπ’ όψιν. Υπήρχε ένας σημαντικός ενδιάμεσος στόχος, η κατάλυση του αστυνομικού κράτους και η κατάκτηση βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, που σε κείνη την περίοδο συντόνιζε τα βήματά μας. Έτσι κατ’ επέκταση ο Γεώργιος Παπανδρέου έγινε σύμβολο αυτής της προσπάθειας έχοντας επωμισθεί έναν ιστορικό ρόλο με έναν κοινό στόχο για μας και τους κεντρώους. Από την άλλη μεριά εμάς τους αριστερούς μας χώριζε μια ολόκληρη άβυσσος από τον θρόνο. Έτσι όταν η διένεξη πήρε προσωπικό χαρακτήρα ανάμεσα στον Παπανδρέου και στον Κωνσταντίνο, τα θυελλώδη αντιβασιλικά μας αισθήματα έπαιξαν ρόλο κυριαρχικό, γιατί ξέραμε ότι ο στόχος αυτός κατά της Βασιλείας ήταν κυρίως δικός μας στόχος. Ας μη ξεχνάμε ότι στην περίοδο του Εμφυλίου ο ουσιαστικός αρχιστράτηγος των εθνικιστών ήταν ο θρόνος και η Φρειδερίκη. Στην ουσία εμείς οι ηττημένοι παίρναμε τώρα την ρεβάνς μας. Αυτό τουλάχιστον ένοιωθα εγώ. Για μένα αυτό ήταν το κύριο, ανεξάρτητα από το τι τελικά θα συνέβαινε. Γι’ αυτό κατεβάζαμε 50.000 Λαμπράκηδες κάθε μέρα επί δύο μήνες στο κέντρο της Αθήνας δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το μίσος και την αγανάκτηση του Λαού μας διαχρονικά, από το 1945 έως τότε, για τον αιματοβαμμένο θρόνο, σύμβολο των χιλιάδων εκτελέσεων συντρόφων μας και των μαρτυριών τους στη Μακρόνησο.

Κάποτε όμως τα βρήκαν εκείνοι που βρίσκονταν «ψηλά», Κεντρώοι και Δεξιοί ηγέτες και μάλιστα υπό την αιγίδα του θρόνου! (Βλ. Μνημόνιο καθώς και κοινή ψήφο στη Βουλή περί τα τέλη του 1966 υπέρ της βασιλικής κυβέρνησης Παρασκευόπουλου συμπεριλαμβανομένων και των ψήφων της ομάδας Ανδρέα Παπανδρέου). 

Ήταν επόμενο να «ξεφουσκώσει» η ΕΔΑ, οι Λαμπράκηδες και το μαζικό κίνημα. Μούδιασε ο κόσμος, τα στελέχη και οι οπαδοί. Τι συνέβη;

Η πολιτική της ΕΔΑ, ορθή στην αρχή, έγινε τελικά αδιέξοδη, γιατί στην ουσία δεν έγινε τίποτα. Οι κεντρώοι εκμεταλλευόμενοι την κοινή έως τότε πορεία μας, μάς μεταχειρίστηκαν και όταν έκαναν τη δουλειά τους μας έβαλαν ξανά στη γωνία από την οποία δεν κατορθώσαμε να βγούμε, αν και φάνηκε να μας ακολουθούν πρωτοφανείς λαϊκές μάζες. Κι αυτό γιατί δεν μπορέσαμε να δείξουμε ούτε για μια στιγμή το δικό μας πρόσωπο έχοντας μεταβληθεί στην ουσία σε οπαδούς του «Γέρου της Δημοκρατίας». Και μόνο η λέξη «αποστασία» θα έπρεπε να προβληματίσει τυος ηγέτες.

Από αυτούς μονάχα ο Πρόεδρος της ΕΔΑ Γιάννης Πασσαλίδης προσπαθούσε να τους πείσει ότι παραδεχόμενοι τον όρο αυτόν συμφωνούσαμε στο ότι ο Παπανδρέου ταυτίζεται με την Δημοκρατία. Ότι Δημοκρατία και Παπανδρέου είναι το ίδιο πράγμα και ότι όποιος εν τέλει πηγαίνει ενάντια στην οικογένεια Παπανδρέου, πηγαίνει ενάντια στη Δημοκρατία, στον Λαό, στην Ελλάδα. Αυτό το ανεκτίμητο δώρο προσέφερε με την στάση της η ηγεσία στους Παπανδρέου. Πράγμα που το πλήρωσαν ακριβά με τον Ανδρέα, ο οποίος κατάφερε αυτό που δεν κατάφερε ούτε ο Εμφύλιος ούτε η αμερικανοκρατία: να συρρικνώσει την Αριστερά και να κατεβάσει το εκλογικό της ποσοστό σε μονοψήφιο αριθμό.

Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε έγκαιρα και αφού αρχίσαμε να βλέπουμε τη συμπαιγνία που υπήρχε στις κορυφές, να διαφοροποιηθούμε θέτοντας μπροστά στον λαό τους πραγματικούς στόχους πέραν της διαμάχης ανάμεσα σε ομάδες εξουσίας που οι ουσιαστικές τους διαφορές ήταν το ποιος εν τέλει θα έχει την κυβερνητική εξουσία, που τότε είχε ως προϋπόθεση την βασιλική εύνοια. Άλλωστε όταν την απέκτησε ο Γεώργιος Παπανδρέου, έδειξε με κάθε τρόπο την συμπάθειά του προς τον θρόνο, μιας και είχε πετύχει αυτό που στην πραγματικότητα ήθελε, την εξουσία. Ακόμα-ακόμα δεν δέχτηκε να απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Άφησε μέσα 500, τους οποίους έβγαλαν δυο χρόνια αργότερα (το 1966 οι «αποστάτες»!).
9.- Ποιοι οι παράγοντες που οδήγησαν σε μια συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της νεολαίας Λαμπράκη μετά το 1965;
Μ.Θ. Όσο κι αν προσπάθησα να διαφοροποιηθώ από τις αποφάσεις της ηγεσίας, αυτό πάντως δεν ήταν δυνατόν να γίνει σε θέματα γενικής πολιτικής κατεύθυνσης, μια που θέλαμε δε θέλαμε βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα και το τιμόνι το κρατούσαν οι ηγέτες μέσα και έξω απ’ την Ελλάδα. Το ΚΚΕ ήταν πάντοτε παντοδύναμο και εξασκούσε μια ακατανίκητη έλξη στους οπαδούς της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένων και των Λαμπράκηδων.

Έτσι αυτή η αδυναμία της ΕΔΑ να διαφοροποιηθεί έγκαιρα από τον Παπανδρέου μας στοίχισε ακριβά. Οι Εδαϊτες και οι Λαμπράκηδες διαπίστωναν κάθε στιγμή ότι η διστακτική, η φοβισμένη και δίχως ορίζοντες πολιτική των ηγετών, τους καθιστούσε στην ουσία «ουρά του Παπανδρέου». Γιατί λοιπόν να εξακολουθούν να πληρώνουν το μεγάλο τίμημα του οπαδού της Αριστεράς με τις κάθε λογής διώξεις (που εξακολουθούσαν και κατά την περίοδο της Κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου) και να μη γινόταν απλά παπανδρεϊκοί οπότε όχι μόνο να ησυχάσουν αλλά και να γευτούν κι αυτοί τις γλύκες της Εξουσίας…

Αυτό άλλωστε συνέβη και αργότερα με τον Ανδρέα, γιατί ο αριστερός που καλείται να πληρώσει ακριβό τίμημα πρέπει να ξέρει ότι αγωνίζεται για στόχους διαφορετικούς, υψηλότερους και ευγενικότερους. Διαφορετικά για ποιο λόγο να γίνεται στόχος διώξεων; Στην περίπτωση μάλιστα του Ανδρέα οι στόχοι του ήταν αριστερότερα της Αριστεράς χωρίς να μπορεί αυτή να αποδείξει ότι ήσαν στόχοι δημαγωγικοί, ψεύτικοι, παραπλανητικοί, όπως τελικά αποδείχθηκε πως ήταν. Γιατί ως φαίνεται, και σ’ αυτή τη νέα εποχή η Αριστερά δεν είχε στόχους, πράγμα που κι αυτή τη φορά την κατέστησε ουρά του Ανδρέα Παπανδρέου.

