Ανήσυχος απέναντι στις παλινδρομήσεις της “Αλλαγής”, 2ο Μέρος

Πηγή: Παύλου Β. Πετρίδη, Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ 

σελ:  339 έως 356

ΙΙ.

ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1985 ο Θεοδωράκης δημοσιοποιούσε, για μια ακόμη φορά, τις εκτιμήσεις του για την πορεία του ΠΑΣΟΚ και την προοπτική του ΚΚΕ: - Οι εξελίξεις που μεσολάβησαν από τον Ιούλη έκαναν πιστεύω σαφές το που αποσκοπούσε τελικά η κίνηση Παπανδρέου σε σχέση με τον Καραμανλή. Από άποψη πολιτικής ουσίας. Τότε ορισμένοι την θεωρούσαν σαν κίνηση “αριστερή”. Άλλοι “θετική”. Να όμως που πέρασαν τρεις μήνες “χωρίς Καραμανλή” και νομίζω ότι φαίνεται πια πεντακάθαρα ότι η απομάκρυνση του πρώην προέδρου όχι μόνο δεν ανεξαρτητοποίησε το ΠΑΣΟΚ από το “κατεστημένο” (εγώ το ονομάζω “αμερικανοκρατία”) αλλά αντίθετα και λόγω μια σειράς πρόσθετων παραγόντων το συνέδεσε ακόμα πιο γερά μ' αυτό και έσπρωξε – και συνεχώς σπρώχνει - την πολιτική του σε θέσεις πιο δεξιές και πιο αντιαριστερές. Και σε κατευθύνσεις που δεν έχουμε όπως φαίνεται δει ακόμα ποιές θα είναι οι πλήρεις συνέπειές τους.

Έτσι οι σκέψεις μου, δεν πρέπει να εκληφθούν σαν μια στείρα παρελθοντολογία χωρίς αντίκρυσμα. Ο γέγονε γέγονε! Αυτό που κυρίως έχει σημασία είναι το μέλλον και πως το Κόμμα θα κάνει εκείνες τις βαθιές τομές στην πολιτική, τη δράση του, την εικόνα του, τη φυσιογνωμία του, για να αρθεί στο ύψος των προκλήσεων της εποχής μας. Γιατί εδώ θα πρέπει να εντοπισθούν και όσα σχετίζονται με την εκλογική μας πτώση. Καλά όλα όσα λέγονται περί Δεξιάς, αντι-δεξιάς, της τρομοκρατίας του ΠΑΣΟΚ κλπ. Αλλά όλα αυτά γιατί πέρασαν παρά τη δική μας αντίδραση;-.

Πέρα από την εσωκομματική ανάλυση ο Θεοδωράκης προέβαινε και σε δημόσια κριτική της διακυβέρνησης Α. Παπανδρέου: - Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει μια διπλή ιδιότητα. Είναι αρχηγός ενός πολιτικού Κινήματος και πρωθυπουργός της χώρας. Για να κάνω μια κριτική για το έργο του, θα πρέπει να λάβω υπόψη τη διπλή αυτή ιδιότητά του, αλλά και το γεγονός ότι η χώρα σήμερα περνά ορισμένες δύσκολες στιγμές. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το μείζον σημερινό πρόβλημα της χώρας μας, που ήταν και παραμένει η εξάρτηση από τους Αμερικανούς. Στην αντίθεση που έχει ο λαός μας με την πολιτική των ΗΠΑ, που έχουν καταστήσει την Ελλάδα ένα τεράστιο αεροπλανοφόρο για το σχεδιασμό μιας διηπειρωτικής πολιτικής, οι Αμερικανοί έχουν χρεωθεί απέναντί μας με δύο μοιραία λάθη: Το ότι μας έφεραν μια χούντα και δεύτερον το ότι εγκλημάτησαν κατά της Κύπρου. Επομένως οι Αμερικανοί δημιούργησαν με την ίδια την πολιτική τους τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για ν' αναπτυχθεί στη χώρα μας ένας αγώνας για την αποτίναξη της επιβολής και των συνθηκών εξάρτησης που δημιούργησαν σε βάρος μας. Ο αγώνας αυτός θα έπρεπε ν' ακολουθήσει κάποια τακτική και να στηριχθεί σε ορισμένες δυνάμεις.

Όταν λοιπόν ο λαός μας και μια μεγάλη μερίδα του προοδευτικού και συντηρητικού πολιτικού κόσμου είχαν πλέον συνειδητοποιήσει, το 1974, τον ανθελληνικό ρόλο των Αμερικανών – κείνη τη στιγμή – θα έπρεπε όλες αυτές οι δυνάμεις που εξαπατήθηκαν και προδόθηκαν από τους Αμερικανούς: 1) Να κόψουν κάθε πρόσβαση των ΗΠΑ στους κρατικούς μηχανισμούς. 2) Να δώσουν μια οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική έκφραση στο μαζικό αυθόρμητο αντιαμερικανικό αίσθημα.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τις λαθεμένες αναλύσεις που έκανε εμπόδισε το μέτωπο των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων να “πιάσουν” αυτές τις ιστορικές στιγμές. Όταν το 1974 έπεφτε η χούντα κάτω από τη γενική κατακραυγή και εναντίωση του παλλαϊκού προοδευτικού και αντιαμερικανικού μετώπου – στο οποίο συμμετείχε και η συντηρητική Δεξιά – εμείς θα έπρεπε να εκμεταλλευθούμε τις συγκυρίες και να είμαστε οι εμπνευστές της εθνικής ενότητας, αλλά με σαφείς στόχους. Δυστυχώς όμως, τη στιγμή που έπρεπε να θεμελιωθεί η συμπαράταξη, ο Ανδρέας διέσπασε το μέτωπο, λέγοντας ότι με τον Καραμανλή έχουμε “παράταση της χούντας” και ότι ακόμα έχουμε και “Καραμανλή και τανκς”, δηλαδή τον εταύτιζε με τη δικτατορία. Με τον τρόπο αυτόν, προσπάθησε επιπλέον να χαρίσει τον Καραμανλή στις συντηρητικές δυνάμεις, με στόχο να μονοπωλήσει τον αντικαραμανλισμό, απευθυνόμενος όχι προς τη λογική και το δημόσιο συμφέρον, αλλά στα πάθη που έχουν συσσωρευθεί στις πιο σκοτεινές γωνίες της ψυχής του λαού μας, από τις πολιτικές διαιρέσεις “βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί”, από την εποχή των βαλκανικών πολέμων.

Αντί δηλαδή να δει τη νέα πραγματικότητα και τα νέα αισθήματα που ήταν υπεράνω της παλιάς διαίρεσης του λαού, ξαναγύρισε στα παλιά, μόνο και μόνο γιατί κατάλαβε ότι αυτό αποδίδει ψήφους. Αυτό όμως είχε σαν συνέπεια, όταν χάρη σ' αυτήν την πολιτική πήρε την κυβέρνηση, να στέκεται πάνω σε πήλινα πόδια και ν' αναγκάζεται μετά από πέντε χρόνια ν' αποκηρύσσει αυτά που ο ίδιος διεκήρυττε. Έφτασε λοιπόν στο σημείο να λέει ότι ωφελεί η παραμονή μας στο ΝΑΤΟ, ότι θα μείνουν ακόμη οι βάσεις κλπ... Ή τότε λοιπόν μας ωφελούσε το ΝΑΤΟ και έλεγε ψέμματα ή τώρα μας κάνει κακό και υποθηκεύει το μέλλον της χώρας, μένοντας μέσα... Έπρεπε επομένως ο Ανδρέας Παπανδρέου να ξεκαθαρίσει τη θέση του και όχι ν' αναγκάζεται σήμερα να δέχεται τις βάσεις και μάλιστα να μας προτείνει σαν μοντέλο τους Τούρκους. Αυτό είναι υπόδειγμα δουλοπρέπειας. Γιατί δεν ξέρω πως μπορούμε ν' αποκαλέσουμε τη στάση, σύμφωνα με την οποία κλείνω τις βάσεις για να τις ξανανοίξω, αλλά έναντι οικονομικών παροχών”...

Μετά το ξεκαθάρισμα του μηχανισμού του παρακράτους, η δεύτερη κίνηση θα 'πρεπε να ήταν η εξής : Ο λαός είχε αμφιβολίες σχετικά με τους Αμερικανούς, αλλά και την επιθυμία να χτίσει μια Ελλάδα της Εθνικής Αναγέννησης. Για να τα κάνει όλα αυτά, έπρεπε να του δώσουμε το όπλο και το κατάλληλο όπλο, εκείνη τη στιγμή, ήταν να βρεθεί μια πλατφόρμα γενικής αποδοχής, η οποία θα ενέπνεε το λαό. Μια τέτοια πλατφόρμα θα 'πρεπε να ήταν κοινώς αποδεκτή από το ΚΚΕ μέχρι τη δεξιά του ΠΑΣΟΚ, γιατί όχι και την αριστερά της Νέας Δημοκρατίας. Η ευρύτατη αυτή πλατφόρμα θα έθετε σαν βασικούς πρωταρχικούς στόχους την εθνική ανεξαρτησία, τα ατομικά δικαιώματα, την κοινωνική δικαιοσύνη και το κράτος πρόνοιας. Μια τέτοια συμπαράταξη, που θα την πλαισίωναν ευρύτατες μάζες λαού, κατά τη γνώμη μου, ήταν εφικτή την περίοδο εκείνη, γιατί ακόμα και οι συντηρητικές και αντικομμουνιστικές δυνάμεις καταλάβαιναν ότι ο κίνδυνος δεν προέρχεται από τους κομμουνιστές αλλά από την πλήρη υποταγή στους Αμερικανούς.

Νομίζω ότι ο Ανδρέας, για την περίοδο που εξετάζουμε, είναι, ίσως, ο πολιτικός των χαμένων ευκαιριών. Δεν ξέρω αν αυτό το έκανε συνειδητά ή αν ήταν απλώς σφάλματα. Είχε πάρει μαζί του την κεντρώα δημοκρατική παράταξη, άρα είχε μια μεγάλη δύναμη όχι μόνο μαζική, αλλά και δομημένη, μια και ήταν μαζί του πολλοί παλιοί βουλευτές, συγκροτήματα εφημερίδων, ένα μέρος του κεφαλαίου... Παράλληλα, είχε κερδίσει ένα μεγάλο μέρος του λαού. Τι έκανε λοιπόν, ύστερα απ' όλα αυτά; Νομίζω ότι η ιστορία θα του καταλογίσει ότι σε κρίσιμες ώρες διέσπασε πρώτα το ευρύ δημοκρατικό – αντιδικτατορικό μέτωπο του λαού και στη συνέχεια το μέτωπο της ευρείας Αριστεράς, των δημοκρατικών, προοδευτικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων του λαού. Με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα μας να βρίσκεται σε στάση αναγκαστικής υποταγής απέναντι στην πολιτική των Αμερικανών. Κι αυτό το είδαμε να υλοποιείται σε μια από τις τελευταίες συνεδριάσεις της Βουλής, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου τόνισε ότι η θέση μας είναι οριστικά μέσα στην ΕΟΚ, και ότι οι ξένες βάσεις θα κλείσουν στιγμιαία και θα ανοίξουν εις το διηνεκές, σύμφωνα με την τουρκική συνταγή -.

Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η κριτική του για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ : - Έπρεπε, να γίνει τομή στην ελληνική οικονομία, που σήμερα είναι απόλυτα εξαρτημένη. Έπρεπε να υπάρξει μια γενική οικονομική μεταρρύθμιση, που ουσιαστικά θα άλλαζε τη δομή και τις λειτουργίες τόσο των παραγωγικών δυνάμεων όσο και των παραγωγικών σχέσεων. Όταν ήρθε η χούντα, το πρώτο της μέλημα ήταν να αυξήσει τους έμμεσους φόρους. Περιμέναμε, μετά από τόσα χρόνια, ότι το ΠΑΣΟΚ, σαν ένα φιλολαϊκό κίνημα, θ' άφηνε για ένα διάστημα αμετάβλητους τους έμμεσους φόρους, με την προοπτική μιας προοδευτικής μείωσής τους και ότι, παράλληλα, θα αύξανε τους άμεσους φόρους. Προς μεγάλη έκπληξή μας, το πρώτο που έκανε ήταν να αυξήσει τα είδη πρώτης ανάγκης, ηλεκτρικό, νερό, τρόφιμα – δηλαδή τους έμμεσους φόρους!

Ας δούμε τώρα πως μοιράζει τα έσοδα. Το ΠΑΣΟΚ κληρονόμησε και εφάρμοσε ορισμένες επιλογές που έκανε η Συντήρηση. Κράτος και στρατός, δηλ. Ένας πραγματικός Μολώχ, τα τρώνε όλα. Και αυτό ήταν η βασική επιλογή της Δεξιάς. Κάθε κυβέρνηση, για να μπορεί να κολακεύει την εκλογική της πελατεία, διορίζει χιλιάδες κόσμο. Έτσι, σιγά – σιγά, το κράτος εξελίχθηκε σ' ένα πελώριο μηχανισμό που απορροφά το 50 – 60% του κρατικού προϋπολογισμού. Τι έκανε το ΠΑΣΟΚ; Συνέχισε την παραδοσιακή πολιτική της Συντήρησης. Για τον πολιτισμό η Ν. Δημοκρατία έδινε 0,7% ενώ το ΠΑΣΟΚ δίνει 0,5%. Αλλά και στην παιδεία μήπως πραγματοποιήθηκε το 15%, αίτημα των φοιτητών τόσων γενεών; Στην υγεία οι παροχές έφτασαν το 20 – 25%, το οποίο που πρέπει να δίνεται; Στα έργα υποδομής; Από την εποχή της Δεξιάς μπορεί βέβαια να παρατηρούνται αυξήσεις σε απόλυτες μονάδες, γιατί έχει πενταπλασιαστεί ο προϋπολογισμός. Σε ποσοστιαίες όμως μονάδες οι επιλογές είναι ίδιες ή και κατώτερες από εκείνες των κυβερνήσεων της Δεξιάς. Οι επιλογές σήμερα δεν έχουν αλλάξει. Γι' αυτό σήμερα εργάτες, μισθωτοί, όλοι οι εργαζόμενοι είναι εναντίον αυτής της πολιτικής. Μήπως όλοι αυτοί στερούνται εθνικού αισθήματος;

Από τη στιγμή που η κρίση βαθαίνει και πλαταίνει, κάθε μέρα και πιο πολύ, μέσα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, η αδυναμία της Αριστεράς αν όχι να προσφέρει εναλλακτική λύση, τουλάχιστον να διαδραματίσει κάποιο ρόλο καθοριστικό μέσα στις πολιτικές εξελίξεις, μεταβάλλεται σε τραγωδία. Τραγωδία όλου του προοδευτικού, όλου του δημοκρατικού κόσμου και σε τελευταία ανάλυση όλου του ελληνικού λαού. Γιατί αυτή η “αδυναμία” καθιστά τη Νέα Δημοκρατία τον κύριο ωφελούμενο από τη δυσφορία που δημιουργεί η πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Τί να νιώθει άραγε αυτός ο λαός που με το ΠΑΣΟΚ βλέπει όλες τις προσδοκίες του να “εξανεμίζονται”; Νιώθει πως πρέπει να μετακινηθεί και πως η μόνη ορατή κυβερνητική εναλλακτική λύση είναι η Νέα Δημοκρατία;

Πότε επιτέλους θα βγει από αυτό το μαγγανοπήγαδο; Βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, Λαϊκή – Φιλελεύθεροι, δηλαδή τις δύο πολιτικές παρατάξεις που ουσιαστικά είναι τα δύο διαφορετικά προσωπεία του ελληνικού κατεστημένου; Το ΠΑΣΟΚ, μπλεγμένο μέσα στις αντιφάσεις του, τελικά δεν μπόρεσε να διαδραματίσει το ρόλο του ελευθερωτή. Βήμα – βήμα οδηγήθηκε εκεί που του έταξαν από την αρχή να πάει όλοι οι άσπονδοι φίλοι του. Όμως το μοιραίο του λάθος υπήρξε η φιλοδοξία του να γίνει το ίδιο “όλη η ελληνική Αριστερά”, θέτοντας στη γωνία τους Έλληνες κομμουνιστές. Η αλήθεια είναι ότι οι περιστάσεις ευνόησαν στην αρχή αυτή την τακτική. Σήμερα το ΚΚΕ έχει απαλλαγεί ακόμα και από την ελαχιστότατη ψευδαίσθηση σχετικά με τη φύση και το ρόλο της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος.

Σε πρώτο στάδιο προσδοκώ τη δημιουργία μιας πλατιάς, ενιαίας και δυναμικής αντιπολιτευτικής δύναμης της Αριστεράς. Ανεξάρτητα αν η κυβέρνηση είναι του ΠΑΣΟΚ ή της Νέας Δημοκρατίας. Στην ουσία θα πρόκειται για κυβέρνηση που έχει επιλέξει μονομερώς τη Δύση με όλα τα συνεπαγόμενα. Που συνομιλεί και μάλιστα κολακεύει την εργοδοσία, αντιμετωπίζοντας κάθε εργαζόμενο σαν αντίπαλο της εισοδηματικής της πολιτικής. Και είναι φυσικό, γιατί άλλη είναι η εισοδηματική πολιτική κυβερνήσεων που εκπροσωπούν το κατεστημένο και άλλη αυτή που υπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι μια αντιπολίτευση που θα εκφράζει την πλατιά Αριστερά, όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, όλους τους εργαζόμενους, θα βάλει χαλινάρι στην όποια πολιτική της όποιας κυβέρνησης, που δεν λαμβάνει υπόψη της τις καίριες και καυτές εθνικές προτεραιότητες : αδέσμευτη εξωτερική πολιτική, κοινωνική δικαιοσύνη, υγεία του λαού, παιδεία και πολιτισμό για το λαό, χτύπημα των ξένων μονοπωλίων, δεσμεύσεων, επεμβάσεων. Μια τόσο πλατιά συμπαράταξη όπου θα συνυπάρξουν λαϊκές δυνάμεις που σήμερα τις έχουν χωρισμένες με πλασματικά σύνορα, θα γίνει καθοριστική δύναμη για όλες τις εθνικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Θα βάλει τη σφραγίδα της στα γεγονότα. Θα ξεσηκώσει άνεμο ελπίδας και ενθουσιασμού μέσα στο λαό, θα γαλβανίσει και πάλι την ελληνική νεολαία, θα δημιουργήσει το απαραίτητο αναγεννητικό κλίμα που θα ξαναδώσει την εμπιστοσύνη του λαού μας στις δικές του δυνάμεις. Έτσι ο λαός θα δει μόνος του το δρόμο που τον βγάζει έξω από το μαγγανοπήγαδο : Μονομάχος Α – Μονομάχος Β – Μονομάχος Α – Μονομάχος Β. Αμάν! Κοντεύει πια ένα ολόκληρος αιώνας, δεμένος ο λαός μας στο δόκανο του δικομματισμού-.

Όμως και στο εσωκομματικό πεδίο το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Το ΠΓ του ΚΚΕ αναπαράγοντας νοοτροπίες του παρελθόντος αδυνατούσε να παρακολουθήσει τις εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες Θεοδωράκη. Η επικυριαρχία της ηγετικής ομάδας υπό τον Χ. Φλωράκη είχε εδραιωθεί ήδη στη διάρκεια των εργασιών του 10ου Συνεδρίου του Κόμματος τον Μάιο του 1978. Ενώ στο 11ο Συνέδριο του Δεκεμβρίου 1982 η ηγετική ομάδα δεν άλλαξε τακτική αφήνοντας, κατά τον Γρ. Φαράκο, “την αίσθηση μιας κάμψης στην αίγλη που είχε το Κόμμα στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης”.

