ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ - Ελληνικότητα και «διανόηση»



ΠΡΟΛΟΓΟΣ -  του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ

Το βιβλίο αυτό οφείλεται στην έξοχη ιδέα του Μίκη Θεοδωράκη, όπως η παρέμβασή του, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου μου « Έθνος και “εκσυγχρονιστική” νεοτερικότητα», να συμπληρωθεί με το πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή και με δύο δικά μου κείμενα και, όλα μαζί, να αποτελέσουν μια ενότητα που να καλύπτει το θέμα: Ε
λληνικότητα και «διανόηση».

Η ελληνικότητα χωρίς εισαγωγικά, αποκαθαρμένη από τις επιβαρύνσεις των πάσης φύσεως εθνικισμών και ιδεολογημάτων που την μαστίζουν και, συνάμα, γεμάτη με το προοδευτικό γινόμενο του κεκτημένου της. Η διανόηση σε εισαγωγικά, προκειμένου να συμπεριλάβει την ομάδα εκείνη των λεγομένων πνευματικών ανθρώπων που εκπληρώνουν μια απλώς μηρυκαστική λειτουργία, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό τους: την αυθεντία της επιστημονικής ορθότητας, το τεκμήριο της προοδευτικής σήμανσης του λόγου τους και, περαιτέρω, το ρόλο του αδιαμφισβήτητου εκπροσώπου και διανοητή της «επίσημης» εκδοχής της ιστορίας που εισήγαγε η ηγεμονεύουσα τάξη της Εσπερίας.

Θύματα της «διανόησης» αυτής υπήρξαν προφανώς και η επιστήμη και η πρόοδος και, σε ό,τι αφορά εδώ, το διακύβευμα του έθνους και της ελληνικότητας.

Τα δημοσιευόμενα κείμενα μπορούν αν εκληφθούν ως μια εισαγωγή στο μείζον αυτό ζήτημα, ικανή εντούτοις να προϊδεάσει τον αναγνώστη για ό,τι συντελείται στον τόπο μας και στον κόσμο σήμερα. Να του δώσει να καταλάβει ότι το ερώτημα για το έθνος (που θα ορισθεί, ποια είναι τα στοιχεία που το συγκροτούν, ποιος το εκφράζει και το διαχειρίζεται κ.ά.) δεν είναι ρητορικό ούτε ανώδυνο. Αφορά στο «είναι» όλων μας, στην ταυτότητά μας, συνέχεται με την ελευθερία μας ως συλλογικότητα, αλλά και στην ελευθερία ενός εκάστου από εμάς στο πλαίσιο της κοινωνίας και του κράτους.

Οι συγγραφείς αυτού του πονήματος γνωρίζουν καλά ότι το έθνος της νεοτερικότητας «συντάσσεται» με το κυρίαρχο κράτος/δεσπότη και αποστρέφεται κάθε οργανική, δηλαδή θεσμική συμμετοχή και, ιδίως, ενσωμάτωση της κοινωνίας στην πολιτεία. Το έθνος του ελληνισμού, το έθνος – κοσμοσύστημα και, συνακόλουθα, η ιδέα της ελληνικότητας, απορρίπτει τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στην κατάσταση του ιδιώτη και, μάλιστα, προκρίνει την μεταβολή της σε «δήμο», με άλλα λόγια, σε συστατικό θεσμό της πολιτείας. Η νεοτερικότητα θέλει το κράτος να οικειοποιείται ως ιδιοκτήτης το πολιτικό σύστημα και, συνακόλουθα, να εκφράζει αυτό αυθεντικά το έθνος. Η ελληνικότητα θέλει το σώμα της κοινωνίας να ενσαρκώνει την πολιτεία και να πρωταγωνιστεί στην αυθεντική έκφραση και διαχείριση του έθνους. Το κράτος, γι’ αυτήν, «θεραπεύει» τη βούληση της κοινωνίας, δεν την υποκαθιστά, επικαλούμενο το νεφέλωμα του λεγόμενου « γενικού συμφέροντος». Στο λαϊκισμό του συστήματος που παράγει το πρωτο-μεταφεουδαλικό βίωμα τη νεοτερικότητας ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην αυστηρώς ολιγαρχική εκδοχή της ευφημισμένης «κοινωνίας πολιτών» που διακινούν κατ’ αυτάς οι Ηρακλείς της ως απαύγασμα της «δημοκρατίας», η ελληνικότητα προτείνει την ιδέα της κοινωνίας-εντολέα και, περαιτέρω, την εκκλησία του δήμου των πολιτών. Η ελληνικότητα προϋποθέτει ότι η κοινωνία είναι, σε τελική ανάλυση, δημιουργός πολιτισμού εν ελευθερία κι όχι απλός καταναλωτής της επώνυμης δημιουργίας, όπως επιμένει η νεοτερικότητα.

Κατά τούτο, η μεν ιδέα της ελληνικότητας υποδεικνύει το σήμερα και το μέλλον της προόδου, η δε νεοτερική της σήμανση την άρνηση μιας εξέλιξης που δεν θα εναρμονίζεται με το καθεστωτικό ανάχωμα της συντήρησης.

Αθήνα, 10 Απριλίου 2007  

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο ψεύτικος μανδύας της δήθεν προοδευτικότητας - του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 18 Μαρτίου 2007

Αυτές τις μέρες κάπου διάβασα ότι ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος πίστευε στη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Πόσοι και ποιοι άραγε σήμερα θα τολμούσαν να διατυπώσουν δημόσια μια τέτοια άποψη; Και όμως πρόκειται για την ουσία μιας ολόκληρης Σχολής Σκέψης, την οποία αντιπαλεύει η άλλη Σχολή, που απορρίπτει την άποψη αυτή θεωρώντας ότι το σημερινό ελληνικό έθνος ξεκινά τη ζωή του από το 1830 χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το παρελθόν. Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού σκέφθηκα ότι στο βάθος πρόκειται για μια διαμάχη ανάμεσα σε αυτές τις δύο Σχολές Σκέψης. Θυμίζω εδώ ότι οι κάτοικοι αυτού του τόπου, καταδικασμένοι επί αιώνες σε συνθήκες δουλείας και υπανάπτυξης, είχαν χάσει την ιδιαιτερότητα και ταυτότητά τους στα μάτια των «πολιτισμένων» μειοψηφιών της Ευρώπης. Που έτσι βρήκαν την ευκαιρία να θεωρήσουν εαυτούς ως τους μοναδικούς κληρονόμους του ελληνικού πολιτισμού. Γι' αυτό και όταν έμαθαν ότι οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821 (Φιλικοί και Αγωνιστές) αποφάσισαν να ονομάσουν την απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό πατρίδα τους Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους κατοίκους της Έλληνες, αντέδρασαν με κάθε τρόπο, με κορυφαία αντιδραστική πράξη τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, ο οποίος με τρόπο δήθεν «επιστημονικό» προσπάθησε να αποδείξει ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλούνται Έλληνες, γιατί δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την έννοια και με τη λέξη Ελλάδα, μιας και στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από μια πανσπερμία φυλών (Βλάχων, Αλβανών, Σλάβων, Τούρκων και Γύφτων).

Και όπως ίσως έχετε προσέξει, όλοι οι ξένοι λαοί έδωσαν στη χώρα μας κάθε είδους όνομα πλην του ονόματος «Ελλάς - Ελλάδα»: Grece, Greece, Greco, Griechenland κ.λπ. Και φυσικά στην ουσία η διεθνής ιντελιγκέντσια δεν μας θεωρεί Έλληνες αλλά Γραικούς (ίσως και... γραικύλους). Πάλι καλά οι Τούρκοι που μας αποκαλούν «Γιουνάν», δηλαδή Ίωνες. Για τους «πολιτισμένους» της Δύσης θα μας ταίριαζε περισσότερο ένα όνομα όπως λ.χ. Βλαχότουρκοι ή Γυφτόβλαχοι. Νομίζω με τη λέξη «Γυφτοβλαχία» θα ήταν ικανοποιημένοι. Και όχι μόνο οι διανοούμενοι (ιντελιγκέντσηδες) του εξωτερικού, αλλά και του... εσωτερικού. Δηλαδή οι οπαδοί της Σχολής της Άλλης Όχθης, οι οποίοι χωρίς να το ομολογούν (ίσως και δίχως να το ξέρουν) ακολουθούν κατά γράμμα τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, που στην ουσία θέλει να κρατήσει το κέντρο της ελληνικής κλασικής σκέψης, φιλοσοφίας και τέχνης εκτός Ελλάδας και κατά προτίμηση στις πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου από τις οποίες υποτίθεται ότι εκπορεύεται αποκλειστικά η σύγχρονη σκέψη, φιλοσοφία και τέχνη, που έχει τις ρίζες της και στην κλασική Ελλάδα. Έτσι οποιοσδήποτε τολμά να ισχυριστεί ότι ως Νεοέλλην πιστεύει ότι έχει και αυτός το ίδιο δικαίωμα, είναι βλάσφημος, αρχαιόπληκτος και αντιδραστικός. Όπως ασφαλώς ήταν και οι Φιλικοί, οι Επαναστάτες του '21, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Εγγονόπουλος, μεταξύ άλλων.

Όμως, αυτή η διαφορά στη χώρα μας έλαβε και μιαν άλλη διάσταση, που διαίρεσε τον λαό μας όχι μόνο κάθετα (κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες και κόμματα), αλλά και οριζόντια. Δηλαδή, σε αυτό που θεωρείται Λαϊκό και σε αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «διανοουμενίστικο». Και, φυσικά, η αληθινή διανόηση ταιριάζει με το λαϊκό, ενώ ο διανοουμενισμός δεν είναι μόνο εχθρός του λαϊκού, αλλά η καρικατούρα της διανόησης. Και για να περιοριστώ στη νεότερη Ελλάδα, όλα όσα υπήρξαν αληθινά, θετικά, γόνιμα και προοδευτικά, υπήρξαν κατ' αρχήν λαϊκά. Δηλαδή πατούσαν γερά πάνω στο χώμα του λαού, της πραγματικότητας αλλά και της παράδοσης που μας πηγαίνει πολύ μακριά, στο βάθος του χρόνου, με τα οχήματα της δημοτικής ποίησης και μουσικής, της δημοκρατικής παράδοσης με κέντρο το κύτταρο της ελλαδικής κοινότητας, του βυζαντινού μέλους και της ελληνικής γραμματείας και κυρίως της γλώσσας. «Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης. Έτσι οι Φιλικοί και οι Αγωνιστές του '21 ήταν λαϊκοί. Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε λαϊκός. Όπως λαϊκοί υπήρξαν όλοι οι σπουδαίοι πρωτεργάτες σε όλους τους κλάδους της ζωής, της τέχνης και της διανόησης που συνέβαλαν ώστε να προχωρήσει η χώρα μας μπροστά.

Αυτή η οριζόντια διαίρεση δεν μπορούσε να αφήσει απ' έξω τον ελληνικό «προοδευτικό χώρο». Που μεγαλούργησε όταν ήταν πράγματι λαϊκός, όταν δηλαδή εξέφραζε σωστά τον ελληνικό λαό (στους καιρούς της εθνικής αντίστασης και των δημοκρατικών αγώνων). Και στη συνέχεια περιθωριοποιήθηκε όταν τον κατέκτησε ο διανοουμενισμός, που ουσιαστικά σημαίνει άρνηση του ίδιου του εαυτού του.

Ήταν λοιπόν επόμενο στον διανοουμενίστικο «προοδευτικό χώρο», άρα «ψευτο-προοδευτικό» χώρο πλέον, να ανθίσουν αυτά τα πικρά λουλούδια της άρνησης της πεμπτουσίας αυτού που ήταν και είναι η Ελλάδα του χθες, του σήμερα και του αύριο.

Ας μην ψάχνουν, λοιπόν, οι ευαίσθητοι πολίτες να βρουν την αιτία της σημερινής εθνικής παράλυσης σε δευτερεύουσες σχέσεις, πρόσωπα και καταστάσεις. Η πραγματική αιτία είναι ότι ενώ με το λαϊκό στοιχείο και με τη λαϊκή ιδιότητα έγινε ότι τέλος πάντων θετικό έγινε σ' αυτόν τον τόπο από το 1821 έως σήμερα, γιατί απλούστατα όλοι οι μεγάλοι μας ήρωες, ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες, πολιτικοί, υπήρξαν «λαϊκοί» ανεξάρτητα από τις λογής λογής κάθετες διαιρέσεις, εδώ και καιρό το λαϊκό, που στη χώρα μας ταυτίζεται με το ελληνικό, νικήθηκε κατά κράτος σε όλους τους τομείς της εθνικής μας ζωής. Εδώ και καιρό κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά η άρνηση, τρομοκρατώντας και ξεγελώντας τους πολλούς και αφελείς, κρυμμένη πίσω από τον ψεύτικο μανδύα μιας δήθεν προοδευτικότητας, που έχει στην πραγματικότητα τόση σχέση με την πρόοδο όση μια γάτα με ένα λιοντάρι...

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Για το πρόβλημα της Ελληνικότητας – του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε στην Θεσσαλονίκη ένα βιβλίο που χαρακτηρίζει ανάμεσα σε άλλους τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο ως νεκρόφιλους... Έγινε μάλιστα η πανηγυρική παρουσίασή του με την συμμετοχή στο πάνελ πολλών παραγόντων της πνευματικής ζωής της συμπρωτεύουσας σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ.

