ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (1924-1991)



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
O Θεοδωράκης μελοποιεί Δημήτρη Χριστοδούλου

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Ξημέρωνε Τρίτη, 5 Μάρτη 1991. Το ρολόι έδειχνε 3 το πρωί όταν  ο Δημήτρης Χριστοδούλου άφησε την τελευταία του πνοή. Άπορος, χωρίς σύνταξη, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη νοσηλευόταν σε ένα ράντζο στο Λαϊκό Νοσοκομείο, απ’ όπου και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική μετά από παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη.


Γεννήθηκε στο Μεταξουργείο το 1924, δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή σε μια περιοχή που ζούσαν πρόσφυγες. Η οικογένεια του ήταν  φτωχή. Μεγάλωσε βλέποντας και βιώνοντας τον ανθρώπινο πόνο γεγονός που του καλλιέργησε την ανθρωπιά.

«Από τη μάνα μου έμαθα να αγαπάω. Οι πρόσφυγες μού μάθανε τι να αγαπάω, δηλαδή πώς να διακρίνω όχι μόνο τον ανθρώπινο πόνο αλλά και να αρχίσω να υποψιάζομαι πώς παράγεται πέρα από το φυσικό πόνο και ο κοινωνικός πόνος. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη διδασκαλία. Το πρώτο μέγα μάθημα…»

Από πολύ μικρός αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει.

«Το πρωΐ έπρεπε να δουλεύω …και το βράδυ στο νυχτερινό. Το ένστικτο με οδήγησε να δουλεύω σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Το βιβλιοπωλείο ήταν μια βιβλιοθήκη γύρω μου…Από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο η αγάπη για το βιβλίο έχει μεγαλώσει…Είχα ανακαλύψει από τυχαίους δρόμους τους χώρους της μοναξιάς, τους χώρους της ανάγνωσης, τους χώρους της τέχνης, τους χώρους της ποίησης…Η ποίηση δεν παράγεται μόνο από την έμπνευση αλλά και από τον κοινωνικό περίγυρο…»

Πάνω που άρχιζε ο προβληματισμός και η δράση αρχίζει η Κατοχή «πολύ σκληρό σχολείο». Στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ, συνελήφθη από τους Γερμανούς  και βασανίστηκε.

«Ο μεγάλος δρόμος αρχίζει με την Αντίσταση…Για τον καλλιτέχνη έμπαινε το ερώτημα τι είναι όλο αυτό που συμβαίνει, γιατί αυτό το κακό…»

Μετά την απελευθέρωση συμμετείχει στα Δεκεμβριανά. Μπροστά σ’ ένα οδόφραγμα του ΕΛΑΣ τον συνέλαβαν οι Βρετανοί και μαζί με χιλιάδες άλλους μεταφέρθηκε ως όμηρος στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στην Αφρική. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945.

Έδωσε εξετάσεις και πέτυχε την εισαγωγή του στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Οι θεατρικές του σπουδές διακόπηκαν εξ αιτίας της στράτευσης του. Απολύθηκε  μετά από έναν χρόνο τραυματισμένος αλλά βρέθηκε  αντιμέτωπος με την ποινή του θανάτου κατηγορούμενος για ανυποταξία σε καιρό πολέμου. Σώθηκε λόγω του τραυματισμού του.

Το 1952 παρακολούθησε μαθήματα  Πολιτικών Επιστημών στην Πάντειο. Τη χρονιά αυτή δημοσίευσε το ποίημα του « Νυχτοφύλακες» στο περιοδικό «Μακεδονικά Γράμματα» και το 1954 τύπωσε την πρώτη του ομώνυμη συλλογή.

