Μίκης Θεοδωράκης - Τάσος Λειβαδίτης (αφιέρωμα)



Η γνωριμία των δύο δημιουργών, Μίκη Θεοδωράκη και Τάσου Λειβαδίτη, το 1945, στα γραφεία της ΕΠΟΝ, ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου, η «Συνοικία το Όνειρο» και μετά η «Δραπετσώνα», ο Καζαντζίδης και ο Μπιθικώτσης, η ... Μίλβα και οι πωλήσεις του 1.000.000 αντιτύπων σε Γερμανία και Γαλλία.

Η γνωριμία

Η πρώτη ουσιαστική επαφή του Τάσου Λειβαδίτη με το χώρο της μουσικής πραγματοποιείται το 1945 μέσα στα γραφεία της Λέσχης της ΕΠΟΝ στην Αθήνα, όπου γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως και άλλους διανοούμενους της τέχνης και του πολιτισμού, μια συνάντηση η οποία τα επόμενα χρόνια θα αποφέρει, στο χώρο της ελληνικής μουσικής, ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα.

Συνοικία το Όνειρο

Αυτό που έδωσε στο Λειβαδίτη το έναυσμα να στείλει τα πρώτα του ποιήματα στον Θεοδωράκη για μελοποίηση ήταν η πλατιά απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα η μελοποίηση από τον Θεοδωράκη του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου, το 1961, καθώς και οι ανάγκες της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο» της οποίας υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Κώστα Κοτζιά, σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.

Έτσι, τα πρώτα τραγούδια με δικούς του στίχους κυκλοφορούν τον Οκτώβρη του 1961, στο δίσκο «Πολιτεία» και είναι τα περίφημα «Μάνα μου και Παναγιά», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» (που ακούγονται και στην ταινία), «Δραπετσώνα» «Έχω μια αγάπη» και «Σαββατόβραδο» με ερμηνευτές τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρινέλλα, τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα. Οι στίχοι του μελαγχολικοί και εσωτερικοί αποτυπώνουν καταστάσεις προσωπικές:


«Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά


κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα

κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά»
(Μάνα μου και Παναγιά)

αλλά και συλλογικές, εκφράζοντας το αίσθημα της λαϊκής γειτονιάς, την ορφάνια και τη φτώχεια της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Δραπετσώνα», εμπνευσμένο από την επικαιρότητα της εποχής, όταν οι μπουλντόζες του δήμου προσπάθησαν να γκρεμίσουν τα παραπήγματα των φτωχών κατοίκων για να χτιστούν στη θέση τους πολυκατοικίες, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών και επεισοδίων:


«Με αίμα χτισμένο κάθε πέτρα και καημός
Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός


Μα όταν γυρίζαμε το βράδι απ΄ τη δουλειά

Εγώ κι εκείνη όνειρα φιλιά
Το δέρνε αγέρας κι η βροχή
Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκαπαντοχή
Αχ το σπιτάκι μας κι αυτό είχε ψυχή»
(Δραπετσώνα)

Ωστόσο, παρόλες τις δύσκολες καταστάσεις που περιγράφουν οι στίχοι του, καταστάσεις όπως είπαμε ρεαλιστικές και πολύ σκληρές, διακρίνονται σε αυτούς το πείσμα, η περηφάνια και η θέληση για μια καλύτερη ζωή. Έτσι, στο ίδιο τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», στο δεύτερο κουπλέ γράφει:


«Οι συμφορές αμέτρητες
Δεν έχει ο κόσμος άλλες


Φεύγουν οι μέρες μου βαριά

Σαν της βροχής τις στάλες»

στο ρεφρέν όμως κλείνει με τους περίφημους στίχους (αναφερόμενος στο ψεύτη και άδικο ντουνιά):

«Είσαι μικρός και δεν χωράς
Τον αναστεναγμό μου»

Ανάλογο τέλος δίνει και στη «Δραπετσώνα»:

«Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί».

Περιοδεία με τον Μίκη

 Την ίδια περίοδο με την κυκλοφορία του δίσκου, ο Λειβαδίτης ακολούθησε τον Θεοδωράκη στην πρώτη του μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα απαγγέλοντας στίχους του και ανάμεσα στα μουσικά μέρη της παράστασης και μιλώντας υπέρ της ειρήνης. Οι παρεμβάσεις του αυτές θα προκαλέσουν τις αντιδράσεις των επίσημων αρχών και των εθνικοφρόνων της κάθε περιοχής με αποτέλεσμα να ξεσπούν επεισόδια και διαμαρτυρίες καθότι ήταν περίοδος εκλογών και το πολιτικό κλίμα οξυμμένο.

Λυκαβηττός, 1977

Το 1977, κυκλοφορούν «Τα Λυρικά», ο πρώτος από τους δύο δίσκους του Θεοδωράκη, που βασίζονται αποκλειστικά σε στίχους του Λειβαδίτη. Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική στην Αθήνα και το Βραχάτι το 1976, και ο Λειβαδίτης προσέθεσε στη συνέχεια τους στίχους.

Παρουσιάστηκαν και ηχογραφήθηκαν, το 1977, ζωντανά, στο θέατρο του Λυκαβηττού, στα πλαίσια του Β΄ Μουσικού Αύγουστου, με ερμηνευτή τον ίδιο τον Θεοδωράκη, τον οποίο συνόδευαν η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ο Πέτρος Πανδής και η Σοφία Μιχαηλίδου. Ο δίσκος ανοίγει με την εξαιρετική μπαλάντα «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ», τραγούδι που συμπυκνώνει το ποιητικό σύμπαν και την προσωπική κοσμοθεωρία του ποιητή αφού βρίσκονται μέσα σε αυτό τόσο το ανθρωπιστικό ιδεώδες και η συντροφική του αγάπη που χαρακτηρίζουν τα νεανικά του χρόνια

«Την πόρτα ανοίγω το βράδυ
τη λάμπα κρατώ ψηλά


να δουν της γης οι θλιμμένοι

να ρθούνε να βρουν συντροφιά»

όσο και το μεταφυσικό, αλλά και θρησκευτικό συναίσθημα που χαρακτηρίζει την όψιμη ποίηση και στιχουργική του:

«Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός


κι εκεί καθώς θα μιλάμε

θα ρθει συντροφιά κι ο Χριστός»

Μίκης, αλλά και Μίλβα 

Διαχρονικά τραγούδια του δίσκου είναι και τα ρυθμικά «Μια μέρα θα στο πω» και «Ήταν κάποτε δυο φίλοι», τραγούδια ταυτισμένα με την ερμηνεία του Θεοδωράκη. Έξι από τα τραγούδια του δίσκου, μεταφρασμένα στα ιταλικά, θα τραγουδήσει και η Milva, στο δίσκο της, «10 τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη», με πωλήσεις 1.000.000 αντιτύπων στη Γερμανία και τη Γαλλία.

Συνέχεια με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου 

Η συνεργασία Θεοδωράκη - Λειβαδίτη συνεχίζεται σταθερά και τα επόμενα χρόνια, με τραγούδια σε στίχους του ποιητή που βρίσκονται διάσπαρτα σε άλλους δίσκους του συνθέτη όπως στους δίσκους «Της εξορίας», (1976), με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, «Οκτώβρης’ 78» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού».

Ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα, δίσκος του Θεοδωράκη που βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στην ποίηση του Λειβαδίτη, κυκλοφορεί το 1987 με τον τίτλο «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» και πρόκειται για μια καντάτα-ορατόριο, με σαφές το αντιπολεμικό της μήνυμα. (Κείμενο του Σπύρου Αραβανή)

Πηγή: thetoc.gr

Σχόλια