Τo Ελληνικό έθνος και το χρέος μας απέναντι στους αγωνιστές του ’21 - του Μίκη Θεοδωράκη



Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για την 25η Μαρτίου, 25.3.2000

Κυρίες και κύριοι,

Όταν οι λιγοστοί γενναίοι έπαιρναν τα όπλα και κήρυτταν  την Επανάσταση της 25ης Μαρτίου του 1821, ασφαλώς δεν υποψιάζονταν τα ιστορικά βάρη που έμελλαν να σηκώσουν στους αδύναμους ώμους  τους πέραν των κινδύνων της ένοπλης σύγκρουσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα βάρη αυτά οφείλονταν στην ένδοξη καταγωγή τους  με τη βαρειά κληρονομιά. Και μόνο το όνομα ‘έλληνες’ ήταν ικανό να γονατίσει ακόμα και τον πιο ανεπτυγμένο λαό. Πόσο μάλλον αυτούς που επιχείρησαν να βγουν στο φως ύστερα από τόσων αιώνων ζοφερά σκοτάδια.

Και δεν είναι απορίας άξιον ότι ευθύς μόλις έγινε γνωστή η ελληνική επανάσταση, δεν υψώθηκαν  εναντίον της μονάχα όπλα, απειλές και διεθνείς συνομωσίες αλλά και ένα συνεχώς ογκούμενο κύμα αμφισβήτησης με κορυφαίο τον ιστορικό Φαλμεράϊερ, που έσπευσε  υπό τον μανδύα του επιστήμονα να κόψει το χορτάρι κάτω από τα πόδια όλων αυτών που ισχυρίζονταν ότι αποτελούν την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους.

Είχαν άραγε το δικαίωμα οι αγράμματοι φουστανελάδες του Μωρηά, της Ρούμελης και της Κρήτης να ισχυρίζονται ότι είναι έλληνες; Και αν ναι, από πού το αντλούσαν; Μέσα από το πέρασμα τόσων αιώνων, ποια στοιχεία, πέραν της γλώσσας άντεξαν στο χρόνο;

Πoιές βαθειά ριζωμένες αντιλήψεις; Ποιες πρακτικές και ποιες συνήθειες; Ποια βασικά χαρακτηριστικά στη ζωή στο πολιτισμό και στη τέχνη;

Και γιατί απ’ την άλλη μεριά τόσος, θα έλεγα, πανικός από τους διανοούμενους της Ευρώπης να θέλουν να θάψουν την Ελλάδα και τους Ελληνες πριν προφτάσουν να ορθοποδήσουν;

Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο γάλλος  Ντυροζέλ δεν συμπεριέλαβε στην ιστορία της Ευρώπης την αρχαία ελληνική. Οι δε ιδρυτές του Ευρωπαϊκού Μουσείου αρχίζουν την ευρωπαϊκή ιστορία από το 800 μ.Χ. Για να προστεθούν τέλος οι λεγόμενοι αφροκεντριστές, που έχουν κατακλύσει τα αμερικάνικα πανεπιστήμια και κατά τους οποίους ο ελληνικός πολιτισμός είναι αντιγραφή του αιγυπτιακού.

Είχαν λοιπόν οι έλληνες αγωνιστές του ’21 να αντιμετωπίσουν όχι μόνον ένα μέτωπο, την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά ταυτόχρονα το μέτωπο των μελλοντικών μας προστατών και κείνο των διανοουμένων της Ευρώπης, που  δεν ήθελαν για κανένα λόγο να αναγνωρίσουν στους έλληνες το δικαίωμα στη καταγωγή τους:  Ότι ήσαν έστω κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.

Παρακάτω θα εξηγήσουμε από πού εκπηγάζει τόσο πάθος κατά των νεοελλήνων από τη πλευρά όλων αυτών που αν κατά τα άλλα έγιναν ό,τι έγιναν, το οφείλουν  κατά ένα μεγάλο ποσοστό στην ακτινοβολία της αρχαίας Ελλάδας.

Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν η πρώτη ένοπλη εξέγερση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κι αυτό έχει τη δική του, βαρύνουσα σημασία. Από τη πρώτη στιγμή, όταν οι εκπρόσωποι των αγωνιστών συνάχτηκαν στην Επίδαυρο στα 1822, διακήρυξαν την επιθυμία τους να αναστήσουν το ‘ελληνικό έθνος ύστερα από 22 αιώνων διακοπή’. Αν λάβει κανείς υπ’όψη του τις ιστορικές συνθήκες,το βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο και εν γένει την εποχή που αυτοί οι λίγοι γενναίοι έλληνες είχαν το ψυχικό θάρρος αλλά και την ηθική  ιδεολιγική και πευματική ωρίμανση να διαδηλώσουν την πίστη τους ότι είναι συνεχιστές των ελλήνων με όλα τα συνακόλουθα, πιστεύω πως από κει και πέρα αποτελεί ύβρη για κάθε κάτοικο αυτής της χώρας να αμφισβητεί κανείς και ακόμα πιο πολύ να λοιδωρεί και να σαρκάζει αυτό το ιστορικό γεγονός. Ότι δηλαδή αυτοί που είχαν το θάρρος και την ευθύνη να μας ελευθερώσουν από τον τουρκικό ζυγό πίστευαν ότι ανασταίνουν -μαζί με τη χώρα τους- τη διαχρονική Ελλάδα,το ελληνικό  Έθνος με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Επομένως πιστεύω ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε αυτή την πρώτη διακήρυξη σαν ιερή παρακαταθήκη  προσπαθώντας τουλάχιστον να κατανοήσουμε τι εννοούσαν  όλοι αυτοί οι πρόμαχοι και κατά πόσον μια τέτοια πεποίθηση έχει ιστορική βάση και αν ναι, τι σημαίνει αυτό για όλους τους ευεργετηθέντες χάρη στις θυσίες εκείνων των αγωνιστών, έλληνες από τότε έως σήμερα.