Το 1959 εμφανίστηκε  ως ηθοποιός στη θρυλική παράσταση « Όρνιθες» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών στο Πεδίο του Άρεως. Τότε γνωρίστηκε  με τον Μίκη Θεοδωράκη και το καλοκαίρι του 1962 έγραψε  τους στίχους για τρία τραγούδια στην επιθεώρηση « Όμορφη Πόλη». Έκτοτε ο Δημήτρης Χριστοδούλου συνδέθηκε στενά με τον Θεοδωράκη , ο οποίος μελοποίησε πάρα πολλούς στίχους του. Τα τραγούδια αυτά εντάχθηκαν σε σημαντικούς δίσκους όπως  Αρχιπέλαγος (1959), Πολιτεία (1961), Όμορφη Πόλη (1962), Πολιτεία Β’ (1964), Οκτώβρης ’78 (1978).

Ξεχωριστή υπήρξε η συνεργασία του με τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ξεκίνησε το 1964 με το τραγούδι Χάθηκες (Δεν έχει δρόμο να διαβώ) το οποίο ερμήνευσε ο Πάνος Τζανετής. Πάνω από 40 τραγούδια άφησε πίσω της αυτή η συνεργασία και ανάμεσά τους μερικά από τα πιο γνωστά και όμορφα λαϊκά.
Με το βοριά σ’ αναζητώ, Κι αν θα διαβείς τον ουρανό, Μεσάνυχτα πού να σε βρω και άλλα τραγούδια του ακούγονται και σε ταινίες όπως  το Έχει η νύχτα θάνατο στην ταινία Ψηλά τα χέρια Χίτλερ (1962), το Κουράστηκα να σε κρατώ στην ταινία Μια σφαίρα στην καρδιά (1966), το Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός στην ταινία Οι αδίστακτοι (1965), το Πού είσαι αυτή την άνοιξη στην ταινία Διωγμός (1964) αφιερωμένο στο Γρηγόρη Λαμπράκη. Αλλά και στο χορόδραμα Θησέας σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου.

Το 1967 ο Δημήτρης Χριστοδούλου εξέδωσε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, ένα δίσκο όπου ο ίδιος διαβάζει ποιήματά του από τις συλλογές «Νυχτοφύλακες» (1954), «Πελταστές» (1956), «Εστίες αντιστάσεως» (1959) και «Μετά το Ανακλητικό» (1960).

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία. Συμμετείχε στο Μάη του ΄ 68 και σε εκδηλώσεις εναντίον της χούντας. Συγχρόνως έδινε διαλέξεις και  έγραφε  ποιήματα που μεταφράζονταν στα γαλλικά και ακούγονταν από το γαλλικό ραδιόφωνο.

Επέστρεψε  στην Ελλάδα το 1972 και το 1973 συνεργάστηκε με τον Μίμη Πλέσσα στο δίσκο Για μια σταγόνα αλάτι.

Το 1974 έδωσε  στίχους για εννέα τραγούδια στον Μάνο Λοΐζο. Τα τραγούδια ακούγονται στο δίσκο Καλημέρα Ήλιε .

Συνεχίζοντας τη συνεργασία με μεγάλους δημιουργούς δίνει στίχους στο Λίνο Κόκκοτο . Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι τα Αντιπολεμικά.

Οι στίχοι για τα τραγούδια είναι πάρα πολλοί. Πλήθος οι συνεργασίες με μουσικούς όπως ο Χρήστος Λεοντής ( Στου γιαλού την άκρη), Σταύρος Ξαρχάκος ( Ωραίος που είσαι Αυγερινέ), Ζωρζ Μουστακί, Νίκος Μαμαγκάκης,  Νότης Μαυρουδής, Βασίλης Δημητρίου κ.α

christodoulouΠολλοί γνωστοί τραγουδιστές ερμήνευσαν τραγούδια τους όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Μαίρη Λίντα, η Πόπη Αστεριάδη, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Πάνος Τζανετής, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Βίκυ Μοσχολιού κ.α
Ποιητής, στιχουργός, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας  και ηθοποιός έγινε κυρίως γνωστός από τους μελοποιημένους στίχους του. Οι στίχοι του μιλούν για τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, τη μετανάστευση, τις πολιτικές διώξεις, αλλά και τον έρωτα, την αγάπη, την ελπίδα, το όνειρο. Διακρίνονται για το λυρισμό , την πυκνότητα και πολλές φορές την αλληγορική τους έκφραση.

