ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Μίκης Θεοδωράκης: ο φυλακισμένος δημιουργός - Η μαχόμενη κουλτούρα κατά την περίοδο της δικτατορίας - Της Αναστασίας Βούλγαρη

Αγαπητοί αναγνώστες, 

Δημοσιεύουμε σήμερα, 21 Απριλίου 2016, ημέρα της μαύρης επετείου των 49 χρόνων από την στιγμή που επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών (ΧΟΥΝΤΑ-21/4/1967), ένα δοκίμιο/αφιέρωμα στον άνθρωπο που πρώτος ανάμεσα στους πολιτικούς της χώρας, ύψωσε το ανάστημά του και κάλεσε τον ελληνικό Λαό σε Αντίσταση απέναντι στους φασίστες. Το δοκίμιο ανέλαβε και επιμελήθηκε η καλή φίλη και συνεργάτιδα του Θεοδωρακισμού/Theodorakism, Αναστασία Βούλγαρη και την ευχαριστούμε για την εξαιρετική δουλειά!

Το κείμενο, που συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό, αφορά στην δράση του Μίκη Θεοδωράκη, την περίοδο 1967-1970. Αναδεικνύει πτυχές της ζωής του Μίκη κατά τις σκοτεινές μέρες των πρώτων χρόνων της ελληνικής χούντας που σίγουρα κάποιοι από τους αναγνώστες μας αγνοούν!

Οι συντελεστές του Θεοδωρακισμού/Theodorakism


Μικρό αφιέρωμα στο μουσικό και συγγραφικό έργο τού Μίκη Θεοδωράκη κατά την περίοδο των φυλακίσεων του από τον Αύγουστ0 του 1967 έως τον Απρίλιο του 1970.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ένας μαχόμενος καλλιτέχνης, αντιστέκεται με το έργο του και τη στάση του στον φασισμό. Εμψυχώνει τους φυλακισμένους και εξορισμένους  Έλληνες αγωνιστές και στέλνει στην ανθρωπότητα το μήνυμα του χρέους, της αγωνιστικότητας και της ελευθερίας. Ταυτόχρονα δημιουργεί έργα  ανυπέρβλητης ομορφιάς, που υμνούν τον άνθρωπο που αγωνίζεται για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. 

Αντί εισαγωγής - Για τη μαχόμενη κουλτούρα

Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, στα 1965, στο Λονδίνο, στο κείμενό του «Τα καθήκοντα της μαχόμενης κουλτούρας»[1] (σ.σ. ο όρος δικός του):
«Η ελληνική θρησκεία είναι η ‘κουλτούρα’. Ο λαϊκός μας πολιτισμός δεν σημαίνει για το λαό μας μόνο τέχνη, μονάχα αισθητική απόλαυση. Σημαίνει ακόμα: την αγάπη της ελληνικής γλώσσας  ως την πεμπτουσία της ελληνικής κληρονομιάς˙ την ενότητα του χαρακτήρα και τους συναισθήματος της φυλής˙ την πίστη στον άνθρωπο και τις μεγάλες αξίες, την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την τιμή, τη λευτεριά˙ τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ιδιαίτερη ρωμαίικη στάση ζωής, το φιλότιμο, τη λεβεντιά.
Οι βαθύτερες ρίζες του ελληνισμού είναι η εθνική μας κουλτούρα. Ανεβάζει τους πολυτιμότερους εθνικούς χυμούς προς τον κορμό του έθνους. Χάρη σ’ αυτούς διατηρηθήκαμε, νικήσαμε τους νικητές μας. Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές και άτρωτες, ώστε να είναι ικανές να θρέψουν, να στηρίξουν και να υψώσουν ένα γιγάντιο δένδρο. Δηλαδή μας εξασφαλίζουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον του έθνους.
Από τα συμπεράσματα αυτά πηγάζουν οι ευθύνες και τα καθήκοντα των εκπροσώπων της ελληνικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές,  ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με το λαό, μαζί με το έθνος, στην πρώτη γραμμή. Και τότε η κουλτούρα γίνεται ‘μαχόμενη’. Για να διαφυλαχθεί η πεμπτουσία της με την εξασφάλιση της νίκης στην υπόθεση του λαού και του έθνους. 
»Ποια είναι τα καθήκοντα της ‘μαχόμενης κουλτούρας’ στη χώρα μας;
1. Η κουλτούρα δεν αποτελεί φαινόμενο αυθύπαρκτο, αλλά, σαν το δέντρο, ριζώνει και αναπτύσσεται στο χώμα του λαού –τού έθνους- και στη συνέχεια –όπως συμβαίνει με τα δέντρα- βοηθάει το χώμα, το λαό, να ανανεωθεί, να πλουτιστεί.
2. Επομένως, τα προβλήματα του λαού  και τού έθνους είναι και προβλήματα της κουλτούρας.
3. Όμως η κουλτούρα –όντας η ίδια η έκφραση της πεμπτουσίας της εθνικής συνείδησης- καλείται να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο, που είναι:
α) Η διατήρηση της ψυχικής ενότητας του έθνους
β) Η προβολή των δυνατών στοιχείων που συνθέτουν το εθνικό πρόσωπο.
γ) Η χάραξη πατριωτικής προοπτικής, το ξέσπασμα και το ανελέητο χτύπημα των συνειδητών και ασυνείδητων εχθρών της εθνικής ενότητας, των οπαδών της εθνικής μειοδοσίας, των ραγιάδων, των ανάξιων, των προδοτών και των πληρωμένων πρακτόρων.
δ) Ιερός πόλεμος ενάντια στον ξένο που περιφρονεί την Ελλάδα, που μισεί το λαό μας, που μας αντιμετωπίζει σαν λαό τρίτης κατηγορίας, λαό ξενοδόχων και υπηρετών, λαό προσκυνημένων.
Ωστόσο η ‘μαχόμενη κουλτούρα’ δεν σταματά στις διαπιστώσεις. Προχωρεί στη δημιουργία και στην δια της δημιουργίας χάραξη προοπτικής. Χρέος μας είναι, ενώ θα χτυπάμε το σκοτάδι, να προσπαθούμε  συγχρόνως ν’ ανοίγουμε παράθυρα προς το φως-προς το μέλλον…»
Είχε προηγηθεί η ομιλία τού Μίκη στην Κρήτη, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ως υποψήφιος της ΕΔΑ το 1964, με τίτλο « Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ευαίσθητος στα κοινά»[2].
(Απόσπασμα) «Όμως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, τού πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μένει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογγούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται, όταν το έθνος του ταπεινώνεται, φιμώνεται, μεταβάλλεται σε ζούγκλα με νόμους το «έτσι θέλω» του Καραμανλή και το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη (σ.σ αναφέρεται στη δολοφονία του Λαμπράκη).
Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στο λαό, πλάι στον ήρωα που τον κλείσανε στη φυλακή γιατί πολέμησε τον εχθρό (…). Πώς θέλετε από τον καλλιτέχνη, που τον εκτιμάτε και τον αγαπάτε, να μένει αδιάφορος, απομονωμένος πίσω από τις παχιές κουρτίνες –πίσω από τη ζωή- και να φτιάχνει ήρεμος, ξέγνοιαστος και αδιάφορος τραγούδια, όταν έξω, στους βουερούς δρόμους, η αδικία αλωνίζει, το ψέμμα θριαμβεύει και η μισαλλοδοξία κυριαρχεί;
Αυτός ο καλλιτέχνης, κι αν υπάρχει, είναι ψεύτικος και ψεύτικα θα είναι τα τραγούδια που θα σας φτιάξει. Γιατί ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια…»

