Η θεωρία της εξάρτησης


 

Δείτε επίσης: 
"Η εικόνα που έχω και που νομίζω ότι μας βοηθά να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει, είναι η εικόνα του μαγγανοπήγαδου, όπου συνήθως ένα μουλάρι με παρωπίδες κάνει γύρω-γύρω αμέτρητους κύκλους, προκειμένου να βγει το νερό απ' το πηγάδι. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από την εποχή που οι Κυβερνήσεις αντί να εξασφαλίσουν στον λαό μας να ζει χάρη σε ένα σύστημα ανάπτυξης στηριγμένο στις δικές του παραγωγικές δυνάμεις καταφύγανε στην εύκολη λύση των δανείων από ξένες δυνάμεις."
Μίκης Θεοδωράκης
Ανάλυση

Με αφετηρία μία δημόσια συζήτηση, σχετικά με το εάν η Ελλάδα είναι μία αποικία χρέους ή μία εξαρτημένη χώρα, θεωρούμε πως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών – ειδικά αφού η εξαρτημένη χώρα μπορεί να απελευθερωθεί, όπως συνέβη στην πρώτη αποικιοκρατική εποχή (αν και οι σχέσεις εξάρτησης παρέμειναν για αρκετό χρονικό διάστημα, όπως θα δούμε στη συνέχεια), ενώ η αποικία χρέους, έχοντας κατακτηθεί με οικονομικά μέσα και όχι με στρατιωτικά όπλα, είναι πολύ πιο δύσκολο να τα καταφέρει, με τις συνθήκες για τον πληθυσμό της μακροπρόθεσμα αρκετά χειρότερες.

Ειδικότερα, όταν ο «εχθρός» έχει αγοράσει νόμιμα τη δημόσια και ιδιωτική της περιουσία, σε εξευτελιστικές τιμές μέσω των υπερβολικών φόρων, σε συνάρτηση με τη σκόπιμη μείωση των εισοδημάτων των Πολιτών της, είναι αδύνατη η απελευθέρωση της.

Εκτός αυτού, εντείνοντας ο «εχθρός» σταδιακά τις εισπρακτικές μεθόδους (για παράδειγμα, από τις αρχές του 2018 προωθείται στην Ελλάδα ο «ξαφνικός θάνατος», όπου όταν κάποιος καθυστερήσει έστω και για μία ημέρα την πληρωμή των ρυθμισμένων φόρων του θα παύουν να ισχύουν οι ρυθμίσεις – οπότε θα κατάσχονται σε χρόνο μηδέν τα περιουσιακά του στοιχεία), είναι σε θέση να μην αφήσει απολύτως τίποτα στους Πολίτες της – μετατρέποντας τους σε φθηνούς σκλάβους χρέους των δικών του πια επιχειρήσεων.
Η θεωρία της υποταγής
Περαιτέρω, η θεωρία της εξάρτησης ή της υποταγής αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Λατινική Αμερική, λόγω της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. – ενώ οι βασικές παραδοχές της είναι στενά συγγενικές με αυτές που αφορούν τις αναπτυσσόμενες/αναδυόμενες χώρες, οι οποίες τονίζουν την ύπαρξη ιεραρχικών εξαρτήσεων μεταξύ των βιομηχανικών ηγετικών κρατών (=μητροπόλεις) και των αναπτυσσομένων/αναδυομένων υποτελών (=περιφέρειες).

Με βάση αυτές ακριβώς τις σχέσεις εξάρτησης, τεκμηριώθηκε πως οι δυνατότητες ανάπτυξης των αναδυομένων χωρών του «τρίτου κόσμου» ήταν πολύ περιορισμένες – κάτι που διαπιστώνουμε σήμερα στην Ευρωζώνη, στην οποία οι χώρες της περιφέρειας, του «ευρωπαϊκού τρίτου κόσμου» κατά κάποιον τρόπο, αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα στο ρυθμό ανάπτυξης τους, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.