Τι έπρεπε λοιπόν να κάνω σ’ αυτή την δύσκολη εποχή μετά το 1965, όταν οι Λαμπράκηδες είχαν κουραστεί και απογοητευτεί μ’ αυτή τη μάταιη «επαναστατική γυμναστική» που τελικά μας οδήγησε σε ένα μεγάλο ΜΗΔΕΝ;

Μπροστά σ’ αυτή τη νέα κατάσταση μ’ αυτόν το τόσο αρνητικό για την Αριστερά γενικά κλίμα, το μόνο που σκέφτηκα να κάνω, ήταν να προτείνω στο Προεδρείο της ΔΝΛ ένα πρόγραμμα πρωτοβουλιών που θα μας έβγαζε από την κρίση. Σε γενικές γραμμές θα ξεκινούσαμε με την οργάνωση τριών σημαντικών συνεδρίων με αντικείμενο τα προβλήματα α) της φοιτητικής νεολαίας στην Θεσ/νίκη, β) της εργατικής στην Αθήνα και γ) της αγροτικής στην Λάρισα. Θα ακολουθούσαν πρωτοβουλίες για τον πολιτισμό και φυσικά πλήθος πολιτικές δραστηριότητες με στόχους τα κύρια φρούρια της αμερικανοκρατίας και του αστυνομικού κράτους. Περιττό να πω ότι η στάση μου απέναντι στην Ένωση Κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου είχε ήδη διαφοροποιηθεί κατά την διάρκεια ακόμα των κινητοποιήσεων την εποχή της «αποστασίας», διότι ήμουν από τους λίγους που συμφωνούσαν με την ανάλυση του Προέδρου της ΕΔΑ.

Αιφνιδίως τότε κλήθηκα να πάω στο Βουκουρέστι συνοδευόμενος από τον Νίκο Καρρά, ο οποίος «επέβλεπε» από μέρους της ΕΔΑ και του ΚΚΕ την ΔΝΛ. Όταν φτάσαμε εκεί, καταλύσαμε σε μια βίλα που είχαν παραχωρήσει οι Ρουμάνοι στο κόμμα. Εκεί ο Νίκος μου αποκάλυψε ότι σκοπός της παρουσίας μας εκεί ήταν να εκθέσω το πρόγραμμα των κινητοποιήσεων που είχα προτείνει στο Προεδρείο των Λαμπράκηδων στην Ολομέλεια του Π.Γ. του ΚΚΕ που θα έρχονταν στην βίλα την επομένη για τον σκοπό αυτό. 

Πράγματι την επομένη ήρθε όλο το Π.Γ. εν σώματι με επί κεφαλής τον Πρόεδρο Γκρόζο και τον Γεν. Γραμματέα Κολιγιάννη. Με άκουσαν προσεκτικά και αφού μου έθεσαν μια σειρά από ερωτήσεις στις οποίες απάντησα, έφυγαν μετά από τέσσερις ώρες λέγοντας ότι θα ξανάρθουν την άλλη μέρα για να μου εκθέσουν την γνώμη τους για όσα τους είπα.

Την άλλη μέρα το πρωί πράγματι ξαναήρθαν, μίλησε για λίγο ο Κολιγιάννης, μου είπε ότι συνεδρίασαν για να σχολιάσουν τα όσα άκουσαν και τελικά κατέληξαν σε προτάσεις (δηλαδή στην πραγματικότητα σε αποφάσεις), που θα τις εξέθετε ο σύντροφος Στρίγγος, ο οποίος αφού ανέλυσε κάθε πρόταση και την ενέταξε μέσα στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, τις συνθήκες και την τακτική του κόμματος, μου είπε με δυο λόγια ότι η Ηγεσία ανησυχεί για την ιδεολογική ανωριμότητα των Λαμπράκηδων και κατόπιν τούτου προτείνεται να αφήσουμε στους «εξωστρεφείς» (όπως τους χαρακτήρισε) πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις και να γυρίσουμε στις «μυρμηγκοφωλιές» μας να κάνουμε «μυρμηγκοδουλειά», με μια λέξη να γίνουμε μυρμήγκια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ως φαίνεται το μυρμήγκι τους είχε γοητεύσει, ώστε να το προτείνουν ως παράδειγμα σε μια κίνηση νέων, που έμοιαζαν μάλλον με αετούς παρά με τα κατά τα άλλα συμπαθή μυρμήγκια…