Ποιοι να είναι οι άνθρωπο αυτοί στ' αλήθεια και ποιος ο συγγραφέας και πώς έφτασαν στο σημείο να σκέφτονται τόσο απαξιωτικά για δυο σύγχρονους Έλληνες ποιητές, που αποδεδειγμένα εκτιμά και αγαπά μια μεγάλη μερίδα του λαού μας και που το έργο τους συνδέεται τόσο στενά με την ουσία και την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας;

Σκέφτομαι ότι για να φτάσουμε σ' ένα τόσο ακραίο σημείο, αυτό σημαίνει ότι η αμφισβήτηση για ό,τι θεωρούσαμε πως εκφράζει την ιδιαιτερότητά μας ιδιαίτερα μέσα στον ευαίσθητο χώρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας δημιουργίας, έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Ποιο είναι αλήθεια, το κοινό γνώρισμα του Ελύτη και του Ρίτσου; Ασφαλώς είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η παρουσία του ελληνικού χώρου και χρόνου στο έργο τους σε συνδυασμό με τη γνώση και την αγάπη στην ιστορική παράδοση και τις πολιτιστικές αξίες του ελληνικού λαού. Αν τα χαρακτηρίσουμε όλα αυτά με μια λέξη, τότε η λέξη αυτή είναι: ελληνικότητα.

Στην ίδια γραμμή της σύγκρουσης με την ελληνικότητα έχει σχηματισθεί από καιρό ένα άτυπο μέτωπο που κατάφερε να κυριαρχήσει σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς όπως είναι η Παιδεία, ο Πολιτισμός και τα Μέσα ενημέρωσης και που ένα από τα προβεβλημένα του σημεία είναι και το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικο΄, που αποκαλύπτει την πρόθεση των κύκλων αυτών να χειραγωγήσουν τις νεότερες γενιές ξεκινώντας ακόμα και από το δημοτικό σχολείο!

Τι είναι στ' αλήθεια, αυτό που προβάλλουν απέναντι στην ελληνικότητα και τι σημαίνει εκσυγχρονισμός; Για να απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι η ελληνικότητα, ποιο είναι το περιεχόμενό της, πώς εκφράστηκε και ποια η σημασία της σήμερα.

Σε αντίθεση με την εθνικότητα, που στον σύγχρονο κόσμο συνδέεται άρρηκτα με το κράτος, όπου η υπήκοοι μπορεί και να μην συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο αποκλειστικό γνώρισμα, αντίθετα η ελληνικότητα ενώνει τα μέλη της με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στον χρόνο. Αυτό φυσικά δεν είναι αποκλειστικά γνώρισμα των Ελλήνων αλλά όλων των λαών.

Στην δική μας περίπτωση το κυρίαρχο γνώρισμα είναι η ελληνική γλώσσα, που έδειξε μια πρωτοφανή αντοχή στον χρόνο και χρησίμευσε σε όσους την μιλούσαν σαν ένας συνδετικός ιστός που βοήθησε στη διαιώνιση διαφόρων μορφών κοινωνικής ζωής, κοινής θρησκευτικής πίστης όπως η ορθοδοξία, κοινής πολιτιστικής παράδοσης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης και κατά συνέπεια κοινής συλλογικής συνείδησης, έστω και αν κάποτε κάτω από ορισμένες συνθήκες αυτό ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να μορφοποιηθεί.
Ο Γιώργος Κοντογιώργης προσθέτει και ένα άλλο καίριο χαρακτηριστικό στοιχείο, το ελληνικό ανθρωποκεντρικό σύστημα, όπως το ονομάζει, που το βλέπει να μεταλλάσσεται στο νεότερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας.

Στο κεφάλαιο «Το έθνος ως ελευθερία» πιστεύω ότι φτάνει στην ουσία της διαφοράς που χωρίζει σήμερα τις δυο σχολές σκέψης γύρω από την έννοια «έθνος». Γιατί αναφερόμενος στις ιστορικές ρίζες του ελληνικού έθνους, το συνδέει με την συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου με όρους ελευθερίας σαν ένα κύριο χαρακτηριστικό του ανθρωποκεντρισμού, κάτι που θεωρεί ως ένα καθαρά ελληνικό γνώρισμα. Από την εποχή των κρητομυκηναϊκών χρόνων έως τις παρυφές του 20ού αιώνα.

Έχοντας ως πρότυπο τα Ευρωπαϊκά δεδομένα από τον Μεσαίωνα έως τους νεότερους χρόνους, διακρίνουμε το πολιτισμικό χάος που χωρίζει τον ελληνικό από τον ευρωπαϊκό κόσμο. Γιατί εκεί είχαμε δεσποτικές, φεουδαλικές εξουσίες, όπου οι μεγάλες ανθρώπινες μάζες ήταν δουλοπάροικοι χωρίς ελευθερία και δίχως δική τους ταυτότητα και επομένως δυνατότητα έκφρασης σε όλους τους τομείς και φυσικά στον πολιτισμό.

Πράγματι η ιστορία μάς διδάσκει ότι τόσο στο δουλοκτητικό σύστημα οι δούλοι όσο και στο φεουδαρχικό οι δουλοπάροικοι δεν δημιούργησαν δική τους τέχνη. Μέσα σ' αυτά τα κοινωνικά συστήματα η Τέχνη υπήρξε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων.

Τότε πώς εξηγείται το φαινόμενο της ελληνικής δημοτικής ποίησης και του δημοτικού τραγουδιού; Και μόνο αυτό αποδεικνύει ότι οι Έλληνες δεν είχαν μεταβληθεί ούτε σε δούλους ούτε σε δουλοπάροικους, αφού είχαν τη δυνατότητα να δημιουργούν έργα τέχνης.

Η ποιότητα της Ποίησης όσο και της Μουσικής σε ένα είδος Τέχνης, της δημοτικής, αποδεικνύει ότι το καλλιτεχνικό επίπεδο τόσο των ανώνυμων δημιουργών όσο και εκείνων που ήσαν οι αποδέκτες αυτών των έργων δεν υπολείπεται από εκείνο που χαρακτηρίζει τα μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας που έχει την ευχέρεια να καλλιεργεί τον ποιητικό λόγο, καθώς και τα στοιχεία της μουσικής παράδοσης.

Στην περίπτωση των δημοτικών μας τραγουδιών η γλώσσα είναι η ελληνική, η δε μουσική έχει τις ρίζες της στους βυζαντινούς χρόνους και ίσως και πιο μακριά. Πράγματι η συνάφεια μεταξύ της βυζαντινής μουσικής και της δημοτικής είναι ολοφάνερη. Άλλωστε και οι δυο βασίζονται στις ίδιες μουσικές κλίμακες. Και όταν μιλάμε για κλίμακα στη μουσική εννοούμε ένα είδος ηχητικού σκελετού, που όπως ο ανθρώπινος, διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική μορφή του σώματος. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο παρατηρούνται όλα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που συναντιώνται και στη σύγχρονη περίοδο λόγω ακριβώς της ύπαρξης συγγενικών μουσικών κλιμάκων και φέρνουν τόσο κοντά τη σύγχρονη λαϊκή μας μουσική τόσο στα δημοτικά όσο και στα βυζαντινά ακούσματα.
Από πού όμως προήλθαν οι βυζαντινές μουσικές κλίμακες; Και αν όντως αποτελούν συνέχεια των αρχαίων ελληνικών, τότε ποια θα πρέπει να υπήρξε η σχέση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική; Ώστε βλέπουμε να υπάρχει πέραν της ελληνικής γλώσσας και μία άλλη σταθερά, αυτή της μουσικής από την αρχαιότητα έως σήμερα με σταθμούς το Βυζάντιο και την δημοτική μουσική των χρόνων της Οθωμανοκρατίας έως της παρυφές του 20ού αιώνα.

Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προβληματίσει τους Έλληνες επιστήμονες ιστορικούς το φαινόμενο του δημοτικού μας τραγουδιού;

Εμείς σημειώσαμε ορισμένα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να μελετηθούν και που μπορεί να συνοψισθούν στα ακόλουθα ερωτήματα:

1. Είναι Έλληνες αυτοί που δημιούργησαν συλλογικά τα δημοτικά μας τραγούδια (Λόγος, Μέλος, Χορός)

2. Η δημιουργία αληθινών έργων τέχνης είναι δείγμα ελευθερίας;

3. Σε ποιες συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, οικονομικές και διοικητικές σχέσεις ζούσαν, ώστε να μπορούν να έχουν την απαιτούμενη πνευματική καλλιέργεια για τη δημιουργία και αποδοχή έργων τόσο υψηλού επιπέδου;

4. Με ποιους τρόπους τόσο η γλώσσα όσο και η μουσική παράδοση παρέμειναν ζωντανές και σε συνεχή εξέλιξη;

5. Η ορθοδοξία και κυρίως ο κλήρος σε επίπεδο κοινοτήτων έπαιξε ρόλο στην διατήρηση και εξέλιξη αυτού του πολιτισμού; Ποια η σημασία του ελληνικού λόγου των Ευαγγελίων και γενικά των βυζαντινών θρησκευτικών κειμένων και του βυζαντινού εκκλησιαστικού Μέλους;

Απ' όσο γνωρίζω, τις πειστικότερες ως τώρα απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, τις βρήκα διαβάζοντας την εργασία του Γιώργου Κοντογιώργη και ειδικά το πρόσφατο βιβλίο του που παρουσιάζεται σήμερα στο ελληνικό κοινό.

Θα μου πείτε ίσως, ποια η σημασία να ψάχνουμε τα στοιχεία της ελληνικότητας σε τόσο μακρινούς χρόνους. Μήπως η προσπάθειά μας αυτή είναι η αιτία να μας χαρακτηρίσουν ως νεκρόφιλους οι μεν, συντηρητικούς και παρωχημένους οι δε και αριστεροδεξιούς εθνικιστές κάποιοι άλλοι... Αυτό όμως θα μπορούσε να έχει κάποια βάση εάν όλα όσα ψάχνουμε είναι πράγματα νεκρά. Για μας όμως η σύνδεση της Ελλάδας με στοιχεία και έννοιες όπως η Ελευθερία στη ζωή και στη σκέψη, που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς και τα φαινόμενα της διαιώνισης δύο βασικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, της γλώσσας και της μουσικής έκφρασης με την σφραγίδα της ελληνικότητας, αποτελούν μια όχι μόνο ζωντανή αλλά και πολύτιμη ιδιαίτερα για το σήμερα και για την εποχή μας πραγματικότητα για όλους εμάς που μας συνενώνουν αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά και μας διαμορφώνουν την ιδιαίτερη εθνική συνείδηση και ταυτότητα.

Γιατί σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη από κοινωνική και εθνική συνοχή για να αντέξουμε τις προκλήσεις των καιρών. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο νέος κίνδυνος που μας απειλεί, αποβλέπει στην διάλυση ακριβώς αυτής της συνοχής και της ενότητας, ώστε από μια ενιαία και συμπαγή μάζα να μας θρυμματίσει σε πολλές ξένες μεταξύ τους ομάδες χωρίς έρμα και χωρίς αντίσταση, που έτσι να μεταβληθούν σε απλούς πελάτες, όπως το θέλει η λογική και το επιτάσσουν τα συμφέροντα της όλο και πιο πολύ ενιαιοποιημένης Διεθνούς Αγοράς. Μέσα στην οποία όλα τα αγαθά -ακόμα και τα πνευματικά- πρέπει να μεταβληθούν σε εμπόρευμα. Και ο,τιδήποτε μπορεί να εναντιωθεί σ' αυτό το ολιγαρχο-οικονομικό τσουνάμι, θα πρέπει να σβήσει, να εκλείψει, να εξοντωθεί. Αρχίζοντας από την ιστορική μνήμη και όλα τα υπόλοιπα εθνικά χαρακτηριστικά, την Γλώσσα, την Τέχνη, το Ήθος, τη Σκέψη, τον Πολιτισμό. Και φυσικά όλα τα συνεκτικά στοιχεία όπως λ.χ. η Ιστορία μας, που μας βοηθά να ανυψωθούμε σε υπολογίσιμη εθνική οντότητα και παρουσία.

Σε λίγες εβδομάδες από τώρα συμπληρώνω 82 χρόνια ζωής. Εάν ζούσα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, όσα έζησα και όσα έκανα θα μου εξασφάλιζαν την ηρεμία και την γαλήνη μιας ήσυχης ζωής μακριά από τη βουή των γεγονότων. Όμως εδώ είναι Ελλάδα και θα πρέπει κανείς να παραμένει όρθιος, ακόμα και μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Γιατί τούτο το «αλωνάκι» ή θα πρέπει κανείς να το μισεί ή να το αγαπά έως θανάτου. Ειδικά όταν διαπιστώσει ότι για ακόμα μια φορά κινδυνεύει όχι από έξωθεν βέλη βαρβάρων αλλά από προσπάθειες ουσιαστικά και πάλι ξένων, που βρίσκουν όμως πρόθυμους οπαδούς και διεκπεραιωτές ανάμεσά μας. Στόχος ανομολόγητος των τελευταίων -και γι' αυτό πιο επικίνδυνος- το μοναδικό μας στήριγμα και εγγύηση για να υπάρξουμε, να αντισταθούμε, να αντέξουμε ως λαός που του έτυχε να γεννηθεί και να ζει σ' αυτή τη χώρα: η συνείδηση της ελληνικότητας.

Όταν ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης μου ζήτησε να παρουσιάσω το τελευταίο του βιβλίο «Έθνος και "εκσυγχρονιστική" νεοτερικότητα» προβλημα- τίστηκα πολύ για το τι θα έπρεπε να πω. Έχω την αίσθηση πως η ιστορική στιγμή που ζούμε ξεπερνά τα όρια της σημασίας αυτού του γεγονότος, όσο σημαντική κι αν είναι.

