Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

 

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΟΪΚΟΣ 

Το οπτικό και το μουσικό βίωμα της αρμονίας του σύμπαντος παράγονται και αλληλοαναγνωρίζονται στην εσωτερική ζωή και τον φιλοσοφικό στοχασμό του Μίκη Θεοδωράκη με έναν συναρπαστικό τρόπο. Θα επιχειρήσω εδώ να δείξω το περιεχόμενο του βαθύτατου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει αυτός ακριβώς ο τρόπος για τη φιλοσοφική έρευνα του φαινομένου της πνευματικής δημιουργίας. Θα το κάνω εξετάζοντας τη φύση και τη λογική της σχέσης ανάμεσα στην οπτική και τη μουσική διάσταση της εμπειρίας της συμπαντικής αρμονίας, σύμφωνα με την ομώνυμη θεωρία που διατυπώνεται από τον μουσουργό[1]. Είναι απαραίτητο να έχουμε προσέξει από την αρχή το γεγονός ότι αυτή η διατύπωση εκκινεί από την αναφορά και την εμβάθυνση της οπτικής διάστασης, συνεχίζεται κατευθείαν με την αναφορά και την εμβάθυνση της μουσικής διάστασης και ανοίγεται κατόπιν στο πεδίο του στοχασμού πάνω στην πλούσια, δυναμική και ούτως ή άλλως προϋπάρχουσα[2] αμοιβαιότητα μεταξύ των δύο.

Το οπτικό βίωμα της αρμονίας του σύμπαντος είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του δοκιμίου, όπου ο Θεοδωράκης διατυπώνει την προαναφερόμενη θεωρία του. Το οπτικό βίωμα είναι έντονα παρόν στο συγκεκριμένο κείμενο, καθώς αποτελεί το επίκεντρο της αφήγησης και της εξέτασης μιας πρωταρχικής παιδικής εμπειρίας του συνθέτη, η οποία σημαδεύει καθοριστικά και διαχρονικά την υπαρξιακή του ανησυχία και την ουσία της μουσικής του δημιουργίας. Ας προσέξουμε την είσοδο αυτής της εμπειρίας αλλά και του οπτικού βιώματος της αρμονίας του σύμπαντος στο κείμενο, στις δύο θεμελιώδεις αρχικές παραγράφους:

“Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου από τα 1925 έως τα 1930 τα έζησα στη Λέσβο. Το σπίτι μας ήταν πλάι στη θάλασσα και τα βράδια συνηθίζαμε να κοιμόμαστε στο ύπαιθρο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ο πατέρας μου, που τον ενδιέφερε η αστρονομία, αν και ήμουν πολύ μικρός, επέμενε να μου μιλά για τα ουράνια σώματα, τους αστερισμούς και τους γαλαξίες, έτσι που τελικά ο ουράνιος θόλος να χαραχτεί βαθιά μες στην ψυχή μου και να γίνει αναπόσπαστο μέρος του θυμικού και στη συνέχεια του πνευματικού μου κόσμου.

Έτσι ο χάρτης με τον Γαλαξία του μουσικού μου έργου θα πρέπει να θεωρηθεί ως η αντανάκλαση εκείνου που χαράχτηκε στην παιδική μου ψυχή και που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν για μένα μια απλή εικόνα με άστρα, αλλά κάτι το πολύ βαθύτερο που έφτανε στα μύχια του εαυτού μου, που με αναστάτωνε. Όσο ωρίμαζα, συνειδητοποιούσα όλο και πιο πολύ ότι μετουσιωνόταν μέσα μου σε μια θάλασσα μουσικής που μου ζητούσε να ανακαλύπτω κάθε φορά κάποιες από τις αναρίθμητες μορφές της και να της δίνω μια συγκεκριμένη μουσική υπόσταση”[3].

Συνοψίζοντας τον τρόπο παρουσίας του οπτικού βιώματος του σύμπαντος σε αυτές τις δύο πρώτες παραγράφους, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

1. Το οπτικό βίωμα του σύμπαντος αποκτά οντότητα και παρόν στην ψυχή και το σώμα του Μίκη, με αφετηρία την εξελισσόμενη και πολλαπλή εμπειρία της θέας του έναστρου στερεώματος τα βράδια του καλοκαιριού[4] με τη μορφή της εικόνας των άστρων, η οποία παίρνει ολοένα και μεγαλύτερο υπαρξιακό βάθος μέσα στον ορίζοντα της ζωής του συνθέτη.

2. Στην πορεία αυτής της εμβάθυνσης, το οπτικό βίωμα του σύμπαντος δείχνει ότι είναι στη φύση του να φανερώνει ένα μουσικό βίωμα της συμπαντικής απειρότητας[5], το οποίο με τη σειρά του πρωταγωνιστεί στη δημιουργία των μουσικών έργων του Θεοδωράκη.

3. Η ποιότητα και η λογική ενός τέτοιου φανερώματος χαρακτηρίζουν μια εντελώς ιδιαίτερη εσωτερική εμπειρία, κατά την οποία το οπτικό βίωμα του σύμπαντος μετουσιώνεται σε μια θέα των μουσικών κυμάνσεων του απείρου, σε μια θαλασσώδη ηχητική απεραντότητα[6], προκαλώντας ένα κρίσιμο ηχητικό βίωμα: δοκιμάζοντάς το, ο δημιουργός δίνει υπόσταση συγκεκριμένων συνθέσεων σε μορφές της μουσικότητας του σύμπαντος, η οποία διαπνέει τον ψυχισμό του.

Ας επιχειρήσουμε να θεωρήσουμε εκτενέστερα και σε βάθος το περιεχόμενο αυτών των τριών παρατηρήσεων, επικεντρώνοντας την προσοχή μας τόσο στη φύση και τη λογική των συγκεκριμενοποιήσεων του οπτικού βιώματος του σύμπαντος, όσο και στον τρόπο της σχέσης του με το αντίστοιχο μουσικό βίωμα.

1. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της πρώτης παρατήρησης, πρωταγωνιστεί η δυναμική της σύνδεσης της παιδικής εμπειρίας της θέας του αυγουστιάτικου[7] νυχτερινού στερεώματος με τη διαχρονική εξέλιξη της παρουσίας του έναστρου ουρανού στον ψυχισμό του Μίκη. Αυτή η θέα διαρκεί και εξελίσσεται. Από την αρχή της ενσωματώνει τα ποικίλα νοήματα των ήχων των σχολίων του πατέρα του μικρού παιδιού, ο οποίος, έχοντας έντονο ενδιαφέρον και γνώσεις για την αστρονομία[8], μιλά στο γιο του για τα ουράνια σώματα, τους αστερισμούς και τους γαλαξίες[9]. Είναι μια ενσωμάτωση που επιδρά ουσιαστικά στη μορφή, με την οποία ο ουράνιος θόλος χαράχτηκε στην εσωτερική ζωή του Θεοδωράκη και γνώρισε μέσα της ποιοτικούς εμπλουτισμούς στο πέρασμα των χρόνων. Η επίδραση συνίσταται κυρίως στο ότι η παρουσία του νυχτερινού στερεώματος στον ψυχισμό του Μίκη δεν είναι μια “απλή[, επιφανειακή] εικόνα με άστρα, αλλά κάτι το πολύ βαθύτερο, που [φθάνει] στα μύχια του εαυτού [του], που [τον αναστατώνει]”[10].

Με άλλα λόγια, αυτή η παρουσία πήρε για πάντα το βάθος, τη στοχαστικότητα, το δυναμισμό, τη συνθετότητα, τον συναισθηματικό τόνο και τη δημιουργική μυστικότητα[11] ενός εσωτερικού γεγονότος. Μέσα στην ψυχή του Θεοδωράκη, το παρ-όν του ουράνιου θόλου έφυγε πέρα από το επιφανειακό status της τυχαιότητας μιας απλής εικόνας με άστρα και απέκτησε την οντότητα ενός μύχιου συμβάντος. Η οπτική παρουσία του τελευταίου στο εξωτερικά αόρατο πεδίο της εσωτερικής ζωής διαπνέεται από τη δύναμη ενός πλέγματος νοημάτων, τα οποία συνδέουν τη θέα του νυχτερινού ουρανού με την ένταση του υπαρξιακού θαυμασμού απέναντι στην αρμονία των κινήσεων της απειρότητας του σύμπαντος[12]. Ο θαυμασμός προκαλείται από το ότι ο ιλιγγιώδης, χαοτικός χαρακτήρας της εμφάνισης του έναστρου στερεώματος κατά την αρχική του θέαση υπερβαίνεται καθαρά, καθώς αναβαθμίζεται ριζικά η ποιότητα της εικόνας των άστρων. Η παρουσία τους αποκτά ένα καθοριστικό ψυχικό βάθος. Έτσι η απεριόριστη αταξία της όψης τους αποδεικνύεται φαινομενική, αφού ο τρόπος τους να φανερώνονται καθιστά πλέον ανάγλυφη τη δικτυακή σύνδεση μεταξύ τους, κάνοντας ορατή την αρμονία της συνύπαρξής τους. Η επίτευξη αυτής της ορατότητας είναι το αποτέλεσμα του περάσματος από μια τάξη οπτικότητας σε μια ριζικά άλλη, βαθύτερης και υψηλότερης ποιότητας. Περνούμε από το αντίκρυσμα της χαοτικής όψης του απείρου στο νυχτερινό στερέωμα, στη θέαση της αρμονίας μέσα στην απειρότητα του έναστρου ουρανού. Το πέρασμα πραγματοποιείται χάρη στη δύναμη ενός προνομιακού βλέμματος, το οποίο έχει έναν διπλό χαρακτήρα.