Πηγές

Για το μικρό αυτό αφιέρωμα χρησιμοποίησα το βιβλίο το τρίτομο ΧΡΕΟΣ  του Μίκη Θεοδωράκη (Β’ έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011) το βιβλίο του Guy Wagner Μίκης Θεοδωράκης, μια ζωή για την Ελλάδα, (Τυπωθείτω-Δαρδανός, Αθήνα 2002) την μεταπτυχιακή μελέτη τού Ανδρέα Μαράτου, Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης- Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του, (Ιανός Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2014) καθώς και τους δύο από τους τρεις τόμους του Μίκη με τίτλο Μελοποιημένη Ποίηση (Ύψιλον, Αθήνα 1997 και 1998)  Τέλος για χρονολόγιο χρησιμοποίησα το λεύκωμα του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη Μίκης Θεοδωράκης, Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, ντοκουμέντα της ζωής και τού έργου του (Αρχείο Κρήτης, Αθήνα 2005).

 Ειδικά για το ΧΡΕΟΣ: Η πρώτη ελληνική έκδοση (1974-Πλειάς)  Συμπεριελάμβανε :  πολιτικά κείμενα και δοκίμια τού Μίκη από το 1963 έως το 1974, προτάσεις για ένα λαϊκό κράτος με ανάλυση, κείμενα για τον σοσιαλισμό, ανάλυση της «σταλινικής» περιόδου, προτάσεις προς την Αντίσταση με σχέδιο και πρακτική αγώνα ενάντια στη χούντα, μελέτες και δοκίμια για τον πολιτισμό, τη μαχόμενη κουλτούρα και αναλύσεις των έργων του συνθέτη. Ακόμα συμπεριελάμβανε τα Ημερολόγια φυλακής, το Ημερολόγιο της Ζάτουνας, τον αντιδικτατορικό αγώνα στο εξωτερικό, την αλληλογραφία με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και τον ιδεολογικό διάλογο που γινόταν τότε. Τα Ημερολόγια 1971-1974. 

Επίσης, την εξιστόρηση ιστορικών γεγονότων κατά την διάρκεια των συναυλιών του ανά τον κόσμο, στα πλαίσια του αντιδικτατορικού αγώνα. 

Σημαντική  για τους ιστορικούς -και η μόνη που υπάρχει- είναι για η εξιστόρηση για τη δημιουργία και τη διάλυση του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου.

Η δεύτερη έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω, αλλά ο Μίκης πρόσθεσε και κείμενά του από το 1974 έως το 1996. Η πιο σημαντική ανάλυση που έχει γραφτεί γι αυτήν την περίοδο.

Κορυφαίο το κεφάλαιο με τίτλο Η πολιτική μου φιλοσοφία. 

Το ΧΡΕΟΣ, δεν είναι απλώς μια εξιστόρηση ενός αγωνιστή. Είναι ένα σημαντικό ιστορικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό, ιδεολογικό και φιλοσοφικό έργο-οδηγός για όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους και , κυρίως, για εκείνους που οραματίζονται μια κοινωνία ελευθερίας, δημοκρατίας, ειρήνης και δικαιοσύνης.

Το ΧΡΕΟΣ είναι ένα μνημειώδες έργο, που συκοφαντήθηκε και  αποκρύπτηκε από τον λαό και τη νεολαία για πολλά χρόνια.

Όταν το πρωτοδιάβασα, στα 1996, (το βρήκα να με περιμένει όρθιο στον πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου στο Μοναστηράκι, ενώ τα άλλα βιβλία γύρω του κείτονταν στο σκονισμένο πάτωμα) άλλαξε τη σκέψη μου και τη ζωή μου και γι αυτό θα χρωστώ παντοτινή ευγνωμοσύνη στον Μίκη Θεοδωράκη

 Στη  θύμηση της πρώτης μου συνάντησης με το Χρέος, η ψυχή μου εξακολουθεί, αν και έχουν περάσει είκοσι ολόκληρα  χρόνια, να ανταριάζει όπως την πρώτη στιγμή…

Αλλά, ας πάμε στη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή.

Πραξικόπημα- ο Μίκης στην παρανομία- Η πρώτη έκκληση για Αντίσταση- Τα τραγούδια της παρανομίας

Την 21η Απριλίου του 1967, οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Ανθυπολοχαγός πυροβολικού και αντισυνταγματάρχης της ΚΥΠ στις υπηρεσίες πληροφοριών ως μεσολαβητής στις επαφές μεταξύ ΚΥΠ και CIA,  Στυλιανός  Παττακός,  ταξίαρχος και μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης «Ζωή» και ο Νικόλαος Μακαρέζος, μέλος της ΚΥΠ, οργάνωσαν το πραξικόπημα και επέβαλλαν τη δικτατορία.


Στις 3 η ώρα τα ξημερώματα εκείνης της Παρασκευής και ενώ τα τανκς βρίσκονται ήδη στο κέντρο της Αθήνας, ο Μίκης ειδοποιείται τηλεφωνικά ότι έγινε πραξικόπημα. Αμέσως φεύγει από το σπίτι του και βγαίνει στην παρανομία.
Χιλιάδες Αριστεροί και Κομμουνιστές έχουν ήδη συλληφθεί. Μέσα στις επόμενες ώρες συλλαμβάνονται και αστοί πολιτικοί, από την Δεξιά και το Κέντρο.
Ο Μίκης,  την ίδια μέρα, στις 6 το πρωί συντάσσει την πρώτη έκκληση  για αντίσταση.
Δυο μέρες αργότερα, δημοσιεύει ένα δεύτερο μήνυμα. Το αναπαράγει σε δεκάδες αντίτυπα , μαζί με τους λιγοστούς συντρόφους του και το μαγνητοφωνεί. Το μήνυμα μεταδίδεται από κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς του εξωτερικού.
28 Απριλίου 1967- Μ. Παρασκευή: Συναντιέται με όσους Λαμπράκηδες δεν έχουν συλληφθεί.
Πάσχα: Ιδρύουν το ΠΑΜ (Πατριωτικό Μέτωπο). Ανάμεσα στα  μέλη του ΠΑΜ  ο Χρόνης Μίσσιος και ο Πάνος Τζαβέλας. Αποφασίζουν να  να εκδώσουν την εφημερίδα «Νέα Ελλάδα».  Ο Μίκης Θα συλληφθεί τον Αύγουστο του 1967. Μαζί του θα συλληφθούν και θα βασανιστούν φριχτά και όλοι όσοι τον βοήθησαν και το έκρυψαν. Ανάμεσά τους ο  Ρηνιώ Παπανικόλα, η Σύλβα Ακρίτα, η Ντόρα και ο Γιάννης  Λελούδας, ο Γιώργος  Κουπαρούσος, ο Ιάσων Παπαηλιόπουλος, η Κίττυ Αρσένη, ο Γιάννης Λούλης, ο Γιώργος Βότσης και άλλοι πολλοί αγωνιστές. Αλλά,  ας επιστρέψουμε στις μέρες της παρανομίας.
Ο Μίκης,  εφαρμόζοντας  την τακτική που είχε επινοήσει όταν ήταν παράνομος κατά τον Εμφύλιο, αλλάζει συνεχώς κρυψώνες, γράφει σημειώματα τα οποία αναπαράγουν οι Λαμπράκηδες και γίνεται άφαντος. Η εφημερίδα «Νέα Ελλάδα» εκδίδεται σε πολυγραφημμένα φύλλα που μοιράζονται κρυφά τη νύχτα.
Με δύο μαγνητόφωνα, ένα για να ηχογραφεί κι ένα για να κάνει αντίγραφα, συνθέτει επαναστατικά τραγούδια ακολουθώντας τη δομή των κλέφτικων  τραγουδιών[3].
Εδώ τα τρία τραγούδια «Το Μέτωπο», «Πέλαγο», «Ελευθερία ή θάνατος». Μοναδικό μουσικό όργανο το τραπέζι. Η ποίηση είναι του Μίκη. Με τα δυο μαγνητόφωνα μπορεί να ηχογραφεί προσθέτοντας φωνές. Η φωνή του Θεοδωράκη γίνεται η φωνή της ελευθερίας! 