Θα έπρεπε, σκέφθηκα, να σας μιλήσω για την σημασία της ελληνικότητας με έναν τρόπο καταλυτικό. Δηλαδή με κάτι που να ξεπερνά την όποια κατάθεση απόψεων και ιδεών, την όποια επιχειρηματολογία. Κι αυτό βρήκα ότι είναι μόνο η αναφορά μου στα προσωπικά μου βιώματα, που νομίζω ότι αποκαλύπτουν και εξηγούν με τον καλλίτερο τρόπο την άποψή μου για την ελληνικότητα. Και ακόμα γιατί στην πορεία της ζωής μου η πεποίθηση και η πίστη μου στην ιδέα της συνέχισης του ελληνικού έθνους αποτέλεσε θεμέλιο ζωής, δράσης και πνευματικής δημιουργίας. Το προσωπικό παράδειγμα αποτελεί τελικά το καλλίτερο επιχείρημα που θα πρέπει να προβάλλει κανείς, ειδικά όταν διανύει όπως εγώ το τελευταίο στάδιο της ζωής του. Και είμαι έτοιμος να δεχτώ για άλλη μια φορά τον σαρκασμό, την ειρωνία και την απόρριψη από όπου κι αν προέρχεται. Σ' αυτά άλλωστε είμαι συνηθισμένος...

Πρόκειται λοιπόν για μια αληθινή Απολογία (με την σκέψη πιότερο στο κώνειο παρά στον Σωκράτη), που ελπίζω να φτάσει κάποτε και ως την μαθητιώσα νεολαία μας, που αυτή τη στιγμή δέχεται τα δριμύτερα πυρά, για να την εμποδίσουν να ακολουθήσει τον δρόμο που περιγράφω και που φυσικά δεν είναι μόνο δικός μου αλλά χιλιάδων και χιλιάδων που έζησαν, πίστεψαν, μόχθησαν και πολλοί απ' αυτούς θυσιάστηκαν για τις ίδιες ιδέες, πιστεύω και ιδεώδη. Στους ίδιους αγώνες και προσπάθειες να προσθέσουμε όλοι μαζί ένα πετραδάκι για να ψηλώσει αυτή η χώρα η ελληνική.

Υπήρξα γέννημα-θρέμμα της ελληνικής επαρχίας, όπου έζησα και μεγάλωσα στην εποχή του μεσοπολέμου έως την ηλικία των 18 χρόνων που ήρθα στην Αθήνα.

Εκεί διαμορφώθηκα όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά μ' αυτά που ακούγαμε, που βλέπαμε και που διαβάζαμε στο σπίτι, στο σχολείο, στην γειτονιά, στο επαρχιακό μας περιβάλλον που εκείνες τις εποχές ήταν ασφυκτικά περιορισμένο στα στενά γεωγραφικά του σύνορα. Για μένα τα πιο σοβαρά βοηθήματα που με διέπλασαν ήταν τα βιβλία, τα τραγούδια, οι βυζαντινοί ύμνοι και όσα άκουγα από τους γονείς μου, στο σχολείο και στις συναναστροφές μου.

Δεν θυμάμαι να έφτασε ως εμένα σε κείνα τα χρόνια ούτε η Ευρώπη ούτε καν η Αθήνα. Και όμως, όταν στα 1943 πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα, είχα ήδη διαμορφωθεί ως πολίτης και ως συνθέτης. Και από τότε άρχισα να δέχομαι τις καινούριες επιδράσεις, που όμως δεν άλλαζαν τον βασικό πυρήνα του χαρακτήρα, της σκέψης και της μουσικής μου. Μονάχα όπως ήταν φυσικό τον εμπλούτισαν και δεν έπαψαν να τον εμπλουτίζουν έως σήμερα. Όμως αυτό που ήμουν και που έγινα, υπήρξε έργο αποκλειστικά της ελληνικής επαρχίας, σε μια εποχή που όπως είπα ήταν υποχρεωτικά κλεισμένη ασφυκτικά στον εαυτό της.

Υπήρχαν όμως τότε, στην εποχή της εφηβείας, και μερικά άλλα πολύ σημαντικά στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωσή μου. Όπως λ.χ. οι Μύθοι. Οι μεγάλοι Μύθοι όπως τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που συνδυάζουν την λάμψη της Ποίησης με την μαγεία της φαντασίας. Και τελικά ήσαν αυτοί οι δύο μύθοι που διαπλάσανε τον Ελληνικό Πολιτισμό. Όπως διέπλασε τον Ιουδαϊσμό ο Μύθος της Παλαιάς Διαθήκης. Μια θρησκεία και μια κοσμοθεωρία που όχι μόνο άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου αλλά σήμερα ακόμα κυριαρχεί και επηρεάζει τους πιο ευαίσθητους τομείς του παγκόσμιου γίγνεσθαι.

Τέλος ο Μύθος της Καινής Διαθήκης, που με τον Χριστιανισμό χώρισε την ανθρώπινη ιστορία σε δυο μέρη και που επίσης κυριαρχεί και μάλιστα σε χώρες που από την εποχή της αποικιοκρατίας έως την Χιροσίμα και το Ιράκ, έχουν αναδειχθεί σε Εφιάλτη της ανθρώπινης Μοίρας. Βέβαια για να 'μαι δίκαιος, δεν είναι μόνο αυτή η επίδραση του Χριστιανισμού, γιατί υπάρχουν και πάρα πολλά θετικά στοιχεία. Θέλω όμως να πω ότι τρία από τα σπουδαιότερα φαινόμενα μέσα στην παγκόσμια ιστορία, ο ελληνισμός, ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός, είχαν τις ρίζες τους επάνω σε Μύθους και για να το πούμε απλά, σε παραμύθια. Και τι είναι στην ουσία ο Μύθος; Δεν είναι μήπως η Λογική και η Υπέρβαση της Λογικής συγχρόνως; Με άλλα λόγια, ένα συστατικό γνώρισμα του ελληνικού πνεύματος που οι αρχαίοι το προσωποποιούσαν στην ταυτόχρονη και ισότιμη λατρεία του Απόλλωνα και του Διονύσου όπως συνέβαινε λ.χ. στους Δελφούς.

Όπως θα δούμε αργότερα, οι Μύθοι απετέλεσαν την βάση και το περιεχόμενο της αρχαίας τραγωδίας, όπως συνέβη με την Ηλέκτρα στο Άργος, τον Οιδίποδα στην Θήβα και την Μήδεια στην Κόρινθο.

Με δάσκαλο στην Τρίπολη τον Ευάγγελο Παπανούτσο, που με τα βιβλία του «Τριλογία του Πνεύματος», «Περί Ηθικής», «Περί Επιστήμης» και «Περί Τέχνης» μάθαμε να ισορροπούμε ανάμεσα στην Λογική και στην Μαγεία, τον Αριστοτέλη και τον Αισχύλο, την Σαπφώ και τον Πλάτωνα. Προσωπικά επηρεάστηκα βαθειά από τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό ταυτόχρονα και ισοδύναμα. Την ίδια εποχή ανακάλυψα την βαθύτερη φύση της Ορθοδοξίας, δηλαδή την συνένωση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό.

Στις 25 Μαρτίου του 1943 έγινε η πρώτη μαζική διαδήλωση κατά των κατακτητών. Μπροστά στο κενοτάφιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κρατώντας την γαλανόλευκη με τον σταυρό και ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο περνούσαμε από την πόρτα του ΕΑΜ σε μια νέα κοσμοθεωρία, τον μαρξισμό. Τότε η πατριωτική μας έξαρση και η χριστιανική μας πίστη συνενώθηκαν για να ολοκληρωθούν μέσα στη φωτιά της επαναστατικής πράξης. Ο ελληνισμός του Αληθινού και του Ωραίου και ο Χριστιανισμός του «Αγαπάτε αλλήλους» και της Σταύρωσης έγιναν τα νέα μας όπλα για να αντιτάξουμε στην ασχήμια της βίας και στην ψευτιά της βαρβαρότητας την αλήθεια και την ομορφιά ενός κόσμου ελεύθερου και δίκαιου, με όπλο την αγάπη για την πατρίδα και την θυσία για τον λαό. Αυτός υπήρξε για μας τότε ο κομμουνισμός, που γέμισε τις ψυχές μας με μια νέα πίστη που μας έκανε να αψηφάμε τις δοκιμασίες, ως και τον θάνατο.

Λίγο πιο πριν, στα βουνά της Ρούμελης, ο πρώτος μεγάλος γνήσιος Έλληνας λαϊκός επαναστάτης, ο Άρης Βελουχιώτης έμπαινε με τους πρώτους λιγοστούς του αντάρτες στα χωριά με την γαλανόλευκο με τον σταυρό μπροστά και αφού μιλούσε για τους σκοπούς του νέου αγώνα, στη συνέχεια μπαίνανε όλοι μαζί στην εκκλησία. Κι εκεί καλούσε τον παπά να ευλογήσει τα όπλα και τη σημαία.

Τι μας θυμίζει τάχα αυτή η σκηνή; Δεν μας θυμίζει την Αγία Λαύρα με τους επαναστάτες του ΄21 γονατισμένους μπροστά στον Δεσπότη και κρατώντας την ελληνική σημαία με το ένα χέρι και το καρυοφύλλι με το άλλο να δέχονται την ευλογία της εκκλησίας για τον αγώνα τους;

Κι αν ακόμα ήταν Μύθος αυτή η σκηνή, εν τούτοις εμείς οι νέοι επαναστάτες στο νέο ΄21 της εθνικής μας αντίστασης, τον είχαμε ζήσει με πρώτο και καλλίτερο τον νέο Κολοκοτρώνη, τον Άρη Βελουχιώτη. Κι όχι μονάχα αυτόν αλλά όλο το παραμύθι της Επανάστασης με τους νέους ήρωες και αγίους ποιητές και οραματιστές όπως ο Ρήγας Φεραίος, οι Φιλικοί, οι Μάρτυρες και οι Αγωνιστές.

Αλλά μήπως και η Γαλλική Επανάσταση δεν είχε σαν σύμβολό της έναν αληθινό Μύθο όπως αυτόν της Βαστίλης; Εδώ ήταν εύκολο για την λογική των ιστορικών να τον ξετινάξουν, γιατί πράγματι όσοι και όποιοι μπήκαν τότε σ' αυτό το φρούριο-φυλακή, δεν βρήκαν παρά μια χούφτα εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Όμως τόλμησε έκτοτε κανείς να αμφισβητήσει αυτόν τον ωραίο Μύθο με τον οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Γάλλων και ξένων; Κανένας απολύτως, γιατί θα τον έθαβε η χλεύη όλων όσων ευλογήθηκαν από το φως της Μεγάλης αυτής Επανάστασης.

Γιατί όμως το τόλμησαν και το έκαναν τώρα οι δικοί μας; Ποιους λόγους είχαν; Αρκούμε να πω εδώ, ότι ένα από τα δύο θα πρέπει να συμβαίνει: Είτε ο Άρης και οι αντάρτες του και όσοι αποδείξανε με πράξεις και έργα ότι ήταν πράγματι λαϊκοί αγωνιστές με το όραμα μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής Ελλάδας δεν ήξεραν τι τους γίνεται είτε οι σημερινοί προφέσορες έχουν μαύρα μεσάνυχτα.

Άποψη εξαιρετικά ήπια μπροστά σε όσα τους καταλογίζει ο κ. Χρήστος Κάτσικας στα ΝΕΑ της 3ης Απριλίου με έναν καταγγελτικό λόγο αληθινό καταπέλτη, που καταλήγει σχετικά με το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού με την φράση: «Είναι μνημείο ιστορικής λοβοτομής».

Ας δούμε όμως μερικούς από τους εξαιρετικά καίριους χαρακτηρισμούς που προηγούνται: «Πρόκειται», γράφει, «για μια επιστημονική προβιά και μια ιστορική σούπα, όπου το δευτερεύον εξισώνεται με το πρωτεύον. Όπου οι κοινωνικές συγκρούσεις μηδενίζονται και ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει. Η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές, για να φτιαχτεί τάχα η ιστορία σαν κουλουράκι. Από το βιβλίο απουσιάζει ο συνεκτικός ιστός, τα ιστορικά πλαίσια. Εξοστρακίζονται οι κοινωνικές συγκρούσεις. Ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει. Απουσιάζει κάθε αναφορά στις κοινωνικές τάξεις και τους αγώνες τους». Τέλος «είναι ένας σωστός τσελεμεντές, που τελικά αφήνει ένα και μόνο: το τίποτα».

Το τραγικό όμως για τον κ. Κάτσικα είναι ότι μαζί με τις παραπάνω απόψεις που όπως είναι φανερό τον κατατάσσουν στην χορεία των οπαδών της «άλλης άποψης» που πιστεύουν όπως αυτός ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι πράγματι ένα «τίποτα» και μια «ιστορική λοβοτομή» που επιχειρείται εις βάρος του λαού μας, συνυπάρχουν και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί με τους οποίους μας περιλούζουν οι κραταιοί αντίπαλοί μας. Με άλλα λόγια ο κ. Κάτσικας μέσα στο ίδιο άρθρο συμφωνεί και διαφωνεί με τον εαυτό του.