Από τη μια πλευρά, δε βλέπει μόνο, αλλά και νιώθει. Έτσι θεάται το ορατό και, συγχρόνως, αισθάνεται το αόρατο. Γι’ αυτό και το βλέμμα του μικρού Μίκη κάνει κάτι πολύ παραπάνω από το να κοιτάζει απλώς την επιφάνεια του νυχτερινού στερεώματος. Υποδέχεται την ενέργεια που εκπέμπει η θέα της στην ψυχή του, ενοράται σε αυτή τη θέα το αόρατο, αισθάνεται τη σχέση του αοράτου με το ορατό και ενσωματώνει ό,τι ακούει από τον πατέρα του, ο οποίος του “μιλά για τα άστρα και τους αστερισμούς”[13]. Με βάση το περιεχόμενο μιας τέτοιας παρατήρησης, μπορούμε να διευρύνουμε την εννόηση του γεγονότος ότι η βίωση αυτής της σύνθετης διεργασίας, στην οποία πρωταγωνιστεί το διεισδυτικό και συναισθηματικό βλέμμα του Μίκη, οδηγεί το μουσουργό στο να αναφέρει ότι εκείνο “που χαράχτηκε στην παιδική [τ]ου ψυχή (…), όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν [για τον ίδιο] μια απλή εικόνα με άστρα, αλλά κάτι το πολύ βαθύτερο που έφθανε στα μύχια του εαυτού [τ]ου [και τ]ον αναστάτωνε”[14]. Πράγματι, το αποτέλεσμα ήταν “ο ουράνιος θόλος να χαραχτεί βαθιά μες στην ψυχή [του δημιουργού] και να γίνει αναπόσπαστο μέρος του θυμικού[15] και στη συνέχεια του πνευματικού [τ]ου κόσμου”[16]. Μέσα σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα, το νυχτερινό στερέωμα δεν είναι πια μια επιφάνεια με άστρα, αλλά (μετα)τρέπεται σε οπτική παρουσία της απειρότητας του σύμπαντος: γίνεται ένα εσωτερικά ορατό γεγονός.

Από την άλλη πλευρά, η συναισθηματική εμβέλεια, η δημιουργικότητα και η ξεχωριστή λογική του βλέμματος, το οποίο ασκεί αυτή την ορατότητα, συγκεκριμενοποιούνται με τη σύλληψη και τη βίωση, από μέρους του βλέμματος, της ύπαρξης και του νοήματος της αρμονίας του σύμπαντος. Πράγματι, το βλέμμα, όταν υψώνεται, αντικρύζει τον έναστρο ουρανό και μέσα σε αυτό το ίδωμα συλλαμβάνει και αισθάνεται “τη ρυθμική αρμονία που καθορίζει την κίνηση των άστρων”[17]: είναι ένα στοχαστικό κοίταγμα της παρουσίας του σύμπαντος στην εσωτερική ζωή. Εδώ δεσπόζει η ποιότητα της όψης αυτής ακριβώς της παρουσίας. Το βλέμμα, η ενέργεια του οποίου διαπνέει και χαρακτηρίζει αυτήν την ποιότητα, πραγματοποιεί διπλό έργο. Αφενός, καθιστά παρούσα στον ψυχισμό τη χροιά της απειρότητας του σύμπαντος. Έτσι η όψη του συμπαντικού απείρου, διατηρώντας το μεγαλείο και την αλήθεια της[18], αποκτά προσωπικό στίγμα. Αφετέρου, το ίδιο βλέμμα διαπερνά την επιφάνεια της εικόνας του σύμπαντος, διεισδύει στο αόρατο βάθος της, συλλαμβάνει ενστικτωδώς (κατά έναν τρόπο, ενορατικά[19]) το νόημα του ρυθμού και της αρμονίας στην κίνηση των άστρων και, προπάντων, αισθάνεται και διακρίνει τη συγκεκριμενοποίηση αυτού του νοήματος στο χώρο και το χρόνο του ψυχισμού, στην αυθεντικότητα της προσωπικής όψης του συμπαντικού απείρου. Έτσι συγκροτείται η οπτική εμπειρία της αρμονίας του σύμπαντος[20]. Μια τέτοια συγκρότηση βασίζεται στην πλαστικότητα και το δυναμισμό της ψυχής όταν αυτή ιδιαιτεροποιεί, αντανακλώντας τους με μια πράξη υπαρξιακής τους μίμησης, τους νόμους της κοσμικής πραγματικότητας, οι οποίοι διέπουν και την ίδια[21].

Εδώ χρειάζεται να προσέξουμε τον πυρήνα του βιώματος της οπτικής αρμονίας του σύμπαντος, στον οποίο οφείλονται η ποιότητα και ο τρόπος της προσωπικής παρουσίας αυτής της αρμονίας. Το βίωμα που μας ενδιαφέρει προκαλείται κυρίως από τη δύναμη, με την οποία το βλέμμα εισέρχεται στο αόρατο βάθος της εικόνας των άστρων για να διακρίνει τον χαοτικό χαρακτήρα της έλλειψης επικοινωνίας ανάμεσά τους[22], να συλλάβει τη ροή του νοήματος των αρμών που μπορούν να συνδέσουν το ένα με το άλλο και να δει τη μορφή του δικτύου, την οποία παίρνει η κίνηση της αρμονίας όταν ενσωματώνει αυτό το νόημα, ενεργοποιώντας τη δυναμική του και, επομένως, κάνοντας ορατή την παρουσία του. Αυτή η σύλληψη του νοήματος της αρμονίας του σύμπαντος μέσα στο αόρατο βάθος της (ορατής) όψης του έναστρου ουρανού προϋποθέτει τη δράση ενός ειδικού βλέμματος. Η ενέργειά του οδηγεί σε ένα διπλό αποτέλεσμα. Από το ένα μέρος, αυτό το βλέμμα αισθάνεται και διακρίνει –δηλαδή νοεί[23]– την κίνηση του νοήματος της αρμονίας, διασπώντας, ανατρέποντας και υπερβαίνοντας το επιφανειακό χάος της εικόνας των άστρων. Από το άλλο μέρος, το ίδιο το βλέμμα αυτοαναγνωρίζεται ως ο φορέας της προσωπικής αρμονίας, ο οποίος εκ φύσεως αντανακλά με μοναδικό τρόπο τη συμπαντική[24], συντονίζοντας τη δημιουργικότητα του εαυτού με την (ανεξήγητη) μαγεία[25] της ετοιμότητας του σύμπαντος να εκφραστεί υποκειμενικά.

Ας στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτό το διπλό αποτέλεσμα. Το περιεχόμενό του θα μας δείξει τις ιδιότητες του βλέμματος που διαπνέει τη βίωση της οπτικής αρμονίας του σύμπαντος. Κατά πρώτο, είναι ένα βλέμμα, το οποίο αισθάνεται, θεάται και νοεί την αλήθεια και την κίνηση της συμπαντικής αρμονίας κατά τη διεργασία της υπέρβασης του χάους μέσα στο ψυχικό γεγονός της εμβάθυνσης της επιφανειακής εικόνας των άστρων. Επομένως είναι ένα πρωτίστως εσωτερικό βλέμμα, το οποίο βλέπει, νοεί και νιώθει την πραγματικότητα της αρμονίας μέσα στην προσωπική μας σχέση με το σύμπαν. Από αυτή την άποψη, πρόκειται για ένα βλεμματικό σμίξιμο φαντασίας και νου[26], η ενότητα των οποίων βιώνει και συλλαμβάνει το νόμο της αρμονίας του σύμπαντος.

Κατά δεύτερο, μέσα στο βλέμμα που μας ενδιαφέρει αποκτά ορατότητα ο συντονισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και το νόημα της υπέρβασης του χάους στον κόσμο. Από τη φύση της, αυτή η ορατότητα συνδυάζει τη σύλληψη των αντίστοιχων αισθητών μορφών από το δημιουργό τους και την εκδήλωση του προαναφερόμενου, αρχικά αφηρημένου νοήματος με όρους χώρου και χρόνου. Τούτο σημαίνει ότι μια τέτοια ορατότητα σχηματίζεται στο πεδίο της μικτής πραγματικότητας που τη χαρακτηρίζει. Επομένως, αυτό το πεδίο προσδιορίζεται από το ότι μέσα του αλληλοανταποκρίνονται και συνεργούν η σωματικότητα των μορφών της ανθρώπινης δημιουργικότητας και οι συγκεκριμενοποιήσεις του νοήματος της υπέρβασης του κοσμικού χάους από την ανοδική[27] δύναμη της αρμονίας του σύμπαντος. Η πραγματικότητα της σύγκλισης μεταξύ της αισθητής σύστασης του περιεχομένου των έργων του δημιουργού –εδώ, του Μίκη Θεοδωράκη– και της τάσης του νοήματος της υπέρβασης της χαοτικότητας από τη συμπαντική αρμονία να συγκεκριμενοποιείται, είναι ο χωροχρόνος της φαντασίας – και, ειδικότερα, εκείνης που αισθάνεται και σκέπτεται, της στοχαστικής φαντασίας[28]. Έτσι, προεκτείνοντας την αμέσως προηγηθείσα συλλογιστική, οδηγούμαστε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

α. Το βλέμμα που δίνει ορατότητα στο συντονισμό ανάμεσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και το νόημα της υπέρβασης του χάους μέσα στον κόσμο, είναι το βλέμμα της φαντασίας.

β. Εφόσον χάρη –και μέσα– σε αυτή την ορατότητα βιώνεται και διαγιγνώσκεται η οπτική αρμονία του σύμπαντος[29], στο πλαίσιο της θεωρίας της συμπαντικής αρμονίας το προαναφερόμενο βλέμμα της φαντασίας είναι η συστατική δύναμη της διάγνωσης του Νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας. Υπό αυτή την έννοια, ο Θεοδωράκης επισημαίνει ότι “η θεωρία (…) για την ύπαρξη του Νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας υπήρξε βασικά γέννημα της φαντασίας [τ]ου”[30]. Στη συνέχεια η επισήμανση συνδέεται με το συντονισμό –τον οποίο εξέτασα στις προηγούμενες παραγράφους– μεταξύ του ψυχισμού του δημιουργού και της ύπαρξης της αρμονίας στο σύμπαν. Ο μουσουργός αναφέρει ότι “ο Νόμος της Αρμονίας, όπως μπορούσε να τον αντιληφθεί κανείς από την κίνηση των άστρων (…), ήταν [για εκείνον] απλά βοηθητικό στοιχείο για να στηρίξει την εσωτερική [τ]ου ανάγκη να συντονίσ[ει] τον ψυχικό και τον πνευματικό [τ]ου κόσμο με τον αρμονικό βηματισμό που μέσα από τη φαντασία [τ]ου [τον] οδηγούσε στο Σύμπαν”[31].