Γράφτηκαν τον Ιούλιο του 1967. Υπάρχει κι ένα τέταρτο τραγούδι:
Ο ΗΛΙΟΣ[4]
Σε μια μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα
Γι αυτό κάθε νέος και κάθε νέα
Σε όλο τον κόσμο πρέπει να κλάψει πικρά
Γιατί όταν ποδοπατιέται ένα λουλούδι
είναι τα νιάτα τού κόσμου που ποδοπατιούνται.
Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι
είναι τα νιάτα τού κόσμου που σκοτώνονται
Γιατί όπου σταυρώνεται ένας  λαός
είναι τα νιάτα που σταυρώνονται.
Βοηθήστε, νέοι και νέες,
να σηκώσουμε τον Ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Ο Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.
Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.  
Παράλληλα, ολοκληρώνει τη σύνθεση του Romancero Gitano, σε ποίηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη

Σύλληψη- Η πρώτη φυλακή, «Ο Ήλιος κι ο Χρόνος»

Το κρυφτό με την αστυνομία συνεχίζεται, ο κλοιός όμως σφίγγει γύρω από τον Μίκη, όταν η Ασφάλεια και η ΚΥΠ βρίσκονται στο κατόπι του. 
21 Αυγούστου 1967, συλλαμβάνεται από τον Μπάμπαλη, ο οποίος του λέει «σε οδηγούμε στο απόσπασμα Θεοδωράκη» και του κάνει εικονική εκτέλεση. Ύστερα, τον μεταφέρουν  στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών στην οδό Μπουμπουλίνας. «Επιτέλους!» αναφωνεί όλο ανακούφιση η Φρειδερίκη, μόλις έμαθε τη σύλληψη τού Μίκη.
Στο τέταρτο πάτωμα της Μπουμπουλίνας, στο κελί με αριθμό 4.
Εκεί ο Μίκης έμεινε 50 ημέρες στην απόλυτη απομόνωση, περιμένοντας το μαρτύριο και τον θάνατο. Κοιμόταν γυμνός πάνω στο τσιμέντο με προσκεφάλι τα παπούτσια του. Η ζέστη ήταν φρικιαστική.  
Από το ημερολόγιο του συνθέτη[5] :
«Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αρ. 4, περίμενα το μαρτύριο και το θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ΄αυτήν τη στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μαζί μου μέσα στο κελί. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσε τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;
Τότε σκεφτόμουνα πως έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή!
Όλα υπάρχουν: Η Ελλάδα, το Μέτωπο, Το Κόμμα!
Κάποτε ο φρουρός συμφωνούσε. Πιο συχνά είχε άλλη γνώμη. Η συζήτηση εξακολουθούσε δίχως τέλος.
Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπόφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός, όπως τη στιγμή που με πιάσανε. Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. Τα γένια μου είχαν μακρύνει και με τρώγανε. Έτρωγα λίγο, δίχως πιρούνι ή κουτάλι. Με τα χέρια. Ήμουν βρόμικος. Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα, το μοναδικό «έπιπλο». Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια βήματα κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα. Παρακολουθούσα κρυφά τους μυς του φύλακα. Με μισούσε; Γιατί; Ασφαλώς θα είχε τραγουδήσει τα τραγούδια μου. Πότε, λοιπόν, θα έπεφτε πάνω μου; Πότε θα με πάρουν; Τα μάτια τους! Αν τους κοιτάξω κατευθείαν μέσα στα μάτια, τότε θα ντραπούν; Οφείλουν να ντραπούν!
Αυτή την αγωνία ακολουθούσε μια ανεξήγητη ευφορία. Ήμουν ευτυχής! Στο τέλος τέλος ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός. Ίσως να ‘ναι όμορφος, λέω στον φρουρό μου.
Όμως με τον ερχομό της καινούριας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή ξανάπαιρνε τα δικαιώματα της. Η ζωή με νικούσε. Με κατασπάραζε. Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα μέσα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα.
Ήμουν δυστυχής γιατί δεν με σκότωναν αμέσως. Τι θα μ΄έκαναν τώρα; Με τι τρόπο θα με σκότωναν; Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε. Ώρα 2, 3 ,4, 5, 6 το απόγιομα. «Μέσα στους παραδείσους κήπους του κρανίου μου, κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου».
Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει. Ίσως με σκέπτονται. Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. «934.303, 934.303», φωνάζω. Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει « ο Μίκης ζει».
Σκέπτομαι τους συντρόφους. Η Μαρία πιάστηκε μαζί μου. Μ΄ έσπρωξαν μέσα στο αυτοκίνητο του Λελούδα, που οδηγούσε άλλοτες ο Ιάσων. Μάλλον θα πιάστηκαν κι αυτοί. Η Σίλβα βρίσκεται με την Έλενα στη Βουλιαγμένη. Τώρα θα κολυμπούν. Η Σίλβα αγαπούσε τον Πεπίνο ντί Κάπρι. Στη Φιλοθέη ακούγαμε Μαρκόπουλο. Το βράδυ περπατούσαμε προσεκτικά στο σκοτεινό κήπο κάτω από τις βερικοκιές. Η Έλενα κρατούσε μια φυσαρμόνικα. «Φτερά, φυσαρμόνικες, ήχοι από νερό, σαύρες, φεγγάρια». Ο Κώστας, ο Αντώνης, ο Μπάμπης, είναι μέσα στο σπίτι. Εγώ τώρα θα πεθάνω. Ο Γιάννης κι η Ντόρα κάπνιζαν αρωματικά τσιγάρα Ξάνθης.
Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν ο στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και το θάνατο…
Είμαι ο χρόνος.
Να γιατί ο ΗΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της Ζωής και του Θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι αυτούς που τον μισούν και ντον βασανίζουν».
Κάθε βράδυ, στις οκτώ, κρεμασμένος στα κάγκελα τραγουδά μέσα στο φωταγωγό: Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι/ το σκοτάδι είναι βαθύ/ μόνον έναν παλικάρι/ δεν μπορεί να κοιμηθεί.