Διότι πώς είναι δυνατόν να συνταιριάζουν διαπιστώσεις που μόλις είδαμε με την άποψη ότι όλοι εμείς οι διαφωνούντες συλλήβδην ανήκουμε στους γνωστούς εθνικιστικούς κύκλους σε αντίθεση με τους άλλους, τους εκσυγχρονιστές και τους κοσμοπολίτες, όπως ο ίδιος τους χαρακτηρίζει. Και ενώ στην ουσία συμφωνεί μαζί μας, φαίνεται ότι ο χώρος στον οποίο φιλοξενείται το άρθρο του τον οδηγεί σε μια θεαματική λοβοτόμηση της λοβοτομής, δηλαδή στο να πάρει τη θέση των αντιπάλων μας με την οικειοποίηση των γνωστών θέσεων, ότι τάχα διακατεχόμεθα από έναν κούφιο πατριωτισμό. Ότι είμεθα κενολόγοι. Ότι επιδιώκουμε την νοσταλγική ασφάλεια της παράδοσης. Κηρύσσουμε τον σωβινισμό και βγάζουμε εθνικιστικές κορώνες. Με λίγα λόγια ότι είμεθα «αριστεροδεξιοί εθνικόφρονες» κατά κύριον Λιάκον. Όμως, αγαπητέ αρθρογράφε, το Λιακονίζειν ουκ εστί φιλοσοφείν...

Στην ίδια περίοδο από πολύ μικρός και χωρίς ξένες μουσικές επιδράσεις, γιατί δεν υπήρχαν, αφοσιώθηκα στην μουσική χωρίς να την ξέρω. Στην αρχή άκουγα μουσική και τραγουδούσα. Όταν απέκτησα βιολί, ξεκίνησα μόνος μου να την ανακαλύπτω και να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Η εκκλησία με βοήθησε να ανακαλύψω τους μαγικούς κόσμους της βυζαντινής μουσικής αλλά και της Αρμονίας. Κλεισμένος ασφυκτικά στον εαυτό μου δεν θυμάμαι πια για ποιο λόγο άρχισα να ταυτίζω τον άγνωστο κόσμο της μουσικής δημιουργίας με την Αρχιτεκτονική και την τραγωδία της αθηναϊκής περιόδου. Η πρώτη με την τελειότητα του Παρθενώνα ήταν για μένα το εξωτερικό περίβλημα της Ουράνιας Αρμονίας, ενώ η δεύτερη, η εσωτερική της ουσία. Ξαφνικά ανακάλυψα ότι όλα αυτά ήταν μια απλή αντανάκλαση εκείνου που με είχε συνεπάρει όταν τα καλοκαίρια ξαπλωμένοι στην αυλή του εξοχικού μας στη Βαριά της Μυτιλήνης ατενίζαμε τις νύχτες τον ουράνιο θόλο ενώ ο πατέρας μου μας μιλούσε για τα άστρα, τους γαλαξίες και τους αστερισμούς.

Από κει και πέρα οι μουσικοί ήχοι που υπήρχαν μέσα μου και προσπαθούσα να καταγράψω, μου έδιναν όλο και πιο πολύ την πεποίθηση ότι ξεκινούν μέσα από τον ουράνιο θόλο, πράγμα που με οδήγησε στα 17 μου χρόνια να διατυπώσω την θεωρία για την ύπαρξη του Νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας. Από κει και πέρα δεν χρειαζότανε παρά ένα βήμα για να ανακαλύψω και να ταυτιστώ πλήρως με τις θεωρίες του Πυθαγόρα. Και μάλιστα είπα τότε ότι για να καταλήξω στα ίδια συμπεράσματα με τους Πυθαγόρειους ακολούθησα την αντίθετη ακριβώς πορεία από αυτούς, δεδομένου ότι ο Ουρανός είναι εκείνος που οδήγησε τον Πυθαγόρα στην Μουσική, ενώ εγώ οδηγήθηκα από την Μουσική στον Ουρανό..

Για όσους πιθανόν δεν το γνωρίζουν, σημειώνω ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν εξερευνήσει και συνδέσει την αρμονική τους θεωρία των πλανητικών σφαιρών με την Μουσική και με την Ψυχή. Η σχέση Ψυχής και πλανητών κατ' αυτούς ανάγεται σε μια ανώτερης μορφής εσωτερική κατάδυση, σε μια περιπλάνηση στις ρίζες του όντος, εκεί όπου η τραγική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην αδυναμία του να συλλάβει με την διανόηση το ασύλληπτο του Απείρου και του Απέραντου, μετατρέπεται σε πόνο από τον οποίο επιδιώκει να απολυτρωθεί με την πνευματική ικεσία και την ψυχική έκταση. Μ' αυτόν τον τρόπο η πυθαγόρεια προοπτική αναγωγής της ψυχής στην σφαίρα της πνευματικότητας αποσπάται από το ιδεώδες του ελληνικού ορθολογισμού και καταλήγει στον χώρο της Μαγείας. Με άλλα λόγια στην διονυσιακή υπέρβαση που ήρθε σαν αναπόσπαστο συμπλήρωμα της απολλώνειας συμμετρίας μέσα στην οποία αποκρυσταλλώνεται η έννοια του αισθητικά Ωραίου.

Οι Πυθαγόρειοι επέλεξαν την Αρμονία και την Μουσική ως θεμέλιο των ανθρωπίνων σχέσεων και θεωρούσαν τον ήχο με τον άυλο χαρακτήρα του ως ένα από τα πιο ιδανικά μέσα για την επανασύνδεση των μύχιων δυνάμεων της ανθρώπινης ψυχικής πνευματικότητας με τα συμπαντικά Αρχέτυπα της δημιουργίας. Κατ' αυτούς η Αρμονία εκφράζει ένα συμπαντικό και προαιώνιο μαθηματικό σύστημα που αφορά το Άπειρο με ιδεατές αριθμητικές σχέσεις και υπολογισμούς. Έτσι τεκμηρίωσαν μια γενική θεωρία, κατά την οποία τα μουσικά διαστήματα εκφράζονται μέσα από σχέσεις ζυγών θετικών ακέραιων αριθμών. Παίρνοντας μια χορδή τεντωμένη ανάμεσα σε δυο σταθερά σημεία, άρχισαν να την διαιρούν σε δύο, τρία, τέσσερα ίσα σημεία και έτσι ανακάλυψαν ότι σε κάθε διαίρεση προέκυπταν τα σύμφωνα ή καθαρά διαστήματα της μουσικής κλίμακας της 8ης, της 4ης και της 5ης που παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα.

Από την έρευνα αυτή προέκυψαν οι μουσικές κλίμακες των αρχαίων που ονομάστηκαν τρόποι και που πάνω τους βασίστηκε η μουσική της αρχαιότητας. Από κει πέρασαν ατόφιοι στο Βυζάντιο και ονομάστηκαν Ήχοι, επάνω στους οποίους στηρίχτηκε η βυζαντινή μουσική και τα ακριτικά-δημοτικά τραγούδια ντυμένα κι αυτά με την ελληνική γλώσσα. Επάνω στους αρχαίους ελληνικούς τρόπους χτίστηκε επίσης και η μουσική της μεσαιωνικής Ευρώπης μεταφράζοντας το «Τρόπος» σε Modal, έως ότου γύρω στα 1500 και λόγω της κυριαρχίας της ενόργανης μουσικής (ενώ η βυζαντινή και η δημοτική, όπως η αρχαία ελληνική, βασίζονταν πάντα στην ανθρώπινη φωνή) οι δυτικοί από το Modal πέρασαν στο Tonal, δηλαδή από το Τροπικό στο Τονικό σύστημα. Στην νεότερη Ελλάδα και ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχούσε η δημοτική μουσική, παρουσιάζονται στις αρχές του περασμένου αιώνα οι πρώτοι λαϊκοί συνθέτες επηρεασμένοι από την τουρκική κυρίως μουσική, της οποίας οι μουσικές κλίμακες δεν ήσαν παρά μίμηση των βυζαντινών Ήχων. Έτσι το Βυζάντιο φτάνει μέσω μιας ξένης μουσικής στην χώρα μας με τα ρεμπέτικα τραγούδια των οποίων οι κλίμακες ονομάζονται τώρα μουσικοί Δρόμοι. Η συνέχεια του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι γνωστή. Δεν είναι όμως γνωστή η υπόγεια σύνδεσή του με τους βυζαντινούς Ήχους κι από κει με τους αρχαίους ελληνικούς τρόπους.

Από όσα τόσο εκτενώς εξέθεσα, φαίνεται νομίζω καθαρά ότι η αγωγή, η μόρφωση και η θεωρητική μου θωράκιση -ακόμα και στον χώρο της Μουσικής- αναπτύχθηκε με άξονα την ελληνικότητα. Και νομίζω ότι αυτή η επιλογή έγινε φυσιολογικά, παρ' ό,τι οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαμε κάθε άλλο παρά ευνοϊκές ήταν. Θα έλεγα ακόμη ότι η ξένη κατοχή και η στέρηση της ελευθερίας μπορεί να ήταν τα επί πλέον κίνητρα για την ανάπτυξη της απαραίτητης πνευματικής αντίστασης με την προβολή της ανωτερότητας της εθνικής μας κληρονομιάς σε ό,τι αφορά κυρίως την ταύτιση της ελληνικότητας με την ελευθερία στην σκέψη και στη ζωή από τον Πυθαγόρα και τον Λεωνίδα έως τον Κολοκοτρώνη και τον Διονύσιο Σολωμό. Αυτή η πεποίθηση της εθνικής μας συνέχειας υπήρξε σε κείνες τις κρίσιμες και σκοτεινές εποχές το κυριότερο όπλο του υπόδουλου λαού μας για να αντλήσει την αναγκαία εσωτερική πνευματική και ηθική δύναμη, ώστε να μην υποκύψει μπροστά στην απειλή του εθνικού του αφανισμού και να βγει ακέραιος και δυνατός μέσα από την δοκιμασία.

Όταν ήρθα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1943, είχα κυρίως δύο στόχους. Ο πρώτος να σπουδάσω στο Ωδείο Αθηνών μουσική σύνθεση. Ο δεύτερος να συμβάλω με όλες μου τις δυνάμεις στην απελευθέρωση της πατρίδας μου. Η ένταξή μου στο ΕΑΜ με οδήγησε να γνωρίσω σε βάθος την ελληνική Αριστερά της εποχής εκείνης, που διένυε θα λέγαμε την παιδική της ηλικία. Έως την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 ο άνεμος ήταν ούριος και όλα ήταν καλά για την ηγεσία του κινήματος, γιατί μπορούσε έτσι να κρύβει τις βασικές της αντιθέσεις. Όταν όμως άρχισαν οι πρώτες σοβαρές δοκιμασίες, βγήκε στο φως το χάος που μας χώριζε σε δύο ξεχωριστά μέρη. Τους λαϊκούς και τους εγκάθετους. Οι πρώτοι ήταν όπως ο Άρης και το σύνολο των λαϊκών αγωνιστών που ζυμώθηκαν μέσα στη φωτιά του αγώνα μαζί με τον λαό, ενώ τους δεύτερους τους αποτελούσαν οι διορισμένοι από την Τρίτη Διεθνή με κέντρο τη Μόσχα. Γύρω απ' αυτούς αναπτύχθηκε η κομματική γραφειοκρατία αποτελούμενη βασικά από μορφωμένα στελέχη που καταλήξανε στους σημερινούς διανοουμενίστικους δήθεν προοδευτικούς κύκλους που καπηλεύονται το όνομα της Αριστεράς. Και θα έλεγα ότι τα σημερινά τους καμώματα, ιδιαίτερα στον χώρο της Παιδείας και της ελληνικής ιστορίας είναι πταίσματα μπροστά στα εγκλήματα των αληθινών τους προγόνων.

Όπως π.χ. οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Γκαζέρτας, η αλλοπρόσαλλη στάση απέναντι στην κυβέρνηση Παπανδρέου, τα Δεκεμβριανά και η Βάρκιζα. Αμέσως μετά μας ήρθε ο αρχηγός τους, αρχιεγκάθετος της Διεθνούς, γιος του Στάλιν όπως του άρεσε να λέει για τον εαυτό του ο Νίκος Ζαχαριάδης, που ξεκινά από την διάλυση των λαϊκών αγωνιστών αρχίζοντας από τον Άρη που δεν υπάκουσε στο μεγάλο έγκλημα της άνευ όρων παράδοσης των όπλων του ΕΛΑΣ. Και προχωρεί στην απόφαση της αποχής. Πέφτει στην παγίδα του Εμφυλίου, αποκηρύσσει τον Τίτο, καταργεί τους καπετάνιους με πρώτο τον Μάρκο και ανακηρύσσεται αρχιστράτηγος, για να οδηγήσει στην καταστροφή και την ήττα. Δεν το βάζει όμως κάτω. Σαν γνήσιος πρόγονος των σημερινών μας ψευτοδιανοούμενων-ψευτοπροοδευτικών, στα 1953 στην 4η Ολομέλεια του ΚΚΕ διατυπώνει και επιβάλλει ως επίσημη θέση του κόμματος ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν σχέση με τους Αρχαίους. Κι αυτό φυσικά είναι ειδικά για μένα το τελικό χτύπημα.

Φυσικά αυτή την αντίθεση ανάμεσα στους λαοπρόβλητους και τους εγκάθετους την έζησα κι εγώ επάνω στο πετσί μου, με κορυφαία στιγμή όταν οι δεύτεροι αποφάσισαν να με εξοντώσουν και με καταδίκασαν σε θάνατο γιατί διαφώνησα με την δική τους ολέθρια τακτική. Κι αυτό πότε; Ανάμεσα σε δυο μάχες, στις 20 του Δεκέμβρη...