2. Στη δεύτερη από τις τρεις παρατηρήσεις, στις οποίες οδηγήθηκα στο ξεκίνημα αυτού του κειμένου, αναφέρω ότι είναι στη φύση του οπτικού βιώματος του σύμπαντος να φανερώνει ένα ανάλογο μουσικό βίωμα, το οποίο πρωταγωνιστεί στη γένεση και τη συνολική δυναμική των μουσικών έργων του Θεοδωράκη. Μέσα στην εσωτερική και διαχρονική κίνηση του συναισθήματος της βίωσής της, η αναλογία δείχνει να είναι μεταφυσικά[32] εκπληκτική και, συγχρόνως, υπαρξιακά αναγνωρίσιμη. Η έκπληξη συνίσταται στο ότι η οπτική εμπειρία του σύμπαντος, ως εσωτερικό γεγονός στο βλέμμα του συνθέτη προς τον έναστρο ουρανό, συμφωνεί βαθιά με τον τρόπο παρουσίας του σύμπαντος στο μουσικό βίωμα του δημιουργού. Η συμφωνία αρχίζει να εμφανίζεται στο επίπεδο της προσωπικής σχέσης του Θεοδωράκη με την απειρότητα. Είδαμε πιο πάνω, στην ενότητα της πρώτης παρατήρησης, ότι η απειρότητα του σύμπαντος καθίσταται παρούσα με έναν συναρπαστικό τρόπο στη θέαση του νυχτερινού στερεώματος από τον μικρό Μίκη. Η φύση, η ένταση και η λογική αυτής της παρουσίας εμφανίζονται καθώς το εσωτερικό βλέμμα διασπά τον κλοιό του χάους της επιφανειακής εικόνας των άστρων και δημιουργεί ένα βαθύτερο γεγονός προσωπικής συνάντησης με την απειρότητα, το οποίο διαπνέεται από την οπτική δύναμη του νοήματος της συμπαντικής αρμονίας. Με το περιεχόμενο του βιώματος αυτής ακριβώς της δια-πνοής (κατά μια έννοια, της διάπνοιας), δηλαδή με την καταφατική εμπειρία της ύπαρξης της αρμονίας και του ρυθμού στο νυχτερινό στερέωμα, ως όψη της απειρότητας του σύμπαντος, θα “συμφωνήσει ο οποιοσδήποτε έχει υψώσει το βλέμμα του στον έναστρο ουρανό και έχει δει τη ρυθμική αρμονία που καθορίζει την κίνηση των άστρων”[33]. Όμως εδώ είναι ιδιαίτερα σημαντικό το να προσέξουμε τα εξής: Κατά πρώτο, το προαναφερόμενο βλέμμα είναι ίδωμα τόσο της αρμονίας, όσο και του ρυθμού, δηλαδή της έμμετρης επανάληψης[34] της συμπαντικής κίνησης. Πρόκειται για μια δυάδα στοιχείων (και μάλιστα δημιουργικά ενωμένων: ρυθμική αρμονία), τα οποία είναι καθοριστικές ποιότητες της φύσης της μουσικής. Εξάλλου μέσα στην κίνηση του βλέμματος, με το οποίο ο Μίκης συλλαμβάνει την ύπαρξη και την ισχύ τους στο συμπαντικό στερέωμα, αναδύονται και τα δύο –προπάντων η Αρμονία– σύμφωνα με τη φύση της ζωής του ως μουσικού[35]. Έτσι η σύλληψη και η βίωση της οπτικής αρμονίας του σύμπαντος ενέχουν την ετοιμότητα για την ενεργοποίηση της μουσικής διάστασης της παρουσίας της συμπαντικής αρμονίας. Κατά δεύτερο, η δυναμική του χώρου στο εσωτερικό της εμπειρίας της οπτικής αρμονίας του σύμπαντος είναι από τη φύση της έτοιμη να ενεργοποιήσει τη μουσικότητα του ψυχισμού ως πεδίου του συμπαντικού βιώματος της αρμονίας. Από αυτή την άποψη, ο Θεοδωράκης, συνδυάζοντας τη μελέτη των βιβλίων αστρονομίας και τα παιδικά του βιώματα της αρμονίας του σύμπαντος με την ανακάλυψη του μουσικού του κόσμου, άρχισε να αισθάνεται τη σχέση ανάμεσα στην απειρότητα της οπτικής παρουσίας του ουράνιου θόλου μέσα του και τη μουσικότητα της συμπαντικής αρμονίας[36]. Στον ορίζοντα της ζωής του μουσουργού, αυτή η σχέση γνωρίζει μια δυναμική –βιωματική και στοχαστική– αποκρυστάλλωση, με την οποία αποκαλύπτεται μια εκ των προτέρων[37] αμοιβαία τάση επαφής μεταξύ της οπτικής και της μουσικής εμπειρίας της Αρμονίας του Σύμπαντος. Την ύπαρξη αυτής ακριβώς της αμοιβαιότητας χαρακτήρισα πιο πάνω μεταφυσικά εκπληκτική. Το εννοώ και το γράφω με απόλυτη κυριολεξία.

Με τη διεισδυτικότητα της στοχαστικής του ματιάς και με τη θέρμη της υπαρξιακής του ενόρασης, ο Μίκης εντοπίζει την προαναφερόμενη αμοιβαιότητα, συλλαμβάνοντας μέσα της τη λογική μιας αντιστοιχίας. Το κάνει με αφετηρία αλλά και έχοντας ως ειδικό επίκεντρο ερευνητικής προσοχής το μουσικό και οντολογικό ερώτημα: “Πώς καθορίζεται η ύπαρξη και η έννοια του σύμφωνου και του διάφωνου; Με ποια κριτήρια; Και με ποιες πειραματικές επαληθεύσεις;”[38]. Ο προσδιορισμός του σύμφωνου και του διάφωνου επισημαίνεται σε αναφορά με τη θεωρία των Πυθαγορείων, “κατά την οποία τα μουσικά διαστήματα εκφράζονται μέσα από σχέσεις Λόγων θετικών ακέραιων αριθμών”[39] και μελετώνται με βάση τη σταδιακή διαίρεση –“σε δύο, τρία, τέσσερα ίσα μέρη”[40]– “μια[ς] χορδή[ς] τεντωμένη[ς] ανάμεσα σε δύο σταθερά σημεία, το Α και το Β”[41]. Εδώ ενδιαφερόμαστε ειδικότερα για το ότι ο Θεοδωράκης, εξετάζοντας την πυθαγόρεια θεωρία, εστιάζει την προσοχή του στον προσδιορισμό του σύμφωνου και του διάφωνου. Στο πλαίσιο αυτού του ερευνητικού προσανατολισμού, ο συνθέτης επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι “με τον όρο «σύμφωνο» και «διάφωνο» εννοούμε τη συνήχηση των δύο φθόγγων ενός διαστήματος. Έτσι, όταν συνηχούν [ορισμένοι] φθόγγοι δημιουργούν «συμφωνία», δηλαδή ένα άκουσμα που το ανθρώπινο αυτί το δέχεται ευχάριστα”[42]. “Το ίδιο σύμφωνα συνηχούν και [περαιτέρω, συγκεκριμένα] διαστήματα”[43]. “Αντιθέτως, το ανθρώπινο αυτί δέχεται με δυσφορία [άλλα] διαστήματα-συνηχήσεις και τα αποκαλεί κοινώς «φάλτσα»”[44]. Στο φιλοσοφικά εύλογο ερώτημα σχετικά με το λόγο και τον τρόπο ύπαρξης αυτής της αντίθεσης και το περιεχομένου της, ο Θεοδωράκης απαντά άμεσα, βαθιά και διορατικά. Συνδέει τη διαπίστωση της υπό συζήτηση ύπαρξης και των παραμέτρων της με τη μοναδικότητα της συγκεκριμενοποίησης ενός έμφυτου, (δια)προσωπικού αρχετύπου Αρμονίας, στα επίπεδα τόσο της μουσικής-ηχητικής εμπειρίας του Σύμπαντος, όσο και του οπτικού-έναστρου βιώματός του. Ο συλλογισμός του μουσουργού είναι εύστοχος, διαυγής και εύγλωττος. Ας τον παρακολουθήσουμε:

“[Στο πώς του καθορισμού[ [τ]η[ς] ύπαρξη[ς] και [τ]η[ς] έννοια[ς] του σύμφωνου και του διάφωνου (…) [η] συνήθης απάντηση είναι: «Γιατί έτσι το θέλει το ανθρώπινο αυτί και έτσι το δέχεται ή το απορρίπτει η ανθρώπινη ψυχή». Γιατί όμως; Γιατί το «σύμφωνο» μας προκαλεί ψυχική ευδαιμονία και πνευματική ανάταση, ενώ αντίθετα το «διάφωνο» δημιουργεί μέσα μας αναταραχή, δυσφορία, ψυχικό αδιέξοδο και πνευματικό τραύμα; Άρα θα πρέπει να υπάρχει μέσα μας από τη γέννησή μας ένα αρχέτυπο Αρμονίας που πάλλεται θετικά στην περίπτωση της ηχητικής συμφωνίας και αρνητικά στην περίπτωση της ηχητικής διαφωνίας (που ονομάζεται και κακοφωνία). Άρα η Αρμονία στη μουσική αντιστοιχεί στην Αρμονική συνύπαρξη των άστρων και των Γαλαξιών, ενώ η Δυσαρμονία στο Χάος”[45]. 

