ΠΡΟΔΟΜΕΝΑ ΈΡΓΑ: ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Παραθέτουμε το έργο του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ "ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ" ΟΛΟΚΛΗΡΟ απ' το youtube. To έργο επίσης μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο στην προσωπική ιστοσελίδα του Μίκη Θεοδωράκη στο παρακάτω link, όπως επίσης και ολόκληρη την μουσική του.

 http://www.mikistheodorakis.gr

Διαβάστε επίσης:
ΑΡΧΙΚΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΔΙΣΚΟΥ
 
ΕΞΩΦΥΛΛΟ REMASTERED ΈΚΔΟΣΗΣ

Ημερομηνία Έκδοσης Δίσκου: 1984
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης 
Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης 
Ενορχήστρωση: Κώστας Γανωσέλης 
Τραγουδάει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου

01. ΥΠΟΘΗΚΑΙ 00:00

 Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε τ’ όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη να αρέσει.
Του δινούν λόγια χρυσά, που νικούν
με τη πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά
στην μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
  
02. ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ 03:30

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία
κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν.

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν..." διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

...Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι...
 
03. ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΜΟΥ 'ΛΕΓΕΣ 07:12

 Για τη ζωή σου μου `λεγες
για το χαμό της νιότης
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της.
Κι ενώ μια υγρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ’ τ’ανοιχτό
παράθυρο είχε μπει.
Για τη ζωή σου μου `λεγες
για το χαμό της νιότης
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της.

04. ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ 09:37

 Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να `ρθεις.
Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μου αρρώστησεν ο Μάρτης
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.
Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θε να σ’ αρέσουν, έχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.
Πάρε απαλά τον οίκτο σου να φτάσεις
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος για ν’ απαλύνει.

05. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ 13:15
 
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή.
Οι Ουγκό με "Τιμωρίες" την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
"Ποιος άδοξος ποιητής" θέλω να πούνε
"την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;"

06. ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ 16:40

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου,
δώθε απ’ το όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.

Κι είμαστε νέοι, πολύ νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα
σ’ ένα βράχο, το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να `χουμε τι να `χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά! 

07. ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ 20:59
 
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

08. Η ΝΥΧΤΑ ΜΑΣ ΕΧΩΡΙΣΕΝ 23:48
 
Η νύχτα μας εχώρισεν
από όσους αγαπάμε
πριν μας χωρίσει η ξενιτιά.
Να ‘ναι όλοι εκεί στο μόλο;

Σφύρα, καράβι αργήσαμε
κι αν φτάσουμε όπου πάμε,
στάσου λίγο, μα ύστερα
σφύρα να φεύγουμε όλο.

09. ΔΡΟΜΟΣ 25:23

Τώρα μακραίνουμε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.

Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζωνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.

Μ’ είδαν προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.

Πόσο τ’ ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρεφω κοιτάζοντας
προς τ’ όνειρό μου.

Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ’ άνθη χαμόγελα
μες στους χειμώνες.

Μ’ είδαν προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.

Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ήλιοι τα πρόσωπα.
μάτια τ’ αστέρια.

Είναι και ανάμεσα
σ’ όλα η αγάπη.
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.

Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες
κλαίνε τα μάτια.

10. ΑΓΑΠΗ 28:19
 
Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

11. ΜΠΡΟΥΤΖΙΝΟΣ ΓΥΦΤΟΣ 29:57

Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα!
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα

και που ‘χει τη γυναίκα του
χτήμα του και βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα!
δίνει κλοτσιά στον ήλιο!  

12. ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ 32:32

 Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να `χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.
Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται
μιαν ώρα που περάσαμε μαζί
σ’ εκείνη τα βιβλία μου λησμονιούνται
σ’ εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.
Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος,
δεν ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς
κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να `χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δεν μπαίνει.
Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί
στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,
αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.

Σχόλια