ΓΙΑΤΙ ΘΥΣΙΑΣΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ - του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  7.9.1975)


Φίλος αναγνώστης που θέλει να τηρήσει εδώ την ανωνυμία, θέτει δυο πράγματι βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα, στα οποία θεωρώ ότι θα ήταν σκόπιμο και χρήσιμο να απαντήσω, γιατί ασφαλώς απηχούν τη γνώμη μεγάλου αριθμού συμπατριωτών μας.

Παραθέτω κατ’ αρχήν αυτούσιο το γράμμα:

«Αγαπητέ Μίκη Θεοδωράκη,

Παίρνοντας θάρρος κι αφορμή απ’ τα τελευταία άρθρα σας στην «Ελευθεροτυπία», σας γράφω ένα γράμμα που ξέρω προκαταβολικά ότι θα σας πειράξει.       

Σαν εισαγωγή σας λέγω πως είμαι απ’ αυτούς που αγαπούν πραγματικά τη μουσική σας, απ’ αυτούς που έχουν σκύψει πάνω της με αγάπη και προσοχή, απ’ τον «Επιτάφιο» ως το «Canto General» (όσο μου επιτρέπουν τα οικονομικά μου).       

Σας λέγω ότι η μουσική σας και η στάση σας με βοήθησαν πολύ σε δύσκολες ώρες και με οδήγησαν σωστά στην πολιτικοποίησή μου, μιας και είμαι μόλις 18 στα 19.

Μιλήσατε λοιπόν για τη σχέση σας με την πολιτική και τη μουσική.

Σας κατηγορούν όμως πολλοί, για το ότι εσείς, ο δημιουργός του «Άξιον Εστί», μέσα στη δικτατορία φτιάξατε απλά τραγουδάκια σαν τα «Τραγούδια του Αγώνα», τα «Τραγούδια του Αντρέα» κ. ά. σε ρυθμούς απλούς, εμβατηρίου κ.λπ. Λένε δηλαδή ότι απ’ την ανάμιξη της πολιτικής με το τραγούδι ζημιωμένο βγήκε το τραγούδι, ζημιωμένη βγήκε η μουσική σας και τα τραγούδια σας έχασαν την λαϊκή αμεσότητά τους που είχαν παλιά. Όλα αυτά χωρίς να παραγνωρίζουν την ανάγκη της στιγμής και των καιρών. Πάντως, η γενική εντύπωση είναι ότι τραγούδια σαν τα προδικτατορικά δεν ξαναγράφονται.

Προχτές ένας ταξιτζής μου ‘λεγε: «Όπως θες πάρ’ το φίλε. Ο Μίκης ξόφλησε. Τραγούδια σαν και τα παλιά δεν ξαναγράφει, τον έφαγε η πολιτική. Δεν είμαι αντιδραστικός εγώ που στο λέω. Παλιός του σύντροφος είμαι».

Ξέρω πολύ καλά πως στα δίσεχτα χρόνια γράψατε κι άλλα έργα. Εδώ έρχεται ένα δεύτερο ερώτημα, εξ ίσου μεγάλο και σοβαρό. Πώς εσείς, ένας συνθέτης που βρεθήκατε σε θέση ισχύος με τις εταιρίες με την επιστροφή σας τις αφήσατε να κουμαντάρουν το έργο σας, να σας καθορίζουν τους τραγουδιστές, την κυκλοφορία των δίσκων σας; Έναν ολόκληρο χρόνο δε μετά την επιστροφή σας, να μην έχουν κυκλοφορήσει 18 έργα σας, ίσως γιατί κρίθηκαν μη εμπορικά (η καταμέτρηση έγινε πρόχειρα από μένα από κατάλογο του Γιάννη Φλέσσα και αφορά τα μετά το ΄67 έργα σας μέχρι το ΄74, που είναι ενημερωμένος ο κατάλογος κι ανάμεσά τους τραγούδια αριστουργήματα, σαν το «Ο επιζών» κι άλλα, που δεν ξέρω. Είναι αλήθεια αυτό που δήλωσε ο Μπιθικώτσης πέρυσι τον Φλεβάρη, ότι «εγώ και ο Μίκης θέλουμε να ξανατραγουδήσουμε μαζί αλλά δεν μας αφήνουν οι εταιρίες»;

Εξ άλλου, πώς επιτρέπετε στην κάθε εταιρία να διαφημίζει τραγούδια σας καταξιωμένα δίπλα σε αηδή κατασκευάσματα, όπως τραγούδια του Βοσκόπουλου κ.ά.; Λίγη αυστηρότητα για τον σεβασμό των πνευματικών δημιουργημάτων σας, δεν βλάφτει νομίζω.