Βέβαια αυτή η πρώτη λάμψη δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Και μόνον η εξέλιξη από εθνοσυνέλευση σε εθνοσυνέλευση έως την τελευταία στην οποία ψηφίστηκε η Μοναρχία, δείχνει τους εσωγενείς και εξωγενείς παράγοντες που σαν τα σκουλήκια έπεσαν πάνω στους αγωνιστές, για να τους διαλύσουν και από μέσα και απ’ έξω. Η Διχόνοια, οι ξένες Δυνάμεις και η Αμφισβήτηση των ευρωπαίων διανοουμένων ήσαν οι τρεις κακές μάγισσες που δυστυχώς δεν έπαψαν να υπάρχουν και να παρεμβαίνουν ακόμα και στις μέρες μας.

Περιορίζομαι να αναφέρω, σαν ένα χαρακτηριστικό δείγμα του μίσους των Δυτικών για το μόλις αναδυόμενο Έθνος μας, την εμμονή των άγγλων να είναι το νέο ελληνικό Κράτος στα όρια της Πελοποννήσου και υπό την κηδεμονία του Σουλτάνου, στον οποίο οι έλληνες θα συνέχιζαν να είναι φόρου υποτελείς.

Είναι φανερό ότι η Διακήρυξη της Επιδαύρου για την ανάσταση του ελληνικού έθνους δεν έχει καμμιά σχέση με την προγονόπληκτη και λογιωτατική προσπάθεια των ελλήνων της διασποράς κυρίως, να αποδείξουν μέσω της καθαρεύουσας – δηλαδή της εγκεφαλικής τεχνητής αλλοίωσης της ζωντανής γλώσσας- ότι οι τοτινοί έλληνες ομιλούν σχεδόν τη γλώσσα των αρχαίων τους προγόνων. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτό το κίβδηλο κίνημα ταλάνισε τον ελληνικό λαό πάνω από έναν αιώνα αποπροσανατολίζοντας και καθηλώνοντας τον με τις ολέθριες συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε.

Σαν αντίδραση σ ΄αυτή την πραγματικά σκοταδιστική προσπάθεια ήρθε η ολοσχερής και ολοκληρωτική αμφισβήτηση-πρώτ’ απ’ έξω και στη συνέχεια από τα μέσα- ότι δηλαδή αυτοί οι φουστανελοφόροι που διακήρυσσαν με τόση αναίδεια ότι είναι συνεχιστές των ενδόξων αρχαίων ελλήνων δεν είχαν απολύτως καμμία σχέση μαζί τους. Είναι περισσότερο Σλάβοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Άραβες και καθόλου Έλληνες. Είναι απλώς αρχαιόπληκτοι, προγονόπληκτοι και επιδιώκουν μ’ αυτό τον τρόπο να δανειστούν ιδιότητες και δόξες που δεν τους ανήκουν. Αυτή ήταν και είναι η Αμφισβήτηση που όπως είπαμε ξεκίνησε απ’ την Ευρώπη και που δυστυχώς στη χώρα μας υιοθετήθηκε από τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις της διανόησης αρχικά και της πολιτικής στη συνέχεια.

Έτσι λοιπόν, από τα πρώτα της βήματα η Επανάσταση και στη συνέχεια το νεοσύστατο ελληνικό κράτος πιάστηκαν στις δαγκάνες της Διχόνοιας, των Ξένων Επεμβάσεων και της Αμφισβήτησης ως προς την καταγωγή των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να παραμορφώνεται εις το διηνεκές η πορεία του Λαού και του Έθνους. Να συμπιέζεται, να αλλοιώνεται ο ίδιος ο χαρακτήρας των  πρώην ελεύθερων πολιορκημένων πολιτών, η σκέψη τους, οι παραδόσεις τους, τα οράματα τους. Και κυρίως να ξεστρατίζει οριστικά από κείνο το πρώτο φως, την πρώτη ευχή και πεποίθηση των πρώτων αγωνιστών που οραματίζονταν την αναγέννηση του ελληνικού έθνους, που εκείνοι έβλεπαν να συνεχίζει την πορεία του σαν υπέροχο ποτάμι επί 22 ολόκληρους αιώνες.

Και ήταν δυστυχώς τόση και τέτοια η καταστροφική μανία όλων των αρνητικών παραγόντων, ώστε να πνίξουν τις λιγοστές εξαιρέσεις  που –όπως ο Διονύσιος Σολωμός-προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν την αναγέννηση της ελληνικότητας  στη πνευματική κυρίως κληρονομιά, όπως αποτυπώθηκε σε ζωντανά καλλιτεχνικά έργα δια μέσου των αιώνων αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ένα τουλάχιστον ισχυρό και αδιαμφισβήτητο κοινό νήμα που ενώνει το τότε με το τώρα, η γλώσσα. Και μάλιστα η γλώσσα η ζωντανή, του δημοτικού τραγουδιού και όχι η κατασκευασμένη από εκείνους που έβλεπαν τον ελληνικό λαό από μακρυά και από ψηλά, δήθεν εξιδανικευμένο, σαν ένα πρόσχημα θα ‘λέγα, για να δικαιολογήσουν τις δικές τους φιλοδοξίες. Φιλοδοξίες κατά βάση τίμιες, που όμως δεν είχαν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα και επιπλέον έριχναν νερό στο μύλο όλων αυτών που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να συνδέσουν το νέο έθνος-που επέμενε να αποκαλείται ελληνικό- με τη κλασσική Ελλάδα και τα επιτεύγματα της.

Δεν ήταν όμως μονάχα η γλώσσα που όπως είπα σαν ένα συνεχές νήμα ένωνε την αρχαιότητα με το σήμερα. Ένα άλλο φαινόμενο που ξεκινά από την αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι έλληνες για την έννοια «Πόλη» –από την οποία προέκυψαν η Πολιτική και ο Πολιτισμός- και από το περιεχόμενο που έδιναν σ’ αυτήν με προεξάρχουσα τη μορφή της άμεσης δημοκρατίας βλέπουμε να διατηρείται με τον α ή τον β’ τρόπο καθ’όλη τη διάρκεια της μακραίωνης πάλης των ελλήνων να διατηρήσουν ορισμένα βασικά γνωρίσματα του εθνικού τους χαρακτήρα όπως αυτά αποτυπώθηκαν στον πολιτισμό και στις μεταξύ τους σχέσεις. Πώς αλλοιώς να ερμηνεύσουμε τάχα το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινότητες κατά τη διάρκεια τόσων αιώνων είχαν καθιερώσει σαν σύστημα αυτοκυβέρνησης αντιλήψεις και πρακτικές άμεσης δημοκρατίας με την ισότιμη συμμετοχή όλων των μελών της κοινότητας τόσο στη διαχείρηση των κοινών, στην εκλογή των υπευθύνων, στον έλεγχο των εξουσιών, όσο και στην απόδοση της δικαιοσύνης.