Οι θεωρίες της εξάρτησης προέκυψαν σε κριτική αντιπαράθεση με τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού, εξάγοντας τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα. Δηλαδή το ότι, η αιτία της υπανάπτυξης ορισμένων χωρών κατά τα δυτικά πρότυπα δεν οφειλόταν σε ενδογενείς παράγοντες, όπως η έλλειψη κεφαλαίων, οι πολιτιστικές συμπεριφορές και οι παραδοσιακές επιρροές, αλλά καθαρά σε εξωγενείς – οι οποίοι δεν επιτρέπουν στις αναπτυσσόμενες χώρες της περιφέρειας να αποκτήσουν μακροπρόθεσμα σταθερές δομές, υποχρεούμενες να έχουν μία δευτερεύουσα θέση στην παγκόσμια οικονομία.

Με απλά λόγια πως οι βιομηχανικές χώρες ανάγκαζαν ανέκαθεν τις αναδυόμενες με διάφορους ύπουλους τρόπους να μην είναι σε θέση να αναπτυχθούν σωστά – έτσι ώστε να μην υποστούν τον ανταγωνισμό τους και να τις εκμεταλλεύονται. Αποτελεί δε έωλη αιτιολογία το ότι, οι ίδιες δεν είναι σε θέση να αναπτυχθούν ανάλογα, επειδή δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα χρήματα, τη βιομηχανική παράδοση, τον ορθολογισμό, είναι διεφθαρμένες εκ φύσεως κοκ. – αντιλήψεις που «εμφυτεύονται» με τη βοήθεια της χειραγώγησης από τις βιομηχανικές χώρες στις υπόλοιπες, για να συνεχίσουν να είναι υπανάπτυκτες και να σκύβουν υποτακτικά το κεφάλι.

Συνεχίζοντας, ιστορικά υπεύθυνη για αυτές τις εξελίξεις θεωρείται η αποικιοκρατική εποχή, κατά την οποία η οικονομία των προτεκτοράτων ρυθμιζόταν μονομερώς και μονόπλευρα –  έτσι ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των αποικιοκρατικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να «μπλοκάρονται» οι δυνατότητες ανάπτυξης τους. Οι δυσμενείς αυτές σχέσεις εξουσίας παρέμειναν ως είχαν ακόμη και μετά την «απο-αποικιοποίηση» των χωρών του τρίτου κόσμου – έτσι ώστε οι πρώην αποικίες να συνεχίσουν να λειτουργούν ως οικονομικές περιφέρειες των βιομηχανικών κρατών, τα οποία ενεργούσαν όπως οι κλασσικές μητροπόλεις.

Η ένταξη τους τώρα στην παγκόσμια αγορά στα πλαίσια της δεύτερης παγκοσμιοποίησης, η δραστηριότητα των πολυεθνικών εταιρειών, καθώς επίσης η συνεχιζόμενη αντιμετώπιση τους ως απλούς εξαγωγείς ενέργειας και πρώτων υλών (ο τουρισμός ανήκει ουσιαστικά στον εξαγωγικό τομέα πρώτων υλών), σταθεροποίησε την εξαρτημένη θέση των αναπτυσσομένων χωρών στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας – αντί να την καλυτερεύσει, όπως ισχυρίζονται οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού, τις οποίες εκφράζει αναμφίβολα μεταξύ άλλων το ΔΝΤ.

Αυτή η «ανισότιμη ανταλλαγή» μεταξύ των προμηθευτών πρώτων υλών του τρίτου κόσμου και των κατασκευαστών μεταποιημένων προϊόντων στο βιομηχανικό κόσμο, υπονομεύει τη θεωρία του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» – την οποία περιέγραψε πολύ σωστά ο D. Ricardo, αναφέροντας σε γενικές γραμμές πως τα προϊόντα και οι υπηρεσίες πρέπει να «παράγονται» εκεί που συμφέρουν περισσότερο, από την πλευρά του κόστους.