Όπως είναι επόμενο, έμεινα κυριολεκτικά άφωνος. Όταν γύρισα κατετόπισα μόνο τον Γεν. Γραμματέα της ΔΝΛ Τάκη Μπενά, που ήταν εξ άλλου και ο μόνος που γνώριζε γι’ αυτή την «παράνομη» αποστολή μου και που ανέλαβε να εφαρμόσει την πολιτική της «μυρμηγκοφωλιάς». Έτσι οι οργανώσεις άρχισαν σιγά-σιγά η μία μετά την άλλη να φυλλοροούν… «Τι συμβαίνει Τάκη;», τον ρωτώ «και μας εγκαταλείπουν οι νέοι;» Με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του και μου είπε με νόημα «Η μυρμηγκοφωλιά…».

Φαίνεται όμως πως δεν τους έφτασε η ουσιαστική κατάργηση της πολιτικής μου. Λίγο αργότερα με εντολή του ΚΚΕ με καθαίρεσαν από τη θέση του Προέδρου της Νεολαίας ζητώντας μου συγχρόνως να μη δημοσιοποιηθεί αυτή η απόφαση. Πώς όμως θα μπορούσε να παραμείνει μυστική μια τέτοια ενέργεια από τα στελέχη που είχαν μάθει να με βλέπουν κάθε μέρα; Έτσι, χωρίς να τους πω τίποτα, αποφάσισαν να με συναντήσουν κρυφά σχεδόν όλα τα μέλη του Προεδρείου στο Αγρίνιο, όπου ήμουν ομιλητής στην προεκλογική συγκέντρωση. Ήρθαν και κρύφτηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, όπου με έκπληξη τους βρήκα αργά το βράδυ. Ήθελαν να μάθουν τι συμβαίνει. Αναγκάστηκα να τους μιλήσω για πρώτη φορά ανοιχτά και να τους εκθέσω λεπτομερειακά τι ήταν αυτό που με χωρίζει από την επίσημη πολιτική.

Αφού μου έθεσαν πλήθος ερωτήσεις στις οποίες απάντησα, κατά τα χαράματα μου πρότειναν ομόφωνα να δημιουργήσουμε το ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΛΑΜΠΡΑΚΗΔΩΝ ! θέλοντας να κερδίσω χρόνο για να σκεφτώ, τους έδωσα ραντεβού στις 21 Απριλίου το πρωί στο γραφείο του Δημήτρη Καραχάλιου, προκειμένου να πάρουμε την τελική απόφαση. Όμως η συνάντηση αυτή δεν έγινε ποτέ, γιατί την ίδια μέρα βγήκαν στους δρόμους τα τανκς.
10.- Ποια η σχέση ανάμεσα στην νεολαία Λαμπράκη και τις νεολαίες των λοιπών κομμάτων (ιδιαίτερα εκείνη της Ε.Κ.);
Μ.Θ. Ανύπαρκτη έως κακή. Φυσικά όχι από τη δική μας πλευρά που σε κάθε περίπτωση επιδιώκαμε συνεργασία αλλά από τη δική τους.
11.- Κατά πόσο επηρεάστηκε η νεολαία Λαμπράκη από τα εσωτερικά προβλήματα της ΕΔΑ, αλλά και από την ολοένα και πιο προβληματική σχέση ανάμεσα στην ΕΔΑ και το ΚΚΕ;
Μ.Θ. Η ΕΔΑ υπήρξε μια συνεχής τροχοπέδη για την ΔΝΛ. Άλλωστε μετά τα όσα εξέθεσα, αυτό έχει μια λογική βάση: Επιδίωξή τους ήταν να με εξουδετερώσουν πολιτικά με τη συρρίκνωσή μου σε ένα ρόλο «ανήσυχου καλλιτέχνη» χωρίς δικές του ιδέες και κυρίως παρουσία στην εθνική πολιτική σκηνή. Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν η μεγάλη ακτινοβολία μου μέσα στον λαό και ειδικά στη νεολαία. Το να με χτυπήσουν λοιπόν μετωπικά τους ήταν δύσκολο έως αδύνατο. Γι’ αυτό και σκαρφίστηκαν την από κοινού δημιουργία μιας Κίνησης Νέων, με την ελπίδα ότι αυτό θα ικανοποιούσε την ματαιοδοξία μου και θα αρκούμην στον ρόλο ακόμα μιας «συνεργαζόμενης προσωπικότητας», που θα την έκαναν ό,τι ήθελαν σύμφωνα με την συνήθη πρακτική τους. Όταν όμως τελικά διαπιστώσανε ότι έπεσαν έξω, κρίνανε ότι είναι προτιμότερο να διαλύσουν αυτό το μοναδικό κίνημα (όπως και το έκαναν τελικά) παρά να με βλέπουν μέσω αυτού του κινήματος να παίζω μέσα στην εθνική πολιτική σκηνή τον ρόλο που έπαιξα. 