Κλείνοντας θα ΄θελα να σας ζητήσω συγγνώμη, να σας παρακαλέσω να μου απαντήσετε είτε ιδιωτικώς είτε -ακόμη καλύτερα- λόγω του γενικού ενδιαφέροντος, από τις πραγματικά ελεύθερες στήλες της «Ελευθεροτυπίας». Ξέρω, όπως σας είπα, ότι ίσως να σας πείραξαν τα παραπάνω αλλά επειδή ξέρω την ευθυκρισία σας και αυτογνωσία σας, δεν δίστασα να σας τα γράψω.

Με εκτίμηση, Δ.Π.

ΥΓ. Αν θελήσετε τελικά να αναφερθείτε σε τούτο το γραφτό, κάντε το χωρίς χρήση του ονόματός μου, για λόγους προσωπικούς.

Πάντα ο ίδιος, Δ.Π.»
                                                                                                                  *
Για ό,τι αφορά την γνησιότητα και την ποιότητα της δουλειάς μου: Η αναφορά μονάχα στα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ και του ΑΝΤΡΕΑ είναι μονομερής. Στην ίδια περίοδο, δηλαδή την χουντική, συνέθεσα ανάμεσα στα άλλα και τον ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ, το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΒΕΡΩΦ, το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ και κυρίως την ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ.

Επομένως, δεν αρκέσθηκα μόνο στα απλά. Σαν κορύφωμα όλης της δουλειάς μου θεωρώ το CANTO GENERAL, όπου νομίζω ότι ολοκληρώνονται όλες οι προηγούμενες προσπάθειές μου στην ανάπτυξη του μελωδικού, ρυθμικού και γενικότερα του ηχητικού υλικού. Εδώ ίσως θα πρέπει να υπογραμμισθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες ήμουν αναγκασμένος να συνθέτω: Λ.χ. τα πρώτα τραγούδια του αγώνα («Το Μέτωπο», «Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος» κ.λπ.) τα ΄γραψα τον Μάη του ΄67, δηλαδή τις πρώτες μέρες της Δικτατορίας. Η παρανομία για μένα ήταν βαρειά και βαθειά, γιατί τα χαρακτηριστικά μου ήταν πολύ γνωστά. Έτσι, βρισκόμουν κλεισμένος, αμπαρωμένος σ’ ένα δωμάτιο κι όταν το σπίτι είχε επισκέψεις, με βάζανε και ξάπλωνα στο πάνω ράφι σε μια ντουλάπα τοίχου. Κλειδωμένος με συντροφιά ένα θερμός για να μην σκάσω από δίψα, περίμενα να μ’ ανοίξουν χωρίς να είμαι πάντα σίγουρος για το ποιοι θα μ’ ανοίξουν. Γύρω μου όλοι ήσαν τρομοκρατημένοι, γιατί υπήρχε η βεβαιότητα ότι σε περίπτωση ανακάλυψής μου από την Αστυνομία και τον Στρατό που βρισκόταν συνεχώς στα πόδια μας, θα μας εκτελούσαν όλους επί τόπου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα λοιπόν, έγραψα τα τρία πρώτα τραγούδια του Αγώνα, που τα προόριζα κυρίως για τους παράνομους, που τότε είχε παρθεί η απόφαση να οργανωθούν σε τμήματα κρούσης. Έχοντας στο μυαλό μου τις αναμνήσεις του ΕΛΑΣ, τότε που το τραγούδι ήταν ο πιο πιστός μας σύντροφος και γνωρίζοντας καλά τον ρόλο που έπαιζε για να ορθώνεται το ηθικό μας ιδιαίτερα στις δύσκολες ώρες, προσπάθησα να δώσω στα νέα μου τραγούδια την ίδια απλότητα και αμεσότητα. Έλεγα π.χ. «Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι, θα σας σαρώσει ο λαός, θα ΄ρθει γιορτή μεγάλη. Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη, Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει».

