Το σημείωμα του Μίκη Θεοδωράκη στον πρώτο δίσκο του ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ



Με την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της εκτέλεσης του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ που βασίζεται πιάνω στο ομώνυμο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, αισθάνομαι ότι έφτασα σ’ ένα τέρμα που συγχρόνως είναι (πρέπει να είναι) και μια αρχή.

Το έργο αυτό παρουσιάζει τον εαυτό μου, το πρόσωπό μου μπροστά στο κοινό μας, ακριβώς τέσσερα χρόνια ύστερα από την ολοκληρωτική στροφή μου προς τη λαϊκή μουσική, με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ  του Γιάννη Ρίτσου, το καλοκαίρι του 1960.

Έλεγα τότε πως μπαίνω μέσα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα, όσο και οι λαϊκοί μας σύνθετες. Δεν ήταν σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής. Όμως για ποιον λόγο; Γιατί είχα πια σιγουρευτεί πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης που μάθαμε στα ωδεία ήταν κλειστός, δίχως διέξοδο. Είχα πάει στην Ευρώπη για να ανακαλύψω καινούριους ορίζοντες και βρέθηκα κλεισμένος σε φανταστικές αποθήκες από μπετόν γεμάτες μουσική από νάιλον. 

Και όμως εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή.

Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασσικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση και επιπλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά (και όχι μόνο μουσικά) με τον λαό και την εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της τέχνης.

Η μαθητεία μου αυτή μέσα στο λαϊκό μας τραγούδι είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους: αισθητικούς, διαπαιδαγωγικούς και κοινωνικούς.

Το ελαφρό τραγούδι μας κάνει να ξεχνάμε. Το λαϊκό τραγούδι μας κάνει να θυμόμαστε.

Αυτήν ακριβώς «τη μνήμη του λαού μου», όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω. 

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, το ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ, η ΠΟΛΙΤΕΙΑ και αργότερα το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ήσαν τέσσερις κύκλοι τραγουδιών όπου με ευλαβική, θα ‘λεγα, προσοχή επιδίωξα να μείνω πιστός στα γνωστά καλούπια, μελωδικά και ρυθμικά, του λαϊκού μας τραγουδιού.

Όμως παράλληλα, έχοντας σαν μακροπρόθεσμο στόχο μου τη δημιουργία έντεχνου μουσικού έργου, ολότελα νεοελληνικού, γύμναζα τα μουσικά μου όπλα, επιχειρώντας εξόδους από τις αυστηρές φόρμες της λαϊκής μας μουσικής.

ΟΙ ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ και αργότερα τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ήσαν γυμνάσματα αυτού του είδους, έως ότου γνώρισα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη. Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς, οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του.

Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματισθούν, δίχως, δυστυχώς, να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα.

Βρισκόμουν τυλιγμένος μέσα σε ένα γόνιμο χάος.

Ο ταχυδρόμος της Rue de la Fontaine au Roi στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3μ.μ. Ήταν, νομίζω, άνοιξη του ’61 που έλαβα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, δώρο ευγενικό του ποιητή, και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη, τη «Γένεση» και τα «Πάθη».

Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων. Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, του άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, του άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή του πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβούμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω μέσα σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.

Το πρόβλημα ήταν πως να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μουσικές μορφές της λαϊκής μουσικής, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο) είτε από τη χορωδία.

Εδώ στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική, με τη συνείδηση, θα ‘λεγα, του αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.

«Στο διάβολο», είπα, «και τα εγκεφαλικά κοντραπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις.» 

«Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνες και δροσοσταλίδες, χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι.»  

«Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους esthetes που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και της ελπίδες της Ρωμιοσύνης».

Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα 1964

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Πάρτε μέρος στον διάλογο.

Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.