Η ιδιοφυΐα του Θεοδωράκη ως μουσικού δημιουργού και ως στοχαστή τον οδηγεί πρώτα στο να διαβλέψει την ενδότερη σχέση ανάμεσα στην αίσθηση, το συναίσθημα και την πνευματική αντανάκλαση του έμφυτου χαρακτήρα της μουσικής αντίθεσης μεταξύ των βιωμάτων της Αρμονίας και του Χάους. Και ύστερα στο να συλλάβει το αρχετυπικό βάθος αυτού ακριβώς του έμφυτου χαρακτήρα, όπως εκείνος εκφράζεται διαπροσωπικά, στην κλίμακα του Σύμπαντος. Η έμφυτη μουσική μας ευαρέσκεια (σύμφωνο) και η επίσης έμφυτη μουσική μας δυσαρέσκεια (διάφωνο) είναι τροπές της (δια)προσωπικής μας επικοινωνίας και της επαφής μας με ένα ενδότερο αρχέτυπο της Αρμονίας του Σύμπαντος. Ο τρόπος αυτού του αρχετύπου να πάλλεται θετικά ή αρνητικά συγκεκριμενοποιείται ανάλογα από τη μοναδικότητα της μουσικότητάς μας. Με μια τέτοια συγκεκριμενοποίηση εναρμονίζεται “η εσωτερική μας αρμονία με την Παγκόσμια [και γινόμαστε] έτσι μόρια ζωντανά της μίας και μόνης Αρμονίας, της Συμπαντικής”[46].

Ωστόσο η σκέψη του έλληνα μουσουργού προχωρεί βαθύτερα, αγγίζοντας ακόμη κρισιμότερα τη σχέση του μουσικού βιώματος της Συμπαντικής Αρμονίας με το απώτερο πεδίο της. Αυτό, ενόσω συλλαμβάνεται κατά τη συγκεκριμενοποίηση του αρχετυπικού του παλμού μέσα στην εμπειρία της γένεσης της μουσικής από τον Θεοδωράκη, αποκαλύπτει την οπτική παρουσία της αρμονίας του σύμπαντος: έτσι η (αντιστικτική) κίνηση της υπέρβασης των διάφωνων συνηχήσεων από το σχηματισμό των σύμφωνων, μέσα “σε νέες αρμονικές καταστάσεις”[47], μαρτυρεί τη μορφική δυναμική της αντιστοιχίας μεταξύ των μουσικών φθόγγων και των ουρανίων σωμάτων, δηλαδή της σχέσης μεταξύ των φθόγγων-πλανητών[48]. Εξ ου και το διορατικό συμπέρασμα του δημιουργού: “Άρα η Αρμονία στη Μουσική αντιστοιχεί στην Αρμονική συνύπαρξη των άστρων και των Γαλαξιών, ενώ η Δυσαρμονία στο Χάος”[49]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μουσικό βίωμα της Συμπαντικής Αρμονίας συναντά το οπτικό βίωμά της. Συνακόλουθα, με την κατάφαση σχετικά με τη δεσπόζουσα εμφάνιση της Αρμονίας στο Σύμπαν θα “συμφωνήσει ο οποιοσδήποτε έχει υψώσει το βλέμμα του στον ουρανό και έχει δει τη ρυθμική αρμονία που καθορίζει την κίνηση των άστρων”[50].

Μέχρι τώρα εξετάσαμε δύο κεντρικές και αλληλοσυνδεόμενες εκφάνσεις της (συν)ύπαρξης του οπτικού και του μουσικού βιώματος της συμπαντικής αρμονίας, σύμφωνα με τη φιλοσοφική σκέψη του Μίκη Θεοδωράκη. Κατά πρώτο, είδαμε ότι η εκτενής και εξακολουθητική παιδική εμπειρία της θέασης του έναστρου ουρανού εξελίσσεται σε υπαρξιακή οπτική επαφή με την αρμονία της απειρότητας του σύμπαντος. Αυτή η εξέλιξη προκαλείται από την οντολογική μεταβολή της όψης του νυχτερινού στερεώματος, η οποία μόνο φαινομενικά είναι μια απλή εικόνα με άστρα. Προς την κατεύθυνση της επίτευξης της μεταβολής συμπράττουν οι ακόλουθοι παράγοντες: το άκουσμα και τα νοήματα των αστρονομικών γνώσεων σχετικά με τα ουράνια σώματα από τη φωνή του πατέρα του Μίκη· η δυναμική των θεάσεων του στερεώματος μέσα στο παιδικό βλέμμα· η έμφυτη εξοικείωση του ψυχισμού του δημιουργού με τη δυνατότητα να υπερβαίνονται το νόημα και η απροσωπία της κατάστασης του χάους από το νόημα, τον αισθησιασμό και τη συναισθηματική ένταση του οίστρου της αρμονίας: αυτή η υπέρβαση πραγματοποιείται με τον τρόπο της μουσικής ετοιμότητας της ματιάς που προσηλώνεται στην απειρότητα του σύμπαντος. Έτσι η βαθύτητα της όψης του τελευταίου τρέπεται σε αγωγό της προ(σ)κλητικής παρουσίας του στον ψυχισμό. Κατά δεύτερο, διακρίναμε μέσα στη συλλογιστική του Θεοδωράκη το γεγονός ότι το οπτικό βίωμα της αρμονίας του σύμπαντος (αυτο)αποδεικνύεται εκπληκτικά ανάλογο με τη δομή και την κίνηση της μουσικής ζωής της συμπαντικής αρμονίας στον χαρισματικό εσωτερικό κόσμο του έλληνα δημιουργού. Ο στοχασμός του πάνω στη φύση του σύμφωνου και του διάφωνου οδηγεί τον Θεοδωράκη στην επιβεβαίωση της αίσθησης ενός ενδότερου αρχετύπου Αρμονίας, στον παλμό του οποίου οι δύο αντίθετες ποιότητες λειτουργούν εγγενώς αποκαλυπτικά. Η θετική ποιότητα στην περίπτωση της ηχητικής συμφωνίας χαρακτηρίζει την Αρμονία στη μουσική, η οποία αντιστοιχεί στο βάθος της όψης της Αρμονίας στο σύμπαν. Η αρνητική ποιότητα στην περίπτωση της κακοφωνίας χαρακτηρίζει τη Δυσαρμονία στη μουσική, η οποία αντιστοιχεί στην αβαθή εικόνα του Χάους στο σύμπαν. Το ενδιαφέρον εδώ συνίσταται στο ότι η αντιστοιχία συλλαμβάνεται και αναγνωρίζεται από τον Θεοδωράκη μέσα στη βίωσή του της σχέσης ανάμεσα στην οπτική και τη μουσική δυναμική της Συμπαντικής Αρμονίας.

3. Θα επιχειρήσω τώρα να διερευνήσω την οντολογική σύνδεση μεταξύ των δύο πόλων-ποιοτήτων αυτού του ανάμεσα, με βάση την εννόησή της από τον μουσουργό τόσο ως διεργασία μετουσίωσης, όσο και ως σχέση αμοιβαιότητας.

Η καθοριστική συνιστώσα μιας τέτοιας διερεύνησης είναι η στροφή της προσοχής μας στο γεγονός ότι το κατεξοχήν πεδίο εμφάνισης της σύνδεσης του οπτικού με το μουσικό βίωμα της αρμονίας είναι η εμπειρία της μουσικής σύνθεσης. Εκεί, ενόσω προχωρεί –διαχρονικά και ενδοψυχικά– η ωρίμανσή του, ο δημιουργός αισθάνεται και συνειδητοποιεί τη μετουσίωση της μύχιας οπτικής παρουσίας του σύμπαντος σε θαλασσώδη απειρότητα ηχητικών μορφών, έτοιμων να ανακαλυφθούν και να πάρουν από τη δύναμη της έμπνευσης του καλλιτέχνη μία αντίστοιχη μοναδική μουσική οντότητα. Ας δούμε –πάλι και επικεντρικά– την απόδοση του φαινομένου από το λόγο του ίδιου του Μίκη: “Όσο ωρίμαζα, συνειδητοποιούσα όλο και πιο πολύ ότι [εκείνο] που, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν για μένα μια απλή εικόνα με άστρα, αλλά κάτι το πολύ βαθύτερο που έφτανε στα μύχια του εαυτού μου [και] με αναστάτωνε[,] μετουσιωνόταν μέσα μου σε μια θάλασσα μουσικής που μου ζητούσε να ανακαλύπτω κάθε φορά κάποιες από τις αναρίθμητες μορφές της και να της δίνω μια συγκεκριμένη μουσική υπόσταση”[51].     

Εδώ, πριν να εστιάσουμε την προσοχή μας στα στάδια του συγκλονιστικού βιώματος της γένεσης της μουσικής (σε επόμενες ενότητες του κειμένου του Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία), θεωρώ σημαντικό να παρατηρήσουμε τα εξής:

α. Η μετουσίωση του μύχιου γεγονότος της οπτικής παρουσίας του σύμπαντος σε γεγονός μιας προσωπικής επαφής με τη ροή της μουσικότητας του απείρου, οδηγεί στο προσκήνιο τη μουσική ουσία στη θέση της οπτικής, αλλά συγχρόνως επιβεβαιώνει τη δυνητική εξοικείωση της μίας με την άλλη. Όντως, μέσα στο νόημα και την πραγματικότητα των όρων “μετουσίωση” και “μετουσία” συναντά κανείς τη δυνατότητα τόσο οντολογικής (εν)αλλαγής και μεταμορφωτικής διακίνησης, όσο και βαθιάς και αμοιβαίας μετοχής μιας ουσίας σε μιαν άλλη[52]. Από αυτή την άποψη, προέχει ο εντοπισμός της ιδιαιτερότητας της δυναμικής, η οποία συνέχει τούτη τη διπλή δυνατότητα.