Ξέρω ότι πολλοί πιστεύουν ότι είναι ευτύχημα το ότι ηττηθήκαμε, γιατί αλλοιώς η Ελλάδα θα γινόταν Αλβανία. Κι αυτό πιστεύουν και οι μετανοήσαντες εγκάθετοι που βγαίνουν δημόσια και φτύνουν επάνω στις θυσίες και τις πληγές μας. Όμως η αλήθεια εδώ είναι μόνο η μισή, γιατί μπορεί τα περισσότερα κομματικά πόστα να ήταν στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας, όμως η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΕΑΜ, που το αποτελούσαν αγωνιστές λαογενείς και λαοπρόβλητοι με χαρακτηριστικά όπως αυτά που διεξοδικά σας περιέγραψα πιο πριν μιλώντας για το παιδί της επαρχίας που το περιβάλλον η πίστη, οι γνώσεις και τα παραδείγματα ατσάλωσαν τον χαρακτήρα του με πυρήνα την ελληνικότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την βία του κατακτητή και στη συνέχεια κάθε τι που καταπίεζε τον λαό και την χώρα του. Κι όλοι αυτοί αποτελούσαμε -βάζω και τον εαυτό μου- ένα ισχυρό ανάχωμα ικανό να εμποδίσει κάθε απόπειρα των εγκάθετων να επιβάλουν ένα ξενόφερτο καθεστώς. Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι εάν νικούσε τότε το ΕΑΜ, το πιο πιθανό ήταν ότι εμείς οι πραγματικοί λαϊκοί αγωνιστές θα εφαρμόζαμε το πρόγραμμα του Γληνού, δηλαδή της Παλλαϊκής Δημοκρατίας με κύριο χαρακτηριστικό την βαθειά του ελληνικότητα. Αντίθετα εάν οι άλλοι αποδεικνύονταν πιο δυνατοί, τότε θα έπρεπε για να το πετύχουν, να περάσουν πάνω από τα πτώματά μας.

Στα 1954 βρέθηκα στο Παρίσι για να σπουδάσω σε βάθος την μοναδική κατάκτηση των Ευρωπαίων στον τομέα της Τέχνης, τη Συμφωνική Μουσική. Για έναν Έλληνα όπως εγώ, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη πρόκληση και δοκιμασία. Γιατί κινδύνευα να πνιγώ είτε να αφομοιωθώ -όπως οι περισσότεροι νέοι συνθέτες που προέρχονταν από χώρες της περιφέρειας- μέσα στη μεγάλη θάλασσα της ευρωπαϊκής μουσικής τέχνης. Γι' αυτόν τον λόγο έπρεπε να μεγαλώσει μέσα μου και να ατσαλωθεί η πίστη μου στην ελληνικότητα γνωρίζοντας ότι μονάχα έτσι θα κατόρθωνα να διατηρήσω την ιδιαιτερότητά μου ως Έλληνας με το διαχρονικό βάρος και σημασία αυτής της εννοίας, προκειμένου να προβάλω ακόμα και μέσα από τα όσα ισχυρά ευρωπαϊκά ηχητικά υλικά την ουσία της ελληνικότητας. Θα έλεγα ότι την εποχή εκείνη έμοιαζα με κάποιον που επιχειρούσε να διασχίσει με ένα υδραίικο σκαρί την απεραντοσύνη του Ατλαντικού, με μοναδικό ευνοϊκό άνεμο για τα πανιά του την πνευματική παράδοση της χώρας του, με την οποία έπρεπε να γεμίζει και να ξαναγεμίζει τα πνευμόνια του. Και συγχρόνως να τον απειλούν από πάνω του και να του κρύβουν τον ήλιο τα μαύρα σύννεφα των διάφορων Φαλμεράγιερ, Χαουπσμπάουμ και Ζαχαριάδη.

Τότε, σ' αυτές τις κρίσιμες στιγμές, διάβασα το πρώτο βιβλίο του Γιώργο Κοντογιώργη στα γαλλικά και στη συνέχισα γνώρισα τον ίδιο προσωπικά στο Παρίσι. Και ομολογώ ότι έκτοτε το ταξίδι μου έγινε ευκολότερο, καθώς η ήλιος της βεβαιότητας έσβηνε σιγά-σιγά τις μαυρίλες που μας σκέπαζαν και που δυστυχώς μας απειλούν ακόμα με τον σκοταδισμό τους έως σήμερα.

Καταλαβαίνετε λοιπόν με πόση χαρά αλλά και με πόση τιμή και ευθύνη ανέλαβα να παρουσιάσω το νέο του βιβλίο. Κι αν σας κούρασα με τόσες λεπτομέρειες, το έκανα από ανάγκη να παρουσιαστώ μπροστά σας όπως ακριβώς είμαι, ώστε να φανεί καθαρά ότι η ταύτισή μου με τις απόψεις του Κοντογιώργη αποτελεί πράξη ζωής και συγχρόνως σήμα κινδύνου για όσους όπως εγώ γαλουχήθηκαν με τα ίδια βιώματα, οράματα και ιδεολογικά πιστεύω. Και πάνω απ' όλα την πίστη στην ελληνικότητα, όχι ως στοιχείο έπαρσης και στείρου εθνικισμού αλλά ως περιεχόμενο και κώδικα ζωής.

Μίλησα κι εγώ στο άρθρο μου στην «Καθημερινή» για την σύγκρουση ανάμεσα σε δυο Σχολές Σκέψης. Ποιες όμως είναι αυτές; Ο Κοντογιώργης κατ' αρχήν πιστεύει ότι (Α έως Β, σελ. 8, 9 και 10).

Επόμενο είναι μετά απ' αυτές τις διαπιστώσεις (Γ έως Δ σελ. 12)

Φυσικά η ανικανότητα των Ελλήνων να παραγάγουν πρωτότυπο έργο, δεν πρέπει να περιορίζεται σύμφωνα μ' αυτές τις απόψεις στον χώρο της επιστήμης αλλά θα πρέπει να καλύπτουν και όλους τους υπόλοιπους κλάδους και προ παντός την Τέχνη, όπου όλοι οι γηγενείς συγγραφείς, ζωγράφοι, συνθέτες, καλλιτέχνες και ιδιαίτερα όσοι «επιμένουν ελληνικά» κατατάσσονται συλλήβδην στον χώρο των πτωχών συγγενών σε σχέση με τον οποιονδήποτε ξένο της ίδιας κατηγορίας.

Η εντεινόμενη και επεκτεινόμενη κυριαρχία της ιδεολογίας της «ψωροκώσταινας», που καλλιεργείται συστηματικά τόσο από τους οπαδούς του ιστορικώς ορθού όσο και από τους ομοούσιούς τους διευθυντικούς κύκλους του πολιτιστικού γίγνεσθαι, επηρεάζει αρνητικά τους Έλληνες πνευματικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες που αισθάνονται όλο και πιο πολύ ξένοι στον τόπο τους.

Ο Γιώργος Κοντογιώργης υποστηρίζει ότι (Ε σελ. 20). Όσο για το Έθνος, ο πυρήνας της προβληματικής του είναι ότι αποτελεί μια έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου με όρους ελευθερίας. Όταν ο άνθρωπος διαλογίζεται για το «είναι» του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον «άλλον» και βιώνει ένα καθεστώς ατομικής κατ' ελάχιστον ελευθερίας. Στις δεσποτικές, φεουδαλικές *** (φεουδαρχικές ? ), στις μη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες η έννοια της κοινωνίας συνέχεται ταυτολογικά με το πεδίο της ιδιοκτησίας του δεσπότη. Ο δουλοπάροικος δεν διαθέτει δική του ταυτότητα, μιας και το είναι του ανάγεται στην ταυτότητα του δεσπότη.

Αυτή η τελευταία παρατήρηση αναιρεί τον ισχυρισμό της νεοτερικότητας. (έτσι χαρακτηρίζει τους οπαδούς του ιστορικώς κατά τους ίδιους ορθού) ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το ελληνικό κράτος. Γιατί πράγματι η εθνογένεση στον νεότερο κόσμο με αφετηρία την Ευρώπη εστιάζεται μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση με την δεσποτική Ευρώπη ο ελληνισμός συγκροτήθηκε εδώ και αιώνες πολιτικά ως κοσμοσύστημα με γνώμονα την θεμελιώδη κοινωνία της πόλης μικρής κλίμακος και εν τέλει σε ανθρωποκεντρικές βάσεις.

Το ελληνικό έθνος λοιπόν προϋπήρξε ως Κράτος και δεν κατασκευάστηκε από αυτό. Παράλληλα ο ελληνισμός στη νεότερη εποχή δεν υπήρξε περιφέρεια της νεοτερικότητας αλλά αντίθετα προηγήθηκε ως προς τα συστατικά γνωρίσματα που την συγκροτούν ξεκινώντας από αυτό της ελευθερίας. Πράγματι η συγκρότηση των ελληνικών κοινωνιών με όρους ανθρωποκεντρικού συστήματος και η έννοια της συλλογικής ταυτότητας στον ελληνικό κόσμο θα οικοδομηθεί επάνω σε πέντε επίπεδα (Ζ σελ. 23).

ε) Μέσα στο πέρασμα του χρόνου και σε σχέση με την οικουμενική συνέχιση του ελληνικού κοσμοσυστήματος, το αυστηρά εθνικό περιεχόμενο ή διαφορετικά η κοσμοσυστημική ουσία της ελληνικής ταυτότητας θα συνδυασθεί με διάφορες ξένες ταυτότητες εθνοτικού ή πολιτισμικού περιεχομένου που θα συνυπάρξουν στο εσωτερικό του (Κ σελ. 31,32, Η σελ. 24, Θ σελ. 24, Λ σελ. 25,26).

Το ελληνικό Έθνος κατά τον συγγραφέα οικειοποιείται την «ρωμιοσύνη» και τον «Χριστιανισμό».

Ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει αντικείμενο οικειοποίησης από τις ελληνικές κοινωνίες και θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Συνεκτική σταθερά αυτής της σύνθεσης θα αποτελέσει η ελληνικότητα, που τροφοδοτεί η γλώσσα στην οποία αποτυπώνεται η Παιδεία και ο ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου. Η Ορθοδοξία αποτελεί την ελληνική εκδοχή του Χριστιανισμού με την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό ανθρωποκεντρικό κατεστημένο.

Και το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην προσέγγιση των Βυζαντινών από τους «άλλους», που οι μεν Δυτικοί τους αποκαλούν Έλληνες, οι Άραβες Ρουμ και οι Ασιάτες Γιουνάν, αναγνωρίζοντας την ελληνική τους ταυτότητα. Οι δε βυζαντινοί στην επικοινωνία τους με τους άλλους δεν παραλείπουν να υπογραμμίζουν την καταγωγική τους σχέση με τους αρχαίους Έλληνες και της ελληνικότητα της παιδείας τους. Τυπικό παράδειγμα ο Διγενής Ακρίτας ο οποίος προασπίζεται την ελληνική χριστιανική οικουμένη.

ΕΛΥΤΗΣ: «Ρωμανός ο Μελωδός» (απόσπασμα)

Κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας ο Ελληνισμός θα εκφραστεί πρώτον από την άρχουσα ελληνική τάξη της Πόλης που διαμορφώνει τις μείζονες επιλογές του Πατριαρχείου και δεύτερον από την σταδιοδρομία και την συνοχή του ελληνικού έθνους-κοσμοσυστήματος όπως αποκρυσταλλώνεται με τα ανθρωποκεντρικά του χαρακτηριστικά στο σύστημα των πόλεων ή κοινών ή κοινοτήτων.

Βεβαίως η διαφορά μεταξύ πόλεως (ή κοινού) και κοινότητας είναι ουσιώδης: το κοινό-πόλη αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνία του ελληνικού οικοσυστήματος. Ενώ η κοινότης είναι το κοινό-πόλη που έφτασε πέραν των Άλπεων και οδήγησε την ευρωπαϊκή μετάβαση από την δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. (Μ σελ. 38).

Το πρόσταγμα της ελληνικής παλιγγενεσίας δεν είναι εθνοκεντρικό με την έννοια που θα προβληθεί αργότερα από τον ευρωπαϊκό κόσμο αλλά η απόσειση της οθωμανικής δεσποτείας, ώστε να αποκαθαρθεί ο ελληνικός ανθρωποκεντρισμός, καθ' όλα υπαρκτός και κυρίαρχος από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής κυριαρχίας χωρίς να επιδιώκει να οικοδομήσει ένα κράτος-έθνος. (Ν σελ. 39, Ξ σελ. 40, Ο σελ. 42-43).

Ενώ επρόκειτο απλώς για την ανάκαμψη του ήδη ανθρωποκεντρικού ελληνισμού.

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Έλληνες ένα χρόνο μετά την έναρξη της επανάστασης, στα 1922, αποφασίζουν για την εισαγωγή της καθολικής ψήφου στο Σύνταγμά τους τη στιγμή που στη Μεγάλη Βρετανία το δικαίωμα ψήφου το είχε μόνο το 7% του πληθυσμού. (Π σελ. 47-48, Ρ σελ. 69-70, Σ σελ. 71-72, Τα σελ. 72).