Τον Οκτώβριο τον μεταφέρουν στο κελί αρ. 1. Σε λίγο φέρνουν τον Γιώργο Κουπαρούσο. Από πάνω τους η ταράτσα- σφαγείο των βασανιστηρίων και  της φάλαγγας. Μετράνε τα χτυπήματα στις  πατούσες των συναγωνιστών τους. Εβδομήντα χτύποι... ογδόντα… εκατόν είκοσι …ογδόντα… κραυγή! 
Στις 17 Οκτωβρίου, ολοκληρώνει τη σύνθεση των 16 από τα 32 ποιήματα και τα μαθαίνει στον Γιώργο Κουπαρούσο για να τα τραγουδούν μαζί. Τραγούδια για σολίστ, χορωδία και ανδρική απαγγελία.
«Καθισμένοι στο παράθυρο, πίσω από τα κάγκελα, λίγο πριν πλαγιάσουμε, τραγουδούσαμε μαζί»[6]:
Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου…

Γράφει ο Ανδρέας Μαράτος[7]:
« Ο Ήλιος κι ο Χρόνος. Απρόσμενες μελωδίες που παραπέμπουν σε άλλα είδη μουσικής και λάμπουν μοναχικές κι αυτόφωτες.
Απ’ έξω η Αθήνα, πάντα «ανυποψίαστη»
Γεια σου Ακρόπολη/ Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου/ ο Πολικός σημαδεύει με φως/ το σταθερό σημείο τού κόσμου.
Αθήνα η πρώτη/ στο βυθό των αιώνων/με το γυαλί/ σε βλέπουν οι ψαροντοφεκάδες.
Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά/ η Γενική κέντρο τού κόσμου…
…πέντε εκατομμύρια έτη φωτός/ σταθερή γραμμή διασχίζει/πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες/ σε πέντε μέτρα/ σε πέντε μέτρα/ σε πέντε μόνο μέτρα από το κελί μου.
Το κελί, χώρος απομόνωσης, χώρος συμπαντικής υφής που συστέλλεται μέχρι να γίνει πεισιθανάτιος ρόγχος, ο εν δυνάμει τελευταίος τόπος της ύπαρξης και οριστικός της ανυπαρξίας, κι ύστερα ολόφωτος διαστέλλεται μέχρι να απειριστεί σε μια πλημμυρίδα θέλησης για ζωή. Ο χρόνος κινείται αντίστροφα. Ταφικός αιώνας η συστολή του χώρου κι απειροστή στιγμή η διαστολή του. Τότε το σώμα ανασυντάσσει κάθε ικμάδα ζωτικής δύναμης με μια βαθιά ανάσα ο νους εκρήγνυται. Στην ιερότητα αυτής της στιγμής ο άνθρωπος αντιστέκεται στην εκμηδένιση της ανθρωπινότητάς του. Συγκλονιστική η ποιητική τού μηδενός και του απείρου, του ήλιου και του θανάτου».
Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
οδός ονείρων
Ομόνοια
Σίλβα…
…φτερά φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό
σαύρες φεγγάρια
βουτούν βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα κάγκελα κάγκελα
Σίλβα.

Στην ταράτσα συνεχίζονται τα βασανιστήρια. Με τα τακ-τακ, τη μυστική  γλώσσα της φυλακής, επικοινωνούν από τοίχο σε τοίχο με τους βασανισμένους. «Βαστάω γερά» του μηνύει ο Ανδρέας Λεντάκης, που τα πόδια του είναι μια μάζα αίμα από τη φάλαγγα. Αργότερα, θα γράψει για κείνον τον κύκλο τραγουδιών Τα τραγούδια του Αντρέα, με το πολύ γνωστό τραγούδι Το σφαγείο.




Τα σχέδια του ζωγράφου Μίνωα Αργυράκη για τον έγκλιστο Μίκη. Από το Χρέος της πρώτης έκδοσης

Απεργία πείνας-Δεύτερη φυλακή, «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Μυθιστόρημα»


Από τις 2 έως τις 12 Νοεμβρίου 1967, κάνει απεργία πείνας με αίτημα να παραβρεθεί στη δίκη των μελών του ΠΑΜ. Η χούντα είχε εξαιρέσει τον Μίκη από τη δίκη, ενώ τα φασιστικά έντυπα διέδιδαν ότι «ο Μίκης συνεργάζεται με το καθεστώς». Τον μεταφέρουν σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» των φυλακών Αβέρωφ. Η ζωή του κρέμεται από μία κλωστή. Η δίκη αρχίζει, στις 15 Νοεμβρίου,  χωρίς τον Μίκη. Τριάντα ένας κατηγορούμενοι, όλοι μέλη του ΠΑΜ, δικάζονται ενώπιον του στρατοδικείου Αθηνών. Στη δίκη αποδεικνύεται ότι όλοι είχαν βασανιστεί.
Τον Δεκέμβρη μεταφέρεται στις φυλακές «Αβέρωφ». Εκεί μελοποιεί το Μυθιστόρημα και τα Επιφάνεια του Σεφέρη. Θα ονομάσει το τραγούδι-ποταμό Επιφάνεια- Αβέρωφ προς τιμήν των συγκρατούμενων του, οι οποίοι αποτελούν το κοινό της πρώτης εκτέλεσης, που θα γίνει μέσα στη φυλακή την παραμονή των Χριστουγέννων.
Γράφει ο Μαράτος:
« Τα Περιβόλια και οι Παραδείσιοι κήποι του μυαλού του στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών θα συναντηθούν με το μεταφυσικό σεφερικό τοπίο του Μυθιστορήματος και θα το οικειοποιηθούν. Ένας κύκλος  χρέους, έρωτα, θανάτου, επανάστασης».[8]
ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ Η ΠΛΗΓΗ
Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.
Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια
ως πού θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν,
των αγαλμάτων.

Σχέδιο του Κυριάκου Τσακίρη, στις φυλακές Αβέρωφ, από το Χρέος της Α’ έκδοσης
«Κλείνοντας το Μυθιστόρημα», συνεχίζει ο Μαράτος, «με αυτήν την επική επωδό διαγράφει ένα βαθύ τόξο από την ιστορική καταβύθιση, μέσω της δύναμης του χρέους στη ζωή και τον έρωτα, στο εξεγερσιακό πνεύμα.(…)
Σχέδιο του Κ. Τσακίρη για τη Μυγδαλιά από το Μυθιστόρημα, από το Χρέος της Α’ έκδοσης
Με τα Επιφάνια-Αβέρωφ εισάγει μια νέα μουσική φόρμα, μετασυμφωνική, όπως τη χαρακτηρίζει, το τραγούδι-ποταμό. Σε αυτήν ‘η μελωδική γραμμή δεν ανακυκλώνεται αλλά αναπαράγεται καθώς αναπλάθει το ποιητικό κείμενο’ (Μίκης Θεοδωράκης, Μελοποιημένη ποίηση). Γενικότερα τα έργα του όλης αυτής της περιόδου ‘στηρίζονται σε μια μουσική γλώσσα η οποία οδηγείται κι επηρεάζεται από το ίδιο το κείμενο’ (Μ.Θ. στο ίδιο)
Στόχος του είναι η προβολή του κειμένου και τον υπηρετεί με τη χρήση του ρετσιτατίβο που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μελωδικές φράσεις δημιουργώντας μια φόρμα δυσκολότερη από του τραγουδιού. Γίνεται έτσι η μουσική του πράξη αντίστασης[9]».