β. Ανέφερα και εξήγησα πιο πάνω –στα μέρη 1 και 2– τα γνωρίσματα και τη βασική λειτουργία της σύστασης και της δομής του ζητούμενου συνεκτικού στοιχείου, το οποίο έχει και το ίδιο, κατά έναν τρόπο, διπλό χαρακτήρα: είναι η δύναμη και το νόημα της υπέρβασης της αδιέξοδης φύσης του χάους από τον συνθετικό οίστρο της αρμονίας. Έτσι, στην περίπτωση του οπτικού βιώματος του σύμπαντος, το βλέμμα, κατά τη στροφή του στον έναστρο ουρανό, αισθάνεται και στοχάζεται τη σχέση του με αυτόν, γι’ αυτό και επικοινωνεί μαζί του. Κατά συνέπεια, διαπερνά την άτακτη φαινομενικότητα της απώθησης των αρμών της σύνδεσης μεταξύ των μορφών (των σωμάτων) στο στερέωμα και τους συλλαμβάνει μέσα στο αόρατο. Με αυτόν τον τρόπο, η χαοτικότητα της επιφανειακής εικόνας των άστρων ανατρέπεται, για να εμφανιστεί στη θέση της το βάθος της οπτικής αρμονίας του σύμπαντος. Στην περίπτωση του μουσικού βιώματος του σύμπαντος, η δύναμη της μουσικότητας στον ψυχισμό του συνθέτη αισθάνεται και στοχάζεται τη σχέση του με την κυμαινόμενη απειρότητα των ηχητικών μορφών, γι’ αυτό και επικοινωνεί μαζί της. Κατά συνέπεια, διαπερνά τη φαινομενική αταξία της αντίστασης των αρμών σύνδεσης μεταξύ των εν λόγω μορφών και τους συλλαμβάνει μέσα στο (ακόμα) ανήκουστο. Έτσι το καθεστώς της χαοτικής ακαθοριστίας[53] των ήχων ανατρέπεται και η αντίστοιχη μουσική τους ετοιμότητα ανακαλύπτεται, με αποτέλεσμα η αρμονικότητα των συνδυασμών τους να αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση[54].

Προβαίνοντας σε μια σύνθεση των αμέσως προηγουμένων παρατηρήσεων α και β, οδηγούμαστε στην ακόλουθη θεώρηση:

 Η αμοιβαιότητα μεταξύ του οπτικού και του μουσικού βιώματος του σύμπαντος, ως μετουσίωση της οπτικότητας του πρώτου στη μουσικότητα του δεύτερου αλλά και ως μέθεξη της ποιότητας του ενός σε εκείνη του άλλου, είναι η ιδιαιτεροποίηση της σύστασης ενός κοινού γεγονότος, το οποίο σημαδεύει θετικά τόσο την οπτική όσο και τη μουσική εμπειρία του σύμπαντος. Αυτό το γεγονός είναι η υπέρβαση της αδιέξοδης φύσης του χάους από τη στοχαστικότητα της ορμής και του βάθους των μορφών της αρμονίας. Το υψηλό φιλοσοφικό ενδιαφέρον της εμπειρίας και της αντίστοιχης θεωρίας του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία συνίσταται προπάντων στον ιδιοφυή τρόπο, με τον οποίο στο κείμενό του το προαναφερόμενο γεγονός παίρνει τη μορφή της μοναδικότητας της σχέσης ανάμεσα στην οπτική αρμονία του σύμπαντος και τη μουσική δημιουργία. Θα ολοκληρώσω αυτήν εδώ την εργασία διερευνώντας το οντολογικό στίγμα τούτου του ιδιοφυούς τρόπου.

Κατά το “στάδιο της γενέσεως της μουσικής μέσα από το ηχητικό χάος”[55], ο δημιουργός “είχ[ε και έχει] την αίσθηση ότι η πρωτογενής μουσική ύλη που κατέγραφε ήταν το αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής ένωσης ανάμεσα [στον ίδιο] και στη συμπαντική αρμονία που [τον] περιβάλλει”[56]. Από τη φύση του νοήματός της, η περιβολή της ύπαρξης της υποκειμενικότητας του συνθέτη από την ύπαρξη της αρμονίας του σύμπαντος εξειδικεύει μία σχέση χωρικής σύνδεσης: ο δημιουργός, ενόσω βιώνει την εμπειρία της γένεσης της μουσικής από τη χαοτικότητα των ήχων, αισθάνεται την οντότητά του να περιβάλλεται από την παρουσία της ηχητικής αρμονίας του σύμπαντος[57]. Πρόκειται για μια προσωπική κοσμογονική σχέση (α) χωρικής διακριτότητας (β) και, συγχρόνως, δημιουργικής αμοιβαιότητας (γ). Το έργο γεννιέται κατά την επικοινωνία της προσωπικής (δύναμης της) έμπνευσης του συνθέτη με τη μουσική ενέργεια του κόσμου (α). Η διάκριση (περιβάλλον-περιβαλλόμενο) μεταξύ των παραγόντων της επικοινωνίας, δηλαδή της οντότητας του μουσουργού και της διαχυτικότητας των ήχων της αρμονίας του σύμπαντος, μαρτυρεί τη χωρική δυναμική της συγκεκριμένης σχέσης και, υπό αυτή την έννοια, υποβάλλει την (δυνητική) ορατότητα της κίνησης των μελών της (β). Ο σχηματισμός των μελωδιών στην εσωτερικότητα, βιωματικός[58], μυσταγωγικός[59], στοχαστικός[60], και η καταγραφή τους στο πεντάγραμμο (ένα είδος εμφάνισης της ιδιαίτερης σύν-θεσης των μορφικών τους συμβόλων) εκφράζουν μια προσωπική σχέση αμοιβαιότητας ανάμεσα στο μουσουργό και την ενέργεια του σύμπαντος: συνιστούν την ολοκλήρωση μιας μοναδικής κάθε φορά αντανάκλασης της δύναμης του μουσικού αρχετύπου του σύμπαντος από την ψυχοσωματική κινητοποίηση της συνθετικής οντότητας του Θεοδωράκη, δηλαδή από τη χαρισματική ικανότητά του για απόλυτη δημιουργία μελωδίας[61].

Εδώ μας ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο η εκδήλωση αυτού ακριβώς του χαρίσματος γεννά μουσική μέσα σε έναν υπαρξιακό συναγερμό, κατά τον οποίο το σταδιακό πέρασμα από την οδύνη στην ευφορία αποκρυσταλλώνει μια υποκειμενική μορφή της απειρότητας της συμπαντικής αρμονίας, κάνοντας την τελευταία ορατή στα μύχια της ψυχής του δημιουργού. Πράγματι, μέσα στο συγκλονισμό που προκαλεί στον μουσουργό μια τέτοια διεργασία[62], “κάθε περίοδος γονιμοποιήσεως [έχει] μέσα της τα στοιχεία της αγωνίας, της οδύνης, της έκστασης και της υπέρβασης”[63], η οποία χαρακτηρίζεται από το φανέρωμα της ενδότερης ηχητικής παρουσίας των πλανητών: κατά την κορύφωση της αλληλουχίας των προαναφερόμενων βιωμάτων, όταν η απελευθέρωση της δημιουργικής ενέργειας της μουσικότητας του Θεοδωράκη συγκεκριμενοποιεί την υπόσταση της μορφής του έργου, “τότε οι ήχοι των πλανητών [προβάλλουν] μέσα [του] ευκρινώς, προκαλώντας [του] ένα μαγικό δέος, που [τον γεμίζει] με ακαθόριστη (…) ευτυχία και πληρότητα”[64]. Η εμφάνιση των πλανητών και των ήχων τους στον ψυχισμό τούς κάνει να αποκτούν μια λυτρωτική διαύγεια, η οποία σημαδεύει το γύρισμα της αγωνίας και της οδύνης σε χαρά, σε ευτυχία δημιουργίας και σε πληρότητα[65] μουσικής ολοκλήρωσης.

Οι ήχοι της αρμονίας του έργου που γεννιέται φανερώνουν τη μοναδικότητα της μελωδικής μορφής[66], την οποία παίρνει η ακαθόριστη ηχητική αίσθηση, που μέχρι τότε δοκιμάζει σφοδρά το συνθέτη με τον χαοτικό της χαρακτήρα[67]. Ενόσω παίρνεται, αυτή η μορφή ενεργεί τριπλά. Κατά πρώτο, διαπερνά τη φαινομενική αταξία των ήχων του βόμβου του σύμπαντος, οι οποίοι της απευθύνουν την αορατότητα των μεταξύ τους συνδέσεων[68], αισθάνεται το προσωπικό βάθος εκείνων από τις τελευταίες που ενδιαφέρουν τον προσανατολισμό της και εμφανίζει τη μουσικότητα της αρμονίας του μέσα στο ίδωμα-βίωμα του πραγματικού, μύχιου ουρανού αυτού του βάθους[69]. Κατά δεύτερο, γεννά το αντίστοιχο μουσικό έργο μέσα στη θεϊκή αίσθηση της ένωσης με τον πυρήνα της αρμονικότητας του κοσμικού ουρανού, δηλαδή με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας[70]. Έτσι η κάθε φορά συγκεκριμένη μελωδική μορφή, με τη μοναδικότητά της, συμπνέει δημιουργικά με τη φιλοσοφική εμπειρία των Πυθαγορείων, στην οποία αναφέρεται ο καλλιτέχνης: υπερνικώντας την αντίσταση του ηχητικού χάους, αίρεται πάνω από το καθεστώς του και εισέρχεται μέσα σε ένα βίωμα εξύψωσης. Αυτή η δυναμική μουσική κίνηση, όντας κοσμική και προσωπική, αλλά και αφήνοντας να διαφανεί “η τάση προς κάποια ανώτερη διαρθρωτική [μορφική πραγμάτωση], συγκροτεί από μόνη της μια υπερβατική αλήθεια”[71].

