Για το βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη «Μονόλογοι στο Λυκαυγές» (τέταρτο μέρος)

 Της Αναστασίας Βούλγαρη

Οι Πυθαγόρειοι είχαν εξερευνήσει και συνδέσει την αρμονική τους θεωρία των Πλανητικών Σφαιρών με τη Μουσική και με την Ψυχή. Η σχέση Ψυχής και πλανητών κατ’ αυτούς ανάγεται σε μια ανώτερης μορφής εσωτερική κατάδυση, σε μια περιπλάνηση στις ρίζες του όντος, εκεί που η τραγική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην αδυναμία του να συλλάβει με τη διανόηση το ασύλληπτο του Απείρου και του Απέραντου, μετατρέπεται σε πόνο από τον οποίο επιδιώκει να απολυτρωθεί με την πνευματική ικεσία και την ψυχική έκσταση. Μ’ αυτόν τον τρόπο η πυθαγόρεια προοπτική αναγωγής της ψυχής στη σφαίρα της πνευματικότητας αποσπάται από το ιδεώδες του ελληνικού ορθολογισμού και καταλήγει στον χώρο της Μαγείας. Με άλλα λόγια, στη διονυσιακή υπέρβαση που ήρθε σαν αναπόσπαστο συμπλήρωμα της απολλώνιας συμμετρίας μέσα στην οποία αποκρυσταλλώνεται η έννοια του αισθητικά Ωραίου.
Μίκης Θεοδωράκης

«Μονόλογοι στο Λυκαυγές». Ο Μίκης, στην πιο σκοτεινή στιγμή τής νύχτας, περιμένει την καινούργια αυγή, που θα φέρει τον Απόλλωνα με το φωτοστέφανο του ήλιου να σταλάξει στην ψυχή των ανθρώπων το πανάρχαιο μήνυμα: Η ουσία της ζωής του Έλληνα είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, η ελληνική φύση.

Ο Μίκης δεν μονολογεί. Απαγγέλει τον ποιητικό μονόλογο της διαδρομής του στη ζωή και στην τέχνη. Η μουσική, η επανάσταση, ο έρωτας, η Ελλάδα.

Η οικουμένη κοινωνεί τον ελληνικό λόγο με τη θεοδωρακική μουσική. Έντεχνο-Λαϊκό, «Τραγούδι- ποταμός», Λυρική Τραγωδία, Συμφωνίες, Λαϊκά Ορατόρια- Μετασυμφωνική Μουσική.

Ο Μίκης υψώνει το βλέμμα στον Παρθενώνα και λέει: «Από την εποχή της εφηβείας μου στόχευσα σταθερά σε μια χίμαιρα, που την αγάπησα και της αφοσιώθηκα ψυχή τε και σώματι, αδιαφορώντας τελικά αν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Έτσι, ζούσα σε μια διαφορετική πραγματικότητα, που για μένα ήταν και είναι η πραγματικότητα της πραγματικότητας.

Ήταν και είναι ένα όραμα από ιδέες και ήχους. Μια χίμαιρα ελληνική με χιτώνες και ιάμβους, που με βοήθησε να προχωρώ χτίζοντας από δω κι από κει δύο παράλληλους κόσμους με κοινή κοίτη και θεμέλια. Το πολιτικό όραμα και το μουσικό σύμπαν, τα δύο στοιχεία της προσωπικής μου χίμαιρας, είχαν κοινή ρίζα την ανάγκη της έκφρασης μιας κοσμοθεωρίας και μιας στάσης ζωής που έβγαιναν μέσα από τα έγκατα της ανθρωποκεντρικής και ελληνοκεντρικής μου συνείδησης»(124).

Ανάμεσα στους ευρωπαϊστές και στους ελληνιστές της Μουσικής

Είναι γνωστό, ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του μουσικού έργου τού Θεοδωράκη είναι «η γεφύρωση του έντεχνου με το λαϊκό» και «η μέθεξη του ελληνικού με το ευρωπαϊκό, του μονοφωνικού με το συμφωνικό». Συμφωνική μουσική και Συμφωνίες με φόρμες δυτικές και πυρήνα ελληνικό. Η λαϊκή μουσική ενώνεται με την παραδοσιακή μουσική και τη λόγια ποίηση. 

Ο βυζαντινός ύμνος γίνεται η βάση για τη μελοποίηση του ελεύθερου στίχου.

Ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου– τότε που ο Θεοδωράκης έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της μουσικής– επικρατούσαν δύο αντίθετοι, σχεδόν εχθρικοί, κόσμοι: Οι ευρωπαϊστές και οι ελληνιστές. Οι πρώτοι, αφοσιωμένοι καθώς ήταν στην αστική τάξη, είχαν κυριαρχήσει στη μουσική εκπαίδευση και στις επιχορηγούμενες από το κράτος μουσικές υποδομές, ενώ οι δεύτεροι έχαιραν της αποδοχής και της αγάπης της πλειονότητας του ελληνικού λαού.