Ή «Εγώ είμαι το Μέτωπο, καλώ τους πατριώτες, καλώ τα νιάτα του Μαγιού, καλώ και τους εργάτες, να γίνουν πέλαγο βαθύ τους Παττακούς να πνίξουν».                                                                                                      

Με τα «Τραγούδια του Αντρέα», λυπάμαι για την κρίση του αναγνώστη μας, όμως δεν τα θεωρώ και τόσο «απλά». Γράφτηκαν στα 1968 και λίγες μέρες μετά τη σύνθεση τα μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας (Αύγουστος ΄68). Κι από κει τα πήρε όλος ο κόσμος που μάθαινε μ’ αυτόν τον μαζικό τρόπο επικοινωνίας ότι στην Ελλάδα «βαράνε δυο, βαράνε τρεις, βαράνε χίλιες δεκατρείς» κι ότι «Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο … χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα, μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ … μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό».

Όλα αυτά ήταν μηνύματα που έπρεπε να φτάσουν στα πέρατα της γης, να ξεσηκώσουν όλους τους ελεύθερους ανθρώπους, να σταματήσει το χέρι των δημίων. Αλήθεια, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε αυτός ο πρωτοφανής ξεσηκωμός όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων που βρίσκονταν σ’ όλο τον κόσμο, επώνυμων και ανώνυμων; Η γνώμη μου είναι ότι η Ελλάδα θα γινότανε Χιλή. Ότι δηλαδή θα μας έσφαζαν όλους… Ώστε εκείνες τις στιγμές δεν μπορούσε κανείς να έχει τις «αισθητικές ανησυχίες» του ταξιτζή. Έπρεπε να είναι απλός, ίσως και απλοϊκός και κυρίως να ρίχνει μηνύματα και συνθήματα. Δεν κάναμε μουσική ασφαλώς ούτε τέχνη. Κάναμε, όπως το μπορούσαμε, το πατριωτικό και δημοκρατικό μας καθήκον. Προσπαθούσαμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Άμεσοι. Βιαστικά. Οδυνηρά. Χωρίς καμμιάν άλλη έγνοια στο κεφάλι μας. Και χωρίς φυσικά να φανταζόμαστε τότε, ότι θα μας γινότανε αυστηρή κριτική γιατί αντί να πίνουμε ήσυχοι το ουίσκυ μας σε κάποια κοσμική ταβέρνα ακούγοντας κάποια «γνήσια» λαϊκή μας δημιουργία, προσπαθούσαμε να συμβάλουμε όπως και όσο μπορούσαμε και με το τραγούδια που το φτιάχναμε με την ψυχή στο στόμα, γιατί δεν ξέρω τι έκανε τότε ο φίλος ταξιτζής και όσοι συμμερίζονται την κριτική του, όμως εγώ βρισκόμουν πάντα είτε ανάμεσα σε δυο κρυψώνες είτε σε δυο συλλήψεις είτε σε δυο φυλακές.

Πριν προχωρήσω στο δεύτερο θέμα, θα πρέπει να αναφερθώ στο δικό μου «παράπονο». Στα 1967 βρισκόμουν στο κορύφωμα της συνθετικής μου προσπάθειας. Μετά τον Λυκαβηττό του 1966 και με την βοήθεια του «Πνευματικού Κέντρου Πειραιά» που διέθετε Συμφωνική Ορχήστρα, Μικτή Χορωδία και Λαϊκή Ορχήστρα, σκόπευα να αφιερωθώ στη δημιουργία λαϊκών ορατορίων. Και να βοηθήσω, ώστε οι συνάδελφοί μου συνθέτες να παρουσιάσουν έργα που απαιτούν μεγάλα τεχνικά μέσα με βάση το Κέντρο του Πειραιά και τον νέο Λυκαβηττό που σχεδιάζαμε για το 1967.

Ήρθε η Δικτατορία και τα σάρωσε όλα. Ήμουν 42 χρόνων. Και όταν τέλειωσε το κακό βρέθηκα πενηντάρης. Τα πιο δυνατά, τα πιο δημιουργικά χρόνια για μένα χάθηκαν τελειωτικά. Αυτό που θα ΄γραφα τότε μέσα σε ομαλές συνθήκες, δεν θα γραφεί ποτέ πια. Γιατί όλη μου την φλόγα, την ικμάδα, τη δύναμη την απορρόφησαν ολοκληρωτικά οι δοκιμασίες που για μας ήταν χειρότερες κι από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Δεν χρειάζεται λοιπόν ο φίλος ταξιτζής για να μου πει ότι αυτό που έπρεπε να κάνω για την τέχνη δεν το έκανα και δεν θα το κάνω ποτέ πια. Αν κάνει κριτική, τότε έχει λάθος κατεύθυνση. Σε άλλους θα πρέπει να την απευθύνει. Στην πολιτεία, στους φίλους του, στον εαυτό του: Γιατί όλοι εσείς που αποτελείτε την κοινωνία, τον λαό, το έθνος –κι εγώ φυσικά ανάμεσά σας- επιτρέψαμε να αναβιώσει η ζούγκλα στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να σπαταλιόνται και να συνθλίβονται ποιος ξέρει πόσα ταλέντα, πόσες ιδιοφυίες, που μέσα σε ομαλές συνθήκες θα προσέφεραν μεγάλο έργο για όλο τον λαό μας. Η περίπτωσή μου, πολύ γνωστή, ας μας βοηθήσει να δούμε το μέγεθος της καταστροφής. Και κυρίως ας μας φωτίσει να μην ξαναπέσουμε σε παρόμοια λάθη.