Κατά τρίτο, η μελωδική μορφή του έργου που δημιουργείται συγκεκριμενοποιεί την προσωπική όψη της αρμονίας του σύμπαντος, ως Μουσικότητας των πλανητικών ήχων, ως “Μουσικής των Σφαιρών”[72], σύμφωνα με τον τρόπο αντανάκλασης αυτής της αρμονίας από τη δύναμη της συνθετικής ιδιοφυΐας του Θεοδωράκη: στρέφω την προσοχή μας στη λέξη όψη, η οποία, όπως είδαμε πιο πάνω, αναδύει διπλό νόημα, μουσικό και οπτικό. Ο μουσουργός, αναλύοντας την αλληλουχία των ψυχικών και σωματικών βιωμάτων του κατά τη γένεση της μουσικής και τη δημιουργία του αντίστοιχου έργου, προβαίνει, μεταξύ των άλλων, σε δύο κρίσιμες για το θέμα μας επισημάνσεις. Αφενός δίνει έμφαση τόσο στη συγχρονία ανάμεσα στην καταγραφή των μουσικών ιδεών κατά την ευτυχισμένη φάση της οριστικής διαμόρφωσης της μελωδίας διαμέσου της υπέρβασης του χάους των ήχων από την κίνηση της συμπαντικής αρμονίας μέσα του, όσο και στην ευκρίνεια της ψυχικής εμφάνισης των πλανητών, από τους οποίους αναδύονται οι ήχοι της μουσικότητας, φανερώνοντας και την οπτική αρμονία του σύμπαντος[73]. Αφετέρου, συνδέει θετικά την ανοδική[74] ένωση του βάθους της ύπαρξής του με την αρμονία του σύμπαντος κατά την ψυχοσωματική διεργασία γένεσης της μουσικής[75], με την οπτική σύλληψη του ρυθμού και της αρμονίας στον έναστρο ουρανό[76]. Οι επισημάνσεις αυτές είναι κρίσιμες κατά το ότι λειτουργούν αποφασιστικά σε ό,τι αφορά την εγγενή δυνατότητα επικοινωνίας του μουσικού βιώματος της συμπαντικής αρμονίας με το οπτικό της βίωμα, στο εσωτερικό της εμπειρίας του Μίκη Θεοδωράκη. Στη μια περίπτωση, η πλανητική δυναμική της υπέρβασης του χάους των ήχων από τη μουσικότητα του ψυχισμού ενεργοποιείται με την ευκρίνεια της μύχιας παρουσίας των πλανητών, οι οποίοι εκπέμπουν, απελευθερώνοντάς την, την αρμονία της μελωδικής μορφής του έργου που δημιουργείται. Στην άλλη περίπτωση, η οπτική σύλληψη του ρυθμού και της αρμονίας στο έναστρο σύμπαν μαρτυρεί την προϋπάρχουσα κίνησή τους στον μουσικό ψυχισμό του δημιουργού. Και οι δύο επισημάνσεις ολοκληρώνουν, κατά έναν τρόπο, την αναφορά του μουσουργού στην πεμπτουσία της εμπειρίας του της αρμονίας του σύμπαντος.

Θέλησα εδώ να δείξω και να εξηγήσω ένα κεντρικό οντολογικό γνώρισμα του περιεχομένου και του αντικειμένου αυτής της αναφοράς, δηλαδή της φιλοσοφικής θεωρίας του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία. Εννοώ την αμοιβαιότητα που εκδηλώνεται ανάμεσα στο οπτικό και το μουσικό βίωμα της άπειρης αρμονίας του σύμπαντος μέσα στη συγκλονιστική εμπειρία του συνθέτη, την οποία ο ίδιος αφηγείται και εξετάζει, εμβαθύνοντας στην παιδική της εκκίνηση και στη διαχρονική της εξέλιξη. Είδαμε πώς αυτή η αμοιβαιότητα εκφράζεται προπάντων ως επαφή μεταξύ των κινήσεων της ορατής και της μουσικής υπέρβασης του χάους από την αρμονία στο δυναμικό πεδίο της παρουσίας του σύμπαντος στον ψυχισμό του Θεοδωράκη. Μέσα στο άνοιγμα του ορίζοντα της έρευνας επάνω στο ζήτημα της πνευματικής –ως μουσικής– δημιουργίας, μπορούμε να εμπιστευθούμε δύο σημαντικούς δείκτες. Αφενός, το ότι η αλληλοαναγνώριση και η αμοιβαία πραγμάτωση του ορατού και του μελωδικού νοήματος της υπέρβασης του χάους από την αρμονία συντελούνται σε μια μύχια, “μυστική περιοχή όπου βρίσκεται η πραγματική ουσία του ανθρώπου”[77]. Αφετέρου, το ότι σε μια τέτοια εμπειρία εξύψωσης η οπτική αρμονία του σύμπαντος βιώνεται μέσα στη μουσική δημιουργία.


 

Βιβλιογραφία

 

Βαρλάμης, Μ. (2017), “Η Συμπαντική Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη”, στο Θεοδωράκης (2017β), σσ. 98-113.

Βούλγαρη, Α. (2017), Μίκης Θεοδωράκης. Μονόλογοι, Διάλογοι και Το μονοπάτι προς το μέλλον. Συνοπτική παρουσίαση, Αθήνα.

Δημητράκος, Δ. Β. (1959), Νέον λεξικόν ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, Αθήναι: Εκδόσεις “Περγαμηναί”.

Δόικος, Π. (2018), Η πολιτική της φαντασίας. Η ποιότητα της εξουσίας ως υπαρξιακή επιλογή, Θεσσαλονίκη – Αθήνα: Εκδόσεις Δαιδάλεος.

Δόικος, Π. (2019), “Ο Μίκης Θεοδωράκης και η θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας”, στο Θεοδωράκης (2019), σσ. 59-61.

Δόικος, Π. (2020α), “Ο Μίκης Θεοδωράκης και η θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας: Στοιχεία μιας οντολογικής ερμηνείας”, Φιλοσοφείν, τεύχος 21, Ιανουάριος 2020, σσ. 63-86.

Δόικος, Π. (2020β), “Ο Μίκης Θεοδωράκης και η θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας: Στοιχεία μιας οντολογικής ερμηνείας” [Δεύτερο Μέρος], Φιλοσοφείν, τεύχος 22, Ιούνιος 2020, σσ. 183-222.

Δόικος, Π. (2017), Principia Formarum. Οντολογία της στοχαστικής φαντασίας, τρίτη έκδοση, διευρυμένη, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ρώμη.

Δόικος, Π. (2000), Spinoza. Φαντασία, γνώση και προφητεία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Θεοδωράκης, Μίκης (2016), Διάλογοι στο λυκόφως, πρόλογος του Μίμη Ανδρουλάκη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ιανός.

Θεοδωράκης, Μίκης (2018α), Μια ζωή δημιουργίας, προλογικό κείμενο [“Ο ραψωδός της μνήμης”] του Ανδρέα Μαράτου, εξώφυλλο του Γιάννη Ψυχοπαίδη, Αθήνα: Εθνική – Η Πρώτη Ασφαλιστική.

Θεοδωράκης, Μίκης (2017β), Μονόλογοι στο λυκαυγές, πρόλογος του Γιώργου Κασιμάτη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ιανός.

Θεοδωράκης, Μίκης (1986), Οι δρόμοι του Αρχάγγελου [5 τόμοι], τόμος 1, Αθήνα: Κέδρος.

Θεοδωράκης, Μίκης (2019), Πολιτικά. Πολιτισμός, κοινωνία, ελεύθερος χρόνος, τόμος Γ’, επιμέλεια της Αναστασίας Βούλγαρη, Αθήνα: Το Βήμα.

Θεοδωράκης, Μ., Γουλιάμος, Κ. (2018), Στη διαλεκτική της αρμονίας, Αθήνα: Gutenberg.

Θεοδωράκης, Μίκης (2017α), “Συμπαντική Αρμονία”, στο Θεοδωράκης (2017β), σσ. 75-97.

Κάλφας, Β. (2007), “Νοητική μουσική και αόρατη αστρονομία στον Πλάτωνα”, στο Κουγιουμουτζάκης (2007), σσ. 123-33.

Κουγιουμουτζάκης, Γ. (επιμ.) (2007), Συμπαντική αρμονία, μουσική και επιστήμη. Στον Μίκη Θεοδωράκη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Λαμπρέλλης, Δ. Ν. (2018), “ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ. Στη διαλεκτική της αρμονίας, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα”, Διά-ΛΟΓΟΣ, Επετηρίδα Φιλοσοφικής Έρευνας, Εκδόσεις Παπαζήση, τεύχος 8, σσ. 287-91.

Μαλούχος, Γ. Π. (2018), Άξιος Εστί. Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του και συνθέτει την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τόμος IV, Αθήνα: Τα Νέα.

Μαράτος, Α. (2014), Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης – Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ιανός.

Μίκης Θεοδωράκης (2005). Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. Χανιά, 29-31 Ιουλίου, Χανιά: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων.

Σταματάκος, Ι. (1999), Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Αθήνα: Βιβλιοπρομηθευτική.

Ταίηλορ, Ν. (2000), Η Αρμονία των Πυθαγορείων. Η Μαθηματική έννοια της Αρμονίας στο Μουσικό Σύστημα των Πυθαγορείων, Αθήνα: Νεφέλη.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΟΪΚΟΣ

Αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Abstract

THE VISUAL HARMONY OF THE UNIVERSE INTO THE CREATION OF MUSIC:

MIKIS THEOTHORAKIS’ PHILOSOPHICAL THEORY 

Mikis Theothorakis, the great Hellene composer, by exploring the noematic and existential depth of his personal experience concerning the relation between the view of the firmament at night and the creation of music, conceives his theory of Universal Harmony. The approach of the logic and the nature of this relation, according to the philosophical writings of Theothorakis, leads us to a metaphysically astonishing observation: the visual harmony of the universe is intimately present at the experience of the musical creation.