  «Το τραγούδι… Είναι μια ολόκληρη περίοδος.
Εκεί μπορεί να πει κανείς ότι έδωσα ένα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Έχω κάνει τόσα τραγούδια… Νομίζω ότι είναι γύρω στα 400 ή 500. Με τον Θεοδωράκη, με τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο, τον Ζαμπέτα, τον Πλέσσα, τον Δημητρίου, τον Λεοντή… Λοϊζος…Δεν ξέρω αν λησμονώ κανέναν. Θα έπρεπε να απαριθμήσω τουλάχιστον 30 ονόματα. Με όλη την αγάπη και με όλη την ευγνωμοσύνη μου. Μια απέραντη και πολύ θερμή συνεργασία. Μια εποχή πυρετού και ο κόσμος μαζί μας πάρα πολύ δυνατός, να δέχεται κάθε μας προσφορά. Μπορώ να πω ότι περάσαμε με το τραγούδι, πάνω από αυτή τη χώρα σαν την πιο λεπτή, την πιο ψιλή, την πιο ευγενική βροχούλα.
Θυμάμαι την περίοδο Θεοδωράκη, που γίνεται η έκρηξη. Το τραγούδι αυτό δεν πέρασε έτσι τυχαία. Δηλαδή…όταν στις συναυλίες, μας πυροβολήσανε, μας ρίξανε πέτρες… Υπάρχει ένα υπόβαθρο αγωνιστικό από κάτω. Δηλαδή, φαίνεται ότι τα σπουδαία πράγματα δεν περνάνε μπροστά χωρίς αγώνα. Έτσι, λοιπόν, μπήκαμε στη μεγάλη λεωφόρο του τραγουδιού. Το αγάπησε ο λαός, ξεπέρασε τις αναστολές του, έγινε πιο ελεύθερος, έφτασε ακόμα ακόμα να τον συντροφεύσει και σε πολύ μεγάλες στιγμές του αγώνα του.
Δεν υπάρχει έλληνας συνθέτης που να μην έκανα τραγούδια μαζί του. Και φτάνουμε σήμερα πια, όπου το τραγούδι τουλάχιστον αυτής της περιόδου, έχει γίνει ένα κλασσικό είδος, που στηρίζει μια μελλοντική ίσως εξόρμηση. Όμως τι κάνουμε σήμερα; Υπάρχουν πάρα πολλά ερωτήματα. Με ρωτάνε εμένα προσωπικά «γιατί δεν γράφεις τραγούδια;», «που πάει το τραγούδι;». Και εφημερίδες, και φίλοι και χώροι ζεστοί της παρέας. Γιατί το τραγούδι έχει αυτούς τους δρόμους; Η απάντηση είναι ότι το τραγούδι δεν σταματάει. Το πρόβλημα είναι ποιο τραγούδι. Γιατί το τραγούδι δεν μπορεί να σταματήσει… Το τραγούδι θα παράγεται, το τραγούδι θα τραγουδιέται, το τραγούδι θα γίνεται! Αλλά ποιο τραγούδι… Κάθε περίοδος έχει το τραγούδι της. Η αγροτική περίοδος είχε το μεγάλο δημοτικό τραγούδι. Η επαναστατική περίοδος έχει άλλο τραγούδι. Η περίοδος που θέλει να περάσει από την μια φάση στην άλλη έχει το λεγόμενο μεγάλο μεταβατικό τραγούδι. Τώρα έχουμε το τραγούδι το επίπεδο. Δηλαδή το τραγούδι που περισσότερο ψιθυρίζεται παρά γίνεται έναυσμα για μεγαλύτερες, βαθύτερες συγκινήσεις και περισσότερους προβληματισμούς ή και οραματισμούς. Είμαστε θα λέγαμε στο υψίπεδο. Αφού ανεβήκαμε στην κορφή τώρα διανύουμε το υψίπεδο. Δεν είμαστε ικανοποιημένοι. Θα θέλαμε καλλίτερα πράγματα. Όμως η ζωή δεν κάνει ό,τι θέλουμε. Εμείς κάνουμε ό,τι θέλουμε στη ζωή. Συνεπώς, δε μένει παρά σε εμάς, να ξαναδούμε πού είναι η δραματική της διάσταση, πού είναι ο πόνος της, σε ποιους χώρους αυτή τη στιγμή παλεύει η ζωή να βρει ξανά το κανάλι της εξόδου της; Και εκεί θα ξανατραγουδήσουμε. Εννοώ σημαντικά.»