Όμως τα έφερε έτσι η τύχη, ώστε να βρεθώ μόνος (ως βουλευτής) στις επάλξεις της Αντίστασης κατά της Δικτατορίας με την ίδρυση και τη δράση του Πατριωτικού Μετώπου. Τα λίγα στελέχη που δεν πιάστηκαν, δεν τόλμησαν να βγουν δημόσια όπως εγώ να καταγγείλουν τη Χούντα και να καλέσουν σε αγώνα. Μετά από βδομάδες έβγαινε από την κρύπτη του ο ένας μετά τον άλλον για να με συναντήσουν. Έτσι όταν με είδε ο Μπάμπης Δρακόπουλος που ήταν και ο Γραμματέας του κλιμακίου των κομμουνιστών της ΕΔΑ, μου είπε «Έσωσες την τιμή του ΚΚΕ». Εν τούτοις τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι δεν δίστασαν και πάλι να πάρουν μέσα από τα χέρια μου τις οργανώσεις που με τόσο μεγάλο κίνδυνο είχαμε κατορθώσει να στήσουμε εμείς οι δημιουργοί του Πατριωτικού Μετώπου, που συμπτωματικά ήμαστε όλοι Λαμπράκηδες. Βρέθηκα έτσι απομονωμένος, χωρίς οργανώσεις, να προσπαθώ να στήσω από την αρχή με νέα πρόσωπα μια νέα οργάνωση, με αποτέλεσμα να γίνουν λάθη και να συλληφθώ.
Ξέχασα μόνο να πω, ότι πριν τον Δρακόπουλο συνάντησα τον Κώστα Φιλίνη ο οποίος μου είπε «Έστειλαν άνθρωπο απ’ έξω (από το Βουκουρέστι δηλαδή, του Π.Γ. του ΚΚΕ) με την εντολή να πας εκεί για να … απολογηθείς». Προφανώς γιατί πήρα την πρωτοβουλία για την ίδρυση της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης μια βδομάδα μετά την κήρυξη της Δικτατορίας χωρίς να τους ρωτήσω.
12.- Ήταν λάθος η τακτική του ΚΚΕ να επιδιώξει την νομιμοποίηση του μέσω των δραστηριοτήτων της νεολαίας Λαμπράκη;
Μ.Θ. Το ΚΚΕ επεδίωκε με κάθε τρόπο την νομιμοποίησή του. Τελικά όμως ήταν τόσο μονότονες και τυπικές αυτές οι αναφορές της ΕΔΑ, που ήταν σαν να μην υπήρχαν. Ένα επαναλαμβανόμενο ευχολόγιο με πολύ λίγη απήχηση. Εγώ όταν στα 1964 έκανα κριτική στην Κυβέρνηση Παπανδρέου γιατί δεν κάνει ούτε ένα βήμα προς την ομαλοποίηση της εθνικής ζωής κλείνοντας τις μεγάλες πληγές του Εμφυλίου όπως τέτοια βήματα θα ήταν η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, η κατάργηση των αντικομμουνιστικών-αντιεαμικών νόμων και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, πρόσθεσα απευθυνόμενος στον ίδιο τον Πρωθυπουργό «Δηλώνω ότι εξακολουθώ να είμαι μαρξιστής-λενινιστής δηλαδή κομμουνιστής» υπονοώντας «Ελάτε να με συλλάβετε».

Με άλλα λόγια επικαιροποιούσα αυτά τα αιτήματα και έστρεφα τη νεολαία προς τη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή την πάλη για τον αληθινό εκδημοκρατισμό. Στο κάτω-κάτω αυτές οι απαγορεύσεις αποτελούσαν πάνω απ’ όλα ένα μέγιστο ηθικό πρόβλημα, που έπρεπε να ντροπιάζει κάθε υπεύθυνο πολίτη.