[1] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 75-97 (κυρίως), καθώς και ό.π., σσ. 27-9, 134-9, 153-7, 222-4, 244-5, 289-93, 422-34, 471-90. Βλ. επίσης Θεοδωράκης (1986), σσ. 98-9, (2016) σσ. 84, 90-1, 562-7 [ενδεικτικά], (2018α), σσ. 13-4, 26, 32, 34, 39-42, 46-7, Μαλούχος (2018), σελ. 187, Θεοδωράκης, Γουλιάμος (2018), Μίκης Θεοδωράκης (2005), σσ. 239-50. Το κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη Συμπαντική Αρμονία, σε μια παραλλαγή του με μικρές τροποποιήσεις, βρίσκεται και στο Κουγιουμουτζάκης (2007), σσ. 75-102. Στην παρούσα εργασία παραπέμπω στο Θεοδωράκης (2017β), σσ. 75-97.

Η φιλοσοφική σκέψη του Μίκη Θεοδωράκη και, ειδικότερα, η θεωρία του για τη Συμπαντική Αρμονία μόλις έχουν αρχίσει να διερευνώνται. Εδώ, όπως και σε προηγούμενες εργασίες μου [βλ. Δόικος (2020α), (2020β) και 2019], επιχειρώ μια οντολογική τους προσέγγιση, θεωρώντας ότι σε αυτή προπάντων καλούν η ουσία και το περιεχόμενο του στοχασμού και των κειμένων του μεγάλου έλληνα μουσουργού. Από αυτή την άποψη, βλ. και Θεοδωράκης, Γουλιάμος (2018), Λαμπρέλλης (2018), Βαρλάμης (2017), καθώς και Μαράτος (2014). Επισημαίνω την εμπεριστατωμένη παρουσίαση των Θεοδωράκης (2016) και (2017β) από την Αναστασία Βούλγαρη (2017). Θεωρητικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, χωρίς να είναι φιλοσοφικές, παρουσιάζουν οι εργασίες των Νικολακάκη, Γεωργουσόπουλου, Κουγιουμουτζάκη, Merker, Βαγενά, Παπαμαστοράκη, Cambell, Rayne, Turner, Feldman, Lee, Schögler, Gratier, Gustodero, Bruner και Trevarthen, στο Κουγιουμουτζάκης (2007). Εξαίρεση –ευτυχώς– αποτελεί σε αυτόν τον τόμο το άστοχο κείμενο του Κάλφα. Εκεί, κατά την ανάγνωση της πλατωνικής άποψης για τη μουσική αρμονία και τη μεταθανάτια κίνηση των ψυχών στην Πολιτεία, εξαφανίζονται η νοηματική και η αισθησική κυριολεξία του ρήματος καθοράν (616b), με αποτέλεσμα την απουσία εννόησης και, αναπόφευκτα, εμβάθυνσης του δυναμισμού της σχέσης του αισθητού με το νοητό. Έτσι, σε πλήρη αντίθεση προς το περιεχόμενο του πλατωνικού κειμένου (βλ. ενδεικτικά 614d, 615a, 616b, 617b), οδηγούνται σε ακύρωση η ουράνια ορατότητα και η μουσική εμπειρία των ψυχών. Γι’ αυτό και μια προσεκτική ανάγνωση του άρθρου του Κάλφα (2007) θα δείξει ότι σε αυτό υπονομεύονται οι σχέσεις αμοιβαίας ανταπόκρισης του οπτικού με το μουσικό στοιχείο και της βιωματικής με τη στοχαστική ποιότητα, οι οποίες εμβαθύνονται με διορατικότητα και φιλοσοφική γονιμότητα από τον Μίκη Θεοδωράκη στο κείμενό του για τη Συμπαντική Αρμονία.  

[2] Ενόσω το βλέμμα μας συλλαμβάνει και αισθάνεται την οπτική διάσταση της αρμονίας και του ρυθμού του σύμπαντος κατά τη θέαση του έναστρου ουρανού, η όψη της αρμονικής και ρυθμικής κίνησης των ουρανίων σωμάτων είναι παρούσα στον ψυχισμό. Από αυτή την άποψη, η οπτική κίνησή τους είναι δυνητικά ακουστή μέσα μας. Κατ’ αναλογία, όπως θα φανεί αναλυτικά στο παρόν κείμενο, το γεγονός ότι η έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη δίνει κάθε φορά μελωδική οντότητα σε κάποια από τις ηχητικές μορφές της θαλασσώδους απειρότητας των ήχων με τη δύναμη της προσωπικής ένωσης με τη συμπαντική αρμονία, ενεργοποιεί την οπτική κίνηση της μουσικότητας των πλανητών. Η ελευθερία της ιδιάζουσας συμμετρίας μεταξύ των δύο όρων της αναλογίας δείχνει ότι η μεταξύ τους αμοιβαιότητα βρίσκεται σε ισχύ μέσα στη δυνατότητα της προΰπαρξής της.

[3] Θεοδωράκης (2017β), σελ. 75.

[4] Βλ. ό.π., σελ. 77.

[5] Βλ. ό.π., σσ. 77, 81.

[6] Βλ. ό.π., σσ. 75, 76. Η βίωση του απέραντου κατά την υπαρξιακή επαφή με το σύμπαν είναι οπτική και μουσική. Η επικοινωνία μεταξύ των δύο όρων αυτής της διπλότητας είναι οντολογική: αναδύεται από το νόημα του ρήματος “μετουσιώνομαι”, το οποίο χρησιμοποιεί ο Θεοδωράκης. Το πέρασμα από την οπτική στη μουσική ουσία της εμπειρίας του συνθέτη σημαίνει την ανάδυση της δεύτερης ουσιακής διάστασης μέσα από την πρώτη. Τούτη εδώ όμως δεν καταργείται. Η έντασή της είναι σε μυστική εγρήγορση, έτοιμη να φανερώνει την οπτική πνοή του σύμπαντος μέσα στον ψυχοσωματικό συναγερμό της γένεσης της μουσικής. Σε επόμενη ενότητα αυτού του κειμένου θα εξηγήσω την αμοιβαιότητα της μέθεξης ανάμεσα στο οπτικό και το μουσικό βίωμα της αρμονίας του σύμπαντος, σύμφωνα με την εμπειρία της μετουσίωσης, την οποία δοκιμάζει ο μουσουργός.

[7] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 77.

[8] Βλ. ό.π., σσ. 75, 77.

[9] Ό.π., σελ. 75.

[10] Στο ίδιο.

[11] Η μυστικότητα αναφέρεται στον μύχιο, εσωτερικά ορατό, βιωματικό και, συγχρόνως, στοχαστικό χαρακτήρα της παρουσίας του σύμπαντος, ως έναστρου στερεώματος, στον ψυχισμό του έλληνα μουσουργού. Σχετικά με τον φιλοσοφικό προσανατολισμό του Μίκη Θεοδωράκη, είναι σημαντικό το ότι ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ως μυστικιστής [βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 136-7], συνδέοντας μάλιστα αυτόν τον ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αυτοπροσδιορισμό με τη θεώρηση του Παρθενώνα ως “πιστή[ς] αντανάκλασης του κέντρου της συμπαντικής αρμονίας” (βλ. ό.π., σσ. 136-7).

[12] Βλ. ό.π., σσ. 77, 81, 88-9.

[13] Ό.π., σελ. 77.

[14] Ό.π., σελ. 75.

[15] Εδώ το θυμικό, ως το βουλητικό-συναισθηματικό μέρος του ψυχισμού, συνδέεται βαθιά και θετικά με τον προσωπικό πνευματικό κόσμο.

[16] Θεοδωράκης (2017β), σελ. 75.

[17] Ό.π., σελ. 88-9.

[18] Η αντικειμενικότητα του μεγαλείου και της αλήθειας του συμπαντικού απείρου αποκτούν μια προσωπική μοναδικότητα, σύμφυτη με την παρουσία τους στον ψυχισμό του Θεοδωράκη.

[19] Δηλαδή με την αμεσότητα και την ευστοχία της ενέργειας μιας ενδότερης, ψυχικής ματιάς.

[20] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 88-9.

[21] Βλ. ό.π., σελ. 88.

[22] Πρόκειται για την απουσία συνδέσμων μεταξύ των άστρων, η οποία είναι τρόπος της συνθήκης του χάους. Αυτή όμως η συνθήκη ισχύει μόνο στο πλαίσιο μιας επιφανειακής σχέσης με το σύμπαν, όταν το βλέμμα δεν έρχεται σε επαφή με το βάθος της πραγματικότητας, όπου εμφανίζεται και βιώνεται η αλήθεια των αρμών που συνδέουν το ένα άστρο με το (κάθε) άλλο.

[23] Για την πρωταρχική σημασία της σχέσης του νοείν με την ικανότητα για μια ορατότητα που συλλαμβάνει τη διάκριση μεταξύ των όντων, βλ. Σταματάκος (1999), σσ. 656-7.

[24] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 88.

[25] Βλ. ό.π., σσ. 96-7.

[26] Βλ. ό.π., σσ. 88-9. Μέσα σε αυτό το σμίξιμο, το αντίστοιχο διττό –εσωτερικό και εξωτερικό– βλέμμα συλλαμβάνει τόσο την αρμονία όσο και το ρυθμό της κίνησης των άστρων. Είναι το κατεξοχήν βλέμμα, το οποίο δημιουργεί μια προσωπική σχέση με το σύμπαν.

[27] Τη χαρακτηρίζω ανοδική, αφού είναι η κεντρική δύναμη μιας εμπειρίας εξύψωσης.