Η εδραίωση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, από την άλλη, συνετέλεσε στη μερική διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας μετά την ανάδειξη του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος (1984) και την αποχώρηση του Κ. Στεφανόπουλου (1985). Οι χειρισμοί της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ στο θέμα της υποψηφιότητας Σαρτζετάκη (και όχι μόνο) και η κάμψη της εκλογικής ισχύος στις εκλογές του Ιουνίου επηρέασαν τον Θεοδωράκη, παράλληλα με τα μνημονευθέντα διαβήματα προς τα όργανα του Κόμματος, να δημοσιοποιήσει γραπτά τις ανησυχίες του στον Χ. Φλωράκη: - Θα σου πω ότι δεν το φροντίζεις καλά το Κόμμα όταν υπάρχει ένας αγωνιστής σαν και μένα που είχε να σας δώσει και θέλει να σας δώσει 100 και σεις παίρνετε μόνο 10 και με το ζόρι. Όπως σου είπα είμαι ένα τάνκερ και σεις με κλείσατε στη λίμνη των Ιωαννίνων να κάνω μανούβρες γύρω από τον εαυτό μου. Από τα 1978 έως σήμερα πέρασαν 7 ολόκληρα χρόνια. Είχατε όλο τον καιρό να με γνωρίσετε από κοντά. Να με ψάξετε. Να με δοκιμάσετε. Και να με αξιοποιήσετε. Για το καλό του κόμματος και του λαού μας. Γιατί δεν το κάνατε; μην μου πεις ότι ήμουν καλλιτέχνης και τα γνωστά. Να πεις μόνο τι μου προτείνατε και αρνήθηκα. Τί είπα πως θα κάνω και δεν το έκανα;

Βλέπεις ότι με την παρατήρησή σου για το ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ με βοήθησες για να σου πω και να σας πω ότι είναι αποκλειστικά η στάση σας απέναντί μου που με υποχρέωνε να πάρω το σκληρό δρόμο τη αυτοεξορίας. Να συνυπάρχω σαν διακοσμητικό έπιπλο δεν γίνεται άλλο. Εφτά χρόνια δεν είναι λίγα. Να μείνω στην Ελλάδα, φοβάμαι πως δεν θα μας αφήσουν ήσυχους. Ιδιαίτερα εμένα. Όλο και κάτι θα βρίσκουν καθημερινά για να προβοκάρουν τις σχέσεις μας. Όσο μακρύτερα λοιπόν τόσο καλύτερα. Μη μου ζητάς όμως να μουγγαθώ τελείως. Μα στο κάτω – κάτω υπάρχει όπως σου είπα μια σχέση ιερή θα έλεγα με τον τόπο μας και το λαό μας που θα συμφωνείς και συ είναι το ανώτατο χρέος του καθενός μας να τη φυλάσσουμε σαν κόρη οφθαλμού. Άλλωστε γιατί υπάρχει κόμμα. Για το λαό. Αν πεις ότι ο Λαός υπάρχει για το κόμμα τότε ναι έχεις δίκιο, πρέπει να πάω να ξαπλώσω οριστικά στα θυμαράκια να μην έχω πια γνώμη για τίποτα. Εννοώ φυσικά καταστάσεις και θέματα που συνδέονται άρρηκτα με το παρόν και το μέλλον του λαού μας. Και στα τελευταία χρόνια είχαμε κάμποσα τέτοια. Λάθη γίνονται. Είναι φυσικό. Και ανθρώπινο. Πως όμως διορθώνονται;

Και ο καιρός περνά. Οι ευκαιρίες χάνονται η μια μετά την άλλη. Μένουμε όλο και πιο πίσω από τα πράγματα. Χάνουμε σε επιρροή και σε ποσοστό. Το μέλλον γίνεται όλο και πιο σκοτεινό. Αυτά είναι τα θέματα της ουσίας που θα ήθελα να δω πώς τα λύνει το ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ σε σχέση με κάποιον που με ανυπόστατα προσχήματα τον βάλαμε στη ναφθαλίνη. Κι αυτό αγαπητέ μου Χαρίλαε όπως ξέρεις δεν τι πέτυχαν έως σήμερα και οι χειρότεροι εχθροί μας. Ίσως γιατί αυτοί με αντιμετώπισαν με μίσος και έχθρα. Πώς όμως αντιμετωπίζεις τη φιλία και την αγάπη; Κυρίως με σένα; Δεν το μετανιώνω. Θέλω όμως και συ να με νιώσεις. Μπήκα στην τελική ευθεία της ζωής μου. Για ένα πάντως θα σε ευχαριστήσω ειλικρινά. Με τον παροπλισμό μου, τον πολιτικό, μου δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία να ασχοληθώ με τη μουσική. Συμφωνίες σίγουρα δεν θα έγραφα αν ασχολιόμουν όπως θα το μπορούσα με τα κοινά. Αν το έκανες γι' αυτό, τότε ένα μεγάλο ευχαριστώ -.

Επακολούθησε η δημοσιοποίηση, τον Γενάρη του 1986, προς το ΠΓ, της αμετάκλητης παραίτησής του από το βουλευτικό αξίωμα: - Όπως γνωρίζετε, πέρσι, στην ίδια εποχή σας είχα υποβάλει την παραίτησή μου από τη θέση του βουλευτή που δεν έγινε δεκτή. Είχα αποφασίσει να μη βάλω υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές. Όμως ήρθαν έτσι τα πράγματα που η εκλογική μάχη του Ιούλη ήταν πράγματι τόσο σημαντική ώστε η μη συμμετοχή μου σ' αυτή, θα ήταν λιποταξία. Έτσι ξαναβγήκα βουλευτής. Από τότε πέρασε μισός χρόνος και η συμβολή μου στο πόστο αυτό μετά βίας ξεπερνάει το μηδέν. Όμως και γενικότερα η δουλειά μου σα βουλευτής είναι ανύπαρκτη. Είναι φυσικό αυτή η κατάσταση να γεννά προβλήματα κυρίως στο Κόμμα αλλά και σε μένα.

Όπως είναι φυσικό έψαξα να βρω τι αιτίες. Η κυριότερη είναι η αδυναμία μου να εμπνευσθώ και να κινητοποιηθώ σα βουλευτής από την τακτική μας απέναντι στην τρέχουσα πολιτική και πολιτιστική κατάσταση. Έχω κι εγώ ένα μερίδιο ευθύνης γι' αυτό στο βαθμό που δεν συμβάλλω με τον προβληματισμό μου. Όμως και όταν το κάνω οι διαδικασίες δεν επιτρέπουν οι όποιες σκέψεις και προτάσεις μου να γίνουν αντικείμενο ουσιαστικής ζύμωσης. Σκέπτομαι ακόμα και το ενδεχόμενο να έχω ξεπεραστεί από την τρέχουσα κατάσταση ώστε να μην μπορώ να συλλάβω και εκτιμήσω σωστά τις εξελίξεις. Πάντως για τον α ή β λόγο θεωρώ επιζήμιο για το κόμμα και απρεπές για μένα να κατέχω ένα τόσο σπουδαίο πολιτικό πόστο και ουσιαστικά να το αχρηστεύω.

Προσπάθησα όλο αυτό τον καιρό να προσαρμοστώ. Τελικά κατάλαβα ότι οι διαφορετικές εκτιμήσεις μου σε ότι αφορά βασικές καταστάσεις – αίτια και αποτελέσματα – και επομένως αντιμετώπισή τους, είναι τόσο βαθιές, που δεν υπάρχει τρόπος θεραπείας με επιφανειακά ημίμετρα. Τον περασμένο Ιούλιο σας έθεσα υπ' όψη τρία πολυσέλιδα κείμενα με ορισμένες μου απόψεις και σκέψεις που σ' ένα βαθμό δείχνουν τις δικές μου εκτιμήσεις και προτάσεις για λύσεις. Δεν είναι όμως μόνο η θεωρητική και κατ' ανάγκη στατική αντιμετώπιση που μετρά, όσο η δυναμική καθημερινή τρέχουσα ανάλυση και αντιμετώπιση καταστάσεων και γεγονότων που δημιουργεί αυτό που λέμε “στυλ δουλειάς” και “εικόνα του κόμματος” μέσα στο λαό. Όπως σας είπα υπάρχουν μια σειρά ζητήματα και επιλογές που όχι μόνο δε με πείθουν, δε με εμπνέουν και δεν με κινητοποιούν σα βουλευτή του Κόμματος, αλλά θα έλεγα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις με βρίσκουν αντίθετο. Αυτό για μένα σημαίνει ότι είναι πολύ πι φυσικό και ορθό να παλέψω με την ιδιότητα του απλού πολίτη εκθέτοντας σ' αυτό το επίπεδο τις όποιες απόψεις μου. Στο επίπεδο του βουλευτή είμαι υποχρεωμένος να υπερασπίζομαι και να εφαρμόζω σε εθνικό επίπεδο και σαν ηγετική κομματική προσωπικότητα μια πολιτική για την οποία δεν είμαι υπεύθυνος και που όπως είπα πολύ συχνά δεν με πείθει. Για τους λόγους αυτούς, αγαπητοί σύντροφοι, σας υποβάλλω την παραίτησή μου και σας παρακαλώ θερμότατα να γίνει αποδεχτή-.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό παραμένει το περιεχόμενο επιστολής του προς την ΚΕ του ΚΚΕ όπου εξέθετε σε βάθος τους λόγους που τον εξώθησαν σε παραίτηση : - Πριν από πολλούς μήνες ή μάλλον αρκετά χρόνια έχω προτείνει με πληθώρα γραπτών κειμένων που παραδόθηκαν και αρχειοθετήθηκαν στην Κ.Ε. πάμπολλες και ποικίλες σκέψεις, προτάσεις και ερωτήματα. Όλα ανεξαιρέτως έμειναν αναπάντητα. Τα σημειώματα αυτά αναφέρονταν κυρίως σε τρέχοντα θέματα πολιτικής. Ορισμένα έκαναν μνεία και του προσωπικού μου προβλήματος. Τον Γενάρη του 1985 υπέβαλα προφορικά και γραπτά την παραίτησή μου από βουλευτής. Για να την επαναλάβω τον επόμενο Γενάρη του 1986. Για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με τους λόγους που με ωθούσαν σ' αυτή την απόφαση, στις 28.1.1986 παρέδωσα σημείωμα στο Γ.Γ της Κ.Ε όπου προσπάθησα να εξηγήσω τους βαθύτατους λόγους που με υποχρέωναν να διαλέξω το δρόμο της απομάκρυνσης από την ενεργό πολιτική και της αυτοεξορίας: “Είναι αποκλειστικά η στάση σας απέναντί μου που με υποχρεώνει να πάρω τον σκληρό δρόμο της αυτοεξορίας. Να συνυπάρχω σα διακοσμητικό έπιπλο δε γίνεται άλλο. Εφτά χρόνια δεν είναι λίγα”. Και πάλι δεν υπήρξε απάντηση. Το προηγούμενο Φεβρουάριο είχα πολύωρη συνομιλία με τον σ. Βασίλη Ευφραιμίδη. Τελειώνοντας μου είπε “Κατάλαβα απολύτως τη σκέψη σου. Όσα λες είναι απολύτως σαφή και καθαρά. Θα τα μεταφέρω και θα έχεις σύντομα την υπεύθυνη απάντηση”. Όταν πέρασαν πάνω από 100 ημέρες χωρίς να έχω την τόσο αναμενόμενη απάντηση των υπευθύνων υπέθεσε ότι δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε τα όσα πρότεινα δεν αξίζουν καν για απάντηση. Είτε η σιωπή είναι κι αυτή με τον τρόπο της ένα είδος απάντησης και μάλιστα σαφώς αρνητικής. Για να μην αναφερθώ, αυτή τη στιγμή σε λεπτομέρειες θα περιοριστώ σε ένα και μόνο θέμα. Στο θέμα του βουλευτή. Και στους λόγους για τους οποίους μου είναι αδύνατο να συνεχίσω – ειδικά έπειτα από τη μέθοδο της απολύτου σιωπής την οποία επέλεξαν οι υπεύθυνοι σαν μέθοδο συνεννοήσεως μαζί μου – να διακατέχω το αξίωμα αυτό. Διότι, από τη θέση του ο βουλευτής είναι υποχρεωμένος να εφαρμόζει πιστά την πολιτική του κόμματος. Τί γίνεται όμως στην περίπτωση όπου και ο ίδιος, όπως ακριβώς κάθε μέλος του κόμματος τυχαίνει να έχει σκέψεις, απόψεις, προτάσεις, διαφορές ακόμα και διαφωνίες; Σε ποιό αρμόδιο όργανο, και σε ποιό κομματικό επίπεδο ανήκει αυτός ο βουλευτής – όπως εγώ – μέσα στο οποίο υπεύθυνα θα διατυπώσει, θα συζητήσει, θα πείσει και θα πεισθεί, για όλα αυτά;