Το πρώτο εξώφυλλο του δίσκου Επιφάνια Αβέρωφ με τις υπογραφές των συγκρατούμενων τού Μίκη Θεοδωράκη

Σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι, «Κατάσταση Πολιορκίας» , «Τα Λαϊκά», «Νύχτα θανάτου», «Τα τραγούδια του Αντρέα», άλλα τραγούδια

 27 Ιανουαρίου βρίσκεται στο Βραχάτι σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Τον επισκέπτεται ο Σοβιετικός πρεσβευτής Κοριούκιν και του ζητά να μαγνητοφωνήσει σε κασέτα τα τελευταία του τραγούδια. Ο Μίκης μαγνητοφωνεί  Τα τραγούδια του Αντρέα. Τον Αύγουστο μεταδίδονται από το ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας.
Συνθέτει τη Νύχτα Θανάτου σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου και το τραγούδι-ποταμό Η αδελφή μας Αθηνά, σε ποίηση Γιώργου Κουλούκη, με το ψευδώνυμο Γ. Φωτεινός (στην Αρκαδία ΙΙ). Αργότερα, (1982) θα  συμπεριλάβει απόσπασμα του ποιήματος στην Έβδομη Συμφωνία του, με τον τίτλο Η εκτέλεση της Αθηνάς. Το ποίημα μιλά για την εκτέλεση της Αθηνάς, της νεαρής αντάρτισσας του Δημοκρατικού Στρατού.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Είχε χαράξει όταν πήρανε την αδελφή μας Αθηνά για εκτέλεση.
Από βραδύς της δώσαμε κρυφά δυο πορτοκάλια
μα δεν τα ‘φαγε.
Τα φίλησε με τόση λατρεία
σαν να ‘κρυβαν στο χυμό τους
όλη την Άνοιξη.
Όλα τα ζουμερά νιάτα της γης.
Κι ύστερα τα ‘κρυψε μέσα στο στήθος της.
Στου κελιού της την άκρη είχε ριζώσει
σα φοβισμένο σκυλί ο θάνατος.
Κι αυτή τού φώναζε:
«Έλα Τίγρη, Αράπη, Τζακ»
ψάχνοντας να βρει το σκυλίσιο του τ’  όνομα
«Έλα να μυρίσεις τα πορτοκάλια
που έχω μέσα στον κόρφο μου».
Είχα χαράξει.
Με πέντε ριπές κάρφωσαν ένα μεγάλο στήθος
χωρίς να προσέξουν τα πορτοκάλια που χρυσίζαν
Κι ο χυμός τους ανακατώθηκε με το αίμα
Και τα κουκούτσια τους βρήκανε γη τιμημένη
και γιόμισε ο τόπος πορτοκαλιές.
Να κόβεις, να κόβεις και να μη σώνονται
για την ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ[10].
Εδώ ολόκληρο το τραγούδι, με τον αρχικό του τίτλο, σε ερμηνεία του Μίκη, κομμάτι 12
Νύχτα Θανάτου: Τραγούδι Κλάψε στα γόνατα μου την ντροπή σου

και το Όσους δεν πήρε η μοναξιά

Στο Βραχάτι τον επισκέπτεται η Γεωργία Αναστασιάδη, κρατώντας στα χέρια της το ματωμένο πουκάμισο του γιού της Σωτήρη. Κρατείτο στην Ασφάλεια επί ένα μήνα μαζί με τον Μίμη Δαρειώτη, Λαμπράκηδες και οι δύο και η χούντα σχεδίαζε να τους εκτελέσει. Δεν επέτρεπαν στη μάνα να δει το παιδί της. Η Γεωργία έδωσε στον Μίκη δύο ποιήματα που είχε γράψει για το παιδί της. Το Μαζί σου και τον Θρήνο. Ο Μίκης τα μελοποίησε αμέσως.
Ο ΘΡΗΝΟΣ
Ο πόνος λόγια δεν έχει
κι η άβυσσο τέλος δεν έχει
κι η κόλαση μέτρο
το χάος είναι άπιαστο
πιο πικρό από το φαρμάκι
δεν έχει ο κόσμος, δεν έχει
κι όλες της γης οι οχιές
δαγκώνουν  τα σπλάχνα μου.

Η «Κατάσταση Πολιορκίας», ποίηση Μαρίνα, τραγούδι-ποταμός, Μετασυμφωνικό έργο

Γράφει ο Μίκης: «Η Μαρίνα έμεινε στο  διάδρομο μπροστά στο κελί αρ.1. Μαζί με μιαν άλλη κοπέλα που φορούσε πανταλόνια. Όταν με ξαναπήγαν πλάι στο παλιό κελί, η Μαρίνα είχε μεταφερθεί στο κελί των γυναικών. Όταν έκανα τη μεγάλη απεργία πείνας, άκουγα τη φωνή της Μαρίνας που φώναζε τον φρουρό να με προσέχει…
Η Μαρίνα έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά , δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, εικόνα, νόημα, μπήγονταν στη σάρκα μου. Με πονούσαν. Με ανακούφιζαν. Με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας. Ήταν τα ίδια μου τα λόγια –οι ελπίδες- που έγιναν ‘σαπισμένα σταφύλια’. Ήταν η οργή. Η πίκρα. Κι όμως ήταν η δύναμή μας. (…) Η Μαρίνα έγραφε κι έσκιζε ευθύς τα ποιήματά της. Σώθηκαν τα δικά μας χάρη σε μια συγκρατούμενη φίλη της, τη Σύλβα Ακρίτα, που φρόντισε να τα αντιγράψει…»[11]
Το τραγούδι-ποταμός παρουσιάστηκε, από την Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη, σε ενορχήστρωση Γιάννη Μαρκόπουλου, σε πρώτη εκτέλεση στο Λονδίνο στην αίθουσα Rounhouse στα 1969. Ο Μίκης άκουσε αυτή τη συναυλία όταν ήταν εκτοπισμένος στη Ζάτουνα απ’ το μικρό τρανζίστορ που είχε κρυμμένο.
Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1995, σε ενορχήστρωση Μπάμπη Κανά με την Μαρία Φαραντούρη και τον Κώστα Θωμαΐδη.
Μαρίνα ήταν το ψευδώνυμο της Ρένας Χατζηδάκη.
Γράφει ο Μαράτος: «Πρόκειται για μια κραυγή ζωής και έρωτα, για διάνοιξη χαραμάδων φωτός στο σκοτάδι του εγκλεισμού, για μια διαρκή ταλάντωση από το ατομικό στο συλλογικό και πάλι πίσω χωρίς την παραμικρή αυταπάτη για το παρελθόν και το παρόν και με αμφιθυμία απέναντι στο μέλλον μετεωρίζοντας το κενό μεταξύ θανάτου και λυτρωτικής προσωπικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Οι αντιφάσεις και οι αγκυλώσεις του αγώνα θα’ χουν την αποφορά σαπισμένων σταφυλιών. Ένας άνθρωπος, όλο το σύμπαν. Νοερά, στη μοναξιά του κελιού, θα κρατηθεί από τ’ αγαπημένα χέρια και θα πλαγιάσει με δέος πλάι στο αγαπημένο κορμί από φόβο μη θρυμματιστεί η στιγμή. Και παντού οι δυο Ελλάδες. Ανάμεσά τους πάντα η επικράτεια της φοβισμένης σιωπής. Μια κραυγή ζωής από το κελί αρ.1. Γενική Ασφάλεια, 1967.
Ο συγκλονιστικός στίχος για τα βασανιστήρια με την αστείρευτη δύναμη της πικρής ειρωνείας: τα ελληνικά αινίγματα-τι’ ν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια και το κατεβάζουν με κουβέρτα…
(…) Η μια μουσική φράση γεννάει την άλλη συνθέτοντας μια αέναη μελωδική γραμμή κατά τα βυζαντινά πρότυπα και υπηρετώντας την ωραιότητα και δραματική πυκνότητα του έργου»[12].
Εδώ το έργο, με την ενορχήστρωση του Μπ.Κανά, κομμάτια 4-6: http://www.mikistheodorakis.gr/el/music/listen/byalbum/?albumid=121