Ένας άλλος μεγάλος στόχος εναντίον του οποίου επεδίωκα να στρέψω τη νεολαία ήταν ο θρόνος, η πηγή όλων των κακών. Ο οποίος είχε κατορθώσει έως τότε να παραμένει στο απυρόβλητο όλων των πολιτικών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς. Έτσι με την ευκαιρία της Δίκης των δολοφόνων του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη όπου κλήθηκα ως μάρτυρας κατηγορίας, δήλωσα μπροστά στα έκπληκτα μάτια και αυτιά δικαστών, δικηγόρων και γενικά όλης της χώρας, ότι θεωρώ την βασιλομήτορα Φρειδερίκη ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Λαμπράκη.

Και για τις δύο αυτές πρωτοβουλίες μου που τις είχα εντάξει όπως είπα σε ένα πρόγραμμα δηλώσεων και ενεργειών με «διαπαιδαγωγικό» χαρακτήρα που θα έστρεφε δηλαδή τη νεολαία ενάντια σε μέγιστους και ουσιαστικούς στόχους υπεύθυνους για την κακοδαιμονία μας, η Ηγεσία με επέπληξε αυστηρά και μάλιστα δημοσίως με αφοριστικές-καταδικαστικές δηλώσεις των εκπροσώπων της. Κι αυτό γιατί όπως φάνηκε, εγώ επεδίωκα να χτυπηθεί η ρίζα του Κακού, ενώ εκείνοι ουσιαστικά δεν είχαν πολιτική και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η πολιτική τους επιβίωση που γι’ αυτούς προϋπέθετε να μην ενοχλήσουν και να μην ταράξουν τα νερά. Ίσως γιατί είχαν παραιτηθεί από την προοπτική μιας αλλαγής με την πρωτοβουλία της Αριστεράς και φυσικά είχαν δίκιο όπως την είχαν καταδικάσει σε ένα περιθωριακό ουσιαστικά ρόλο λόγω της αδυναμίας τους να ανοιχτούν στις μάζες και να τις κατακτήσουν. Να γίνουν δηλαδή όπως έγινε με τους Λαμπράκηδες, ένα μεγάλο μαζικό κίνημα.
13.- Ποια η δράση της νεολαίας Λαμπράκη μετά το πραξικόπημα του 1967, ήταν επαρκής η αντίδραση της και αν όχι ποιοι ήτανε οι λόγοι για αυτό;
Μ.Θ. Τώρα μπαίνουμε σε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο που θα χρειαζόταν πολλές σελίδες για να αναλυθεί σε βάθος. Δυο πράγματα θα πω εδώ: Πρώτον, μια εβδομάδα μετά το πραξικόπημα αυτοί που συναντήθηκαν και ίδρυσαν το Πατριωτικό Μέτωπο ήταν μόνο Λαμπράκηδες. Δεύτερον, με λάθος δικό μου ενέπλεξα στη νέα οργάνωση ορισμένα υψηλά κομματικά στελέχη που σε πλήρη συμφωνία με το ΚΚΕ κατάφεραν να βάλουν κάτω από τον έλεγχό τους τις νέες οργανώσεις, αφού πριν με είχαν εξουδετερώσει. Και ένα τρίτο: Στην προσπάθειά μου να αντιδράσω, κάλεσα τα ιδρυτικά στελέχη και μερικούς άλλους να με συναντήσουν στο σπίτι που κρυβόμουν στο Χαϊδάρι, προκειμένου να ξεκινήσουμε πάλι απ’ την αρχή. Όμως λίγες μέρες πριν γίνει αυτή η συνάντηση, πιάστηκα από την Γενική Ασφάλεια.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στόχος μου ήταν να καταργηθεί ο λεγόμενος Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός, που στην ουσία δεν ήταν παρά ένας ωμός συγκεντρωτισμός. Γι’ αυτόν τον λόγο επεδίωξα μια νέα πολιτική γύρω από τους εξής στόχους:
  • Δημοκρατία – Δημοκρατικές διαδικασίες
  • Κατάργηση της πυραμίδας της εξουσίας
  • Συλλογική λήψη των αποφάσεων
  • Υπευθυνότητα σε όσο γίνεται περισσότερο πλατειά βάση
  • Σύνδεση με τα άμεσα προβλήματα και ενεργητική συμμετοχή στη λύση τους
  • Σχέση άμεσης και ενεργητικής υπευθυνότητας στο εργοστάσιο, το χωράφι, τη Σχολή, το χωριό, την συνοικία, την πόλη
  • Υπεράσπιση δικαιωμάτων από τα απλά έως τα πιο μεγάλα της νεολαίας, του λαού, της κοινωνίας
  • Σύνδεση της ευθύνης για το τοπικό με το γενικό, εθνικό, παγκόσμιο
  • Χτύπημα της αδικίας. Υπεράσπιση των αδυνάτων
  • Ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, Κοινωνική Δικαιοσύνη, Εθνική Ανεξαρτησία, Διεθνής Αλληλεγγύη, Ειρήνη [Αυτά ήταν τα βάθρα της πολιτικής διαπαιδαγώγησης των Λαμπράκηδων]
Κι ακόμα:
  • Άμεση και οργανική σύνδεση της κοινωνικής-πολιτικής με την πολιτιστική Αλλαγή
  • Οργάνωση πολιτιστικών πρωτοβουλιών σε κάθε τόπο ζωής, εργασίας και μόρφωσης
Από την άλλη μεριά ως συνθέτης, τόσο με το έργο μου όσο και με τις ιδέες μου και τη δράση μου, είχα στόχο τη δημιουργία μιας πραγματικής τέχνης για τον Λαό.