Από αριστερά: Δ. Χριστοδούλου, Γ. Ρίτσος, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Αναγνωστάκης

Τα τραγούδια του σύμφωνα με το συγγραφέα Ανδρέα Φραγκιά «τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν, τόσο που έγιναν άμεσος προφορικός λόγος. Πέταξαν από τα βιβλία και εγκαταστάθηκαν στα χείλη για να εκφράσουν αυθόρμητα τον καημό εκείνων που είχαν ανάγκη να τα τραγουδήσουν με τη δική τους φωνή. Έγιναν δημόσιος λόγος. Και αυτό είναι, μάλλον, ο γνησιότερος έπαινος».

Το έργο του όμως δεν είναι μόνο τα τραγούδια. Είναι πολύ πλούσιο και πολύμορφο. Είχε δηλώσει ότι ένιωθε ανάπηρος που τον γνώριζαν ως στιχουργό και όχι ως ποιητή.  Ανήκει στην Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά , η οποία σύμφωνα με τον ίδιο ήταν «η πρώτη, η μόνη γηγενής ποιητική γενιά, η γενιά των μεγάλων συγκρούσεων» με τους ποιητές βγαλμένους από τη φωτιά.

Τι έμεινε στα χέρια τους
τι θυμάται πια η αφή τους
τι περίσσεψε από τόση πείρα στο κορμί τους
μετά από τόσο ήλιο τόσο αγώνα
τι εκέρδισε το δέρμα
μετά από τόσο φως
μετά από τόση φωτιά
τι κέρδισαν τα μάτια τους
έμεινε τίποτα από τη θλίψη τους
λούφαξε η γνώση μεσ’ στο αίμα τους
διασκέλισε ποτέ η πίκρα τους
την τρυφερή κορυφή των ώμων μιας γυναίκας
και σιωπάς
και μένεις μόνος
και γράφεις τ’ όνομά σου
στην αγχόνη

«Στην αγχόνη έγραψε το όνομά της η δική μου γενιά αλλά δεν υποχώρησε. Πολέμησε σε όλους τους τομείς…»

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του είχε αρχίσει ήδη από το 1964 με τον τίτλο « Ποιήματα 1954 – 1964» και περιείχε οκτώ συλλογές . Ακολούθησε ο δεύτερος τόμος « Αιχμές – Ποιήματα 1965 -1975» και μετά το θάνατό του ο τρίτος τόμος « Ποιήματα 1977 – 1988). Το 2014 κυκλοφόρησε και τέταρτος τόμος με Ανέκδοτα Ποιήματα.

Πλούσια είναι και η πεζογραφική του δουλειά που αρχίζει το 1976 με το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Το γούπατο . Ανάμεσά στα πεζά και διηγήματα βρίσκεται και το Ελ Ντάμπα , μυθιστόρημα για τα χρόνια της ομηρίας στο ομώνυμο στρατόπεδο.