Τρίτη εξορία[13]-Ζάτουνα, « Αρκαδίες»

13 Αυγούστου 1968, ο Αλέκος Παναγούλης  συλλαμβάνεται ενώ αποπειράται να σκοτώσει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Βασανίζεται φριχτά.
Στις 21 Αυγούστου 1968, ο Μίκης οδηγείται  στη Ζάτουνα. Λίγες μέρες μετά θα εκτοπιστεί μαζί του και η οικογένειά του. Η σύζυγός του Μυρτώ και τα παιδιά του Μαργαρίτα (10 ετών) και Γιώργος (8 ετών).
Στη διαδρομή ακούει από το ραδιόφωνο την επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία.
Τον Φλεβάρη του 1968 έχει ήδη διασπαστεί το ΚΚΕ. Οι συνθήκες για την Αντίσταση είναι εξαιρετικά δύσκολες. Μέσα στις φυλακές οι αγωνιστές έχουν διχαστεί.
Στη Ζάτουνα, ο Μίκης, ζώντας σε βάρβαρες κι απάνθρωπες συνθήκες, συνθέτει έντεκα κύκλους τραγουδιών, την αδιαίρετη ενότητα με γενικό τίτλο Αρκαδίες. Η ενδέκατη Αρκαδία δεν κυκλοφόρησε ποτέ (σε ποίηση Νότη Περγιάλη).   
Η συγγραφή των ποιημάτων και η σύνθεση είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει και για να αντισταθεί στη δικτατορία. Μ’ ένα μαγικό τρόπο, μετατρέπει σε τέχνη τον εγκλεισμό του και τα ψυχικά βασανιστήρια που υφίσταται και μέσα από αυτή τη διαδικασία αισθάνεται ελεύθερος και γίνεται απόρθητος από τις δυνάμεις του φασισμού.
Όταν τα τραγούδια ακουστούν στο εξωτερικό σε συναυλίες, αλλά και από το BBC, η δύναμή του Μίκη γίνεται πανίσχυρη. Αντλεί κουράγιο για να συνεχίσει την αντίσταση. Η στάση του αυτή γίνεται παράδειγμα προς μίμηση και εμψυχώνει τους χιλιάδες αγωνιστές που είναι φυλακισμένοι από τη χούντα.
Τα έργα:
1968: Αρκαδία Ι- 5 Τραγούδια σε ποίηση του Μίκη. Ανάμεσα στα τραγούδια και το Ο γιός μου είναι εννιά χρονών. Το έγραψε σοκαρισμένος από την επίθεση της αστυνομίας στον Γιώργο, τον γιο του Μίκη. Ξεγύμνωσαν το παιδί μέσα στην πλατεία του χωριού και του έκαναν σωματική έρευνα. Το παιδί είχε πάθει σοκ.  
Τον Νοέμβριο του 1968 η χούντα ετοιμάζει τη δίκη Παναγούλη. Ο Μίκης γράφει και συνθέτει το γνωστό τραγούδι Αλέξανδρέ μου/Όταν χτυπήσεις δυο φορές.  


Ιανουάριος 1969: Αρκαδία ΙΙ και Αρκαδία ΙΙΙ - 10 τραγούδια ( 5  και 5 αντιστοίχως) σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου.
Στο παζάρι του φονιά

Άνοιξη του 1969: Αρκαδία ΙV- Μελοποιεί τρεις Ωδές από τις Ωδές του Κάλβου. Σύμφωνα με τους μελετητές εδώ ο Μίκης αναβιώνει την παράδοση των κλέφτικων τραγουδιών. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο λόγος του Κάλβου είναι στην κυριολεξία ένα ποτάμι λάβας που πρέπει να κατακλύσει τους σημερινούς Έλληνες και να τους σημαδέψει μες στο πύρινο πέρασμά του[14]».
Τον Φεβρουάριο του 1969: Αρκαδία V- Είναι το Πνευματικό Εμβατήριο. Ο Μίκης το κατατάσσει στα μετασυμφωνικά του έργα.
Ένα ποίημα σε ελεύθερο στίχο του Άγγελου Σικελιανού. Ο ποιητής με πύρινη γλώσσα καλεί τον ελληνικό λαό σε αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής.  
Α. Μαράτος: « Η Αρκαδία του Θεοδωράκη δεν έχει καμία σχέση με αυτήν των ρομαντικών. Εκείνος όμως αντλεί δύναμη από το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού, που με την πύρινη γλώσσα του ρομαντικού εθνικισμού τού 19ου αιώνα, επιστρατεύει τον ελληνικό λαό σε αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής. Σαν άλλος Ηράκλειτος καλεί από το κελί του με τους στοχασμούς και τον ποιητικό του λόγο τους συντρόφους του να πολεμήσουν για την ‘αιώνια Ιδέα της Ελευθερίας’. Ο συνθέτης οδηγεί το νήμα της αντίστασης στις μέρες του. Δικό του κελί τα βουνά της Αρκαδίας κι έτσι κατά τη μελοποίηση γίνεται κι αυτός ο τελευταίος κόμβος της υπεριστορικής γενεαλογίας που ξεκινά από τον Ηράκλειτο. Το έργο έχει χαρακτήρα εγερτικό»[15].
Το ποίημα τελειώνει, σχεδόν όπως αρχίζει:
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογόνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες το χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς σου, Ελλάδα
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να’ ταν
όλο χαλκός το διάστημα ή ως να ‘χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό
ως Σας έκραζα συντρόφοι.  
24 Μαρτίου 1969: Ολοκληρώνει τα Επιφάνια-Αβέρωφ
Απρίλιος 1969: Αρκαδία VI- 2 ποιήματα του Μίκη, ο Θούριος και Στον Άγνωστο ποιητή, τραγούδια-ποταμός.
Αρκαδία VII- Ο Μίκης μελοποιεί το εκπληκτικό ποίημα Επιζών του Τάκη Σινόπουλου.
29 Ιουλίου 1969, ανήμερα των γενεθλίων του συνθέτει την Αρκαδία VIII. Μελοποιεί το Μιλώ και τον Χάρη του Μανώλη Αναγνωστάκη. Δυο τραγούδια-ποταμοί.
…Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν άνοιξη. Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι…
Εδώ μια σπάνια εκτέλεση του Χάρη, με τον Μίκη και τον Γιώργο Θεοδωράκη. Ο Γιώργος στα τύμπανα.