Και όμως από το 1981 που εκλέχτηκα οι υπεύθυνοι πίστευαν και ήθελαν από μένα να υπερασπίζομαι και να εφαρμόζω μια πολιτική χωρίς να μου προσφέρουν την ουσιαστική – υπεύθυνη δηλ. την κομματική – δυνατότητα να εκφράζω επίσημα και υπεύθυνα τις όποιες ιδέες και απόψεις μου σε όργανο αντίστοιχης σημασίας με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τόσο ο βουλευτής όσο και μια πολιτική – κομματική προσωπικότητα προβεβλημένη μέσα στο λαό και το διεθνή χώρο όσο ο υπογράφων. Το ουσιαστικό λοιπόν πρόβλημα δεν είναι η πράξη της παραίτησής μου αλλά το γεγονός ότι παρ' ότι από πολύ παλιά το επισημαίνω υπήρξε απόλυτη άρνηση στο φυσιολογικό αίτημά μου να συμμετέχω στη διαμόρφωση της πολιτικής που καλούμαι να εφαρμόσω σα βουλευτής και σαν προβεβλημένη όπως είπα κομματική προσωπικότητα. Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση όπου να έχει επιδειχθεί τόσο μεγάλη αντοχή και υπομονή όσο η δική μου. Έφτασα δυστυχώς στα έσχατα όρια. Εκεί που αρχίζει η εντροπή. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ντράπηκα γι' αυτό που κάνω. Και αυτό ήταν η απόφασή μου να φτάσω, όπως είπα, εις τα έσχατα όρια, που από κει και πέρα δεν επιτρέπεται να δει κανείς τον εαυτό του στο καθρέφτη. Αυτά που γράφω στην επιστολή μου προς τον Πρόεδρο της Βουλής είναι τα αποτελέσματα από αυτή τη καταπιεστική σιωπηλή άρνηση η οποία είχε τελικά όλα τα χαρακτηριστικά ενός αμείλικτου ηθικού εξαναγκασμού – εκβιασμού : “Ή σιωπάς και υποκύπτεις ή θα καθίσεις και πάλι επί της πυράς του αναθέματος”. Έτσι οδηγήθηκα στο σημείο να γίνω πράγματι πολιτικώς “ανάπηρος, άεργος, άλογος και διακοσμητικός”. Ευτυχώς για μένα, έστω και αργά, συνειδητοποίησα ότι αυτή η εξευτελιστική κατάσταση κατάντησε ασυμβίβαστη με την αγωνιστική μου υπόσταση. Με το ήθος και τις παραδόσεις που με γαλούχησαν”. Και έτσι ήταν φυσικό η παραίτησή μου να γίνει 'αναγκαστική”. Είναι ένα θέμα που δεν μπορεί πια να συζητηθεί από την πλευρά μου. Και νομίζω ότι το ίδιο το συμφέρον του κόμματος αξιοί να βγει στο φως όλη η αλήθεια γιατί μονάχα μ' αυτήν εξασφαλίζεται το στοιχείο εκείνο, που πρέπει να το ξεχωρίζει από όλες τις υπόλοιπες πολιτικές παρατάξεις, η ηθική του ακεραιότητα-.

Στις 23 Μαΐου 1986 ο Θεοδωράκης κοινοποιούσε προς τον επικεφαλής της Κ.Ο. του ΚΚΕ Νίκο Καλούδη επίσημα πλέον την παραίτησή του : - Πιστεύω ότι τόσο εσείς όσο και η Κ.Ε., θα έχετε πειστεί, όπως κι εγώ, ότι η παρατεινόμενη απουσία μου από τις εργασίες τις Βουλής, πολύ σύντομα, θα αποτελέσει στόχο δίκαιης καταδίκης, τόσο δικής μου όσο και του Κόμματος, από την κοινή γνώμη, με σοβαρότερες συνέπειες από την ίδια την παραίτηση. Η αίσθησή μου είναι ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στο κρίσιμο όριο. Κατόπιν τούτου, για να διευκολύνω τα πράγματα, εσωκλείω σχετική επιστολή παραίτησης, που σε παρακαλώ να παραδώσεις προσωπικά το συντομότερο στον Πρόεδρο της Βουλής -.

Την ίδια μέρα κοινοποιήθηκε η παραίτηση και προς τον Πρόεδρο της Βουλής Γ. Αλευρά : - Οι ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την παρούσα πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, εκ παραλλήλου προς την πασιφανή αδυναμία μου, λόγω ειδικών συνθηκών μέσα και έξω από τη Βουλή, να προσφέρω, έχουν καταστήσει τη βουλευτική μου ιδιότητα ανάπηρη και διακοσμητική. Και επομένως ασυμβίβαστη προς την αγωνιστική μου υπόσταση. Το ήθος και τις παραδόσεις που με γαλούχησαν. Κατόπιν όλων αυτών, θεωρώ ότι η παραίτησή μου από το αξίωμα του βουλευτή, καθίσταται αναγκαστική. Σε σας προσωπικά, κύριε Πρόεδρε, και προς το Σώμα, εκφράζω τη βαθύτατή μου εκτίμηση, καθώς και τις θερμότερές μου ευχές για έργο ωφέλιμο προς τον ελληνικό λαό -.

Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα και η απομάκρυνσή του από το ΚΚΕ δεν έκαμψαν την αγωνιστικότητα και την έντονη υπερκομματική παρουσία του Θεοδωράκη. Το ενδιαφέρον του προσανατολίστηκε προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης των τεταμένων σχέσεων της Ελλάδας με τα γειτονικά κράτη και ιδιαίτερα με την Τουρκία : - Τελείως συμπτωματικά βρέθηκα στη Τουρκία διότι ο Λιβανελί είχε ακούσει σ' ένα στούντιο τον κύκλο τραγουδιών “Μήπως ζούμε σε άλλη χώρα”. Αξιοποίησε τα τραγούδια, τα μετέφρασε στα τουρκικά, τα τραγούδησε και σε μερικούς μήνες (δηλαδή από την Άνοιξη μέχρι τον Οκτώβρη του '86) ο δίσκος είχε πουλήσει 200.000 αντίτυπα. Αυτό το γεγονός τους έκανε να με καλέσουν στην Πόλη όπου η Εταιρεία δίσκων οργάνωσε πρες-κόνφερανς για την επίδοση του χρυσού δίσκου σε μένα και στον Λιβανελί. Έτσι ήρθαμε σε επαφή με μερικούς επιφανείς Τούρκους όπως ήταν ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασέρ Κεμάλ και άλλοι. Με την ευκαιρία αυτή έθεσα επί τάπητος το θέμα της ελληνοτουρκικής φιλίας. Αποφασίσαμε να εξαγγείλουμε τη σύσταση της Επιτροπής Ελληνοτουρκικής Φιλίας διοργανώνοντας συνέντευξη Τύπου. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη όχι μόνο από Τούρκους δημοσιογράφους, απ' όλα τα μέρη της Τουρκίας, αλλά και από πολλά ξένα πρακτορεία.

Ακολούθησε η πρώτη συναυλία μου στην Πόλη που μόνο με τις συναυλίες που έκανα στο Καραΐσκάκη μπορούσε να συγκριθεί. Για τους Τούρκους δημοκράτες ήταν η πρώτη ευκαιρία να δείξουν την αντίθεσή τους στο στρατιωτικό καθεστώς και την αγάπη τους προς τη δημοκρατία και την ελευθερία. Θυμάμαι ότι μου είπαν να μην πω το τραγούδι ο Αντώνης από το “Μαουτχάουζεν” που είχε καταστεί για τους Τούρκους ο ύμνος της Κόκκινης Πρωτομαγιάς. Ο ύμνος των εργατών στη μεγάλη συγκέντρωση στο Ταξίμ, όπου ο στρατός πυροβόλησε στο ψαχνό με 70 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, εκείνη τη στιγμή τραγουδούσαν το τραγούδι μου αυτό. Αν πεις το τραγούδι αυτό, μου διεμήνυσαν πιθανόν οι στρατιωτικοί να χτυπήσουν στα ψαχνό. Έγινε η συναυλία, οι σκηνές ήταν εκπληκτικές. Όταν άρχισα να τραγουδάω τον Αντώνη έπεσε παγερή σιγή. Επειδή δεν κινήθηκε κανείς στρατιωτικός, η μουσική κέρδιζε σιγά-σιγά τον κόσμο που άρχισε σιγά-σιγά να τραγουδά στην αρχή μουρμουριστά στα τούρκικα. Στο κορύφωμα έγινε μια φλόγα. Ήταν μια νίκη.

Μετά τη συναυλία, την επομένη κιόλας, όπως μου είπαν, έγινε η πρώτη απεργία. Ήταν τεράστια η απήχηση σε όλη τη Τουρκία. Η πρώτη συνέντευξη της Ελληνικής Επιτροπής στην Αθήνα προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Μόνο που η κυβέρνηση, η ΠΑΣΠ και τα φιλικά της έντυπα μας χτύπησαν με λύσσα. Και ιδιαίτερα το πρόσωπό μου -.

Αμέσως μετά την επιτυχή συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα, ο Θεοδωράκης, απογοητευμένος από την αντιμετώπιση των πρωτοβουλιών του εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ έφυγε στο Παρίσι : - Εκεί έμαθα για τη συνάντηση Παπανδρέου – Οζάλ στο Νταβός, που τη χαιρέτισα με τα καλύτερα λόγια στον ανταποκριτή της ελληνικής τηλεόρασης. Αμέσως μετά μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Παπανδρέου για να μου πει ότι “ο Πρόεδρος συγκινήθηκε βαθιά και θα ήθελε να σε συναντήσει”.