Η οικονομική εσωτερική δομή των αναπτυσσομένων χωρών λοιπόν, στις οποίες ανήκει ουσιαστικά και η Ελλάδα, παραμορφώνεται μόνιμα και διαστρεβλώνεται – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των εγχωρίων πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες υπηρετούν τα συμφέροντα των μητροπόλεων, εξασφαλίζοντας τους επί πλέον την πολιτισμική επιρροή (για παράδειγμα στην Ελλάδα, ο κ. Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980 και πρόσφατα Έλληνες πρώην στελέχη του ΔΝΤ, ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, οι γερμανόφιλες ελίτ κλπ. – η ονομαζόμενη πέμπτη ελληνική φάλαγγα).

Επί πλέον, επιδεινώνεται συνεχώς η ανταγωνιστικότητα των αναπτυσσομένων κρατών, σύμφωνα με την υπόθεση Prebisch-Singer – με βάση την οποία οι πραγματικοί όροι εμπορίου των αναπτυσσομένων χωρών χειροτερεύουν, επειδή η ενσωμάτωση τους στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα επιδεινώνεται μακροπρόθεσμα (αντίθετα, οι πραγματικοί όροι εμπορίου των βιομηχανικών χωρών βελτιώνονται).

Ως εκ τούτου η υπανάπτυξη, για την οποία κατηγορούμε συνεχώς την Ελλάδα ως υπεύθυνη λόγω της άγνοιας μας, είναι το σκόπιμο αποτέλεσμα του διεθνούς οικονομικού συστήματος – επεξηγώντας γιατί χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα προσπαθούν εναγωνίως να ανεξαρτητοπηθούν. Σύμφωνα δε με τον γερμανό D. Senghaas τα εξής:
«Η ελλειμματική ανάπτυξη αποτελεί μία ιστορικά εξελισσόμενη συνιστώσα του κυριαρχούμενου από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις (βιομηχανικά κράτη) διεθνούς οικονομικού συστήματος – οπότε της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξέλιξη αυτών των μητροπόλεων, τα κέντρα και η ιστορία της υπανάπτυξης του τρίτου κόσμου, αποτελούν συμπληρωματικές διαδικασίες, οι οποίες απορρέουν από το διεθνές σύστημα«.
Στα πλαίσια αυτά προτάθηκε στις εξαρτημένες χώρες του τρίτου κόσμου από τους οπαδούς της θεωρίας της εξάρτησης μία μερική αποχώρηση από τις διεθνείς αγορές, για να αναπτυχθεί σωστά η εσωτερική δομή τους, χωρίς τις εξωτερικές ενοχλήσεις – κάτι που υιοθετήθηκε στο παρελθόν από αρκετά ασιατικά κράτη, με πολύ θετικά αποτελέσματα (ανάλυση).


Η απεξάρτηση όμως πολλών αναπτυσσομένων χωρών από τις βιομηχανικές, η οποία έχει ενταθεί τις τελευταίες δεκαετίες, με κέντρο βάρους τη Ρωσία και την Κίνα που βοηθούν τις υπόλοιπες για να στηριχθούν και οι ίδιες, έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στις βιομηχανικές μητροπόλεις – η ισχύς των οποίων υποχωρεί συνεχώς, ενώ αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης που έχουν παροδικά μόνο ελέγξει με τη μαζική εκτύπωση νέων χρημάτων (γράφημα, παγκόσμιο QE στο οποίο μόνο η Κίνα συμμετέχει για δικούς της καθαρά λόγους).


Αυτό τις έχει αναγκάσει κατά κάποιον τρόπο «να τρώνε από τις σάρκες τους», πόσο μάλλον όταν η παραγωγικότητα υποχωρεί διεθνώς (γράφημα) – όπως στο παράδειγμα των Η.Π.Α. και του ΔΝΤ που, έχοντας εκδιωχθεί από πολλές περιοχές του πλανήτη, δραστηριοποιείται πλέον στις σχετικά πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, προσπαθώντας να επιβιώσει από αυτές. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται με τη Γερμανία η οποία, μετά την κρίση του 2008, απομυζεί πλέον αχόρταγα τους εταίρους της – μετατρέποντας εν πρώτοις τις πιο αδύναμες χώρες του Νότου σε απόλυτα εξαρτημένες «περιοχές» από την ίδια.