Αρκαδία IX- 1 Ποίημα του Κώστα Καλαντζή με τίτλο Η μητέρα του εξόριστου
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1969, στις 10 το πρωί κι ενώ συνεχίζεται βιαίως η έρευνα της Μυρτώς και των παιδιών από τον Στεργίου ο Μίκης ορκίζεται να στιγματίσει για πάντα τον διοικητή. Καθώς είναι δεμένος πισθάγκωνα και με το στόμα φιμωμένο γράφει μέσα στο μυαλό του τους στίχους και τη μουσική του τραγουδιού Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου, όπου περιγράφει τον Στεργίου σαν έναν αγριάνθρωπο «διασταύρωση νεάτερνταλ και λύκου» που βασανίζει γυναίκες και παιδιά. Αυτή είναι η Αρκαδία Χ, που περιλαμβάνει όμως κι ένα λυρικό τραγούδι το Είχα τρεις ζωές, σε ποίηση του Μίκη.
Τον Απρίλιο του 1969 στέλνει, μέσα από τους μυστικούς δρόμους, στο Πατριωτικό Μέτωπο Αγγλίας μια επιστολή με την παράκληση να διαβαστεί στην Ελληνική Επιτροπή κατά της δικτατορίας.
Στην επιστολή περιγράφει τα δεινά του και τα δεινά της οικογένειας του στην εξορία,  γράφει για το χωριό και την συμπαράσταση που δείχνει και τέλος γράφει για τις Αρκαδίες.
Απόσπασμα για τις Αρκαδίες:
«…Μια σκέψη και μια πίστη μας εξουσιάζουν. Το γκρέμισμα της τυραννίας, ο θρίαμβος της ελευθερίας. Και πρώτ’ απ’ όλα ως πνευματικός δημιουργός, επιτελώντας το λαϊκό λειτούργημά μου, συνέθεσα κι εδώ στη Ζάτουνα 6 κύκλους τραγουδιών (τη στιγμή που γράφει την επιστολή έχει γράψει μόνον τους 6 κύκλους) που τους ονομάζω Αρκαδίες. Αυτά τα τραγούδια, που έγραψα τώρα, όπως κείνα που έγραψα χθες, εκείνα που θα γράψω αύριο, είναι αφιερωμένα σε σας, δηλαδή σε όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν στον άνθρωπο, πιστεύουν στη ζωή, στο δίκιο, στη δημοκρατία και την ελευθερία και που έχουν τάξει σκοπό της ζωής τους τον αγώνα για την υπεράσπισή τους. Αφιερώνονται ιδιαίτερα στους Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας και τους ξένους φίλους του λαού μας, που μας συμπαραστέκονται στον δύσκολο αγώνα μας. Έχοντας εξαπολύσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τις απόρθητες στρατιές των ήχων, γνωρίζω ότι είμαι και εγώ ο ίδιος απόρθητος. Απόρθητες είναι οι ιδέες κι αυτοί που τις υπερασπίζονται ηρωικά. Απόρθητες είναι οι ψυχές των Ελλήνων που έχω τάξει κι εγώ να τραγουδώ. Σαν σήμερα εδώ και δυο χρόνια, έλεγα σε μήνυμά μου, ότι είναι ωραίος ο αγώνας για την ελευθερία, είναι ωραίες οι θυσίες, οι βόγκοι, τα δάκρυα, οι πόνοι, οι πίκρες και οι στερήσεις όταν γίνονται για το λαό και για την πατρίδα...»[16]

Μελέτες και δοκίμια

Αναφέρω τους τίτλους (όλα στο Χρέος στον Β’ τόμο)
Δογματική Γραφειοκρατία ή Γραφειοκρατικός δογματισμός
Μικρή Ανατομία της ελληνικής Αριστεράς
Μερικά χαρακτηριστικά του ελληνικού προοδευτικού κινήματος
Σχετικά με την περίπτωση Ανδρέα Παπανδρέου
Ο σύγχρονος αμερικάνικος ιμπεριαλισμός
Οι μύθοι της εποχής μας
Η προοπτική για μια ριζικά ανανεωμένη ελληνική Αριστερά.

Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού-«Raven»

Στις 26 Οκτωβρίου 1969 ο Μίκης μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στον Ωρωπό. Εκεί θα βρεθεί σε δεινή θέση όταν διαπιστώσει ότι οι σύντροφοι του είναι διχασμένοι. «Θανάσιμο μίσος» επικρατεί αναμεταξύ τους. Ο Μίκης προσπαθεί να τους ενώσει και τα καταφέρνει… προς στιγμήν. Μόλις τους μιλήσει για ένα ενιαίο  εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο τού κόβουν την καλημέρα και τον απομονώνουν[17]. (σ.σ. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα…).
Η φυματίωση ξεσπά και πάλι, ο Μίκης είναι βαριά άρρωστος.
Συνθέτει το Raven,  σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη και το αφιερώνει στον φίλο του και συνθέτη τον Γιάννη Χρήστου, που σκοτώνεται σε τροχαίο. Ο Μίκης συγκλονισμένος από τον θάνατο τού φίλου του συνθέτει «μια καντάτα για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία και ορχήστρα (…) Ένα ακόμη τραγούδι-ποταμός με τραγικό υπόβαθρο. Η μουσική στηρίζεται κυρίως στη λυδική κλίμακα. Στις 15 Ιανουαρίου ολοκληρώνει τη σύνθεση…»[18]
Ο συνθέτης θα καταπιαστεί εκ νέου με το έργο το 1993, για το φεστιβάλ “Klassik Komm” της Κολωνίας. «Έτσι γεννιέται ένα καινούριο έργο για μέτζο σοπράνο, δύο άρπες, φλάουτο και ορχήστρα εγχόρδων, ένα έργο που ξεφεύγει από το γενικό πλαίσιο της μουσικής του..»[19]
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο πρόγραμμα για την παράσταση του έργου γράφει: «ένα είδος μουσικού ονείρου, αποκομμένο, που ξεπερνά και υπερβαίνει την πραγματικότητα»[20].
Raven
Τα Τραγούδια του Αγώνα: Συμπληρώνει τον κύκλο τραγουδιών που είχε ξεκινήσει στη Ζάτουνα (Αλέξανδρε μου)  και είχε συνεχίσει στο Βραχάτι (Θρήνος). Το έργο θα ολοκληρώσει, ελεύθερος πλέον,  στο Λονδίνο, το 1970.   
Ο Μίκης  υμνεί τους συναγωνιστές του που υπέφεραν από τα βασανιστήρια.
Μελοποιεί  ένα τραγούδι για τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, σε ποίηση Αλέκου Παναγούλη και το γνωστό Πάλης ξεκίνημα, κι αυτό σε ποίηση του Αλέκου Παναγούλη.  Ο δίσκος περιλαμβάνει τραγούδια που αφηγούνται περιστατικά από τους βασανισμούς με κορυφαίο τραγούδι την Αυλή

Παράλληλα συνεχίζει τη συγγραφή.
Κείμενο Το καλλιτεχνικό μου πιστεύω. Το κείμενο αυτό γράφτηκε πάνω σε 95 χαρτοπετσέτες.
Ξεκινά να γράφει τη μελέτη Τα στοιχεία της μουσικής μας παράδοσης. Η μελέτη συνεχίζεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία» όπου έχει μεταφερθεί καθώς η φυματίωση απειλεί τη ζωή του. Η μελέτη   διακόπτεται λόγω της «απαγωγής» του συνθέτη από τον Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ, στις 13 Απριλίου 1970. 