Ο χαρακτηρισμός που έδωσα στη μουσική μου ως έντεχνης-λαϊκής σήμαινε ότι παίρνω ως βάση τη ζωντανή παράδοση, όπως λ.χ. το λαϊκό τραγούδι και το ενώνω μεθοδικά με λόγιες-έντεχνες μορφές τέχνης που κατά τη γνώμη μου συντελούν στην ουσιαστική απελευθέρωση και ανάδειξη της προσωπικότητας του πολίτη πέρα από την καλλιέργεια του πνευματικού του κόσμου που τόση ευδαιμονία και ψυχική δύναμη του χαρίζει.

Έργα όπως το «Άξιον Εστί», η «Ρωμιοσύνη» και το «Mauthausen» στόχευαν ακριβώς στο πώς να καλλιεργήσουν και να εξυψώσουν τους δεκάδες νέους και νέες σε όλη την επικράτεια και να τους προσφέρουν τη χαρά και τη δύναμη ότι «έχουν τη δικιά τους τέχνη» και ότι η Τέχνη έπαψε πια να είναι μονοπώλιο των προνομιούχων κύκλων και τάξεων.

Έλεγα: «Ελεύθερος είναι ο υπεύθυνος και υπεύθυνος είναι αυτός που αποφασίζει για τον εαυτό του και για τους άλλους».

Όταν πρωτοέμπαινα σε ένα χωριό, διάλεγα έναν νέο, τον έβαζα απέναντί μου και του έλεγα παρουσία του ακροατηρίου μου: «Εσύ είσαι ο υπεύθυνος του χωριού, γιατί είσαι νέος και το μέλλον σού ανήκει. Όμως τώρα ζεις στο παρόν και επομένως σε αφορά το κάθε τι. Γι’ αυτό πρέπει να κάνεις καλλίτερη την καθημερινή ζωή σου. Πρέπει να γίνει το χωριό σου καθαρό και όμορφο. 

Αλληλεγγύη, ψυχαγωγία, μόρφωση πρέπει όλα να τα κάνεις εσύ. Φρόντισε για τους αδύνατους. Βοήθησέ τους όσο μπορείς. Μην περιμένεις να σου δώσουν οι άλλοι όσα πρέπει και μπορείς να τα πάρεις τώρα με το χέρι σου, γιατί τώρα ζεις και πρέπει να ζήσεις με το κεφάλι ψηλά και με τη συνείδησή σου ήσυχη ότι κάνεις το χρέος σου απέναντι στους άλλους και στην πατρίδα σου.

Και τέλος όλοι μαζί πάρτε ένα έρημο σπίτι ή σταύλο και κάντε το Σπίτι Πολιτισμού. Με βιβλία και δίσκους. Οργανώστε βραδιές με μουσική, με χορούς και με θέατρο. Ψυχαγωγείστε έτσι τον εαυτό σας και όλο το χωριό».

Σχόλια