Ύστερα από λίγο καιρό βρέθηκα στο Καστρί. Με τον Ανδρέα είχαμε να ιδωθούμε πολλά χρόνια. Με περίμενε όρθιος στην πόρτα του γραφείου του. Πριν προλάβω να τον χαιρετήσω, μου λέει : “Εσύ είδες! Εγώ δεν είδα!” εννοώντας τις σχέσεις μας με την Τουρκία. “Κάλεσα τους δημοσιογράφους για να το πω δημόσια”. Αφού κουβεντιάσαμε για λίγη ώρα, βγήκαμε στον κήπο όπου μας περίμενε ο Τύπος και οι τηλεοράσεις. Εκεί ο πρωθυπουργός εξήρε τις προσπάθειές μου προς την κατεύθυνση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Όταν ήρθε η σειρά των ερωτήσεων, δήλωσα ότι τίθεμαι στη διάθεση της κυβέρνησης. Ο Ανδρέας είπε, ότι θα μου ανατεθεί αποστολή.
- Θα τον κάνετε Υπουργό, κύριε Πρόεδρε;
- Γιατί όχι! Όμως τέτοιο θέμα δεν μπαίνει..

Μετά από μια βδομάδα ήμουν και πάλι καλεσμένος στο Καστρί για μεσημεριανό γεύμα, όπου παρακάθισε η οικογένεια Παπανδρέου και ο Κώστας Λαλιώτης.

- Τί συμβαίνει και όλοι οι δικοί μας με χτυπούν; (για το Νταβός). Τελικά μόνο ο Μίκης είναι στο πλευρό μου.

Εκεί παραδέχτηκε ότι οι σχέσεις μας με την Τουρκία αποτελούν το υπ' αριθμόν ένα εθνικό πρόβλημα και ότι ο μοναδικός δρόμος είναι ο διάλογος.

Σε λίγο καιρό επισκεφθήκαμε σύσσωμη η Επιτροπή τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Καστρί. Η ατμόσφαιρα ήταν θερμή. Αφού μας συνεχάρη για το έργο μας, μας ενεχείρισε μήνυμά του προς τον τουρκικό λαό και μας παρακάλεσε να το μεταφέρουμε.

Την επομένη, κλιμάκιο της Επιτροπής αναχωρούσε για την Πόλη, όπου κατά την πρες-κόνφερανς που ακολούθησε διάβασα το κείμενο του Παπανδρέου με σύγχρονη μετάφραση στα τουρκικά. Το ίδιο βράδυ σε όλα τα τουρκικά κανάλια υπήρχε η εικόνα του Έλληνα πρωθυπουργού, καθώς ακουγόταν το φιλικό και θερμότατο μήνυμά του. Υπήρχε γενικά η αίσθηση ότι γυρνούσε τελεσίδικα η μαύρη σελίδα των δραματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Την επομένη στην Άγκυρα σύσσωμη η τουρκική ηγεσία μας επεφύλαξε επίσημη αλλά και εγκάρδια υποδοχή.
Μετά την κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο του Κεμάλ Ατατούρκ γίναμε δεκτοί από τον πρωθυπουργό κ. Οζάλ, τον υπουργό εξωτερικών κ Γιλμάζ και τους ηγέτες κ.κ. Ντεμιρέλ και Ινονού. Όλα τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού, των δημοκρατικών ελευθεριών και της νομιμοποίησης του τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος (Πρόεδρος ήταν ο στρατηγός Εβρέν, επικεφαλής στρατιωτικής χούντας), ετέθησαν επί τάπητος. Οι συζητήσεις ήταν πολύωρες και διεξοδικές. Μετά από κάθε συνάντηση ακολουθούσαν εκτενείς δηλώσεις στα ΜΜΕ που διέθεταν τον κύριο χώρο του ρεπορτάζ στο γεγονός αυτό. Σημειώνω ότι ο έλληνας πρεσβευτής συμμετείχε σε όλες αυτές τις συναντήσεις – διαβουλεύσεις.

Δυστυχώς, πριν ακόμα πατήσουμε το πόδι μας στο Ελληνικό, μάθαμε ότι ο ελληνικός Τύπος είχε μποϋκοτάρει και ορισμένοι μάλιστα είχαν προβοκάρει με φανταστικά σενάρια την επίσκεψή μας αυτή. Απ' όλο το θετικότατο έργο μας μόνο ελάχιστα ψιχία αναφέρθηκαν στις ελληνικές εφημερίδες και τα κανάλια. Μετά από λίγο καιρό ο Ανδρέας Παπανδρέου λύγισε. Η ιδιοσυγκρασία του δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση, την άρνηση, τη λυσσαλέα πολεμική. Και σε μια στιγμή αναφώνησε στη Βουλή: “Mea culpa. Το Νταβός ήταν λάθος”.

Εγώ όμως επέμεινα. Μετά την φυλάκιση και την παραπομπή των Τούρκων ηγετών της Αριστεράς Κουτλού και Σαργκίν στο στρατοδικείο, δημιουργήθηκε στο Παρίσι διεθνής επιτροπή συμπαράστασης, η οποία με εξέλεξε Πρόεδρό της. Έτσι με τη διπλή ιδιότητα του Προέδρου της Διεθνούς Επιτροπής και του μέλους της Ελληνικής, βρέθηκα ξανά στην Άγκυρα. Συνοδευόμενος από τους Γιασέρ Κεμάλ και Ζυλφύ Λιβανελί πήγαμε στο στρατοδικείο, για να παρακολουθήσουμε τη δίκη.

Πρέπει να πω, ότι τόσο οι στρατιωτικοί γύρω από το κτίριο όσο και οι στρατοδίκες μας φέρθηκαν φιλικά. Μας επέτρεψαν να σφίξουμε το χέρι και να κουβεντιάσουμε με τους κατηγορουμένους. Αυτή η συμπεριφορά της Εξουσίας έγινε αμέσως γνωστή. Πλήθη κόσμου άρχισαν να συρρέουν στο χώρο, για να καταλήξουν σε πορεία 2000 ατόμων στο κέντρο της τουρκικής πρωτεύουσας. Το ίδιο βράδυ, σε γιγαντιαία συνεστίαση σε υπαίθριο κέντρο, πήρα το λόγο, ενώ η ορχήστρα και οι Τούρκοι τραγουδιστές ερμήνευαν συνεχώς τραγούδια μου. Πέρασα σχεδόν όλα τα τραπέζια πίνοντας ρακί και τραγουδώντας αγκαλιά με τους Τούρκους. Τέτοια ατμόσφαιρα, τέτοια έξαρση, τέτοιο πάθος για δημοκρατία, είχα να το ζήσω από την εποχή των Λαμπράκηδων. Ήμουν πανευτυχής-.

Επακολούθησαν ωστόσο, και τεκμηριωμένες αναλύσεις του συγκεκριμένου ζητήματος που εξηγούν τα ανοίγματα προς την κατεύθυνση της ελληνοτουρκικής φιλίας και του ελληνοτουρκικού διαλόγου: - Στην Τουρκία η κεμαλική στρατιωτική επανάσταση έγινε καθεστώς. Και το καθεστώς αυτό λόγω των ιστορικών συγκυριών και των αντικειμενικών συνθηκών μονοπώλησε την πολιτική ζωή της χώρας. Έγινε το ουσιαστικό κέντρο όλων των σημαντικών αποφάσεων. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο κεμαλισμός διαδέχτηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ένα κράτος σε πλήρη αποσύνθεση και μεσαιωνική αντιδραστικότητα. Και ότι ακόμα ο Κεμάλ έκανε απελευθερωτικό αγώνα εναντίον μας, γιατί κάναμε το λάθος τον δικό μας απελευθερωτικό αγώνα να τον μετατρέψουμε σε κατακτητικό. Απελευθέρωσε την Τουρκία από τους παπάδες και το φερετζέ. Έκανε κοινωνική και μορφωτική επανάσταση και πολλά άλλα αναδεικνύοντας τον τουρκικό στρατό σε προοδευτική εθνική και κοινωνική δύναμη. Από κει όμως και πέρα, με την πάροδο του χρόνου, ο τουρκικός λαός μπήκε στο περιθώριο και τελικά παρέμεινε στην Τουρκία ένα στρατιωτικό καθεστώς που εξελίχθηκε σε δικτατορία. Επομένως η Τουρκία έχει μια μόνιμη δικτατορία όχι του προλεταριάτου, όχι του λαού, αλλά δικτατορία του στρατού.

Με το πέρασμα του χρόνου, σχηματίστηκαν εκεί προοδευτικότερες πολιτικές δυνάμεις, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα που παρότι έχει ηλικία εβδομήντα χρόνων περίπου είναι μονίμως παράνομο. Υπάρχει η σκιά του Ναζίμ Χικμέτ, υπάρχει το μεγάλο κίνημα των δημοκρατικών δυνάμεων που, δυστυχώς, την τελευταία εικοσαετία εκδηλώθηκε με έναν τρόπο σπασμωδικό· εκφυλίστηκε σε μικρά δυναμικά γκρουπούσκουλα που έδωσαν στους στρατιωτικούς το πρόσχημα μιας νέας παρέμβασης. Το κίνημα εξαρθρώθηκε, αλλά το δημοκρατικό φρόνιμα παραμένει και αναπτύσσεται συνεχώς. Και απόδειξη του ότι υπάρχει αυτό το κίνημα είναι ότι ενώ οι στρατιωτικοί βρίσκονται σήμερα σε ένα κρίσιμο στάδιο – ζητούν να μπουν στην ΕΟΚ και θέλουν να δώσουν εξετάσεις καλής συμπεριφοράς απέναντι στους Δυτικούς – διατηρούν εντούτοις το στρατιωτικό νόμο σε πολλά τμήματα της χώρας. Είναι λοιπόν υποχρεωμένοι να έχουν μια εμβρυακή πολιτική ζωή, να οργανώνουν δίκες κατά των συνδικάτων και των συνδικαλιστών.