Σταματώ εδώ τη συνοπτική σταχυολόγηση αποσπασμάτων από το εν λόγω βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη που νομίζω ότι απαντούν σε μερικά από τα κρισιμότερα ερωτήματα που θέτει η παρούσα διαμάχη. Και οφείλω να επισημάνω ότι αποτελούν ένα μικρό αν και καίριο μέρος της συνολικής άποψης του συγγραφέα, ο οποίος μας αποκαλύπτει τη σημασία και το μέγεθος μιας κρυμμένης ουσιαστικά αλήθειας, που για μας τους Έλληνες έχει ειδικά σήμερα ζωτική σημασία. Μιας αλήθειας που θα έπρεπε να είναι θεμέλιο αυτογνωσίας και πυξίδα εθνικής ανασύνταξης και πορείας. Αντ' αυτού οι γνωστές-άγνωστες πονηρές δυνάμεις που βασίζονται στην αμάθεια και την αφέλειά μας, κατάφεραν να επιβάλουν στην κοινή γνώμη και στην Πολιτεία τις απόψεις εκείνες που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και που στηρίζονται στη συστηματική καλλιέργεια του συνδρόμου της κατωτερότητας του σύγχρονου Έλληνα απέναντι στην ανωτερότητα των ξένων που εκπροσωπούν ποικιλοτρόπως. Όπως λένε, και με το μαστίγιο και με το καρότο. Σήμερα είναι φανερό ότι τα καρότα είναι τόσο άφθονα, ώστε η γενίκευση της χορτοφαγίας τείνει να μας μεταβάλει σε μηρυκαστικά. Εάν υπάρχουν ακόμα πολίτες που έχουν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο αλλά και την ντροπή από την ολοκληρωτική μετατροπή των Ελλήνων σε ζώα ελεύθερης βοσκής, ας αντιδράσουν όσο είναι καιρός...

Έχω πει και άλλοτε ότι οι δυτικοευρωπαίοι μας μεταχειρίστηκαν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Έτσι άλλοτε μας βοήθησαν και άλλοτε μας χτύπησαν. Αν το δει κανείς από τη σκοπιά τους, είχαν δίκιο, γιατί πάνω απ' όλα έβαζαν την χώρα τους και μετά τους άλλους. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι η στάση ορισμένων δικών μας, που δένονται με τον ένα ή τον άλλο είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε διανοούμενοι. Ότι θα πρέπει να εκτιμάμε τα θετικά που έχουν οι ξένοι, είναι αυτονόητο. Και όχι μόνο να τα εκτιμάμε αλλά κι ακόμα να τα θαυμάζουμε (όσα και όποια είναι άξια σεβασμού) και να προσπαθούμε να επωφεληθούμε απ' αυτά. Δίχως όμως να γινόμαστε δορυφόροι του ενός ή του άλλου ειδικά σε θέματα εθνικής πολιτικής είτε σε ζητήματα ιδεών, διανόησης και Τέχνης.

Για να μπορέσουμε όμως να το κάνουμε αυτό, πρέπει να διαθέτουμε το δικό μας εθνικό έρεισμα, εκτόπισμα και βάρος, που να μας κρατά σταθερά, ώστε να μη γινόμαστε στο πρώτο αεράκι που θα φυσήξει άβουλοι και απρόσωποι χαρταετοί στα χέρια των ξένων. Δεν βαρεθήκαμε πια να ακολουθούμε τυφλά πότε τον ένα και πότε τον άλλο και στο τέλος να εισπράττουμε και καρπαζιές; Είτε να αναμασάμε τις ιδέες του ενός, τις απόψεις του άλλου και τα θέσφατα ενός τρίτου βασικά ευρωπαίου και μάλιστα για θέματα που μας αφορούν; Όπως είναι η εθνική μας καταγωγή και η πολιτιστική μας ταυτότητα. Ή το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα υπάρχει πριν την Επανάσταση. Κι ότι τέλος, υπάρχουν τεκμήρια που δεν δέχονται καμμιά αμφισβήτηση, όπως η συνέχεια του Ελληνισμού μέσω της Ελληνικής γλώσσας, που φυσικά όσοι την μιλούσαν δεν μπορεί παρά να ήταν Έλληνες, έστω και κατά την παιδείαν, όπως πίστευε ο Ισοκράτης. (ΕΛΥΤΗΣ-αποσπάσματα).

Ας πω έστω ότι αυτός υπήρξε ο μεγάλος νεοελληνικός μας μύθος (όπως οι Μύθοι οι πλαστουργοί που προανέφερα), στον οποίο οφείλεται ό,τι καλό έγινε έως σήμερα στην πατρίδα μας.

Εάν όπως ισχυρίζονται δεν υπήρχε Ελλάδα πριν το ΄21, τότε ποιοι έκαναν την επανάσταση; Τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Διονύσιος Σολωμός και τόσοι άλλοι; Ποια γλώσσα μιλούσαν και τι πίστευαν οι ίδιοι για την συνέχιση της Ελληνικότητας και του Ελληνικού Έθνους;

Σ' αυτούς τους άξονες πιστεύω ότι θα πρέπει να εστιασθεί η εκπαιδευτική μας προσπάθεια, προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν τα ηθικά κυρίως ερείσματα που θα τους κάνουν μεθαύριο ολοκληρωμένους πολίτες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν την θύελλα της παγκοσμιοποίησης από θέση ισχύος που μπορεί να τους χαρίσει μόνο η αίσθηση ότι ανήκουν στον δικό τους κορμό, με τις δικές του ρίζες και ιδιαιτερότητες. Με τη δική τους ταυτότητα του ολοκληρωμένου Έλληνα, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ισότιμα τους άλλους σε μια διεθνή συγκυρία που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα ξεκινώντας από τις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, ώστε όλοι και όλα να μεταβληθούν σε μια άμορφη και άβουλη μάζα στη διάθεση των ισχυρών της γης.

Αθήνα, Απρίλιος 2007

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Οι Έλληνες διανοούμενοι στο Παρίσι και ο Νίκος Σβορώνος – του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ

Δημοσιεύθηκε στη Νέα Κοινωνιολογία, 43/2006 - 2007

1. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ελλήνων διανοουμένων που βρέθηκαν στο Παρίσι την περίοδο του Εμφυλίου είναι ότι σχεδόν στο σύνολό τους εστίασαν το ενδιαφέρον τους στα μεγάλα ζητήματα της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής ή της τέχνης, ενώ οσάκις ασχολήθηκαν με την Ελλάδα την ενέταξαν σ’αυτά. Κανείς τους δεν έγινε μέρος του ‘ελληνικού προβλήματος’. Ανέπτυξαν έναν υψηλού επιπέδου διάλογο με τα διανοητικά ρεύματα της εποχής τους, ενώ ορισμένοι από αυτούς βρέθηκαν στο επίκεντρο των διανοητικών και ιδεολογικών ζυμώσεων και επηρέασαν βαθιά τις εξελίξεις, στην Ευρώπη και, πέραν αυτής, στον σύνολο κόσμο.

Ωστόσο, η Ελλάδα, ως πολιτικό πρόβλημα ή ως ιστορικό κεκτημένο, επηρέασε βαθιά τις επιλογές τους. Διατήρησαν μια ‘υψηλή’, οπωσδήποτε όμως περιορισμένη επικοινωνία με τη χώρα, η οποία εν μέρει μόνον μπορεί να αποδοθεί στις ανώμαλες συνθήκες που επικρατούσαν επί μακρόν. Η επιρροή τους στις πνευματικές εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας, υπήρξε περιορισμένη και συντελέσθηκε μάλλον μέσω του έργου τους παρά με την παρουσία τους στα ελληνικά δρώμενα. Λειτούργησαν περισσότερο ως μυθολογικό παράδειγμα, για τις νεότερες γενιές και, ως ένα βαθμό, για την ελληνική διανόηση.

Θα έλεγα, νομίζω χωρίς υπερβολή, ότι την εν γένει πορεία τους, τις επιλογές τους, τη στάση τους έναντι των ελληνικών πραγμάτων, την καθόρισαν αφενός, οι διεθνείς πραγματικότητες και διανοητικές ζυμώσεις του ευρωχώρου και αφετέρου ο μακρόχρονος αποκλεισμός τους στην ξένη γη. Οι περισσότεροι θα ανακτήσουν μια σχετικά τακτική επαφή με την Ελλάδα, μόλις μετά την πτώση της δικτατορίας. Δεν θα ενταχθούν όμως στα ελληνικά δρώμενα. Εξαίρεση θα αποτελέσει, ουσιαστικά, ο Νίκος Σβορώνος.

Από τη γενιά αυτή της ελληνικής διανόησης του Εμφυλίου, ο Νίκος Σβορώνος υπήρξε ο εγγύτερος στα ελληνικά πράγματα, τουλάχιστον λόγω του γνωστικού πεδίου που επέλεξε να θεραπεύσει. Τον απασχολούσε όντως έντονα το ελληνικό πρόβλημα και ιδίως η ερμηνεία και η κατανόησή του. Για το σκοπό αυτό επιχείρησε μια βαθιά διείσδυση στο Βυζάντιο και, δευτερευόντως, στην τουρκοκρατία, καθώς εκεί διέκρινε ότι βρισκόταν η αιτιολογία των νεοτέρων εξελίξεων.

Η εγγύτητα αυτή του Σβορώνου με το ελληνικό πρόβλημα θα τον φέρει πολύ κοντά, αργότερα, ιδίως από τη δικτατορία και εδώ, με τα κύματα των νέων Ελλήνων που έφθαναν στο Παρίσι είτε επειδή αποστρέφονταν το αυταρχικό καθεστώς είτε και για σπουδές. Από την παρισινή διανόηση της περιόδου του Εμφυλίου, ο Ν. Σβορώνος αποτελεί μοναδική εξαίρεση ως προς αυτό, την οποία συμπλήρωσε αργότερα η ‘σταδιοδρομία’ του στη μετα-δικτατορική Ελλάδα. Με την φυσική του παρουσία συνέβαλε όσο κανείς άλλος ίσως στην πνευματική κίνηση της χώρας και άσκησε βαθιά επιρροή στα ιδεολογικά δρώμενα.

2. Παρόλ’αυτά, η διαφορά μεταξύ των Ελλήνων διανοουμένων, που βρέθηκαν στο Παρίσι στις αρχές του Εμφυλίου και στη νέα γενιά, που συνωστίσθηκε εκεί κατά την περίοδο της δικτατορίας και αργότερα, είναι κεφαλαιώδης. Η επισήμανση ορισμένων γνωρισμάτων της τελευταίας είναι ικανή, θα έλεγα αναγκαία, για να φωτισθεί, ως προς πολλά, ο χαρακτήρας της γενιάς του Εμφυλίου.

Όντως, το κύμα των Ελλήνων της δικτατορίας υπήρξε κοινωνικά ανομοιογενές και ιδεολογικά ετερόκλητο. Κάτω από το μανδύα του αντιδικτατορικού φρονήματος στεγάσθηκαν ποικίλες όσες νοοτροπίες, αντιλήψεις, καταβολές ή, ακόμη, και ανθρώπινες αδυναμίες, οι οποίες σταδιοδρόμησαν στο όνομα της Aριστεράς, μάλιστα δε της ανανεωτικής Aριστεράς. Η κατάρρευση της κοινής συνιστώσας, της δικτατορίας, που συγκάλυπτε τις πολυσημίες αυτές, έδωσε την ευκαιρία στους φορείς τους να αναδείξουν την πραγματική τους ταυτότητα. Για πολλούς το ΚΚΕσωτερικού και, γενικότερα, ο χώρος της ελληνικής πολιτικής και της διανόησης αποτέλεσε ένα ασφαλές άλλοθι για τη διατήρηση μιας απατηλής μυθολογίας, σχετικά με την αριστερή και, φυσικά, προοδευτική φυσιογνωμία του ‘επιστημονικού’ τους λόγου. Ο Ν.Σβορώνος χρησιμοποιήθηκε ευρέως για την ‘αριστερή’ νομιμοποίηση του σκληρού πυρήνα της διανόησης αυτής, ουσιαστικά όμως ουδέποτε υιοθετήθηκε το βάθος του επιχειρήματός του. Εξού και οι προσεγγίσεις τους χαρακτηρίζονται από μια επιφανειακή απομίμηση, παραμορφωτική ως επί το πλείστον και, πάντως, πρόσφορη σε αναγομώσεις προσωπικών επιλογών.

Η εξήγηση δεν είναι μονοσήμαντη. Μπορεί, ωστόσο, να υποθέσει κανείς ότι ανάμεσα στη γενιά του Εμφυλίου και στο κύμα των νέων διανοουμένων που ανέδειξε η περίοδος της δικτατορίας, συντρέχουν ορισμένες διαφορές, ιδιαζόντως ενδιαφέρουσες. Η γενιά του Εμφυλίου ζυμώθηκε με την προβληματική που καλλιεργήθηκε αμέσως μετά τον Πόλεμο στην Ευρώπη και είχε ως επίκεντρο τα ερωτήματα που ήγειραν η “ολοκληρωτική” οπισθοδρόμηση της Γηραιάς Ηπείρου, η σύγκρουση του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό, οι συνέπειες του πολέμου και ο αναδυόμενος Ψυχρός πόλεμος. Η Ευρώπη αναζητούσε την ταυτότητά της στα ερείπια της ολοκληρωτικής κατάρρευσης των θεσμών και των αξιών που διετείνετο ότι είχε κατακτήσει.