Το κύριο χαρακτηριστικό της ντόπιας αστικής τάξης, από τη στιγμή της δημιουργίας της, είναι η απαξίωση τού ελληνικού πολιτισμού. Πάγια τακτική της, από τότε μέχρι σήμερα,  είναι η απηνής δίωξη ή η φίμωση κάθε Έλληνα δημιουργού, που δημιουργεί έργα με ελληνικότητα.

Στα 1870 μια ομάδα πλούσιων Αθηναίων ίδρυσε το Ωδείο Αθηνών και αργότερα τη Συμφωνική Ορχήστρα του. Οι  ιδρυτές και ιδιοκτήτες του Ωδείου και της Ορχήστρας προνόησαν να συμπεριλάβουν ένα άρθρο στο καταστατικό της Ορχήστρας με το οποίο απαγορευόταν η εκτέλεση ελληνικών συνθέσεων και δη συμφωνικών έργων!

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Έλληνες συνθέτες συμφωνικής μουσικής με επικεφαλής τον Μανώλη Καλομοίρη προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια Εθνική Σχολή, κατά τα πρότυπα των Εθνικών Σχολών άλλων χωρών, που αναπτύσσονταν πάνω στον κορμό της γερμανικής μουσικής. Έτσι διαμορφώθηκαν οι δύο αντιτιθέμενοι μουσικοί κόσμοι.

Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας ήταν ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης (και δάσκαλος του Μίκη), ο οποίος εισηγήθηκε στον Γερμανό γκαουλάιτερ να μετατρέψει την ιδιωτική Ορχήστρα του Ωδείου σε κρατική. Ο Γερμανός κατοχικός διοικητής δέχτηκε κι έτσι η Ελλάδα απέκτησε την πρώτη κρατική Συμφωνική Ορχήστρα.

Η αντίθεση,όμως, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των ευρωπαϊστών και των ελληνιστών συνθετών δεν μετριάστηκε, παρά το γεγονός ότι η Ορχήστρα μπορούσε πλέον να παρουσιάζει και έργα Ελλήνων.

Ο Θεοδωράκης δεν ακολούθησε ούτε τη μία ούτε την άλλη «σχολή» αλλά αναζήτησε και κατέκτησε νέα εκφραστικά μέσα. Διαφοροποιήθηκε ριζικά από την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής του, που ήθελε τους Έλληνες συνθέτες απλούς μιμητές των Ευρωπαίων συνθετών, και πρωτοτύπησε. Πράγμα ασυγχώρητο, βεβαίως, για τους ιθύνοντες των μουσικών πραγμάτων, οι οποίοι μηρύκαζαν την αντίληψη της αστικής τάξης ότι οι Έλληνες δημιουργοί είναι καταδικασμένοι να ζουν κάτω από τη σκιά των Ευρωπαίων, ανίκανοι να δημιουργήσουν πρωτότυπο καλλιτεχνικό έργο.

Ο Θεοδωράκης δημιούργησε ένα νέο καλλιτεχνικό έργο υψηλής αισθητικής με τη σφραγίδα της ελληνικότητας, ικανό να αναμετρηθεί με τα μεγάλα συμφωνικά έργα της Ευρώπης και να σταθεί ισάξια ανάμεσά τους. Ένα έργο ικανό να μυήσει τους Έλληνες στη συμφωνική μουσική και να συγκινήσει τις πλατιές μάζες. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: Η δυτική μουσικολογία κατατάσσει το Canto General ανάμεσα στα δέκα μεγαλύτερα συμφωνικά έργα του 20ου αιώνα. Το έργο συγκινεί βαθιά τις πλατιές μάζες, που συρρέουν κατά χιλιάδες να το παρακολουθήσουν, κάθε φορά που παρουσιάζεται.

Παρά το γεγονός ότι το συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη στο εξωτερικό θεωρείται ίσης καλλιτεχνικής αξίας και ποιότητας με τα έργα των μεγάλων συμφωνιστών της Κεντρικής Ευρώπης, στην Ελλάδα δεν έχει γίνει αποδεκτό ούτε από το μουσικό κατεστημένο των ευρωπαϊστών ούτε από το μουσικό κατεστημένο των ελληνιστών. Οι δύο μουσικοί κόσμοι, υπηρετώντας μια δήθεν καθαρότητα– ανυπόστατη βεβαίως στην τέχνη της Μουσικής– κρατούν τη θεοδωρακική μουσική έξω από τους χώρους που ελέγχουν, δηλαδή από τα ευρωπαΐζοντα ελληνικά ωδεία και τις πανεπιστημιακές σχολές, καθώς επίσης και από τους χώρους που ελέγχουν οι φανατικοί της λαϊκής μουσικής και της βυζαντινής παράδοσης.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής μουσικής

Για τον Θεοδωράκη το πρόβλημα της υποτίμησης της ελληνικής μουσικής «ξεκινά από το γεγονός ότι το μεγάλο πράγματι προβάδισμα των ευρωπαϊκών συνθετών ως προς την τεχνολογική ανάπτυξη– ας το πούμε ως προς τη φόρμα γενικά– θεωρήθηκε εξίσου προβάδισμα και ως προς την ουσία της μουσικής, ως προς το περιεχόμενο»(132).