Επίλογος

Στην περίπτωση της Ευρώπης είναι αδύνατη η απεξάρτηση των χωρών μέσω της μερικής αποχώρησης τους από τις διεθνείς αγορές, όπως συνέβη με τα κράτη της Ασίας – αφού είτε είναι μέλη της Ευρωζώνης, είτε της ΕΕ, όπου απαγορεύονται αυτού του είδους οι πολιτικές. Το γεγονός αυτό τις καθιστά πολύ πιο ευάλωτες – σταθεροποιώντας και διαιωνίζοντας τις σχέσεις εξάρτησης τους.

Ακόμη χειρότερα είναι ευκολότερη η λεηλασία του ιδιωτικού και δημοσίου πλούτου τους, μέσω της σκόπιμης υπερχρέωσης τους – η οποία είναι ουσιαστικά μία απλούστατη διαδικασία μέσω της ΕΚΤ, της ελεγχόμενης ροής των κεφαλαίων όπου μία συντονισμένη μαζική εκροή τους φτάνει για να χρεοκοπήσει ακόμη και η υγιέστερη χώρα κοκ.

Επομένως, η σχέση των ευρωπαϊκών χωρών της περιφέρειας πλέον δεν θα είναι απλά μία σχέση εξάρτησης, αλλά μία αποικιοκρατική, πολύ πιο επώδυνη από αυτήν των κρατών του τρίτου κόσμου στο παρελθόν – αφού ουσιαστικά θα είναι υπό την απόλυτη οικονομική κατοχή των μητροπόλεων. Δεν θα έχουν δε καν τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθούν κάποια στιγμή στο μέλλον, αφού νόμιμα δεν θα τους ανήκουν ούτε τα εδάφη, ούτε οι επιχειρήσεις τους – ενώ ο έλεγχος των μαζών θα εξασφαλισθεί με την είσοδο νέων πληθυσμών και τη μετατροπή τους σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

Σημείωση: Οφείλουμε να γνωρίζουμε πως η εξάρτηση της Κίνας από τη Δύση δεν έχει μειωθεί σημαντικά – αφού ακόμη έχει μεγάλη ανάγκη από τις εξαγωγές στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη, καθώς επίσης από την αμερικανική αγορά ομολόγων. Κάτι ανάλογο ισχύει για τη Ρωσία, επειδή εξαρτάται από τις εξαγωγές ενέργειας στην Ευρώπη – τις οποίες προσπαθεί να αναπληρώσει εν μέρει με την Κίνα, έχοντας πάρει μεγάλο μερίδιο εις βάρος της Σαουδικής Αραβίας (ανάλυση).

Η Κίνα βέβαια αφενός μεν προσπαθεί να αυξήσει την εσωτερική της κατανάλωση, αφετέρου έχει τοποθετήσει στο στόχαστρο της την Ευρώπη ως αγορά για τα προϊόντα της – μαζί με τη Ρωσία όσον αφορά την ενέργεια. Η μεγάλη μάχη λοιπόν αναμένεται στην Ευρώπη – με πιθανότερο θύμα τη Γερμανία.

Τέλος είναι σημαντικό να τονίσουμε πως όσον αφορά τους τρεις συντελεστές παραγωγής, τη Φύση, την Εργασία και το Κεφάλαιο, η Ρωσία ηγείται στον πρώτο (Φύση – εδάφη, ενέργεια και πρώτες ύλες), η Κίνα στο δεύτερο (Εργασία – παραγωγική μηχανή του πλανήτη), ενώ οι Η.Π.Α. στον τρίτο (Κεφάλαιο – χρηματοπιστωτικός κλάδος, δυτικό σύστημα του χρέους) – οπότε όποιος εξασφαλίσει τη συμμαχία του άλλου θα είναι ο μεγάλος νικητής του παιχνιδιού.

Πηγή: analyst.gr

Σχόλια