Η γενιά της δικτατορίας, αντιθέτως, βρέθηκε αντιμέτωπη με την ολοένα αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Ευρώπης, ιδίως δε της ευρωπαϊκής διανόησης, η οποία την περίοδο αυτή επεξεργαζόταν την ιδέα μιας απαράμιλλης υπεροχής του ‘δυτικού’ παραδείγματος. Η νεοτερικότητα, από στάδιο, που σηματοδοτούσε την απλώς μετα-φεουδαλική περίοδο του νεότερου κόσμου, μεταβλήθηκε σε ιδεολογία, που αξίωνε να αντιμετωπισθεί ως επιστημονικό παράδειγμα, με βάση το οποίο όφειλε να ερμηνευθεί ο υπόλοιπος κόσμος και, βεβαίως, η ιστορία. Έκτοτε, ότι δεν προσομοίαζε στο ‘μοντέλο’ της εξέλιξης εταξινομείτο στην περιοχή της ‘περιφέρειας’, στον Τρίτο Κόσμο, ή στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ιδιαίτερη κατηγορία, όπου συνευρίσκοντο οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου και εκείνες της Λατινικής Αμερικής. Η γενιά αυτή θα επιβάλει στην ελληνική κοινωνική επιστήμη και, εν τέλει, στην ελληνική κοινωνία τον «εθνικισμό» της νεοτερικότητας. Στόχος της σχολής αυτής δεν θα είναι, όμως, η αποτροπή ενός ελληνικού επιστημονικού «εθνικισμού» αλλά η ιδεολογική επικυριαρχία της, με πρόσημο τον «εκσυγχρονισμό».

3. Στην κατασκευή αυτή, ο Ν. Σβορώνος αντέτεινε τη δύναμη των πηγών, δηλαδή την ελληνική ιδιαιτερότητα, αν και τα στοιχεία της δεν ήσαν πάντοτε ευκρινή σ’αυτόν. Έχοντας όμως επιλέξει να υποβάλει τα γνωσιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία της νεότερης κοινωνικής επιστήμης στη δοκιμασία των ιστορικών πηγών, διαισθανόταν ότι στον ελληνικό κόσμο υπήρχε κάτι που δεν συνήδε με το εξελικτικό σχήμα της νεοτερικότητας ούτε και προσιδίαζε στις θεωρίες της ‘περιφέρειας’. Δεν συγκρότησε, ως προς αυτό, μια συγκεκριμένη θεωρία. Όπου όμως καταπιάστηκε με το ζήτημα αυτό, κατέδειξε με σαφήνεια το επιχείρημά του. Αναφέρω ενδεικτικά τις προσεγγίσεις του για το έθνος ή για τον χαρακτήρα της ελληνικής απογείωσης της περιόδου της τουρκοκρατίας, οι οποίες είναι κομβικές για την κατανόηση του ελληνικού προβλήματος και, χωρίς άλλο, τοποθετούνται στον αντίποδα των παραδοχών της νεοτερικής σκέψης.

Οπωσδήποτε, ο Ν.Σβορώνος ουδέποτε θα ασπασθεί τα ιδεολογήματα της νεοτερικότητας που διακινούσαν στην Ελλάδα πολλοί από εκείνους που όμνυαν στο όνομά του και αυτο-συστήνονταν ως αυθεντικοί μαθητές του. Άλλωστε, ο ηγετικός πυρήνας της γενιάς της δικτατορίας, μολονότι δεν οικειώθηκε ποτέ με το επιχείρημά του, διέκρινε συγχρόνως ότι δεν ήταν επαρκής να το αμφισβητήσει ή, έστω, να απογαλακτισθεί από την ανάγκη της αναφοράς της σ’αυτόν. Εξού και θα καρπωθεί το κύρος του, χωρίς εντούτοις να συνταχθεί με τη σκέψη του.

Η αδυναμία της γενιάς αυτής να παράξει πρωτότυπο επιστημονικό λόγο, γίνεται καταφανής στο πολιτικο-ιδεολογικό της διατακτικό. Η μεταπρατική της λειτουργία στο επιστημονικό πεδίο, χρεώθηκε ως ιδιότητα της ελληνικής κοινωνίας, για να εκφρασθεί στη συνέχεια ως τρόπος του βίου για την ίδια. Μέλη της θα μεταβληθούν σε παρακοιμώμενους των δυνάμεων που περιέβαλαν την εξουσία ή, εν τέλει, σε ιδεολογικούς διακινητές του νεοφιλελευθερισμού.

Το μεταπρατικό ή, ακριβέστερα, μηρυκαστικό επιχείρημα της διανόησης αυτής, εξηγεί ίσως μια άλλη ιδιαιτερότητά της. Ενώ συνωστιζόταν στο περιβάλλον του Ν.Σβορώνου, για να αντλήσει νομιμοποίηση, διαλεγόταν ουσιαστικά με το σχήμα ερμηνείας του νέου ελληνισμού που εισήγαγε ο Κ.Δημαράς. Προφανώς διότι το ερμηνευτικό σχήμα του τελευταίου ήταν πλήρως εναρμονισμένο με το ιδεολογικό διατακτικό της νεοτερικότητας. Όντως, οι διαφορές ανάμεσα στους Ν.Σβορώνο και Κ.Δημαρά είναι, επί της ουσίας, χαοτικές. Ουδέποτε όμως θα αποτολμηθεί η ανάδειξή τους, διότι έτσι θα προέκυπτε η αμφισημία των επιλογών των φορέων της νεοτερικής διανόησης και, μάλιστα, θα αναδεικνύονταν οι ιδεολογικές φορτίσεις του επιστημονικού τους επιχειρήματος. Εκτιμώ ότι η επισήμανση αυτή είναι κεφαλαιώδης, διότι, αν στην ευρωπαϊκή νεοτερικότητα χρεώνεται η αξίωσή της η ιστορία του κόσμου να καθυποταχθεί στο δικό της εξελικτικό πρότυπο, τους Έλληνες ομοτέχνους της σκιάζει, όπως είδαμε, η επιβολή ενός δογματικού εθνικισμού, ο οποίος με υπομόχλιο τη νεοτερική ιδεολογία, υπαγορεύει η όποια διαφοροποίηση του ελληνικού παραδείγματος να αντιμετωπίζεται μέσα από την ‘παραρτηματική’ ανάγνωσή του.

Έτσι, γίνεται νομίζω καταφανές ότι ενώ η γενιά του εμφυλίου και, εν προκειμένω, ο Ν.Σβορώνος, λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας την πρόοδο, στην κρίση της οποίας υποβάλει επίσης τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, η γενιά της δικτατορίας ταύτισε, ιδεολογικά, την πρόοδο με το κεκτημένο της νεοτερικότητας. Γι αυτήν, ό,τι δεν εναρμονίζεται με το διατακτικό της νεοτερικότητας είναι εξ ορισμού συντηρητικό, ανήκει στην ‘παράδοση’ και, συνακόλουθα, στην ‘περιφέρεια’. Η ιδέα ότι ο εκσυγχρονισμός ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό και ως εκ τούτου με την πρόοδο, είναι παλαιά. Η μετάλλαξή της όμως σε ερμηνευτικό εργαλείο της ελληνικής εξέλιξης ανήκει κυρίως στις ‘συμβολές’ της ηγέτιδας μερίδας της γενιάς αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, οι φορείς της ανέλαβαν το μείζον εγχείρημα να ανασυγκροτήσουν την ελληνική εξέλιξη και την περιοδολόγησή της με γνώμονα το νεοτερικό μοντέλο. Στη γενιά αυτή οφείλονται οι ποικίλες όσες ‘αναγομώσεις’ του ελληνικού παραδείγματος, του οποίου ανέλαβαν να ενοχοποιούν σταθερά το παρελθόν, προκειμένου να δικαιολογήσουν την παταγώδη αποτυχία του νεοελληνικού κράτους να αρθρώσει και, μάλιστα, να φέρει σε πέρας ένα αξιόπιστο πολιτικό πρόταγμα. Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, υπαίτια γι αυτό είναι η ελληνική κοινωνία, όπως είναι, επίσης, υπεύθυνη που αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επιχειρεί η όποια εκσυγχρονιστική πολιτική ηγεσία, όχι ασφαλώς το σύστημα.

Ώστε, σε αντίθεση με τη γενιά της παρισινής διανόησης του Εμφυλίου, η γενιά της δικτατορίας λειτούργησε ως παραρτηματική παραφυάδα της νεοτερικότητας, δεν μπόρεσε να διαρρήξει το παραρτηματικό της κέλυφος, ώστε να δώσει ένα πρωτότυπο επιστημονικό έργο. Επομένως, η επισήμανση ότι η γενιά του Εμφυλίου κινήθηκε με σημείο αναφοράς τα διεθνή δρώμενα, συμπληρώνεται με την παρατήρηση ότι η γενιά της δικτατορίας, όχι μόνον έγινε μέρος του ελληνικού προβλήματος, αλλά και καθόρισε ασφυκτικά τα όρια του ιδεολογικού και επιστημονικού διαλόγου μέσα στον οποίον έμελλε να κινηθεί η ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας. Η αφετηρία της νεοτερικής αυτής μερίδας της ελληνικής διανόησης εξηγεί ίσως επαρκώς την αγωνία της να υφάνει έναν ασφυκτικό κλοιό χειραγώγησης και νομής των ερευνητικών θεσμών της χώρας. Ο «άλλος» όφειλε απλώς να συγκατανεύσει με τη σιωπή του ή να αποκλεισθεί από τα δρώμενα.

4. Ο Ν.Σβορώνος είχε επίγνωση των τάσεων αυτών, τις οποίες αντιμετώπιζε με ανησυχία και στωικότητα, όπως ακριβώς και όσους εκ των ‘μαθητών’ του επιχειρούσαν άκομψα ‘να χαμηλώσουν’ το ανάστημά του για να χωρέσει η δική τους φιλοδοξία. Επαναλάμβανε συχνά, ειρωνικά, ότι πολλοί, από εκείνους που έχουν ευεργετηθεί από αυτόν, περιμένουν να αλιεύσουν το πτώμα του στην ακτή, αλλά δεν θα τα καταφέρουν γιατί τους λείπουν τα απαραίτητα ‘σύνεργα’. Και ‘σύνεργα’, εν προκειμένω, ήταν οι πηγές, με την ερμηνευτική τους δύναμη. Φοβόταν όμως, συγχρόνως, τη χειραγώγηση των πηγών από τις σχολές σκέψης που προέβαλαν είτε ιδεολογικά προαπαιτούμενα είτε μονομερείς αναλογισμούς, όπως εκείνους της σχολής των ‘Annales’. Το ζήτημα, έλεγε, δεν είναι να αναγνωρίσει κανείς τη θεμελιώδη σημασία της οικονομίας στην ιστορική εξέλιξη, πράγμα που για τον ίδιον ήταν δεδομένο, αλλά να συναρθρώσει το σύνολο των παραμέτρων που κινούν το κοινωνικό γίγνεσθαι, με μέτρο τη διερώτηση ή, αλλιώς, την κατά το δυνατόν ορθολογική διαχείριση του πρωτογενούς υλικού.

Η σφαιρικότητα στην προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι και οι αβεβαιότητες που συνέχουν τον αποδεικτικό συλλογισμό είναι ακριβώς το διακριτικό γνώρισμα της πνευματικής γενιάς του εμφυλίου. Ο Ν.Σβορώνος, περισσότερο από κάθε άλλον, ενσάρκωσε τις αρχές αυτές στο έργο του. Δεν ήταν ενάντιος στις θεωρητικές κατασκευές παρ’ότι ο ίδιος δεν τις επιχείρησε. Κι όταν βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα θεωρητικής σύνθεσης του επιχειρήματός του ήταν εξαιρετικά προσεκτικός. Στο τέλος της τελετής που τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών -όπου διατύπωσε την πλέον περιεκτική του πρόταση για την ελληνική ιδέα στο Βυζάντιο-, το πρώτο του μέλημα, μόλις εγκατέλειψε το κτίριο, ήταν να διερωτηθεί: «μήπως είπα κάτι που δεν έπρεπε; Μήπως πρόδωσα τις ιδέες μου;».

Ως αυθεντικός ερευνητής ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι οι ιδέες οφείλουν να συνάγονται από την έρευνα των πηγών, να υποτάσσονται στα πορίσματά της κι όχι να τα καθυποτάσσουν στο διατακτικό τους. Επαναλάμβανε, συχνά, ότι δεν μας χρειάζονται νέοι Ακινάτοι.

Ο μύθος του ‘γίγαντα’, που συνόδευε τη φήμη του Ν.Σβορώνου, δεν ανταποκρινόταν, ωστόσο, στις προδιαγραφές της εμφάνισής του. Είχε βαθιά συνείδηση της ταπεινότητας του ερευνητή και, συγχρόνως, μια αίσθηση απαράμιλλης αξιοπρέπειας. Οι πραγματικοί φίλοι του Ν.Σβορώνου ήταν εξίσου απαράμιλλοι μ’αυτόν, όπως για παράδειγμα ο μέγας θεματοφύλακας της ηθικής ανωτερότητας Φωκίων Φραντζεσκάκης και ολίγοι άλλοι.

Ο Ν.Σβορώνος έζησε στη Γαλλία με τη βαθιά συνείδηση του μέτοικου. Ποτέ δεν προσαρμόσθηκε ούτε πολλώ μάλλον ενσωματώθηκε στη γαλλική κοινωνία. Ζούσε με τη μνήμη της Ελλάδας, τις αναμνήσεις των παιδικών και μαθητικών του χρόνων στη Λευκάδα, ρωτούσε για όλους, για τα παλιά. Η Γαλλία ήταν γι αυτόν η μεγάλη ευκαιρία και μαζί η αφόρητη φυλακή. Κάποτε ζήτησε από τον άλλον φίλο του, τον Παύλο Σακελλαρίδη, που επέστρεφε στην Ελλάδα, να τον πάρει μαζί του μέχρι το ιταλικό λιμάνι, έτσι για να αντικρίσει τη γαλανόλευκη σε έδαφος ελληνικό. Το σπίτι του, άλλωστε, ήταν ολάνοιχτο στους Έλληνες που αναζητούσαν σ’αυτόν τη θαλπωρή, την καθοδήγηση στο ερευνητικό τους διάβημα. Ήταν εν τέλει ένας ανεκτίμητος χώρος ερευνητικής μυσταγωγίας, όπου δέσποζε ο ίδιος, τα αμέτρητα αποτσίγαρα, το ραδιόφωνο με την κλασική μουσική και η απαράμιλλης ευαισθησίας εξαδέλφη του Μερόπη, που δεν έπαυε να ‘διαλογίζεται’.