Μήπως αυτό δεν είναι όχι μόνο ένα μέγα επίτευγμα αλλά συνάμα δεν θα πρέπει και να παραπέμπει στις προπατορικές, τις εθνικές παραδόσεις, που οδήγησαν και καθοδήγησαν όλες αυτές τις διασκορπισμένες ομάδες των ελλήνων όχι μόνο να διατηρούν την ίδια γλώσσα αλλά και να εφαρμόζουν στις αναμεταξύ τους σχέσεις σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών πρακτικές που αντανακλούν ένα από τα υψηλότερα επιτεύγματα της ελληνικότητας:τη δημοκρατία; Εξ’ ίσου σημαντικό με όλες τις υπόλοιπες κατακτήσεις στους τομείς της Φιλοσοφίας, της Επιστήμης και της Τέχνης. Και αυτή η εμμονή – στη γλώσσα και στη δημοκρατία-παίρνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς μέσα σε ποιες δυσχερείς συνθήκες τα εξασφάλιζαν, συνθήκες δουλείας, όπου κυριαρχούν  θεωρίες με συστήματα θεοκρατικά, απολυταρχικά, σκοταδιστικά, αυταρχικά και βάρβαρα.

Και το συντριπτικό ερώτημα που μπαίνει σήμερα είναι: σε ποιο βαθμό αυτή η ιστορική διαπίστωση έχει γίνει πλατειά γνωστή στον ελληνικό λαό και κατά πόσο έχει θεωρηθεί σαν ένα βασικό επιχείρημα προκειμένου να συνυπολογίσουμε όλα εκείνα τα εξαιρετικά στοιχεία που –όπως η γλώσσα-μπορούν να εδραιώσουν την αντίληψη για τις πνευματικές και ιδεολογικές σχέσεις (εννοώ τις σχέσεις με το βασικό πολίτευμα της Δημοκρατίας) που μπορεί να έχουμε με την αρχαία ελληνική κληρονομιά;

Πιασμένοι στην τανάλια απ’ τη μια μεριά της προγονοπληξίας και από την άλλη της άρνησης κάθε σχέσης με την κλασσική ελληνική περίοδο, τι άλλο κάνουμε παρά να χλευάζουμε στην πράξη αυτή τη χούφτα των αγράμματων που ελευθέρωσαν έναν λαό ύστερα από αιώνων σκλαβιά με το όραμα και την απαντοχή του Ελληνικού Έθνους;

Kαι αυτή μπορούμε να πούμε θα πρέπει να είναι η πρώτη μεγάλη απογοήτευση – τραγωδία του ελληνικού λαού, ο οποίος ενώ κάτω από τις σκληρές συνθήκες της οθωμανικής κυριαρχίας κατόρθωνε εντούτοις να διατηρεί σε τοπικό επίπεδο μορφές αυτοδιοίκησης, είδε να καταστρέφονται, ιδιαίτερα μετά την εγκαθίδρυση της απολυταρχικής Μοναρχίας, οι δημοκρατικοί θεσμοί, αφού ουσιαστικά οι έλληνες από πολίτες που αποφάσιζαν κυριαρχικά για τα άμεσα προβλήματά τους ακόμα και μέσα στις σκληρότατες συνθήκες της ξένης κατοχής, μεταβάλλονται σε υπηκόους και πάλι από τους ξένους – τους βαυαρούς – συμβούλους του Όθωνα, που ενέσκηψαν σαν θύελλα στις τοπικές κοινωνίες και τις διέλυσαν.

Έτσι η ελληνική κοινωνία μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, μπήκε στο καλούπι των Απολυταρχικών Συστημάτων που επικρατούσαν στην κυριαρχημένη από αντιδραστικές κυβερνήσεις Ευρώπη σε μια στιγμή μάλιστα κατά την οποία θριάμβευαν οι υπό των Μέτερνιχ αντεπαναστατικές δυνάμεις που είχαν σαν στόχο να σβήσουν και την τελευταία ακτίνα φωτός της γαλλικής επανάστασης.

Αυτή η δυσμενής ιστορική συγκυρία κάνει ακόμα πιο αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι δεν εμπόδισε τους οραματιστές φουστανελοφόρους να πατούν γερά επάνω σε ένα από τα κύρια βάθρα του ελληνισμού, την Δημοκρατία και γι’ αυτό άλλωστε τα πρώτα Συντάγματά τους ήσαν τα πιο προχωρημένα εκείνης της εποχής.  Κι αυτό γιατί η Δημοκρατία δεν ήταν γι’ αυτούς μια απλή λέξη, μια απλή ιδέα αλλά ήταν πράξη και βίωμα ζωής που άντεξε όπως και η γλώσσα μέσα από τους αιώνες.

Και θα έπρεπε να περάσουν 100 χρόνια από το ’21 για να ξυπνήσουν οι έλληνες προοδευτικοί, και να επιδιώξουν να επιβάλουν μέσω των θεωριών και των πρακτικών της Ευρώπης κοινωνικές σχέσεις σεβασμού και ισότητας μέσα σε προωθημένους δημοκρατικούς θεσμούς, πράγμα που εντούτοις, όπως είδαμε, το είχαν επιτύχει και το εφάρμοζαν επιτυχώς οι έλληνες κατά τη διάρκεια αιώνων και αιώνων ξένης κατοχής.