«Μπάσιμο στην πεζογραφία από την πίσω πόρτα…Η ποίηση είναι μια ανάλυση της υπόστασης με την υπέρβαση. Το πεζό είναι η ανάλυση του ιστορικού χρόνου και της ηθικής με την έννοια του ήθους, της συμπεριφοράς των ηρώων…Τι συνέβη στον εσωτερικό κόσμο, το περιβάλλον, οι ίντριγκες, οι συνομωσίες…»

Αν και ποιητής  έγραψε και πολλά θεατρικά έργα γιατί πίστευε ότι «…Με το θέατρο και τον θεατρικό, φυσικά, λόγο παρακολουθούμε τον κόσμο στη σύγκρουσή του, τη στάση που παίρνει κάθε οντότητα μέσα από αυτή τη σύγκρουση επισημαίνουμε και υπογραμμίζουμε. Με την ποίηση φτάνουμε στο λυρισμό, με το θέατρο στη δράση. Με την ποίηση μένουμε στη μοναξιά με το θέατρο βγαίνουμε κατά πρόσωπο στον κόσμο. Μένει, βέβαια, μέσα απ’ όλα αυτά αν ο ποιητής κάνει καλό θέατρο. Και θα’ θελα να με ρωτούσατε αν κάνω καλό θέατρο».

Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση την άφηνε στους θεατές και όχι στους κριτικούς.

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου ήταν άνθρωπος βαθιά πολιτικοποιημένος και συμμετείχε ενεργά και μάχιμα στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Έχει χαρακτηριστεί στοχαστικός, δημιουργικός, αγωνιστής του λόγου. Η ποίηση ήταν για τον Χριστοδούλου η έσχατη δικαίωση.


«…Έζησα το αίμα και το μετέτρεψα σε ποιητικό λόγο που είναι η έσχατη δικαίωσή μου. Αυτή είναι η δική μου προσφορά.»

Το έργο του, το «Αρχείο Δημήτρη Χριστοδούλου», μετά το θάνατό του δωρίστηκε από τη γυναίκα του Μαρία Κανδρεβιώτου στο Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα προκειμένου να ψηφιοποιηθεί και να αποτελέσει αντικείμενο ευρύτερης μελέτης. Το γεγονός αυτό προκαλεί εύλογα ερωτηματικά για το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας και των διαφόρων φορέων σχετικά με τη διάσωση, μελέτη και προβολή του έργου ενός σημαντικού ανθρώπου που υπηρέτησε την προοδευτική Τέχνη με ήθος, συνέπεια και αφοσίωση.

Αν κάποιος σήμερα θελήσει να διαβάσει κάποιο από τα έργα του Χριστοδούλου πολύ δύσκολα θα το βρει. Τα περισσότερα είναι  εξαντλημένα, εκτός από τα Ανέκδοτα Ποιήματα και Το Γούπατο που επανεκδόθηκαν σχετικά πρόσφατα. Ελάχιστα έχουν απομείνει στα ράφια κυρίως παλαιοβιβλιοπωλείων. Πολύ λίγα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Τελικά ευτυχώς που υπάρχουν τα τραγούδια του.

«Εκείνο που ξέρω είναι ότι, στη ζωή, η πολιτεία λειτουργεί με τενεκέδες και στο θάνατο δοξάζει τα μάρμαρα και μένει ήσυχη. Ύστερα, σκέφτομαι καμιά φορά, πως δεν υπάρχει δήμος ή κοινότητα που να μη τιμάει και τον τελευταίο στιχουργό της. Αυτός, ρε παιδί μου, ο δήμος Αθηναίων, που ελάχιστα είναι των Αθηναίων αλλά των βλάχων, δεν έκανε ποτέ έτσι για να πει πόσοι Αθηναίοι ποιητές, γέννημα-θρέμμα, δίνουν τη μάχη σ’ αυτή τη βρωμούπολη για να βγάλουν τα σκουπίδια της αφάνειας και της αδιαφορίας από το κεφάλι της. Ας είναι. Πολλά ζητάω, αλλά, έτσι, λόγος να γίνεται – ας πλένουν τους δρόμους, ας βάζουν λίγη άσφαλτο που ’χουμε γίνει σκορποχώρι, ας ποτίζουν τα πάρκα κι ας αφήσουν τους ποιητές να πεθαίνουν στου Ζωγράφου και να τους θυμούνται, γκραν γκινιόλ, στο νεκροκρέβατο.»

Πηγή: atexnos.gr

Σχόλια