Περνώ στο δεύτερο θέμα: Πρόκειται για τις σχέσεις με τις Εταιρίες και με τους Νόμους. Φαίνεται ότι ο φίλος αγνοεί, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, αυτό που συμβαίνει με την βιομηχανία της κουλτούρας. Θ μπορούσα να συμβάλω ουσιαστικά σε κάποια καλυτέρευση, γιατί φυσικά πρόκειται για αληθινή ζούγκλα, όπου κυριαρχεί ο νόμος του ισχυροτέρου (τραστ). Όμως προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν να περιβληθώ με κάποιου είδους «εξουσία». Είτε την εξουσία που θα έδινε μια συσπείρωση ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Είτε κάποια δύναμη χειροπιαστή που θα μου έδινε ο λαός και η Πολιτεία. Και για μεν το πρώτο, όταν απευθύνθηκα στον πρώτο φίλο καλλιτέχνη (Αύγουστος του ΄74) για να του προτείνω αυτή τη συσπείρωση (είχα πλήρες σχέδιο οργάνωσης και δράσης), μου είπε: «Είσαι ο εχθρός μας. Κι εμείς θα συσπειρωθούμε όλοι εναντίον σου για να σε συντρίψουμε».

Όσο για το δεύτερο, ο λαός, οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μου ουσιαστικά με αποδοκίμασαν. Στα 1967 ήμουν μέλος της ηγεσίας της ΕΔΑ, πρόεδρος της ΔΝΛ και βουλευτής. Στην Δικτατορία έγινα πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΜ. Όταν γύρισα, ήμουν ένας απλός πολίτης. Ούτε κόμμα, ούτε νεολαία, ούτε αντιστασιακή οργάνωση, ούτε Βουλή. Επομένως δεν είχα ούτε εξουσιοδότηση ούτε δύναμη να οργανώσω (όπως το σχεδίαζα) ένα καινούριο πλέγμα σχέσεων στον τομέα της Τέχνης που να προστατεύει και τον καλλιτέχνη και το κοινό. Έτσι, αφέθηκα στην κερδοσκοπική μανία των κατοχυρωμένων και κατεστημένων σχέσεων που χαρακτηρίζουν τη ζούγκλα της καλλιτεχνικής μας ζωής χωρίς να μπορέσω να αντιδράσω, μιας και δεν πιστεύω στις ατομικές διαμαρτυρίες αλλά στην ομαδική δράση. Τα κέρδη που προκάλεσα στους άλλους είναι αστρονομικά. Η ζημιά που έκανα στην τέχνη μου, στον εαυτό μου και στο έργο μου είναι βαθειά. Το πείραμα που με την θέλησή μου έκανα επί δεκαπέντε χρόνια, απέτυχε. Δηλαδή θέλησα να αποδείξω ότι ο στρατευμένος καλλιτέχνης υπηρετεί καλλίτερα και την τέχνη και τον λαό του. Το αποτέλεσμα είναι -και σ’ αυτό συμφωνώ με την κριτική και τους φόβους του φίλου επιστολογράφου- ότι η τέχνη μου δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε και μπορούσε να προχωρήσει, αν στην οκταετία παρέμενα «ήσυχος». Όσο για τον λαό μας δεν είμαι πια βέβαιος αν θα τον εξυπηρετούσα καλλίτερα με ένα καλλίτερο έργο παρά με τη στάση που τήρησα και που τελικά, όπως φαίνεται, μπορούσε και να λείψει.

Πηγή: http://www.mikistheodorakis.gr/el/writings/articles/?nid=5339

Σχόλια