Ναι, βεβαίως, τώρα μετά το τέλος της Επανάστασης, υπήρχε ελεύθερο ελληνικό κράτος με τη διαφορά ότι οι έλληνες πολίτες, σε τοπικό επίπεδο – μετά την επανάσταση είχαν γίνει στην ουσία λιγότερο ελεύθεροι. Και όχι μόνο αυτό.  Όσο περνούσαν τα χρόνια, το όραμα των ηρώων της Επανάστασης για την αναγέννηση του Ελληνικού ΄Έθνους, μετά 22 αιώνες, ξεθώριαζε, καθώς όχι μόνο οι Κυβερνήτες, αλλά –το χειρότερο- κι αυτοί οι ίδιοι οι νεοέλληνες άρχισαν να πείθονται όλο και περισσότερο ότι από την μεγάλη και βαρειά κληρονομιά, το μόνο που δικαιούμεθα να έχουμε είναι ο τόπος, τα μάρμαρα και σ ένα ποσοστό η γλώσσα.  Έτσι άρχισε να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι κατά τα άλλα δεν είμαστε και δεν θα έπρεπε να είμαστε παρά ένα Έθνος στην περιφέρεια της Ευρώπης καθυστερημένο που ως εκ τούτου μοναδικό του σκοπό έχει να μιμείται σε όλα τα επίπεδα τους δείκτες της Ευρώπης – όπως καληώρα με την ΟΝΕ- προκειμένου να την πλησιάσει για να γίνει αποδεκτό στη χορεία των ανεπτυγμένων και πολιτισμένων Λαών.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η έλλειψη αυτογνωσίας και εμπιστοσύνης στις δικές μας παραδόσεις – και προπαντός η έλλειψη ουσιαστικής γνώσης- όχι μόνο μας αποπροσανατόλισαν και μας απομάκρυναν από το όραμα της συνέχειας του ελληνικού Έθνους, αλλά ακόμα επέδρασαν αρνητικά στην ίδια οικοδόμηση και εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους.  Γιατί αν λ.χ. υπήρχαν φωτεινά μυαλά για να αναλύσουν τις κοινωνικές συνθήκες που είχαν επιβάλει οι  ίδιοι οι έλληνες κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη να εισάγομε ξένα Μοντέλα Κρατικής Εξουσίας και Διακυβέρνησης σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, τους διάφορους  «-ισμούς» για ιδεολογικά πρότυπα, αλλά θα προσπαθούσαμε να εκσυγχρονίσουμε τις ήδη υπάρχουσες συνθήκες που επί πλέον μας διαφοροποιούσαν από την Ευρώπη, φέρνοντας ουσιαστικά στην επιφάνεια  τη μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην ελληνική και τη δεσποτική αντίληψη που από τη στιγμή που εμφανίστηκε, χώρισε την ανθρωπότητα σε δυο αντίθετα Συστήματα Σκέψης, το Ελληνικό και το θεοκρατικό-δεσποτικό, σε δυο Συστήματα Φιλοσοφίας, σε δυο Κοσμοθεωρίες και τελικά Συστήματα Αξιών και αξιολόγησης του ίδιου του ανθρώπου και που την εποχή της ελληνικής Επανάστασης το δεύτερο, το απολυταρχικό ανθελληνικό κυριαρχούσε τότε στον Δυτικό κόσμο.

Ήταν επόμενο λοιπόν αυτό το ασήκωτο βάρος της αντιδραστικής Ευρώπης να το αισθάνονται όλο και πιο πολύ στους ώμους τους οι πρωτεργάτες του αγώνα γεμίζοντας τελικά την ψυχή τους με δέος.

Έτσι αυτοί που τόλμησαν να τα βάλουν με τη φοβερή Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν να φοβούνται τους αυτόκλητους προστάτες, ενώ απ’ την άλλη μεριά η αμφιβολία και η Διχόνοια άρχισαν να γιγαντώνονται, έτσι που όχι μόνο να λησμονήσουν το αρχικό τους όραμα για την Ανάσταση του Ελληνικού ΄Έθνους αλλά να υποχρεωθούν τελικά σε συμβιβασμό με τη δημιουργία ενός Κράτους με τη σφραγίδα της υποταγής στους ξένους, που μας επέβαλαν ξένα συστήματα, αντιλήψεις, σχέσεις δια μέσου ενός ξένου Μονάρχη, περιστοιχισμένου από ξένους συμβούλους.

Ακόμα και όσα φωτεινά μυαλά υπήρχαν τότε και αργότερα, είχαν ιδέες δανεικές από ξένους.  Πράγματι όλες οι ιδεολογίες και θεωρίες για το Κράτος, την Κοινωνία, το Λαό. Τα ατομικά δικαιώματα, μας έφτασαν απ’ έξω. Όσο όμως κι αν είχαν φανταχτερά περιβλήματα, το περιεχόμενό τους δεν μπορούσε παρά να έχει επηρεαστεί από το γενικό κλίμα των χωρών που τα γέννησαν και που είχαν γαλουγηθεί με τις αρχές του Δεσποτισμού, του ακριβώς αντίθετου πόλου της Ελλάδας.  Και γι’ αυτό ίσως το λόγο όλες οι μεγάλες Επαναστάσεις από την Γαλλική ως την Οκτωβριανή κατέληξαν σε απολυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης.

Επί τέλους κάποιος θα έπρεπε να υπερασπισθεί και να συνεχίσει την ουσία του ιστορικού φαινομένου που ονομάζεται ελληνικότητα.  ΄Όμως κι αν υπήρξαν κάποιοι σαν φωτεινές εξαιρέσεις, σκεπάστηκαν τελικά από τις κυρίαρχες τάσεις  που ήσαν βασικά εξωστρεφείς.  Ποιος δεν συμφωνεί με την ρήση του Ισοκράτη κατά την οποία έλληνας είναι κυρίως εκείνος που με την παιδεία του αποδεικνύει ότι είναι έλληνας;  ΄Όμως γιατί να μη θέλουμε και να μην επιδιώκουμε να γίνουμε έλληνες όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και κατ’ ουσίαν;  Γιατί να έχουμε οπισθοχωρήσει τόσο πού από την ουσία του ’21, όπως εκφράζεται με την Διακήρυξη της Επιδαύρου;  Γιατί αυτή η άνευ όρων παράδοσή μας στη λαγνεία της Ευρώπης;

Βεβαίως και εγώ που σας μιλώ, θαύμασα και εξακολουθώ να θαυμάζω πολλά από τα επιτεύγματά της.  Σκέφτομαι λοιπόν ότι κανένας δεν μπορεί να είναι αδιάφορος απέναντί της, κανείς δεν μπορεί να την αγνοήσει.  Ποια όμως θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι η ορθή στάση ως ΄Έθνους απέναντί της ;  Ο πλήρης μιμητισμός και υποταγή στην ανωτερότητά της;  Είτε στο άλλον άκρον,  η απόλυτη άρνησή της;  Η αγνόησή της;  Κατά τη γνώμη μου ούτε το ένα ούτε το άλλο.  Η στάση που τελικά επέλεξα εγώ ήταν να αναγνωρίσω τις αξίες της και να προσπαθήσω σ’ αυτές να αντιπαραθέσω όποιες αξίες πιστεύω ότι είναι καθαρά ελληνικές.