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής μουσικής έγκειται στο γεγονός ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού ήθους και συνέβαλε ουσιαστικά στην επιβίωση του ελληνικού έθνους, ειδικά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αργότερα, στα 1821, η δημοτική ποίηση και μουσική (και οι δημοτικοί χοροί) εμψύχωσαν το ξεσηκωμένο γένος και βοήθησαν στη διατήρηση της αγωνιστικότητας των Ελλήνων. «Σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, από το ’21 έως τη Χούντα, η ελληνική μουσική στάθηκε στο πλευρό των Ελλήνων αναπτερώνοντας το ηθικό τους και σμιλεύοντας την πίστη τους στα μεγάλα ανθρώπινα ιδανικά, με πρώτο εκείνο της ελευθερίας»(130). Με λίγα λόγια, η ελληνική παραδοσιακή μουσική δεν περιορίστηκε στα όρια της πνευματικής καλλιέργειας και έκφρασης του λαού, αλλά δέθηκε με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως δενόταν και με την καθημερινή ζωή των Ελλήνων.

«Μια τέτοια μουσική, που διαδραματίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ψυχική– κυρίως– όχι μόνο ανάπτυξη, αλλά κυριολεκτικά επιβίωση ενός λαού, μπορεί να είναι κατώτερη από οποιαδήποτε άλλη;» ρωτά ο Μίκης, για να δώσει αμέσως την απάντηση: «Ο ελληνικός λαός έδωσε, δίνει και ξαναδίνει επ' αυτού την απάντηση του. Είναι σαν να λέει: “Για μένα μουσική δεν είναι τόσο οι επιβλητικές ηχητικές κατασκευές των Ευρωπαίων, όσο σπουδαίες και μεγαλοφυείς και αν είναι, αλλά αυτή που δονεί τα έγκατα της ύπαρξης μου, που με συγκλονίζει και που με ανασταίνει κάθε φορά που την ακούω ή την τραγουδώ”. Και εδώ έχουμε ένα ακόμα στοιχείο: την ενεργητική συμμετοχή– όταν πρόκειται για ένα είδος τόσο απλό και τόσο οικείο όπως το τραγούδι, σε αντίθεση με την παθητική στάση που επιβάλλουν εκ των πραγμάτων οι συμφωνικές συνθέσεις»(132).

Διαπιστώνουμε λοιπόν, μια πρωτοφανή ταύτιση της ελληνικής μουσικής– κυρίως του τραγουδιού– με την ψυχοσύνθεση και την ηθική και πνευματική υπόσταση  του ελληνικού λαού, σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα από τα δομικά συστατικά της ελληνικής ιδιοσυστασίας.   

Η πιο αποτρόπαια προδοσία

«Από όλες τις προδοσίες που υπέστη διαμέσου των αιώνων ο λαός μας, η πιο σιχαμερή και αποτρόπαια για μένα ήταν αυτή η προδοσία διαρκείας την οποία εφάρμοζαν καθημερινά οι λεγόμενες ηγέτιδες τάξεις από το 1830 έως τις μέρες που– έφηβος πια– μπορούσα να δω και να κρίνω», γράφει ο Μίκης στο κεφάλαιο «Ο ευρωπαϊστές και οι ελληνιστές της Μουσικής[1]». «Ποιο ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της; Η πλήρης άγνοια και περιφρόνηση στις παραδόσεις και στις ικανότητες του ελληνικού λαού και κατά συνέπεια ο απεριόριστος θαυμασμός και επομένως και υποταγή στους πλουσίους, στους δυνατούς και δήθεν πολιτισμένους ξένους. Έτσι, με βασικό εμπνευστή και καθοδηγητή τους ισχυρούς της χώρας μας, που καλλιεργούσαν συστηματικά αυτό το εθνικό μας κόμπλεξ, πορεύτηκε η δυστυχισμένη χώρα μας σχεδόν έως σήμερα. Και νομίζω ότι τα πολιτικά σχήματα Δεξιά - Κέντρο - Αριστερά - Βενιζελικοί - Λαϊκοί - Κομουνιστές κτλ. ήρθαν για να μας μπερδέψουν και ουσιαστικά να συγκαλύψουν την πραγματικότητα, που είναι η διαρκής αντίθεση και πάλη ανάμεσα σ' αυτές τις δυο κυρίαρχες αντιλήψεις: Μαϊμουδισμός ή πρωτοτυπία. Που γεννά το ερώτημα: Οι Έλληνας είναι ικανοί να πρωτοτυπήσουν; Ή είναι καταδικασμένοι να μιμούνται και να ακολουθούν τους ξένους; Με τη βεβαιότητα ότι είμαστε καταδικασμένοι στη μίμηση, οι δυνατοί της χώρας διαμορφώνουν σχεδόν επί δύο αιώνες τη ζωή του έθνους, οδηγώντας το στις κρίσιμες στιγμές στις ακραίες καταστροφικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά» (134).

Τέλος δ' μέρους

Αναστασία Βούλγαρη
29 Μαΐου 2017


Σχόλια