Γιατί τα κάνουν αυτά; Μήπως γιατί τους αρέσουν; Όχι, αλλά γιατί υπάρχει ο εχθρός του καθεστώτος, που είναι ο ίδιος ο τουρκικός λαός! Με δυο λόγια, υπάρχει ένα δυνατό δημοκρατικό κίνημα του τουρκικού λαού. Και αυτοί είναι οι σύμμαχοί μας. Αυτοί κριτικάρουν την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας. Πιστεύουν πως ό,τι έγινε, έγινε· και εκείνο που μας συμφέρει είναι να χτίσουμε ένα μέλλον με φιλία μεταξύ μας. Βέβαια έγιναν έκτροπα στην Πόλη και στην Κύπρο. Τί πρέπει όμως να κάνουμε στο μέλλον; Εμείς οι λαοί πρέπει να έχουμε τη δύναμη να βάζουμε σφουγγάρι και να σβήνουμε ό,τι μας εμποδίζει να προχωρήσουμε μπροστά. Τί έκαναν οι Γάλλοι με τους Γερμανούς ή οι Αμερικανοί με τους Ιάπωνες; Τί έκαναν οι Σοβιετικοί με τους Φινλανδούς και οι Φινλανδοί με τους Ρώσους;

Ας σκεφθούμε όχι μόνο τους εαυτούς μας, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια μας που θα είναι αναγκαστικά γείτονες με τους Τούρκους. Αφού λοιπόν, έτσι κι αλλιώς, ζήσαμε υποχρεωτικά μαζί, γιατί να μην αρχίσουμε να βλέπουμε και να καλλιεργούμε όσα θετικά μας φέρνουν κοντά; Η δική μου μάνα είναι Μικρασιάτισσα ξεριζωμένη. Η οικογένεια του πατέρα μου έζησε στην Κρήτη την τραγωδία των σφαγών από τους Οθωμανούς. Τρεις φορές κάψανε το σπίτι και τις ελιές μας. Τρεις φορές έφυγε η οικογένειά μου για να πάει πότε στη Ζάκυνθο και πότε στη Σύρο. Ο πατέρας μου πολέμησε τους Τούρκους στο Μπιζάνι. Όλη τη ζωή μου τη βίωσα με τις διηγήσεις του πατέρα και της μάνας μου για τους Τούρκους και για την Κρήτη. Όλοι οι Έλληνες, αν τους ψάξεις, έχουν μέσα τους τον αντιτουρκισμό. Κι όλοι οι Τούρκοι, αν τους ψάξεις, έχουν μέσα τους τον ανθελληνισμό. Τί θα κάνουμε λοιπόν; Εκεί θα μείνουμε; Ή θα πούμε ότι η επιμονή στις αρχαίες πληγές δεν οδηγεί πουθενά;

Έχω προτείνει να γίνει ελληνοτουρκικό κονσόρτσιουμ για κοινή εκμετάλλευση των πετρελαίων στα διεθνή μη αμφισβητούμενα ύδατα. Μήπως δεν έγινε το ίδιο με την περιοχή του Ζάαρ ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία; Και μήπως το Ζάαρ δεν υπήρξε αιτία για να χυθούν ποτάμια αίματος; Κι όμως, Γερμανοί και Γάλλοι αποφάσισαν να βάλουν σφουγγάρι και να προχωρήσουν σε συνεργασία. Ας μας πληροφορήσει η ελληνική κυβέρνηση τι αναλογεί στην Ελλάδα από τα πετρέλαια του Βορείου Αιγαίου. Σύμφωνα με μια πληροφορία παίρνουμε μόνο το 10 – 15% και τα υπόλοιπα τα νέμονται οι ξένοι. Εδώ λοιπόν χρειάζονται πολλά κεφάλαια. Κι αν επιθυμούμε, πραγματικά, να μείνει κάτι στην Ελλάδα και στην Τουρκία και να μη μας ληστεύουν τα ξένα συγκροτήματα, δεν υπάρχει άλλη λύση από μια ελληνοτουρκική κοινοπραξία. Και για μια τέτοια προοπτική μόνο η καλλιέργεια της φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς είναι, καταρχήν, η πιο σίγουρη επένδυση.

Οι υπαρκτές διαφορές μας με τους Τούρκους αφορούν δύο θέματα : την υφαλοκρηπίδα και τα μίλια της αιγιαλίτιδας ζώνης. Με το να μπερδεύουμε το Κυπριακό με τα προβλήματα αυτά, τι κάνουμε; Τ' αφήνουμε εκτεθειμένα να κακοφορμίζουν σαν ανοιχτές πληγές. Να γεμίζουν πύον την αναπνοή του λαού. Από δω και από εκεί. Μας λένε : Αυτοί οι χειρισμοί γίνονται για να πάρουμε μαζί μας τη διεθνή κοινή γνώμη. Όμως ακόμα δεν έχουμε πεισθεί για τις ευαισθησίες της; Τί στάση πήρε στο θέμα της κατοχής της Κύπρου επί δεκατρία χρόνια από τον τουρκικό στρατό; Είδαμε που γράφει η διεθνής κοινή γνώμη τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και πού τα γράφει και η Τουρκία... Αυτό είναι έγκλημα! Δεν παύει όμως να είναι μια πραγματικότητα. Δεν υπάρχουν εμπόδια στην κατοχή του 38% του νησιού από τα τουρκικά στρατεύματα, δεν υπάρχουν εμπόδια στον ανεξέλεγκτο εποικισμό και στην τεχνητή πληθυσμιακή αλλοίωση της Βόρειας Κύπρου με Τούρκους από την Ανατολή! Και φυσικά οι Αμερικανοί δεν εμποδίζονται να εγκαθιστούν εκεί επιθετικές βάσεις. Και σήμερα Αμερικανός υπουργόε δηλώνει με άνεση ότι τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο “δεν είναι στρατεύματα κατοχής”. Αχάριστοι Αμερικανοί! Ό,τι και να σας δώσουμε δεν είστε ικανοποιημένοι. Έχοντας δεδομένη τη συμπεριφορά της διεθνούς κοινής γνώμης, της Ευρώπης, των Αμερικανών, επιμένουμε στην πολιτική της αδιαλλαξίας. Από την άλλη πλευρά οι Τούρκοι προχωρούν στο ψευδοκράτος του Ντενκτάς και όταν ο Ντε Γκουεγιάρ προτείνει φόρμουλες επίλυσης του θέματος με συναντήσεις και συζητήσεις ανάμεσα στον Κυπριανού και τον Ντενκτάς, επεμβαίνει η Αθήνα και ματαιώνεται αυτή η προοπτική. Το ψευδοκράτος του Ντενκτάς παραμένει-.

Ιδιαίτερα προφητική, εν προκειμένω, απεδείχθη και η εισηγητική έκθεση που συνέταξε ο ίδιος ο Θεοδωράκης, τον Δεκέμβρη του 1986, προς την Επιτροπή Ελληνοτουρκικής φιλίας : - Η πιο σημαντική θωράκιση ενός λαού μπροστά στα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι η ενημέρωσή του. Ο ελληνικός λαός παραμένει βασικά απληροφόρητος σε σχέση με τα τρία κρίσιμα προβλήματα της στιγμής. Δηλαδή το πολιτικό, το οικονομικό και το εθνικό. Η αντίληψη ότι τις ευθύνες τις έχει μονάχα η εκάστοτε κυβέρνηση και σε δεύτερο βαθμό τα κόμματα, είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Ιδιαίτερα για ό,τι αφορά τα εθνικά μας προβλήματα υπάρχει ένα ταμπού, ένας φόβος, που βεβαίως είναι κληρονομιά ενός ιστορικού παρελθόντος χωρίς δημοκρατία, τότε που ο λαός υπήρξε φοβισμένος και παθητικός παρατηρητής.

Το μέγιστο εθνικό μας πρόβλημα σήμερα είναι οι σχέσεις μας με την Τουρκία. Όμως γενικότερα νομίζω ότι υπάρχει άγνοια σε σχέση με τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Η χώρα μας είναι μέλος της ΕΟΚ. Αυτό όμως δεν μπορεί αυτομάτως να μας μεταφέρει στην Ευρώπη αποσπώντας μας από τα προβλήματα που δημιουργεί η γεωγραφική μας θέση. Οι σχέσεις μας με την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία από τη μια πλευρά και με τον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ από την άλλη, είναι σχέσεις ζωτικής σημασίας για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας. Πόσοι και πόσες όμως από μας γνωρίζουν ότι με την Αλβανία λ.χ. βρισκόμαστε ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση; Πώς και γιατί; Ποιό είναι το περίφημο μακεδονικό πρόβλημα που κάθε τόσο ακούμε να προβάλλει σαν απειλή; Τί γίνεται σήμερα στο Ισραήλ σε σχέση με το Παλαιστινιακό; Ποιές λύσεις υπάρχουν και ποιός ο ρόλος του αραβικού κόσμου; Όλα αυτά πρέπει να γίνονται γνωστά, προκειμένου η χώρα μας να ακολουθήσει μια σωστή πολιτική που και τα δίκαια των άλλων λαών θα σεβαστεί αλλά και τα συμφέροντά της θα υπερασπίσει. Όμως, όπως είπα, το μείζον πρόβλημα είναι οι σχέσεις μας με την Τουρκία. Σε ποια σημεία οι δύο χώρες είναι έτσι ή αλλιώς αντιμέτωπες;

Πρώτ' απ' όλα έχουμε τη δική μας μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη, ενώ υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Ακολουθεί η Κύπρος με τη συνύπαρξη των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκύπριους. Και τέλος έχουμε τα κοινά σύνορα που αρχίζουν από την Αδριανούπολη και τελειώνουν στα νότια Δωδεκάνησα. Και τα τρία σημεία “επαφής” είναι θερμά, θερμότατα. Σε βαθμό θα 'λεγα εκρηκτικό. Πόσο είμαστε, σαν λαός, ενημερωμένοι για το τί συμβαίνει σε καθεμιά από τις περιπτώσεις που αναφέραμε; Ελάχιστα, πρόχειρα και πιο συχνά παραμορφωτικά. Υπάρχει φυσικά η θεωρία ότι για να κατανοήσεις τέτοιου είδους θέματα χρειάζεται εξειδίκευση. Αυτήν που διαθέτουν οι διπλωμάτες και οι υπόλοιποι κυβερνητικοί και κρατικοί παράγοντες. Όμως, αν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, νομίζω ότι φταίει το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός έμεινε ουσιαστικά απληροφόρητος, αμέτοχος, παθητικός παρατηρητής. Αναγκασμένος να αποδέχεται τα τετελεσμένα της μυστικής διπλωματίας. Δηλαδή μιας κλειστής και μυστικής πολιτικής που εδώ και τριάντα χρόνια οδήγησε τα εθνικά μας συμφέροντα από το κακό στο χειρότερο. Η ίδρυση της Επιτροπής για την Ελληνοτουρκική Φιλία αποτελεί την πρώτη συγκεκριμένη και ουσιαστική προσπάθεια να σταματήσει αυτή η μορφή διαχείρισης των εθνικών μας θεμάτων. Έλληνες και Ελληνίδες που ανήκουν σε όλο το πολιτικό φάσμα – γεγονός πρωτοφανές για τα πολιτικά μας ήθη – συνυπογράφουν ένα κείμενο αρχών που από την πρώτη στιγμή γίνεται αντικείμενο μιας σφοδρότατης πολεμικής από τους κυβερνητικούς κύκλους και όλα τα κυβερνητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Γιατί άραγε; Οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς, όπως εκθέτονται στο σχετικό κείμενο, είναι οι πάγιες αρχές όλων των ελληνικών κομμάτων και φυσικά και του κυβερνητικού. Τότε; Δεν είναι λοιπόν αυτό που επιδιώκουμε, που αγανάκτησε τους κυβερνητικούς κύκλους, αλλά το πώς το επιδιώκουμε. Δηλαδή, η προσπάθειά μας να ενεργοποιήσουμε τους απλούς πολίτες Έλληνες και Τούρκους.