Αλλά έπ’ αυτού, δηλαδή για τη δική μου στάση που άπτεται κυρίως της Τέχνης και γενικότερα του πολιτισμού, θα επανέλθω.  Τώρα θα συνεχίσω με αυτό που θεωρώ ως πεμπτουσία της ελληνικότητας:  την αγάπη προς την Ελευθερία, την Πατρίδα, τη Δημοκρατία, προς τους ανθρώπους – όλους τους ανθρώπους.  Με την αντίστοιχη απώθηση και μίσος προς κάθε μορφή βίας.

Κάτω από αυτό το πρίσμα θα διαπιστώσουμε ότι το ’21 μπορεί να ήταν η κορύφωση – το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας- δεν ήταν όμως η εξαίρεση.  Η μετέπειτα ιστορική μας πορεία αποδεικνύει ότι η δίψα για ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία, τελικά υπήρξε και είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το DNA του ελληνικού λαού.  ΄Έτσι, όταν οι πρώτοι πολίτες του νεογέννητου ελληνικού κράτους συνήλθαν από το ξαφνικό χτύπημα της απολυταρχικής Μοναρχίας με τον ΄Όθωνα, πέρασαν στην Επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη του 1848, για να διεκδικήσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα.

Η μορφή του Μακρυγιάννη δεσπόζει σε κείνα τα ιστορικά γεγονότα. Βέβαια ο απλός πολίτης σπάνια κατόρθωνε να ανέβει ως την επιφάνεια των πολιτικών εξελίξεων, μιας και η χώρα μας δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι πιασμένη στο δόκανο των μεγάλων προστατών της.  Που μετά τον Όθωνα μας επέβαλαν την δυναστεία των Γλύξμπουργκ, ελέγχοντας πάντοτε στενά όχι μόνο τις πολιτικές εξελίξεις αλλά ολόκληρη τη ζωή της χώρας.  Εν τούτοις σε κορυφαίες στιγμές ο ελληνικός λαός, σπρωγμένος από το βασικό DNA, εύρισκε τον τρόπο να βγαίνει στο προσκήνιο και να γράφει ιστορία.  και είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάθε τέτοια ξεχωριστή στιγμή, Επανάσταση στο Γουδί, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Αλβανία, Κρήτη, Εθνική Αντίσταση, το ΄Έθνος γύριζε το βλέμμα στο ΄21 αντλώντας θάρρος και δύναμη από τα παραδείγματα εκείνης της εποχής.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι μας διδάσκουν τις δυνατότητες του ελληνικού λαού να μεγαλουργεί, φτάνει να μην υπάρχει στις κορυφές η διχόνοια και να μη συνωμοτούν σε βάρος μας οι παραδοσιακοί προστάτες.  Πράγμα που δυστυχώς συνέβη λίγο αργότερα και μας οδήγησε στην Μικρασιατική καταστροφή.

Οι μάχες στην Αλβανία και στην Κρήτη, πώς μπορούν να ερμηνευθούν τάχα;  Δεν είναι μήπως μια κραυγαλέα εξαίρεση, απέναντι σε μια Ευρώπη που έχει γονατίσει μπροστά στη ναζιστική βία;  Και από πού κι  ως πού η μικρή και αδύναμη Ελλάδα αντλούσε το θάρρος και τη δύναμη να πει «όχι» στους εισβολείς;  Και ευθύς μετά να οργανώσει τη δεύτερη μετά τους Γιουγκοσλαύους σε μέγεθος ένοπλη αντίσταση κατά των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων, υποχρεώνοντας τη Βέρμαχτ να δεσμεύει καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου 24 ολόκληρες Μεραρχίες.

Πώς αξιοποιήσαμε εμείς τάχα αυτή τη μοναδικότητά μας;  Δυστυχώς για το Έθνος, αφεθήκαμε να μας οδηγήσουν οι ξένοι στην αδελφοκτόνο – εμφύλια σύρραξη ολοκληρώνοντας μόνοι μας το καταστροφικό έργο της ξένης κατοχής και καθιστώντας τη χώρα μας ακόμα πιο αδύναμη, έτσι που να καταντήσει πιόνι στα χέρια των ισχυρών.  Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ που δήλωσε στο αγγλικό κοινοβούλιο ότι «από δω και πέρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες», ο ίδιος αργότερα δεν διέταζε τους στρατηγούς του να συμπεριφέρονται στη χώρα μας σαν να είναι χώρα εχθρική; «Θέλω πάση θυσία σύγκρουση με το ΕΑΜ».  Δίνοντας μ’ αυτό τον τρόπο το έναυσμα του εμφύλιου πολέμου, αυτή την παγίδα θανάτου στην οποία πέσαμε όλοι, δεξιοί- αριστεροί – κεντρώοι, έχοντας χάσει ομαδικά τον εθνικό προσανατολισμό μας.

Και όμως λίγα χρόνια αργότερα η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας ξεπερνώντας τα ιδεολογικά κομματικά σύνορα έστρεψε με αηδία το πρόσωπο μπροστά στα εγκλήματα των συνταγματαρχών κατά της δημοκρατίας και των ελευθεριών μας αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την εθνική συνοχή του μπροστά στα φαινόμενα της βίας και της στέρησης της ελευθερίας.