22-24 Μαρτίου 1970:  Μελοποιεί τρία ποιήματα που Σενεγαλέζου ποιητή Σανγκόρ:  Θα προφέρω τ' όνομά σου, Νύχτα του Shine και Κράτησε το μαύρο πρόσωπο.  

Τα αφιερώνει στην αγαπημένη του Μυρτώ.

Εδώ το τραγούδι Θα προφέρω τ' όνομά σου
κομμάτι 13

και εδώ τραγουδισμένο στα αγγλικά από την Jocelyn Β. Smith


Αντί επιλόγου

Το μικρό αυτό αφιέρωμα δεν μπορεί να έχει επίλογο.
Ο Μίκης, ελεύθερος στο εξωτερικό, θα συνεχίσει τον αγώνα κατά της δικτατορίας. Παράλληλα θα γράψει μια σειρά τραγουδιών αλλά και έργων. Χίλιες συναυλίες στην  Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Λατινική Αμερική.
Ο κύριος όμως λόγος που αυτό το μικρό αφιέρωμα μένει ανοικτό, είναι γιατί  η θεοδωρακική μουσική και σκέψη δεν έχει επίλογο. Παραμένει ζωντανή, επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, και μας περιμένει να την ανακαλύψουμε…
Καλύτερα, όμως, ν’ αφήσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη να μιλήσει[21]:
«Τώρα που το ταξίδι μου ανάμεσα στους ανθρώπους και την κοινωνία φτάνει στο τέλος του, αφήνομαι να κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν.
Ήταν πράγματι ένα ταξίδι.
Ως παιδί, ως έφηβος, ήμουν πολύ δύσπιστος, γιατί η οικογενειακή εστία μού πρόσφερε ασφάλεια, θαλπωρή, όνειρα, κι εγώ φοβόμουν να τα εγκαταλείψω. Τελικά  δόθηκα σ’ αυτό το ταξίδι, το οποίο όμως αποδείχθηκε πολύ σκληρό λόγω των συγκυριών.
Οι άλλοι, τους οποίους  επιθυμούσα  να γοητεύσω, να κατακτήσω, ήταν ένα μυστήριο για εμένα. Ήθελα να ενωθώ μ’ αυτούς.
Αυτό ήταν τ’ όνειρό μου.
Γι αυτό τους  πρόσφερα πολλά από τα δώρα που κουβαλούσα μέσα μου, αλλά πάνω απ’ όλα το πιο ακριβό: το μουσικό μου ταλέντο.
Ζητούσαν όμως περισσότερα.
Έτσι λοιπόν, τους χάρισα τη ζωή μου.
Στο τέλος κατάλαβα πως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Παρ’ όλα τα δώρα μου, η ανθρωπότητα  παρέμεινε ίδια κι απαράλλαχτη. Δεν άλλαξε τίποτα.
Η στάση μου δεν είναι απαισιόδοξη, είναι ώριμη. Δεν θέλω να αποκηρύξω αυτή τη στάση, όπως επίσης  καθόλου δεν αρνούμαι τις εμπειρίες  και  το παρελθόν μου.
Πιστεύω  ωστόσο ότι η πολυτιμότερη συνεισφορά μου ήταν η μουσική μου και θα ήθελα να εξακολουθήσω να την προσφέρω μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Εάν όμως έπρεπε να δημιουργηθεί ένα νέο μαζικό κίνημα, εάν ξεκινούσε  μια μεγάλη, αληθινή  επανάσταση, και πάλι θα δινόμουν σ’ αυτή παρά τα όσα προηγήθηκαν, γιατί η ωραιότερη μουσική είναι η μουσική του πλήθους, των ανθρώπων όταν όλοι τραγουδούν με μια φωνή, ακόμα κι όταν η πιο βίαιη κραυγή χάνεται μέσα στην εσωτερική ηρεμία και τη γαλήνη.
Αυτή είναι η ωραιότερη εμπειρία: την έζησα μες στον αχό τού πολέμου, στα δεινά του Εμφυλίου, στις αίθουσες συναυλιών και στα στάδια, σε κάθε γωνιά της γης, όπου αντηχούσε η μουσική μου και υμνούσε την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».  



[1] ΤΟ ΧΡΕΟΣ, τ. Γ’, σ. 1186-1187
[2] Το Χρέος, Γ’ σ.1268, 1269
[3] Guy Wagner,  σ. 215-216
[4] Το Χρέος, Γ’,σ. 1287
[5] Το Χρέος, τ. Γ’ σ. 1051, 1052
[6] ό.π. σ.1059
[7] Μαράτος Α. Ουτοπία… σ. 140,141
[8] Ουτοπία…. 142
[9] ό.π. 143
[10] Αναφορά στην Πρώτη Συμφωνία τού Μίκη Θεοδωράκη, την «συμφωνία της Μακρονήσου» όπως την έχει χαρακτηρίσει ο συνθέτης.
[11] Μελποιημένη Ποίηση τ. Β’ σ. 132
[12] Ουτοπία…145
[13]  Η πρώτη εξορία ήταν στην Ικαρία το 1948 και η δεύτερη στη Μακρόνησο 1948 και πάλι πίσω μετά το νοσοκομείο, το 1949.
[14] wagner 251
[15] Ουτοπία…149
[16] Το Χρέος  τ. Α’, 135
[17] Wagner, 253, 254
[18] ό.π. 254
[19] ό.π.254
[20] Στο ίδιο…254
[21] ό.π. 495

Σχόλια

  1. Σ' ευχαριστώ κι εγώ και όλοι μας γι' αυτήν την εξαιρετική προσπάθεια αποτύπωσης του αγώνα και των αγωνιών του Μίκη, αλλά και όλης της γενιάς μας, όλων όσοι δεν παρέδωσαν τη ψυχή τους στο διάβολο του βολέματος και της αδιαφορίας, του ωχαδερφισμού. Να είσαι καλά και να μας προσφέρεις πάντα τέτοιες συγκινήσεις! Παληοτάκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στέφανος Θωμαΐδης6 Μαΐου 2016 στις 11:14 π.μ.

    Εύγε Κα Βούλγαρη!
    Εξαίρετη και λεπτομερής εργασία πανεπιστημιακού επιπέδου.
    Συνεχίζετε να μας διαφωτίζετε.
    Σας ευχαριστώ!

    Με εκτίμηση
    Στέφανος Θωμαΐδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΕΡΓΑΜΑΛΗ6 Μαΐου 2016 στις 3:38 μ.μ.

    Υπέροχη δουλειά ,σε ευχαριστώ για τα συναισθήματα που γέμισες την καρδιά μου .!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μαρία Πλακιωτάκη6 Μαΐου 2016 στις 8:38 μ.μ.

    Συγχαρητήρια για το δοκίμιο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Πάρτε μέρος στον διάλογο.

Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.