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Επιτροπής, Έλληνες και Ελληνίδες μπορεί και πρέπει να βρουν τους δικούς τους τρόπους, πρώτον για να δείξουν τη συμπαράστασή τους στην πρωτοβουλία και στον αγώνα μας και δεύτερον να βρουν δικές τους μεθόδους για να διαφωτιστούν και να πληροφορήσουν την κοινή γνώμη γύρω τους για το τί ακριβώς συμβαίνει στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Κι ακόμα για να πάρουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για διάλογο με Τούρκους δημοκράτες. Για να μελετήσουν μαζί τους τα προβλήματα, να ακούσουν την άλλη άποψη, να μεταφέρουν τη δική μας και από κοινού να βρουν πρωτοβουλίες σύσφιξης των σχέσεων και ανάπτυξης της φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Η δική μας αρχική Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς και σα μέσο για διασυνδέσεις μεταξύ των Επιτροπών. Έτσι βλέπω τη δομή και τη λειτουργία τόσο της δικής μας Επιτροπής όσο κι αυτών που ενδεχόμενα να δημιουργηθούν. Τελειώνω υπογραμμίζοντας το κύριο χαρακτηριστικό, που όπως είπα είναι πρωτοφανές στα χρονικά της πατρίδας μας: ότι δηλαδή η Επιτροπή μας έχει καθαρά πανεθνικό – παλλαϊκό χαρακτήρα. Κι αυτό φαίνεται από τη συνύπαρξη στις γραμμές της όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων και τάσεων της χώρας. Καλό θα είναι λοιπόν αυτός ο χαρακτήρας να ληφθεί υπόψη στη σύνθεση των νέων Επιτροπών, είτε γίνουν σε κλαδική – επαγγελματική είτε σε τοπική βάση-.

Ανήσυχος από τη φύση του, προσηλωμένος πάντοτε στις προοπτικές του Ελληνισμού χωρίς κομματικές προκαταλήψεις ο Θεοδωράκης δεν ανέκοψε τη ενεργό δημόσια παρουσία του. Παράλληλα με τη δραστηριοποίηση μέσα από τις επιτροπές της ελληνοτουρκικής φιλίας, συναντήθηκε στα Τίρανα με τον Αλία, με τον Οζάλ στην Άγκυρα και με τον Μιτεράν στο Παρίσι, με στόχο τη διοργάνωση πανευρωπαϊκού πολιτιστικού Συνεδρίου. Ταυτόχρονα δημοσιοποιούσε μέσα από το “Αντι-μανιφέστο” τη φιλοσοφική, ιδεολογική και πολιτική στάση του απέναντι στις σύγχρονες (1987) εξελίξεις: - Ζούμε σε μια κοινωνία που ξανάφερε τη δουλεία από την πίσω πόρτα. Το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι σύγχρονοι δούλοι διαπληκτίζονται συχνά για να μπούνε στα δεσμά (διαφορετικά θα πέθαιναν από την πείνα), θα πρέπει νομίζω να μας κάνει να ντρεπόμαστε αντί να ρίχνουμε στάχτες πάνω στην ένοχή μας συνείδηση, όπως γίνεται σήμερα. Όμως, αυτή η «ένοχη συνείδηση», δεν λειτουργεί μαζικά. Έχει φροντίσει γι΄ αυτό η δημόσια παιδεία που, όπως είδαμε, έχει σαν κεντρική αποστολή τη δημιουργία του αυριανού στρατού της παραγωγής.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η κυρίαρχη ψυχολογία καταφέρνει τελικά να μεταβάλει το μαθητή σε έναν παθιασμένο στρατιώτη – μαχητή της παραγωγής. Σε μια παραγωγική μονάδα. Παραγωγική δύναμη. Ας φανταστούμε χιλιάδες, εκατομμύρια άλογα σ΄ ένα γιγάντιο ιπποδρόμιο με παρωπίδες στη γραμμή εκκίνησης. Ο επόπτης υψώνει το όπλο του. Μπαμ! Δόθηκε η εκκίνηση. Το κάθε άλογο καθώς εκτινάσσεται μπροστά δεν έχει καμιάν άλλη έγνοια παρά μόνο το πώς θα τερματίσει πρώτο. Έτσι γίνεται και με τα εκατομμύρια νέους πολίτες που ξεκινούν. Η αγωγή τους, η ψυχολογία τους, η κυρίαρχη ιδεολογία που τους εμπνέει είναι η επιτυχία με κάθε θυσία. Δεν βλέπουν γύρω τους, δεν βλέπουν πίσω τους, δεν βλέπουν τον άλλον παρά μόνο αν μπει στο δρόμο τους, αν γίνει ανταγωνιστής, με τη σκέψη πώς θα τον νικήσουν. Πιστεύω πως όλες αυτές οι καλά κουρδισμένες μηχανές, που προορίζονται τελικά να εξυπηρετήσουν την παραγωγική διαδικασία, έχουν αδειάσει πριν καλά καλά ξεκινήσουν για τη ζωή από το μέγιστο μέρος ανθρωπομονάδων. Από το σύνολο των αξιών που συνθέτουν τον άνθρωπο, μόνο το τμήμα εκείνο που τους βοηθά ώστε να προσαρμοστούν και να επικρατήσουν μπαίνει σε λειτουργία, ενώ το υπόλοιπο μένει σε αδράνεια.

Έτσι, αν για μια στιγμή έλεγε κάποιος σ΄ αυτόν τον μαχητή – δρομέα της παραγωγής: «Σταμάτησε να πάρεις μιαν ανάσα! Δεν χρειάζεται πια να δαπανάς τόσες δυνάμεις καθημερινά στη δουλειά σου. Έχεις ελεύθερο χρόνο!». Αυτός θα τον κοιτάξει με ορθάνοιχτα μάτια λες και βλέπει κάποιον Αρειανό ρωτώντας με απορία : «Ελεύθερος χρόνος; Τι είναι αυτό;». Kαι με το δίκιο του. Γιατί σε όλα τα χρόνια των σπουδών του κανείς δεν του μίλησε για ελεύθερο χρόνο. Του είπαν πως η μοναδική κοινωνική αξία είναι η εργασία και ότι όλα λειτουργούν γύρω απ΄ αυτήν. Του έμαθαν ότι ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά ζει για να εργάζεται. Το σώμα; Eίναι ένα θαυμάσιο όργανο στην υπηρεσία της εργασίας. Το μυαλό και η σκέψη; Πρόκειται για λειτουργίες που μας βοηθούν να ανακαλύπτουμε νόμους, μεθόδους και όργανα – εργαλεία που βοηθούν στην εργασία. Ο ψυχικός κόσμος και η φαντασία; Αυτές είναι ιδιότητες ειδικών ατόμων που δημιουργούν πνευματικά έργα χάρη στα οποία ο εργαζόμενος ανανεώνει τις δυνάμεις του για την εργασία. Έχοντας πάρει αυτήν την αγωγή – πλύση εγκεφάλου – οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλέους θα είχαν πεθάνει από ανία ή θα είχαν αυτοκτονήσει καθώς η παρουσία των δούλων – το δουλοκτητικό σύστημα – τους είχε απαλλάξει από την κοινωνικώς αναγκαία εργασία. Να ένα σύστημα χωρίς εργασία! Εννοώ για τους ελεύθερους πολίτες. Οι μηχανές – δούλοι γύριζαν τη μηχανή της παραγωγής.

Βλέπουμε λοιπόν πως η μαζική – δημόσια και ιδιωτική – εκπαίδευση, απ΄ όλα τα ζώα έχει διδαχθεί περισσότερο από τα μερμήγκια και τις μέλισσες (μόνο που αυτές τουλάχιστον ζούνε με τα άνθη). Δημιουργούν εργάτες – μερμήγκια, πολίτες – μερμήγκια, γιατί όπως στα μερμήγκια έτσι και στις βιομηχανικές κοινωνίες η λογική είναι μία : εργασία – παραγωγή. Περισσότερη εργασία για περισσότερη παραγωγή. Μεγαλύτερη παραγωγή για περισσότερη εργασία. Όπως είναι γνωστό, τα μερμήγκια δεν τραγουδούν. Το ίδιο κι αυτή η γκρίζα στρατιά των εργαζομένων στις σύγχρονες κοινωνίες λίγες σχέσεις έχει με την πνευματική διάσταση της ανθρώπινης φύσης. Δουλεύουν μυϊκά και λογικά, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της παραγωγής που παίρνει όλο και περισσότερο τεχνολογική μορφή. Μήπως όμως εδώ, στην τεχνολογία, βρίσκεται η λύση; Μήπως δηλαδή η ρομποτοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων απαλλάξει τον άνθρωπο από την εξοντωτική εργασία; Γιατί μια τετράωρη απασχόληση, ακόμη και στις πιο βαριές συνθήκες εργασίας, πρέπει να αφήνει ικανό ελεύθερο χρόνο στον εργαζόμενο ώστε να μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του, να συμφιλιωθεί με τη φύση και να εξοικειωθεί με την πνευματική κληρονομιά, τόσο των προγόνων του όσο και των συγχρόνων του πνευματικών δημιουργών;
Το πρώτο σκέλος, λοιπόν, της μελέτης μας θα πρέπει να είναι η ριζική αναθεώρηση της σχέσης : πολίτης – εργασία. Αν θελήσουμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα στα όρια λ.χ. της Ευρώπης, είναι φανερό ότι πρόκειται γι μια γιγαντιαία προσπάθεια που θα πρέπει να απασχολήσει το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού. Θα ’θελα εδώ να απευθυνθώ ιδιαίτερα προς τα κόμματα της Αριστεράς. Αυτά που κατά τεκμήριο στο πρόγραμμά τους αναφέρονται στα δικαιώματα της εργατικής τάξης, των εργαζομένων κ.λπ. Ας εξετάσουν λοιπόν το πρόβλημα της απελευθέρωσης των εργατών και όλων των εργαζομένων κάτω από το πρίσμα της θεωρίας των ανθρωπομονάδων. Μήπως δηλαδή θα πρέπει από δω και πέρα να λέμε ότι «είμαι ελεύθερος» όταν η κοινωνία μου επιτρέπει να δημιουργώ και να διατηρώ μέσα μου το αναγκαίο ελάχιστο σε ανθρωπομονάδες, ώστε να μπορώ να απολαμβάνω τα αγαθά της ζωής, της φύσης και του ανθρώπινoυ πολιτισμού; Μπορεί να προχωρήσουμε ακόμα παραπέρα λέγοντας ότι πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς και πραγματική κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη υπάρχει όταν ο κάθε εργαζόμενος βοηθιέται από το κοινωνικό σύνολο για να δημιουργεί και να διατηρεί μέσα του το αναγκαίο ελάχιστο σε ανθρωπομονάδες, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής, της φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ας δούμε τώρα μια σειρά σχέσεων – στην ουσία, σχέσεων βίας – που συντείνουν στο σπάσιμο της αρμονίας και του φυσικού ρυθμού και επομένως μειώνουν ή και καταστρέφουν τελείως μέσα μας τις ανθρωπομονάδες. Αδειάζουν από ανθρωπομονάδες :