Έτσι αποδεικνύεται ότι αυτό που αποκάλεσα DNA του ελληνικού χαρακτήρα, η αγάπη στην Ελευθερία και η αποστροφή στη βία, είναι δυνατότερο από τους εισαγόμενους «-ισμούς» που το μόνο που κατάφεραν έως σήμερα είναι να μας διαιρούν, να μας αποπροσανατολίζουν και να μας καθιστούν έρμαια ξένων συμφερόντων.  Και θα αναφέρω τέλος την στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Λαού μας μπροστά στην καταστροφική βία του ΝΑΤΟ ενάντια στη γειτονική και φιλική Γιουγκοσλαυία.  Πώς εξηγείται και πάλι το γεγονός ότι και στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα απετέλεσε για άλλη μια φορά εξαίρεση σε όλη την Ευρώπη;

Τα αναφέρω όλα αυτά για να ενισχύσω την άποψή μου ότι αυτή η ελληνική ιδιομορφία δεν είναι τυχαία, δεν είναι εφήμερη και δεν εξηγείται με τις συνήθεις ιστορικοκοινωνικές αναλύσεις αλλά πηγαίνει πολύ πιο βαθειά.  Είναι, θα έλεγα, ένα από τα κυριαρχικά χαρακτηριστικά του διαχρονικού ΄Έθνους, που παραπέμπει όπως είπα στην κορυφαία αντίθεση των δύο κυριοτέρων ιστορικών και φιλοσοφικών γενικότερα συστημάτων και τοποθετήσεων απέναντι στα φαινόμενα της ζωής, του ανθρώπου και της Μοίρας του.  Την αντίθεση των δύο Κόσμων, του Ελληνικού και του ΄Άλλου.  Και όταν λέω συνοπτικά «του ΄Άλλου», εννοώ συλλήβδην τον Ανατολικό Δεσποτισμό, τον Ιουδαϊκό Μονοθεϊσμό, την Ρωμαϊκή Στρατοκρατία και τον Δυτικό Απολυταρχισμό.  Ο ΄Άλλος είναι ο κόσμος της αυστηρής και άτεγκτης ιεράρχησης με κριτήρια πάνω και πέρα από την ουσία του ανθρώπινου χαρακτήρα, της ανθρώπινης φύσης και προ παντός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και συμπεριφοράς.  Ο Σατράπης, ο Ιεχωβά, ο Αυτοκράτορας, ο Πάπας, ο Μονάρχης αποτελούν την κορυφή της πυραμίδας, που όσο κατεβαίνει προς τα κάτω, καταπιέζει μέχρι ψυχικής, πνευματικής, ακόμα και σωματικής εξοντώσεως, τον δύστυχο υπήκοο.  Σύμφωνα με την θεωρία και την πράξη αυτών των θεοκρατικών – απολυταρχικών αντιλήψεων, ο άνθρωπος είναι γεννημένος αμαρτωλός, ο κόσμος γύρω του μυστηριακός, μεταφυσικός, παράλογος θα έλεγα, που μόνο οι εκλεκτοί μπορούν να προσπελάσουν και να ερμηνεύσου.  Όχι φυσικά με το νου, με τη λογική, με την έρευνα, με το λόγο –αντίλογο, τη θέση –αντίθεση αλλά αφοριστικά θέσφατα, ακατανόητα, που καλούν τον καταπτοημένο και ανήμπορο υπήκοο σε τυφλή αποδοχή- υπακοή.

Από την αντίθετη πλευρά η ελληνική στάση ζωής αναδεικνύει τον άνθρωπο σε κέντρο της ζωής και τον πολίτη σε κέντρο της πόλης, με κύρια όργανα την επιστημονική σκέψη, την φιλοσοφική έξαρση.  Όλες αυτές οι πρακτικές δεν μπορεί να λειτουργήσουν παρά μόνο μέσα σε πλαίσια ελευθερίας με πρωταγωνιστή το άτομο- πολίτη.

Αντίθετα μέσα στις πυραμιδικής μορφής θρησκευτικές και κοσμικές εξουσίες είναι ο ΄Ένας που σκέπτεται και αποφασίζει για όλους, χωρίς  τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, του έθνους να έχουν δικαίωμα σκέψης και έκφρασης.

Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι να γίνεις κάποτε θύμα μιας ξένης εισβολής, ξένης κατοχής, όπως συνέβη με τους έλληνες.  Είναι να αποδεχτείς εσύ ο ίδιος το νόμο τους, να αρνηθείς εσύ ο ίδιος τα δικαιώματά σου, να σκοτώσεις εσύ ο ίδιος την ατομικότητά σου.

Κάτι τέτοιο οι έλληνες δεν το έπραξαν ποτέ.  Στην χώρα μας δεν υπήρξαν ποτέ κόμητες, βαρώνοι, πρίγκηπες, βασιλιάδες εκλεγμένοι αυτόβουλα από το λαό. Η αριστοκρατία του αίματος είναι κάτι το άγνωστο για τον ελληνικό λαό.  Άλλωστε τους τίτλους ευγενείας τους απαγόρευαν ρητώς τα πρώτα Συντάγματα των ελλήνων.  Στη χώρα μας η βασική μας θρησκεία είναι η Δημοκρατία, που μπορεί να φτάνει κάποτε σε ακραίες περιόδους ως την ιερή Αναρχία.

Να λοιπόν που βρίσκονται οι ρίζες του εθνικού μας DNA που μας οδηγούν σε πράξεις μοναδικές και ανεξήγητες. Και είναι ανεξήγητες, γιατί αντανακλούν κάτι που έρχεται από πολύ μακριά.  Από τα βάθη των αιώνων σαν χαρακτηριστικό ιστορικό αποτύπωμα, που τόσο ξενίζει τους ξένους και που δυστυχώς εξ ίσου αιφνιδιάζει συχνά ακόμα κι εμάς τους ίδιους τους έλληνες.

Αυτές λοιπόν είναι οι δύο μεγάλες κοσμοθεωρίες που συγκλόνισαν και διαμόρφωσαν τον δυτικό κόσμο.  Μέσα απ’το πέρασμα των αιώνων αντιπαρατάχθηκαν, συγκρούσθηκαν, αλληλοεπηρεάστηκαν, συνυπήρξαν μέσα από ιδεολογίες, θρησκείες, κοινωνικά συστήματα, μοντέλα εξουσίας που οδήγησαν συχνά σε εσωτερικές συγκρούσεις, επαναστάσεις και φονικούς πολέμους.