Όπως έζησε στο Παρίσι, λιτός και απέριττος έτσι πέρασε και τον μετα-δικτατορικό του βίο στην Αθήνα, στο σπίτι του στους πρόποδες του Αττικού Άλσους, στην Κυψέλη. Παραδειγματικά μοναχικός και απαιτητικός από τον εαυτό του, ο Ν.Σβορώνος ως ιστορικός επέλεξε το δικό του δρόμο, διαφοροποιούμενος τόσο από τη γενιά της παρισινής διανόησης της εποχής του Εμφυλίου όσο και από την ελληνική ιστορική επιστήμη. Ο ίδιος δίδασκε ότι η απαίτηση της πρωτοτυπίας διέρχεται από τις πηγές. Οι πηγές απελευθερώνουν τη σκέψη από τις αξιωματικές «σχολές σκέψης» και την αποδίδουν ελεύθερη στο στοχασμό και στην κοινωνία. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, είναι ότι το δρόμο αυτό τον επέλεξε, πριν από το Παρίσι, στα πρώτα του βήματα στη ζωή και στην έρευνα.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Λόγος περί συγκατανευσιφάγων διανοουμένων. Ή πώς η αριστερή διανόηση έγινε «οργανικός νομέας» του κράτους  - του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο ΑΝΤΙ, 832/17.12.2004

Οι μεγάλοι στοχαστές του 20ου αιώνα είχαν ταξινομήσει τους διανοουμένους ανάλογα με την εγγύτητα του επιχειρήματός τους στο σύστημα: στη μια άκρη, οι απολογητές του και στην άλλη οι θιασώτες της επανάστασης, με ενδιάμεσο κρίκο τους κριτικούς μεταρρυθμιστές.

Στην Ελλάδα, μετά τη δικτατορία, η πλέον ενεργός διανόηση συντάχθηκε με την πέραν του Πασοκ Αριστερά, διατυπώνοντας έναν άκαμπτο πολλές φορές κριτικό και μάλλον ασυμβίβαστο λόγο απέναντι στο σύστημα. Το ενδιαφέρον του λόγου αυτού, ωστόσο, είναι ότι συνδυάστηκε με τη διακίνηση ενός μαχητικού πατριωτισμού που υπαγορευόταν βασικά από την «επιστημονική ορθότητα» της δυτικότροπης ερμηνείας της ιστορίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι της εποχής μας. Η ελληνική κοινωνία, στα μάτια της ελληνικής διανόησης, ήταν το «κατακάθι» της ευρωπαϊκής εξέλιξης. Το προοδευτικό της στίγμα εμπνεόταν από το επιχείρημα του «κομπραδορισμού» και της υπανάπτυξης, καταλήγοντας πάντα στην ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας για την πελατειακή της πώρωση. Δεν έφταιγε, με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτική τάξη για τις παλινωδίες της. Η κοινωνία ακύρωνε τις όποιες προσπάθειές της να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, ακόμη και απλού εκσυγχρονιστικού τύπου.

Η ερμηνευτική αυτή επιλογή ήταν προφανώς πραγματολογικά αδιέξοδη και κυρίως δεν είχε καμιά σχέση ούτε με μια αριστερή οπτική, όπως νομιζόταν, ούτε πολύ περισσότερο με ένα προοδευτικό στίγμα. Ήταν επομένως θέμα χρόνου, η αναζήτηση μιας νέας «αιτιολογικής» θεμελίωσης του ερμηνευτικού της διαβήματος, την οποία της πρόσφεραν απλόχερα οι ραγδαίες εξελίξεις που σημειώθηκαν από τη δεκαετία του 1990. Ώστε, η στροφή της αριστερής διανόησης προς ένα καθαρά νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα, ικανό να αντισταθμίσει τον, κατά τη γνώμη της, «παρασιτικό» χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, ανταποκρινόταν πλήρως στο κοινωνικό της διαμέτρημα και ιδίως στην αδυναμία της να αρθρώσει έναν πρωτότυπο, δηλαδή συνακόλουθο προς την ελληνική πραγματικότητα, επιστημονικό ή ιδεολογικό λόγο.

Η συγκυρία για να εκφρασθεί συγκεκριμένα η στροφή αυτή είχε προετοιμαστεί κατά τη μετα-κοσκωτική περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου, ξεπεράστηκε όμως πλήρως κάθε αναστολή την περίοδο Σημίτη. Το πρόταγμα του «εκσυγχρονισμού» και το βάθεμα της κρίσης του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, αποτέλεσαν το άλλοθι για τη μαζική μετεγκατάσταση της αριστερής διανόησης στο κράτος. Από ασυμβίβαστος κριτής του, μέχρι πριν λίγο, μεταβλήθηκε σε αδέκαστο απολογητή του εκσυγχρονιστικού νεοφιλελευθερισμού και, μάλιστα, σε θεραπαινίδα των πολιτικών του επιλογών.

Η τελευταία αυτή επισήμανση έχει μια πρόσθετη ιδιαιτερότητα. Η ελληνική αριστερή διανόηση δεν λειτούργησε ως απλός απολογητής του «σημιτείου» προτάγματος. Χρησιμοποίησε το κράτος ως πρυτανείο σίτισης, ως όχημα συμμετοχής στην αναδιανομή του οικονομικού του πλεονάσματος, λαιμάργησε χωρίς αιδώ, χωρίς καμία ηθική αναστολή ή ευαισθησία απέναντι στην κοινωνία που τους πίστεψε. Σημαίνοντες εκπρόσωποί της κατέλαβαν σωρηδόν αξιώματα, συσσώρευσαν αποδοχές εκατομμυρίων, δημιούργησαν αποκλεισμούς ή διέβαλαν τους μη συνοδοιπόρους, κινήθηκαν κατά τρόπο προκλητικό στο παρασκήνιο, σταυλίστηκαν στο περιβάλλον των πλέον σκοτεινών μεντιοκρατόρων, προσφέροντάς τους πολυ-ποίκιλες υπηρεσίες νομιμοποίησης κλπ. Όλα αυτά τα χρόνια, ουδείς εξ αυτών διέκρινε στοιχεία διαπλοκής της «σημιτικής» εξουσίας (με τους μεντιοκράτορες κ.α.), εύλογα αφού ήσαν ομοτράπεζοι και συγκατανευσιφάγοι. Είναι θαυμαστή η ευκολία με την οποία αποκαθήλωσαν την εικόνα που χρόνια τώρα φιλοτεχνούσαν δαπάναις της αριστεράς. Το «κροτούν νόμισμα» της ανταμοιβής τους αποδείχθηκε ισχυρότερο από τον κρότο των ερινύων που έσερναν τον πυρρίχιο χορό. Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να απευθύνει κανείς μομφή στην τότε ηγεσία του Πασόκ, διότι ορθώς από την πλευρά της διέγνωσε ότι η συνδρομή της αριστερής διανόησης της ήταν πολύτιμη για τη νομιμοποίηση της «νέας πολιτικής» που σχεδίαζε να ακολουθήσει, κυρίως όμως για την εικονογράφηση του προφίλ της.

Η απροσχημάτιστη αυτή συμμετοχή της αριστερής διανόησης στη νομή του κράτους, με δόλωμα τον εκσυγχρονισμό του, μπορεί να χαρακτηρισθεί σταθμός στην πνευματική πορεία της χώρας. Όχι τόσο διότι αποκαλύπτει το κενό πνευματικής αυτονομίας και την τραγική ρηχότητα της άρχουσας αριστερής διανόησης αλλά κυρίως επειδή μέλη της δεν δίστασαν να γίνουν καλοί φορείς ή συνήγοροι της διαφθοράς, όπως φανερώνει η εμπλοκή τους σε σκάνδαλα δισεκατομμυρίων ή η αλληλεγγύη τους στις «πνευματικές» ακρίδες που λεηλάτησαν το δημόσιο (η περίπτωση του Παντείου είναι εξόχως ενδεικτική). Άλλοι, πιο ολιγαρκείς, επιδόθηκαν στο άθλημα της λαφυραγώγησης του δημοσίου μέσα από μια άνευ προηγουμένου βουλημιτική θεσιθηρία.

Θα είχε ενδιαφέρον να έδινε η κυβέρνηση στη δημοσιότητα τα ονόματα όσων (καθηγητών, δημοσιογράφων κλπ) ανέλαβαν θέσεις εξουσίας –και πόσες έκαστος– ή δήθεν μελέτες και έρευνες από διάφορα υπουργεία και οργανισμούς. Θα διαπιστωνόταν αβίαστα ότι όλοι τους, σχεδόν, ανήκουν στη ιδιαίτερη κατηγορία της αριστερής διανόησης που λειτούργησαν ως άμεσοι παρακοιμώμενοι (ή φίλοι των παρακοιμωμένων) της πρωθυπουργικής κλίνης, και ως θεράποντες, εκ του σύνεγγυς, του «σημίτειου» εκσυγχρονισμού. Η διαπίστωση αυτή γίνεται προκλητικότερη αν αναλογισθεί κανείς ότι την ίδια στιγμή πνευματικοί άνθρωποι διεθνούς βεληνεκούς ήσαν άγνωστοι για τις υπηρεσίες του κράτους. Η ξετσιπωσιά αυτή του «εκσυγχρονισμού» φάνηκε στο τέλος, όταν βλέποντας πως ολοκλήρωνε τον κύκλο του, φρόντισε να περιβάλει με εγγυήσεις ανεξαρτησίας τα στελέχη της, στο όνομα της «διαφάνειας» (!), ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που έσπευσε στο μέσον της προεκλογικής περιόδου να καλύψει επιτελικές θέσεις με δικά του παιδιά (π.χ. στη Βουλή από τον απερχόμενο Πρόεδρό της, τον Απ. Κακλαμάνη).

Στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, η αριστερή διανόηση μετακινήθηκε, επίσης, προς το κέντρο ή και τη δεξιά. Έχει γραφτεί ότι πολλοί από τους ηγέτες του γαλλικού Μάη του ‘68 εναγκαλίστηκαν την πολιτική εξουσία, εξαργυρώνοντας τη συμμετοχή τους με φιλελεύθερες ή, έστω, κεντρομόλες τοποθετήσεις. Στην Ελλάδα, το άλμα της αριστερής διανόησης ήταν χαοτικό. Σημαίνοντα μέλη της διέσχισαν με θαυμαστή ευκολία τη διαχωριστική γραμμή της διανόησης, συναντήθηκαν με τον κατεστημένο αντίπαλο στο πεδίο της «αναδιανομής», ως συγκατανευσιφάγοι κι όχι ως απλοί απολογητές του συστήματός του. Από αρνητές ή, εν πάση περιπτώσει, κριτικοί παραστάτες του κατεστημένου, έγιναν ομοτράπεζοι συμποσιαστές. Ξεπέρασαν δηλαδή και αυτόν το ρόλο του οργανικού διανοούμενου για να μεταβληθούν σε οργανικούς νομείς του δημόσιου χώρου.

Ο εκμαυλισμός των διανοουμένων της Αριστεράς μπορεί να καταγραφεί ως το μέγιστο επίτευγμα του «σημιτικού» εκσυγχρονισμού. Όμως η διαθεσιμότητά τους είχε από καιρό ωριμάσει μέσα από την αδιέξοδη κενότητα της σκέψης τους και την υπο-κοινωνική τους κουλτούρα. Η σίτιση τους στο κρατικό πρυτανείο έγινε τελικά με τους όρους, με τους οποίους οι ίδιοι επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την ελληνική κοινωνία. Έγινε δηλαδή ό,τι και με τη σκέψη του Μαρξ: Βοήθησε με βεβαιότητα τους θεράποντες του καπιταλισμού, προκειμένου να κατανοήσουν και, σε τελική ανάλυση, να ηγεμονεύσουν στο σύστημα. Οίκοθεν νοείται ότι δεν είναι ο Κώστας Σημίτης, ως πολιτικός ηγέτης, που τους διέφθειρε, που τους οδήγησε στην «ακολασία», ήσαν οι ίδιοι έτοιμοι από καιρό, λόγω του αδιεξόδου του ιδεολογικού και επιστημονικού τους έρματος, να στρατευθούν στο άρμα του κράτους. Άλλωστε, όπως αποκαλύπτεται εμφανώς από τη στράτευσή τους στο νέο ιδεολόγημα που υποκρύπτει ο ευφημισμός της «κοινωνίας πολιτών», η επάνοδός τους στη σταθερά της αποστροφής της ιδέας για μια ενδεχόμενη συμμετοχή του σώματος της κοινωνίας στα πολιτικά δρώμενα, με το επιχείρημα ότι είναι ανώριμη και εγωιστική στις προθέσεις της, αξιολογείται ως απολύτως φυσιολογική. Όπερ μεθερμηνεύεται, στο λόγο των συγκατανευσιφάγων της αριστερής διανόησης, ο λαός φταίει που αυτοί λαιμάργησαν! Ας μη τους άφηνε και ιδίως ας μην τους πίστευε…

Σχόλια