- Tόσο ο εξουσιαστής όσο και ο εξουσιαζόμενος.
- Τόσο ο αποφασίζων όσο και ο εκτελών.
- Τόσο ο νομοθετών όσο και ο νομοθετούμενος.
- Τόσο ο διατάσσων όσο και ο διατασσόμενος.
- Τόσο ο δοξάζων όσο και ο δοξαζόμενος.
- Τόσο ο φοβίζων όσο και ο φοβούμενος.
- Τόσο ο αδικών όσο και ο αδικούμενος.
- Τόσο ο υποτάσσων όσο και ο υποτασσόμενος.
- Τόσο ο υβρίζων όσο και ο υβριζόμενος.
- Τόσο ο εκμεταλλευτής όσο και ο εκμεταλλευόμενος.
- Τόσο ο υπηρετών όσο και ο υπηρετούμενος
- Τόσο ο «εγκεφαλοπλένων» όσο και ο «εγκεφαλοπλυνόμενος».
- Τόσο ο κατατάσσων όσο και ο κατατασσόμενος.
- Τόσο ο επιτιθέμενος όσο και ο προσβαλλόμενος.
- Τόσο ο βασανίζων όσο και ο βασανιζόμενος.

Νομίζω ότι μέσα σ΄ αυτές τις σχέσεις βλέπουμε τον καθρέφτη της σύγχρονης κοινωνίας. Σχέσεις υποταγής. Σχέσεις βίας. Σχέσεις πειθαρχίας. Για να εξυπηρετηθούν οι εξουσιαστές και ο βασικός νόμος των βιομηχανικών χωρών, μέσα στις οποίες η παραγωγή για την παραγωγή έχει αντικαταστήσει τα ξόανα και τα ταμπού των θρησκευτικών δοξασιών στις πρωτόγονες φυλές του ανθρώπινου γένους.

Συγχρόνως, αυτές οι σχέσεις, είτε είναι εκ των άνω προς τα κάτω είτε εκ των κάτω προς τα άνω, εξαφανίζουν μέσα από τους πολίτες τις αναγκαίες ανθρωπομονάδες για να απολαύσουν τη ζωή τους. Για να επικοινωνήσουν δημιουργικά με τους άλλους, με τη φύση, με τη ζωή, με την πνευματική δημιουργία και έτσι να ολοκληρωθούν σαν άνθρωποι και να ευτυχήσουν. Είδαμε ότι αυτή η πυραμιδική σχέση διδάσκεται στα παιδιά μας παντού : μέσα στην οικογένεια, μέσα στο σχολείο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο μαγαζί, στο εργαστήριο… Παντού!

Έτσι, η βιομηχανική κοινωνία δημιουργεί άδειους ανθρώπους. Οπότε οδηγούμαστε προς το θάνατο του πολιτισμού όπως τον γνωρίσαμε έως σήμερα. Ίσως γι΄ αυτό το λόγο υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι που ισχυρίζονται ότι η Τέχνη θα πάψει να είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν θα είναι η Τέχνη απαραίτητη στον άνθρωπο. Πάντως αν δεν γίνουν ριζικές αναθεωρήσεις, αλλαγές στην οργάνωση της ζωής μας, είναι βέβαιο ότι η Τέχνη δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Γιατί η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο. Ο διάλογος εκπορεύεται από την ανάγκη του δημιουργού να εκφραστεί με αισθητικά μέσα καθώς και την ανάγκη του λαού να αποδεχθεί αυτές τις αισθητικές προτάσεις σαν τροφή του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου. Όταν όμως αυτός ο κόσμος πάψει να υπάρχει, θα σταματήσει παράλληλα και η αναγκαιότητα μιας τέτοιας επικοινωνίας. Ήδη σήμερα, η καταστροφή των ανθρωπομονάδων μέσα στο σύνολο σχεδόν των εργαζομένων έχει απωθήσει την Τέχνη στην τελευταία σειρά των αναγκαιοτήτων του σύγχρονου πολίτη. Έτσι φτάνουμε στην ανάγκη για ένα νέο μοντέλο κουλτούρας, που θα προσπαθήσει να γεμίσει το χάσμα που γεννά μέσα μας η σημερινή κατάσταση πραγμάτων-.

Και μια ενδιαφέρουσα ακόμη περικοπή από το κείμενό του “Ευρώπη 2000 – Για μια κουλτούρα ειρήνης”: - Για να υπάρξει μια νέα εποχή για την Τέχνη σήμερα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μεγάλα κοινωνικά σύνολα (στα μεγέθη μιας ηπείρου, όπως είναι η Βόρεια Αμερική, ο Ανατολικός Συνασπισμός και η Δυτική Ευρώπη, δηλαδή οι τρεις σύγχρονες βιομηχανικές περιοχές) να ανυψωθούν στο ρόλο που έπαιζαν άλλοτε οι κυρίαρχες τάξεις: οι ελεύθεροι Αθηναίοι, οι Φεουδάρχες, οι Καπιταλιστές. Η Ευρώπη του 2000 – κι αυτή είναι ιστορική πρόκληση – να υψωθεί σαν σύνολο εθνών και κοινωνιών σε ενιαία ηγέτιδα δύναμη βγάζοντας τα μέλη της κατά ένα μέγα μέρος από τον κύκλο παραγωγής. Η Ευρώπη του 2000 θα πρέπει να θέσει στην υπηρεσία της παραγωγής και σε όφελος του κοινωνικού συνόλου όλα τα ηλεκτρονικά μέσα και τα ρομπότ που υπάρχουν και όσα στο μέλλον υπάρξουν, ώστε μαζί με την αφομοίωση των εκατομμυρίων ανέργων να κατεβάσει το όριο κοινωνικής απασχόλησης στην τετράωρη εργασία.

Θα προκύψει αμέσως το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου που, όπως είδαμε, είναι το μόνο πράγμα που δεν διδάσκεται στα σύγχρονα σχολεία. Για να είναι όχι απλά ωφέλιμος αλλά ακόμα και καταναλώσιμος ο ελεύθερος χρόνος, πρέπει να λυτρωθούμε από την άρρωστη συνείδηση του υπερκαταναλωτισμού και να την αντικαταστήσουμε με την υγιή συνείδηση που τρέφεται με πραγματικές, κι όχι κίβδηλες, ανθρώπινες, πνευματικές και άλλες αξίες. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, γι' αυτό ένα μοντέλο ανθρωποκεντρικής παιδείας. Καθώς και μια νέα πολιτική κουλτούρας. Όχι κουλτούρα πολέμου, κουλτούρα βίας, κουλτούρα επιβολής και εκμετάλλευσης, αλλά κουλτούρα ειρήνης, κουλτούρα ανθρωπισμού, ποτισμένου με τα νερά των πηγών της Φιλοσοφίας, της Επιστήμης και της Τέχνης.

Έτσι, η κοινωνία – άσφαλτος και ο άνθρωπος – τσιμέντο θα διαλυθούν μέσα στις νέες κοινωνικές σχέσεις που θα ξαναφέρουν στο προσκήνιο της ιστορίας τη μάνα – γη και το χώμα – δημιουργό, ώστε να φυτρώσουν και να καρποφορήσουν οι σπόροι της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας. Εάν και εφόσον γίνουν αυτές, οι μόνες κατά τη γνώμη μου, ιστορικά αναγκαίες αλλά και εφικτές επαναστατικές αλλαγές μπορώ να προφητέψω για το μέλλον μια μεγαλειώδη εποχή τέχνης χωρίς φτιαχτά ταξικά σύνορα. Ενιαία από την άποψη ότι θα λείψει οριστικά η διάκριση λαός – ελίτ, μιας και η ανάδειξη του συνόλου του λαού σε ηγέτιδα, κοινωνικά και πνευματικά δύναμη θα δημιουργήσουν το Λαό – ελίτ. Το Λαό – οδηγό κατά το πρότυπο των ηγέτιδων τάξεων του παρελθόντος.

Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι, σε τελευταία ανάλυση, θα πρέπει οι σχέσεις παραγωγής να είναι τόσες και τέτοιες ώστε να εξασφαλίζεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας ποσοτικά μεγάλος και ποιοτικά πλούσιος ελεύθερος χρόνος. Αυτός ο ποιοτικά και ποσοτικά απαραίτητος ελεύθερος χρόνος θα πλουτίσει τον απλό πολίτη με όλη την αναγκαία σωματική, πνευματική και ψυχική δύναμη – με όλες τις, όπως τις αποκαλούμε συνοπτικά, ανθρωπομονάδες - , ώστε να μπορεί να απολαμβάνει την πνευματική κυρίως δημιουργία, τόσο την παραδοσιακή όσο και τη σύγχρονη. Αυτή η δυνατότητα θα τον μετατρέψει σε δύναμη ιστορικά ικανή που μέσα της θα αναπτυχθούν οι σπόροι του νέου πολιτισμού. Έτσι φτάνουμε στο τελικό συμπέρασμα, ότι μόνο μια τέτοια κοινωνία, που εξασφαλίζει το απαραίτητο σε ανθρωπομονάδες για κάθε πολίτη ώστε να απολαμβάνει όλα τα αγαθά της ζωής, της φύσης, του ανθρώπινου πολιτισμού και έτσι να γίνεται ευτυχής, μόνο μια τέτοια κοινωνία, εφόσον ποτέ υπάρξει, μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερη και δημοκρατική. Αυτή και μόνο εξασφαλίζει την πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, δημιουργώντας πραγματικά ελεύθερους πολίτες, ελεύθερους, πολυδιάστατους, δημιουργικούς και ολοκληρωμένους ανθρώπους -.

Σχόλια