Μπορεί λοιπόν πολλοί να διεκδικούν την κληρονομιά της ελληνικότητας – συχνά δικαιολογημένα- όμως όπως και να το κάνουμε ακόμα και το όνομα Ελλάδα – Έλλην  όπως και ο τόπος – τοπίο όπου συνεχίζουν να κατοικούν ο έλληνες, όλα αυτά μας καθιστούν λίγο περισσότερο κληρονόμους απ’ οποιονδήποτε άλλον.

Το πρόβλημα είναι, τι κάνουμε εμείς γι’ αυτό;  Εάν έχουμε συνειδητοποιήσει τη σημασία και το βάρος αυτής της κληρονομιάς και πώς την μετουσιώνουμε δημιουργικά μέσα στις σύγχρονες συνθήκες ζωής, σκέψης και δράσης.

Όταν αναφέρεται κανείς στο ’21, δεν μπορεί να παραλείψει τον ρόλο της Εκκλησίας, της Ορθοδοξίας, που για εκείνη την περίοδο αποτελούσε την κύρια διαφορά των ελλήνων από τους αλλόθρησκους κατακτητές.  Μια διαφορά που συν τοις άλλοις τους προφύλαξε από τις επιμιξίες δια μέσου των αιώνων.  Άλλωστε αυτό μπορούμε να το δούμε και σήμερα λ.χ. στη Θράκη, με πόση δυσκολία γίνονται γάμοι μεταξύ αλλοθρήσκων.  Ο θρησκευτικός φανατισμός έσμιγε με τον εθνικό – γινόταν ένας, με αποτέλεσμα στα 1821 Ελλάδα και Ορθοδοξία να αποτελούν ταυτόσημη έννοια.

Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι η πεμπτουσία της ελληνικής σκέψης εκφράστηκε μέσω της Άμεσης Δημοκρατίας και του Ελεύθερου Χρόνου, που για πρώτη και τελευταία φορά μέσα στην παγκόσμια ιστορία λειτούργησε σε τόσο μεγάλη κλίμακα καθιστώντας όλους τους ελεύθερους πολίτες της Αθήνας ισότιμους συνομιλητές με τους μεγαλύτερους Φιλοσόφους και Ποιητές όλων των εποχών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα γνωστά πνευματικά και καλλιτεχνικά αριστουργήματα, που εξακολουθούν να αποτελούν ακραίες κατακτήσεις του ανθρωπίνου πνεύματος.

Η άμεση Δημοκρατία και ο Ελεύθερος Χρόνος υπήρξαν τα κύρια χαρακτηριστικά της Πόλης, στα πλαίσια της οποίας διαμορφώθηκε ο Ελεύθερος Πολίτης, η Δημοκρατία, η Δικαιοσύνη, η Πολιτική, με κορυφαίο διανοητή τον Αριστοτέλη, αλλά και ο Πολιτισμός, η Φιλοσοφία, η Επιστήμη, η Ιστορία και η Τέχνη με κορυφαίους εκπροσώπους τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη, τον Φειδία, τον Ικτίνο, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη και άλλους.

Από τον πρώτο κλάδο, την Πολιτική, πέρασε η ουσία της μέσα απ’ τους αιώνες και έφτασε έως το ’21 με τη μορφή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης.  Από τον δεύτερο, τον Πολιτισμό, η συνέχεια εκφράστηκε βασικά με τη δημοτική ποίηση και μουσική.  Άλλωστε πώς να φτάσει η Αρχιτεκτονική και η Γλυπτική, όταν η μανία των φανατικών καλογήρων του Βυζαντίου κατέστρεψε συστηματικά όλους τους αρχαίους μαρμάρινους ναούς και τα αγάλματα;  Πώς να φτάσει η Φιλοσοφία, η Επιστήμη, το Θέατρο σε συνθήκες σκοταδισμού και δουλείας;  Το μόνο που μπορούσε να λειτουργήσει κάτω από τους εξαναγκασμούς –θρησκευτικούς και εθνικούς- ήταν η δημοτική ποίηση και το δημοτικό τραγούδι.  Και αυτό έμεινε.  Και μάλιστα στηριζόμενο στις ίδιες αρχαίες ελληνικές μουσικές κλίμακες.

Η συγκριτική αντιπαράθεση της δημοτικής μας ποίησης δείχνει τη μοναδική της ανωτερότητα σε σχέση με άλλους λαούς σε περιεχόμενο και μορφή.  Στον τομέα της μουσικής η ποικιλία και ο πλούτος των δημοτικών τραγουδιών υπήρξαν ανυπέρβλητα.  Ένας λαός που μπορεί να δημιουργεί τέτοια καλλιτεχνικά αριστουργήματα είναι λαός με βαθειές πνευματικές ρίζες, με ξεχωριστή δημιουργική προσωπικότητα.  Παράλληλα το κρητικό θέατρο αποτελεί άλλη μια μαρτυρία για την μοναδική πνευματική δύναμη των ελλήνων να δημιουργούν κάτω από τις οποιεσδήποτε αντίξοες συνθήκες.

Πρώτος ο Διονύσιος Σολωμός κατανοεί τον πλούτο και τη σημασία αυτής της ανεκτίμητης κληρονομιάς και μας δείχνει το δρόμο παλεύοντας σε όλη του τη ζωή να δαμάσει τα υλικά της δημοτικής μας παράδοσης και να τα μετουσιώσει σε αυθεντικό νεοελληνικό λόγο, σκέψη, ποίηση.