[28] Τόσο στην περίπτωση του μουσικού βιώματος της υπέρβασης του χάους των ήχων από τη μοναδικότητα της αρμονίας μιας μελωδίας, όσο και σε εκείνη του οπτικού βιώματος της διαπέρασης της χαοτικής όψης του έναστρου στερεώματος από το βάθος της αρμονικής εικόνας των άστρων, η μουσική και η οπτική φαντασία αισθάνονται, συλλαμβάνουν και συγκεκριμενοποιούν το νόημα της ανατροπής του χάους από την ενδότερη δύναμη της αρμονίας. Αυτή η ανατροπή δεν είναι δυνατή χωρίς την ικανότητα της (μουσικής αλλά και της οπτικής) φαντασίας να σκέπτεται αυτό που η ίδια αισθάνεται. Χάρη σε αυτή την ικανότητά της, η φαντασία στις δύο προαναφερόμενες εκφάνσεις της αλλά και σε κάθε άλλο πεδίο της δημιουργικότητάς της είναι στοχαστική, καθώς συνδέεται προσωπικά με το αντικείμενο-στόχο του ενδιαφέροντός της, καθιστώντας το εσωτερικό της γεγονός. Για την ανάλυση της θεωρίας μου για τη στοχαστική φαντασία, βλ. Δόικος (2000), (2018) και, κυρίως, (2017). Για την εγγενή παρουσία μιας τέτοιας στοχαστικότητας στη συλλογιστική του Θεοδωράκη, βλ. πιο κάτω, τη σημείωση 60.

[29] Η βίωση και η διάγνωση αυτής της (οπτικής) αρμονίας προϋποθέτουν τη βαθιά οντολογική μεταβολή της επιφανειακής εικόνας των άστρων σε γεγονός ενδότερης ορατότητας και αντίστοιχης παρουσίας του σύμπαντος, ενεργό μέσα στη βλεμματική επαφή με τον έναστρο ουρανό (βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 75 και 88-9).

[30] Ό.π., σελ. 90.

[31] Στο ίδιο.

[32] Ο Θεοδωράκης νιώθει και συλλαμβάνει την αναλογία του οπτικού με το μουσικό βίωμα της αρμονίας του σύμπαντος από τους δύο αντίστοιχους δρόμους. Η σύμπνοια των δρόμων αυτών τού απευθύνει κατευθείαν το βάθος της πραγμάτωσής της, ανεξάρτητα από κάθε αφ’ υψηλού επιβολή, μόνο μέσα στο δέος της συγκλονιστικής ένωσής του με την ενέργεια της συμπαντικής αρμονίας κατά τη γένεση της μουσικής. Η αρμονία των πλανητών φανερώνεται στον Θεοδωράκη καθώς εκείνος μουσουργεί, δίνοντας προσωπική υπόσταση σε ένα συμπαντικό αρχέτυπο.

Από τη φύση της, αυτή η φανέρωση (βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 78), προκαλώντας μέσα στη γένεση του μουσικού έργου την εμπειρία της οπτικής αρμονίας του σύμπαντος, είναι μεταφυσικά εκπληκτική.

[33] Βλ. ό.π., σσ. 88-9.

[34] Βλ. Δημητράκος (1959), σελ. 1092, Σταματάκος (1999), σελ. 879.

[35] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 88.

[36] Βλ. ό.π., σελ. 77.

[37] Αναφέρομαι στην οπτική και τη μουσική εμπειρία της Αρμονίας του Σύμπαντος, από την άποψη της δυνητικής, εσωτερικής ύπαρξης της μιας στην άλλη, πριν και πέρα από την εξωτερική, αφηρημένη τους συσχέτιση.

[38] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 93.

[39] Βλ. ό.π., σελ. 91.

[40] Στο ίδιο.

[41] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 91-3.

[42] Βλ. ό.π., σελ. 92.

[43] Στο ίδιο.

[44] Θεοδωράκης (2017β), σσ. 92-3.

[45] Ό.π., σελ. 93. Βλ. και ό.π., σελ. 77.

[46] Ό.π., σελ. 89.

[47] Ό.π., σελ. 86.

[48] Βλ. ό.π., σσ. 85-6.

[49] Ό.π., σελ. 90.

[50] Βλ. ό.π., σσ. 88-9.

[51] Ό.π., σελ. 75.

[52] Ως προς την των όρων επίσκεψη, βλ. Δημητράκος (1959), σελ. 827, και Σταματάκος (1999), σσ. 619-20.

[53] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 94-5.

[54] Βλ. ό.π., σελ. 75.

[55] Ό.π., σελ. 76.

[56] Στο ίδιο.

[57] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 77-8.

[58] Βλ. ό.π., σελ. 76.

[59] Ο Θεοδωράκης τονίζει ότι, κατά τη γένεση της μουσικής και το σχηματισμό των μελωδιών, η προσωπική ένωση του ψυχισμού του με την πραγματικότητα της Συμπαντικής Αρμονίας έχει έναν απολύτως ιερό, μυστικό χαρακτήρα (βλ. ό.π., σσ. 93-4). Αυτός ο χαρακτήρας δείχνει τη σύνδεση της σκέψης και της βιωματικής δημιουργικότητας του μουσουργού –όπως και ο ίδιος επισημαίνει– με τον φιλοσοφικό ορίζοντα των Πυθαγορείων (βλ. στο ίδιο).

Σχολιάζοντας τη σχέση της προσωπικής εμπειρίας του της Συμπαντικής Αρμονίας με τούτο τον ορίζοντα, ο Θεοδωράκης αναφέρεται συχνά στις αναλύσεις του Νέστορα Ταίηλορ, στο βιβλίο Η Αρμονία των Πυθαγορείων. Η Μαθηματική έννοια της Αρμονίας στο Μουσικό σύστημα των Πυθαγορείων, Αθήνα, Νεφέλη, 2000. Βλ. το κείμενο του έλληνα δημιουργού Συμπαντική Αρμονία, στο Θεοδωράκης (2007).

Στην παρούσα εργασία διερευνώ το ζήτημα που συγκεκριμενοποιεί ο τίτλος της, ο οποίος αναφέρεται στο προσωπικό στίγμα της θεωρίας του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία. Σε μια επόμενη εργασία προτίθεμαι να εξετάσω τη δημιουργική σχέση αυτής της πρωτότυπης θεωρίας με τον φιλοσοφικό ορίζοντα των Πυθαγορείων. Για μια ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία σχετικά με τη σκέψη του Πυθαγόρα και τη μουσική, βλ. Ταίηλορ (2000), σσ. 97-103. Βλ. και Δόικος (2020α), σελ. 86.

[60] Η στοχαστικότητα είναι η ποιοτική δύναμη της συνεργασίας δύο παραγόντων: από τη μια πλευρά, η ψυχή και οι αισθήσεις· από την άλλη, το μυαλό, ο λόγος και οι γνώσεις. Κατά συμμετρία, από το ένα μέρος, η Φαντασία· από το άλλο, ο Νους. Βλ. αντίστοιχα, Θεοδωράκης (2017β), σσ. 76, 88. Επισημαίνω εδώ τον δι(εν)ορατικό εντοπισμό, από μέρους του μουσουργού, των δύο προαναφερομένων παραγόντων ως τάξεων μιας υψηλής στοχαστικότητας. Ενδιαφέροντα επιμέρους στοιχεία διάβλεψης αυτής της στοχαστικότητας βρίσκονται στο ποιητικό δοκίμιο του Μάκη Βαρλάμη “Η Συμπαντική Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη” [βλ. Βαρλάμης (2017)· ενδεικτικά, σσ. 111-112].

[61] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 77-8.

[62] Παραθέτω ενδεικτικά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την περιγραφή της προσωπικής εμπειρίας και από την αντίστοιχη εξήγηση του Μίκη Θεοδωράκη: “Κατά το στάδιο της επώασης [της μουσικής σύνθεσης] συμβαίνουν περίεργες ψυχοσωματικές αντιδράσεις που θα πρέπει να συγκλονίζουν τον συνθέτη. Έως ότου φτάσει η στιγμή κατά την οποία η ακαθόριστη ηχητική αίσθηση που νιώθει, πάρει μια συγκεκριμένη μουσική μορφή. Συνήθως τη μορφή μιας μελωδίας. (…) Η άποψή μου για τη διαδικασία αυτή είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο γονιμοποίησης κατά το οποίο η ψυχή που θέλει να γεννήσει μουσική προετοιμάζεται, ώστε να προκαλέσει και να δεχτεί το σπέρμα που θα τη γονιμοποιήσει. Ποιο είναι αυτό το σπέρμα και από πού προέρχεται; Το γεγονός ότι όλα τα έργα της μουσικής τέχνης έχουν κοινά γνωρίσματα στη βάση τους, ανεξάρτητα από τις ιδιομορφίες που υπάρχουν μεταξύ τους στις κορυφές, δείχνει ότι κάπου υπάρχει μια ενιαία δεξαμενή μουσικής απ’ όπου προέρχεται το σπέρμα της μουσικής γονιμότητας” (ό.π., σσ. 95-6).

[63] Ό.π., σελ. 76.

[64] Στο ίδιο.

[65] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σελ. 76.

[66] Βλ. ό.π., σελ. 95.

[67] Βλ. ό.π., σσ. 76-8, 94-5.

[68] Βλ. ό.π., σσ. 94-5.

[69] Εδώ ο Θεοδωράκης αναφέρεται στον πυθαγόρειο φιλοσοφικό στόχο της θέασης της αλήθειας του ενδότερου ουρανού, της εσωτερικής παρουσίας και δυναμικής του (έναστρου θόλου ως του) πλανητικού σύμπαντος. Βλ. ό.π., σσ. 93-4.

[70] Βλ. ό.π., σσ. 76, 93-4.

[71] Ό.π., σελ. 93. Από τη φύση της, αυτή η τάση οδηγεί τον κάθε άνθρωπο στο βάθος ενός ανώτερου εαυτού του, ο οποίος αυτενεργεί μέσα στο άνοιγμα της προσωπικής επαφής του με την αρμονία του σύμπαντος. Βλ. Ταίηλορ (2000), σσ. 93-5.

[72] Θεοδωράκης (2017β), σελ. 94.

[73] Βλ. ό.π., σελ. 76.

[74] Αναφέρομαι στην ανοδική υπαρξιακή φορά της υπέρβασης του ηχητικού χάους από την προσωπική ένωση με τη δύναμη της Συμπαντικής Αρμονίας. Βλ. στο ίδιο.

[75] Βλ. Θεοδωράκης (2017β), σσ. 76-7, 95.

[76] Βλ. ό.π., σσ. 88-9.

[77] Βλ. ό.π., σελ. 97.


Σχόλια