Αυτό που έπραξε ο Σολωμός, αυτό θα έπρεπε να πράξουν όλοι οι νεοέλληνες – ο καθένας στον τομέα του.  Να αφουγκραστούν και να ανακαλύψουν τα δώρα της ελληνικής σκέψης και παράδοσης καθώς μας έρχονται άλλοτε φανερά κι άλλοτε μισοκρυμένα μέσα από τα βάθη των αιώνων και να προσπαθήσουν να μπολιάσουν επάνω τους όπως ο Διονύσιος Σολωμός τη νεοελληνική σκέψη, πολιτική, διαχείριση, ανασυγκρότηση, πολίτευμα, κοινωνία, εκπαίδευση, ανάπτυξη, διπλωματία, πολιτισμό.  Να στηρίξουν δηλαδή την οικοδόμηση του νέου κράτους σ’ αυτούς τους δύο άξονες, την Πολιτική και τον Πολιτισμό, όπως διαμορφώθηκε στην κλασσική ελληνική περίοδο και όπως κατόρθωσε να φτάσε έστω και σαν μικρά ρυάκια έως τα πόδια μας.  Πράγμα που είδαν οι αγωνιστές του ’21 και από κει και πέρα, όσο τα χρόνια περνούν, οι νεοέλληνες όλο και το έχαναν πιο πολύ από τα μάτια τους.

Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ειδικά σήμερα τον ολέθριο ρόλο που έπαιξαν οι ξένοι προστάτες απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή της γέννησης τους νεοελληνικού κράτους.  Και δεν βρίσκω άλλο παράδειγμα από τον Σίσσυφο για να περιγράψω την προσπάθεια του ελληνικού λαού απ’ το 1821 έως σήμερα, καθώς ανεβάζει με κόπο το βράχο της ιδεατής Ελλάδας, αυτής που  ο κάθε ελεύθερος έλληνας έχει στα βάθη της ψυχής του και θέλει να την ανυψώσει και να την ξαναφέρει στη θέση της, στην πρωτοπορία των Λαών κι όταν πλησιάσει στην κορυφή, κάθε φορά έρχονται οι ξένοι – και απ’ αυτούς πρώτοι και καλλίτεροι οι άσπονδοι φίλοι μας, για να την κατρακυλίσουν ξανά στα ερέβη.  Κι άντε πάλι απ’ την αρχή.

Θέλω να ελπίζω ότι σήμερα, στην αρχή της νέας χιλιετίας, έχουμε γίνει περισσότερο σοφοί.  Σοφός σημαίνει να διδάσκεται κανείς από τα ίδια του τα σφάλματα, τις αρνητικές συνέπειες των τραγωδιών που ο ίδιος έσπειρε.  Δόξα τω Θεώ, θα έλεγε, έχουμε σπείρει από δικά μας λάθη στον αιώνα που πέραση τόσες πολλές εθνικές τραγωδίες, που κανονικά σήμερα θα έπρεπε να είμαστε πάνσοφοι.

Άλλωστε δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια.  Ο κλοιός κλείνει γύρω μας.  Τα απειλητικά σύννεφα σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα.

Έτσι λοιπόν είτε θα αποφασίσουμε να σκύψουμε όλοι μαζί επάνω στο αληθινό, στο ουσιαστικό ’21 και να ξαναξεκινήσουμε όλοι μαζί οικοδομώντας τη νέα Ελλάδα, όχι αποκλειστικά – όπως το κάναμε έως τώρα- με τα μοντέλα και τις σκέψεις των ξένων αλλά με τα δικά μας, αυτά που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων, είτε ξεριζωμένοι θα παρασυρθούμε από τα μποφόρ που μας περικυκλώνουν, θα γίνουμε φρόκαλα στη διάθεση των ανέμων, απρόσωπα υλικά στα εργοστάσια της Νέας Τάξης που είναι η σύγχρονη εκδοχή του Σατραπισμού, της Απολυταρχίας και της Βαρβαρότητας, που εξ άλλου φοβούνται όπως ο διάβολος το λιβάνι το εκτυφλωτικό φως της ελληνικότητας.

Ελπίζω να μου επιτραπεί τελειώνοντας να κάνω, όπως το υποσχέθηκα, μια μικρή αναφορά στην προσωπική στάση ζωής, μόνο και μόνο για να αποδείξω ότι ο σκέψεις που ξεδίπλωσα πιο πριν αποτελούν για μένα σκοπό ζωής και κάτι ακόμα πιο σημαντικό:  την πεμπτουσία του έργου μου.  Έτσι πιστεύω, μπορεί όχι μόνο να κριθώ πιο σωστά αλλά και να δείξω πώς εννοώ το δρόμο της διαφορετικότητας χωρίς το στοιχείο της άρνησης και την διαδικασία της σύνθεσης των αντιθέσεων, προκειμένου να είμαστε σύγχρονοι και συνάμα έλληνες με την ουσιαστική σημασία της λέξης.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι επέλεξα την ελληνική Ποίηση – από τον Αισχύλο ως τον Ελύτη- σαν τον κεντρικό άξονα του δημιουργικού μου έργου, προκειμένου να δείξω και να αποδείξω την διαχρονικότητα του  ελληνικού έθνους.

Και δεν είναι τυχαίο επίσης ότι δημιουργώντας σύγχρονα έργα επάνω στους μύθους και τα αρχαία κείμενα όπως τη «Μήδεια», την «Ηλέκτρα» και την «Αντιγόνη», είχα σαν εθνικό κίνητρο και πολιτική θα ‘λεγα φιλοδοξία και σκέψη να φέρω κοντά στις σημερινές γενιές των ελλήνων τις ζωντανές σκιές μιας εποχής που μπορούμε  και πρέπει να την ταυτίσουμε κάποτε με την σημερινή και την αυριανή Ελλάδα με τρόπο δημιουργικό, καταλυτικό θα έλεγα, γιατί πιστεύω πως μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να λύσουμε μια για πάντα τους λογαριασμούς μας με τη δική μας ιστορία, τη δική μας κληρονομιά αλλά και με τους εχθρούς μας και τους άσπονδους φίλους και προστάτες, ακόμα και με τους οπαδούς της αντίθετης ιστορικής κοσμοθεωρίας που τόσο μας φοβούνται και μας μισούν.  Και προ παντός να εκπληρώσουμε το χρέος μας απέναντι σ’ αυτούς στους οποίους χρωστάμε την ελευθερία και την τιμή μας, στους αθάνατους αγωνιστές του 1821.

Αθήνα, 26.6.2000
Μίκης Θεοδωράκης

Σχόλια